Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 25 Αύγ 2021
Karen Ingala Smith: Γυναικοκτονία
Κλίκ για μεγέθυνση


















Δημοσιεύθηκε την 24 Αυγούστου, 2021



Απόσπασμα από το βιβλίο The Routledge Handbook of Gender and Violence (Routledge, 2018). Η Karen Ingala Smith είναι διευθύνων σύμβουλος της οργάνωσης nia για την στήριξη γυναικών και κοριτσιών που έχουν βιώσει σεξουαλική και ενδοοικογενειακή βία.



Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Προειδοποίηση περιεχομένου: Περιγραφές γυναικοκτονιών Εισαγωγή

Μετρώντας Νεκρές Γυναίκες

Αργά την Πρωτοχρονιά του 2012, η εικοσάχρονη Kirsty Treloar έλαβε ένα μήνυμα από τον Myles Williams, τον πατέρα της τριών εβδομάδων κόρης της. Έγραφε

«Εντάξει είναι όλα καλά τώρα και η απόφαση μου για τη νέα χρονιά είναι πως δεν θα σε χτυπήσω ξανά και δεν θα σε χτυπήσω για αυτή τη χρονιά, την επόμενη χρονιά, τη χρονιά μετά από αυτή, την επόμενη χρονιά μετά από αυτή»

Μέρες μόλις πριν, ο Williams είχε βρεθεί κατηγορηθεί για απειλητική συμπεριφορά προς την Kirsty και οι συνθήκες της εγγύησης του  τον εμπόδιζαν από το να την δει. Η Kirsty αρνήθηκε να τον δει, και περίπου οκτώ ώρες αργότερα αφού έστειλε το μήνυμα, εισέβαλε στο σπίτι της οικογένειας της από το παράθυρο της κουζίνας και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της. Ο  Williams μαχαίρωσε την Kirsty 29 φορές, μαχαίρωσε επίσης  την αδερφή της δυο φορές και τον αδερφό της τρεις φορές καθώς προσπάθησαν να την προστατέψουν και να τον εμποδίσουν από το να την σύρει σε ένα αυτοκίνητο. Ο Williams είπε σε ένα περαστικό «πρέπει να πεθάνει» πριν φύγει μαζί της. το σώμα της Kirsty βρέθηκε λίγο αργότερα, πεταμένο σε μια περιοχή με σκουπίδια λιγότερο από δυο μίλια μακριά.

Η Kirsty Treloar είχε ζήσει και πεθάνει στο Χάκνεϊ, στο Ανατολικό Λονδίνο, μια περιοχή στην οποία η οργάνωση για την οποία δουλεύω στήριζε γυναίκες, κορίτσια και παιδιά που είχαν υποστεί ανδρική  σεξουαλική και ενδοοικογενειακή βία από το 1975, ψάχνοντας στο διαδίκτυο για νέα για το φόνο της, βρήκα πολλές αναφορές σε γυναίκες που είχαν σκοτωθεί από άνδρες τις τελευταίες μέρες. Ήταν η αρχή μιας νέας χρονιάς και ήθελα να ξέρω πόσες γυναίκες στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν ήδη σκοτωθεί από άνδρες, έτσι έκανα μια λίστα των ονομάτων τους για να με βοηθήσει στο μέτρημα. Βρήκα πως την 1η Ιανουαρίου, ο Michael Atherton, 42, είχε πυροβολήσει την σύντροφο του Susan McGoldrick, 47, την αδερφή της, Alison Turnbull, 44, την κόρη της Alison, την Tanya, 24, πριν πυροβολήσει τον εαυτό του· ο 31χρονος Aaron Mann είχε χτυπήσει επανειλημμένως την Claire O’Connor, 38, με αμβλύ αντικείμενο πριν την πνίξει με ένα μαξιλάρι. Το σώμα της βρέθηκε τυλιγμένο σε βρώμικα σκεπάσματα στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου της. στις 2 Ιανουαρίου, επιπλέον του φόνου της Kirsty Treloar από τον Myles Williams, ο 48χρονος Stephen Farrow είχε μαχαιρώσει την 77χρονη Betty Yates στο κεφάλι και στο λαιμό και την χτύπησε με το ίδιο της το μπαστούνι. Την επόμενη μέρα ο John McGrory, 46, χρησιμοποίησε λουρί σκύλου για να στραγγαλίσει την 39χρονη Marie McGrory, και ο  Garry Kane, 40, προκάλεσε 26 τραύματα στην 87χρονη γιαγιά του Kathleen Milward, περιλαμβανομένων δεκαπέντε «τραύματα από αμβλύ αντικείμενο» στο κεφάλι και στο λαιμό του.

Στις πρώτες τρεις μέρες του 2012, οχτώ γυναίκες στο ΗΒ είχαν υποστεί βίαιους θανάτους στα χέρια έξι ανδρών: τρεις πυροβολήθηκαν, δυο μαχαιρώθηκαν, μια στραγγαλίστηκε, μια πνίγηκε μέχρι ασφυξίας και μια ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου. Οκτώ γυναίκες, με ηλικίες μεταξύ 20 και 87, όλες λευκές, όλες γεννημένες στο ΗΒ, από ένα ευρύ φάσμα κοινωνικο-οικονομικών προελεύσεων· οι δολοφόνοι τους ήταν άνδρες ηλικίας 19 ως 48 και περιλάμβαναν τους συζύγους τους, τους συντρόφους τους, φίλους ή πρώην· το σύντροφο της αδελφής, το σύντροφο της θείας, ένα ληστή και ένα εγγονό.

Από τότε, έχω συνεχίσει να κρατάω αρχείο με τα ονόματα των γυναικών στο ΗΒ, ή γυναικών από το ΗΒ στο εξωτερικό, που έχουν σκοτωθεί από άνδρες. Δεν έμοιαζε σωστό να σταματήσω, επειδή αυτό θα σήμαινε πως η επόμενη γυναίκα θα ήταν λιγότερο άξια αναφοράς. Η λίστα μου έγινε καμπάνια που αποκαλώ Μετρώντας Νεκρές Γυναίκες (Counting Dead Women, CDW), μια προσπάθεια να συλλάβω τον ταυτόχρονο τρόμο και την κοινοτοπία της δολοφονίας γυναικών από άνδρες και να υπενθυμίσω στους ανθρώπους την ανθρωπιά των νεκρών γυναικών πίσω από τις στατιστικές. Το CDW οδήγησε στην ανάπτυξη του Femicide Census, στο οποίο εργάζομαι σε συνεργασία με την Women’s Aid Federation England, με την στήριξη της Freshfields Bruckhaus Deringer LLP και της Deloitte LLP.

Το Femicide Census είναι μια λεπτομερής ηλεκτρονική βάση δεδομένων που επιτρέπει δεδομένα να συγκριθούν και να χωριστούν για ανάλυση για να αναγνωριστούν μοτίβα. Περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών για πάνω από 900 γυναίκες που έχουν σκοτωθεί από φονική ανδρική βία από το 2009 ως το 2014, δεδομένα από το 2015 συγκρίνεται αυτή τη στιγμή και δεδομένα για το 2016 συλλέγονται. Τα δεδομένα συλλέγονται μέσω αιτημάτων με βάση το Νόμο για Ελευθερίας της Πληροφορίας και δημόσιες και ιδιωτικές πηγές και περιλαμβάνει την σχέση μεταξύ του δολοφόνου και του θύματος, τη μέθοδο δολοφονίας και  λεπτομερούς δημογραφικών πληροφοριών.

Μεμονωμένα Περιστατικά

Μεταξύ του φόνου της Kirsty Treloar τον Ιανουάριο του 2012 και το τέλος του Ιουνίου του 2016, έχω καταγράψει τα ονόματα 600 γυναικών από το ΗΒ ποιυ δολοφονήθηκαν από άνδρες ή, όπου δικαστικές υποθέσεις είναι ακόμη σε εξέλιξη, όπου άνδρες είναι οι βασικοί ύποπτοι, όμως ακόμη η αστυνομία συνεχώς περιγράφει τους φόνους γυναικών από άνδρες ως μεμονωμένα περιστατικά. Σχετικά με το φόνο της 58χρονης Judith Ege, της οποίας ο λαιμός είχε κοπεί από αυτί σε αυτί από τον Barach Bandavad, 38, τον Ιούνιο του 2012, ο επιθεωρητής Simon Crisp από την αστυνομία του Έιβον & Σόμερσετ είπε για το θάνατο της: «Ήταν ένα τραγικό και μεμονωμένο περιστατικό στο οποίο μια γυναίκα αχρείαστα έχασε τη ζωή της». Η Sasha Marsden, 16, βρέθηκε νεκρή σε ένα στενό στο Μπλάκπουλ τον Ιανουάριο του 2013. Είχε μαχαιρωθεί 58 φορές στο κεφάλι, το πρόσωπο και το λαιμό και είχε δεχτεί σεξουαλική επίθεση. Ο David Minton είχε τυλίξει το σώμα της σε μια σακούλα σκουπιδιών, χαλί και πάπλωμα πριν του βάλει φωτιά. Λίγο μετά από το φόνο της, ο αστυνομικός διευθυντής Eddie Newton από την αστυνομία του Λανκασάιρ είπε: «Πιστεύουμε πως αυτό είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό και πως δεν υπάρχει κίνδυνος για το κοινό». Οι μητέρα και κόρη, Christine Lee, 66, και Lucy Lee, 40, πυροβολήθηκαν από τον 82χρονο John Lowe τον Φεβρουάριο του 2014. Ένας αστυνομικός επιθεωρητής μιλώντας εκ μέρους της αστυνομίας του Σάρεϊ είπε: «Πιστεύουμε πως αυτό είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό και δεν υπάρχει περεταίρω κίνδυνος για την ευρύτερη κοινότητα» λιγότερο από δυο εβδομάδες νωρίτερα, η 20χρονη Hollie Gazzard είχε μαχαιρωθεί μέχρι θανάτου. Ένας αστυνομικός επιθεωρητής είπε: «Θα ήθελα να βεβαιώσω τα μέλη αυτής της κοινότητας, τόσο κατοίκους και όσο και τοπικές επιχειρήσεις, πως αυτό είναι μεμονωμένο περιστατικό».

Οι θάνατοι περισσότερων από 600 γυναικών στο ΗΒ που σκοτώθηκαν από άνδρες, ή όπου ένας άνδρας είναι ο βασικός ύποπτος, σε λιγότερο από πέντε χρόνια, δεν είναι «μεμονωμένα περιστατικά». Εμφανώς ο όρος έχει μια εφαρμογή στην αστυνομική χρήση, αλλά αν χρησιμοποιείται από την αστυνομία ή ευρύτερα, η χρήση αυτής της γλώσσας μας ενθαρρύνει να λαμβάνουμε μια οπτική που εξατομικεύει και μας κατευθύνει μακριά από μια πολιτισμική οπτική. Η έννοια της «γυναικοκτονίας» παίρνει «μεμονωμένα περιστατικά» και τα κοιτά ως συλλογικό φαινόμενο, κάνοντας το αυτό μας επιτρέπει να δούμε την φονική βία των ανδρών εναντίον γυναικών, όχι ως ζήτημα ατομικής παθολογίας, αλλά ως κοινωνικού προβλήματος, και τέτοιου που εκτείνεται πέρα από την πιο κοινά αναγνωρίσιμη μορφή, την δολοφονία συντρόφου από σύντροφο. Αυτό δεν σημαίνει πως οι άνδρες δεν θα πρέπει να είναι μεμονωμένα υπόλογοι για τις πράξεις τους ούτε πως πρέπει να αγνοήσουμε την ατομικότητα κάθε γυναίκας που δολοφονήθηκε, αλλά αναγνωρίζοντας την φονική βία των ανδρών ως κοινωνικό πρόβλημα, και μέρος του συνεχούς της σεξουαλικής βίας, είναι καίριο βήμα στην αναγνώριση των αλλαγών που είναι αναγκαίες  για να μειωθεί η βία των ανδρών εναντίον των γυναικών με ένα τρόπο που η εστίαση στα κίνητρα ενός μεμονωμένου κακοποιητικού άνδρα δεν θα το καταφέρει.

Γυναικοκτονία: Παγκόσμιο Πλαίσιο

Η γυναικοκτονία είναι παγκόσμιο ζήτημα. Περίπου 66000 γυναίκες και κορίτσια σκοτώνονται βίαια κάθε χρόνο. Το να συγκρίνεις τα δεδομένα από χώρα σε χώρα είναι δύσκολο, εν μέρει επειδή δεν υπάρχει ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός, ή έστω μια καθολική ανάγκη για ορισμό, έτσι διαφορετικές ερμηνείες αντικατοπτρίζονται στα διαθέσιμα δεδομένα, αλλά επίσης επειδή τα συστήματα συλλογής δεδομένων στις περισσότερες χώρες δεν καταγράφουν τις αναγκαίες πληροφορίες, είτε αυτό είναι το φύλο του θύματος και του θύτη, η σχέση τους ή κάποιο γνωστό κίνητρο για το φόνο. Σε όλο το κόσμο οι γυναίκες είναι σε μεγαλύτερο κίνδυνο από ότι οι άνδρες για δολοφονία από σύντροφο και κατά συντριπτική αναλογία σκοτώνονται από άνδρες, με χώρες να καταγράφουν πως μεταξύ 40 και 70% των γυναικών θυμάτων ανθρωποκτονιών σκοτώνονται από άνδρες συντρόφους ή πρώην συντρόφους. Πέρα από ότι χωρίζει τις κοινωνίες σε όλο το κόσμο, έχουν κοινό πω η βία των ανδρών κατά των γυναικών είναι κανονικοποιημένη, ανεκτή και αποδεκτή, και υπάρχει έλλειψη πραγματικά προληπτικών και βαθιά ριζωμένων πρωτοβουλιών για την προστασία του δικαιώματος των γυναικών στη ζωή.

Τα δεδομένα που είναι διαθέσιμα δείχνουν πως οι χώρες με το υψηλότερο ποσοστό γυναικοκτονίας, δίχως ίσως να αποτελεί έκπληξη, αντιστοιχούν με τις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά φονικής βίας, το Ελ Σαλβαδόρ έχει το υψηλότερο ποσοστό γυναικοκτονιών (12 ανά 100000 γυναίκες), το ακολουθεί η Τζαμάικα (10,9), η Γουατεμάλα (9,7) και η Νότια Αφρική (9,6). Οι μισές από τις χώρες με τα υψηλότερα υπολογιζόμενα ποσοστά γυναικοκτονιών είναι στην λατινική Αμερική, με την Νότια Αφρική, τη Ρωσία και τις Ανατολικές χώρες να έχουν δυσανάλογα ψηλά ποσοστά. Τα ψηλά ποσοστά γυναικείας βρεφοκτονίας, η έκτρωση για επιλογή φύλου και η αναγκαστική έκτρωση δείχνουν πως αν δεδομένα ήταν διαθέσιμα, χώρες περιλαμβανομένων της Ινδίας και της Κίνας θα ήταν υποψήφιες για την συμπερίληψη τους μεταξύ αυτών των χωρών με τα ψηλά ποσοστά. Τα ποσοστά γυναικοκτονία σε Αγγλία και Ουαλία συγκριτικά ήταν 0,63 για 100000 πληθυσμού γυναικών για το έτος που τελείωνε τον Μάρτιο του 2015.

Όταν κοιτάμε σε οποιαδήποτε σύγχρονη μορφή ανδρικής βίας εναντίον γυναικών σε παγκόσμιο πλαίσιο, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τις συνδέσεις και τις ομοιότητες πέρα από πολιτισμικά και γεωγραφικά διαφορετικές χώρες, όπως και τις διαφορές. Η γυναικοκτονία, όπως κάθε άλλη μορφή ανδρικής βίας, αντικατοπτρίζει  μάκρο- κοινωνικο-πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς και επίσημων και ανεπισήμων ιδεολογιών. Οι Heise και Kotsadam συμπλήρωσε δεδομένα στα ποσοστά βίας από σύντροφο από 44 χώρες. Βρήκαν πως η βία από σύντροφο σχετίζεται με την θέση της γυναίκας, την έμφυλη ανισότητα και την ανδρική βία/έλεγχο των γυναικών. Βρήκαν επίσης πώς για κάθε λογαριθμική αύξηση του ΑΕΠ, η συχνότητα της βίας από σύντροφο μειώνονταν κατά 5,5% αλλά η συσχέτιση έγινε ανύπαρκτη αν δεν χρησιμοποιούνταν κανόνες σχετικά με το «ξυλοδαρμό-γυναίκας» και ανδρικής εξουσίας/ελέγχου δεν συνόδευαν την οικονομική ανάπτυξη. Αυτή η τριμερής φύση της σχέσης μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης, οικονομικής ισότητας μεταξύ των φύλων και κανόνων γύρω από τη βία εναντίον των γυναικών δείχνει την έκταση των πράξεων που πρέπει να αντιμετωπιστούν για να μειωθεί η ανδρική βία κατά των γυναικών.

Ωστόσο, οι Gracia και Merlo βρήκαν εμφανώς αντιφατικές σχέσεις μεταξύ των υψηλών επιπέδων έμφυλης ισότητας και υψηλής πιθανότητας βίας από σύντροφο εναντίον γυναικών στις Σκανδιναβικές χώρες (Σουηδία, Φιλανδία, Δανία), που αναφέρεται ως «Σκανδιναβικό παράδοξο». Θεωρίες  που προσπάθησαν να το εξηγήσουν περιλαμβάνουν μια αντίδραση προς τις γυναίκες, αυξημένη σύγκρουση εξαιτίας αυξημένης ανισότητας, την σύγκρουση ατομικών σεξιστικών απόψεων και χειραφετικών κοινωνικών κανόνων και αυξημένη δημοσιοποίηση λόγω μειωμένης ανισότητας και κοινωνικά αποδεκτής καταδίκης της ανδρική βίας κατά των γυναικών. Μια προηγούμενη έρευνα στις ΗΠΑ βρήκε επίσης πως η «κακοποίηση συζύγου» δεν είχε γραμμική σχέση με την θέση των γυναικών, αλλά καμπυλόγραμμη, στο ότι η «κακοποίηση συζύγου» ήταν ψηλή σε πολιτείες που οι γυναίκες είχαν κατώτερη θέση, μειώνονταν καθώς η θέση της γυναίκας ανέβαινε και αυξάνονταν σε πολιτείες που η θέση των γυναικών ήταν η ψηλότερη σχετικά με τους άνδρες.

Η Ανάγκη για τη Λέξη «Γυναικοκτονία»

Η λέξη ανθρωποκτονία και ανθρωποκτονία εξ αμελείας είναι όμοιες στη κατασκευή τους αλλά δεν είναι νομικά συνώνυμες. Στην Αγγλία και την Ουαλία η ανθρωποκτονία αποτελείται από δυο αδικήματα: τη δολοφονία και την ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Ο φόνος πραγματοποιείται όταν ένα άτομο (ή άτομα) με πλήρη νοητική λειτουργία σκοτώνει κάποιον και είχε την είχε τη πρόθεση να σκοτώσει ή να προκαλέσει σοβαρή σωματική βλάβη. Υπάρχουν τρεις εξαιρέσεις που μπορούν να μετατρέψουν ένα φόνο από ανθρωποκτονία σε ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Αυτές είναι: όταν υπήρχε πρόθεση για φόνο ή πρόκληση σωματικής βλάβης αλλά ισχύει μια μερική υπεράσπιση· όταν δεν υπήρχε πρόθεση (για φόνο ή βαρειά σωματική βλάβη) αλλά ο κατηγορούμενος έδρασε με τρόπο που ήταν αμελής και προκάλεσε θάνατο· ή Τρίτη, όταν δεν υπήρχε πρόθεση από το πρόσωπο που κατηγορείται αλλά προέβη σε παράνομη πράξη που περιλάμβανε κίνδυνο και κατέληξε σε θάνατο. Και οι δυο λέξεις φόνος και ανθρωποκτονία εξ αμελείας θα μπορούσαν να περιγραφούν ως «έμφυλα ουδέτεροι» αλλά αυτό είναι λάθος. Και οι δυο κάνουν το φόνο των γυναικών αόρατο και κάνοντας κάτι αόρατο δεν είναι ουδέτερη πράξη αλλά εξυπηρετεί ένα σκοπό. Η λέξη γυναικοκτονία αντιμετωπίζει την προκατάληψη που κάνει τους φόνους γυναικών και κοριτσιών αόρατους και φέρνει την θανάσιμη βία εναντίον των γυναικών στο προσκήνιο. Αντίθετα με άλλες μορφές βίας και κακοποίησης που ασκείτε σε συντριπτική αναλογία από άνδρες εναντίον γυναικών – περιλαμβανόμενης της ενδοοικογενειακής βίας, της βίας από σύντροφο, σεξουαλική βία, βιασμό και εξαναγκαστικό έλεγχο – η γυναικοκτονία είναι μοναδική στο ότι αναγνωρίζει την θυματοποιήση των γυναικών. Ο νόμος στην Αγγλία και την Ουαλία δεν αναγνωρίζει την γυναικοκτονία ως ιδιαίτερο έγκλημα, ούτε υπάρχει μια επίσημα εθνικός (ΗΒ) ή διεθνώς συμφωνημένος ορισμός.

Η γυναικοκτονία είναι μια ειδική και ακραία μορφή βίας εναντίον των γυναικών, αλλά συνδέεται με όλες τις μορφές της ανδρικής βίας κατά των γυναικών σε ένα συνεχές βίας και κακοποίησης. Στην ριζοσπαστική φεμινιστική ανάλυση, η ανδρική βία κατά των γυναικών, περιλαμβανόμενης της γυναικοκτονίας, είναι και αιτία και συνέπεια της έμφυλης ανισότητας στις πατριαρχικές κοινωνίες, χρησιμεύοντας στον έλεγχο των γυναικών ως έμφυλης τάξης. Από την οπτική αυτή, η γυναικοκτονία μπορεί να θεωρηθεί εξαναγκαστικός έλεγχος στην πιο ακραία έκφραση του, όπου οι γυναίκες ελέγχονται όχι απλά ως άτομα στο πλαίσιο σχέσεων με τους άνδρες αλλά συλλογικά ως τάξη.

Δεύτερο Κύμα Φεμινισμού και Πολιτικοποίηση του Φόνου Γυναικών: Η Ανάγκη για Ένα Πολιτικοποιημένο Όρο για το Φόνο Γυναικών Αντί για Απλά Θηλυκή Ανθρωποκτονία

Ο όρος γυναικοκτονία δεν έγινε κομμάτι της φεμινιστικής ή ακαδημαϊκής γλώσσας για την ανάλυση της ανδρικής βίας κατά των γυναικών μέχρι τη δεκαετία του 1990. Πριν από αυτό, η Mary Daly είχε χρησιμοποιήσει τον όρο γυναικτονία (gynocide) το 1973 για να περιγράψει το «φόνο του θηλυκού πνεύματος». Όπως το γλωσσικό και νομικό ανάλογο του, η γενοκτονία, η Daly χρησιμοποίησε την γυναικτονία για να περιγράψει όχι μόνο τον κυριολεκτικό εσκεμμένο φόνο μιας ομάδας ή τάξης ανθρώπων (στην περίπτωση της γυναικτονίας την έμφυλη τάξη των γυναικών) αλλά επίσης την εσκεμμένη και συστηματική καταστροφή της γλώσσας, των παραδόσεων, τα ήθη, και αίσθηση ενότητας και κουλτούρας αυτών των ανθρώπων.

Η Daly ανέφερε ιστορικά και παγκόσμια παραδείγματα τα οποία περιλάμβαναν το δέσιμο ποδιών στην κίνα, το κάψιμο των χηρών, το κάψιμο των μαγισσών και την τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γενετικών οργάνων. Περιλαμβάνοντας παραδείγματα από τις επιζήμιες αμερικάνικες πολιτισμικές πρακτικές όπως «ξυλοδαρμός συζύγων», βιασμός, παιδική κακοποίηση, πορνογραφία και γυναικολογία έδειξε μια ικανότητα να βλέπει επιζήμιες πρακτικές  μέσα στη κουλτούρα που ζούσε όπως και έξω από αυτή. Αναγνώρισε πως μέσα σε μια κουλτούρα, νόρμες και πρότυπα μπορεί να επιτρέπουν στην γυναικτονία να «μεταμφιεστεί». Για την Daly, η γυναικτονία ήταν αναπόφευκτη στην πατριαρχική κοινωνία, αναγνωρίζοντας την πατριαρχία ως «την κυρίαρχη θρησκεία ολόκληρου του πλανήτη και το ουσιαστικό μήνυμα της είναι η νεκροφιλία».

Η Diana Russell αναγνωρίζεται ευρέως ως αυτή που έφερε την λέξη γυναικοκτονία στη σημερινή χρήση της, ή τουλάχιστον χρήση στο σύγχρονο φεμινισμό. Χρησιμοποίησε τη λέξη δημόσια για πρώτη φορά στο πρώτο Δικαστήριο για τα Εγκλήματα Κατά των Γυναικών, στις Βρυξέλλες το 1976. Όρισε την γυναικοκτονία, δήλωσε αργότερα, αν και δεν ντο έκανε στην διάλεξη της εκείνη τη στιγμή, ως ένα «φόνο μίσους κατά των γυναικών που πραγματοποιείται από άνδρες».

Τη χρονιά του 1992 εκδόθηκε το πρωτοπόρο και ακόμη αξεπέραστο Femicide: The Politics of Woman Killing των Radford και Russell, μια ανθολογία που επιμελήθηκαν από κοινού με κείμενα γυναικών για την θανάσιμη ανδρική βία κατά των γυναικών στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Το βιβλίο πρόσφερε το πρώτο γραπτό και ξεκάθαρα φεμινιστικό ορισμό της γυναικοκτονία ως «η μισογυνιστική δολοφονία γυναικών από άνδρες» στην εισαγωγή του από την Jill Radford. Στο εισαγωγικό της κεφάλαιο, η Radford έβαλε την γυναικοκτονία ως κάτι που συμβαίνει μέσα στο πλαίσιο της σεξουαλικής βίας, η ίδια μέσα «στο πλαίσιο της συνολικής καταπίεσης των γυναικών μέσα στην πατριαρχική κοινωνία». Η Radford επέκτεινε την χρήση της έννοιας της γυναικοκτονίας στο πατριαρχικό του πλαίσιο για να συμπεριλάβει την ριζοσπαστική φεμινιστική ανάλυση του νόμου, των μέσων και της κοινωνικής πολιτικής. Τα μέσα – όπως κάνουν ακόμη – αναγνωρίστηκε πως αγνοούν πλήρως τα μισογυνιστικά κίνητρα των ανδρών που σκοτώνουν γυναίκες, ως εκ τούτου παραβλέποντας τις έμφυλες πολιτικές της γυναικοκτονίας και συμβάλουν στην διατήρηση της πατριαρχίας και ταυτόχρονα στην ανδρική βία κατά των γυναικών. Για τις Radford και Russell, το να κατονομαστεί και να οριστεί η γυναικοκτονία ήταν κρίσιμη για να προωθήσουν την ενημέρωση και να γεννήσουν αντίσταση.

Η Ιστορία και η Πολιτική του Όρου Γυναικοκτονία

Όπως αναφέρει η Radford, «η γυναικοκτονία είναι εξίσου αρχαία με την πατριαρχία», αλλά ιστορικές ενδείξεις, και λεπτομερείς πληροφορίες για την συχνότητα της, είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να βρεθούν. Η ιστορία σπάνια στρέφει την προσοχή στις εμπειρίες των γυναικών, κάνοντας τις γενικεύσεις δύσκολο να σταθούν επειδή στερούνται αναφορών. Δεν μπορούμε ούτε να αποδείξουμε ούτε να καταρρίψουμε πως οι άνδρες σκότωναν γυναίκες και πως η γυναικοκτονία υπήρχε πριν υπάρξει ένας όρος για αυτή. Ωστόσο, γνωρίζουμε και μπορούμε να αποδείξουμε πως η γυναικοκτονία αυτή τη στιγμή υπάρχει σε όλο το κόσμο ανεξάρτητα από το αν ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως ή όχι και ανεξάρτητα από το πως ορίζεται.

Πρώιμα γνωστά και αναγνωρισμένα παραδείγματα γυναικοκτονίας στην Ευρώπη περιλαμβάνουν λεσβοκτονία (ιδιαίτερα το φόνο γυναικών που ήταν γνωστές ή ύποπτες ως λεσβίες στην αρχαία ρώμη) και το αποκαλούμενο κυνήγι «μαγισσών» τον 16ο – και 17ο – αιώνα στην Αγγλία. Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του όρου γυναικοκτονία είναι στο «A Satirical View of London» του J. Corry το 1801: «Αυτό το είδος εγκληματικότητας μπορεί να ονομαστεί γυναικοκτονία· γιατί το τέρας που προδίδει μια αφελή παρθένα και τη παραδίδει στην κακοφημία, στη πραγματικότητα είναι ο πιο ανελέητος δολοφόνος». Ο όρος εμφανίζεται ξανά το 1848 στο Νομικό Λεξικό του Wharton, δείχνοντας κάποια επίγνωση πως ο έμφυλα προσανατολισμένος φόνος ήταν αναγνωρισμένος σε νομικό πλαίσιο, αν και όχι ξεχωριστό έγκλημα. Ωστόσο, η πρώιμη απουσία μιας λέξης αναφερόμενη στην έμφυλη δολοφονία των γυναικών, ή έλλειψη γραπτών αναφορών σε αυτή, δεν σημαίνει πως οι έμφυλοι φόνοι των γυναικών δεν αναγνωρίζονταν. Η φονική βία συντρόφου, συνήθως η πιο ευρέως αναγνωριζόμενη και διαπραγμένη μορφή σύγχρονης  γυναικοκτονίας, δεν ήταν πρόσφατο φαινόμενο, και παρά μια απουσία καταγραφών αναμφίβολα υπήρχε πολύ πριν γράψει σχετικά ο Frances Power-Cobbe το 1878 που , σε ένα άρθρο γραμμένο ως μέρος της καμπάνιας για το Νόμο Οικογενειακού Δικαίου, περιλάμβανε τα παρακάτω παραδείγματα τα οποία θα μπορούσαν εύκολα να είχαν γραφεί σήμερα:

«Edward Deacon, τσαγκάρης, δολοφόνησε τη γυναίκα του κόβοντας το κεφάλι της με μπαλτά

John Thomas Green, ζωγράφος, πυροβόλησε τη γυναίκα του με πιστόλι

John Eblethrif, εργάτης, δολοφόνησε την γυναίκα του με μαχαίρι

Charles O’Donnell, εργάτης, δολοφόνησε τη γυναίκα του χτυπώντας την μέχρι θανάτου

Henry Webster, εργάτης, δολοφόνησε τη γυναίκα του κόβοντάς το λαιμό της»

Γυναικοκτονία και Μέσα

Τα μέσα συνεχίζουν να διαμορφώνουν τις αντιδράσεις στην γυναικοκτονία και τα ίδια διαμορφώνονται από τις κοινωνικές αξίες και νόρμες. Σύμφωνα με τα δεδομένα που συλλέχθηκαν μέσα από το Μετρώντας Νεκρές Γυναίκες, στην τετράχρονη περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου 2012 και Δεκεμβρίου 2015, τουλάχιστον 550 γυναίκες από το ΗΒ και γυναίκες στο ΗΒ σκοτώθηκαν από άνδρες, κατά μέσο όρο μια γυναίκα νεκρή στα χέρια άνδρα κάθε 2,65 μέρες. Αυτοί οι φόνοι σπάνια αποτελούν σημαντικές ειδήσεις και η λέξη γυναικοκτονία είναι ορατά απούσα όπως είδαμε στην αρχή του κειμένου. Η κανονικότητα της φονικής ανδρικής βίας κατά των γυναικών, η οποία μπορεί και έπρεπε να είναι ένας λόγος  για έκτακτη προσοχή και ανάλυση, μοιάζει να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, αντίθετα την κάνει κοινότοπη και αποδεκτή.

Περιστασιακά, κάποιοι φόνοι γυναικών λαμβάνουν σημαντική προσοχή από τα μέσα. Η Alice Gross ήταν ένα 14χρονοι κορίτσι που εξαφανίστηκε στις 14 Αυγούστου 2014. Το σώμα της βρέθηκε έξι εβδομάδες αργότερα, στις 30 Σεπτεμβρίου. Μεταξύ της εξαφάνισης της Alice και την ανακάλυψη του σώματός της, τουλάχιστον ακόμη 14 γυναίκες στο ΗΒ είχαν σκοτωθεί από άνδρες, ανάμεσα τους στις 4 Σεπτεμβρίου η 82χρονη Palmira Silva, που αποκεφαλίστηκε στο κήπο της στο Λονδίνο· και στις 15 Σεπτεμβρίου η 23χρονη Hannah Witheridge (μαζί με τον David Miller, 24), που δολοφονήθηκαν ενώ ήταν σε διακοπές στη Ταϊλάνδη. Όπως και ο φόνος της Alice Gross, οι φόνοι της Palmira Silva και της Hannah Witheridge προκάλεσαν σημαντική προσοχή των μέσων, περιλαμβανόμενων πρωτοσέλιδης κάλυψης, ενώ οι φόνοι 11 άλλων γυναικών έλαβαν συγκριτικά ελάχιστη.

Η Palmira Silva ήταν η Τρίτη γυναικά που αποκεφαλίστηκε στο Λονδίνο σε λιγότερο από έξι μήνες. Στις 3 Ιουνίου 2014, η Tahira Ahmed, 38, αποκεφαλίστηκε από τον σύζυγο της, Naveed Ahmed. Τον Απρίλιο, η Judith Nibbs, 60, είχε αποκεφαλιστεί από τον εν διαστάσει σύζυγό της Demsey Nibbs. Οι αποκεφαλισμοί των άλλων γυναικών δε προκάλεσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον· ωστόσο, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο, μια σειρά από άνδρες , μεταξύ τους δυο Αμερικάνοι δημοσιογράφοι και ένας Βρετανός εργαζόμενος σε φιλανθρωπική, είχαν αποκεφαλιστεί από μέλη του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και Μέσης Ανατολής. Οι αποκεφαλισμοί των γυναικών στο ΗΒ από άνδρες δεν ήταν σημαντικές ειδήσεις· αλλά τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 2014, λόγω του ενδιαφέροντος που προκλήθηκε από τη τρομοκρατία, οι αποκεφαλισμοί ήταν ιδιαίτερα επίκαιρα θέματα ειδήσεων. Η αστυνομία έκανε αυτή τη σύνδεση ξεκάθαρη δηλώντας πως δεν υπήρχε λόγος να υποψιάζεται τρομοκρατικό κίνητρο, όπως είχαν κάνει τα μέσα δημιουργώντας δεσμούς μεταξύ του Nicholas Salvador, του δολοφόνου της Palmira Silva, και του Ισλάμ.

Οι κρίσιμοι παράγοντες που συμβάλλουν σε κάποιους φόνους να γίνουν άξιοι αναφοράς στις ειδήσεις είναι τα «τέλεια» θύματα (νεαρές, λευκές, μεσοαστές γυναίκες, ιδιαίτερα αν μπορούσαν να θεωρηθούν ελκυστικές καθώς εξυπηρετούν και ένα οπτικό ρόλο στην εφημερίδα), στατιστική απόκλιση, δολοφόνοι που παραμένουν ασύλληπτοι, το σκανδαλοθηρικό, οι κατά συρροή δολοφόνοι, και απρόβλεπτοι/χρονικοί παράγοντες. Οι δολοφονίες που περιλαμβάνουν «οικογενειακό στοιχείο», τη πιο συχνή μορφή θανάσιμης ανδρικής βίας εναντίον των γυναικών, σπάνια είναι άξιες αναφοράς στις ειδήσεις εκτός και αν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο ενδιαφέροντος.

Η Alice Gross, 14, και η Hannah Witheridge, 23, ήταν οι δυο νεαρότερες από τις 14 γυναίκες που δολοφονήθηκαν στις εξίμιση εβδομάδες μεταξύ της εξαφάνισης της Alice και του εντοπισμού του σώματός της. Η Palmira Silva ήταν η μεγαλύτερη. Η Alice και η Hannah δεν ήταν μόνο νέες, ήταν και οι δυο λευκές και μπορούσαν να θεωρηθούν όμορφες, και οι δυο δολοφονήθηκαν από αγνώστους και άνδρες που προέρχονταν εκτός ΗΒ. Η Alice Gross σκοτώθηκε από τον Arnis Zalkans, Λιθουανό μετανάστη που προηγουμένως είχε σκοτώσει τη γυναίκα του· δυο Βιρμανοί άνδρες που ζούσαν στη Ταϊλάνδη καταδικάστηκαν για τους φόνους της Hannah Witheridge και του David Miller, αν και είναι στη διαδικασία έφεσης των πινών τους. επτά από τις υπόλοιπες γυναίκες δολοφονήθηκαν από συζύγους, φίλους, συντρόφους ή πρώην.

Οι 14 γυναίκες που σκοτώθηκαν μεταξύ 14 Αυγούστου και 28 Σεπτεμβρίου του 2014 δείχνουν την ιεραρχία των θυμάτων της ανδρικής θανάσιμης βίας. Η Alice Gross και η Hannah Witheridge ήταν «τέλεια» θύματα, οι φόνοι τους είναι στη στατιστική μειοψηφία του φόνου γυναίκας από άνδρα που δεν αφορούν ερωτικό σύντροφο ή ενδοοικογενειακή βία, για κάποιες μέρες οι δολοφόνοι τους ήταν ελεύθεροι· η σεξουαλική βία και το εξωτικό ταξίδι πρόσφεραν αισθησιασμό, η μετανάστευση ένα στοιχείο χρονικότητας και την ευκαιρία να εννοηθεί μια «αλλότητα» στους δολοφόνους τους που ενοχοποιούσε διαφορετικές κουλτούρες. Την ίδια περίοδο, δολοφονημένη από ένα γείτονα, όχι σύντροφο, ο θάνατος της Palmira Silva συνέβη όταν αποκεφαλισμοί στο όνομα της τρομοκρατίας ήταν σε μεγάλη ορατότητα. Οι φόνοι γυναικών από συντρόφους ή πρώην συντρόφους απλά δεν θεωρούνταν άξιοι αναφοράς στις ειδήσεις.

Αποπολιτικοποίηση Μέσα Από το Πολιτικό Πλαίσιο: Η Γυναικοκτονία στην Ευρωπαϊκή Πολιτική και τα Ηνωμένα Έθνη

Η έννοια της γυναικοκτονίας άρχισε να λαμβάνει διεθνή κρατική προσοχή και τα προβλήματα μια συμφωνημένου ορισμού αναγνωρίζονται. Το 2012 η Rashida Manjoo (Ειδική Εισηγήτρια για τη Βία Εναντίον των Γυναικών στον ΟΗΕ) ανέφερε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο πρώτο έγγραφο του ΟΗΕ που εστίαζε πάνω στο ζήτημα, και τόνιζε πως:

«τα διαφορετικά πλαίσια, ορισμοί και ταξινομήσεις που χρησιμοποιούνται στην εννοιολογικοποίηση της γυναικοκτονίας που ίσως να μην είναι συγκρίσιμα μεταξύ κοινοτήτων ή περιοχών, η αδυναμία σε πληροφοριακά συστήματα και ελλιπή δεδομένα είναι μεγάλα εμπόδια στην διερεύνηση των γυναικοκτονιών, αναπτύσσοντας στρατηγικές πρόληψης και προωθώντας βελτιωμένες πολιτικές»

Η Manjoo επίσης αναγνώρισε την σπουδαιότητα του ευρύτερου κοινωνικού πλαισίου της ανδρικής βίας κατά των γυναικών, από την οποία «οι σχετικοί με το φύλο φόνοι είναι η ακραία έκφραση των υπαρχόντων μορφών βίας εναντίον των γυναικών», δηλώνοντας πως η εξαφάνιση όλων των μορφών βίας κατά των γυναικών απαιτεί «η συστηματική διάκριση, καταπίεση και περιθωριοποίηση των γυναικών πρέπει να στρέφεται σε πολιτικό, λειτουργικό, νομικό και διοικητικό επίπεδο». Αυτό θυμίζει την αναφορά της Jill Radford, στην εισαγωγή του Femicide, της γυναικοκτονίας ως κάτι που συμβαίνει μέσα στο «πλαίσιο της ευρύτερης καταπίεσης των γυναικών σε μια πατριαρχική κοινωνία».

Η Manjoo παρουσίασε την έκθεση της και μίλησε στο Συμπόσιο της Βιέννης για τις Γενοκτονίες στα γραφεία του ΟΗΕ στη Βιέννη, το Νοέμβριο του 2012. Το συμπόσιο γέννησε την Διακήρυξη της Βιέννης για τις Γενοκτονίες, η οποία περιλάμβανε τον ακόλουθο ορισμό:

«Η γενοκτονία είναι ο φόνος γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους, που μπορεί να πάρει την μορφή, μεταξύ άλλων:

  • Το φόνο γυναικών ως αποτέλεσμα βίας από σύντροφο
  • Το βασανισμό και την μισογυνιστική σφαγή γυναικών
  • Το φόνο γυναικών και κοριτσιών στο όνομα της ‘τιμής’
  • Το στοχευμένο φόνο γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο ένοπλης σύρραξης
  • Το φόνο γυναικών σχετιζόμενο με προίκα
  • Το φόνο γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του σεξουαλικού τους προσανατολισμού και της ταυτότητα φύλου τους
  • Το φόνο Αβορίγινων και αυτόχθονων γυναικών εξαιτίας του φύλου τους
  • Την βρεφοκτονία κοριτσιών και την έμφυλη επιλεκτική έκτρωση
  • Την γυναικοκτονία σχετιζόμενη με ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων
  • Κατηγορίες μαγείας, και
  • Άλλες γυναικοκτονίες που συνδέονται με συμμορίες, οργανωμένο έγκλημα, εμπόρους ναρκωτικών, τραφικινγκ, και την διάδοση των μικρών όπλων

Με μια πρώτη ανάγνωση, ο ορισμός του συμποσίου της Βιέννης μπορεί να μοιάζει αναλυτικός, αλλά με την εξαίρεση της αναφοράς στο οργανωμένο έγκλημα και το τράφικινγκ, παραλείπει να συμπεριλάβει των γυναικών που σκοτώνονται μέσα από την εμπλοκή στην εμπορική σεξουαλική εκμετάλλευση. Η παράλειψη του φόνου των γυναικών στη σεξεργασία, εκτός από την αναφορά στο τράφικινγκ, δείχνει την κανονικοποίηση και αποδοχή της εμπορευματοποίησης των γυναικών. Ο ορισμός περιλαμβανομένων των παραδειγμάτων είναι 123 λέξει και οι λέξεις «άνδρας», «άνδρες» ή «ανδρικός» δεν εμφανίζονται ούτε μια φορά. Η πλήρης διακήρυξη είναι πάνω από 800 λέξεις. Αναφέρει άνδρες και αγόρια μόνο μια φορά, σε σχέση με την «ευαισθητοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων» ως προληπτικό μέσο. Το επιχείρημα πως η γυναικοκτονία  μπορεί επίσης να περιλαμβάνει το φόνο γυναικών από γυναίκες λόγω της επιρροής πατριαρχικών αξιών είναι σωστό (αν και δεν περιλαμβάνεται στη διακήρυξη) αλλά όχι στον αποκλεισμό της αναγνώρισης των ανδρών ως τη πλειονότητα των δραστών γυναικοκτονιών. Η τεράστια πλειονότητα των γυναικών που σκοτώνονται, σκοτώνονται από άνδρες. Η μη αναγνώριση των ανδρών ως παραγόντων υπονομεύει σοβαρά κάθε προληπτική πρόθεση των πολιτικών πρωτοβουλιών.

Ο φεμινιστικός ακτιβισμός και ακαδημία έχει φέρει την ανδρική βία κατά των γυναικών στο προσκήνιο και στην νομοθετική ατζέντα. Το ταξίδι της λέξης γυναικοκτονία από την πρώιμη χρήση από τις Radford και Russell ως την υιοθέτηση της από τον ΟΗΕ στο Συμπόσιο της Βιέννης είναι ένα παράδειγμα του πως η καθιέρωση μπορεί να είναι σε βάρος ή προς αραίωση της φεμινιστικής ανάλυσης. Είναι απόλυτα σημαντικό πως κάθε ορισμός ή εννοιολογικοποίηση της γυναικοκτονίας να περιλαμβάνει τους άνδρες ως βασικό παράγοντα και/η ωφελούμενο, με πιο λεπτομερείς εκδοχές να κατορθώνουν να συμπεριλάβουν τις γυναίκες ως δρώσες υπό την επιρροή των πατριαρχικών αξιών. Όπως γράφει η Mary Daly στο βιβλίο της Quintessence: «Η αναγνώριση του παράγοντα απαιτείται για μια επαρκή ανάλυση των θηριωδιών». Η διάβρωση των φεμινιστικών θεωριών και αρχών από τον ορισμό της γυναικοκτονίας θυμίζει την προαναφερθείσα χρήση της λέξης γυναικτονία από την Daly, ως την  εσκεμμένη και συστηματική καταστροφή της γλώσσας ενός λαού (φεμινισμού), των παραδόσεων, του ηθικού, της αίσθησης ενότητας και κουλτούρας, ή σε αυτή τη περίπτωση της γνώσης τους, και συγκεκριμένα την αναγνώριση της και την αντίσταση προς την ανδρική βία.

Ενδοοικογενειακή Ανθρωποκτονία και Ανθρωποκτονία από Σύντροφο

Η εθνική στατιστική υπηρεσία (ONS) ορίζει την ενδοοικογενειακή ανθρωποκτονία πως περιλαμβάνει τα παρακάτω: σύζυγο, σύντροφο που συγκατοικεί, φίλο/φίλη, πρώην σύζυγο/σύντροφο που συγκατοικεί, πρώην φίλο/φίλη, εξώγαμη σχέση, σύζυγο συντρόφου και συναισθηματικού αντιπάλου όπως και γιο/κόρη, γονιό (περιλαμβανόμενων θετού και σχέσεις υιοθεσίας), που είναι ευρύτερη από το γενικά κατανοητό του συντρόφου και πρώην συντρόφου ώστε να ευθυγραμμίζεται περισσότερο με τον ορισμό της κυβέρνησης. Ωστόσο, τα δεδομένα για μέλη της οικογένειας (γονείς, κόρες, γιούς, αδέρφια και άλλα μέλη οικογενείας) είναι χωριστά στην στατιστική ανάλυση, αν και οι ανθρωποκτονίες που διαπράττονται από σύζυγο συντρόφου ή συναισθηματικό αντίπαλο διατηρούνται στην κατηγορία συντρόφου/πρώην συντρόφου.

Δεκαεννιά άνδρες και 81 γυναίκες (6% των ανδρών θυμάτων και 44% των γυναικών θυμάτων) σκοτώθηκαν σε συνθήκες περιεγραμμένες ως δολοφονίες από σύντροφο/πρώην σύντροφο (δηλαδή πως είχαν σκοτωθεί από σύζυγο, σύντροφο που συγκατοικεί, φίλο/φίλη, πρώην σύζυγο/σύντροφο που συγκατοικεί, πρώην φίλο/φίλη, εξώγαμη σχέση, σύζυγο συντρόφου ή συναισθηματικό αντίπαλο). Αυτό περιεγράφηκε ως κάτι σύμφωνο με τα προηγούμενα χρόνια. Για την προηγούμενη χρονιά 7% όλων των ανδρών θυμάτων και το 47% όλων των γυναικών θυμάτων σκοτώθηκαν σε «ανθρωποκτονίες από συντρόφους/πρώην συντρόφους»

Γενικά, εφτά άνθρωποι σκοτώθηκαν από σύζυγο συντρόφου ή συναισθηματικό αντίπαλο, όλοι τους ήταν άνδρες που σκοτώθηκαν από άνδρες, αφήνοντας 81 γυναίκες και 12 άνδρες να έχουν σκοτωθεί απευθείας από σύντροφο ή πρώην σύντροφο. Ογδόντα γυναίκες σκοτώθηκαν από άνδρες και μια από γυναίκα. Από τους 12 άνδρες θύματα, οχτώ σκοτώθηκαν από γυναίκα και τέσσερις από άνδρα. Με άλλα λόγια το 99% των γυναικών που σκοτώθηκαν σε ενδοοικογενειακή ανθρωποκτονία σκοτώθηκαν από άνδρες και 42% των ανδρών που σκοτώθηκαν σε «ανθρωποκτονίες από σύντροφο/πρώην σύντροφο» σκοτώθηκαν από γυναίκες. Οι γυναίκες αποτελούσαν το 81% των θυμάτων συντρόφων/πρώην συντρόφων, το 91% των δραστών ήταν άνδρες.

Για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της ετήσιας διακύμανσης σε σχετικά μικρούς πληθυσμούς, η έκθεση κοιτά επίσης στα παραπάνω δεδομένα αθροισμένα για τρία χρόνια που περιλαμβάνουν το υπό εξέταση έτος και τα δυο χρόνια πριν. Τα μοτίβα που περιγράφονται παραπάνω διατηρούνται:

  • Περισσότερες γυναίκες από ότι άνδρες σκοτώνονται στο πλαίσιο «ενδοοικογενειακής ανθρωποκτονίας», 315 γυναίκες σε τρία χρόνια σε σχέση με 117 άνδρες. Οι γυναίκες ήταν το 73% των θυμάτων της ενδοοικογενειακής φονικής βίας
  • Οι γυναίκες που σκοτώθηκαν στο πλαίσιο της «ενδοοικογενειακής ανθρωποκτονίας» είναι περισσότερο πιθανό να σκοτωθούν από μέλη του αντίθετου φίλου. Από τις 315 γυναίκες θύματα των «ενδοοικογενειακών ανθρωποκτονιών», οι 304 (97%) σκοτώθηκαν από άνδρες. Από τους 117 άνδρες θύματα της «ενδοοικογενειακής ανθρωποκτονίας» οι 37 (32%) σκοτώθηκαν από γυναίκες.
  • Περισσότερες γυναίκες από άνδρες σκοτώνονται από σύντροφο/πρώην σύντροφο, 243 σε τρία χρόνια σε σύγκριση με 60 άνδρες. Οι γυναίκες ήταν το 80% όλων των θυμάτων της ανθρωποκτονίας από σύντροφο (243/303), οι άνδρες ήταν το 20% του συνόλου των θυμάτων φόνου από σύντροφο (60/303)
  • Οι άνδρες που σκοτώνονται από νυν ή πρώην συντρόφους είναι περισσότερο από τις γυναίκες πιθανό να σκοτωθούν από κάποιον του ίδιου φύλου. Από τα 60 άνδρες θύματα ανθρωποκτονίας από σύντροφο, τα 27 (45%) σκοτώθηκαν από άνδρες, 33 (55%) σκοτώθηκαν από γυναίκες. Από τα 243 γυναίκες θύματα των ανθρωποκτονιών από σύντροφο, 2 (1%) σκοτώθηκαν από γυναίκα και 241 (99%) από άνδρες.

Γιατί Χρειαζόμαστε την Ευρύτερη Προσέγγιση της Γυναικοκτονίας Αντί για Ενδοοικογενειακή ή Από Σύντροφο Ανθρωποκτονία

Η εστίαση στην ενδοοικογενειακή ή στην από σύντροφο ανθρωποκτονία κρύβει την πλήρη έκταση της φονικής ανδρικής βίας εναντίον γυναικών. Είναι ξεκάθαρο πως η πλειονότητα των θυμάτων της ενδοοικογενειακής ή από σύντροφο ανθρωποκτονία και οι άνδρες είναι η πλειονότητα των θυτών, αλλά η δυσανάλογη θυματοποίηση των γυναικών παραμένει μεγαλύτερη από την συμμετοχή τους έξω από την οικογενειακή σφαίρα. Η εστίαση στην ενδοοικογενειακή ανθρωποκτονία ή στην ανθρωποκτονία από σύντροφο επίσης δημιουργεί μια ψευδή ισοδυναμία μεταξύ των φύλων εξαιτίας των ιστορικών κακοποίησης πριν από την ανθρωποκτονία στις ετεροφυλικές σχέσεις. Όταν άνδρες σκοτώνουν συντρόφους ή πρώην συντρόφους αυτό συνήθως έρχεται μετά από μήνες ή χρόνια κακοποίησης της, όταν οι γυναίκες σκοτώνουν άνδρες συντρόφους ή πρώην συντρόφους, αυτό συνήθως μετά από μήνες ή χρόνια από την κακοποίηση τους από τον άνδρα που σκότωσαν. Τέλος, κοιτώντας σε γυναίκες που σκοτώθηκαν από άνδρα σύντροφο έξω από το πλαίσιο της γυναικοκτονίας κρύβει την επίπτωση και πλαίσιο της δομικής έμφυλης ανισότητας.

Η Kelly εφάρμοσε την έννοια ενός «πρόσφορου πλαισίου» στην ανδρική βία κατά των γυναικών, ρωτώντας τι δημιουργεί και ενώνει χώρους στους οποίους οι άνδρες έχουν δικαίωμα να κακοποιούν γυναίκες και κορίτσια, από την οικογένεια όπου «η σύγκλιση των στρωμάτων δύναμης και εξουσίας» αποδίδεται στους άνδρες δημιουργώντας «προσδοκία ελέγχου πάνω στις γυναίκες και στα παιδιά» σε θεσμοθετημένες σχέσεις εξουσίας σε εκπαιδευτικούς, θρησκευτικούς και εργασιακούς θεσμούς όπου «η θέση των ανδρών και αυθεντία μπορεί να χρησιμοποιηθεί… από κακοποιητικούς άνδρες για να εκφοβίσουν και να φιμώσουν». Η έννοια έχει ευρύτερη εφαρμογή, στο πλαίσιο της πατριαρχικής κοινωνίας όπου οι φόνοι γυναικών από άνδρες που δεν είναι τωρινοί ή πρώην σύντροφοι, έχουν περισσότερα κοινά με εκείνους γυναικών που σκοτώθηκαν από νυν ή πρώην συντρόφους από ότι οι φόνοι ανδρών από γυναίκες συντρόφους· και όπου η έμφυλη ανισότητα διατηρείται και ενισχύεται από την αντικειμενοποίηση των γυναικών, την πορνογραφία, πορνεία, παράγοντες που επηρεάζουν τη μέθοδο της ανδρικής βίας κατά των γυναικών. Ο υπολογισμός του πρόσφορου πλαισίου που η πατριαρχική κοινωνία προσφέρει για την ανδρική βία κατά των γυναικών τονίζει το βαθμό αλλαγής που απαιτείται αν είναι να τερματίσουμε ή να ελαττώσουμε την ανδρική βία εναντίον των γυναικών. Η αίσθηση του ανδρικού προνομίου είναι θανάσιμη φλέβα που διατρέχει την ανδρική βία κατά των γυναικών. Αν κοιτάξουμε στο πατριαρχικό ευνοϊκό πλαίσιο για την ανδρική βία κατά των γυναικών, γίνεται ξεκάθαρο πως οι παρεμβάσεις περιορισμένες σε θεσμικές υπηρεσίες, από την αστυνομία, τις νομικές και τις υπηρεσίες βασικής ιατρικής φροντίδας και κοινωνικής πρόνοιας, δεν θα τελειώσει η βία των ανδρών κατά των γυναικών εκτός αν το άνισο και το σεξιστικό ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εμφανίζεται η βία αλλάξει ουσιαστικά.

Οι R. Emerson Dobash και Russell P. Dobash ηγήθηκαν μιας από τις μεγαλύτερης έρευνες στο ΗΒ γύρω από τους άνδρες που άσκησαν θανάσιμη βία εναντίον γυναικών, αναλύοντας δεδομένα από το 1980 ως το 2000. Συγκρίναν άνδρες που δολοφονούν άνδρες με άνδρες που δολοφονούν γυναίκες, και διαπίστωσαν πως οι άνδρες που δολοφονούν άνδρες έτειναν να «ειδικεύονται» (έχουν ιστορικό) βίας εναντίον ανδρών, ενώ οι άνδρες που σκοτώνουν γυναίκες έμοιαζαν να «ειδικεύονται» στη βία κατά των γυναικών, με τις γυναίκες δολοφόνους να προέρχονται από ζωές που θα μπορούσαν πιο τυπικές/συνηθισμένες από των ανδρών που δολοφονούν άνδρες. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα και αναγνωρίζοντας τρία βασικά σύνολα περιστάσεων στα οποία άνδρες δολοφονούν γυναίκες: φόνος νυν ή πρώην συντρόφων, σεξουαλικά υποκινούμενοι φόνοι και φόνοι μεγαλύτερων γυναικών, αναζήτησαν και εντόπισαν μια σειρά από διαφορές στο ίδιο το γεγονός του φόνου, των συνθηκών στην ενήλικη ζωή των ανδρών, τις πρώιμες ζωές/παιδική ηλικία τους και την εμπειρία τους στη φυλακή. Οι Dobash και Dobash σπάνια χρησιμοποιούν τον όρο γυναικοκτονία και, στις μεγαλύτερες γυναίκες, το έργο τους αποκαλύπτει μια ομάδα γυναικών που συχνά αγνοείται στα παραδείγματα γυναικοκτονίας. Ωστόσο, κοιτώντας σε σεξουαλικού κινήτρου δολοφονίες και δολοφονίες μεγαλύτερων γυναικών από άνδρες και μη περιορίζοντας την ανάλυση τους σε ερωτικούς συντρόφους ή μέλη οικογένειας, κάνουν σημαντική συνεισφορά στην κατανόηση της φονικής ανδρικής βίας εναντίον των γυναικών ως κοινωνικό πρόβλημα που πάει πέρα από την βία από σύντροφο.

Άνδρες με μακρά ιστορία βίας εναντίον των γυναικών που διέπραξαν δολοφονίες γυναικών με σεξουαλικό κίνητρο με τις οποίες δεν είχαν ποτέ ερωτική σχέση εμφανίζονται συνεχώς στο Counting Dead Women και στο Femicide Census· και, όπως, αναγνωρίζουν οι Dobash και Dobash, εκείνοι που διαπράττουν δολοφονίες με σεξουαλικό κίνητρο έχουν ιστορικά που εμφανίζουν μισογυνισμό και βία κατά των γυναικών. Αυτό στηρίζει τη θέση για μια συμπεριληπτική ανάλυση της φονικής ανδρικής βίας εναντίον των γυναικών ανεξάρτητα από τη σχέση, παρά από μια εννοιολογικοποίηση της δολοφονίας από σύντροφο που ξεπερνά έμφυλες διαφορές. Η 37χρονη κτηνίατρος Catherine Gowing δολοφονήθηκε από τον Clive Sharpe, 46, τον Οκτώβριο 2012. Ο Sharpeείχε μεγάλο εγκληματικό ιστορικό σεξουαλικής παρενόχλησης και βίας κατά των γυναικών. Σε ηλικία 16 ετών, είχε κριθεί ένοχος για αποστολή και πραγματοποίηση άσεμνων επιστολών και τηλεφωνημάτων, ένα χρόνο αργότερα καταδικάστηκε για βιασμό. Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1984, καταδικάστηκε για σεξουαλική επίθεση και για προσπάθεια στραγγαλισμού μιας γυναίκας. Το 1996, ο Sharpe βρέθηκε ένοχος για παράνομη φυλάκιση και αθέμιτο τραυματισμό μιας γυναίκας την οποία είχε πληρώσει για σεξουαλική επαφή, για τα οποία εξέτισε οχτώ χρόνια στη φυλακή. Τον Οκτώβριο του 2012, άφησε μια γυναίκα που έβγαινε δεμένη στο κρεβάτι επειδή δεν προχωρούσε στις σεξουαλικές πράξεις που ήθελε εκείνος και μπήκε στο σπίτι της Catherine Gowing, όπου την έδεσε στο κρεβάτι και την βίασε επανειλημμένως. Ακρωτηρίασε το σώμα της και πέταξε τα λείψανά της σε διάφορες περιοχές στην επαρχία του Τσέσαϊρ και στη βόρεια Ουαλία. Το Νοέμβριο του 2012, ο φύλακας Clive Carter δολοφόνησε την Khanokporn Satjawat στις γυναικείες τουαλέτες σε ένα συνέδριο. Δολοφονήθηκε με χτύπημα από αμβλύ αντικείμενο αφού την χτύπησε με ένα πυροσβεστήρα, σπάζοντας το λαιμό της και κάθε οστό στο αριστερό μέρος του προσώπου της. οχτώ μέρες νωρίτερα είχε «τρομάξει» μια νεαρή γυναίκα σε ένα ξενοδοχείο που δούλευε, όταν εμφανίστηκε στο δωμάτιο της με ένα πυροσβεστήρα. Στη δίκη του το δικαστήριο άκουσε πως είχε «θέματα διαχείρισης θυμού» και είχε εγκαταλείψει ειδικό συμβουλευτικό πρόγραμμα αφού «ένοιωσε οργή» σε αντίδραση προς το σύμβουλο· περιεγράφηκε ως «εξαιρετικά οξύθυμος με τις γυναίκες» και ιστορικό βίας εναντίον της γυναίκας του. Ο Glen Nelson, 30, αποπειράθηκε να βιάσει και να δολοφονήσει την Krishnamaya Mabo, 39, τον Ιούνιο του 2012. Είχε προσεγγίσει μια άλλη γυναίκα νωρίτερα την ίδια μέρα και ήδη είχε δυο προηγούμενες καταδίκες για απόπειρα βιασμού. Το Μάιο του 2013, ο Jamie Reynolds, 22, κρέμασε την 17χρονη Georgia Williams, παίρνοντας «πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά» φωτογραφίες. Βρέθηκε να κατέχει 16800 φωτογραφίες και 72 βίντεο ακραίας πορνογραφίας, περιεγράφηκε ως κάποιος που είχε εμμονή με το «torture porn» (ΣτΜ: εικονογραφία ακραίων βασανιστηρίων) και είχε προσπαθήσει να στραγγαλίσει μια ακόμη νεαρή γυναίκα πέντε χρόνια νωρίτερα. Αυτά είναι μόλις τέσσερα μεταξύ πολλών παραδειγμάτων ανδρών με εκτεταμένα ιστορικά βίας κατά γυναικών που διέπραξαν φόνους γυναικών με σεξουαλικά κίνητρα με τις οποίες δεν είχαν ποτέ ερωτική σχέση. Οι δράσεις τους πλαισιώνονται από την πατριαρχική κοινωνία και την σεξουαλική αντικειμενοποίηση των γυναικών· και, όπως οι φόνοι από άνδρες ερωτικών συντρόφων, ξεχειλίζουν από ανδρική αίσθηση προνομίου.

Παρόμοια, και το Counting Dead Women και το Femicide Census εντοπίζουν πολλά παραδείγματα μεγαλύτερων γυναικών που είχαν σκοτωθεί, και που κατατάσσονται σε τέσσερις βασικές κατηγορίες: γυναίκες που δολοφονήθηκαν από ηλικιωμένους συντρόφους, γυναίκες που δολοφονήθηκαν από τους γιους τους, φόνους με σεξουαλικό κίνητρο και φόνοι γυναικών στο πλαίσιο ληστειών, όπου συχνά οι δολοφόνοι έχουν επιλέξει να στοχεύσουν γυναίκες ή όπου η ακραία βαρβαρότητα που χρησιμοποιήθηκε στο φόνο πάει πολύ πέρα από αυτή που είναι αναγκαία να σκοτώσουν και δείχνει βίαιο μίσος και βαναυσότητα.

Συμπέρασμα

Οι Corradi και Stockl κοίταξαν την σχέση μεταξύ γυναικοκτονίας, φεμινιστικού ακτιβισμού και κυβερνητικής πολιτικής στις ευρωπαϊκές χώρες από τη δεκαετία του 1970. Εντόπισαν μια σχέση μεταξύ της συλλογής δεδομένων και πολιτικής δραστηριότητας και φεμινιστικού ακτιβισμού και είπαν πως το γυναικείο κίνημα ήταν καίριο καταλύτης πολιτικής αλλαγής και είναι περισσότερο αποτελεσματικό και είναι πιο αποτελεσματικό όταν είναι ανεξάρτητο από την κυβέρνηση. Ωστόσο, βρήκαν επίσης πως δεν υπάρχει εμφανής σύνδεσμος μεταξύ ποσοστών βίας από σύντροφο και κυβερνητικών πολιτικών για την αντιμετώπιση της βίας από ερωτικό σύντροφο. Τα ευρήματα τους υποστηρίζουν την απαίτηση για δομικές απαντήσεις στην έμφυλη ανισότητα και στη βία ανδρών εναντίον των γυναικών, δείχνοντας πως οι σημερινές πολιτικές πρωτοβουλίες είτε δεν πάνε αρκετά μακριά ή είναι υπερβολικά εστιασμένες αποκλειστικά στο ποινικό δίκαιο και/ή στους ατομικούς συμπεριφορικούς παράγοντες.

Σε όλο το κόσμο, η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών που δολοφονούνται, δολοφονούνται από άνδρες. Αν και είναι επίσης αλήθεια πως η τεράστια πλειοψηφία των δολοφόνων ανδρών είναι επίσης άνδρες, αυτό δεν μπορεί να στηρίξει την αμέλεια να ονομαστούν οι άνδρες ως δολοφόνοι των γυναικών. Σε όλο το κόσμο οι κυβερνήσεις δεν κάνουν ότι είναι δυνατό για να μειώσουν την ανδρική βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών και να προστατεύσουν προληπτικά το δικαίωμα των γυναικών και των κοριτσιών στη ζωή. Για να γίνει αυτό απαιτεί την αντιμετώπιση του ριζικού αιτίου αυτής της βίας: την έμφυλη ανισότητα στις πατριαρχικές κοινωνίες. Η αναγνώριση της δομικής βάσης της έμφυλης ανισότητας που υποστηρίζει την ανδρική βία κατά των γυναικών δεν σημαίνει πως οι μεμονωμένοι άνδρες δεν πρέπει να είναι υπόλογοι για τις πράξεις του, αλλά πως μια δομική απάντηση είναι αναγκαία για να τελειώσουν ή ακόμη να μειώσουν σημαντικά την ανδρική βία κατά των γυναικών.

Ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα του φεμινισμού είναι φέρει την ανδρική βία κατά των γυναικών στο προσκήνιο και στις πολιτικές ατζέντες, αλλά μια από τις απειλές εναντίον αυτού του επιτεύγματος είναι πως εκείνοι με εξουσία παίρνουν τις έννοιες και, υπό την πρόφαση της αντιμετώπισης του προβλήματος, αφαιρούν κάποια από τα πιο βασικά στοιχεία φεμινιστικής ανάλυσης   και πράξης από μέσα στους. Η γυναικοκτονία δεν είναι συνώνυμη με την «ανθρωποκτονία γυναίκας». Είναι φεμινιστικός πολιτικός όρος που μας πληροφορεί πως σε μια πατριαρχική κοινωνία, όταν ένας άνδρας σκοτώνει μια γυναίκα δεν είναι μια απολίτική πράξη· σπάνια είναι, αν όχι ποτέ, απελευθερωμένος από την επιρροή της αντικειμενοποίησης, της εκμετάλλευσης, της ταπείνωσης και της καταπίεσης των γυναικών και σπάνια, αν όχι ποτέ, είναι ελεύθερος από τα χαρακτηριστικά του κοινωνικά κατασκευασμένου φύλου. Όταν οι άνδρες σκοτώνουν γυναίκες, είτε είναι ερωτικοί σύντροφοι, μέλη της οικογένειας ή όχι, το κάνουν στο πλαίσιο μιας κοινωνίας στην οποία η αντικειμενοποίηση των γυναικών και ο μισογυνισμός είναι εδραιωμένα και συστηματικά και στο οποίο η ανδρική βία κατά των γυναικών είναι αίτιο και συνέπεια της δομικής ανισότητας.

Όταν, ως φεμινίστριες, ζητάμε την αναγνώριση της γυναικοκτονίας – την οποία έχω ορίσει ως το φόνο γυναικών, κοριτσιών και θηλυκών βρεφών και εμβρύων, που διαπράττονται κυρίως αλλά όχι πάντοτε από άνδρες, ώστε να διατηρήσουν ατομική και/ή συλλογικής ανδρικής κυριαρχικής θέσης, ή ως αντανάκλαση της χαμηλότερης θέσης  των γυναικών – το κάνουμε με την κατανόηση πως το προσωπικό είναι πολιτικό, και στη μνήμη κάθε γυναίκας που σκοτώθηκε από άνδρες.

ΠΗΓΗ: https://geniusloci2017.wordpress.com/

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου