Τα τελευταία χρόνια, πληθαίνουν συνεχώς οι συζητήσεις σχετικά με τις έννοιες της «βιωσιμότητας», της «πράσινης ανάπτυξης» και των «ανανεώσιμων πηγών ενέργειας».

Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, με το «Green Deal», έχει θέσει ορισμένους περιβαλλοντικούς στόχους έως το 2050, ταξινομώντας μάλιστα τις επιτρεπόμενες επενδύσεις με βάση ορισμένα περιβαλλοντικά κριτήρια, προκρίνοντας το όριο εκπομπής των 100 g CO2/KWh για την παραγωγή ενέργειας, ως το ανώτατο επίπεδο για να χαρακτηριστεί μια επένδυση «πράσινη» και «βιώσιμη».

Μάλιστα, με βάση το συγκεκριμένο όριο, τα ορυκτά καύσιμα -άνθρακας, πετρέλαιο, φυσικό αέριο- δεν μπορούν να θεωρηθούν «βιώσιμα», καθώς παράγουν εκπομπές πάνω από το όριο, άρα οι επενδύσεις σε αυτά, κανονικά, θα θεωρούνται «μη επιτρεπτές».

Παρ’ όλα αυτά, αρκετές τράπεζες αλλά και πετρελαιοβιομηχανίες ανά τον πλανήτη, παρακάμπτουν σκοπίμως τόσο τα όσα προτάσσει το «Green Deal», αλλά και η Συνθήκη των Παρισίων για το περιβάλλον και όχι μόνο δε συμμορφώνονται με βάση τους περιβαλλοντικούς στόχους, αλλά, αντιθέτως, βαφτίζουν «πράσινες» αρκετές τους επενδύσεις, οι οποίες σχετίζονται με επιχειρήσεις-ρυπαντές που δραστηριοποιούνται σε μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο.

Αυτός είναι και ο λόγος που δεκάδες περιβαλλοντικές οργανώσεις στην Ευρώπη, χρησιμοποιώντας ως σύνθημα το «Stop Fake Green» («Σταματήστε το πράσινο-μαϊμού»), καλούν τους πολίτες να συνυπογράψουν (στον ιστότοπο https://www. stopfakegreen.eu/) κείμενο που απευθύνεται στην πρόεδρο της Κομισιόν, Φον ντερ Λάιεν, στους αντιπροέδρους Ντομπρόβσκις και Τίμερμανς και στον επίτροπο ΜακΓκίνες, με το οποίο αναφέρουν χαρακτηριστικά πως «οι τραπεζίτες είναι ελεύθεροι να ορίσουν τι είναι «πράσινο», με αποτέλεσμα τα ορυκτά καύσιμα, οι ρυπογόνες μεταφορές, η «βρώμικη» γεωργία και τα φυτοφάρμακα, να χαρακτηρίζονται περιβαλλοντικά βιώσιμα».

Βέβαια, όπως αναφέρει το Environmental Finance, μερικές από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, έχουν δεσμευτεί πως θα επενδύσουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε «βιώσιμες» επενδύσεις, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι τα χαρτοφυλάκια τους, είναι απολύτως ευθυγραμμισμένα με τους περιβαλλοντικούς στόχους της Συνθήκης των Παρισιών. Αντίστοιχα, ο Ralph Hammers, γενικός διευθυντής της τράπεζας ING, δήλωνε στους Financial Times πως «οι τράπεζες πραγματοποιούν κυρίως πράσινες επενδύσεις».

Στην πραγματικότητα όμως, τόσο οι κατηγορίες εις βάρος της βρετανικής τράπεζας, HSBC, προ ολίγων ημερών, για επενδύσεις ύψους 2.4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στη βιομηχανία εξόρυξης άνθρακα (ενώ είχε δεσμευτεί πως θα εκμηδενίσει τις επενδύσεις της σε τέτοιου είδους βιομηχανίες), όσο και η ανάλυση της ShareAction που έδειξε πως, η ίδια τράπεζα, επένδυσε 1.8 δισεκατομμύρια δολάρια σε ορυκτά καύσιμα, μόλις 4 μήνες μετά τις «δεσμεύσεις» της, δείχνουν μια διαφορετική πραγματικότητα, η οποία ασφαλώς, δεν αφορά μόνο την HSBC, αλλά ορισμένα από τα μεγαλύτερα τραπεζικά ιδρύματα του πλανήτη.

«Τα πρώτα 3 χρόνια, από τη συμφωνία των Παρισίων (2016-2018), 33 από τις μεγαλύτερες τράπεζες του πλανήτη, πραγματοποίησαν συμφωνίες ύψους 1.9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων με τις βιομηχανίες εξόρυξης ορυκτών καυσίμων», γράφει η έκθεση του Rainforest Action Network, το οποίο μάλιστα επισημαίνει πως, οι χειρότερες τράπεζες, μεταξύ άλλων, με βάση την ασυνέπεια τους στις δεσμεύσεις που έχουν πραγματοποιήσει σχετικά με την περιβαλλοντική τους πολιτική και στις πράξεις τους, είναι η αμερικάνικη CITIGROUP, η βρετανική Barclays και η γαλλική BNP PARIBAS.

Αξίζει να σημειωθεί βέβαια πως στη συγκεκριμένη λίστα εντάσσονται αρκετές τράπεζες από την Ιαπωνία, την Κίνα και τη Μαλαισία, ενώ, σύμφωνα με το Intercept, αντίστοιχες ασυνέπειες παρατηρούνται και σε τράπεζες της Αυστραλίας από το 2015.

Επίσης, όπως αναφέρει το Bloomberg, η μεγαλύτερη τράπεζα της Σκανδιναβίας, Nordea Bank Abp, βοηθούσε τους πελάτες της να επενδύουν σε «μη βιώσιμες» και σε καμία περίπτωση «πράσινες» επιχειρήσεις, απλώς, χαρακτηρίζοντας τις επιχειρήσεις αυτές (άρα και τις επενδύσεις), ως καθ’ όλα «πράσινες» και θεμιτές, παρακάμπτοντας τη νομοθεσία και επιτρέπωντας στους πελάτες της να πραγματοποιήσουν ανενόχλητοι τις επενδύσεις τους.

Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη τακτική από τη Nordea (αλλά και από τις υπόλοιπες προαναφερθείσες τράπεζες), χαρακτηρίζεται ως «πράσινο ξέπλυμα», δηλαδή, η δημιουργία μιας ψεύτικης εικόνας για μια επιχείρηση πως λειτουργεί με «βιώσιμο» και «φιλικό προς το περιβάλλον» τρόπο, ενώ, πράττει ακριβώς το αντίθετο.

Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί, πως, το «πράσινο ξέπλυμα», σχετίζεται άμεσα με την ευαισθητοποίηση των καταναλωτών σχετικά με τη «βιωσιμότητα» των αγαθών που αγοράζουν και καταναλώνουν.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι καθηγητές σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, Ferrell και Hartline στο βιβλίο τους “Marketing Strategy: Text and Case” : «Οι καταναλωτές πλέον, επιθυμούν να συνδεθούν και να αγοράζουν προϊόντα από «κοινωνικά υπεύθυνες εταιρείες», οι οποίες είναι φιλικές προς το περιβάλλον. Υπογραμμίζοντας λοιπόν, την ιδιότητα πως ένα προϊόν, είναι «πράσινο», η τακτική αυτή συμβάλλει στην υψηλότερη αποτελεσματικότητα του μάρκετινγκ».

Ουσιαστικά, μια σειρά από εταιρείες, οι οποίες κάθε άλλο παρά τηρούν και σέβονται τους περιβαλλοντικούς στόχους, προσπαθούν να πείσουν τους καταναλωτές πως τα προϊόντα τους και ο τρόπος παραγωγής τους, σχετίζονται άμεσα με τη βιωσιμότητα του πλανήτη. Πως το κάνουν αυτό;

Όπως αναφέρει το Bloomberg, κατά μέσο όρο, οι πέντε μεγαλύτερες δημόσιες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα του φυσικού αερίου και της εξόρυξης πετρελαίου, ξοδεύουν πάνω από 400 εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο 1) για να ασκήσουν πιέσεις σε πολιτικούς (lobbying), αλλά και 2) στο μάρκετινγκ τους, έτσι ώστε να παρουσιάζονται ως «πράσινες», την ώρα που, το 2019, τέσσερα χρόνια έπειτα από τη συνθήκη των Παρισίων, οι εκπομπές ρύπων έφτασαν το υψηλότερο επίπεδο τους στην ιστορία, σύμφωνα με τους New York Times.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων εταιρειών είναι η Exxon Mobil, η ΒP, η Chevron και η Shell, με την μη κερδοσκοπική οργάνωση ClientEarth, να περιγράφει ακριβώς τι εστί «πράσινο ξέπλυμα», παραθέτοντας στοιχεία από την δράση της BP:

«Η BP ξοδεύει πάρα πολλά εκατομμύρια σε διαφημιστικές καμπάνιες για να δώσει την εντύπωση ότι χρησιμοποιεί ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ότι το φυσικό αέριο της είναι καθαρότερο και ότι αποτελεί μέρος της κλιματικής λύσης. Αυτό είναι απλά ένα ψέμα. Ενώ λοιπόν, οι διαφημίσεις της BP επικεντρώνονται στην καθαρή ενέργεια, στην πραγματικότητα, περισσότερο από το 96% των ετήσιων κεφαλαιουχικών δαπανών της εταιρείας αφορούν το πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της, η BP ξοδεύει λιγότερα από τέσσερα κιλά ανά εκατό, για επενδύσεις χαμηλών εκπομπών άνθρακα κάθε χρόνο. Τα υπόλοιπα, απλά τροφοδοτούν την κλιματική κρίση».

Δεν είναι όμως μόνο οι τράπεζες και οι πετρελαιοβομηχανίες, οι οποίες χρησιμοποιούν το μάρκετινγκ, ώστε να πραγματοποιήσουν το δικό τους «πράσινο ξέπλυμα». Σύμφωνα με την έρευνα της TerraChoice, με τίτλο «The Sins of Greenwashing Home and Family», το 95% των «πράσινων» προϊόντων στην βρετανική αγορά το 2010, αποτελούσαν άμεσα ή έμμεσα, αποτέλεσμα «πράσινου ξεπλύματος». Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικό να αναφερθεί, είναι και το γεγονός πως, σύμφωνα με το The Intercept, οι εφημερίδες New York Times και Washington Post, συνέβαλαν στο συγκεκριμένο «ξέπλυμα» μεγάλων πετρελαιοβιομηχανιών.

Βέβαια, από την άλλη πλευρά, όπως αναφέρουν και οι οργανώσεις με το σύνθημα «Stop Fake Plastic»: «Έχουμε τώρα την ευκαιρία να συμμετάσχουμε στη δημόσια διαβούλευση για να καθορίσουμε τον ευρωπαϊκό νόμο που ορίζει τι είναι «πράσινο», και να σταματήσουμε εδώ και τώρα το πράσινο ξέπλυμα».