Απόσπασμα από το βιβλίο The Birth of the Fascist Ideology (Princeton University Press, 1994). Ο Mario Sznaider είναι επίτιμος καθηγητής στο τμήμα πολιτικών επιστημών στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, ο Zeev Sternhell (1935-2020) ήταν ιστορικός, πολιτικός επιστήμονας, συγγραφέας και ακαδημαϊκός.


Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

 

 

Στο τέλος του πολέμου, ο επαναστατικός συνδικαλισμός, που είχε ενσωματώσει τις αλλαγές που τον έκαναν αντάξιο του τίτλου «εθνικοσυνδικαλισμός» (Η Πατρίδα Δεν Είναι Προς Άρνηση, Είναι Προς Κατάκτηση), είχε ιδεολογικό προσανατολισμό του οποίου η «συνταγματική» έκφραση ήταν η Χάρτα του Καρνάρο. Αυτό το μανιφέστο, που προηγήθηκε και ακολουθήθηκε από άλλα θεωρητικά κείμενα, εξίσου σημαντικά, δημοσιευμένα την ίδια περίοδο από τους Olivetti, Panunzio, De Ambris, Orano και άλλους σε περιοδικά όπως τα Pagine libere και Il rinnovamento. Άλλα έντυπα όπως τα L’internazionale, L’Italia nostra και μια σειρά από τοπικές εφημερίδες, συνέβαλαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην διάδοση της ιδεολογίας και των θέσεων του εθνικοσυνδικαλισμού και της UIL (Unione Italiana del Lavoro). Ο επαναστατικός συνδικαλισμός είχε ταξιδέψει μακριά, που τον πήγε πολύ μακριά από την αρχική του σοσιαλιστική ιδεολογία της ταξικής πάλης. Είχε γίνει πατριωτικός και υιοθέτησε την αρχή της εθνικής αδελφότητας ως δικής του.

Μια από τις βασικές ενδείξεις της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς και μεταξύ επαναστατικού συνδικαλισμού και φασισμού (περνώντας μέσα από τον εθνικοσυνδικαλισμό) ήταν το είδος της επανάστασης που ήθελαν κάποιοι συνδικαλιστές θεωρητικοί να δημιουργήσουν. Όπως ισχύει σχεδόν πάντοτε, η διαλεκτική των στόχων και των μέσων καθόριζε το βαθμό στον οποίο μπορούσε να ξεπεραστεί η γραμμή. Στην περίπτωση κάποιου σαν τον De Ambris, που έγινε μαχητικός αντιφασίστας, η σημασία που έδινε στο ιταλικό εθνικό ζήτημα δεν πρέπει να μας τυφλώνει ως προς το ότι θεωρούσε την πραγματική φύση και σκοπό της επανάστασης την κοινωνικοοικονομική αλλαγή. Από τη σκοπιά του, ο ελιτισμός, η ηθική ανωτερότητα, και ο εθνικισμός ήταν απλά λειτουργικά μέσα για την επιτάχυνση της κινητοποίησης της ιταλικής κοινωνίας προς την προετοιμασία μια επανάστασης. Από την άλλη, άλλοι, όπως οι Lanzillo, Orano, Olivetti, και Panunzio, που έγιναν Φασίστες, έβλεπαν την επανάσταση με όρους ηθικής αλλαγής. Πίστευαν πως η μόνη λειτουργία των κορπορατιστικών και παραγωγιστικών μοντέλων ήταν να στηρίξει την διαδικασία που οδηγούσαν στην ηθική επανάσταση που είχε ανάγκη η Ιταλία. Αυτή η ομάδα δέχονταν την σορελιανή ιδέα πως μια κοινωνία, αν το επιθυμεί να αποφύγει το τέλμα και την παρακμή, πρέπει να ζει σε μια κατάσταση μόνιμης αλλαγής – μια αλλαγή που είναι η ουσία της ιστορίας.

Πίστευαν πως η ύπαρξη μιας ελίτ, ενεργοποιημένης από την θέληση για κατάκτηση, αυτής της τέλειας έκφρασης του βολονταρισμού, και ασκώντας τις άλλες ιδανικές αρετές του αλτρουισμού και ηρωισμού, ήταν έμφυτη και σίγουρα όχι λειτουργική σε φύση. Περιέγραφαν την επανάσταση τους ως πρώτα και κύρια μια ηθική μετάλλαξη. Μόνο μια ελίτ που είχε περάσει μια αλλαγή πνευματικών αρχών ήταν ικανή, πίστευαν, να δημιουργήσει το κορπορατιστικό-βιομηχανικό σύστημα που θα έφερνε την Ιταλία έξω από το αδιέξοδο στο οποίο είχε βρεθεί λόγω του πολιτικού προοδευτισμού.

Στη διάρκεια των κόκκινων χρόνων (biennio rosso) του 1919-1921, όταν η Ιταλία βίωνε την μια κρίση μετά την άλλη και η ιταλική κοινωνία αναταράσσονταν συθέμελα, ο εθνικοσυνδικαλισμός έδειξε το μίγμα αντιμαρξιστικού σοσιαλισμού και εθνικισμού. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ωστόσο, ο συνδικαλισμός – στηρίζοντας την ανάγκη για εθνική ενότητα για να σωθεί η ιταλική κοινωνία από την διάλυση και μια χαοτική, στείρα σοβιετικού τύπου επανάσταση – έδειξε επιτέλους το πρόσωπο του ως όλο και λιγότερο σοσιαλιστικό και περισσότερο εθνικιστικό. Αυτή η απομάκρυνση από το σοσιαλισμό ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας που ξεκίνησε με την αναθεώρηση του μαρξισμού στα πρώτα χρόνια του αιώνα. Η διαμάχη που είχε αρχίσει μόλις πριν το πόλεμο μεταξύ των όσων ήταν υπέρ του πολέμου και των ουδέτερων είχε βοηθήσει να φτάσει ο κόμπος στο χτένι. Το 1918, όταν ο Lanzillo εξέδωσε το βιβλίο του πάνω στην ήττα του σοσιαλισμού, έφτασε στο σημείο δίχως επιστροφή. Επί χρόνια ο επαναστατικός συνδικαλισμός είχε μελετήσει το μαρξισμό πολύ επιλεκτικά, αναζητώντας μόνο το υλικό που μπορούσε να στηρίξει το δικό του όραμα για κοινωνική αλλαγή – ένα όραμα που, σύμφωνα με τον De Ambris ήταν επηρεασμένο από τον Mazzini, τον Marx και τον Bakunin. «Από όλους αυτούς τους δασκάλους», έγραφε ο De Ambris «παίρνουμε ότι είναι αληθινό, καλό και πιθανό, και είναι πάνω σε αυτό που χτίζουμε την επαναστατικότητα μας». Ο μαρξιστικός σοσιαλισμός, από την άποψη του επαναστατικού συνδικαλισμού είχε αποτύχει να φέρει μια ολοκληρωμένη λύση είτε στην οικονομική σφαίρα (για αυτό η ανάγκη για ενσωμάτωση του ηδονισμού και των θεωριών της κοινωνικής ισορροπίας) ή στην πολιτική σφαίρα (για αυτό η ανάγκη για εγκατάλειψη των διεθνιστικών ιδεών και η υιοθέτηση των θέσεων του παρεμβατισμού). Ήδη από το 1914, ο Lanzillo αρνούνταν την ντετερμινιστική λογική μια σοσιαλιστικής λύσης. Η επιτυχία του σοσιαλισμού, ισχυρίζονταν, εξαρτιόνταν από την κατάσταση του καπιταλισμού, ο οποίος είχε ακόμη ανάγκη ένα εθνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο να αναπτυχθεί. Έτσι ο Lanzillo περιέγραφε τον βολονταριστικό σοσιαλισμό του ως «ταξικό κίνημα περιορισμένο στα εθνικά σύνορα του οποίου ο άμεσος στόχος είναι η ευημερία».

Ο Panunzio αρνήθηκε την επιστημονική και υλιστική εγκυρότητα του σοσιαλισμού, τοποθετώντας τον στο ιδεαλιστικό ρεύμα της γερμανικής φιλοσοφικής παράδοσης. Κατά την άποψη αυτού του θεωρητικού, ο σοσιαλισμός μπορούσε να είναι μόνο εθνικός, ιδεαλιστικός και βολονταριστικός – ένας σοσιαλισμός αναμφίβολα πολύ μακριά από το ντετερμινισμό και τον υλισμό του Marx! Ένας ιδεαλιστικός σοσιαλισμός αυτού του τύπου γίνεται ουτοπικός την ίδια τη στιγμή που παύει να βασίζεται στη τάξη και να αναφέρεται στο έθνος. Σε κάθε περίπτωση, αλλά ιδιαίτερα σε περιόδους πολέμου, το έθνος, έγραφε ο Panunzio, δεν μπορούσε να χαθεί με υψηλό βαθμό εθνικής ενότητας. Το μόνο οικονομικό σύστημα που επέτρεπε έναν σοσιαλισμό για το σύνολο του έθνους  ήταν ο παραγωγισμός, όπου το συνδικάτο έπαιζε κεντρικό ρόλο χάρη στο γεγονός πως οι εργάτες αποτελούν τη ψυχή του έθνους. Ο Lanzillo, από τη πλευρά του, υποστήριζε πως ο πόλεμος πρόσφερε την οικουμενική επαναστατική λύση που θα εξαφάνιζε την κοινωνική κρίση που δημιουργούσε ο καπιταλισμός και η δημοκρατία, που ήταν ανεξέλεγκτα για σχεδόν ενάμιση αιώνα. Ο επαναστατικός συνδικαλισμός έτσι ήταν στην διαδικασία διαμόρφωσης μιας ιδεολογίας που συνδύαζε τις ιδέες του Maurras, τις αντιλήψεις του Vico και του Proudhon, των φιλοσόφων Bergson και James, την κοινωνιολογία του Pareto, και όλες τις θεωρίες που εκείνη τη περίοδο τόνιζαν την σημασία του πνεύματος και της θέλησης για εξουσία. Ο αντιυλισμός που συνέδεε αυτό το συνδικαλισμό με την σορελιανή άποψη του κόσμου εκφράζονταν με την παρακάτωδήλωση του Lanzillo: «Ο πόλεμος έδειξε πως υλοποίηση της ζωής σημαίνει να πηγαίνεις κόντρα στη ζωή, να την αρνείσαι».

Αυτή η αντίληψη της ζωής πήγαινε μαζί με ένα τύπο κοινωνικού αλτρουισμού και μια άσκηση της θέλησης που προέρχεται από την ιδέα του Sorel για την ηθική επανάσταση. Έτσι, σύμφωνα με τον Lanzillo, οι μόνοι άνθρωποι που αποτελούσαν μέρος της συλλογικότητας ήταν εκείνοι που παρήγαγαν, συνεισφέραν στο καλό της κοινωνίας, και ήταν έτοιμοι για προσωπική θυσία. Οι παραγωγοί αποτελούσαν αναμφίβολα οικονομική ομάδα, αλλά για να υπάρχουν χρειάζονταν συγκεκριμένα ηθικά χαρακτηριστικά που τους τοποθετούσαν σε υψηλότερο ηθικό επίπεδο από ότι συναντιόταν γενικά σε ένα δημοκρατικό καθεστώς ή στο καπιταλιστικό σύστημα.

Ο Lanzillo κάνει στη συνέχεια μια μακροσκελή ανάλυση της σχέσης μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, ενώ αναλύει τους λόγους για την αποτυχία και την ήττα του σοσιαλισμού. Κατέληξε:

«Στην προσπάθεια να αναγνωριστούν οι συνέπειες της παρακμής του σοσιαλιστικού κινήματος, κάποιος μπορεί να πει, ακριβώς, πως η παθητικότητα κατέστρεψε το οικοδόμημα του σοσιαλιστικού αγώνα οφείλονταν στην :

1, Ύπαρξη και ανάπτυξη σοσιαλιστικών κομμάτων

2, Την κοινωνική νομοθεσία

3, Την απουσία, στο προλεταριάτο, μιας ιδεαλιστικής και βολονταριστικής αντίληψης της ίδιας της δύναμης του»

Τα πρώτα δυο σημεία ήταν σε άμεση συνέχεια καταγωγής από τον αντιρεφορμιστικό αγώνα που πραγματοποιήθηκε από το συνδικαλισμό στην αρχή του αιώνα. Το τρίτο σημείο συνδέονταν με τον ιδεαλιστικό χαρακτήρα του τύπου του συνδικαλισμού που εμφανίστηκε αμέσως πριν την έναρξη και κατά τη διάρκεια του πολέμου – ένα συνδικαλισμό στην διαδικασία απομάκρυνσης του εαυτού του από το σοσιαλιστικό και το μαρξιστικό του παρελθόν. Ο Lanzillo πίστευε πως ο πόλεμος όχι μόνο κατέστρεψε όλα όσα είχε χτίσει ο σοσιαλισμός, αλλά υπονόμευσε και τις θεωρητικές του βάσεις επίσης. Ακόμη μια θετική συνέπεια του πολέμου ήταν πως είχε καταστρέψει την συμμαχία μεταξύ συνδικαλισμού και καπιταλισμού. Στην τελική ανάλυση, ισχυρίζονταν ο Lanzillo, μια επανάσταση δεν θα πετύχαινε αν υιοθετούσε τις πατερναλιστικές αρχές του ρεφορμιστικού σοσιαλισμού. Όσο για το διεθνισμό και τα παράγωγά του, την ουδετερότητα και τον πασιφισμό, αποκάλυπταν απλά έλλειψη επαναστατικής ικανότητας. Ο πόλεμος ήταν εκδήλωση ενός συλλογικού πάθους ικανού να εμπνεύσει τους ανθρώπους με ένα πνεύμα θυσίας· κάποιος δεν θα έπρεπε να επιδιώξει να το εξηγήσει μέσα από πρακτικούς στοχασμούς ή οικονομικά επιχειρήματα. Είχε «καταστρέψει τις ποιο φανερές και δραματικές πτυχές των ταξικών διαχωρισμών, φέρνοντας όλες τις τάξεις μαζί σε μια μοναδική μονάδα συντηρούμενη από ένα υπερβατικό ιδανικό και ικανή για την απόλυτη αυταπάρνηση: το θάνατο».

Ο Lanzillo απέρριπτε τον υλισμό του καπιταλισμού το ίδιο όσο και ο σοσιαλισμός· επίσης αρνιόνταν την αρχή της ισότητας. Στο σημείο αυτό, συμφωνούσε με τα συμπεράσματα του Pareto και επέμενε στην αναγκαιότητα μιας ελίτ (στη περίπτωση αυτή, μιας συνδικαλιστικής), η οποία πίστευε ήταν το μόνο στοιχείο που μπορούσε να καταπολεμήσει την παρακμή και να ετοιμάσει την κοινωνία για ηθική ανανέωση. Στο βιβλίο του La disfatta del socialismo: Critica della guerra e del socialismo, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1917 αλλά περιείχε ιδέες που σχηματοποιήθηκαν ήδη από το 1914, ο Lanzillo, αναλύοντας την εξέλιξη του επαναστατικού συνδικαλισμού, εξέφρασε μια προτίμηση για έναν ηθικό εθνικισμό έναντι του υλιστικού εθνικισμού του σοσιαλισμού. Κατά την άποψη του, η συμφωνία στην οποία είχαν φτάσει ο ρεφορμιστικός σοσιαλισμός και ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός είχαν οδηγήσει το σοσιαλισμό σε ένα αδιέξοδο. Αυτή ήταν η βασική αιτία του πολέμου, ο οποίος ήταν ο καλύτερος και πραγματικά ο μόνος τρόπος να βγει κανείς από το αδιέξοδο. Ο πόλεμος θα μπορούσε να οδηγήσει στην εμφάνιση των αξιών που θα έφερναν την αλλαγή – ουσιαστικά αντιυλιστικές αξίες, από τις οποίες η υψηλότερη ήταν η αβράβευτη θυσία που προσφέρεται στο πόλεμο. Ο Lanzillo ήταν πεπεισμένος πως μόλις οι άνθρωποι – στη περίπτωση αυτή, ο ιταλικός λαός – είχαν επιλέξει αυτό το μονοπάτι, δεν μπορούσε να υπάρξει επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση. Κάθε άτομο ήταν στενά συνδεδεμένο με την τραγωδία του πολέμου, και το τίμημα που πληρώθηκε ήταν πολύ ψηλό για να επιτρέψει στην κοινωνία να επαναλάβει τα λάθη που τον είχαν προκαλέσει.

Η άποψη του Lanzillo δεν ήταν μόνο κοινή με τους συνδικαλιστές , αλλά εκφράζονταν από εκείνους που δημιούργησαν το Φασιστικό κίνημα το 1919. Παρόλα αυτά, το βιβλίο του Lanzillo, επειδή περιέγραφε μόνο γενικές ιδεαλιστικές αρχές της θεωρίας του επαναστατικού πολέμου και την ανάγκη για μια ηθική και κοινωνική μεταμόρφωση, δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως πλατφόρμα που μπορούσε να προσφέρει μια βάση για μια θετική ιδεολογία και ένα πολιτικό πρόγραμμα. Ο πόλεμος είχε αναμφίβολα επιβεβαιώσει κάποιες από τις υποθέσεις του επαναστατικού σοσιαλισμού – την αποτυχία του ρεφορμιστικού σοσιαλισμού, την σπουδαιότητα του έθνους, την ανάγκη για πνευματική αυτοθυσία – αλλά είχε επίσης φέρει με την έναρξη του μια νέα κρίση. Μια εξίσου σημαντική πτυχή της σύγκρουσης ήταν τα γεγονότα στην Ρωσία το 1917, όπου, στην αρχή τουλάχιστον, έμοιαζαν να δικαιολογούν την ιδέα του επαναστατικού πολέμου.

Ουσιαστικά, ωστόσο, ο πόλεμος επιβεβαίωνε το κεντρικό ρόλο του έθνους στην ιστορική διαδικασία. Επίσης αποκάλυπτε την ικανότητα του κράτους να πειθαρχεί την κοινωνία, και να διευθύνει το πόλεμο. Ένα τέτοιο κράτος, που εργάζονταν για το εθνικό συμφέρον και ήταν απέναντι από την εκμετάλλευση και την κερδοσκοπία, μπορούσε να φανεί ελκυστικό. Σε αυτή τη περίπτωση, οι συνδικαλιστές τώρα δέχονταν πως ένας θεσμός τέτοιου είδους μπορούσε να κυβερνά την μεταπολεμική Ιταλία.

Ήταν κοινά αποδεκτό πως αν ο πόλεμος ήταν να είναι πραγματικά επαναστατικός, θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποια κοινωνική βελτίωση. Το 1917 ο De Ambris επινόησε το σύνθημα Η Γη Στους Αγρότες, και από τότε συχνά παρατηρούσε πως όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ήταν οι αγρότες, η μεγαλύτερη κοινωνική ομάδα στη χώρα, που είχαν υπομείνει το μεγαλύτερο φορτίο. Υπολόγιζε πως αποτελούσαν μέχρι και το ογδόντα τοις εκατό των στρατιωτών που στάλθηκαν στο μέτωπο. Ήταν αυτοί που, με τα δικά τους σώματα, είχαν σταματήσει την αυστρογερμανική προέλαση. Με τα πτώματά τους, είχαν χτίσει ένα αμυντικό τείχος που είχε προστατέψει την Ιταλία. Αυτό το γεγονός από μόνο του τους έδινε το δικαίωμα στην ιταλική γη – τη γη που αυτοί και οι πρόγονοι τους δούλευαν για αιώνες. Η χώρα, έγραφε ο De Ambris, όφειλε ένα χρέος στους αγρότες-στρατιώτες της, και ήταν υποχρεωμένη να τιμήσει το χρέος της με το να τους δώσει γη για την οποί είχαν χύσει ήδη και θα συνέχιζαν να χύνουν το αίμα τους, πιθανώς σε μεγαλύτερο βαθμό από κάθε άλλη κοινωνική ομάδα.

Στη διάρκεια της τελευταίας χρονιάς του πολέμου, οι συνδικαλιστές φοβόντουσαν πως η άθλια κατάσταση των αγροτών μπορεί να εξαφάνιζε την ετοιμότητα τους να πάνε στο μέτωπο. Επιπλέον, πίστευαν πως στερούνταν εθνικής συνείδησης. Μόνο στις περιοχές της Πάρμας όπου ο συνδικαλισμός ήταν βαθιά ριζωμένος είχαν αναπτύξει αυτό το είδος συνείδησης οι αγροτικές κοινότητες. Έτσι έμοιαζε πως τα συνδικάτα ήταν ικανά να ξεσηκώσουν το αίσθημα του ανήκειν στο έθνος. Σε αγροτικές περιοχές το είχαν πετύχει περισσότερο αποτελεσματικά και γρήγορα επειδή είχαν πολεμήσει να αποδοθεί γη στους αγρότες.

«Για να δέσουμε τους αγρότες στο έθνος, δεν έχει παρά κάποιος να τους δώσει γη». Η Ιταλία υπήρχε· ήταν καιρός να δημιουργήσει τους Ιταλούς. Εδώ υπήρχε ένας ξεκάθαρος εθνικιστικός απόηχος. Οι συνδικαλιστές ήταν πεπεισμένοι πως ένας νόμος που έδινε γη στους αγρότες που δεν είχαν καθόλου θα ενεργοποιούσε την επιθυμία τους να πολεμήσουν για την Ιταλία. Το ερώτημα για την κατανομή της γης έπαιζε βασικό ρόλο στο πρόγραμμα της μερικής απαλλοτρίωσης που ο De Ambris πρότεινε μετά το πόλεμο.

Μετά το πόλεμο οι συνδικαλιστές είπαν πως η οικονομική κρίση στην Ιταλία απαιτούσε μια ριζοσπαστική λύση, αλλά τέτοια που δεν θα κατέστρεφε το σύστημα παραγωγής.

Το παραγωγιστικό ιδανικό, κάποιος θα πρέπει να θυμηθεί, απαιτούσε αυξημένη παραγωγή, μια ενίσχυση του έθνους, και μια οργάνωση που θα επέτρεπε στους εργάτες να λάβουν ενεργό μέρος, μαζί με τις τάξεις των ιδιοκτητών και τους διευθυντές, στην διαχείριση της βιομηχανίας και όλων των άλλων πεδίων εθνικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με τον De Ambris, καθώς ο είχε επιτρέψει στους ανθρώπους που αποκαλούσε καρχαρίες να βγάλουν σκανδαλώδη κέρδη, κάθε κέρδος πάνω από ορισμένο όριο έπρεπε να απαλλοτριώνεται για την δημιουργία επενδυτικού ταμείου. Τα χρήματα αυτά έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας σε όλους του τομείς, ιδιαίτερα για αποστρατευμένους στρατιώτες, εκείνους που έμειναν ανάπηροι στο πόλεμο, και τις οικογένειες των στρατιωτών που σκοτώθηκαν στη μάχη. Αυτό το πρόγραμμα που δημοσίευσε το 1919, ήταν πλήρως σύμφωνο με τις παραγωγιστικές αντιλήψεις του εθνικοσυνδικαλισμού.

Ο De Ambris γνώριζε πως η κανονική, κλασική λύση στην οικονομική κρίση που προκάλεσε η τεράστια αύξηση του εθνικού χρέους λόγω του κόστους του πολέμου ήταν αυξημένη φορολογία. Αλλά στη περίπτωση αυτή, έλεγε, ήταν οι πρώην στρατιώτες που έπρεπε να δουλέψουν πιο σκληρά. Ξανά, ήταν εκείνοι που έπρεπε να σηκώσουν το μεγαλύτερο κομμάτι του βάρους στην προσπάθεια να βγει η χώρα τους από την οικονομική της κρίση, όπως είχαν πληρώσει το μεγαλύτερο βάρος με το να υπερασπιστούν τη χώρα. Επιπλέον, τα χρήματα των φόρων θα κάλυπταν μόνο το τόκο στα κρατικά ομόλογα που είχαν στα χέρια τους εκείνοι που δεν έλαβαν μέρος στο πόλεμο αλλά που παρόλα αυτά είχαν κερδοσκοπήσει από αυτόν. Σε κάθε περίπτωση, το χρέος ήταν πολύ μεγάλο ώστε μια απλή αύξηση στην οικονομική πίεση να το σβήσει. Αυτός ο τρόπος σκέψης, στον οποίο τα οικονομικά αναμιγνύονταν με ηθικές ανησυχίες, οδήγησε τον De Ambris στο να καταλήξει πως «θα ήταν βιαστικό να θεωρηθούμε ως υπερβολικά πεσιμιστές αν, αντιμέτωποι με μια τέτοια κατάσταση, λέγαμε πως οι παραγωγικές τάξεις θα προτιμούσαν να πάρουν το ρίσκο μιας επανάστασης, ακόμη και αν το εγχείρημα δεν ήταν πετυχημένο στο τέλος, αντί να δεχτούν τη βεβαιότητα της ακραίας μιζέριας που τελικά θα επέκτεινε τη μιζέρια των χαρακωμάτων».

Έτσι το πρόγραμμα μερικής απαλλοτρίωσης ήταν η μόνη πιθανή απάντηση, και όχι κάποια επαναστατική φαντασίωση μπολσεβίκικου τύπου που μια σειρά εθνικοσυνδικαλιστών, όπως ο De Ambris, πίστευαν πως μάλλον θα κατέστρεφαν το καπιταλιστικό σύστημα δίχως αναγκαστικά να αντικατασταθεί με κάτι καλύτερο. Ο De Ambris ήθελε να φορολογήσει το κεφάλαιο, όχι την εργασία· το ποσό που θα έπαιρναν εξαρτιόταν από τις ανάγκες του έθνους. Η μερική απαλλοτρίωση, έγραφε, θα στόχευε το κερδοσκοπικό κεφάλαιο αλλά θα άφηνε ανέπαφο το κεφάλαιο επενδυμένο στην παραγωγή, γιατί έπρεπε να αποφευχθεί να δημιουργήσει ή να αυξήσει την ανεργία. Αυτό σήμαινε πως, όπως γνώριζαν από καιρό οι επαναστάτες συνδικαλιστές, δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να αντικαταστήσει το καπιταλισμό!

Ποια ήταν τα όρια της μερικής απαλλοτρίωσης; Για να απαντήσει αυτό το ερώτημα, ο De Ambris, σύμφωνα με μια μέθοδο που χρησιμοποιούσε συχνά, μοίρασε το εθνικό χρέος στα δυο: το χρέος των καπιταλιστών στους οποίους η χώρα είχε πουλήσει ομόλογα για να χρηματοδοτήσει και το χρέος προς τους στρατιώτες που είχαν προσφέρει τα σώματα και τις ψυχές τους για χάρη της νίκης. Το δεύτερο χρέος, κατά την άποψη του De Ambris, ήταν πολύ πιο σημαντικό από τα ενενήντα δισεκατομμύρια λίρες εθνικού χρέους: «Αυτό το ηθικό χρέος, το οποίο ελλείψει καλύτερου μέσου, έπρεπε να αξιολογηθεί οικονομικά, είναι πολύ ιερό για να φανταστεί κάποιος μια μοναδική στιγμή αποκήρυξης του».

δεν μπορούσε να τεθεί ζήτημα της μη αποπληρωμής του ηθικού χρέους από το κράτος. Για αυτό έπρεπε να τηρήσει τις υποσχέσεις που έδωσε στο λαό στη διάρκεια του πολέμου και την ίδια στιγμή να προσπαθήσει να λύσει τα πιο πιεστικά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα. Δεν είχε επιλογές· ο μόνος τρόπος ήταν μέσα από την μερική απαλλοτρίωση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, το οποίο είναι για την παραγωγή ότι το οξύ για το σίδηρο. Αυτή η απαλλοτρίωση έπρεπε να πραγματοποιηθεί και στον αγροτικό τομέα αλλά και στο βιομηχανικό.

Αυτό το πρόγραμμα σχεδιάστηκε με το βλέμμα προς την αύξηση της παραγωγής και προορίζονταν να ωφελήσει όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη – εργάτες, τεχνικούς, διευθυντές και τις τάξεις των ιδιοκτητών. Ήταν επίσης αναγκαίο πως έπρεπε να γίνει εθελοντικά δεκτό από όλους. Προϋπόθετε πως το κράτος και ο δήμος θα έπρεπε να συμμετέχουν στη διεύθυνση της βιομηχανίας, που θα έφερνε μια καλύτερη συνεννόηση μεταξύ όλων των συμμετεχόντων στην παραγωγή. Το αποτέλεσμα θα ήταν μια μείωση σε φόρους και όπου ήταν δυνατό ο διαμοιρασμός του κέρδους στους εργάτες. Επιπλέον, αν το κράτος και οι δήμοι συμμετείχαν στην διεύθυνση των επιχειρήσεων, οι καταστροφικές γραφειοκρατικές διαδικασίες που ήταν χαρακτηριστικές των έμμεσων σχέσεων που κυριαρχούσαν στα καπιταλιστικά καθεστώτα αυτόματα θα απλοποιούνταν. Έτσι, πιστοί στην παραγωγιστική οικονομική φιλοσοφία και στην επιθυμία τους να  λάβουν υπόψιν το ρόλο των κινήτρων, οι εθνικοσυνδικαλιστές δεν φοβόντουσαν να απαιτήσουν ανακατασκευή της ιδιωτικής περιουσίας και αναδιανομή προς όφελος εκείνων που θεωρούσαν παραγωγικούς και σε βάρος εκείνων που θεωρούσαν παρασιτικούς. Φαίνεται πως μερικές φορές ακόμη και η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας ήταν υπό σκέψη. Έτσι ο εθνικοσυνδικαλισμός πήγε πολύ πιο μακριά από τον επαναστατικό συνδικαλισμό των αρχών του αιώνα. Κάποιος μπορεί να δει πως ο επαναστατικός συνδικαλισμός, του οποίου οι οικονομικές αντιλήψεις είχαν τονίσει τις δυναμικές των δυνάμεων της αγοράς και τις τεχνοηθικές πτυχές της αλλαγής και επανάστασης, είχαν τώρα μεταμορφωθεί στον εθνικοσοσιαλισμό που ήταν πρόθυμος να δώσει κεντρικό ρόλο στη πολιτική και ακόμη και με ένα πολιτικό πρόγραμμα, που ένα από τα βασικά του σημεία ήταν η μερική απαλλοτρίωση. Αυτή η κυρίαρχη θέση με δεδομένες τις πολιτικές ήταν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μετάβασης προς το φασισμό.

Αυτό ήταν το πρόγραμμα που στις 9 Ιουνίου 1919 ο De Ambris παρουσίασε στο φασιστικά στελέχη το που είχαν συγκεντρωθεί στο Σχολείο Πόρτα Ρομάνα στο Μιλάνο. Η συνάντηση που πραγματοποιήθηκε υπό τις ευλογίες του Mussolini, δεν πρόσφερε τίποτα το καινούριο στους φασίστες. Πραγματικά, η κοινωνικο-οικονομική πλατφόρμα στο πρόγραμμα τους, που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1919, ήταν σχεδόν ακριβής ρέπλικα του σχεδίου μερικής απαλλοτρίωσης του De Ambris. Άλλα κομμάτια του φασιστικού προγράμματος δανείζονταν ιδέες που υπερασπίζονταν η UIL. Έτσι, το άρθρο του έθνους στα όπλα θύμιζε το πνεύμα του συνθήματος του Olivetti το 1914: Όπλα στο Λαό! Το 1921 ο De Ambris ήταν προσεκτικός στο να θυμίσει στους φασίστες  τις ιδεολογικές θέσεις στις οποίες είχαν αφιερωθεί.

Το 1919 και στη περίοδο που ακολούθησε την δημιουργία του Φασιστικού πολιτικού κινήματος, ο εθνικοσυνδικαλισμός και ο φασισμός βρέθηκαν στο πολιτικό στρατόπεδο που ήταν κοινό με όλους τους υποστηρικτές του πολέμου της Αριστεράς. Και οι δυο μοιράζονταν την ίδια αντιμπολσεβίκικη στάση, αντλούσαν τα ίδια μαθήματα από την εμπειρία τους στο πόλεμο, και ήταν πεπεισμένοιπως κάτι έπρεπε να γίνει γρήγορα για να βγει η Ιταλία έξω από την κρίση και να πάρει τη θέση που της άρμοζε μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ο De Ambris είπε εκείνη την εποχή πως αν δεν ήταν ο γραμματέας της UIL, «θα εντασσόμουν στις Δέσμες Μάχης. Όχι πως θεωρώ όλες τις πράξεις τους αποδεκτές, αλλά επειδή, παρά τις ανεπάρκειες τους και τα λάθη τους, είναι σήμερα το μόνο ιταλικό πολιτικό κίνημα που ενεργά και αποτελεσματικά αντιτίθεται στην ανικανότητα των αρχουσών τάξεων και την κοινωνικο-ουδέτερη δημαγωγία».

Το 1919 με λίγα λόγια οι συνδικαλιστές και οι φασίστες είχαν τις ίδιες απόψεις πάνω στην κοινωνική αλλαγή και τις μεθόδους επίτευξης της, και οι δυο ήταν παραγωγιστές και εθνικιστές. Την ίδια στιγμή, πρέπει να επιμείνει κανείς πάνω στο γεγονός πως τα κόκκινα χρόνια είχαν πείσει τελικά τους ηγέτες των εθνικοσυνδικαλιστών πως μια επανάσταση δεν ήταν δυνατή στην Ιταλία για την ώρα, ούτε καν στο εγγύς μέλλον. Επιπλέον η αντιμαξιμαλιστική οπτική τους τους έκανε να φτάνουν στο συμπέρασμα να φτάσουν στο συμπέρασμα πως το κύμα απεργιών που τότε σάρωνε τη χώρα ευνοούσε τις ξένες δυνάμεις, οι οποίες δεν επιθυμούσαν μια Ιταλία που ήταν οικονομικά δυνατή και έτσι ανταγωνιστική. Αυτοί οι συνδικαλιστές επέμεναν πως το φιλελεύθερο σύστημα ήταν χρεοκοπημένο, όμως ήταν εξίσου πεπεισμένοι πως η κομμουνιστική απειλή έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψιν και να κρατηθεί υπό έλεγχο από μια «ομάδα ανδρών αρκετά ψυχωμένων ώστε να αντιμετωπίσουν ο μπολσεβίκικο θίασο καν να τον αναγκάσουν να αλλάξει τις βίαιες επαναστατικές μεθόδους του». Ένας άνδρας σαν το Alceste De Ambris είχε πολύ καλή επίγνωση πως ο εθνικοσυνδικαλισμός δεν έδινε κυρίαρχο ρόλο στην εργατική τάξη, που είχε γίνει απλά ένας παράγοντας στη πολιτική σκηνή μεταξύ πολλών, αλλά πίστευε πως αυτό ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί αν κάποιος επιθυμούσε  να φτάσει σε ικανοποιητική λύση δίχως να υποχωρήσει σε επαναστατική ανικανότητα. Σε κάθε περίπτωση, επέμενε πως ήταν απόλυτα ουσιαστικό για όλες τις δυνάμεις των υποστηρικτών του πολέμου στην Αριστερά να ενωθούν γύρω από ένα ελάχιστο κοινό πρόγραμμα υποστηρίζοντας την μερική απαλλοτρίωση, τον αφοπλισμό και την σύγκληση μιας συντακτικής συνέλευσης. Την εποχή που έκανε τις προτάσεις αυτές, ο De Ambris θεωρούσε ακόμη το φασισμό ως κλάδο της ρεαλιστικής Αριστεράς ικανής να εργαστεί για την σωτηρία της Ιταλίας. Στη πράξη, αν ο φασισμός το 1919 θεωρούνταν πως άνηκε στην Αριστερά, ήταν εξαιτίας της ιδεολογικής του εξάρτησης από τον εθνικοσυνδικαλισμό και επειδή υιοθετούσε παρόμοιες θέσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα. Όταν έλαβε χώρα το εγχείρημα του Φιούμε, ωστόσο, ο De Ambris απομακρύνθηκε από τον Mussolini και τις φασιστικές ιδέες και μεθόδους δράσης.

Ο εθνικοσυνδικαλισμός είχε φτάσει μακριά σε σχέση με τις «παλιές εποχές» όταν οι «οικονομιστικές» θεωρίες του επαναστατικού συνδικαλισμού άνθησαν και όταν το κίνημα καλούσε σε επανάσταση μέσα από την άμεση δράση. Όταν οι ιδεολόγοι και οι ηγέτες του συνδικαλισμού πείστηκαν πως η εργατική τάξη δεν διέθετε ούτε το φιλοπόλεμο πνεύμα της αστικής τάξης ούτε την ικανότητα να διαχειριστεί την διαδικασία παραγωγής, και όταν πείστηκαν πως ο πόλεμος είχε ενοποιητική επίδραση στην κοινωνία την οποί ήλπιζαν, κατέληξαν στο μόνο συμπέρασμα που φαίνονταν λογικό σ’ αυτούς: δηλαδή, πως η πολιτική είναι ουσιαστικός παράγοντας αλλαγής. Αισθάνθηκαν τώρα την ανάγκη να δημιουργήσουν ένα νέο τύπο πολιτικής δομής, καλύτερα δομημένο για τα προβλήματα μιας κοινωνίας που περνούσε μια διαδικασία παραγωγιστικής εκβιομηχάνισης και κατευθυνόμενης προς το έθνος μάλλον παρά σε μια τάξη. Εδώ η προτεραιότητα της πολιτικής είχε γίνει εμφανής.

Το Μάρτιο του 1919, ο Sergio Panunzio παρουσίασε το «Πρόγραμμα Δράσης» του, με το οποίο σκόπευε να λύσει το πρόβλημα τόσο της ιδιοκτησίας όσο και της παραγωγής. Αυτό το σχέδιο πρότεινε μια κοινωνία οργανωμένη σύμφωνα με το κορπορατιστικό μοντέλο στο οποίο το κράτος, που είχε καταργήσει την ιδιωτική ιδιοκτησία, έδινε σε ιδιοκτήτες αναγνωρισμένους ως ικανούς να παράξουν τη χρήση (utenza) της γης, των εργοστασίων, και όλων των άλλων μέσων παραγωγής. Η ιδέα ήταν να συνδεθεί το δικαίωμα στην ιδιοκτησία – στη πράξη, το δικαίωμα χρήσης της ώστε να παράξουν και να απολαύσουν  το όφελος της – με την πράξη της παραγωγής. Εκείνοι που δεν επιθυμούσαν να παράξουν, περιγράφονταν ως παράσιτα, δεν θα αποκλείονταν μόνο από την διαδικασία της παραγωγής αλλά και θα στερούνταν και το δικαίωμα τους στην ιδιοκτησία. Ο Panunzio συνέχισε περιγράφοντας την αναδιοργάνωση των πολιτικών δομών. Πρότεινε  την δημιουργία ενός περιορισμένου, αριστοκρατικού κεντρικού κοινοβουλίου που θα λειτουργούσε σύμφωνα με μια προκαθορισμένη διαίρεση καθηκόντων, σε συντονισμό με τα τοπικά κοινοβούλια που δημιουργούνταν σύμφωνα με κοινωνικο-οικονομικά κριτήρια για να είναι αυτή η διαίρεση αποτελεσματική, ήταν αναγκαίο

«Άρθρο 5. Όλος ο πληθυσμός να διαιρεθεί σε ‘οργανικές τάξεις’

Άρθρο 5. Οι τάξεις να οργανωθούν σε εταιρίες

Άρθρο 7. Η διαχείριση των κοινωνικών ζητημάτων να μεταφερθεί στις εταιρίες»

Η οργανική τάξη των εταιριών ήταν η σπονδυλική στήλη αυτού του πολιτικού συστήματος, που ο διπλός του στόχος ήταν να καταστείλει τον ατομιστικό φιλελευθερισμό και αποτρέψει ένα συλλογικό ταξικό σοσιαλισμό. Διατηρώντας τα κρατικά δικαιώματα της διαιτησίας και απόδοσης όπου αφορούσε παραγωγή και ιδιοκτησία, το κορπορατιστικό πρόγραμμα του Panunzio αύξανε σημαντικά τα δικαιώματα της ενώ ταυτόχρονα επιτίθονταν στην ιδιωτική ιδιοκτησία. ξανά, είναι εμφανές πως ο εθνικοσυνδικαλισμός είχε απομακρυνθεί από το επαναστατικό συνδικαλιστικό μοντέλο ενός κράτους που είχε περιοριστεί αποκλειστικά σε διοικητικές λειτουργίες. Στο νέο αυτό σχήμα, το κράτος ήταν κεντρικός παράγοντας στην πολιτική. Όσο για τις σχέσεις με αυτό που γινόταν το φασιστικό κίνημα, ο Panunzio είχε ήδη γράψει το 1918:

«Ο εθνικοσυνδικαλισμός του Mussolini, ο οποίος είναι συνδικαλισμός αργοπορημένος κατά πέντε ή περισσότερα χρόνια, αλλά και είναι επίσης το μόνο κοινωνικό κίνημα που ενσωμάτωσε την τεράστια ιστορική εμπειρία του πολέμου, είναι αναμφίβολα ένα σημείο των καιρών και πρέπι κατά τη γνώμη μου να είναι το σύνθημα τους».

Ο Panunzio ήθελε έναν ενσωματικό συνδικαλισμό, διαφορετικό από τον εργατικό συνδικαλισμό, ο οποίος θα μπορούσε  να ενώσει εργάτες, ιδιοκτήτες, αξιωματούχους, επιχειρηματίες, αγρότες, και όλους όσους εμπλέκονταν στην παραγωγή. Χάρις στο γεγονός πως κάθε πρόσωπο ήταν μέλος ενός συνδικάτου-εταιρίας, το έθνος θα αποτελούνταν από συνδικάτα και όχι πλέον από άτομα που θα εστίαζαν αποκλειστικά στο προσωπικό τους κέρδος. Η ιδιαίτερη λειτουργία του κορπορατιστικού πολιτικού οικοδομήματος ήταν να τονιστεί η σημασία των σχέσεων μεταξύ του κράτους και των συνδικάτων.

Το μοντέλο που πρότεινε ο Panunzio διατήρησε το κλασικό σύστημα πολιτικής αντιπροσώπευσης. Παρόλα αυτά, αναφέρονταν σε δυο άρθρα του Augustino Lanzillo στην εφημερίδα Il popolo d’Italia (ΣτΜ: η επίσημη εφημερίδα του φασιστικού κινήματος) στα οποία ένα κορπορατιστικό σύστημα αντιπροσώπευσης προτείνονταν. Το σχέδιο του Lanzillo ήταν πως τα πολιτικά δικαιώματα έπρεπε να ασκούνται από πολίτες παραγωγούς οργανωμένους σε εταιρίες. Πρότεινε ένα διμερές σύστημα στο οποίο η κάτω βουλή θα είχε το έργο της συζήτησης και της απόφασης πάνω σε θέματα που αφορούσαν άμεσα τις εταιρίες, ενώ η γερουσία, εκλεγμένη από τη κάτω βουλή, θα συζητούσε και θα αποφάσιζε σε ερωτήματα σχετικά με το δημόσιο συμφέρον και το κράτος. Η νέα ιδεολογία του εθνικοσυνδικαλισμού όπως διαμορφώθηκε από τους De Ambris, Panunzio, Lanzillo, και άλλους συνδικαλιστές θεωρητικούς τοποθέτησε την οικονομική παραγωγή παράλληλα με την πολιτική αντιπροσώπευση:

«Οι συνδικαλιστές θα πρέπει να ρυθμίζουν την παραγωγή, πάνω από αυτούς, οι νέοι νομοθετικοί θεσμοί, προσεκτικά σχεδιασμένοι με το όνομα της κοινωνικής δημοκρατίας, θα είναι η έκφραση και ο φύλακας της εθνικής σύνθεσης».

 

 

* Στο βιβλίο διευκρινίζεται πως το κεφάλαιο από όπου είναι παρμένο το απόσπασμα αποτελεί κομμάτι των ερευνών του Mario Sznajder υπό την επίβλεψη του Zeev Sternhell. Η αναφορά και στα δύο ονόματα γίνεται για να διευκολυνθεί η αναζήτηση του βιβλίου που συμπεριλαμβάνεται στην εργογραφία του Zeev Sternhell
ΠΗΓΗ: https://geniusloci2017.wordpress.com/