Σκεπτικισμό για τις επιλογές της ΕΚΤ και αρκετών συντηρητικών κυβερνήσεων της ευρωζώνης προκαλεί η μεγάλη επιτυχία της κεντροαριστερής κυβέρνησης της Ισπανίας να μειώσει τον πληθωρισμό κάτω από το 2% αυτόν τον μήνα.
Σύμφωνα με τα χθεσινά στοιχεία της ισπανικής στατιστικής υπηρεσίας (ΙΝΕ), ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή υποχώρησε ραγδαία τον Ιούνιο στο 1,6% από 2,9% τον Μάιο. Πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο τιμών στη χώρα της Ιβηρικής από τον Μάρτιο του 2021. Το επίτευγμα καθιστά την κυβέρνηση Σάντσεθ πρώτη μεταξύ των εταίρων της στη ζώνη του ευρώ που καταφέρνει να μειώσει τον πληθωρισμό της κάτω από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αξίζει να σημειωθεί ότι άλλες μεγάλες οικονομίες της ευρωζώνης όπως η Ιταλία και η Γερμανία παλεύουν ακόμη με επίπεδα τιμών πάνω από το 6%.
Η πτώση του ισπανικού πληθωρισμού οφειλόταν σύμφωνα με την ΙΝΕ στη χαμηλότερη άνοδο των τιμών των καυσίμων, της ηλεκτρικής ενέργειας, των τροφίμων και των μη αλκοολούχων ποτών σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Και αυτή αντικατοπτρίζει αναμφίβολα με τη σειρά της τις παρεμβάσεις που τόλμησε η κυβέρνηση Σάντσεθ την τελευταία διετία στις αγορές ενέργειας, τροφίμων και στέγης. Η ισπανική κυβέρνηση πίεσε και κατάφερε μαζί με την πορτογαλική να εξαιρεθεί πέρυσι από τις τιμές της χονδρικής αγοράς του φυσικού αερίου και να επιβάλει σε αυτές πλαφόν. Η εξαίρεση οδήγησε σε αποσύνδεση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας από την τιμή του φυσικού αερίου και σε μεγάλη μείωση των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος προς όφελος των καταναλωτών. Πλαφόν εισήγαγε η Μαδρίτη και στα ενοίκια, με αποτέλεσμα οι αυξήσεις τους να είναι μηδαμινές πέρυσι, πολύ κάτω από τον πληθωρισμό. Τέλος, ελαχιστοποίησε ή και μηδένισε τον ΦΠΑ σε βασικά τρόφιμα όπως το ψωμί, το λάδι, το κρέας. Σε αντίθεση με την κυβέρνηση Σάντσεθ, άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης δεν τόλμησαν να πειράξουν τις αγορές, ούτε βέβαια να ελέγξουν την τιμολογιακή ισχύ των επιχειρήσεων, που άδραξαν τις ευκαιρίες των προβλημάτων στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία προκειμένου να αυξήσουν τιμές και περιθώρια κέρδους, επιτυγχάνοντας εν μέσω κρίσης «ουρανοκατέβατα κέρδη». Αυτή η ανεξέλεγκτη συμπεριφορά των επιχειρήσεων ήταν, όπως παραδέχθηκαν τις τελευταίες ημέρες ΔΝΤ και ΕΚΤ, ο βασικός παράγοντας ανόδου του πληθωρισμού πέρυσι.
Η ΕΚΤ και οι υπόλοιπες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, ακολουθώντας με επιμονή την κλασική συνταγή αύξησης των επιτοκίων του κόστους του χρήματος και συρρίκνωσης της ζήτησης για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, έχουν ωστόσο επιτύχει ως τώρα πολύ λιγότερα απ’ ό,τι η Ισπανία. Οι ευθύνες τους για τον σημερινό επίμονο πληθωρισμό δεν περιορίζονται στις πολιτικές που εφαρμόζουν ευλαβικά σήμερα αλλά επεκτείνονται και σε αυτές του παρελθόντος, υποστηρίζει ένα πρώην μόνιμο στέλεχος του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών.
Καταθέτοντας την περασμένη Τρίτη στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής των Λόρδων, ο Νικ Μάκφερσον -πρώην γραμματέας του υπουργείου στην τελευταία κυβέρνηση των Εργατικών αλλά και κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Ντέιβιντ Κάμερον- υποστήριξε ότι τη μείζονα ευθύνη για το ρίζωμα του πληθωρισμού στη Βρετανία και στις άλλες μεγάλες οικονομίες της Δύσης φέρει η παρατεταμένη πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης που ακολούθησαν η Τράπεζα της Αγγλίας και οι υπόλοιπες μεγάλες κεντρικές τράπεζες της υφηλίου. Τα προγράμματα αγοράς ομολόγων και άλλων τίτλων και η συνεχής διοχέτευση τεράστιων ποσοτήτων ρευστότητας (πρωτίστως σε τράπεζες και άλλα ιδρύματα του χρηματοπιστωτικού τομέα) δεν δημιούργησαν πληθωρισμό, επέτρεψαν όμως σε αυτόν να ριζώσει και να φέρει «ουρανοκατέβατα κέρδη» για τους πλουσίους. «Η ποσοτική χαλάρωση έχει δώσει απροσδόκητα κέρδη σε ένα τμήμα της κοινωνίας το οποίο ειλικρινά δεν τα χρειάζεται - ενδεχομένως εις βάρος των φτωχότερων ανθρώπων που έχουν υποστεί τις επιπτώσεις του πληθωρισμού επειδή ξοδεύουν περισσότερα για τρόφιμα, ενέργεια και ενοίκια», είπε, προσθέτοντας: «Τη συγκρίνω με την ηρωίνη. Η οικονομία εθίστηκε σε αυτήν και χρειαζόταν όλο και μεγαλύτερες δόσεις για να υπάρχει αντίκτυπος».
πηγή: https://www.efsyn.gr