Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 29 Αύγ 2021
Η επιστροφή του «στρατηγού»
Κλίκ για μεγέθυνση

Η. Χ. Παπαδημητρα­κόπουλος, Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη, Κίχλη, 2021, σελ. 87



29.08.2021, 21:01

 

 
Κριτικοί ή πανεπιστημιακοί, σε τακτά χρονικά διαστήματα, θα φιλοτεχνούν ευσύνοπτες μονογραφίες σημαντικών πεζογράφων που συνεχίζουν να τροφοδοτούν την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή. Πρώτη εποπτική πεζογραφική αναφορά στον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο από τον φιλόλογο και κριτικό λογοτεχνίας Αριστοτέλη Σαΐνη- Μ.Φ.

Ο «λεπτουργός της καίριας λεπτομέρειας» και «μανιώδης της γραφικής εντέλειας» (Α. Κοτζιάς), ο μινιμαλιστής «στρατηγός» Η[λίας] Χ[αραλάμπους] Παπαδημητρακόπουλος (1930) ή o κ. Θανάσης Χιλιώτης, όπως υπέγραφε τα πρώτα του πεζά, ο συνοδοιπόρος μιας θρυλικής «γενιάς» από τον Πύργο της Ηλείας (Τάκης Δόξας, Νίκος Καχτίτσης, Τάκης Σινόπουλος, Γιώργης Παυλόπουλος κ.α.), ο στρατιωτικός γιατρός με το διακριτό ιδιοσυγκρασιακό προσωπικό ύφος έχει αφήσει ήδη το αποτύπωμά του στη μεταπολεμική πεζογραφία, παραμένοντας συγγραφικά προσηλωμένος στη μικρή φόρμα. «Μικρό βιβλίο, μεγάλο καλό» για να παραλλάξω το καλλιμάχιον απόφθεγμα για τους επικούς («Μέγα βιβλίον, μέγα κακόν») που ο Αλέξης Πανσέληνος αποδίδει και στον Παπαδημητρακόπουλο.

Ακολουθώντας έναν αργό ρυθμό παραγωγής, το έργο του, που κυοφορήθηκε σταδιακά στο μάκρος μιας εξηκονταετίας [από την πρώτη εμφάνιση το 1962, με το πρώτο διήγημα («Οι φρακασάνες») της ανά χείρας συλλογής στο περιοδικό Αργώ της Καβάλας μέχρι τη Συγκοπή πλατάνου (2010) και το εκτός εμπορίου Μπάνιο με τον Γιάννη (2019)], παρουσιάζει σημαντική ομοιογένεια σε ύφος και τρόπους. Τα έντεκα μικρά πεζογραφήματα [ο υπότιτλος «διηγήματα» της πρώτης έκδοσης (Τραμ, 1973) δεν υπάρχει στις επόμενες] του τόμου Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη, γραμμένα μεταξύ 1962 και 1969, αποτελούν τις πρώτες «καθάριες ψηφίδες» αυτού του χαρακτηριστικού συνεκτικού μυθοπλαστικού μικρόκοσμου που χτίστηκε με παροιμιώδη αυταπάρνηση και συγγραφική προσήλωση.

Ματαιωμένοι εφηβικοί και ανεκπλήρωτοι έρωτες, οδυνηροί χωρισμοί («Το πάρτυ», «Μάθημα χορού», «Ερωτική ιστορία», «Η Γλυκερία»), ο ζόφος του Εμφυλίου και της Κατοχής («Ο Νίκος ο Σερέτης», «Η εκτέλεση»), το πέρασμα από τη ζωή παλιών φίλων («Ο τελευταίος επιζών»), μια θλιβερή ανάσταση στην πόλη («Ανάσταση»), η ανάκληση του πεθαμένου πατέρα («Εις μνήμην»): σπαράγματα εμπειριών πλήρως αποδραματοποιημένα, μνημονικά στιγμιότυπα αντιδραματικά παρουσιασμένα, διάθεση νοσταλγίας ειρωνικά αποστασιοποιημένη, η αγωνία του θανάτου, η αίσθηση της φθοράς και το υπαρξιακό άγχος με κριτική ματιά, χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Ολα τους γραμμένα σε γλώσσα μικτή αλλά νόμιμη, η οποία εκμεταλλεύεται αποχρώσεις της καθαρεύουσας για τις ειρωνικές της συνδηλώσεις.

Προτελευταίο, το πεζογράφημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή. Είτε πρόκειται για κείμενο ποιητικής είτε όχι, αρκεί ένα ανεπαίσθητο στρίψιμο της βίδας για να γίνει το διήγημα καχτιτσικό και να εκτραπεί προς το κλίμα του «Ποιοι οι φίλοι» (Καχτίτσης, 1959). Μια παρέα φίλοι που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στη λογοτεχνία, συγκεντρώνονται στο σπίτι του Πρόδρομου για ν’ ακούσουν την ανάγνωση ενός πεζού [εμφανή κοινά στοιχεία με το Ο χώρος της Ιωάννας και ο χώρος του Ιωάννη (Τραμ, 1980) του Π. Χ. Μάρκογλου], με τον αφηγητή να μετανιώνει για την αρχική απαξιωτική του κρίση και να σχολιάζει στην κατάληξη του κειμένου: «Ηταν φανερό, είχε προσπαθήσει να μας εξομολογηθεί μια προσωπική του ιστορία» («Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη»).

Στις συλλογές που θ’ ακολουθήσουν [Θερμά θαλάσσια λουτρά (1980), Ο Γενικός Αρχειοθέτης (1989), Ροζαμούνδη (1995), Ο οβολός (2004), Ο θησαυρός των Αηδονιών (2009)], ο αυτοβιογραφούμενος αφηγητής, με πολλά κοινά στοιχεία με τον συγγραφέα (πάντα Ηλίας ή Λιάκος), παραμένει το επίκεντρο κάθε ιστορίας. Ωστόσο, η θεματολογία και οι αφηγηματικοί τρόποι διευρύνονται. Καταρχάς, οι χωροχρονικές συντεταγμένες, που αρχικά περιορίζονται στην Κατοχή και στον Εμφύλιο με επίκεντρο τον Πύργο και το μυθοποιημένο κτήμα του αφηγητή, εξακτινώνονται, ακολουθώντας προοδευτικά τις εμπειρίες του συγγραφέα κατά τις μεταθέσεις του (Καβάλα, Βέροια, Καλπάκι, Νιγρίτα κ.ά.) – εμπειρίες, που αποτυπώνονται και στο αυτοβιογραφικό Τόποι τέσσερις συν τρεις (2001), φτάνοντας χρονικά μέχρι τις μέρες μας. Επειτα, κυρίως οιονεί δοκιμιακά στην ανάπτυξή τους κείμενα (όπως το «Μαξιλάρια» ή το «Εικονοστάσια») ή «ονειρικά» πεζά και «πένθιμα ενύπνια» [όπως «Η επίσκεψη» (Ο Γενικός Αρχειοθέτης, 1989)] που φτάνουν στα όρια του άλογου ή του φανταστικού αλλά χωρίς να τα διασχίζουν ποτέ με σαφήνεια, καθώς ο συγγραφέας παραμένει πάντα γειωμένος στην πραγματικότητα.

Ο όρος «αφηγηματική μαγγανεία», που χρησιμοποιεί συχνά ο ίδιος για τους αγαπημένους του διηγηματογράφους, νομίζω ότι όχι μόνο ταιριάζει και στην περίπτωσή του, αλλά και εξηγεί τη μεγάλη αναγνωστική ανταπόκριση. Το έργο του είναι η καλύτερη απάντηση στο ερώτημα πώς γίνεται πεζογραφία ικανή να συγκινήσει και να ξαφνιάσει με τα πιο απλά εκφραστικά μέσα! Σήμερα κάποιος θα μιλούσε για flash fiction ή μικροδιήγημα και δεν θα είχε άδικο. Η μινιμαλιστική πεζογραφία του Παπαδημητρακόπουλου αντιτείνει στον πληθωρισμό και τη σπατάλη τρόπων τη σαφήνεια της κυριολεκτικής γλώσσας, την ακρίβεια της στρωτής αφήγησης και τη δεξιοτεχνία στον χειρισμό του απαραίτητου. Κάτω από την επιφάνειά τους και τον απατηλό γαλήνιο ρυθμό τους, τα μικρά πεζά του κρύβουν υπόγειες αλλαγές θερμοκρασίας και τόνου, εσωτερικές συνηχήσεις σημαινόντων και σημαινομένων, απροσδόκητες αλλαγές διάθεσης και αναπάντεχα ευρήματα.

Ολα αυτά τα χρόνια, δίπλα στον μινιμαλιστή πεζογράφο εργάζεται ακούραστα και ο καυστικός χρονογράφος (Βουστροφηδόν, 1987), αλλά και ο εύστοχος και συχνά ανορθόδοξος κριτικός που έλκεται από άγνωστους και λησμονημένους συγγραφείς (π.χ. η ανθολόγηση του Ομηρου Πέλλα, 2004) ή παραγνωρισμένες όψεις της λογοτεχνίας (όπως τα ληστρικά μυθιστορήματα). Οι τρεις συλλογές κριτικών σημειωμάτων [Παρακείμενα (1983), Αποκείμενα (2000), Υποκείμενα (2014)] είναι, μεταξύ άλλων, αποκαλυπτικές για τις εκλεκτικές του συγγένειες. Κοινές αφετηρίες και η λειτουργία της μνήμης εξηγούν το μόνιμο ενδιαφέρον για την πεζογραφία του Νίκου Καχτίτση, κάποιες βιογραφικές συμπτώσεις και η εύκαμπτη γλώσσα τις μελέτες για τον Αντρέα Καρκαβίτσα, η αφηγηματική οικονομία αυτές για τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, η «σιγουριά της πραγματογνωσίας», η «διά της μνήμης εμφάνιση προσώπων και πραγμάτων» και η «χωρίς τερτίπια ειλικρίνεια» τον σεβασμό στον Πεντζίκη, και η αντικομφορμιστική αφήγηση και η ελεύθερη γλώσσα τον αντίστοιχο στον Σκαρίμπα. Με τον ίδιο τρόπο που έλκεται από τη χαμηλόφωνη και αβίαστα εξομολογητική φωνή του Ιωάννου, αισθάνεται οικείος με τον Πετρόπουλο «που απεχθάνεται τη σοβαροφάνεια και δοκιμάζει άφοβα το χιούμορ» [Επιστολαί προς μνηστήν (1980)], ενώ στα παπαδιαμαντικά του δοκίμια [Επί πτίλων αύρας νυκτερινής (1992)] κοιτάζεται στον καθρέφτη του Σκιαθίτη διηγηματογράφου με τον οποίο συχνά συνομιλεί (από το «Ονειρο στο Κύμα» και τον «Αμερικάνο» ώς το παπαδιαμαντικό γαστριμαργικό διήγημα «Οι τέσσερις δεκάρες του Αποστόλη του Κακόμη» στον τόμο Γεύμα με έναν ήρωα, Πατάκης 2009).

Η νέα έκδοση της «Κίχλης» επιλέγει ν’ ακολουθήσει (σωστά, κατά τη γνώμη μου) την επανέκδοση σε αυτόνομα τομίδια και όχι σε μεγάλους συγκεντρωτικούς τόμους: επιλογή μάλλον προτιμότερη στη χειμαζόμενη αγορά, που θα δώσει την ευκαιρία σε νεότερους αναγνώστες να δουν προοδευτικά το ανάπτυγμα αυτής της σπάνιας, ιδιοσυγκρασιακής πεζογραφικής φωνής.

πηγη: https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου