Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 27 Φεβ 2021
Μέγας Κωνσταντίνος (272-337), γνωστός και ως Κωνσταντίνος Α΄ ή Άγιος Κωνσταντίνος
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
 
 
 
Ο Μέγας Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Aurelius Constantinus, 27 Φεβρουαρίου 272 – 22 Μαΐου 337), γνωστός και ως Κωνσταντίνος Α΄ ή Άγιος Κωνσταντίνος (στην Ορθόδοξη Εκκλησία και ως Ισαπόστολος) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 306 έως το 337. Ήταν γιος του Φλάβιου Βαλέριου Κωνστάντιου και της συζύγου του, Ελένης. Ο πατέρας του έγινε καίσαρας, αναπληρωτής αυτοκράτορας στη δύση το 293. Είχε θρακική-ιλλυρική καταγωγή. Ήταν αυτοκράτορας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 312 έως το 324 και μονοκράτορας από το 324 έως το 337.
Constantine I Hagia Sophia.jpg
 
Έμεινε γνωστός για τρεις κοσμοϊστορικές αποφάσεις του:
 
Υπέγραψε το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ. με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή ανεξιθρησκίας. Έτσι, για πρώτη φορά ο Χριστιανισμός βρισκόταν υπό την προστασία του αυτοκράτορος (σημ. Ο Μ. Κωνσταντίνος δεν ανακήρυξε το Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, όπως λανθασμένα αναφέρεται κάποιες φορές. Αυτό το έπραξε αρκετά χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος). Με την κίνηση αυτή ο διορατικός Μέγας Κωνσταντίνος συνέχιζε την πολιτική του Γαλέριου, που αντιλαμβανόμενος πως οι διωγμοί κάθε άλλο παρά συνέβαλλαν στην εδραίωση της εσωτερικής ειρήνης (Pax Romana), το 311 μ.Χ. τους κατέπαυσε με διάταγμα και εν συνεχεία στα Μεδιόλανα νομιμοποίησε τον Χριστιανισμό ως «επιτρεπομένη θρησκεία», οι οπαδοί της οποίας όφειλαν να προσεύχονται στον δικό τους Θεό για την ευτυχία του κράτους.
Μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
Συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, την πλέον καθοριστική για την μετέπειτα εξέλιξη της παγκόσμιας Χριστιανικής Εκκλησίας.
Γεννήθηκε στη Ναϊσσό στις 27 Φεβρουαρίου του 272. Γονείς του Κωνσταντίνου ήταν ο Ρωμαίος Καίσαρας Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός (Aurelius Valerius Constantius), που ανήκε πιθανόν σε οικογένεια Ιλλυριών, και η Ελένη (μετέπειτα Αγία Ελένη, η Ισαπόστολος), κόρη ξενοδόχου. Ο Κωνστάντιος ήταν μάλλον ταπεινής καταγωγής, παρά τους ισχυρισμούς του γιου του ότι καταγόταν από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο Β΄ και η Ελένη κόρη κάποιου πανδοχέα από το Δρέπανο της Βιθυνίας. Όταν γνωρίστηκαν στη γενέτειρα της Ελένης, το 270 μ.Χ., ο Κωνστάντιος είχε ήδη ανέλθει στην ιεραρχία του ρωμαϊκού στρατού και του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του «δούκα» (dux, ηγεμών).
 
Η Ελένη ακολούθησε το σύντροφό της στις εκστρατείες του στη Γερμανία και στη Βρετανία και περίπου το 274 μ.Χ., στη Ναϊσσό της Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας), γέννησε το γιο τους Κωνσταντίνο, στην πόλη από όπου καταγόταν και ο σύζυγός της. Η χρονολογία γέννησης του Κωνσταντίνου αποτελεί θέμα προς έρευνα για τους ιστορικούς, αφού δεν έχει προσδιορισθεί επακριβώς. Άλλες χρονολογίες που προτείνονται είναι το 271, το 272 ή το 273, ενώ κάποιοι τοποθετούν τη γέννησή του ακόμη και 10 χρόνια μετά, περίπου δηλαδή στα 285 μ.Χ. Τον πρώτο καιρό ο Κωνσταντίνος έζησε κοντά στον πατέρα του, παρακολουθώντας τους στρατιωτικούς του αγώνες. Στο περιβάλλον του Κωνστάντιου ο Κωνσταντίνος έλαβε τη στρατιωτική εκπαίδευση και έμαθε τα εγκύκλια γράμματα.

Άγαλμα του Κωνσταντίνου Α΄ στην Υόρκη (Γιορκ), όπου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας

 
Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός προέβη στη διοικητική μεταρρύθμιση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εισάγοντας το θεσμό της «τετραρχίας» και το 293 μ.Χ. όρισε τον Κωνστάντιο Α΄ Χλωρό Καίσαρα της Γαλατίας, της Ισπανίας και της Βρετανίας (των δυτικών επαρχιών). Ο νόμος όμως απαγόρευε σε ανώτατους αξιωματούχους να είναι παντρεμένοι με γυναίκες ταπεινής καταγωγής. Έτσι ο Κωνστάντιος χώρισε, ύστερα από «έδικτο» (αυτοκρατορικό διάταγμα) του Διοκλητιανού, την Ελένη και παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, συγγενή του Μαξιμιανού, Αυγούστου της Δύσης. Ο γιος του Κωνσταντίνος και η Ελένη παρέμειναν στη Νικομήδεια, όμηροι του Διοκλητιανού και του Καίσαρα της Ανατολής Γαλέριου, για να εξασφαλιστεί η πίστη του Κωνστάντιου.
 
Στο περιβάλλον του Διοκλητιανού, όπου έμεινε για πολλά χρόνια, ο Κωνσταντίνος συμπλήρωσε τη μόρφωσή του δίπλα σε αξιόλογους λογίους. Η παλιότερη άποψη ότι ο Κωνσταντίνος στερείτο μόρφωσης δεν είναι πια αποδεκτή. Πολλά χρόνια αργότερα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μόρφωση των δικών του παιδιών και αυτό υποδεικνύει άνθρωπο που αναγνώριζε και εκτιμούσε τα αγαθά της μόρφωσης. Ταυτόχρονα συμμετείχε στις εκστρατείες του Διοκλητιανού και του Γαλέριου και ανήλθε στο βαθμό του «τριβούνου» (Tribunus, διοικούσε την αυτοκρατορική σωματοφυλακή και τις βοηθητικές κοόρτεις).
 
Στην αυλή του αυτοκράτορα ο νεαρός Κωνσταντίνος ξεχώρισε και επιβλήθηκε με την εντυπωσιακή του εμφάνιση και τα σωματικά χαρίσματα, τις φυσικές δεξιότητες, τις διοικητικές ικανότητες, το αυξημένο αίσθημα καθήκοντος, την ευγένεια τρόπων και συμπεριφοράς. Όλα αυτά καθιστούσαν αισθητή την παρουσία του και ο Κωνσταντίνος κέρδισε την ιδιαίτερη εύνοια του Διοκλητιανού.
 
Ένα περιστατικό είναι ενδεικτικό της ορμητικότητας και του οξύθυμου χαρακτήρα του Κωνσταντίνου, που δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ και που, όπως θα δούμε, τον οδήγησαν σε σκληρές αποφάσεις, οι οποίες σημάδεψαν την οικογενειακή του ζωή: Ο Καίσαρας Γαλέριος γιόρταζε τη νικηφόρα εκστρατεία του εναντίον των Περσών με θηριομαχίες στην αρένα της Νικομήδειας, τις οποίες παρακολουθούσε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, όλοι οι ανώτατοι αξιωματούχοι, μεταξύ τους ο Κωνσταντίνος και βέβαια ο λαός. Ο Γαλέριος, που στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου διέβλεπε έναν ικανότατο μελλοντικό αντίπαλο, με τον ανιψιό του Μαξιμίνο Δάια αμφισβήτησαν το θάρρος του Κωνσταντίνου και τον προκάλεσαν να αντιμετωπίσει ένα λιοντάρι Νουμιδίας, για να αποδείξει τις ικανότητές του. Ο Κωνσταντίνος, οργισμένος για τη δημόσια προσβολή του Γαλερίου, αποδέχτηκε την πρόκληση, παρά τις ρητές αντιρρήσεις του Διοκλητιανού, ο οποίος φοβόταν για τη ζωή του νεαρού αξιωματικού του. Ο Κωνσταντίνος σκότωσε το λιοντάρι μέσα στην αρένα, κάτω από τις επευφημίες του πλήθους, που εύλογα δεν ήταν συνηθισμένο να βλέπει τους γιους της ανώτατης στρατιωτικής και διοικητικής αριστοκρατίας να συμμετέχουν στις άγριες επικίνδυνες θηριομαχίες.
 
Δίπλα στον Διοκλητιανό ο Κωνσταντίνος έζησε από κοντά έναν από τους μεγαλύτερους διωγμούς εναντίον των χριστιανών, τα βασανιστήρια και τις δημόσιες εκτελέσεις των οπαδών της νέας θρησκείας, που ξεκίνησε με το «έδικτο» του αυτοκράτορα το 303 μ.Χ. από τη Νικομήδεια. Η χριστιανή μητέρα του και ο πατέρας του, που παρέβλεπε όλα τα διατάγματα κατά του Χριστιανισμού και δεν κατεδίωξε ποτέ τους χριστιανούς, πρέπει να λειτούργησαν ως αντίβαρο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νεαρού τριβούνου.

Η πορεία προς τη μονοκρατορία

Η Βασιλική (“Basilica”) ήταν η αίθουσα του θρόνου του Μεγάλου Κωνσταντίνου στο Τριρ

 
Το 305 μ.Χ. o Διοκλητιανός, λόγω γήρατος, παραιτήθηκε από το θρόνο του πείθοντας και το συναυτοκράτορά του στη Δύση Μαξιμιανό να πράξει το ίδιο. Έτσι οι δύο καίσαρες της Ανατολής και της Δύσης, ο Γαλέριος και ο Κωνστάντιος Χλωρός αντίστοιχα, έλαβαν τον τίτλο του «Αυγούστου». Ο Γαλέριος, ως Αύγουστος της Ανατολής, έπρεπε να ορίσει τους δύο νέους καίσαρες των ανατολικών και δυτικών επαρχιών. Παρά τη γενική προσμονή ότι ο Κωνσταντίνος θα έπαιρνε τον τίτλο του καίσαρα, ώστε να μπορέσει να διαδεχθεί αργότερα τον πατέρα του, ο Γαλέριος τον παρέκαμψε, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του δημιουργώντας συμμαχίες. Έτσι όρισε Καίσαρα της Ανατολής τον ανιψιό του Μαξιμίνο Δάια και το φίλο του Σεβήρο Καίσαρα στη Δύση. Ο Κωνσταντίνος παρέμεινε όμηρος του Γαλέριου.
 
Τον ίδιο χρόνο όμως (305) ο Κωνσταντίνος κατόρθωσε να αποσπάσει την άδεια του Γαλέριου να μεταβεί στη Δύση, πιθανόν προφασιζόμενος κάποια ασθένεια του Κωνστάντιου. Ο Κωνσταντίνος τότε έσπευσε να συναντηθεί με τον πατέρα του στην πόλη Αυγούστα των Τρεβήρων (σημ. Τριρ της Γερμανίας). Από εκεί, ο γιος συνόδευσε τον πατέρα του στη νικηφόρα εκστρατεία στη Βρετανία. Ο Κωνσταντίνος διακρίθηκε και κέρδισε την εμπιστοσύνη του Κωνστάντιου και το θαυμασμό του στρατού για τις εξαιρετικές διοικητικές και στρατηγικές του ικανότητες.
 

Tα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά λουτρά στη σύγχρονη Τριρ («Kaiserthermen»)

Στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ., όταν ο Κωνστάντιος πέθανε, οι λεγεώνες στο Εβόρακο (Eboracum, σημερινό Γιορκ) ανακήρυξαν με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις Αύγουστο τον Κωνσταντίνο. Οι επαρχίες που θα διοικούσε ήταν η Βρετανία και η Γαλατία. Από τη Βρετανία, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στους Τρεβήρους, που παρέμεινε η έδρα της επικράτειάς του για τα επόμενα έξι χρόνια. Στη σύγχρονη πόλη της Τριρ τα αυτοκρατορικά λουτρά («Kaiserthermen») και η μονόκλιτη βασιλική (Basilika), η αίθουσα του θρόνου (Αula Ρalatina), μαρτυρούν ως τις μέρες μας για τη διαμονή του Κωνσταντίνου στην πόλη.

Εσωτερικό της «Βασιλικής», της μονόκλιτης αίθουσας του θρόνου του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έχει μετατραπεί σε ναό και η UNESCO την έχει χαρακτηρίσει «μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς»

 
Την ίδια περίοδο η Σύγκλητος και η Πραιτοριανή Φρουρά συμμάχησαν με το Μαξέντιο στη Ρώμη, γιο του Μαξιμιανού, και τον ανακήρυξαν αρχικά «πρίγκιπα» (princeps) και στη συνέχεια Αύγουστο. Ο Μαξέντιος ανακάλεσε τότε τον πατέρα του στο θρόνο και τον έχρισε συναυτοκράτορά του, για να εξασφαλίσει την υποστήριξή του. Το Νοέμβριο του 307 έλαβε στην Ανατολή τον τίτλο του Αυγούστου και ο Λικίνιος, έμπιστος φίλος του Γαλέριου.
 
Ο Γαλέριος αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον τίτλο του Αυγούστου στον Κωνσταντίνο, του παραχώρησε μόνο τον τίτλο του Καίσαρα. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί έτσι εύκολα από τις φιλοδοξίες του. Προσπάθησε λοιπόν να τον αποδεχθεί ο Γαλέριος. Για το σκοπό αυτό επιδίωξε να συγγενέψει με τους δύο αυτοκράτορες Μαξιμιανό και Μαξέντιο. Το 307 μ.Χ. χώρισε τη γυναίκα του Μινερβίνη (κατά άλλους, παλλακίδα του) με την οποία είχε αποκτήσει ένα γιο, τον Κρίσπο, και παντρεύτηκε στους Τρεβήρους την κόρη του Μαξιμιανού και αδερφή του Μαξέντιου, την όμορφη Φαύστα. Ο Γαλέριος δεν θεώρησε επαρκείς τις προϋποθέσεις αυτές και εξακολουθούσε να αναγνωρίζει στον Κωνσταντίνο τον τίτλο του Καίσαρα, όχι όμως και του Αυγούστου.
 
Γενικά τα χρόνια αυτά σημαδεύτηκαν από μία εξαιρετική αναρχία, κατά την οποία όσοι είχαν λάβει τον τίτλο του Καίσαρα, έπειτα από την παραίτηση του Διοκλητιανού, αναγορεύτηκαν αργότερα Αύγουστοι και αναλώθηκαν σε αγώνες ο ένας εναντίον του άλλου. Τελικά παρέμειναν Αύγουστοι: ο Κωνσταντίνος στη Βρετανία και Γαλατία, ο Μαξιμιανός και ο Μαξέντιος στις επαρχίες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Δυτικής Αφρικής, ο Λικίνιος στην επαρχία της Παννονίας, της Ραιτίας, της Δαλματίας, του Νωρικού, και της Βαλερίας, ο Μαξιμίνος στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας, στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στην Αίγυπτο και στη Λιβύη, ο Γαλέριος σε ολόκληρη την Ανατολή (στην επικράτειά του περιλαμβανόταν και η σημερινή Ελλάδα). Έτσι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε πέντε αυτοκράτορες. Οι φιλοδοξίες του καθενός καθιστούσαν αναπόφευκτη μια μακρά περίοδο σκληρών και πολυμέτωπων συγκρούσεων, που θα έκριναν ποιος θα κυβερνούσε ως μονοκράτορας την αχανή αυτοκρατορία.

Ο Κωνσταντίνος και ο Μαξιμιανός

Ο πρώτος που θέλησε να αντιμετωπίσει τον Κωνσταντίνο ήταν ο Μαξιμιανός, μέσα από μια σειρά δολοπλοκιών. Το 308 μ.Χ. ο γέρος αυτοκράτορας προσπάθησε να πείσει το γιο του Μαξέντιο να τον αναγνωρίσει ως «ύπατο Αύγουστο». Ο Μαξέντιος όμως αρνήθηκε και ο Μαξιμιανός προσπάθησε να εκθρονίσει το γιο του με τη βία, αλλά δεν τα κατάφερε.

Στα τέλη του 308, στη σύνοδο όλων των Αυγούστων στο Καρνούντο (Carnuntum) υπό τον παραιτηθέντα αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο Μαξιμιανός προσπάθησε να πείσει το Διοκλητιανό να ξαναφορέσει την πορφύρα, ώστε να συμβασιλεύσουν. Και πάλι όμως απέτυχε και μάλιστα ο Διοκλητιανός τον εξανάγκασε σε παραίτηση από τον τίτλο του Αυγούστου. Τότε ο Μαξιμιανός κατέφυγε στο γαμπρό του Κωνσταντίνο στη Γαλατία.

Ο Κωνσταντίνος καλοδέχτηκε το Μαξιμιανό και του απόδωσε όλες τις τιμές που άρμοζαν σε έναν τέως αυτοκράτορα. Γενικά φαίνεται πως του συμπεριφερόταν όπως ένας γιος σε πατέρα (όπως έχει προαναφερθεί, ο Κωνσταντίνος είχε παντρευτεί την κόρη του Μαξιμιανού Φαύστα). Ο Μαξιμιανός όμως εξακολουθούσε να ονειρεύεται την πορφύρα και σχεδίαζε να σφετεριστεί την εξουσία του Κωνσταντίνου.

Κεφάλι κολοσσικού αγάλματος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Μουσεία Καπιτωλίου – Αυλή του Παλατιού των Συγκλητικών (Palazzo dei Conservatori) στη Ρώμη, περ. 330 μ.Χ.

Η ευκαιρία παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 310, κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης των Φράγκων. Ο Κωνσταντίνος με ένα τμήμα του στρατού του αναχώρησε για να καταστείλει την εξέγερση. Τότε ο Μαξιμιανός διέδωσε πως τάχα ο Κωνσταντίνος σκοτώθηκε σε κάποια μάχη, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και προσπάθησε με χρήματα να εξασφαλίσει την πίστη των στρατιωτών στο πρόσωπό του. Εμπιστεύτηκε όμως τα σχέδια αυτά στην κόρη του κι εκείνη κατόρθωσε να ειδοποιήσει των Κωνσταντίνο.

Ο Κωνσταντίνος τότε, τον Ιούλιο 310, έσπευσε νότια και κατέλαβε την Αρελάτη (σημ. Αρλ), για να εμποδίσει τον Μαξιμιανό να οργανώσει καλά την άμυνά του. Ο Μαξιμιανός κλείστηκε στα τείχη της Μασσαλίας. Ο Κωνσταντίνος πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη και αιχμαλώτισε το Μαξιμιανό. Για χάρη όμως της Φαύστας συγχώρεσε τον πεθερό του, του αφαίρεσε όμως την πορφύρα και τις τιμές που αποδίδονταν σε αυτοκράτορες.

Φαίνεται όμως ότι ο Μαξιμιανός δεν μπορούσε να εννοήσει ότι η εποχή της δύναμής του είχε παρέλθει. Έτσι προσπάθησε να δολοφονήσει τον Κωνσταντίνο, ενώ εκείνος κοιμόταν. Για άλλη μια φορά ενέπλεξε τη Φαύστα στις δολοπλοκίες του, προφανώς αγνοώντας το ρόλο που είχε παίξει η κόρη του στην αποτυχία του πρώτου σχεδίου. Εκείνη και πάλι προτίμησε τον άντρα της από τον πατέρα της και αποκάλυψε τα πάντα στον Κωνσταντίνο. Ο Μαξιμιανός συνελήφθη και λίγο καιρό αργότερα βρέθηκε απαγχονισμένος στο δωμάτιό του.

Ο Κωνσταντίνος υποστήριζε σταθερά ότι ο πεθερός του αυτοκτόνησε, ενώ ο Μαξέντιος, ο γιος του Μαξιμιανού, κατηγορούσε τον Κωνσταντίνο για το θάνατο του πατέρα του. Οι ιστορικοί θεωρούν πάρα πολύ πιθανό να ήταν η Φαύστα εκείνη που παρακίνησε τον Κωνσταντίνο να εκτελέσει τον πατέρα της, κρίνοντας από τη στάση που τήρησε απέναντι στο Μαξιμιανό και τον Κωνσταντίνο. Την ίδια περίοδο που ο Κωνσταντίνος αντιμετώπιζε το Μαξιμιανό, οι υπόλοιποι Αύγουστοι στην Ανατολή αλληλοεξοντώθηκαν σε εμφύλιους πολέμους. Αυτοί που παρέμειναν στην εξουσία ήταν ο Μαξέντιος, ο οποίος κατείχε την Ιταλία και την Αφρική, ο Λικίνιος που διοικούσε όλα τα ανατολικά τμήματα και βέβαια ο Κωνσταντίνος στη Δύση, ο οποίος το 310 προσάρτησε και την Ισπανία στα εδάφη του, αποσπώντας την από το Μαξέντιο.

Ο Μαξέντιος, έχοντας επιβιώσει από τις επιβουλές του πατέρα του Μαξιμιανού, την εξέγερση του Λεύκιου Δομίτιου Αλεξάνδρου, επιτρόπου της Αφρικής, και τις εναντίον του εκστρατείες των Αυγούστων Σεβήρου και Γαλέριου, θεωρούσε ότι ο επόμενος αντίπαλος που θα αντιμετώπιζε ήταν ο Αύγουστος της Ανατολής Λικίνιος. Για να είναι έτοιμος σε μια επικείμενη επίθεση, ο Μαξέντιος άρχισε να οχυρώνει την περιοχή της Ραιτίας. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι ο κύριος αντίπαλός του ήταν ο Κωνσταντίνος, ο οποίος ήθελε να εξουδετερώσει το Μαξέντιο, ώστε να παραμείνει απόλυτος κύριος της Δύσης.

Ο Μαξέντιος σχεδίαζε να εισβάλει αιφνιδιαστικά στη Γαλατία, ο Κωνσταντίνος όμως τον πρόλαβε, συγκέντρωσε στρατό, πέρασε τις Άλπεις και εισέβαλε στην Ιταλία την άνοιξη του 312. Νίκησε εύκολα στρατιωτικές μονάδες στο Πεδεμόντιο και άρχισε να κινείται νότια. Κατέλαβε τη Βερόνα και την Ακυληία (πόλεις της βόρειας Ιταλίας). Το Σεπτέμβριο του 312, πραγματοποίησε θριαμβευτική είσοδο στα Μεδιόλανα και στη συνέχεια κινήθηκε προς τη Ρώμη, για να δώσει την αποφασιστική μάχη. Στην πορεία αυτή ενίσχυσε το στρατό του στρατολογώντας από τους ντόπιους πληθυσμούς, χωρίς να προβαίνει σε διακρίσεις μεταξύ εθνικών και χριστιανών. Η συμπεριφορά αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των χριστιανών, καθώς την θεώρησαν ενδεικτική της στάσης που θα κρατούσε ο νέος αυτοκράτορας έναντι του Χριστιανισμού και των πιστών του, αν και ο ίδιος ήταν ακόμη πιστός στους θεούς της Ρώμης.

«Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου» του Ρούμπενς

Άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μάχη που επρόκειτο να δοθεί και που θα έμενε στην ιστορία ως η μάχη της Μιλβίας γέφυρας, είναι το περίφημο όραμα του Κωνσταντίνου, την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης: ο φωτεινός σταυρός, που σχηματιζόταν με τα ελληνικά γράμματα Χ-Ρ, με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» (στα λατινικά: in hoc signo vinces). Ο χριστιανός ρήτορας Λακτάντιος, ο οποίος ήταν δάσκαλος του πρωτότοκου γιου του Κωνσταντίνου Κρίσπου, συνεπώς είχε στενές σχέσεις με την αυτοκρατορική οικογένεια, αναφέρει ότι το όραμα του Κωνσταντίνου ήταν ενύπνιο. O Ευσέβιος παρατηρεί μόνο ότι ξεκινώντας ο Κωνσταντίνος να σώσει τη Ρώμη, «προσευχήθηκε στο Θεό του ουρανού και για τον Λόγο του, τον Ιησού Χριστό». Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ένα άλλο έργο που κακώς αποδίδεται στον Ευσέβιο «Τα εις βίον Κωνσταντίνου» περιγράφει με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός ως αληθινό όραμα, το οποίο εμφανίστηκε στο μεσημεριάτικο ουρανό και το είδαν και οι στρατιώτες. Μάλιστα συνεχίζει την αφήγησή του λέγοντας ότι το άλλο βράδυ, στη συνέχεια του θείου οράματος, εμφανίστηκε ο Χριστός στον Κωνσταντίνο και τον πρόσταξε να βάλει το σταυροειδές σύμπλεγμα ως έμβλημα στις ασπίδες των λεγεώνων του. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος απέφευγε να μιλάει για την εμπειρία του αυτή, δε δίσταζε όμως να αποδίδει την τελική επικράτησή του στη βούληση του Θεού των Χριστιανών. Στην αψίδα που έστησε το 315 σε ανάμνηση τις νίκης του χάραξε ότι η νίκη ήταν καρπός θείας εμπνεύσεως.

Ιστορικοί της εποχής μας προσπάθησαν να ερμηνεύσουν επιστημονικά το όραμα του μέγα Κωνσταντίνου, χρησιμοποιώντας την ψυχολογία και την αστρονομία. Έτσι, ίσως ο Κωνσταντίνος να μην μπορούσε να καταλάβει τη δεδομένη στιγμή ότι από την έκβαση της μάχης θα κρινόταν η πορεία της Ευρώπης και του κόσμου, οπωσδήποτε όμως συνειδητοποιούσε πόσο αποφασιστική ήταν η επερχόμενη σύγκρουση για τη μονοκρατορία του ίδιου, στην οποία στόχευε. Άλλωστε, όσο άπειρος κι αν ήταν στον πόλεμο ο Μαξέντιος, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να παραβλέψει ότι στο παρελθόν είχε κατορθώσει να νικήσει τις δυνάμεις του Γαλέριου και του Σεβήρου. Επιπλέον, το χριστιανικό στοιχείο στις λεγεώνες του ήταν πια δυναμικό και αυτό ήταν δηλωτικό των διαθέσεων του απέναντι στη χριστιανική διδασκαλία, αλλά και των προσωπικών του αναζητήσεων. Μέσα σε αυτό το ψυχολογικό πλαίσιο, φορτισμένο από την αγωνία για την έκβαση της μάχης, θα πρέπει ίσως να κατανοηθεί το όραμα.

Άλλοι ιστορικοί, παρακολουθώντας τα πορίσματα της αστρονομίας, παρατήρησαν ότι οι θέσεις των πλανητών τη δεδομένη ημέρα σχημάτιζαν ένα Χ και ένα Ρ σε σταυροειδή ανάπτυξη. Γι’ αυτό και πιστεύουν ότι το όραμα ο Κωνσταντίνος το είδε βράδυ, προσεγγίζουν δηλαδή την αναφορά του Λακτάντιου. Εξυπακούεται βέβαια ότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τιμάει τον Κωνσταντίνο ως άγιο και ισαπόστολο, το όραμα ήταν αληθινό και είχε θεία προέλευση: «Του σταυρού Σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος…» ακούν οι χριστιανοί στους ναούς, τη μέρα γιορτής του Κωνσταντίνου.

Όποια και να είναι η αλήθεια, γεγονός είναι ότι ο Κωνσταντίνος είδε ή βίωσε «κάτι», το οποίο τον ώθησε να λάβει μια ιστορική και πρωτάκουστη για τα δεδομένα της εποχής απόφαση: Οι ρωμαϊκές λεγεώνες, όταν οδηγούνταν στις μάχες, είχαν μπροστά τους προπορευόμενα τα αγάλματα των πατρώων θεών. Ο Κωνσταντίνος διέταξε τα αγάλματα αυτά να αντικατασταθούν από ένα κόκκινο ύφασμα στη μέση του οποίου ήταν κεντημένο το σύμπλεγμα των γραμμάτων Χ και Ρ, όπως τον είδε στο όραμά του. Το ύφασμα αυτό αποτελούσε το καινούργιο έμβλημα του αυτοκράτορα και έμεινε γνωστό ως λάβαρο (labarum). Το σύμπλεγμα Χ και Ρ («χριστόγραμμα») μπήκε και στις ασπίδες των στρατιωτών. Οι χριστιανοί στρατιώτες αναθάρρησαν από τη διαταγή του αυτοκράτορά τους. Αργότερα ο Κωνσταντίνος έβαλε το σταυροειδές σύμβολο και στο στέμμα του. Μόνο στα νομίσματα της εποχής δεν εμφανίζεται.

Τελικά οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν στις 28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ. στη Saxa Rubra, επάνω στη Φλαμινία οδό και κοντά στη Μιλβία γέφυρα του ποταμού Τίβερη. Ο Μαξέντιος αρχικά είχε αποφασίσει να κλειστεί στα ισχυρά τείχη της Ρώμης και να υποχρεώσει τις δυνάμεις του Κωνσταντίνου να αναλωθούν σε πολιορκία. Όμως άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να αντιμετωπίσει ανοιχτά τον αντίπαλό του. Στη μάχη που ακολούθησε οι Πραιτοριανοί του Μαξέντιου προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Όμως η άριστη στρατηγική του Κωνσταντίνου, ο εξαιρετικός προγραμματισμός των κινήσεων του ιππικού και ο ενθουσιασμός των στρατιωτών, κυρίως των χριστιανών, που καταλάβαιναν ότι από τη μάχη αυτή εξαρτάτο το μέλλον της θρησκείας τους, αποδεκάτισαν το στρατό του Μαξέντιου.

Το όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Λεπτομέρεια από τοιχογραφία του Ραφαήλ στο Βατικανό

Ο ίδιος ο Μαξέντιος πνίγηκε με πολλούς άλλους στρατιώτες στον Τίβερη. Κατά διαταγή του Κωνσταντίνου το πτώμα του ανασύρθηκε και, αφού αποκεφαλίστηκε, το κεφάλι του καρφώθηκε σε ένα παλούκι και περιφέρθηκε στους δρόμους της Ρώμης. Ο Μαξέντιος ήταν αδερφός της γυναίκας του Κωνσταντίνου, της Φαύστας. Δεν γνωρίζουμε την αντίδραση της Φαύστας στη βίαιη αυτή πράξη του συζύγου της εις βάρος του αδερφού της. Το γεγονός είναι πως από τη μέρα που παντρεύτηκαν ποτέ ο Κωνσταντίνος δεν απόσυρε την εύνοιά του από τη Φαύστα ούτε και ανακάλεσε σε οποιαδήποτε περίσταση τις τιμές που της απέδιδε, μέχρι τουλάχιστον την τραγική κατάληξη του συζυγικού τους βίου.

Η μάχη στη Μιλβία γέφυρα έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις αποφασιστικότερες μάχες όλων των εποχών. Με τη νίκη του ο Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε ο μοναδικός Αύγουστος της Δύσης. Οι διώξεις κατά του Χριστιανισμού σταμάτησαν και τώρα πια ο ίδιος ο αυτοκράτορας προστάτευε έμπρακτα τη νέα θρησκεία, οι οπαδοί της οποίας μέχρι πριν λίγα χρόνια υφίσταντο διωγμούς. Τα ευνοϊκά μέτρα που έλαβε υπέρ του Χριστιανισμού είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των Χριστιανών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς σε μια περίοδο είκοσι ετών μετά την έναρξη του  4ου αιώνα, οπότε και επικρατούσαν αριθμητικά οι παγανιστές, οι Χριστιανοί αυξήθηκαν ως το σημείο να αποτελούν πιθανώς το μισό του συνολικού πληθυσμού. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, έπειτα από την εμπειρία που είχε την παραμονή της μάχης, άρχισε να ενδιαφέρεται προσωπικά για τα διδάγματα του Χριστιανισμού.

Η σημασία της μάχης αυτής και το όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου δεν άφησαν ασυγκίνητη την τέχνη. Ζωγράφοι όπως ο Ραφαήλ και o Ρούμπενς φιλοτέχνησαν πίνακες που θέμα τους είχαν τη μάχη και το όραμα. Tο όραμα κατέχει σημαντική θέση και στην τέχνη της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αγιογραφείται στις εικόνες με τον Μεγάλο Κωνσταντίνο.

Το διάταγμα των Μεδιολάνων, Φεβρουάριος 313 μ.Χ.

Επικεφαλής του μνημειακού χάλκινο άγαλμα του Κωνσταντίνος ο Μέγας, Μουσεία Καπιτωλίου – Παλάτι των Συγκλητικών (Palazzo dei Conservatori) στη Ρώμη.

Το Φεβρουάριο του 313 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος συνάντησε στα Μεδιόλανα της Ιταλίας (σημερινό Μιλάνο) τον Αύγουστο Λικίνιο. Κατά τη συνάντηση αυτή ελήφθησαν αποφάσεις για την κοινή πολιτική στα θρησκευτικά θέματα. Κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο για να επέλθει η εσωτερική ειρήνευση στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ύστερα από αιώνων διωγμούς για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Σύμφωνα με τις αποφάσεις των Μεδιολάνων, κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκία και η θρησκευτική ελευθερία. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε για τον Χριστιανισμό, ο οποίος καθίστατο θρησκεία επιτρεπτή και νόμιμη για τους Ρωμαίους πολίτες και οι χριστιανοί μπορούσαν ελεύθεροι να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Όμως ο Χριστιανισμός δεν αναγνωριζόταν ως επίσημη και προστατευόμενη θρησκεία της αυτοκρατορίας.

Τα θεσπίσματα αυτά έχει καθιερωθεί εσφαλμένα να αποκαλούνται διάταγμα των Μεδιολάνων. Στην πραγματικότητα δεν έλαβαν τη μορφή επίσημου αυτοκρατορικού διατάγματος. Η νεότερη έρευνα έχει δείξει ότι οι δύο αυτοκράτορες ουσιαστικά ενεργοποιούσαν παλαιότερες αποφάσεις, οι οποίες δεν είχαν τεθεί σε ισχύ. Το πρωτότυπο του εγγράφου δεν έχει διασωθεί, αλλά έχει διασωθεί ένα λατινικό διάταγμα που έστειλε ο Λικίνιος στον έπαρχο της Νικομήδειας για την εφαρμογή των αποφάσεων, προκειμένου να κερδίσει τη συμπάθεια των χριστιανών υπηκόων του. Το κείμενο αυτό διασώθηκε με το χαρακτηρισμό «διάταγμα των Μεδιολάνων» και ο τίτλος αυτός ταυτίστηκε με το κείμενο των από κοινού ειλημμένων αποφάσεων του Κωνσταντίνου και του Λικίνιου.

Στη Δύση ο Κωνσταντίνος δεν περιορίστηκε στη θεωρητική θεσμοθέτηση του Χριστιανισμού, αλλά προστάτευσε έμπρακτα τις χριστιανικές κοινότητες με οικονομικές επιχορηγήσεις, επιστροφή των δημευμένων τόπων λατρείας και των κτημάτων των χριστιανών πολιτών, την απαλλαγή του κλήρου από τα δημόσια βάρη, κ.ά. Τα μέτρα αυτά κατέστησαν ιδιαίτερα προσφιλή τον Κωνσταντίνο στους χριστιανούς, ακόμη και στην Ανατολή, στην επικράτεια του Λικίνιου.

 

Η αψίδα του Μεγάλου Κωνσταντίνου στη Ρώμη

 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου