Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 23 Φεβ 2019
ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΜΕΝΑ; Συλλογή 32 Διηγημάτων
Κλίκ για μεγέθυνση

 

                                                   ΓΙΑΤΙ Σ’ ΕΜΕΝΑ;  32 Διηγήματα

Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος.

Πώς αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες όσοι  έχουν πληγεί από την κρίση; Ο άνεργος, ο άστεγος, ο  μετανάστης, ο χρεωμένος  επαγγελματίας, ο ανάπηρος, ο ηλικιωμένος, ο μοναχικός, ο ανέραστος; Αλλά και οι απογοητευμένοι από την «πρώτη φορά αριστερά»; Τι τρόπους μηχανεύονται για να αντισταθούν, να αποδράσουν, να επιβιώσουν και τι δικαιολογίες εφευρίσκουν όταν υποκύπτουν;

Στα 32 διηγήματα ο συγγραφέας  επιδιώκει να αποτυπώσει τα αθέατα αντανακλαστικά μιας κοινωνίας σε κρίση. Καταστάσεις και κυρίως πρόσωπα, θύματα και θύτες.

 

 

Από τη συλλογή των 32 διηγημάτων αναρτώ δύο:

1. ΠΩΣ ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙ   

(Το διήγημα  γράφτηκε για τους μαθητές Β1, Β2 του Πειραματικού Γυμνασίου Καστριτσίου στα πλαίσια λογοτεχνικού εργαστηρίου. Διαβάστηκε από το συγγραφέα στις 27/4/2015.   Το εργαστήρι οργάνωσαν οι  φιλόλογοι  Μαίρη Σιδηρά και Αγγελική Αργυρίου.) 

 

Το μεσημέρι της Μεγάλης Δευτέρας περίμενε από τη
Θεσσαλονίκη τον Θέμη, τον δεκατριάχρονο γιο του.

Τη νύχτα της Κυριακής των Βαΐων κοιμήθηκε στον ξενώνα
φιλοξενίας. Δικαιούται να κοιμάται εκεί μια φορά
τον μήνα, και είχε κανονίσει να κοιμηθεί την παραμονή
της συνάντησής τους. Το πρωί έκανε μπάνιo – είχε να
πλυθεί είκοσι μέρες – και έβγαλε από τον σάκο του τα
πιο καθαρά του ρούχα. Ήπιε καφέ και πήρε πρωινό στην
τραπεζαρία.

Κατά τις έντεκα, χωρίς τον σάκο του, βγήκε από τον
ξενώνα. Κάτω από έναν ζεστό απριλιάτικο ήλιο ξεκίνησε
με τα πόδια για τον σταθμό των ΚΤΕΛ. Είχε αρκετό χρόνο
μέχρι την άφιξη του γιου του και περπατούσε αργά. Ήταν
ευκαιρία να σκεφτεί, να επανεκτιμήσει τις αποφάσεις του
και τις συνέπειές τους.

Η καμπάνα κάποιας κοντινής εκκλησίας του θυμίζει
συνέχεια πως βρισκόμαστε στη Μεγάλη Εβδομάδα. Τα
περισσότερα καταστήματα είναι φωτισμένα και, παρά  την κρίση,

η κίνηση δείχνει να έχει ζωηρέψει. Μια μητέρα
σέρνει από το χέρι δύο δεκάχρονα, μάλλον τρέχει να τους
ψωνίσει. Ένας νεαρός πατέρας με μια μπάλα στο ένα
χέρι κρατά με το άλλο τον πεντάχρονο γιο του. Βαδίζουν
γελώντας και κουβεντιάζοντας. Μάλλον πηγαίνουν στην
παιδική χαρά. Μια τσιγγάνα με ένα μωρό στην αγκαλιά
τον παίρνει από πίσω, κάτι του μουρμουρίζει. Ούτε που
την ακούει.

Πάντα οι μέρες αυτές του φέρνουν μια μελαγχολία.
Αυτό το πρωινό όμως αισθάνεται κάτι πολύ παραπάνω

– αισθάνεται καταραμένος. Μπαίνει στον τρίτο χρόνο
της ανεργίας και, αντί να το έχει συνηθίσει, το βάρος στο
στήθος του μεγαλώνει σταθερά, όπως σταθερά μεγαλώνει
και ο γιος του.
Ντρέπεται να δει τη μάνα του και έχει ξεκόψει από το
πατρικό. Ο πατέρας του έχει πεθάνει – ευτυχώς, να μη
δει την κατάντια του. Ξέκοψε και από κάτι θειάδες. Στην
πρώην γυναίκα του, που με τον νέο της σύζυγο και τον
Θέμη μένουν στη Θεσσαλονίκη, έχει δύο χρόνια να στείλει
διατροφή για τον γιο του, όπως έχει αποφασίσει το
δικαστήριο. Ευτυχώς, η πρώην το πήρε απόφαση και δεν
τον ενοχλεί πια. Από τον γιο του όμως πώς να ξεκόψει;

Συνεχίζει με κάποια σοφίσματα να τον βλέπει τρεις
φορές τον χρόνο· κάποια πενθήμερα, Πάσχα και Χριστούγεννα,
και ένα δεκαήμερο το καλοκαίρι, σύνολο δηλαδή
είκοσι μέρες. Τα προηγούμενα Χριστούγεννα για να
τον φιλοξενήσει είχε στήσει ολόκληρο θέατρο. Ζήτησε τη

Ζωγραφική:  Κατερίνα Χριστοπούλου

βοήθεια μιας παλιάς του φίλης. Έκαναν το ζευγάρι, και
η καλή φίλη πρόσφερε φιλοξενία και στους δύο. Αυτή τη
φορά όμως, όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να βρει
μια λύση. Λες και οι φίλοι και οι φίλες έχουν εξαφανιστεί,
λες και η μάνα του έχει κι αυτή πεθάνει. Όλα είναι στη
θέση τους και όλοι δηλώνουν πρόθυμοι να βάλουν ένα χεράκι,
αλλά αυτός δεν θέλει βοήθεια από κανέναν. Το μόνο
που θέλει είναι να εξαφανιστεί.

Τις τελευταίες μέρες αυτό ακριβώς το ζήτημα τον απασχολεί:
πώς να εξαφανιστεί από τη ζωή του γιου του.

Όσο κι αν του είναι δύσκολο, πρέπει να βρει έναν τρόπο
να καταφέρει να θέσει το σχέδιό του σε εφαρμογή.
Και ο Θέμης πρέπει να το πάρει απόφαση ότι δεν έχει
πατέρα. Αυτό μάλιστα πρέπει να γίνει άμεσα, πριν συμβεί
το μοιραίο, πριν δηλαδή το παιδί καταλάβει τι συμβαίνει.
Πιστεύει πως έτσι θα μπορέσει να απαλλαγεί από την
ντροπή που νιώθει απέναντι στον γιο του. Και πως τότε
το βάρος στο στήθος θα μειωθεί.

Αν βέβαια κάποτε τα πράγματα αλλάξουν, τότε θα εμφανιστεί
και πάλι. Αλλά τότε δεν θα είναι άνεργος και
άστεγος.

Είχε σκεφτεί να του πει ψέματα, ότι θα έφευγε για
Κρήτη, ότι δήθεν βρήκε εκεί κάποια δουλειά. Ίσως στην
Κρήτη με τα πολλά τουριστικά κυκλώματα, αν αποφάσιζε
να πάει, θα μπορούσε να επιβιώσει. Φοβάται όμως πως ο
Θέμης θα του ζητήσει το καλοκαίρι να τον επισκεφθεί και
να κάνουν μαζί διακοπές. Τελικά κατέληξε να του πει πως

θα πάει στη Γερμανία. Να δουλέψει για δύο τρία χρόνια,
που μπορεί να γίνουν και πέντε. Θα του υποσχεθεί πως
θα του τηλεφωνεί όσο πιο συχνά γίνεται. Μόνο που θα
πρέπει να του τηλεφωνεί από σταθερό ή κινητό με απόκρυψη,
να μην καταλάβει το παιδί ότι ο πατέρας του βρίσκεται
στην Ελλάδα.

Κι όλα αυτά πρέπει να του τα πει ψύχραιμα και πειστικά.
Χωρίς η φωνή του να σπάσει.

Περπατά με αργό βήμα προς τον σταθμό των ΚΤΕΛ
χωρίς να βιάζεται. Ο Θέμης θα φτάσει κατά τις δύο. Έρχεται
να μείνει μαζί του μέχρι το Μεγάλο Σάββατο και
να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη να κάνει Πάσχα με τη
μάνα του. Παρά τους φόβους και τις αμφιβολίες του, το
έχει αποφασίσει. Θα του ανακοινώσει πως το ίδιο βράδυ
θα φύγει ξαφνικά για τη Γερμανία. Θα του πει πως έλαβε
μια επείγουσα πρόσκληση που δεν σηκώνει αναβολή.
Θα του δικαιολογηθεί πως δεν τον ενημέρωσε γιατί είχε
μεγάλη ανάγκη να βρεθούνε, έστω και για μερικές ώρες.
Τον έχει πονέσει, θα του πει. Και αργά το απόγευμα θα
τον βάλει πάλι στο λεωφορείο για το ταξίδι της επιστροφής.
Ελπίζει μόνο ο Θέμης να έχει μαζί του λίγα χρήματα.

Όταν είδε τον γιο του να κατεβαίνει από το λεωφορείο
η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Αυτό το παλικάρι
ήταν μόνο δεκατριών χρονών; Μοιάζει πραγματικό
αντράκι.

Αγκαλιάστηκαν ζεστά. Φορτώθηκε το σακίδιο του γιου
του και, κάτω από τον ήλιο που έκαιγε σαν να ήταν καλοκαίρι,
άρχισαν να περπατούν προς το καφενείο του σταθμού.
Κάτω από τη μεγάλη λεύκα είχε εντοπίσει κάποια
τραπεζάκια άδεια. Μακριά από τους λιγοστούς θαμώνες,
να είναι μόνοι τους. Έπιασε τον γιο του από το χέρι να
τον οδηγήσει σε ένα μοναχικό τραπέζι ενώ σκεφτόταν
πώς να ξεκινήσει το παραμύθι του.

Ξαφνικά ο Θέμης τού έσφιξε το χέρι και τον υποχρέωσε
να σταματήσει.

Ζωγραφική: Κατερίνα Χριστοπούλου

– Πατέρα, δεν χρειάζεται να κρύβεσαι, του είπε με
σταθερή φωνή.
– Τι εννοείς; ρώτησε ανήσυχος.
– Ξέρω τις δυσκολίες σου και σου προτείνω να ανέβουμε
μαζί στη Θεσσαλονίκη.
– Να κάνουμε τι;
– Μένω μόνος στο υπόγειο του διώροφου. Το έχω όλο
για πάρτη μου. Θα μένουμε μαζί. Θα με βοηθάς στα μαθήματα.
Θα φροντίζεις και τον κήπο. Μπορείς, αν θέλεις,
να κάνεις και κάποια μεροκάματα στη γειτονιά. Μέχρι να
βρεις κάτι καλύτερο. Τι λες; Το έχω συζητήσει με τη μαμά
και τον άντρα της. Δεν έχουν αντίρρηση.
Αμίλητος και ταραγμένος, με τα βήματά του να τρέμουν,
κατάφερε να οδηγήσει τον γιο του στο μοναχικό
τραπεζάκι. Κάθισαν, και, όταν συνήλθε, άρχισε να σκέφτεται
την πρότασή του. Έπρεπε να ξεκινήσει τη ζωή του
από την αρχή και να τη στήσει πάνω στην αλήθεια. Πάνω

στις επιλογές που είχε. Και ο Θέμης του πρόσφερε μία
σίγουρη επιλογή.

Κάτω από τον ίσκιο της λεύκας για πρώτη φορά συζήτησαν
όχι σαν πατέρας με γιο, αλλά σαν δυο άντρες.
Ύστερα από λίγο τα συμφώνησαν. Να βαδίσουν μαζί τον
ίδιο δρόμο για όσο χρειαστεί.

Το απόγευμα πήγαν μαζί στο κέντρο φιλοξενίας και
πήρε τον σάκο του. Μετά μπήκαν στο λεωφορείο για
Θεσσαλονίκη. Ευτυχώς, ο Θέμης είχε χρήματα και για τα
δύο εισιτήρια.

 

 

2. ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΜΕΝΑ;

– Όταν σου συμβαίνει μια τέτοια τραγωδία, το πρώτο
ερώτημα που αυθόρμητα σου έρχεται είναι: «Γιατί σ’
εμένα;» Και τότε η μόνη λογική ερμηνεία, η μόνη λογική
εξήγηση που μπορείς να δώσεις είναι ότι πρέπει να
είσαι καταραμένος. Πολύ αργότερα, με τη βοήθεια των
ψυχολόγων και των θεραπευτών, αρχίζεις να κατανοείς
ότι αυτό που σου συνέβη ήταν τυχαίο. Δεν μπορεί, σου
λένε, να είναι αλλιώς, και μάλλον έχουν δίκιο. Συμβαίνει
σε πολλούς ανθρώπους, γιατί όχι και σ’ εσένα; Και τότε
από μόνος σου σκέφτεσαι και αναρωτιέσαι. Δεν μπορεί
να μην το σκεφτείς, αφού η ζωή μας πρέπει να ορίζεται
σε μεγάλο βαθμό από το τυχαίο. Σκέφτεσαι λοιπόν: Πώς
θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχε συμβεί εκείνο το τυχαίο
γεγονός; Εκείνο που άλλαξε την πορεία μου, εκείνο που
προκάλεσε την εκτροπή; Και, χωρίς να το θέλεις, εντελώς
ασυναίσθητα, γυρίζεις πίσω το ρολόι της ζωής. Το ξαναβάζεις
να δουλέψει από την αρχή. Και αρχίζεις να φαντάζεσαι
μια διαφορετική ζωή. Μια άλλη ζωή, αυτήν που δεν
την έζησες εξαιτίας εκείνου του τυχαίου γεγονότος. Μια
καλύτερη ζωή.
Ο άντρας που μου μιλούσε, καθώς και η γυναίκα που
συμφωνούσε δίπλα του είχαν περάσει μια τρομερή δοκιμασία.
Είχα να τους δω περίπου εφτά χρόνια, από τότε
που άρχισε η οικονομική κρίση. Τότε είχα ακούσει ότι
κάτι πολύ σοβαρό τους είχε συμβεί. Όμως εκείνη τη
στιγμή της συζήτησης δεν μπορούσα να θυμηθώ τι ακριβώς
ήταν. Αν επρόκειτο για μια οικονομική καταστροφή
εξαιτίας της κρίσης ή για τον θάνατο κάποιου μέλους της
οικογένειας. Ή μήπως κάποιος συνδυασμός; Μια οικονομική
καταστροφή που οδήγησε και σε θάνατο;

Είχαμε συναντηθεί τυχαία σε μία από τις πρωινές μοναχικές
πεζοπορίες μου στα ορεινά της Εσπερίας. Χαιρετηθήκαμε
και με κάλεσαν στη βεράντα του σπιτιού τους,
που βρισκόταν εκεί κοντά, να πάρω μια ανάσα. Η συζήτησή
μας είχε ξεκινήσει με τη βεβαιότητά τους ότι γνώριζα
τι ακριβώς είχε συμβεί. Εξαιτίας της οικειότητας με την
οποία με αντιμετώπισαν δίστασα να ομολογήσω ότι δεν
θυμόμουν.

Η γυναίκα, ύστερα από μια μικρή σιωπή, συμφώνησε
με τον άντρα της:

– Κι εγώ το σκέφτομαι συνέχεια. Πώς θα ήταν άραγε η
ζωή μας αν δεν μας είχε συμβεί;
– Και αυτό σε ανακουφίζει; τη ρώτησα.
– Θα ήθελα πολύ να είχα κάνει μια άλλη ζωή. Συνέβη
όμως αυτό και όλα ανατράπηκαν. Όταν, λοιπόν, αναλογίζομαι
αυτή την άλλη ζωή και την ονειροπολώ, πράγματι
ανακουφίζομαι.
– Μετά;
– Μετά επανέρχομαι στην πραγματικότητα. Τότε νιώθω
ένα ασήκωτο βάρος να με πλακώνει.
– Σας καταλαβαίνω, είπα.
Δεν ήθελα όμως να μείνω μόνο σ’ αυτό. Κάτι άλλο
έπρεπε να τους πω, αλλά τι; Δίστασα για λίγο, αλλά μετά
είπα:

– Νομίζω πως είναι λάθος να ζούμε με όσα θα μπορούσαν
να είχαν γίνει. Τότε δεν θα είχαμε μία και μοναδική
ζωή να σκεφτόμαστε, αλλά χιλιάδες δυνητικές και
υποθετικές ζωές. Και δεν νομίζω πως αυτό θα ήταν καλό.
Θα μας διέλυε. Το ρολόι της ζωής μία και μόνη φορά δουλεύει.
Και δεν μπορούμε να το γυρίσουμε πίσω. Δεν μπορούμε
να το κάνουμε να ξεκινήσει από την αρχή.
– Ναι, αλλά κανείς δεν μπορεί να μου απαγορεύσει να
σκέφτομαι έτσι. Όταν μάλιστα αυτή η σκέψη με ανακουφίζει,
επέμεινε η γυναίκα.
Έπεσε σιωπή την οποία προσπαθούσα να αξιοποιήσω
προκειμένου να θυμηθώ τι ακριβώς τους είχε συμβεί. Όσο
όμως κι αν προσπάθησα, όσο κι αν πίστεψα πως ήμουν
κοντά στο να το θυμηθώ, αυτό όλο και μου ξέφευγε.

Εγκατέλειψα κάθε προσπάθεια και κοιτούσα γύρω μου.
Αν χαλάρωνα, ίσως κάτι να θυμόμουν. Εκτός αν μου έδιναν
κάποιο στοιχείο της τραγωδίας τους, κάποια πληροφορία.
Αλλά να τους ρωτήσω, το είχα αποκλείσει εντελώς.

– Εσύ δεν σκέφτεσαι ποτέ έτσι; ρώτησε ο άντρας.
– Μάλλον όχι, απάντησα διστακτικά.

– Θα είσαι, φαίνεται, ευχαριστημένος από τη ζωή σου.
Απ’ όλα αυτά που σου έχουν τύχει, παρατήρησε η γυναίκα.
– Ίσως η ζωή μού πρόσφερε κάποιες ικανοποιήσεις,
παραδέχτηκα.
Το σπιτάκι τους βρίσκεται ψηλά στο βουνό, σε τοποθεσία
απομακρυσμένη από το μικρό χωριό στο οποίο
διοικητικά ανήκει. Γύρω του λίγα ψηλά δέντρα. Κάποια
πλατάνια στα νότια, που δείχνουν ότι υπάρχει νερό, ίσως
μια μικρή, αόρατη πηγή. Κάποια πεύκα στα βόρεια. Γενικά
το μικρό οικόπεδό τους περιβάλλεται από εκτεταμένη
θαμνώδη βλάστηση. Είναι αυτή που οι ειδικοί, βιολόγοι
και δασολόγοι, αποκαλούν μακία. Αποτελείται από χαμηλούς
θάμνους, αν και κάποιοι γίνονται δέντρα. Όλα
πάντως, θάμνοι και δέντρα, έχουν σκληρά κλαδιά και μικρά
φύλλα. Να αντέχουν στην παρατεταμένη ξηρασία.
Όπως η αριά, το πουρνάρι, το σπάρτο, το ρείκι. Όλα
αυτά έμαθα να τα αναγνωρίζω κατά τις πεζοπορικές μου
εξορμήσεις. Γνωρίζω επίσης ότι, συμπεριλαμβανομένων
των πεύκων, αυτή η βλάστηση είναι ιδιαίτερα εύφλεκτη.
Αρκεί μια απροσεξία, κάτι απρόοπτο, για να προκληθεί
μια καταστροφή, μια νέα τραγωδία.

Αποφάσισα να μην τους ανησυχήσω.
Όπως καθόμασταν στη μικρή προστατευμένη βεράντα
ρώτησα:

– Πότε χτίσατε αυτό το σπίτι;
– Μετά την τραγωδία αποφασίσαμε να απομακρυνθούμε
από την πόλη. Μας θύμιζε όσα περάσαμε. Χτίσαμε
αυτό το σπιτάκι σιγά σιγά. Με προσωπική εργασία, είπε
ο άντρας.

– Το οικόπεδο το αγοράσατε;
– Όχι βέβαια. Μας το χάρισε ένας ξάδερφός της, είπε
και έδειξε τη γυναίκα του. Είναι κτηνοτρόφος και έχει βοσκοτόπια
στην περιοχή.
– Να ’ναι καλά, μόνο εδώ μπόρεσε να ησυχάσει η ψυχή
μας, συμπλήρωσε η γυναίκα.
– Ησύχασε; ρώτησα όσο πιο διακριτικά μπορούσα,
απευθυνόμενος σ’ αυτήν.
– Ησύχασε, αν εξαιρέσεις αυτό.
– Ποιο; ρώτησα με αφέλεια.
– Το πώς θα ήταν η ζωή μας αν δεν είχε συμβεί αυτό το
γεγονός. Εννοώ, όταν υιοθετούμε τη θεωρία του τυχαίου
ταραζόμαστε.
– Αυτό μας βασάνιζε πιο πολύ, συμπλήρωσε ο άντρας.
– Σας βασάνιζε; απόρησα.
– Γι’ αυτό αποφασίσαμε, απάντησε η γυναίκα, πως είναι
προτιμότερο να ξαναγυρίσουμε στην πρώτη μας εξήγηση.
– Ποια; ρώτησα, διαπιστώνοντας τώρα που γράφω τα
της συνάντησής μας, πως έκανα μία ακόμη αφελή ερώτηση.
– Για να συμβεί σ’ εμάς, πάει να πει πως είμαστε καταραμένοι,
εξήγησε με ψυχραιμία η γυναίκα.
– Μας ανακουφίζει περισσότερο αυτό, συμπλήρωσε ο
άντρας.

Η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να φύγω.

– Θέλετε να σας επισκεφθώ πάλι; ρώτησα όταν τους
ανακοίνωσα ότι αναχωρώ.
Τους είδα διστακτικούς. Πρώτη μίλησε η γυναίκα:

– Η επίσκεψή σου νομίζω πως μου έκανε καλό, ψιθύρισε
κοιτώντας τον άντρα της, που συμφώνησε με ένα
κούνημα του κεφαλιού.
Τους αποχαιρέτησα ευχόμενος δύναμη και κουράγιο,
προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής.
Πήρα το σακίδιό μου και άρχισα την κατάβαση. Καθώς
κατηφόριζα, μέσα στη χαμηλή μακία βλάστηση, σκεφτόμουν
για άλλη μια φορά πόσο εύφλεκτη μπορεί να είναι.
Πόσο επικίνδυνη μπορεί να αποβεί για τους δύο, ανυποψίαστους
για τον κίνδυνο, φίλους μου και το σπίτι τους:
Θα μπορούσε ένας επερχόμενος καύσωνας, τα καλώδια
της ΔΕΗ, ένα τσιγάρο που θα πετούσε κάποιος να τους
προκαλέσει μια νέα τραγωδία. Στη σκέψη αυτή ανησύχησα.
Τι θα μπορούσα όμως να κάνω;

Κάτω στην πόλη θα φρόντιζα να μάθω, επιτέλους, τι
τους είχε συμβεί. Στη δεύτερη επίσκεψη να είμαι καλύτερα
προετοιμασμένος. Αρκεί, στο μεταξύ, να μην έχει
συμβεί κάποιο απρόοπτο.

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου