Απόσπασμα από το βιβλίο A Brief History of Lies (University of California Press, 2020). Ο Federico Finchelstein είναι συγγραφέας και καθηγητής ιστορίας και πρόεδρος του τμήματος ιστορίας του The New School for Social Research.


Μετάφραση Δημήτρης Πλαστηρας

Δημοσιεύθηκε την 26 Αυγούστου, 2021


Ως νεαρός ποιητής που μόλις είχε επιστρέψει στην Ευρώπη, ο Jorge Luis Borges έγραψε σε ένα Ισπανό φίλο του το 1921 για ένα φιλόδοξο – αν όχι αδύνατο – λογοτεχνικό εγχείρημα, να γράψει ένα συλλογικό και φανταστικό μυθιστόρημα μαζί με τον Mecedonio Fernandez και άλλους λογοτέχνες φίλους. Η πλοκή, είπε ο Borges, θα περιστρέφονταν γύρω από ένα φανταστικό μπολσεβίκικο σχέδιο να κερδίσουν την εξουσία με το να διαδώσουν μια «γενική νεύρωση» μεταξύ του αργεντίνικου λαού. Ο Borges φυσικά, δεν έγραψε ποτέ αυτό το μυθιστόρημα, και μάλλον δεν είχε προβλέψει πως κάποιος θα φαντάζονταν την υποθετική πλοκή ως πραγματική απειλή προς τη χώρα. Και όμως αυτή ακριβώς ήταν η απειλή που μια ομάδα φασιστών στην Αργεντινή αναγνώρισαν ως εβραϊκή συνωμοσία – δείχνοντας ακόμη και τον ίδιο τον Borges ως μέρος της συνωμοσίας. Σύμφωνα με αυτή την ομάδα, οι Εβραίοι ήταν η επιτομή και της ίδιας της συλλογικής νεύρωσης και συνωμοτούσαν να πάρουν τον έλεγχο της χώρας με το να διαδώσουν την ασθένεια. Η φροϋδική ψυχανάλυση εδώ αποτελούσε και μέσο και σκοπό.

Οι φασιστικές ιδέες γύρω από τον απόκρυφο, βίαιο, ιεραρχικό εαυτό είναι σε απόλυτη αντίθεση με την ψυχαναλυτική θεωρία. Για πολλούς φασίστες, οι ψυχαναλυτικές κατηγορίες του ασυνείδητου είχαν εφαρμογή μόνο στον εχθρό. Με τη σειρά του, με την άρνηση της ιερής διάστασης του φασισμού και παρουσιάζοντάς τον ως μια Δυτική μορφή βαρβαρισμού, ο Freud αντιστέκονταν όχι μόνο στους φασιστικούς σκοπούς, αλλά και στην φασιστική αυτοκατανόηση. Για τον Leopoldo Lugones, ο Freud συμβόλιζε το απαράδεκτο: αμφισβητούσε την ιδέα του ιερού και ως εκ τούτου την πολιτική που αντιπροσώπευε ο φασισμός. Για τον Freud, έγραφε ο Lugones, «ο Θεός δεν είναι παρά ένας εξιδανίκευση, που είναι από μόνη του διπολοποιημένη, του Τοτέμ ή του ζώου-προστάτη που έχουν κάποιες άγριες φυλές». Αντιπροσώπευε μια «αντι-θρησκεία» που τόνιζε την αρνητικότητα των ενστικτωδών δυνάμεων. Ο Lugones θεωρούσε την ψυχανάλυση πάνω από όλα «αντιχριστιανική» και έτσι αντιθετική ως προς την αιώνια αλήθεια ενός χριστιανικού φασισμού.

Την ίδια στιγμή, Αργεντινοί κληρικο-φασίστες όπως ο Virgilio Filippo ανησυχούσαν σχετικά με την ψυχαναλυτική οπτική πάνω στην κανονικότητα, την επιθυμία και την παθολογία. Με λίγα λόγια, οι φροϋδικές θεωρίες αποτελούσαν απειλή για τις υπερβατικές αλήθειες γύρω από τον εαυτό και το ιερό. Ο Filippo ήταν ένας από τους σημαντικότερους αντισημίτες αντιπάλους του φροϋδισμού στη διάρκεια εκείνης της περιόδου. Όπως πολλοί αργεντινοί φασίστες, έβλεπε την φροϋδική ψυχανάλυση ως απειλή προς το έθνος. Αυτή η αντίληψη βασίζονταν σε μια ιδιαίτερη εικόνα του «εσωτερικού εχθρού» και μια κυρίως κοσμική , φυλετική επίθεση στους Εβραίους που παρόλα αυτά ενσωμάτωνε στοιχεία του παραδοσιακού θρησκευτικού αντισημιτισμού.

Ο Filippo συχνά ανέφερε τον αντισημίτη συγγραφέα Δρ. Albérico Lagomarsino πάνω στο ζήτημα αυτό. Ο Lagomarsino μοιραζόταν την άποψη του Filippoγια το φροϋδισμό, ιδιαίτερα αναφορικά με τις εβραϊκές πολιτισμικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Πίστευε πως διάφοροι Εβραίοι επιχειρηματίες στο πολιτισμό, με την υιοθέτηση «της ψυχαναλυτικής θεωρίας του Freud» προωθούσαν την «μετουσίωση της λίμπιντο» στην καλλιτεχνική έκφραση. Για τον Lagomarsino, η ψυχαναλυτική θεωρία παρήγαγε μια ιδιαίτερα εβραϊκή «καλλιτεχνική έκθεση» που αραίωνε το πνεύμα και έδινε προτεραιότητα στις αισθήσεις. Οι αρχές της υλικότητας και της λαγνείας αποτελούσαν ένα «βήμα πίσω» στις καλλιτεχνικές μορφές. Τις αποκήρυξε ως ιδιαίτερα σημιτικά γνωρίσματα που ενώ έδειχνε ταυτόχρονα μια ιδιαίτερη ημιπορνογραφική εμμονή με τις «ακαθαρσίες» της ψυχαναλυτικής τέχνης που προωθούνταν από τους Εβραίους. Είναι χαρακτηριστικό, πως ο Lagomarsino χρησιμοποίησε καρναβαλικές, ακόμη και οργιαστικές εικόνες για να απεικονίσει αυτό που χαρακτήριζε «εβραϊκή τέχνη». Περιέγραψε αυτή τη τέχνη ως χαρακτηριζόμενη από αδιαχώριστα γυμνά σώματα, «γυμνή σάρκα σε λάγνες ομάδες», ένα πλήθος από γυναικεία σώματα, ελαφρύ ντύσιμο, ανεξάρτητα άκρα, και τη χειραγώγηση του φωτός και της μουσικής. Με λίγα λόγια, για τον Lagomarsino, «η συνουσία φαίνεται πως είναι το προτεινόμενο θέμα. Αυτή είναι η σύγχρονη τέχνη υπό την εβραϊκή διεύθυνση!»

Ο Filippo πίστευε πως η αχαλίνωτη σεξουαλική ελευθερία ήταν ένας από τους πρωταρχικούς στόχους του Freud  – δηλαδή πως ο πατέρας της ψυχανάλυσης επανέφερε στη ζωή τα επικούρεια δόγματα και έτσι υπερασπίζονταν την «ελεύθερη απόλαυση (libre gozo)» και δημιουργώντας μια «κλίμακα» για την κάθοδο στην «εκμετάλλευση των γυναικών» και στο «όνειδος αυτού του αιώνα, τις ιουδαίο-μασονο-κομμουνιστικές ανακαλύψεις». Η κορυφαία συνέπεια ήταν η «προσποίηση του Freud πως αντιστάθμιζε τη δράση του Θεού στον υλικό κόσμο». Ο Filippo δεν ήταν μόνος σε αυτό το τρόμο γύρω από τις σεξουαλικές πτυχές της εβραϊκής συνωμοσίας που συγκέντρωνε μαζί όλους εκείνους που ο Filippo ονόμαζε «λάτρες του Σατανά και του Φαλλού». Πολλοί καθολικοί αντισημίτες  πίστευαν πως υπήρχε μια μυστική σχέση μεταξύ της υποτιθέμενης διαλεκτικής επίθεσης του Freud στην αλήθεια του Χριστιανισμού και του «καρκίνου στη γλώσσα» που ο Freud ανέπτυξε αργότερα στη ζωή του. Ο φασίστας ιερέας Leonardo Castellani είπε πως το άκουσε αυτό να φημολογείται όταν επισκέφτηκε τη Βιέννη το 1935.

Στη διάρκεια των χρόνων του φασισμού, η σεξουαλικότητα ήταν στο επίκεντρο των εβραϊκών στερεοτύπων που διαδίδονταν από την παγκόσμια αντισημιτική Δεξιά. Ο ίδιος ο Hitler πρόβαλε τις δικές του φαντασιώσεις και φόβους πάνω στην σεξουαλική και φυλετικοποιημένη απειλή του Ιουδαϊσμού.

«Με σατανική ευχαρίστηση στο πρόσωπο του, ο μαυρομάλλης νεαρός εβραίος παραμονεύει για το ανύποπτο κορίτσι το οποίο βεβηλώνει με το αίμα του, και την κλέβει έτσι από το λαό της. Με κάθε μέσο προσπαθεί να καταστρέψει τις φυλετικές βάσεις  το λαού που έχει βαλθεί να υποτάξει. Όπως ο ίδιος  συστηματικά καταστρέφει γυναίκες και κορίτσια, δεν διστάζει να γκρεμίσει τους φραγμούς του αίματος για τους άλλους, ακόμη και σε μεγάλη κλίμακα. Ήταν και είναι Εβραίοι που φέρνουν τους Νέγρους στην Ρηνανία, πάντα με την μυστική σκέψη και ξεκάθαρο στόχο να καταστρέψουν την μισητή λευκή φυλή με το αναγκαίο συνεπαγόμενο μπαστάρδεμα, ρίχνοντάς την από το πολιτισμικό και πολιτικό της ύψος, και με τον ίδιο να ανυψώνεται ως αφέντης της».

Αν και κάποιοι μοιράζονταν τις παρανοϊκές σεξουαλικές φαντασιώσεις του Hitler, πολλοί λατινοαμερικάνοι φασίστες πίστευαν πως αγνοούσε την φανερωμένη χριστιανική αλήθεια. Ωστόσο, για τους Αργεντινούς κληρικοφασίστες το «εβραϊκό πρόβλημα» δεν ήταν ακόμη απλά θεολογικό αλλά και φυλετικό. Για τον ιερέα Julio Meinvielle, η λύση στο «πρόβλημα» στην Αργεντινή έπρεπε να είναι Καθολική, όχι αυτό που τελικά έγινε η Τελική Λύση των Ναζί. Για αυτόν ο ναζιστικός αντισημιτισμός ήταν αποκομμένος από ανώτερα πολιτικά ενδιαφέροντα. Και όμως θεωρούσε την ναζιστική βία ως αποτέλεσμα του παγκόσμιου σχεδίου του Θεού κατά της Αριστεράς. Με δεδομένο πως ο Meinvielle κατηγορούσε τους Εβραίους για οτιδήποτε δεν του άρεσε, η εθνικιστική (nacionalista) βία μπορούσε να είναι μόνο μια αντισημητική θεραπεία. Αυτή η βία όμως δεν μπορούσε να είναι παγανιστική. Για τον Meinvielle, υπήρχε «μια παγανιστική μέθοδος που θα απορρίψει το ξένο επειδή είναι ξένο· μια χριστιανική μέθοδος που θα το απορρίψει στα μέτρα στα οποία θα μπορούσε να είναι επιζήμιο για τα δίκαια συμφέροντα της χώρας· μια παγανιστική μέθοδος που θα απορρίπτει και θα μισεί τον Εβραίο επειδή είναι Εβραίος· μια Χριστιανική μέθοδος που, γνωρίζοντας τη διαλυτική αποστολή που ο Εβραίος κατέχει στην καρδιά των χριστιανικών λαών, θα μειώσει την επιρροή του έτσι ώστε να μη προκαλέσει κακό».

Το μεξικάνικο φασιστικό περιοδικό Timón παρουσίασε τον Hitler ως εκείνον που πολεμά τους Εβραίους στο όνομα της αλήθειας, αλλά οι μέθοδοί του δεν ήταν κατάλληλοι για την «Καθολική πλειοψηφία του κόσμου». Ο Μεξικάνος φασίστας Fernando de Euzcadi πίστευε πως οι άνθρωποι μπορούσαν να αισθανθούν αυτή την «αλήθεια» στη ψυχή τους.

«Η αλήθεια, όσο ντροπιαστική και αν μοιάζει, όσο ταπεινωτική και αν είναι για τις συνειδήσεις, είναι στη ψυχή όλων ως μια θλιβερή και απαρηγόρητη αλήθεια. Και ούτε η ανθρωπότητα αγνοεί το θύμα της εβραϊκής δικτατορίας, που η ακλόνητη θέληση, η εμφατική ενέργεια ενός πατριώτη, είναι ικανή να καταστρέψει, ως τα θεμέλια, όλο τον εβραιοποιητικό μηχανισμό μιας χώρας. Ο Φύρερ της Μεγάλης Γερμανίας, που είναι οραματιστής άνθρωπος της δράσης, δεν είναι αμφιβολίες στο σφυγμό ή αδυναμίες στη συνείδηση…. Το εβραϊκό ‘ταμπού’ δεν είχε δύναμη μπροστά στη θέληση ενός σιδερένιου άνδρα που σταθερά στηρίζεται από το λαό του».

Με αυτά υπόψιν, ο Hitler δεν ήταν παράδειγμα για την Λατινική Αμερική. Ο de Euzcadi έλεγε πως «ο Καθολικός κόσμος έχει άλλα όπλα: εκείνα της θρησκείας  τους, εκείνα της πίστης και της ταπεινότητας του λευκού ανθρώπου, του καθαρού αίματος, πριν την ταπείνωση και της αποκήρυξης». Έλεγε πως η ιστορία ήταν πίσω από μια «αντισημιτική σταυροφορία» που δεν «αιωρούνταν μόνο στον άνεμο της θρησκείας. Είναι η στιβαρή άμυνα αιώνων πολιτισμού, είναι η μάχη για τα πιστεύω που ακούμε τρυφερά στο λίκνο των μητρικών χειλιών. Είναι η γενναιότητα της ζωντάνιας μπροστά στην ευέλικτη κακία του ερπετού». Για εκείνους που πίστευαν σε αυτά τα αντισημιτικά ψέματα, αυτά που διακυβεύονταν δεν μπορούσαν να είναι σπουδαιότερα: «Να ζεις ή να μη ζεις: είτε ο Καθολικισμός θα συντρίψει τον Ιουδαϊσμό, ή ο Ιουδαϊσμός με το να συντρίψει τον Καθολικισμό θα πάρει μαζί του δυο αιώνες μεγαλοσύνης, λερωμένους από τη λάσπη της δειλίας μας και της σβησμένης πίστης μας».

Πως μπορούσαν οι φασίστες να φαντάζονται πως αν η πίστη τους ήταν τόσο πανίσχυρη οι Εβραίοι μπορούσαν να τη συντρίψουν; Οι Αργεντινοί φασίστες πίστευαν πως ο Freud και η ψυχανάλυση ήταν νέα πανίσχυρα στοιχεία σε μια συνωμοτική αντι-αργεντίνικη συμμαχία Κομμουνιστών, Μασόνων, και Εβραίων. Ο Filippo ήταν σημαντικός εκπρόσωπος αυτού του ιδεολογικού λόγου στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Για τους φασίστες, υπήρχε μια γραμμή στην άμμο που δεν θα ξεπερνούσαν: έτσι, οι Εβραίοι ήταν σεξουαλικά ανώμαλοι και οι φασίστες όχι. Ο Filippo βρήκε την φροϋδική νομιμοποίηση και πραγμάτωση της επιθυμίας ιδιαίτερα προβληματική. Στη συνέχεια, επινόησε έναν όρο για το κομμάτι του εαυτού που ήθελε να υποβιβάσει, το «ονειρικό εγώ»: «το εγώ του κατώτερου τμήματος, κτηνώδες και ασυνείδητο» για τον Πατέρα Filippo ήταν ξεκάθαρο πως αυτό το «ονειρικό εγώ» ήταν απόλυτα εβραϊκό στις αδιαμεσολάβητες, ασυνείδητες βάσεις του, ενώ το «συνειδητό εγώ» ήταν απόλυτα Καθολικό και αργεντίνικο στην δυνατότητα του να καθορίζει την θέληση των ατόμων.

Έτσι, ο Filippo αφιερώθηκε στο να αποκαλύψει τον Freud ως υπέρμαχο αυτού που πίστευε πως ήταν λιμπιντική δύναμη. Ο διάσημος ψυχαναλυτής, όπως ο Albert Einstein, ήταν σημαντική φιγούρα στο πλαίσιο του «κυρίαρχου υλισμού» που, σύμφωνα με τον Filippo, υπονόμευαν την εθνική και Καθολική δυνατότητα για να υποτάξουν, με απόλυτη καταστολή, τις προβληματικές δυνάμεις του ασυνείδητου. Παρομοίως, πολλοί Ιταλοί φασίστες αναγνώρισαν ένα δίπολο μεταξύ κανονικού και εβραϊκού εγώ> για τους φασίστες, ο Freud είχε «βυθίσει την ηθική στο βάλτο της λίμπιντο». Σε ένα ενδεικτικό άρθρο με τίτλο «Κάτω ο Freud», ο φασίστας Alberto Spaini αναφέρονταν στον Freud ως ένα κίβδηλο «Εβραίο ποντίφικα» που έθετε υπό αμφισβήτηση την αιωνιότητα της ψυχής. Ο ίδιος ο Mussolini αναφέρονταν στον Freud ως τον «Μέγα ποντίφικα» της ψυχανάλυσης.

Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα αυτής της περιγραφής της ψυχανάλυσης ως επίθεσης στην αιώνια αλήθεια δημοσιεύτηκε από την αργεντίνικη καθολική εφημερίδα Criterio από τον «Juan Palmetta», ψευδώνυμο του Leonardo Castellani. Ο ιερέας αυτός χλεύαζε την φροϋδική ψυχανάλυση. Το μοχθηρό αντισημιτικό χιούμορ του Castellani είναι ένα παράθυρο στο φοβικό κόσμο αυτής της φασιστικής ερμηνευτικής κοινότητας. Για τον Castellani, η φροϋδική «πανσεξουαλικότητα» ήταν ένα εμφανές, σχεδόν δεδομένο, γεγονός που χαρακτήριζε «φροϋδική σεξολογία». Υποστήριζε πως ήταν μια «επιζήμια» εναλλακτική θρησκεία, με τον Freud ως το «Άγιο Πνεύμα».

Η ιδέα του Freud να αμφισβητεί την αιωνιότητα των ψυχών και τις αλήθειες που περιείχαν και αντικαθιστώντας τες με την δική του ιερή αλήθεια ήταν μη ανεκτή για τους φασίστες. Και όμως  ήταν χαρακτηριστικό πως ήταν πρόθυμοι να εμπλακούν με τον Freud σε ένα βαθμό με τους δικούς του όρους. Οι φαίστες υποστήριζαν πως η θεωρία του Freud για το ασυνείδητο δεν είχε θέση μπροστά στη δύναμη της απόκρυφης φύσης του εαυτού. Έβλεπαν την θέληση ως έκφραση της ψυχής και τον παραγωγό της αλήθειας. Αν η δική τους εκδοχή του ασυνείδητου ήταν το σημείο προέλευσης για τον ολοκληρωτικό βολονταρισμό τους, επέμεναν πως ο Freud το έκανε να μοιάζει με ένα ζώο προερχόμενο έξω από την ιστορία.

Για τον Βραζιλιάνο Salgado, η φροϋδική θεωρία άνηκε σε ένα τεχνητό φιλελεύθερο παρελθόν, δηλαδή, στο 19ο αιώνα. Αλλά είχε γίνει τώρα μια θεωρία για κομμουνιστές, που δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά για τους εργάτες αλλά μόνο στην «λενινιστική δημαγωγία». Ήταν «αυθεντικοί αστοί» που «καυχιόνταν» πως είχαν ανακαλύψει «την μεγαλύτερη καινοτομία στο θέμα της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας, της πολιτικής: τον Freud». Ο Salgado αντιπαρέθετε την φροϋδική θεωρία με το δικό του «Ιντεγκραλισμό», σύμφωνα με τον ίδιο «μια έννοια βαθιά ριζωμένη στον 20ο αιώνα». Αντίθετα με την φροϋδική ψυχανάλυση, ο βραζιλιάνικος φασισμός δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτός από «πιθήκους, υποτακτικούς μιμητές, και παθητικούς φορολογούμενους, από άτομα ανίκανα να κατανοήσουν τους καιρούς στους οποίους ζούσαν» αυτή η φασιστική αντίληψη της εποχής ήταν ιδιαίτερα ενστικτώδης. Στο φασισμό, η φυλή «αποκαλύπτονταν» στη «διαίσθηση» και την «ευφυία του υποσυνείδητου». Ενώ η ψυχανάλυση υπερασπίζονταν μια θεωρία του ασυνείδητου ως την «έκρηξη ενός πρωτόγονου γορίλα», ο φασισμός επιβεβαίωνε και έκανε εμφανή συνεχώς μια «πρωτόγονη θέληση για ζωή».

Η φασιστική επίθεση εναντίον της ψυχανάλυσης έγινε στο όνομα ενός υποκειμένου δίχως λογική. Μια σιωπηρή εξημέρωση του εαυτού και μια άρνηση της αντικειμενικής αλήθειας στο όνομα μιας απόλυτης αλήθειας. Οι φασίστας είδαν την ψυχανάλυση ως σημαντική απειλή επειδή για αυτούς δεν υπήρχε αντίθεση μεταξύ την δημοκρατική απόρριψη από μια αιώνια τάξη αλήθειας όπως υπαγορεύεται από την εκκλησία ή ένας αυταρχικό ηγέτη και την επιβεβαίωση του της αλλοτρίωσης της αστικής τάξης. Όπως παρατήρησε ο Adorno το 1944, αυτή ήταν η αντίληψη της ψυχανάλυσης που παρουσιάζονταν στο «φασιστικό ασυνείδητο» από τα περιοδικά του τρόμου.

Στην ερμηνεία τους της φροϋδικής θεωρίας ως μια μορφή αυτό-αλλοτρίωσης, οι φασίστες υπερασπίστηκαν τον «άνθρωπο που γιόρταζε την ανωτερότητα» του, ενώ μείωναν «τον φροϋδικό άνθρωπο», τον άνθρωπο της λίμπιντο. Αν ο πρώτος ήταν η επιτομή μιας ανώτερης μορφής αρρενωπότητας, ανεξέλεγκτες και παρορμητικές σεξουαλικές ορμές κυριαρχούσαν στο δεύτερο. Για πολλούς φασίστες, η ψυχανάλυση αμφισβητούσε τα βασικά δόγματα της φασιστικής επανάστασης, προτείνοντας εναλλακτικές θεωρίες της ιστορίας, αλήθειας, και μύθου. Οι φασίστες αμφισβητούσαν την φροϋδική αντίληψη του ασυνείδητου ως «το αποθετήριο όλων των σκουπιδιών του πνεύματος». Για αυτούς, η ψυχανάλυση πρότεινε τους δικούς της μύθους υπερβατικότητας και καταστροφής. Σε μια αξιοσημείωτη στιγμή προβολής, ο φασίστας Alfonso Petrucci ισχυρίστηκε πως «το δόγμα του Εβραίου Freud είναι νέο μόνο σε μορφή και είναι μέρος της αιώνιας μάχης του υπόγειου κόσμου εναντίον εκείνου του φωτός».

Για τους φασίστες, ο Freud ήθελε μόνο «καταστροφή». Αντίθετα, η φασιστική επανάσταση συνδύαζε «καταστροφή» και «δημιουργία». Όπως σημείωνε ο φασίστας καθηγητής Domenico Rende, η φροϋδική θεωρία του ασυνείδητου ήταν «ουσιαστικά ενάντια στο φασιστικό δόγμα». Φασίστες όπως ο Rende είχε την αντισημιτική άποψη πως μόνο οι Εβραίοι θα μπορούσε να είναι τα αντικείμενο μιας ανώμαλης συμπεριφοράς. Η ψυχανάλυση ήταν αποτέλεσμα της ασθένειας που υποτίθεται πως αντιμετώπιζε, αλλά ο φασισμός θα «θεράπευε» τους μη Εβραίους από την ψυχανάλυση. Πολλοί φασίστες συνοδοιπόροι συμφωνούσαν με αυτές τις θέσεις. Για παράδειγμα, ο Carl Jung, πρώην μαθητής του Freud και στη συνέχεια μέλος της διανοητικής αντίστασης ενάντια στην ψυχανάλυση, πίστευε πως η εβραϊκή ψυχή – αλλά όχι η «άρια» ψυχή – έπρεπε να ελεγχθεί. Για τον Jung, το εβραϊκό ασυνείδητο ήταν προβληματικό, ενώ η άρια ψυχή ήταν πηγή αυτό-ανακάλυψης και πολιτισμού. Έβλεπε τον γερμανικό φασισμό ως κάτι που βούτηξε στα «βάθη» της.

Ο φασισμός αντιπροσώπευε μια προσπάθεια να σβήσει η γραμμή μεταξύ του μέσα και του έξω, δηλαδή, να σηκώσει το φραγμό μεταξύ των εσωτερικών επιθυμιών του μυαλού και του εξωτερικού κόσμου. Οι φασίστες αντιλήφθηκαν την διαδικασία τους ως μια μορφή ριζοσπαστικής ιστορικής ικανότητας, μια φασιστική μορφή ακραίου ιστορικού βολονταρισμού. Για τους Ναζί, η προτεραιότητα της θέλησης περιλάμβανε ένα μυθικό ιστορικό συνεχές από το σκοτάδι ως το φως και από μεσαιωνικές περιόδους ως την σύγχρονη ηγεσία του Hitler, όπως έχει δραματοποιήθηκε στην αρχή της ταινίας Leni Riefenstahl, Ο Θρίαμβος της Θέλησης. Τόσο ο ναζισμός και ο φασισμός βάσιζαν τις αντιλήψεις τους του εθνικού σε μια αντίληψη του ιστορικού που συχνά παρέκκλινε από τις ιστορικές καταγραφές, ακριβώς επειδή ήταν γεμάτο από μυθικά στοιχεία. Για τους Ιταλούς φασίστες, η Ρώμη κατείχε (τουλάχιστον πριν τους ιταλικούς φυλετικούς νόμους του 1938) την ίδια μυθική διάσταση που ο ναζισμός εντόπιζε στο φανταστικό παρελθόν της φυλής.

Όπως αναφέρει ο ιστορικός Saul Friedlander, «ο ναζισμός κινητοποίησε ένα προφανώς ανούσιο σύνολο εικόνων που παρόλα αυτά συνεχώς επικαλούνταν μια επιθυμία για το ιερό, το δαιμονικό, το πρωτόγονο – με λίγα λόγια, για τις δυνάμεις του μύθου. Αν όμως για τον Freud οι μύθοι λειτουργούσαν αλληγορικά, ως μεταφορές των λειτουργιών του ασυνείδητου, ο φασισμός θεωρούσε τους μύθους κυριολεκτικά ως ιδανικές εκφράσεις των λειτουργιών της ψυχής. Ο Sorel τόνισε αυτές τις πανίσχυρες πολιτικές και αναλυτικές διαστάσεις της μυθικής σκέψης. Ο Mussolini και ο Hitler πήγαν ένα βήμα πιο πέρα· δεν χρησιμοποίησαν μόνο τους μύθους αλλά και τους αγκάλιασαν ως ανώτερες αλήθειες, ως πηγές για την πράξη της δημιουργίας φασιστικού νοήματος.

ΠΗΓΗ: https://geniusloci2017.wordpress.com/