Γράφει ο Νίκος Μόττας 

Βασικό χαρακτηριστικό της ιδεολογικής ηγεμονίας της αστικής τάξης στη μεταπολεμική Ελλάδα υπήρξε η διαιώνιση ιστορικών μύθων. Ολόκληρες γενιές γαλουχήθηκαν με σωρεία ψευδεπίγραφων αστικών αφηγημάτων, όπως για τον «εθνάρχη Βενιζέλο», το «Όχι» που (τάχα) είπε ο Μεταξάς, την υποτιθέμενη «εθνική ομοψυχία» στον πόλεμο του ’40, την «κομμουνιστική ανταρσία» των Δεκεμβριανών, τον «συμμοριτοπόλεμο», το «παιδομάζωμα» κλπ.

Ανεξάρτητα από τις επι μέρους οπτικές και τα μεθοδολογικά εργαλεία για την ανάλυση των ιστορικών γεγονότων, η αστική ιστοριογραφία έχει έναν κοινό παρονομαστή: Την σκόπιμη παραχάραξη των γεγονότων και την αυθαίρετη εξαγωγή συμπερασμάτων με γνώμονα τον αντικομμουνισμό.

Τα θυμηθήκαμε αυτά με αφορμή την επέτειο της ταξικής σύγκρουσης του Δεκέμβρη 1944 και τις πρόσφατες νοσταλγικές αναφορές βουλευτών της ΝΔ στο Σύνταγμα της Χωροφυλακής Μακρυγιάννη. Εξέφρασαν μάλιστα την λύπη τους που φέτος, λόγω της πανδημίας, δεν θα πραγματοποιηθεί το καθιερωμένο εδώ και δεκαετίες «μνημόσυνο» για τους πεσόντες χωροφύλακες.

Διόλου παράξενο για την Δεξιά και την ακροδεξιά να πραγματοποιούν τέτοιου είδους πολιτικά μνημόσυνα. Άλλωστε, η μοίρα του εγκληματία είναι να επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος. Διότι αν κάτι είναι βέβαιο, πιστοποιημένο από την ίδια την ιστορία, αυτό είναι πως οι νεκροί του Μακρυγιάννη και του Δεκέμβρη υπήρξαν θύματα της εγκληματικής πολιτικής της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών συμμάχων της. Αυτοί είναι που φέρουν ολοκληρωτικά την ευθύνη για τις ανθρώπινες απώλειες, τις καταστροφές και τα δεινά που δοκίμασε ο λαός μας το Δεκέμβρη του ’44 αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν.

Ας πάμε, όμως, να δούμε ποιοί πραγματικά ήταν οι «ήρωες» της χωροφυλακής Μακρυγιάννη και για ποιά ιδανικά και σκοπούς έδωσαν τη ζωή τους. Ποιοί ήταν αυτοί που κάθε χρόνο τιμούνται από τη ΝΔ, τους ναζιστές-εγκληματίες της Χρυσής Αυγής και διάφορες ακροδεξιές οργανώσεις;

dekembris 44
Η απάντηση σε αυτό βρίσκεται στην αξιοποίηση των προδοτικών Ταγμάτων Ασφαλείας από την ντόπια αστική τάξη και τους Άγγλους συμμάχους της, κατά την περίοδο αποχώρησης των Γερμανών. Πληθώρα ταγματασφαλιτών εξοπλίστηκαν και εγκαταστάθηκαν σε διασκορπισμένα κτίρια του κέντρου της Αθήνας όπως, μεταξύ άλλων, στη Σχολή Ευελπίδων, στου Μακρυγιάννη, στο ξενοδοχείο «Μετρόπολις» στα χαυτεία, κλπ. Όσο, λοιπόν, πλησίαζε η σύγκρουση του Δεκέμβρη, οι φρουρές αυτές ενισχύονταν με νέες δυνάμεις ταγματασφαλιτών και άλλων δοσίλογων από την επαρχία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, με την αποχώρηση των Γερμανών, χιλιάδες ταγματασφαλίτες που είχαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής συλληφθεί από τον ΕΛΑΣ, αποφυλακίστηκαν έπειτα από παρέμβαση των Άγγλων. Αφού φορούσαν τις νέες τους στολές και εξοπλίζονταν, οι πρώην συνεργάτες των Ναζί μετατρέπονταν εν μία νυχτί σε… χωροφύλακες και στρατιώτες (βλέπε Ταξιαρχία Ρίμινι, Ιερός Λόχος, κλπ), έτοιμοι να πολεμήσουν και πάλι ενάντια στον ΕΛΑΣ υπό τις διαταγές του Γ. Παπανδρέου και του Σκόμπυ.

Στην πλειοψηφία τους, οι «ήρωες» και οι «πατριώτες» του περίφημου Συντάγματος Μακρυγιάννη δεν ήταν τίποτα περισσότερο από πρώην ταγματασφαλίτες που κατέδωσαν και δολοφόνησαν χιλιάδες έλληνες αγωνιστές, που λεηλάτησαν, βίασαν, πήραν μέρος σε εκτελεστικά αποσπάσματα υπηρετώντας πιστά τους Ναζί κατακτητές της χώρας. Ήταν οι ίδιοι εγκληματίες που με την αποχώρηση των Γερμανών ιμπεριαλιστών πέρασαν στην υπηρεσία των Άγγλων ιμπεριαλιστών του σφαγέα Τσόρτσιλ και της ντόπιας αστικής τάξης. Για τέτοιου είδους “πατριωτισμό” μιλάμε…

Για τους χωροφύλακες του Μακρυγιάννη γράφει σχετικά ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ Γ. Μαργαρίτης:

«Η Χωροφυλακή στου Μακρυγιάννη περιελάμβανε σε σημαντικό ποσοστό «πρόσφυγες» από την επαρχία, ανθρώπους δηλαδή που είχαν κάθε λόγο να αποφύγουν την κυριαρχία του ΕΑΜ και πιθανότατα την τιμωρία που το τελευταίο προόριζε γι’ αυτούς. Ακόμη χειρότερη ήταν η θέση των στελεχών και των οπλιτών της Αθήνας που για πολλούς μήνες μετείχαν ενεργά στις φοβερές εκστρατείες ενάντια στις αθηναϊκές συνοικίες, στα μπλόκα, στις εκτελέσεις, στα βασανιστήρια και στους ξυλοδαρμούς. Για όλους αυτούς η προσφορά του ΕΛΑΣ «να πάνε σπίτια τους» πολύ μικρή σημασία είχε. Βρίσκονταν στου Μακρυγιάννη ακριβώς επειδή δεν μπορούσαν να πάνε στα σπίτια τους, στις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά ή στην επαρχία. Εκεί ήταν γνωστοί και συχνά η Νέμεση τους παραμόνευε. Ταυτόχρονα το ποσοστό των αξιωματικών ήταν καταθλιπτικό στη μονάδα καθώς η σχέση ξεπερνούσε το ένα προς τέσσερα ως προς τους οπλίτες, χωρίς να υπολογιστεί μάλιστα το ποσοστό των υπαξιωματικών-ενωμοταρχών ανάμεσα στους τελευταίους. Ενας ενωμοτάρχης ασκώντας την εξουσία του πιο «προσωπικά» είχε στο γενικό κλίμα της εποχής περισσότερα ίσως να φοβηθεί από έναν ταγματάρχη. Να μην ξεχνάμε ότι οι Χωροφύλακες του Δεκεμβρίου 1944 ήσαν μικρό μόνο τμήμα της συνολικής δύναμης του σώματος στη διάρκεια της κατοχικής περιόδου. Το γεγονός ότι παρέμεναν κάτω από τις σημαίες αντί να περιμένουν ήρεμα την εξομάλυνση οφειλόταν είτε στον φανατισμό τους είτε στις πράξεις και στα έργα τους στη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου. Τις περισσότερες φορές μάλιστα αυτά τα δύο ταυτίζονταν» («Το Βήμα», 24 Νοέμβρη 2008).

Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1976, ο υφυπουργός Στρατιωτικών την περίοδο των Δεκεμβριανών Λεωνίδας Σπαής αποκάλυψε πως ο αριθμός των Ταγματασφαλιτών που επιστρατεύτηκαν από την αστική κυβέρνηση ήταν 12.000 άνδρες:

leonidas spais

Λεωνίδας Σπαής.

«Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε – αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κυρίως στο Γουδί- στο κτίριο των Παλαιών Ανακτόρων, την σημερινή Βουλή. Εκεί στα υπόγεια υπήρχαν αποθήκες ιματισμού και οπλισμού. Δημιουργήθηκαν νέα Τάγματα Εθνοφυλακής και έτσι κατορθώθηκε μια ισορροπία δυνάμεων. Δεν είναι αλήθεια ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν Τάγματα Ασφαλείας στα Δεκεμβριανά, όπως τότε και αργότερα ισχυρίζονταν Άγγλοι και Έλληνες. Χρησιμοποιήθηκαν οι μισοί περίπου από όσους είχαν συλληφθή και αυτή είναι η αλήθεια, που την αποκαλύπτω σήμερα» (Λεωνίδας Σπαής, «Λάθη-Πάθη-Τάφοι: Δεκέμβρη ’ 44», Πολιτικά Θέματα,τεύχος 125ο, Αθήνα, 1976).

Για ποιά «ιδανικά» και ποιά «πατρίδα» αγωνίστηκαν οι χωροφύλακες-ταγματασφαλίτες του Δεκέμβρη, όπως υποστηρίζουν σήμερα οι Γεωργιάδης, Πλεύρης, Μπογδάνος, κ.α;

Τι «ιδανικά» είχαν άνθρωποι όπως ο κατοχικός διοικητής Αστυνομίας Πόλεως Αθηνών Άγγελος Έβερτ, ή ο Ανώτατος Στρατιωτικός Διοικητής Αττικής υποστράτηγος Α. Σπανόπουλος που επί εποχής Ράλλη πρωτοστάτησε στην δημιουργία Ταγμάτων Ασφαλείας στη Β. Ελλάδα;

Τι είδους «πατριωτισμό» εξέφραζαν άτομα όπως ο διαβόητος διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας – συνεργάτης των SS – Αλέξ. Λάμπου και ο διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας Πλυτζανόπουλος;

Ανάμεσα στους χιλιάδες, πράγματι, υπήρξαν και άνθρωποι τίμιοι που παρασύρθηκαν, λιποψύχησαν ή έπεσαν θύματα της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Δεν αγωνιστήκαν όμως για κανένα υψηλό ιδανικό και για καμιά λευτεριά και καμιά πατρίδα – όπως θέλουν ορισμένοι να μας πείσουν – αλλά, αντίθετα, θυσιάστηκαν μάταια πολεμώντας κάτω από ξένες σημαίες για τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών συμμάχων της.

 

Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.