Λίστα αντικειμένων
Με οριακή πλειοψηφία 334-315 απορρίφθηκε η αναβολή της δημοπράτησης 900 εκ. δικαιωμάτων εκπομπών
Στρασβούργο, 17.4.2013
Η μέση θερμοκρασία του πλανήτη ανεβαίνει και ίσως ξεπεράσει τους +4 βαθμούς Κελσίου σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας. Για να αλλάξουμε την πορεία αυτή χρειάζεται να πάρουμε ουσιαστικά μέτρα. Ένα από αυτά σχετίζονται με τις καινοτομίες που πρέπει να γίνουν στη βιομηχανία. Η λογική «business as usual» καταστρέφει και το περιβάλλον και την οικονομία, όπως δείχνει η έκθεση Στερν. Δυστυχώς το Ευρωκοινοβούλιο, σε μια από τις χειρότερες στιγμές του, απέρριψε την Τρίτη 16 Απριλίου την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που στόχο είχε να αντιμετωπίσει την υπερπροσφορά δωρεάν “δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που αλλάζουν το κλίμα”, μέσω της αναβολής δημοπράτησης 900 εκατομμυρίων δικαιωμάτων. Έτσι, όμως, εμποδίζεται η στροφή στην καινοτομία, την αναζωογόνηση της οικονομίας και την πράσινη οικονομία. Το κόστος θα είναι μεγάλο όχι μόνο για το κλίμα και τις επόμενες γενεές αλλά και για την οικονομία. Από τους Έλληνες ευρωβουλευτές μόνο τρεις στήριξαν την πρόταση της Κομισιόν (Ν.Χρυσόγελος, Κ.Αρσένης, Δ.Δρούτσας), ενώ οι υπόλοιποι είτε απείχαν είτε καταψήφισαν.
Αυτή τη στιγμή έχει συσσωρευτεί ένα πλεόνασμα 1,5 δισεκατομμυρίου δωρεάν δικαιωμάτων στο σύστημα και με τους σημερινούς ρυθμούς οδηγούμαστε σε πλεόνασμα 2 δις. Η κατάσταση αυτή μοιραία ρίχνει τις τιμές των δικαιωμάτων σε πολύ χαμηλά επίπεδα με αποτέλεσμα η αγορά ETS να μην επιτελεί το σκοπό για τον οποίο φτιάχτηκε από την ΕΕ, να αποτελέσει δηλαδή μια δίκαιη, διαφανή και αποτελεσματική αγορά η οποία θα δημιουργήσει ισχυρά κίνητρα για λήψη μέτρων από τη βιομηχανία και αλλαγή του ευρωπαϊκού ενεργειακού μοντέλου μακριά από τον άνθρακα, ενισχύοντας έτσι την πράσινη οικονομία μέσα από καινοτόμες τεχνολογίες.
Υπενθυμίζεται ότι το Φεβρουάριο 2013 οι ευρωβουλευτές της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας Τροφίμων ενέκριναν την πρόταση αυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να παρεμποδιστεί η κατάρρευση του συστήματος “εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών”. Χαρακτηριστικό ήταν το γεγονός ότι όταν μερικές εβδομάδες πριν η Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας απέρριψε την ίδια πρόταση, η τιμή του δικαιώματος στην αγορά άνθρακα βυθίστηκε στα 2,81 ευρώ τη στιγμή που πολλοί εκτιμούν ότι πρέπει να φτάσει στα 30 ευρώ για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του συστήματος.
Στο παρελθόν, η Ομάδα των Πράσινων / Ευρωπαϊκή Ελεύθερη Συμμαχία είχε προειδοποιήσει για τις υπερβολικά γενναιόδωρες άδειες για ρύπανση οι οποίες δόθηκαν δωρεάν, όταν το ΣΕΔΕ βρισκόταν στα πρώτα στάδια σχεδιασμού και υλοποίησης. Παρά τις προειδοποιήσεις, η πλειοψηφία των αρμόδιων φορέων αποφάσισαν να ακολουθήσουν τους λομπίστες και τους έδωσαν δωρεάν δικαιώματα για ρύπανση, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια από μεγάλες εταιρείες που έχουν τεράστια κέρδη εις βάρος των καταναλωτών (τα λεγόμενα carbon fat cats).
Ο Νίκος Χρυσόγελος δήλωσε σχετικά:
“Η πλειοψηφία του Ευρωκοινοβουλίου και των Ελλήνων Ευρωβουλευτών υπέκυψε στα επιχειρήματα τμήματος της βιομηχανίας που μίλησε για χειραγώγηση της αγοράς και ισχυρίστηκε ότι η θεσμοθέτηση του “backloading” εν μέσω κρίσης επιβαρύνει το κόστος παραγωγής των βιομηχανικών επιχειρήσεων και δημιουργεί τον άμεσο κίνδυνο να χαθούν και άλλες θέσεις εργασίας. Φυσικά, οι εταιρίες αυτές επωφελούνται με δισεκατομμύρια από την δωρεάν παραχώρηση δικαιωμάτων αλλά ταυτόχρονα κάνουν και απολύσεις. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι ο όμιλος χαλυβουργίας Arcelor Mittal, που παρά το γεγονός ότι επωφελείται δισεκατομμύρια από δωρεάν παραχώρηση δικαιωμάτων και έχει κέρδη 6%, κλείνει μονάδες του στην Ευρώπη και απολύει δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους.
Η εναλλακτική για τη βιομηχανία είναι να επενδύσει σε τεχνολογίες εξοικονόμησης ενέργειας με σημαντικά αποτελέσματα τόσο για το περιβάλλον όσο και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, ενώ η πραγματική εναλλακτική για την Ευρώπη είναι να επενδύσει στην πράσινη καινοτομία και δη στον ενεργειακό τομέα όπου μπορούν να δημιουργηθούν πολλές νέες θέσεις εργασίας.
Η απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου θα έχει πολύ σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις και στην ελληνική οικονομία. Σε αντίθεση με τις απόψεις που μιλούν για οφέλη στην ελληνική βιομηχανία με την κατάρρευση του μηχανισμού, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η χώρα θα χάσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2015 και δισεκατομμύρια ευρώ σε βάθος δεκαετίας. Αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε επενδύσεις εξοικονόμησης ενέργειας και προώθησης των ΑΠΕ καθώς και στη μείωση του ελλείμματος του Λειτουργού Αγοράς Ενέργειας (ΛΑΓΗΕ).
Αντί αυτών, η αγορά ενέργειας είναι τώρα ένα βήμα πριν την ολική κατάρρευσή της. Η Ευρώπη και η χώρα μας συνεχίζουν να μένουν εγκλωβισμένες σε ένα μη βιώσιμο και πολύ ακριβό κοινωνικά και περιβαλλοντικά ενεργειακό σύστημα. Την ίδια στιγμή η ΔΕΗ εισπράττει χρήματα των Ελλήνων καταναλωτών δεδομένου ότι οι τελευταίες αυξήσεις έγιναν με τιμή δικαιωμάτων στα 7 ευρώ, τιμή που όμως πλέον δε θα γίνει πραγματικότητα λόγω απόρριψης της πρότασης της ΕΕ για backloading.
Αλλά το ακόμα μεγαλύτερο έγκλημα είναι εναντίον των επόμενων γενεών. Τους φορτώσαμε ήδη ένα τεράστιο δημοσιονομικό χρέος, τους φορτώσαμε τη διάλυση του κοινωνικού και παραγωγικού ιστού, τους φορτώνουμε τώρα και την ατολμία μας να αλλάξουμε, να προστατέψουμε το κλίμα με όλες τις σχετικές συνέπειες για το περιβάλλον στο οποίο θα ζήσουν αλλά και για την οικονομία την οποία θα κληρονομήσουν.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουν όλοι ότι το κόστος αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής σήμερα ωχριά μπροστά στο μελλοντικό κόστος που είναι σε θέση να λυγίσει ακόμα και τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου. Δυστυχώς, αυτή την καλά τεκμηριωμένη πραγματικότητα αρνήθηκε να δει η πλειοψηφία του Ευρωκοινοβουλίου. Η κοντόφθαλμη οπτική για το κλίμα και την ενεργειακή πολιτική κέρδισε, έστω και οριακά. Η απόσυρση 900 εκ. δικαιωμάτων εκπομπών σαφώς και δε θα έλυνε το πρόβλημα ενός πάσχοντος συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών CO2. Ήταν όμως ένα απαραίτητο πρώτο βήμα για να διατηρηθεί στη ζωή.
Είναι ανάγκη να υπενθυμίσουμε σε όλους ότι το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών δε φτιάχτηκε απλά για να έχουμε μια τιμή για το άνθρακα. Φτιάχτηκε για να ενθαρρύνει και να στηρίξει οικονομικά την αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου προς καθαρότερες μορφές ενέργειας. Η στροφή αυτή στην πράσινη καινοτομία, που είναι απολύτως αναγκαία για την προστασία του κλίματος, δεν αποτελεί εμμονή κάποιων περιβαλλοντικά ευαίσθητων που πρέπει να εφαρμόζουμε μόνο σε περίοδο παχιών αγελάδων. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αποφύγουμε τα χειρότερα που θα κοστίσουν ανεπανόρθωτα στις επόμενες γενιές.
Έχουν περάσει πλέον 7 χρόνια από την περίφημη έκθεση Στερν που απέδειξε ότι η συνέχιση τρεχουσών πρακτικών σε ό,τι αφορά το κλίμα, θα μειώσει την οικονομική ευημερία κατά 20% ενώ αν αναληφθεί δράση άμεσα, η επιβάρυνση θα είναι μόλις 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2050. Τα θεμελιώδη διδάγματα αυτής της έκθεσης φαίνεται ότι δεν έχουν εμπεδωθεί από πολλούς ευρωβουλευτές. Έτσι μια άλλοτε πρωτοπόρος σε θέματα κλιματικής αλλαγής Ευρώπη, πανικοβάλλεται μπροστά στην οικονομική κρίση και υποκύπτει στην πίεση του λόμπι των ρυπογόνων και ενεργοβόρων βιομηχανιών που πασχίζουν με νύχια και με δόντια να κρατηθούν στη ζωή. Όμως η πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής σε συνδυασμό με την εξάντληση των ορυκτών πόρων είναι αμείλικτη. Το λόμπι αυτό είναι νομοτελειακά θνησιγενές και το ερώτημα είναι αν θα βυθιστούμε εμείς και οι επόμενες γενιές μαζί του.
Η απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου είναι σίγουρα ένα πισωγύρισμα στον αγώνα ενάντια στην κλιματική αλλαγή. Σε πρακτικό επίπεδο, η ΕΕ πλέον δεν έχει απολύτως καμιά άλλη επιλογή από το να εκπονήσει μια ολοκληρωμένη πρόταση αναμόρφωσης του συστήματος εμπορίας με δεδομένο πλέον ότι το πλεόνασμα δικαιωμάτων θα φτάσει τα 2 δις. Επομένως ο αγώνας μας δε σταματά εδώ. Εκτός από την επόμενη μάχη για το ενεργειακό και κλιματικό πακέτο του 2030, το ενεργειακό μέλλον της Ευρώπης και ιδιαίτερα η στάση της απέναντι στην κλιματική αλλαγή πρόκειται να αποτελέσει ένα από τα βασικά διακυβεύματα των ευρωεκλογών του 2014»