Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 24 Δεκ 2018
Κάλαντα
Κλίκ για μεγέθυνση

Κάλαντα

Κάλαντα Χριστουγέννων

 

Την παραμονή των Χριστουγέννων οι καλαντιστές γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν:

 

Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ο ορισμός σας
Χριστού την θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας…

Στη συνέχεια διηγούνται τα περιστατικά της Γεννήσεως, τελειώνοντας με ευχές και επαίνους για το νοικοκύρη, την κυρά και τους άξιους βλαστούς του σπιτιού. Φυσικά, οι καλαντιστές δεν ξεχνούν να ζητήσουν και την αμοιβή τους, είτε σε είδος, είτε σε «ρευστό» στις μέρες μας, με συχνά αυτοσχέδιους στίχους όπως: «Δώστε κι εμάς τον κόπο μας να είναι ο ορισμός σας». Αν το φιλοδώρημα είναι πενιχρό ή δεν δοθεί καθόλου, οι καλαντιστές σκαρώνουν κάποιες φορές σκωπτικά ή αποδοκιμαστικά δίστιχα για τον νοικοκύρη.

Πανελλήνια Κάλαντα

Καλήν εσπέραν άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη Θεία γέννηση,
να πω στ' αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον,
εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η φύσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται,
εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών,
και ποιητής των όλων.

Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι,
το Δόξα εν υψίστοις,
και τούτο άξιον εστί,
η των ποιμένων πίστις.

Εκ της Περσίας έρχονται,
τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί,
χωρίς να λείψει ώρα.

Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ,
με πόθο ερωτούσι,
πού εγεννήθη ο Χριστός,
να πάν να τον ευρούσι.

Δια Χριστόν ως ήκουσε,
ο βασιλεύς Ηρώδης,
αμέσως εταράχτηκε,
κι έγινε θηριώδης.

Διοτί πολλά φοβήθηκε,
δια την βασιλείαν,
μην του την πάρει ο Χριστός,
και χάσει την αξία.

Κράζει τους μάγους και ρωτά,
πού ο Χριστός γεννάται,
εν Βηθλεέμ ηξέρομε,
ως η Γραφή διηγάται.

Τους είπε να υπάγουσι,
και όπου τον ευρώσιν,
αφού τον προσκυνήσουσιν,
να παν να του ειπώσιν

Όπως υπάγει και αυτός,
για να τον προσκυνήσει,
με δόλο ως μισόθεος,
για να τον αφανίσει.

Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντας,
και τον αστέρα βλέπουν,
φως θεϊκό κατέβαινε,
και με χαρά προστρέχουν.

Φτάνοντας εις το σπήλαιο,
βρίσκουν την Θεοτόκο,
και εβάστα στας αγκάλας της,
τον Άγιόν της Τόκο.

Γονατιστοί τον προσκυνούν,
και δώρα του χαρίζουν,
σμύρνα χρυσό και λίβανο,
θεό τον εφημίζουν.

Τη σμύρνα 'ναι ως άνθρωπον,
χρυσόν ως Βασιλέα,
και λίβανον 'ναι ως θεόν,
σ’ όλην την ατμοσφαίρα.
Αφού τον προσκυνήσασιν,
ευθύς πάλι μισεύουν,
και τον Ηρώδη μελετούν,
να πάνε για να εύρουν.

Άγγελος εκ των ουρανών,
βγαίνει τους εμποδίζει,
από άλλην οδό να πορευτούν,
αυτός τους διορίζει.

Και πάλι άλλος Άγγελος,
τον Ιωσήφ προστάζει,
εις Αίγυπτο να πορευτεί,
και εκεί να ησυχάζει.

Να πάρει και την Μαριάμ,
μαζί με τον υιό της,
γιατί ο Ηρώδης εζητεί,
τον τόκο τον δικόν της.

Μη βλέποντας ο Βασιλεύς,
τους μάγους να γυρίζουν,
στην Βηθλεέμ επρόσταξε,
παιδί να μην αφήσουν.

Χιλιάδες δεκατέσσερις,
σφάζουν σε μια ημέρα,
θρήνο κλαυθμό και οδυρμό,
είχε κάθε μητέρα.

Και επληρώθη το ρηθέν,
Προφήτου Ησαΐου,
ως και των άλλων προφητών,
και του Ιερεμίου.

Σ' αυτό το σπίτι που ηρθαμε,
πέτρα να μην ραγίσει,
και ο νοικοκύρης του σπιτιου.
χίλιους χρόνους να ζήσει.

Και αφού σας καληνυχτίσουμε,
πέστε να κοιμηθήτε,
ολίγον ύπνον πάρετε,
και ευθύς να σηκωθήτε.

Να βάλετε τα ρούχα σας,
εμορφα να ντυθήτε,
στην εκκλησία τρέξετε,
εκεί να πορευθήτε.

Να 'κούσετε με προσοχή,
όλην την υμνωδίαν,
του Ιησού μας του Χριστού,
γέννησιν την Αγίαν.

Και όταν θα γυρίσετε,
εις το αρχοντικό σας,
ευθύς τραπέζι στρώσετε,
βάλτε το φαγητό σας.

Και τον σταυρό σας κάνετε,
γευθήτε ευμφρανθήτε,
δώστε και κανενός φτωχού,
όπου το εστερήτε.

Δώστε και μας τους κόπους μας,
αν είναι ορισμός σας,
και ο Χριστός μας πάντοτε,
να είναι βοηθός σας.
...και του χρόνου..

Κάλαντα της Κρήτης

Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη θεία Γέννηση να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται χαίρετ' η φύσις όλη.
Εντός σπηλέων τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων
ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.
Κερά καμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα
και κρουσταλίδα του γιαλού και πάχνη από τα δέντρα
Aπου τον έχεις τον υιό το μοσχοκανακάρη
λούζεις τον και χτενίζεις τον και στο σχολείο τον πέμπεις.
Κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ'ένα χρυσό βεργάλι
και η κυρά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι.
Είπαμε δα για την κερά ας πούμε για τη βάγια
άψε βαγίτσα το κερί, άψε και το διπλέρι
και κάτσε και ντουσούντισε ήντα θα μας εφέρεις.
Για απάκι, για λουκάνικο, για χοιρινό κομμάτι
κι από τον πύρο του βουτσιού να πιούμε μια γεμάτη.
Κι από τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι
κι αν το΄χει κάνει η γαλανή ας είναι ζευγαράκι
κι από το πιθαράκι σου λάδι ένα κουρουπάκι
κι αν είναι κι ακροπλιάτερο βαστούμε και τ' ασκάκι.
Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα
και φέρε και γλυκό κρασί να πιουν τα παλληκάρια
Κι αν είναι με το θέλημα άσπρη μου περιστέρα,
Ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε «καλησπέρα».

Κάλαντα Πελοποννήσου

Χριστούγεννα-Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου,
για βγάτε διέτε μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται
γεννιέται κι ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα.
Το μέλι τρων' οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο το λούζονται οι κυράδες.
Κυρά καμαροτράχηλη, κυρά γαϊτανοφρύδα,
κυρά μου, όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησιά σου,
κάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη,
και τον καθάριο Αυγερινό τον κάνεις δαχτυλίδι.
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε,
μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε.
Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα,
δώστε μας και πεντ' έξι αυγά να πάμε σ' άλλη πόρτα.
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήσει!
Και εις έτη πολλά!

Κάλαντα του Πόντου

Χριστός γεννέθεν, χαρά σον κόσμον
χα, καλή ώρα, καλή σ' ημέρα
Χα, καλόν παιδίν οψές γεννέθεν
οψές γεννέθεν, το βράδ' αργάτε.
Το εγέννεσεν η Παναΐα
Το ανάθρεψεν αεί Παρθένος.
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
εκατήβεν σο σταυροδρόμι.
Έπιασαν άτό' οι σκύλ' Εβραίοι
χίλ' Εβραίοι και μίλ' Εβραίοι.
Ασ' σα κρέντικα κι άσ' στην καρδίαν
γαίμα έσταξεν, χολήν κι εφάνη.
γαίμα έσταξε, εμυροστάθεν.
Εμυρίστεν ατ' ο κόσμον όλον
για μυρίστ' άτό και σύ αφέντα.
Σύ αφέντα, καλέ μ' αφέντα
έμπα σο νουντάν κι ελά σην πόρταν.
Φέρ ουβάς και λεφτοκάρυα.
Κι αν ανοί'ς μας χαρά σην πόρτα'ς.
Χριστός γεννέθεν, χαρά σον κόσμον
χα, καλή ώρα, καλή σου μέρα.
Χα, καλόν παιδίν οψέ 'γεννέθεν.
Οψέ 'γεννέθεν, ουράνοστάθεν.
Τον εγέννεσεν η Παναΐαν
τον ανέστησεν Αγιά-Παρθένος.
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάριν
χρυσοπούλαρον και ανεμοπούλαρον.
Εκατέβην σο σταυροδρόμιν
τον απερπάξανε χίλ' Εβραίοι
χιλ' Εβραίοι και μύρ' Εβραίοι
χίλ' Εβραίοι και μύρ' Εβραίοι.
Ασ' σα Αρχαντίκα και ασ' σην καρδίαν
γαίμαν έσταξεν, γλεήν κι εφάνθεν.
Εμυρίστεν ατ' ο κόσμον όλον
για μυρίστ' ατό και εσύ αφέντα
άη αφέντα, καλέ μ' αφέντα.
Δέβα σο ταρέζ κι έλα σην πόρταν
δώσ' με το παχτσίς κι ας πάω δεβαίνω.

Κάλαντα Κοτυώρων Πόντου

Άναρχος Θεός καταβέβηκεν,
και εν τη Παρθένω κατώκησεν.
Έρουρεμ, έρουρεμ
έρου, έρου, έρουρεμ, Χαίρε Δέσποινα!
Βασιλεύς των όλων και Κύριος
ήρθε τον Αδάμ αναπλάσασθαι.
Έρουρεμ, έρουρεμ
έρου, έρου, έρουρεμ, Χαίρε Άχραντε!
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε,
τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε.
Έρουρεμ, έρουρεμ
έρου έρου έρουρεμ, Χαίρε Δέσποινα!
Δέξου Βηθλεέμ τον Δεσπότην σου,
Βασιλέα πάντων και Κύριον
Έρουρεμ, έρουρεμ,
έρου, έρου, έρουρεμ, Χαίρε Άχραντε!
Εξ Ανατολών Μάγοι έρχονται,
δώρα προσκομίζοντες άξια.
Έρουρεμ, έρουρεμ
έρου, έρου, έρουρεμ, Χαίρε Άχραντε!
Σήμερον η κτίσις αγάλλεται
και πανυγυρίζει και χαίρεται
Έρουρεμ, έρουρεμ
έρου, έρου, έρουρεμ, Χαίρε Άχραντε!

Κάλαντα Θράκης

Χριστός γεννάται, χαρά στον κόσμο,
χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες
κι ή Παναγιά μας κοιλοπονούσε
Κι η Παναγιά μας κοιλοπονούσε
κοιλοπονούσε παρακαλούσε
Κοιλοπονούσε παρακαλούσε
όλους τους άγιους τους άι Αποστόλους
Όλους τους άγιους τους άι Αποστόλους
τρεις αποστόλοι μαμμή γυρεύουν
Τρεις αποστόλοι μαμμή γυρεύουν
μαμμή γυρεύουν για μήλο τρέχουν
Οι άι Αποστόλοι για μήλο τρέχουν
ώσπου να πάνε κι ώσπου να έρθουν
Η Παναγιά μας ξελευτερώθει
μέσα στις δάφνες μεσ΄ στα λουλούδια
Μέσα στις δάφνες μέσ΄ στα λουλούδια
κάνει τον ήλιο και το φεγγάρι
Κάνει τον ήλιο και το φεγγάρι
σαν ήλιος λάμπει σαν νιό φεγγάρι
Σαν ήλιος λάμπει σαν νιό φεγγάρι
σ΄ αυτό το σπίτι του νοικοκύρη
Σ΄ αυτό το σπίτι του νοικοκύρη
στη φαμελιά του και στα παιδιά του.

Κάλαντα Καπαδοκίας

Καλὴν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστὸς γεννάται σήμερον εν Βηθλεὲμ τη πόλει.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει κι η φύσις όλη.

Εκ τῆς Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα,
άστρον λαμπρὸν τους οδηγεί, χωρίς να λείψη ώρα.

Γονατιστοὶ τον προσκυνούν καὶ δώρα του χαρίζουν,
σμύρνα, χρυσόν καὶ λίβανον, Θεόν τιν ευφημίζουν.

Και επληρώθη το ρηθέν, Προφήτου Ησαίου,
μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου.

Φωνὴ ηκούσθη εν Ραμά, Ραχὴλ τα τέκνα κλαίει,
παραμυθήν ουκ ήθελεν, ότι αυτὰ ουκ έχει.

Ιδοὺ όπως σαςς είπαμεν όλην την υμνωδίαν,
του Ιησού μας του Χριστού, Γέννησιν την αγίαν.

Χρόνους πολλοὺς να χαίρεσθε, πάντα ευτυχισμένοι,
Σωματικώς και ψυχικώς νὰ είσθε πλουτισμένοι.

Κάλαντα Σμύρνης

Καλὴν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστὸς γεννάται σήμερον εν Βηθλεὲμ τη πόλει.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων.

Κερὰ ψηλή, κερὰ λιγνή, κερὰ καμαροφρύδα.
Κερά μ᾿ όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησία.
Έχεις και κόρην έμορφη που δεν έχει ιστορία.

Μήδε στην πόλη βρίσκεσαι, μήδε στην Καισαρεία.
Έχεις και γιὸν στα γράμματα, υγιὸν εις το ψαλτήρι.
Να τον ῾ξιώσει και ο Θεός, να βάλει πετραχήλι.

Κάλαντα Σάμου

Σένα σου πρέπει αφέντη μου καρέκλα καρυδένια
γιὰ ν᾿ ακουμπά η μέση σου η μαργαριταρένια.
Βάλτε μας κρασὶ νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε.

Και πάλι ξαναπρέπει σου στα πεύκια να κοιμάσαι,
να πίνεις, να δροσίζεσαι και πάλι αφέντης νάσαι.
Βάλτε μας κρασὶ να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε.

Και πάλι ξαναπρέπει σου καράβι ν᾿ αρματώσεις,
και τα πανιὰ του καραβιού να τα μαλαματώσεις.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε.

Πολλά ῾παμε τ᾿ αφέντη μας, ας πούμε τση κυράς μας
κυρά ψιλή, κυρὰ λιγνή, κυρὰ μαυροματούσα,
πώχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη
και του κοράκου το φτερὸ τώχεις καμπανοφρύδι.
Βάλτε μας κρασὶ να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε.

Αν έχεις κόρη έμορφη, βάλ᾿την να μας κεράσει,
να της ῾φχηθούμε όλοι μας, ν᾿ ασπρίσει, να γεράσει.
Βάλτε μας κρασὶ να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε.

Κι αν έχεις γυιό στα γράμματα, βάλτονε στο ψαλτήρι,
να τ᾿ αξιώσει ο Θεός, να βάλει πετραχήλι.
Βάλτε μας κρασὶ να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε.

Κάλαντα Δωδεκανήσου

Aύτη είναι η ημέρα,
όπου ήρθ᾿ ο Λυτρωτής,
απὸ Μαριὰμ Μητέρα,
εκ Παρθένου γεννηθείς.

Άναρχος αρχὴν λαμβάνει,
και σαρκοῦται ο Θεός,
ο Αγέννητος γεννάται
εις την φάτνην ταπεινός.

Όσοι έχετε στα ξένα,
να δεχθήτε με καλό,
και του χρόνου με υγεία
το Θεό παρακαλῶ.

Κάλαντα Μακεδονίας

Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα,
τώρα Χριστός γιννιέτι

Γιννιέται κι βαφτίζιτι
στους ουρανούς απάνου

Όλοι οι Αγγέλοι χαίρουντι
κι όλοι δοξολογιούντι

Και τα δαιμόνια σκάζουνε,
και σκάζουν και πλαντάζουν

Σὲ τουτ᾿ το σπίτι πούρθαμε,
μι μάρμαρου στρουμένου.

Κάλαντα Αιγαίου

Κάτω στά Ἱεροσόλυμα, στης Βηθλεὲμ την πόλη,
εκεί δεντρὶ δεν ήτανε, δεντρί ξεφανερώθη.
Κι ανάμεσα στους κλώνους του, αγγέλοι κι αρχαγγέλοι
κι ο Μιχαὴλ Αρχάγγελος ξεφτερουγᾶ καὶ λέει:

-Χριστέ, για δώσ᾿ μου τα κλειδιὰ και τα χρυσὰ κλειδάκια,
ν᾿ ανοίξω τον παράδεισο, να μπῶ σὲ περιβόλι,
να κόψω μήλο δροσερό, να πιῶ νερὸ δροσάτο,
να γείρω ν᾿ αποκοιμηθώ σε νεραντζιά ῾πὸ κάτω.

Και σας καληνυχτίζουμε, πεσέτε κοιμηθήτε,
ολίγον ύπνον πάρετε κι ευθύς ὡς σηκωθήτε,
στην εκκλησία τρέξετε όλοι με προθυμίαν
και του Χριστού να ακούσετε τη θεία λειτουργία.

Κάλαντα Κερκύρας

Σήμερο οἱ μάγοι έρχονται στη χώρα του Ηρώδη.
Και ο Ηρῴδης ταραχθεὶς έγινε θηριώδης.
Κράζει τους μάγους και ρωτά: -Μάγοι που θε να πάτε;
Στης Βηθλεὲμ το σπήλαιο, την πόλη την Αγία.
Π᾿ εκεί γεννάει τὸ Χριστὸ ἡ Δέσποινα Μαρία.

Κάλαντα των Ελληνόφωνων της Κάτω Ιταλίας

Αs​trina

Arte pu ettasa ettu sti massaria
ivloo tin porta ce to limbitari
ivloo ti mmana c' ola ta pedia
apoi to ciuri pu ene o generali.

Apoi' vo vloo ce to merciali
ti ccazza, ti skutedda, to rotuli
ce tis varti, varti merci na cai
irtame na tis kanome allegria.

Oria pune ta spiddia fabricata
Orrie tes porte mola ta klidia
Ka i patruna pu ne mia fata
Irtame na tis kanome allegria.

Irtame na sas ferme tin astrina
coriliana pu ti mate se tolo
e na mas doki presto ma to prima
irtame na sas ferme tin astrina.

Ἀστέρι

Μόλις που φτάνω σ᾿ αυτὸ το σπίτι
ευλογώ την πόρτα και το κατώφλι
ευλογώ τη μάνα και όλα τα παιδία
και τον κύρη που είναι ο αρχηγός.

Ακόμη ευλογώ και το τσουκάλι
τη χύτρα, την κουτάλα, τον τρίφτη,
που εκεί γίνεται το τυρί, να γιατί
ήρθαμε να σας φέρουμε τη χαρά.

Ωραία που ῾ναι τα σπίτια φτιαγμένα
ωραῖες οι πόρτες μ᾿ όλα τα κλειδία
και η κυρὰ πού ῾ναι μία νεράιδα
ήρθαμε να της φέρουμε τη χαρά.

Ήρθαμε να σας φέρουμε το αστέρι
απὸ το Κοριλιάνο
και νὰ μας δώσετε γρήγορα μπουναμά
Ήρθαμε να σας φέρουμε το αστέρι.

 
 
«Κάλαντα», Νικηφόρος Λύτρας, 1872

«Κάλαντα», Νικηφόρος Λύτρας, 1872

Ευχετήρια και εγκωμιαστικά άσματα, που ψάλλουν τα παιδιά (ενίοτε και οι μεγάλοι) κατά τις παραμονές μεγάλων εορτών, όπως τα Χριστούγεννα (24 Δεκεμβρίου), η Πρωτοχρονιά (31 Δεκεμβρίου) και τα Θεοφάνια (5 Ιανουαρίου). Κάλαντα άδονται ακόμα στις εορτές του Λαζάρου και των Βαΐων, τα λεγόμενα Βαΐτικα. Αντίθετα, τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής έχουν κατανυκτικό χαρακτήρα.

 

Ετυμολογικά, η λέξη «κάλαντα» προέρχεται από τη λατινική calendae (καλένδες στα ελληνικά), που σημαίνει τις πρώτες ημέρες κάθε μήνα. Ειδικά, οι Καλένδες του Ιανουαρίου ήταν μέρες γιορτής για τους Ρωμαίους, λόγω της έλευσης του νέου χρόνου. Τα Κάλαντα έλκουν την καταγωγή τους από παρόμοια αρχαία τραγούδια του αγερμού και της ειρεσιώνης και είχαν κοσμικό χαρακτήρα. Η Εκκλησία κατά τους Βυζαντινούς χρόνους απαγόρευε ή απέτρεπε αυτό το έθιμο ως ειδωλολατρικό και το είχε καταδικάσει με απόφαση της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου το 680 μ.Χ. Οι συμμετέχοντες στο έθιμο των Καλάντων αποκαλούνταν «Μηναγύρτες». Με την πάροδο του χρόνου τα Κάλαντα απέκτησαν θρησκευτικό περιεχόμενο, ανάλογο με την κάθε γιορτή.

Σώζονται πολλές παραλλαγές από κάλαντα, άλλα σε δημοτική γλώσσα και άλλα σε μισοκαθαρεύουσα. Ανάλογα με τον τόπο και τις εποχές, τα παιδιά που ψάλλουν τα κάλαντα κρατούν συνήθως πολύχρωμα φαναράκια, καράβια ή εκκλησίες φωτισμένες εσωτερικά, σιδερένια τρίγωνα ή ραβδιά στολισμένα με λουλούδια σαν τους αρχαίους θύρσους. Οι μεγάλοι συνοδεύουν με μουσική υπόκρουση το τραγούδι τους και έχουν μαζί τους και καλάθια, όπου βάζουν τα δώρα που τους φιλεύουν. Τα όργανα που κυριαρχούν είναι η φυσαρμόνικα, το τύμπανο, το τουμπελέκι, η τσαμπούνα και άλλα πνευστά όργανα.

Ο λαός δέχεται με συμπάθεια τους καλαντιστές, που προσδίδουν στις γιορτές ιδιαίτερη χάρη και ευθυμία.

Κάλαντα Πρωτοχρονιάς

 

Πασίγνωστα είναι και τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς:

 

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος…

Πανελλήνια Α'

Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός
άγιος και Πνευματικός,
στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει.
Αγιος Βασίλης έρχεται,
άρχοντες το κατέχετε (ή "και δε μας καταδέχεται"),
από την Καισαρεία,
συ' σαι αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί,
Ζαχαροκάντιο ζυμωτή
χαρτί, χαρτί και καλαμάρι
δες και, δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε,
την μοίρα του την έλεγε
και το, και το χαρτί ωμίλει
Αγιε μου καλέ Βασίλη.

Πανελλήνια Β'

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά, εκκλησιά με τ΄ άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και πνευματικός,
στη γη, στη γη να περπατήσει
και να μας, και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται, (άρχοντες το κατέχετε),
από, από την Καισαρεία, ζησ΄ αρχό, ζήσ' αρχόντισσα κυρία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί, (με το Χριστό το Λυτρωτή),
χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, δες και με, δες κι εμέ το παλικάρι.
Σ΄ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε, πέτρα, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια, χίλια χρόνια να ζήσει.
Και του χρόνου !

Πόντου

Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου κι αρχή του χρόνου.
Πάντα κάλαντα, πάντα του χρόνου πάντα του χρόνου.
Αρχή μήλον εν κι αρχή κυδών εν κι αρχή κυδών εν
Κι αρχή βάλσαμον το μυριγμένον το μυριγμένον.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον ο κόσμος όλον.
Για μύριστ ατό και εσύ αφέντα καλέμ αφέντα.
Λύσον την κεσέ σ και δος παράδας και δος παράδας.
Κι αν ανιοιείς μας χαράν σην πόρτας σ χαράν σην πόρτας σ.
Ευχές Χρόνια Πολλά, πάντα και του χρόνου Καλή χρονία και σ όλα τα σπίτ(ι)α υείαν κι ευλοίαν.

Κρήτης

Ταχειά ταχειά ν' αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου,
αύριο ξημερώνεται τ' Αγίου Βασιλείου.

Πρώτα που βγήκεν ο Χριστός στη γη να περπατήσει,
εβγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες.

Τον πρώτο που χαιρέτησε ήταν o Άγιος Βασίλης
- Καλώς τα κάνεις Βασιλειό, καλόν ζευγάριν έχεις;

-Καλό το λες αφέντη μου καλό και ευλογημένο,
που το 'βλογά η χάρη σου με το δεξιό σου χέρι,
με το δεξιό με το ζερβό με το μαλαματένιο.

-Για πες μου Αη Βασίλη μου πόσα μουζούρια σπέρνεις;

-Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε
ταή και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.

Εθέρισα κι αλώνεψα κι έκαμα χίλια μόδια,
και τα κορκοσκινίσματα χίλια και πεντακόσια.

Μα τ' άλλα δεν εμέτρησα γιατί Χριστός επέρνα,
και κειά που στάθην' ο Χριστός χρυσόν δεντρίν εβγήκεν,

και κειά που μεταπάτησε χρυσό κυπαρισσάκι,
που 'χε στην μέση τον σταυρό και στην κορφή την βρύση,
στα μεσοκλωναράκια του πέρδικα κακαρίζει.

-Κακάριζε κακάριζε πέρδικα κορωνάτη,
μα επά τον έχουν τον υγιό, το μοσχοκανακάρη.
Κρήτης

Ταχιά ταχιά ειν' αρχιμηνιά, ταχιά ειν' αρχή του χρόνου,
ταχιά ειν' όπου περπάτησε αφέντης μου στον κόσμο.

Και βγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες,
κι ο πρώτος που χαιρέτησε ήταν ο Αγιός Βασίλης.

- Ώρα καλή σου βασιλιά τι σπέρνεις την ημέρα,
με το στραβό, με το κουτσό με το στεφανοκέρι;

- Σπέρνω κριθάρι δώδεκα και στάρι δεκαπέντε,
ταγί και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.

Μουζούρι στάρι έσπειρα κάτου στο περιγιάλι,
και ωτί τ' ανεργιαστήκανε περδίκια και λαγούδια.

- Στένω βροχάδες για λαγούς και πλάκες για περδίκια,
ούτε λαγούδια έπιασα, ούτε λαγούδια πιάνω.

Επά που καλαντρίσαμε καλά μας επληρώσαν,
πολλά να έχει τα έχη τους και τα ποδόματά τους.

Και αν έχουν και αρσενικό παιδί στη σέλα καθισμένο,
να σιέται να λυγίζεται να πέφτει το λογάδι,
να το μαζώνει η μάνα του, να 'χει χαρά μεγάλη.

- Άψε Βαΐτσα το κερί, άψε και το λυχνάρι,
και κάτσε και ντουσούντιζε ίντα θα μας εφέρει.

Για πα και για λουκάνικο, κι απ' αγριμιού κομμάτι,
κι από τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι,
κι αν το ‘κανε κι η γαλανή ας είναι ζευγαράκι.

Κρήτης

Καλήν ημέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την Θείαν γέννηση να πω στ' αρχοντικόν σας.

Σήμερον ειν' αρχιμηνιά και είναι και πρώτη ημέρα,
και ήρθε ο Μάρτης και ηύρε μας τον καθαρόν αέρα.

Δώστε μας και τον κόπο μας, ότι ‘ναι ο ορισμός σας,
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.

Κι αν είναι με το θέλημα χρυσή μου περιστέρα,
άνοιξε και την πόρτα σου να πούμε καλησπέρα.

Του χρόνου πάλι να 'ρθουμε μ' υγεία να σας βρούμε,
στο σπίτι σας χαρούμενους κι όλοι να τραγουδούμε.

Και του καιρού χαιράμενοι να ειν' η αφεντιά σας,
ο νοικοκύρης κι η κερά και τα παιδόγγονά σας.

Ταχιά - ταχιά ν' αρχιμηνιά, ταχιά ν' αρχή του χρόνου,
ταχιά ‘ναι που επροπάτηξεν ο Κύριος του Κόσμου.

Εκιά που πέρασε ο Χριστός χρυσά δεντρά ανθούσαν,
κι απάνω στα κλωνάρια τους πέρδικες κελαηδούσαν.

Σε τούτονε τ' αρχοντικό ερέχτηκα και μπήκα,
γιατί ‘ναι τα δοκάρια του μηλιές και κυπαρίσσα.

Μα ακόμη δεν το ηύρηκες το μάνταλο ν' ανοίξεις,
να μας εδώσεις κατιτίς κι ύστερα να σφαλίξεις.

Κι εδά καληνυχτίζουμε κι εσένα πρωταφέντη,
ολοχρονίς στο σπίτι σου ο Θιός καλό να πέμπει.

Ζακύνθου

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος
υγεία αγάπη και χαρά να φέρει ο νέος χρόνος.
Να ζήσει ο κύρης ο καλός, να ζήσει κι η κυρά του
όλα του κόσμου τα καλά να έχει η φαμελιά του.
Να ζήσει τ' αρχοντόπουλο πού 'χει καρδιά μεγάλη
σε μας και στην παρέα μας ένα φλουρί να βγάλει.

Κεφαλληνίας

Άγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει
ο μήνας που μας έρχεται το χρόνο φανερώνει.
Τραλαλά...

Την άδεια γυρεύουμε στο σπίτι σας να μπούμε
τον άγιο με όργανα και με φωνές να πούμε.
Τραλαλά...

Εκοίταξα στον ουρανό και είδα δυο λαμπάδες
και με το καλωσόρισες καλές σας εορτάδες
Τραλαλά...

Και πάλι ξανακοίταξα και είδα δυο στεφάνια
και με το καληνύχτισμα καλά σας Θεοφάνια.
Τραλαλά...

Κερκύρας

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, πρώτη του Γεναρίου,
αύριο ξημερώνεται τ’ Αγίου Βασιλείου.

Άγιος Βασίλης έρχεται, από την Καισαρεία
βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.

Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε:
-Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθε κατεβαίνεις;

-Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω,
να μάθω τ’ Άγια γράμματα και τ’ Άγιο Ευαγγέλιο.

Σ’ αυτήν την πόρτα που ήρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει,
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χρόνια πολλά να ζήσει.

Να ζήσει χρόνους εκατό, και να τους απεράσει,
και στων παιδιών του τις χαρές, κουφέτα να μοιράσει.

Κυρά χρυσή, κυρ’ αργυρή, κυρά μαλαματένια,
που σε χτενίζουν άγγελοι με τα χρυσά τους χτένια.

Άνοιξε το πουγκάκι σου το μαργαριταρένιο,
και δώσε μ’ ένα τάλιρο, ας είναι κι ασημένιο.

Και τώρα καληνύχτα σας, καλό ξημέρωμά σας,
κι ο Άγιος Βασίλειος να είναι βοήθειά σας.

Μακεδονίας

Ήρθε πάλι νέο έτος εις την πρώτη του μηνός
ήρθα να σας χαιρετίσω, δούλος σας ο ταπεινός.
Ο Βασίλειος ο Μέγας ιεράρχης θαυμαστός
εις την οικογένειά σας νά 'ναι πάντα βοηθός.
Τα παιδιά εις το σχολείο να πηγαίνουνε συχνά
να μαθαίνουνε το βίο, της πατρίδας τα ιερά.
Και για τους ξενιτεμένους έχω να σας πω πολλά,
σας αφήνω "καληνύχτα" και του χρόνου με υγειά.

Δυτικής Μακεδονίας

Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει,
σα φέτος και του χρόνου.
Εδώ σε τούτη την αυλή, στο μαρμαροστρωμένο,
εδώ ‘χουν χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια.
Σαν τα μυρμήγκια περπατούν, σαν τα μελίσσια πάνε,
με τη φλογέρα τα λαλούν, με την αντρειά τα διώχνουν.
Χρόνια πολλά, καλή χρονιά στο σπίτι σας.

Ικαρίας

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά,
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιος θρόνος.

Άγιος Βασίλης έρχεται από τον κάβο Πάπα,
βαστάει και στην πλάτη του μια μαλλιαρή θυλάκα,
να βάλει μέσα τα ψωμιά, τις τηγανίτες, τα λεφτά.

Εσένα αφέντη, πρέπει σου καρέκλα καρυδένια,
για ν' ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.

Και πάλι ξαναπρέπει σου, βάλε στραβά το φέσι σου,
και δίπλα το βρακί σου, να σκάσουν οι εχθροί σου.

Πολλά είπαμε τ’ αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας.

Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά ταπανοφρύδα,
που έχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος,
και του κοράκου τα φτερά τα ‘χεις ταπανοφρύδια.

Που όταν λουστείς και χτενιστείς και πας στην εκκλησιά σου,
η στράτα ρόδα γέμισε απ’ την περπατησιά σου.

Πολλά ‘παμε και της κυράς, ας πούμε και της κόρης.

Έχεις και κόρη όμορφη, που δεν έχει ιστορία,
ούτε στην Πόλη βρίσκεται, ούτε στη Βενετία.

Έχεις και κόρη όμορφη, βάλτηνε στο ζεμπίλι,
και κρέμασέτηνε ψηλά, να μη τη φάν’ οι ψύλλοι.

Πολλά ‘παμε, πολλά ‘παμε, μα δε μας εκεράσατε,
κι αν ακόμα θε να πούμε, βάλτε μας κρασί να πιούμε.

Εφάγαμε τον πετεινό, να φάμε και την κότα,
και δώστε το φλουράκι μας, να πάμε σ’ άλλη πόρτα.

Μάνης

Ταχιά ταχιά ειν' αρχιμηνιά,
ταχιά ειν' αρχή τον χρόνου,
αρχή ειν' αρχή τα κάλαντα,
κι αρχή τον Γεναρίου.

Μέσα κοιμάται αφέντης μας,
μαζί με την κυρά μας,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει,
και ποιος να τους ξυπνήσει;

Ξύπνησε, αφέντη, ξύπνησε,
να φάμε και να πιούμε.

Αφέντη πύργος φαίνεσαι,
κι ορθός σαν κυπαρίσσι,
και του ματιού σου η σαϊτιά,
πύργους ξεθεμελιώνει,
πύργους και πετροπήγαδα,
κι αυλές μαρμαρωμένες.

Είπαμε δα τ' αφέντη μας,
ας πούμε της κυράς μας.

Κυρά μαρμαροτράχηλη,
και φεγγαρομαγούλα,
και κρουσταλλίδα του νερού,
και πάχνη από τα χιόνια.

Όπου τον έχεις τον υγιό,
τον λευκοχαναχάρη,
που λούζεις και χτενίζεις τον,
και στο σχολειό τον στέλνεις.

Κι ο δάσκαλος τον έβαλε,
να του χαλαναρχείσει,
κι εξέπασέ του το κερί,
κι έκαψε το χαρτί του,
κι έκαψε και τα ρούχα του,
τα μορφογαζωμένα,
κι ο δάσκαλος τον έδειρε,
με το χρυσό βιτσάρι.

Παίρνει τον το παράπονο,
την άκρην άκρη πάει,
στο δρόμο τον συναπαντούν,
οι δώδεκα Απόστολοι:
«Έλα να φας, έλα να πιεις,
έλα να τραγουδήσεις».

Χίου

Εις αυτό το Νέο Έτος
Βασιλείου εορτήν
ήλθα να σας χαιρετήσω
με την πρέπουσαν ευχήν.

Εύχομαι λοιπόν να ζείτε
χίλια χρόνια ευτυχείς
κι ο Βασίλειος ο Μέγας
πάντα να σας βοηθεί.

Και για τα ξενητεμένα
έχω να ειπώ πολλά
όπου είναι κι όπου στέκουν
να 'χουν την Καλή Χρονιά.

Κι άλλα έτερα σας πρέπουν
μα εγώ δεν ημπορώ
σας αφήνω καλό βράδυ
και του χρόνου με καλό

Χίου

Την καλησπέρα σου 'φερα
έλα να τηνε πάρεις
με ρόδα και τριαντάφυλλα
έλα να τηνε ράνεις.

Έχεις και γιο και μονογιό
και γιο και παλληκάρι
να τον αξιώσει ο Θεός
να κάμει ένα καράβι.

Η πλώρη νάναι μάλαμα,
η πρύμνη νάναι ασήμι
και στα σιδεροκάταρτα
νάν' ο Αγιος Βασίλης.
(για γιο που σπουδάζει)

Κοκώνα μου των κοκονών
κοκώνα των κοκόνων
τον κανακάρη που κρατάς
να κάνεις μ' έναν πόνο.
(για έγκυο γυναίκα)

Νάμουνα πετροκότσυφας
νάχα κερένια μύτη
να σούφερνα το γιόκα σου (ή άντρα σου)
απόψε μέσ' το σπίτι.
(για ξενητεμένο ή ναυτικό)

Ψάξε μεσ'το σακκάκι σου
το χρυσοκεντημένο
κι' άνοιξε το πουγκάκι σου
το μαργαριταρένιο.

Κι' αν έχει ασήμι ρίξε το
αφέντη να το δούμε
κι' αν έχεις και γλυκό κρασί
φέρε το να το πιούμε.

Σ' αυτό το σπίτι πούρθαμε
τα ράφια είν' ασημένια
τού χρόνου σαν ξανάρθουμε
νάναι μαλαματένια.

Σ' αυτό το σπίτι πούρθαμε
πέτρα να μη ραγίσει
κι' ο νοικοκύρης κι' η κυρά
χρόνια πολλά να ζήσει.

Σάμου

Άγιος Βασίλης έρχεται
ποπίσω απ' το καμάρι
βαστά μυζήθρες και τυριά
βαστά κι ένα γκινάρι

Εμείς εδώ δεν ήρθαμε
να φάμε και να πιούμε
μον' έχεις κόρην έμορφην
κι ήρθαμε να την δούμε

Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε

Αν έχεις κόρην έμορφην
βάλτηνε στο ζιμπίλι
και κρέμασέ τηνε ψηλά
να μην τη φαν' οι ψύλλοι

Σ' αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
τα ράφια ειν' ασημένια
του χρόνου σαν και σήμερα
να ‘ναι μαλαματένια

Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε

Τήνου

Εις αυτό το νέο έτος
Βασιλείου εορτή
ήρθα να σας χαιρετήσω
με την πρέπουσα ευχή.

Πρώτον αρχινώ και λέγω
και θερμώς παρακαλώ
να διέλθητε μ' υγεία
μ' όλο σας τ' αρχοντικό.

Και για τους ξενιτεμένους
έχω να ειπώ πολλά
όπου είναι και βρίσκονται
να' χουν την καλή χρονιά.

Κι άλλα έτερα σας πρέπουν
να ειπώ δεν ημπορώ
σας αφήνω «καληνύχτα» και του χρόνου με καλό.

Κάλαντα Φώτων (Θεοφανίων)

 

Λιγότερο γνωστά είναι τα κάλαντα των Θεοφανίων (Των Φώτων):

 

Σήμερα τα φώτα κι ο Φωτισμός
Και χαρά μεγάλη κι αγιασμός…

Πανελλήνια

Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός
η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ' η κυρά μας η Παναγιά.
Όργανo βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Άϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν' ανεβώ επάνω στον ουρανό
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Καλημέρα, καλημέρα,
Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.

Πανελλήνια

Σήμερα τα Φώτα και φωτισμός,
και χαρά μεγάλη στον αφέντη μας.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό,
είναι η Μαρία η Δέσποινα.
Με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα,
και τον Άγιο Γιάννη παρακαλεί.
Άγιε μου Γιάννη και Πρόδρομε,
δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί,
και να παραδώσεις Χριστού ψυχή.
Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ,
και τον Κύριό μου παρακαλώ.
Αύριο θ’ ανέβω στους ουρανούς
να καταπατήσω τα είδωλα.

Πανελλήνια

Σήμερα είναι τα Φώτα και οι Φωτεινές
και χαρές μεγάλες τ' αφέντη μας.

Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθεται η κυρά μας η Παναγιά.

Κάθεται η κυρά μας η Παναγιά,
με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα.

Με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα,
σπάργα - σπαργανίζει Θεού παιδί.

Του αφέντη Αϊ Γιάννη παρακαλεί,
για να ρίξει δρόσο στη γη, στη γη.

Για να ρίξει δρόσο στη γη, στη γη,
ν’ αγιαστούνε οι βρύσες και τα νερά.

Ν’ αγιαστούνε οι βρύσες και τα νερά,
ν’ αγιαστεί κι ο αφέντης με την κυρά.

Καλή μέρα καλησπέρα, καλή σου μέρα αφέντη.

Πέντε κρατάνε τ’ άλογο και δέκα την ασκάλα,
και δεκαοχτώ παρακαλούν βρ’ αφέντη μ’ καβαλίκα.

Καβαλικεύεις χαίρεσαι, πεζεύεις καμαρώνεις,
κι όπου πατήσει τ’ άλογο πηγάδια φανερώνει,
πηγάδια πετροπήγαδα, κι αυλές μαρμαρωμένες.

Πολλά είπαμε του αφέντη μας, ας πούμε και στην κυρά μας.

Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα,
κυρά μου τα παιδάκια σου, τα μοσχομυρισμένα,
η Παναγιά σού τα ‘δωσε κι ο Θεός να στα χαρίσει.

Να κάνεις γάμους και χαρές, ξεφάντωσες μεγάλες,
να στήσεις κι άσπρο φλάμπουρο στη μέση στην αυλή σου,
να χαίρονται οι φίλοι σου, να σκάζουν οι εχτροί σου.

Μακεδονίας

Σήμερα τα Φώτα κι οι φωτισμοί
και χαρές μεγάλες και αγιασμοί.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό,
κάθεται η Κυρά μας η Παναγιά.
Σπάργανα βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ - Γιάννη παρακαλεί:
-Άγιε Γιάννη Αφέντη και Βαπτιστή,
δύνασαι βαπτίσεις Θεού παιδί;
-Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
και τον Κύριό μου παρακαλώ.
Ν΄ ανέβω πάνω στον ουρανό,
Να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
-Άγιε Γιάννη Αφέντη και Βαπτιστή,
έλα να βαπτίσεις Θεού παιδί.
Ν΄ αγιαστούν οι κάμποι και τα νερά,
Ν΄ αγιαστεί κι ο αφέντης με την κυρά.
σφάξαμε τον πετεινό, είδαμε τα Φώτα,
δώστε μας το μπαξίσι μας, να πάμε σ' άλλη πόρτα

Πόντου

Από της ερήμου ο Πρόδρομος ήλθε να βαπτίσει τον Κυριόν.
Βέβαιον Βασιλέα εβάπτισε, Υιόν και Θεόν ομολόγησε.
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε.
Δόξα εν υψιστοίς εκρούγαζαν, Κύριον και Θεόν ομολόγησαν.

Έλεγεν ο κόσμος τον κύριον να αναγέννηση τον άνθρωπον.
Ζήτησον και σώσον το πρόβατον, το απωλωλός ω θεάνθρωπε.
Ήλθε κηρυττόμενον έβλεπε, απορών εφάνη ο Πρόδρομος.
Θες μοι την παλάμην σου Πρόδρομε, βάπτισον ευθύς τον Δεσπότην σου.

Ιορδάνη ρεύσε τα νάματα, ιν ανασκίρτησή τα ύδατα.
Κεφαλάς δρακόντων σενέθλασε, των κακοφρονούντων ο Κύριος.
Λέγουσιν οι Άγγελοι σήμερον Χριστός τον κόσμον ερώτησε.
Μέγα και φρικτόν το μυστήριον δούλος τον δεσπότη εβάπτισε.

Νους ο Ιωάννης ο Πρόδρομος μέγας, να βαπτίση τον Κύριο.
Ξένος ο προφήτης ο Πρόδρομος μέγας, γα βάπτιση τον Κύριο.
Όλον τον Αδάμ ανεκάλεσε ο των όλων κτίστης και Κύριος.
Παναγία, Δέσποινα του παντός, σώσον τους εις Σε προσκυνούντας νυν.

Ρείθρα Ιορδάνη, αγάλλεσθε την πορείαν άλλως λαμβάνετε.
Σήμερον ο κτίστης δεδόξαστα δι' αυτό το μέγα μυστήριον.
Τρεις γαρ υποστάσεις εγνώκαμεν Πατρός και Υιού και του Πνεύματος.
Υπό Αρχαγγέλων υμνούμενον, υπό Σεραφείμ δοξαζόμενον.

Ως γαρ τοις εν σκότει επέλαμψε όταν ο Χριστός εβαπτίζετο.
Χαίροντες και χείρας προσάγοντες και λαμπρών ο ανήγυριν άγογτες.
Ψάλλοντες Χριστόν τον Θεόν ημών, δέξασθε λουτήρα βαπτίσματος.
Ο Θεός των όλων και Κύριος ζωή σας υγείαν και χαίρεσθε.

Σαντορίνης

Περικαλώ σας δώστε μου άδεια ν’ αρχινίσω,
τα φωτοκάλαντα να πω να σας καλησπερίσω.

Χίλια καλησπερίσματα φέρνω στην αφεντιά σας,
και του καιρού σας αύριο να ’χετε την υγειά σας.

Αν ίσως και ορίζετε κι είναι με θέλησή σας,
τα φωτοκάλαντα να πω στην πόρτα την δική σας.

Μηνύματα χαρμόσυνα ήρθαμε να σας πούμε,
πως ο Χριστός βαφτίζεται και πρέπει να χαρούμε.

Πως ήταν Θεοφάνεια ανθρώπου σωτηρία,
που καθαρίζουν τας ψυχάς από τας αμαρτίας.

Δεν είναι τούτη εορτή οσάν την περασμένη,
είναι μεγάλη και τρανή και δοξολογημένη.

Γιατί κατέβει ο Χριστός διά φιλανθρωπία,
ήρθες Χριστέ να βαπτιστείς χωρίς να έχεις χρεία.

Σπήλαιον πενιχρότατον και φάτνη των προβάτων,
ήρθες Χριστέ να γεννηθείς ως θαύμα των θαυμάτων.

Με σπάργανα σε τύλιξε η Δέσποινα η κυρία,
υμνούμεν, προσκυνούμεν σε υπέρμαχε Μαρία.

Στις 25 Δεκεμβρίου ήλθες και εγεννήθεις
και εις την πρώτην του μηνός σαρκός περιτομήθεις.

Ο μήνας έχει σήμερον έξι Ιανουαρίου
και όλοι εορτάζουμε τα Φώτα του Κυρίου.

Γιατί κατέβει ο Χριστός τούτο να τελειώσει,
την αμαρτία του Αδάμ να σβήσει και να λειώσει.

Σήμερα είναι των Φωτών π’ αγιάζουνε τον κόσμο,
και οι παπάδες περπατούν με το σταυρό στο δρόμο.

Και μες στα σπίτια μπαίνουσι και λεν τον Ιορδάνη,
βοήθεια να τον έχουμε τον Άγιο Ιωάννη.

Σαν μπήκε μες στον ποταμό ζητά τον Ιωάννη,
να τον βαπτίσει γλήγορα στο Άγιο ποτάμι.

Έλα Προφήτα γλήγορα διά να με βαπτίσεις,
και στην Αγία μου κορφή την χείρα σου ν’ αφήσεις.

Δεν είμαι άξιος Χριστέ εγώ να σε βαφτίσω,
και στην Αγία σου κορφή τη χείρα μου ν’ αφήσω.

Μάλιστα εγώ χρειάζομαι να βαφτιστώ από σένα,
ευλόγησε με δέσποτα, συγχώρεσε και μένα.

Σαν μπήκε μες στον ποταμό διά να τον βαπτίσει,
ο Ιορδάνης στράφηκε πίσω για να γυρίσει.

Άγγελοι και αρχάγγελοι εκεί περιπατούσαν
σκυμμένα τα κεφάλια τους και τον επροσκυνούσαν.

Και μέγα θαύμα έγινε όπου δεν έχει ταίρι
οι ουρανοί ανοίξανε και βγήκε περιστέρι.

Το Άγιο πνεύμα ήτονε διά να μαρτυρήσει
Υιός Θεού βαπτίζεται σ’ Ανατολή και Δύση.

Και τα νερά ευλόγησε, τις βρύσες, τα πηγάδια,
της οικουμένης τα δεντρά, κάμπους, βουνά, λαγκάδια.

Σήμερον ο αόρατος του ουρανού ο κτίστης,
στον Ιορδάνη ποταμό ήρθε και εβαπτίσθει.

Σήμερα ο μέγας Πρόδρομος Υιός του Ζαχαρίου,
τον Ιησού εβάπτισε τα Άγια του Αγίου.

Η θάλασσα ημέρωσε όπου ήταν αγριεμένη,
σαν μπήκε εις τον ποταμό ευρέθει μερωμένη.

Για τούτο μέχρι σήμερα οι ναύτες το κρατούνε,
σαν βαφτιστούνε τα νερά στο πέλαγος να μπούνε.

Αχ και να είμαστε κι εμείς στον Άγιο Ιορδάνη,
να ελουζόμαστε και εμείς στο Άγιο ποτάμι.

Μας λέγει το Ευαγγέλιο και του Χριστού το στόμα,
όποιος δεν λάβει βάπτισμα χάνει ψυχή και σώμα.

Του χρόνου να ’χουμε την γεια να ’ρθούμε να σας βρούμε,
χαρούμενους, καλόκαρδους να σας τα ξ α ν α π ο ύ μ ε.

Κεφαλληνίας

Μικρός μικρός στη Βηθλεέμ σπηλαίω εντός ετέθη,
και τώρα άνδρας τέλειος στον Ιορδάνη τρέχει,
με ένα καμηλόδερμα ήτανε τυλιγμένος,
με ένα καμηλόδερμα ήτανε τυλιγμένος,
και με τη ζώνη του Χριστού ήταν περιζωσμένος.

Εκοίταξα στον ουρανό κι είδα σταυρό στη μέση,
κι απ’ όλα τα ονόματα (εδώ μπαίνει το όνομα του νοικοκύρη του σπιτιού) μου αρέσει,
και πάλι ματακοίταξα κι είδα ένα δυο στεφάνια,
και με το καλονύχτισμα καλά σας Θεοφάνια.

Κάσου

Δεν είναι τούτη η γιορτή ωσάν την περασμένη,
μόνον η μέρα η φρικτή η δοξολογημένη,
που οι παπάδες πορπατούν με το σταυρό στο χέρι,
και μπαίνουν μες τα σπήλαια και λεν τον Ιορδάνη.

Βοήθεια να έχετε τον Μέγαν Ιωάννη.

Κάτου στα Γεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφον,
εκεί δένδρον εν ύπηρχε, δένδρον εξεφυτρώθη,
στη μέση κάθετ’ ο Χριστός, στην άκρα η Παναγία,
και τα περικλωνάρια του Αγγέλοι κι Αρχαγγέλοι.

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου