Loading...

Κατηγορίες

Παρασκευή 09 Απρ 2021
Παύλος Κουντουριώτης (1855 – 1935)
Κλίκ για μεγέθυνση

Υδραίος στρατιωτικός και πολιτικός, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) και πρώτος Πρόεδρος της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ο Παύλος Κουντουριώτης, γόνος της ονομαστής φαμίλιας των Κουντουριώτηδων, γεννήθηκε στην Ύδρα στις 9 Απριλίου 1855. Ήταν γιος του πρόξενου της Μάλτας, Θεόδωρου Κουντουριώτη (1824 - 1870) και της Λουκίας Νεγρεπόντη (1831 - 1875) και εγγονός του καραβοκύρη και πολιτικού Γεωργίου Κουντουριώτη (1782- 1858).
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό το 1874 και φοίτησε στο Ναυτικό Σχολείο, όπως ονομαζόταν τότε η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Εξήλθε της σχολής το 1877 με το βαθμό του Δοκίμου Α’ και προήχθη διαδοχικά σε ανθυποπλοίαρχο (1881) και υποπλοίαρχο (1884). Όταν κηρύχθηκε η επιστράτευση του 1886 από την κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, τοποθετήθηκε αρχικυβερνήτης των κανονιοφόρων «Α» και «Β» και εισέπλευσε ανενόχλητος στο στόμιο της Πρέβεζας για να καλύψει τις κινήσεις του ελληνικού στρατού προς Άρτα και τις Ακαρνανικές ακτές από τα δύο τουρκικά πολεμικά πλοία που ήταν προσορμισμένα στον Αμβρακικό Κόλπο.
Το 1895 προήχθη σε πλωτάρχη και τον Φεβρουάριο του 1897 ως κυβερνήτης του ατμομυοδρόμωνα «Αλφειός», από κοινού με το αδελφό πλοίο «Πηνειός» με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Iωάννη Μιαούλη, έλαβαν διαταγή να διευκολύνουν τον κατάπλου στα Κρητικά ύδατα του θωρηκτού «Ύδρα» και των άλλων πολεμικών που είχαν αποσταλεί από την ελληνική κυβέρνηση, καθώς και του αποβατικού σώματος υπό τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, μετά τις σφαγές του ελληνικού πληθυσμού της νήσου από τους Τούρκους κατά το έτος εκείνο. Διατάχθηκαν να παραμείνει στη νήσο για να «αντιτάξουν δικαίαν βίαν κατ’ αδίκου βίας έστω και με κίνδυνον καταβυθίσεως τού σκάφους των». Ο Παύλος Κουντουριώτης, όπως και ο Ιωάννης Μιαούλης, αρνήθηκαν να υποκύψουν στις απειλές των Ευρωπαίων ναυάρχων και τήρησαν τις εντολές της ελληνικής κυβέρνησης.
Κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, ως κυβερνήτης του «Αλφειός» προσέβαλε τουρκική εγκατάσταση στη Σκάλα Λεπτοκαρυάς Πιερίας, με απώλειες για το πλήρωμα του πλοίου του (11 Απριλίου). Το 1899 προήχθη σε αντιπλοίαρχο και το 1901 ως κυβερνήτης του ευδρόμου «Ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης» εξετέλεσε τον πρώτο εκπαιδευτικό διάπλου του Ατλαντικού από ελληνικό πολεμικό πλοίο. Το 1905 ονομάστηκε υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου Α'. Το 1909 προήχθη σε πλοίαρχο, διετέλεσε κυβερνήτης του θωρηκτού «Ύδρα», στάλθηκε στην Αγγλία για να παραλάβει το νεότευκτο θωρακισμένο καταδρομικό «Γεώργιος Αβέρωφ» (1911). Από τις 5 Μαΐου έως την 1η Αυγούστου 1912 διετέλεσε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού.
Λίγο πριν από την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου τοποθετήθηκε αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου (19 Σεπτεμβρίου 1912), τον οποίο αποτελούσαν σχεδόν όλες οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις. Στις 5 Οκτωβρίου 1912, ημέρα που ο ελληνικός στόλος απέπλευσε από τον Φαληρικό Όρμο, ο Παύλος Κουντουριώτης προήχθη σε υποναύαρχο. Μία από τις πρώτες ενέργειες ήταν η κατάληψη της Λήμνου, όπου και εγκατέστησε τη βάση του ελληνικού στόλου στον όρμο του Μούδρου. Η επιλογή της Λήμνου ως προκεχωρημένης βάσης και η ταχεία κατάληψή της συνέβαλαν στην εξασφάλιση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, στον αποκλεισμό των εχθρικών παραλίων και στην παρεμπόδιση της μεταφοράς τουρκικού στρατού με πλοία στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Ο Στόλος τοη Αιγαίου κατέλαβε διαδοχικά όλα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα που ανήκαν στην Ιταλία και κατανίκησε τον τουρκικό στόλο στις αποφασιστικές ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913). Κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με τη Βουλγαρία, ο Παύλος Κουντουριώτης, ως αρχηγός του στόλου, έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στα θρακικά παράλια.
Λίγο προτού λήξει ο Β' Βαλκανικός πόλεμος, ο Παύλος Κουντουριώτης προήχθη σε αντιναύαρχο (25 Μαΐου 1913) «δι’ εξαιρετικάς εν πολέμω υπηρεσίας». Υπήρξε, έτσι, ο πρώτος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού που έλαβε το βαθμό αυτό «εν ενεργεία», μετά τον Κωνσταντίνο Κανάρη (23 Απριλίου 1865). Παρέδωσε την αρχηγία του στόλου στις 17 Αυγούστου 1914 και την άσκησε εκ νέου μεταξύ 9 Ιουλίου και 24 Σεπτεμβρίου 1915.
Διετέλεσε υπουργός των Ναυτικών στις κυβερνήσεις Αλέξανδρου Ζαΐμη και Στέφανου Σκουλούδη (24 Σεπτεμβρίου 1915 - 9 Ιουνίου 1916) και γενικός υπασπιστής του βασιλιά Κωνσταντίνου. Διαφώνησε προς την πολιτική της ουδετερότητας που τηρούσε η Ελλάδα και ακολούθησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στα Χανιά και στη Θεσσαλονίκη, όπου διετέλεσε μέλος της τριμελούς Προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης (Σεπτέμβριος 1916 - Ιούνιος 1917).
Μετά την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου, τη διαδοχή του από τον δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο και την εγκατάσταση στην Αθήνα της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου, διορίστηκε υπουργός  Ναυτικών (14 Ιουνίου 1917 - 2 Δεκεμβρίου 1919). Με ειδικό νόμο, που εκδόθηκε στις 23 Φεβρουάριου 1920, του απονεμήθηκε ο βαθμός του ναυάρχου «δια τας υψίστας προς το έθνος υπηρεσίας του». Και σε αυτή την περίπτωση υπήρξε ο πρώτος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού που έλαβε το βαθμό του ναυάρχου μετά την Καποδιστριακή περίοδο.
Όταν πέθανε ο βασιλιάς Αλέξανδρος (12 Οκτωβρίου 1920), ο Κουντουριώτης ανέλαβε καθήκοντα αντιβασιλέα με απόφαση της Βουλής (15 Οκτωβρίου 1920). Από τα καθήκοντα αυτά παραιτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1920 και την αντιβασιλεία ανέλαβε η βασιλομήτωρ Όλγα, μετά την ήττα Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Στις 8 Νοεμβρίου 1920, ο Παύλος Κουντουριώτης αποστρατεύτηκε, ύστερα από ευδόκιμη θητεία 46 ετών στο Πολεμικό Ναυτικό.
Μετά την απομάκρυνση του Βασιλιά Γεωργίου Β’, ο Κουντουριώτης ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντα του αντιβασιλέα με απόφαση του «Αρχηγού τής Επαναστάσεως» Νικολάου Πλαστήρα (19 Δεκεμβρίου 1923). Όταν, με ψήφισμα της Δ’ Συντακτικής Συνέλευσης, ανακηρύχθηκε η Αβασίλευτη Δημοκρατία στις 25 Μαρτίου 1924, του ανατέθηκε με το ίδιο ψήφισμα η εξακολούθηση των καθηκόντων του ρυθμιστή του πολιτεύματος, με τον τίτλο του «Κυβερνήτη». Από τις 24 Μαΐου 1924 έλαβε το τίτλο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Στις 15 Μαρτίου 1926 παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την επιβολή δικτατορίας από τον στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο. Μετά την ανατροπή του Πάγκαλου από τον στρατηγό Κονδύλη, ο Κουντουριώτης ανέλαβε και πάλι την άσκηση των καθηκόντων του Προέδρου της Δημοκρατίας (24 Αυγούστου 1926).
Στις 4 Ιουνίου 1929, εκλέχθηκε σε κοινή συνεδρίαση της Βουλής και της Γερουσίας Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατά το Σύνταγμα του 1927, και ορκίστηκε στις 5 του ίδιου μήνα ενώπιόν τους, αλλά στις 9 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Η Βουλή και η Γερουσία με κοινό ψήφισμα εκδήλωσαν προς τον απερχόμενο πρόεδρο την «εθνική ευγνωμοσύνη» και του απένειμαν μηνιαία τιμητική σύνταξη 40.000 δραχμών.
Έκτοτε, ο Παύλος Κουντουριώτης αποσύρθηκε ολοσχερώς από τα κοινά και ιδιώτευσε. Πέθανε στο Παλαιό Φάληρο στις 22 Αυγούστου 1935 και τάφηκε, σύμφωνα με επιθυμία του, στη γενέτειρά του Ύδρα. Στις τελευταίες του στιγμές τον συντρόφευε η δεύτερη σύζυγός του Ελένη Κούππα (1876-1957), κόρη ευπορότατου βιομηχάνου και εμπόρου, την οποία είχε νυμφευθεί το 1918. Η πρώτη σύζυγός του Αγγελική Πετροκοκκίνου (1865-1903), κόρη πάμπλουτου Έλληνα της αλλοδαπής, είχε πεθάνει νέα το 1903. Παιδιά απόκτησε από την πρώτη του σύζυγο, τη Λουκία, τη Δέσποινα και τον Θεόδωρο (1898-1953), ο οποίος σταδιοδρόμησε στο Πολεμικό Ναυτικό κι έφθασε μέχρι το βαθμό του αντιναυάρχου, ενώ διετέλεσε υπηρεσιακός υφυπουργός Ναυτικών και Εμπορικής Ναυτιλίας στη βραχύβια κυβέρνηση Πλαστήρα (3 Ιανουαρίου - 8 Απριλίου 1945). 
Ο Παύλος Κουντουριώτης, μολονότι αναμίχθηκε στην πολιτική και κατέλαβε προσωρινά ή τακτικά το αξίωμα του ανώτατου άρχοντα της πολιτείας, δεν συμπεριφέρθηκε ποτέ σαν «επαγγελματίας πολιτικός». Παρέμεινε πάντοτε «ο παλαιός ναυτικός» και άσκησε τα καθήκοντά του με απόλυτη τυπικότητα, χωρίς να επεμβαίνει στις πολιτικές διαμάχες.

**************************************************

Θεσσαλονίκης ως μέλος της τριανδρίας και διετέλεσε δύο φορές Πρόεδρος της Δημοκρατίας

 
 
 

Ο Παύλος Κουντουριώτης (9 Απριλίου 1855 − 22 Αυγούστου 1935) ήταν Ναύαρχος του Βασιλικού Ναυτικού, Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και Αρχηγός του Β΄ Στόλου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Συμμετείχε στην Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ως μέλος της τριανδρίας και διετέλεσε δύο φορές Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Γεννήθηκε στην Ύδρα και ήταν γιος του Θεοδώρου Κουντουριώτη, προξένου και Βουλευτή και της Λουκίας Νεγρεπόντη. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την ναυτική οικογένεια Κουντουριώτη και ήταν εγγονός του Γεωργίου Κουντουριώτη, πλοιοκτήτη και πρωθυπουργού της Ελλάδας, καθώς και αδερφός του τραπεζίτη και πολιτικού Ιωάννη Κουντουριώτη, ενώ από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την χιώτικη οικογένεια Νεγρεπόντη και ήταν δισέγγονος του Κωνσταντίνου Χατζερή, ηγεμόνα της Βλαχίας. Ακολουθώντας τη ναυτική παράδοση της οικογένειας, κατατάχθηκε το 1875 στο Βασιλικό Ναυτικό. Το 1886 συμμετείχε ως υποπλοίαρχος σε ναυτικές επιχειρήσεις στην Πρέβεζα, καθώς και σε αυτές στην Κρήτη κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 με τον βαθμό του πλωτάρχη. Ως κυβερνήτης του ατμομυοδρόμου «Αλφειός» αποβίβασε το εκστρατευτικό σώμα του Συνταγματάρχη Τιμολέοντος Βάσσου στο Κολυμπάρι Χανίων τον Φεβρουάριο του 1897 και στη Σκάλα Λεπτοκαρυάς τον Απρίλιο του 1897. Ως Κυβερνήτης του εκπαιδευτικού «Μιαούλης», ο Αντιπλοίαρχος τότε Κουντουριώτης πραγματοποίησε το πρώτο υπερπόντιο ταξίδι ελληνικού πολεμικού. Το 1908 έγινε υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και τον επόμενο χρόνο προάχθηκε σε Πλοίαρχο.

Τον Ιούνιο του 1911 και λόγω απειθαρχίας του πληρώματος του θωρηκτού «Αβέρωφ», τη θέση του Κυβερνήτη ανέλαβε ο τότε Πλοίαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Με την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων προάχθηκε σε Υποναύαρχο ενώ στις 16 Απριλίου του 1912 έγινε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου 1912. Στη συνέχεια γίνεται Αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου και αναλαμβάνει δράση. Ως Κυβερνήτης του θωρηκτού «Αβέρωφ» καταλαμβάνει τη Λήμνο, ενώ τις επόμενες ημέρες ακολουθούν οι Θάσος, Ίμβρος, Τένεδος, Ψαρά, Άγιος Ευστράτιος και Σαμοθράκη. Μέχρι τις 21 Δεκεμβρίου είχε κατορθώσει να ελευθερώσει όλα σχεδόν τα νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης και της Χίου. Με το θωρηκτό «Αβέρωφ» συμμετείχε σε δύο ναυμαχίες, σε αυτή της Έλλης και σε αυτή της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913). Η τελευταία ναυμαχία κερδήθηκε χάρη σε παράτολμο ελιγμό του Κουντουριώτη, ο οποίος θεωρήθηκε ασυλλόγιστος ηρωισμός. Οι επιτυχημένοι χειρισμοί του ανάγκασαν τον τουρκικό στόλο να αποσυρθεί στα Δαρδανέλλια.

 

 

Το ιστορικό σήμα επίθεσης

 
Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων προάχθηκε σε Αντιναύαρχο δια εξαιρετικάς εν πολέμω υπηρεσίας. Ήταν ο πρώτος Έλληνας, μετά τον Κωνσταντίνο Κανάρη, που ελάμβανε αυτό τον βαθμό. Στη συνέχεια ανέλαβε το Υπουργείο Ναυτικών στις κυβερνήσεις Αλεξάνδρου Ζαΐμη και Στεφάνου Σκουλούδη. Διαφωνώντας με την πολιτική της ουδετερότητας της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχε στην Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ως μέλος της Τριανδρίας (Δαγκλής-Βενιζέλος-Κουντουριώτης). Το 1917 ανέλαβε για ακόμη μια φορά το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Ναυτικών και την ίδια χρονιά αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του Ναυάρχου, τιμής ένεκεν.
 
Μετά τον θάνατο του Βασιλιά Αλέξανδρου, ανέλαβε καθήκοντα αντιβασιλέως μέχρι τον Νοέμβριο του 1920 και ξανά μετά την αναχώρηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου για την Μικρά Ασία (την Άνοιξη του 1921 μέχρι την Άνοιξη του 1922). Επίσης μετά την αναχώρηση του Γεωργίου Β΄ από τη χώρα τον Δεκέμβριο του 1923, έως την ανακήρυξη της Δημοκρατίας τον Μάρτιο του 1924. Ως πρόσωπο μεγάλου κύρους και ευρείας αποδοχής εκλέχθηκε προσωρινά πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1926, όταν και παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος για τη Δικτατορία του στρατηγού Θεόδωρου Παγκάλου. Στις 4 Ιουνίου 1929 επανεκλέχθηκε στο αξίωμα του προέδρου από τη Βουλή και τη Γερουσία, αλλά παραιτήθηκε οριστικά αυτή τη φορά, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, για λόγους υγείας.
 
Απεβίωσε στις 22 Αυγούστου 1935 στο Παλαιό Φάληρο. Ενταφιάστηκε στην Ύδρα, κατόπιν επιθυμίας του. Είχε νυμφευθεί δύο φορές, στο Λονδίνο το 1889 με την Αγγελική Πετροκόκκινου (1865-1903) και στην Αθήνα το 1918 με την Ελένη Κούππα (1876-1957). Παιδιά του ήταν ο Θεόδωρος, η Δέσποινα και τέλος η Λουκία, σύζυγος Αλεξάνδρου Διονυσίου Στεφάνου.

Πολεμικά πλοία με το όνομα Κουντουριώτης

 

 

Ο θυρεός της σημερινής φρεγάτας Κουντουριώτης. Η φράση που αναγράφεται κάτω από την ημισέληνο, «ΠΛΕΩ ΜΕΘ’ ΟΡΜΗΣ ΑΚΑΘΕΚΤΟΥ», περιέχεται στο σήμα που έστειλε ο Ναύαρχος, κατά την καταδίωξη του Τουρκικού Στόλου στη Ναυμαχία της Έλλης. Ο σταυρός επί της ημισελήνου συμβολίζει τη νίκη του ορθοδόξου Ελληνικού έθνους επί του Τουρκικού. Είναι όμοιος με τον θυρεό των ομώνυμων Αντιτορπιλικών, δηλαδή αυτού που συμμετείχε σε επιχειρήσεις και αποστολές κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και του νεότερου, που παροπλίσθηκε το 1995.

Το όνομά του Παύλου Κουντουριώτη έχει δοθεί μέχρι σήμερα σε 4 πλοία του Πολεμικού Ναυτικού:

1. Το πρώτο, ένα ελαφρύ καταδρομικό, παρόμοιο με το Αγγλικού τύπου CHATΗAM, παραγγέλθηκε σε αγγλικά ναυπηγεία το 1914. Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατασχέθηκε από τους Άγγλους και εντάχθηκε στον Βρετανικό στόλο με το όνομα BIRKENHEAD.
 
2. Το δεύτερο, ένα αντιτορπιλικό τύπου DARDO (H 07) ήταν ένα από τα τέσσερα (ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ, ΥΔΡΑ, ΣΠΕΤΣΑΙ, ΨΑΡΑ) που παραγγέλθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση στα ιταλικά ναυπηγεία το 1933 και παρελήφθηκαν το 1933. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του πολέμου 1940-1941, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται η 2η και η 3η επιδρομή στα στενά του Οτράντο (15-16 Δεκεμβρίου 1940 και 4-5 Ιανουαρίου 1941). Διέφυγε στη Μέση Ανατολή, απ’ όπου στάλθηκε για εκσυγχρονισμό στη Βομβάη (Ιούνιος 1941 – Απρίλιος 1942). Χρησιμοποιήθηκε ως συνοδό κατά τη διάρκεια του πολέμου μέχρι τις 15 Νοεμβρίου 1943, οπότε τέθηκε σε κατάσταση ενέργειας συντήρησης. Παροπλίσθηκε το 1946 μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας.
 
3. Το τρίτο, ένα αντιτορπιλικό στόλου τύπου GEARING FRAM I (D-213), άρχισε να ναυπηγείται στις 2 Μαΐου 1945 από τα ναυπηγεία Bethlehem Steel στο Quincy των ΗΠΑ. Καθελκύστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1945 και εντάχθηκε στο Ναυτικό των ΗΠΑ στις 8 Μαρτίου 1946 με το όνομα USS RUPERTUS DD 851. Παρελήφθηκε από το Πολεμικό Ναυτικό στις 10 Ιουλίου 1973 στο San Diego της πολιτείας California των ΗΠΑ, με πρώτο κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Π. Ευσταθίου ΠΝ και κατέπλευσε στην Ελλάδα στις 23 Μαρτίου 1974. Παροπλίσθηκε το 1995.
 

 

 

Ύδρα, σταυρός πάνω απο τον τάφο του Π.Κουντουριώτη

 
4. Τη σημερινή φρεγάτα κλάσης Standard, F 462 (πρώην Ολλανδική KORTENAER). Ναυπηγήθηκε στα ναυπηγεία Koninklijka Maatschappij de Schelde στο Vlissingen της Ολλανδίας και εντάχθηκε στη δύναμη του Ολλανδικού Ναυτικού στις 26 Οκτωβρίου 1978. Αγοράσθηκε από το ΠΝ και η ύψωση της Ελληνικής Σημαίας έγινε στο Den Helder της Ολλανδίας στις 15 Δεκεμβρίου 1997, με πρώτο κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Δ. Ελευσινιώτη ΠΝ. Κατέπλευσε στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1998. Αποτελεί την πρώτη φρεγάτα του τύπου που διήλθε πρόγραμμα εκσυγχρονισμού από ελληνικά χέρια στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, στο διάστημα 2004-2006.
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου