Ο Θευδέριχος ο Μέγας ή Θεοδώριχος ο Μέγας (12 Μαΐου 454 – 30 Αυγούστου 526, γοτθικά: Þiudareiks, «βασιλιάς/δύναμη του λαού», λατ. Flavius Theodericus) ήταν βασιλιάς των Οστρογότθων (471-526), άρχοντας της Ιταλίας (493-526), αντιβασιλέας των Βησιγότθων (511-526) και βασιλικός αντιπρόσωπος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο Θευδέριχος υπήρξε θρυλικός ήρωας της Γερμανικής ιστορίας. Ο Θευδέριχος ο Μέγας γεννήθηκε κοντά στη Λίμνη του Νοϊζίντλ της σημερινής Αυστρίας το 454, ένα χρόνο μετά την αποτίναξη της κατοχής των Οστρογότθων από τους Ούνους που διήρκεσε έναν αιώνα, και ήταν γιος του βασιλιά Θεόδεμιρ και της γυναίκας του Ερελίευας. Ο Θευδέριχος στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη όταν ήταν ακόμα παιδί ως αιχμάλωτος προκειμένου να πειστούν οι Οστρογότθοι να τιμήσουν τη συνθήκη ειρήνης του Θεόδεμιρ με το Βυζαντινό αυτοκράτορα Λέοντα Α΄. Έζησε στο παλάτι της Κωνσταντινούπολης για πολλά χρόνια και εξοικειώθηκε με τις διοικητικές και πολεμικές πρακτικές των Βυζαντινών, κάτι που τον βοήθησε σημαντικά όταν αργότερα ανέλαβε την ηγεσία του ανομοιογενούς αλλά σχετικά ρωμανοποιημένου «βαρβαρικού λαού» του. Ο Λέων Α’ και ο Ζήνων (βασίλεψαν μεταξύ 457-474 και 476-491 αντίστοιχα) τον κράτησαν υπό την προστασία τους και τον διόρισαν στρατηγό (483) και αργότερα ύπατο της αυτοκρατορίας. Ο Θευδέριχος επέστρεψε για να ζήσει ανάμεσα στους ομοεθνείς του όταν ήταν 31 χρονών και ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Γότθων το 488.
Την εποχή εκείνη, οι Οστρογότθοι κατοικούσαν σε Βυζαντινό έδαφος ως σύμμαχοι της αυτοκρατορίας, αλλά παρέμεναν άτακτοι και ο Ζήνων δυσκολευόταν να διαχειριστεί τη σχέση του μαζί τους. Λίγο μετά την άνοδο του Θεοδώριχου στο θρόνο, οι δύο ηγεμόνες προσπάθησαν να συμβιβάσουν την κατάσταση προς όφελος και των δύο λαών. Ενώ οι Οστρογότθοι χρειάζονταν ζωτικό χώρο, ο Ζήνων είχε προβλήματα με τον βασιλιά της Ιταλίας τον Οδόακρο που είχε προηγουμένως καταλύσει τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αν και επισήμως αντιπρόσωπος του Βυζαντίου στην Ιταλία, ο Οδόακρος απειλούσε διαρκώς τις Βυζαντινές κτήσεις και είχε ελάχιστο σεβασμό για τα δικαιώματα των Ρωμαίων κατοίκων της Ιταλίας παρά τις υποσχέσεις του. Ως αποτέλεσμα, με την ενθάρρυνση του Ζήνωνα, ο Θεοδώριχος εισέβαλε στο βασίλειο του Οδόακρου το 488 και κέρδισε απανωτές μάχες στο Σόντιο και τη Βερόνα το 489, και στον Άδδα το 490. Στις 25 Φεβρουαρίου 493, ο επίσκοπος της Ραβέννας, Ιωάννης, διαπραγματεύτηκε μία συμφωνία μεταξύ του Οδόακρου και του Θεοδώριχου, σύμφωνα με την οποία οι δύο άντρες θα μοιραζόντουσαν τη διακυβέρνηση της Ιταλίας. Για να γιορτάσουν το γεγονός, οι δυο πλευρές οργάνωσαν συμπόσιο κατά τη διάρκεια του οποίου ο Θεοδώριχος δολοφόνησε τον Οδόακρο με τα ίδια του τα χέρια.
Όπως και ο προκάτοχός του, ο Θεοδώριχος ήταν φαινομενικά βασιλικός αντιπρόσωπος της Κωνσταντινούπολης. Στην πραγματικότητα, όμως, οι Βυζαντινοί δεν είχαν κανένα τρόπο να τον ελέγξουν και οι κάθε λογής διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών γίνονταν ως ίσος προς ίσο. Ο Θεοδώριχος, παρ’όλα αυτά, σεβάστηκε την επιθυμία του Ζήνωνα και επέτρεψε στους Ρωμαίους πολίτες να συνεχίζουν να υπάγονται στο ρωμαϊκό δίκαιο παρά το γεγονός ότι οι Γότθοι κάτοικοι του βορρά ζούσαν με τους δικούς τους νόμους. Επιπλέον, όταν το 519 ένας εξαγριωμένος όχλος κατέστρεψε τη συναγωγή της Ραβέννας, ο βασιλιάς απαίτησε να την ξαναχτίσουν με δική τους χρηματική επιβάρυνση.
Οικογένεια και τέκνα
Ο Θευδέριχος παντρεύτηκε μόνο μια φορά, αλλά απέκτησε απογόνους και με μια παλλακίδα που διέθετε στη Μοισία (άγνωστο το όνομά της). Με την τελευταία έκανε δύο κόρες:
- Τη Θεοδεγόθα (περ. 473 – άγνωστο), η οποία το 494 παντρεύτηκε τον Αλάριχο Β΄ βάσει των σχεδίων του πατέρα της για συμφιλίωση με τους Βησιγότθους,
- Την Οστρογότθα ή Αρεβαγνή (περ. 475 – άγνωστο) η οποία παντρεύτηκε τον Σιγισμούνδο της Βουργουνδίας (494 ή 496) ώστε να εξασφαλίσει την ειρήνη με τους Βουργουνδούς.
Τη μοναδική γυναίκα του, την Αυδοφλέδα την παντρεύτηκε το 493 και μαζί της απέκτησε μία ακόμα κόρη, την Αμαλασούνθα, μετέπειτα βασίλισσα των Γότθων. Η Αμαλασούνθα παντρεύτηκε τον Ευθάριχο και είχε δύο παιδιά: τον Αταλάριχο και τη Ματασούνθα (η τελευταία παντρεύτηκε τον Ουίτιγι και μετά το θάνατό του Ουίτιγι, τον Γερμανό, εξάδερφο του Ιουστινιανού). Η Ματασούνθα και ο Γερμανός είχαν ένα γιο, που ονομάστηκε επίσης Γερμανός και γεννήθηκε μετά το θάνατο το πατέρα του το 550. Τίποτα δεν είναι γνωστό για τη μοίρα του, αν και διάφοροι ερευνητές τον έχουν συνδέσει με διάφορους συνονόματους που εμφανίζονται στον αυτοκρατορικό περίγυρο προς το τέλος του 6ου αιώνα.
Μετά το θάνατό του στη Ραβέννα, το Θευδέριχο διαδέχθηκε ο εγγονός του ο Αταλάριχος. Λόγω της μικρής ηλικίας του, ο Αταλάριχος εκπροσωπήθηκε αρχικά από τη μητέρα του την Αμαλασούνθα, που έγινε βασίλισσα από το 526 ως το 534. Το βασίλειο των Οστρογότθων βρισκόταν, πάντως, σε παρακμή και καταλήφθηκε σύντομα από τον Ιουστινιανό. Οι Βυζαντινές επιδρομές κατά των Γότθων ξεκίνησαν με την ανταρσία του 535 και κατέλειξαν με τη νικηφόρα μάχη του όρους Λακτάριους.
Θρησκεία
Το 520 μάγιστρος των οφφικίων (πρωθυπουργός) του Θευδέριχου έγινε ο φιλόσοφος Βοήθιος, ένας άνθρωπος των επιστημών και μεγάλος Ελληνιστής που είχε αφοσιωθεί στη μετάφραση όλων των έργων του Αριστοτέλη στα λατινικά, παράλληλα με την αξιοποίηση των έργων του Πλάτωνα. Ο Βοήθιος έχασε την εύνοια του βασιλιά πιθανώς διότι θεωρήθηκε ύποπτος λόγω της συμπάθειάς του για τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστίνο (ο Θευδέριχος,όπως και οι περισσότεροι Γερμανοί, ήταν Αρειανός και ελάχιστα συμπαθής στους ως επί το πλείστων Χαλκηδόνιους χριστιανούς Ρωμαίους) και τελικά εκτελέστηκε κατ’ εντολή του Θευδέριχου το 525.
Τον Βοήθιο είχε διαδεχθεί, στο ενδιάμεσο, ο ιστορικός Κασσιόδωρος το 523. Ενώ άλλες διάσημες μορφές της εποχής του ακολούθησαν την τύχη του Βοήθιου, ο ιστορικός, χάρη στην ευελιξία του, έγινε φίλος και έμπιστος του βασιλιά. Επί των ημερών του Κασσιόδωρου, το ενυπάρχον χάσμα μεταξύ των παλαιών Ρωμαίων συγκλητικών που ήταν συγκεντρωμένοι στη Ρώμη και των Γερμανών στη βόρεια Ιταλία διογκώθηκε.
Μολονότι ο Θευδέριχος ξεκίνησε τη βασιλεία του δείχνοντας ανεκτικότητα απέναντι στις διάφορες θρησκείες της εποχής του, προς το τέλος του φαίνεται πως ετοίμαζε διώξεις ενάντια στους Χαλκηδόνιους της Ιταλίας ως απάντηση στις διώξεις των Αρειανών της Ανατολής. Η διαμάχη μεταξύ του Θευδέριχου και του Ιουστίνου για το ζήτημα των Αρειανών προκάλεσε σημαντικές τριβές με το Βυζάντιο αλλά οι προσωπικές ικανότητές του απέτρεψαν τη στρατιωτική παρέμβαση της ανατολικής αυτοκρατορίας. Όταν ο Θευδέριχος πέθανε, οι αναστολές των Βυζαντινών εξέλειψαν ταχύτατα.