Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 30 Νοέ 2020
Τάγματα Ασφαλείας: παραστρατιωτικές μονάδες που έδρασαν στην Ελλάδα σε συνεργασία με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής
Κλίκ για μεγέθυνση



 
 

Τα Τάγματα Ασφαλείας, επισήμως Τάγματα Ευζώνων (ευρέως γνωστά με τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό Γερμανοτσολιάδες, εξαιτίας του δωσιλογισμού τους, ή αλλιώς, Ράλληδες) ήταν παραστρατιωτικές μονάδες που έδρασαν στην Ελλάδα κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε συνεργασία με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής.

Δημιουργήθηκαν από την κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη με σαφή αντικομμουνιστική στόχευση[4][5][6] και οπλίστηκαν από τη Βέρμαχτ αφού εξοικονομούσαν γερμανικό αίμα, αλλα και επειδή τα υπάρχοντα σώματα ασφαλείας δεν έδειχναν τον απαιτούμενο ζήλο να χτυπήσουν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.[1]   Τα τάγματα αυτά δημιουργήθηκαν δια του Νόμου 260/1943 που εκδόθηκε στις 18 Ιουνίου του 1943, αν και η δράση τους εντάθηκε μετα τον Σεπτέμβρη του ’43, μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, όταν μικρό τμήμα του οπλισμού των Ιταλών κατέληξε στα χέρια του ΕΑΜ[1], μέχρι και το τέλος της κατοχής, κυρίως στη βόρεια Πελοπόννησο, τη δυτική Στερεά Ελλάδα, ιδίως στην Αιτωλοακαρνανία, την Εύβοια και την Αθήνα.

Γενικός προϊστάμενός τους ήταν ο αντιστράτηγος των Waffen SS, Βάλτερ Σιμάνα[7] αν και συχνά έδρασαν σχετικώς αυτοβούλως, όπως στη σφαγή του Χορτιάτη, στο ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων και στο μπλόκο της Κοκκινιάς και της Καλογρέζας.

Παρόλο που από το Φλεβάρη του ’44 χαρακτηρίστηκαν ως δωσιλογικά από το σύνολο των αντιστασιακών οργανώσεων σε Ελλάδα και εξωτερικό,[8]:358 χαραχτηρισμός που επαναβεβαιώθηκε στη συμφωνία της Καζέρτας αμέσως πριν την απελευθέρωση, το Σεπτέμβρη του ’44, και ενώ ένας σημαντικός αριθμός των μελών τους είχε ήδη συλληφθεί πριν την απελευθέρωση, ελάχιστοι τελικώς καταδικάστηκαν.[9] Για παράδειγμα, ενώ ο Ιωάννης Ράλλης καταδικάστηκε σε ισόβια για προδοσία και πέθανε στη φυλακή το ’46, ο ίδιος και οι υπόλοιποι εισηγητές της δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας αθωώθηκαν για τα εγκλήματά των. Το ίδιο συνέβη με τους περισσότερους ηγέτες των τμημάτων αυτών. Ο βασικός λόγος ήταν πως μέχρι τις δίκες τους είχαν μεσολαβήσει τα Δεκεμβριανά και πολλά μέλη τους, με προτροπή των Βρετανών, στρατολογήθηκαν από τη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ως αντίβαρο στo EAM, ενώ οι λιγότερο εμπειροπόλεμοι στελέχωσαν χαμηλόβαθμες διοικητικές θέσεις στην κρατική μηχανή.[6][10]

Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τον αφοπλισμό των εαμικών οργανώσεων στις αρχές του ’45, και μέχρι την έναρξη του Εμφυλίου στα μέσα του ’46, αρκετά πρώην μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας διακρίθηκαν στην καταδίωξη αριστερών, κομμουνιστών, μέχρι και αντιβασιλικών[11] σε μια περίοδο που έμεινε γνωστή ως «λευκή τρομοκρατία». Οι ικανότεροι θα διακρίθούν και στον Εμφύλιο, ενώ οι σκληρότεροοι θα επανδρώσουν τα Εκτελεστικά Αποσπάσματα εκείνα που θα κόβουν κεφάλια ανταρτών του ΔΣΕ.[12] Τέλος, πρώην ταγματασφαλίτες αλλά και πολιτικά πρόσωπα, συνεργάτες των Γερμανών, εμφανίζονται τα 20 μεσολαβούντα χρόνια μέχρι τη Χούντα των Συνταγματαρχών σε διάφορα υψηλόβαθμα κρατικά πόστα,[13] με σκιές να πέφτουν ακόμα και στον πρωτεργάτης της χούντας, Γεώργιο Παπαδόπουλο.[14]

Η ιστορική μελέτη των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν νομικά απαγορευμένη μέχρι την Μεταπολίτευση, με τη νομοθεσία περι αναμόχλευσης παθών. Μέχρι την αναγνώριση των εαμικών οργανώσεων από το ΠΑΣΟΚ το 1982, οι μόνες αντιστασιακές οργανώσεις αναγνωρισμένες από το Κράτος ήταν οι δεξιές (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ, κ.α.), καθώς και όσες είχε αναγνωρίσει η χούντα πως πολέμησαν τον κομμουνισμό μετά όμως την απελευθέρωση του ’44 (πχ Οργάνωση Χ) – τα Τάγματα Ασφαλείας ποτέ δεν αναγνωρίστηκαν ως αντιστασιακές οργανώσεις, παρόλο που η Χούντα χορήγησε συντάξεις στα πρώην μέλη τους με το διάταγμα 179 το ’69.[1][15] Με το πέρασμα του χρόνου όμως, πέρα από περιθωριακές νεο-ναζιστικές θέσεις ανάλογες του “αρνητισμού”, εμφανίστηκαν στις κοινωνικές επιστήμες απόψεις “αναθεωρητικές”, που ζητάνε δηλαδή την επέκταση της ιδιότητας του “αντιστασιακού” και σε οργανώσεις που οπλίστηκαν από τους Γερμανούς για να χτυπούν Έλληνες, αρκεί να το έκαναν αυτό ως αυτοάμυνα σε εμφύλιες διαμάχες (πχ ενάντια στη βία του ΕΛΑΣ).[6][16]

Κατάσταση προ της δημιουργίας των

Με την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς τον Μάιο του 1941 οι παραμένουσες στη Χώρα στρατιωτικές δυνάμεις (κυρίως του στρατού ξηράς), μετά την παράδοση του οπλισμού τους διαλύθηκαν. Τα δε υπάρχοντα τότε Σώματα Ασφαλείας που ήταν η Βασιλική Χωροφυλακή, με έδρα την Αθήνα και υποδιοικήσεις σ΄ όλη τη Χώρα, η Αστυνομία Πόλεων, που είχε την ευθύνη ασφάλειας των πόλεων Αθήνας, Πειραιά, Πάτρας και Κέρκυρας, με βασικά καθήκοντα που της είχαν ανατεθεί, μεταξύ άλλων και τη δίωξη των κομμουνιστών, το Λιμενικό Σώμα, (διατηρουμένων μόνο των αξιωματικών και υπαξιωματικών), με έδρα τον Πειραιά, και τα άοπλα σώματα Πυροσβεστική Υπηρεσία και η Αγροφυλακή, δεν καταργήθηκαν.

Οι κατακτητές τότε αποφάσισαν σύμφωνα με το δίκαιο του πολέμου την διατήρησή τους για την εσωτερική ασφάλεια με μειωμένη όμως δύναμη. Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση που συστάθηκε από Έλληνες δωσίλογους στρατιωτικούς , με πρωθυπουργό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, πρώην διοικητή του Γ΄ Σώματος Στρατού, μέσα σε δύο χρόνια έχασε σταδιακά τον έλεγχο της υπαίθρου καθώς άρχισαν ν΄ αναπτύσσονται ομάδες αντιστασιακών που δρούσαν στις ορεινές περιοχές. Τότε οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι που κατείχαν υπό έλεγχο το μεγαλύτερο μέρος της Χώρας εξανάγκασαν την κυβέρνηση να μεταθέσει δυνάμεις της Χωροφυλακής στις μεγάλες πόλεις θεωρώντας ύποπτες για συνεργασία με αντάρτες. Εξέλιξη αυτών ήταν στη συνέχεια η κατάργηση της Αγροφυλακής. Στις δε πόλεις, τρία χρόνια μετά την έναρξη της Κατοχής, και μετά τις παρακινδυνευμένες αλλά μεγαλειώδεις απεργίες του 1943 στην Αθήνα η αστυνομία πόλεων είχε αρχίσει πλέον να συγκλίνει προς την πλευρά του EAM σε τέτοιο βαθμό που στις 23 Ιουνίου του 1943 και οι ίδιοι οι αστυνομικοί κήρυξαν απεργία.[1]

Σημειώνεται όμως ότι στο τέλος του πρώτου χρόνου κατοχής οι κατακτητές είχαν προσπαθήσει ν΄ αναθέσουν στα σώματα ασφαλείας, ιδίως στη Βασιλική Χωροφυλακή, αντιανταρτικά καθήκοντα που υπήρξαν όμως ανεπιτυχή, γεγονός που τους έκανε έτσι καχύποπτους.

Η απαρχή της συνεργασίας με τους Κατακτητές

Τον Δεκέμβριο του 1942 η Ανώτατη Διοίκηση των Καραμπινιέρων στη Καρδίτσα εξέδωσε διαταγή συνδρομής των δυνάμεων της εκεί Χωροφυλακής στις επιχειρήσεις κατά των αντιστασιακών. Τότε το Υπουργείο Εσωτερικών στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγονταν η Χωροφυλακή και η Αστυνομία Πόλεων διαμαρτυρήθηκε έντονα στην Ανώτατη Διοίκηση των Ιταλών χωρίς αποτέλεσμα. Αλλά και αργότερα η γερμανική διοίκηση με απόφασή της, στις 10 Οκτωβρίου του 1943, ενέταξε τα Σώματα αυτά στη διοίκηση των Ες-Ες παρά την επίσης έντονη αντίδραση του αυτού υπουργείου που προσπάθησε πλέον αυτή τη φορά ν΄ ανασυγκροτήσει την Πολιτοφυλακή που υφίστατο κατά την περίοδο του πολέμου 1940-1941.

Έτσι τον Μάρτιο του 1942, υπό την πίεση των Ιταλών η ελληνική κυβέρνηση δια των Νομαρχών άρχισε να χορηγεί άδειες οπλοφορίας σε ειδικά επιλεγμένα άτομα, τα οποία θα ενίσχυαν τους κατά τόπους Σταθμούς Χωροφυλακής, που είχαν αποδυναμωθεί με κύρια αποστολή την καταστολή του κομμουνισμού και την προστασία από επιθέσεις αντιστασιακών. Αυτά τα άτομα ήταν οι λεγόμενοι τότε «άνευ θητείας χωροφύλακες» που συγκρότησαν περίπου 19 τμήματα Ελλήνων εθελοντών που με την πάροδο του χρόνου τελικά εντάχθηκαν στη δύναμη της Χωροφυλακής.

Σημειώνεται ότι την περίοδο 1941-1943 οι συμπλοκές της Χωροφυλακής και Αστυνομίας με ομάδες αντιστασιακών ήταν αμφίπλευρα πολύ περιορισμένες.

Το παρασκήνιο της δημιουργίας

Στις 2 Δεκεμβρίου του 1942 παραιτείται ο Γ. Τσολάκογλου και πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο μέχρι τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Παιδείας και Πρόνοιας, (ιατρός – μαιευτήρας), Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος. Οι γερμανικές Αρχές πολύ γρήγορα όμως διαπίστωσαν ότι ο Λογοθετόπουλος παρά το επιστημονικό του κύρος δεν είχε ικανές δυνάμεις επιβολής στο διαμορφωμένο πολιτικό σκηνικό και σε διάστημα μόλις λίγων μηνών αναζητούσαν τον αντικαταστάτη του.

Ο εισηγητής Θ. Πάγκαλος

Την ίδια εκείνη εποχή κάποιοι απόστρατοι αξιωματικοί επικεφαλής των οποίων φέρονταν ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος άρχισαν ν΄ ανησυχούν από την εντεινόμενη δραστηριότητα του ΕΑΜ και ειδικότερα μετά τη δημιουργία του στρατιωτικού του σκέλους ΕΛΑΣ, θεωρώντας ότι αυτές, με το πρόσχημα της αντίστασης κατά των κατακτητών, είχαν ήδη αρχίσει να παίρνουν με το μέρος τους τον λαό της υπαίθρου, υπολογίζοντας ακόμα πως με τον εφοδιασμό τους με οπλισμό από τους Άγγλους θα επικρατούσαν τελικά μετά την απελευθέρωση.

Έτσι μετά από πολλές συζητήσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει η ίδια η Κυβέρνηση ν΄ αναλάβει μια ανεξαρτησία κινήσεων και δράσης επ’ αυτού του ζητήματος ώστε να ματαιωθούν οι πόθοι αυτών των κομμουνιστικών οργανώσεων που έτσι κι αλλιώς παρέμεναν εκτός νόμου. Παράλληλα ανέθεσαν στον φίλο του Πάγκαλου, Ιωάννη Βουλπιώτη ν΄ ανιχνεύσει επ’ αυτού τις διαθέσεις των Γερμανών μέσω της φιλίας που διατηρούσε με τον πρώην στρατιωτικό ακόλουθο της Γερμανίας στην Αθήνα Κρίστιαν Φον Κλεμ. Όταν ο συνταγματάρχης Φον Κλεμ ενημερώθηκε σχετικά, και δι’ αυτού ο Αρχηγός των Ες-Ες Ελλάδος φέρεται να μετέφερε θετική απάντηση όπου και στη συνέχεια ο Πάγκαλος, με σύμφωνη γνώμη και των άλλων αποστράτων, έσπευσε και ενημέρωσε σχετικά τον Ιωάννη Ράλλη, πείθοντάς τον τελικά ν΄ αναλάβει πρωθυπουργός, δηλώνοντάς του και την ακαταλληλότητά του γι΄ αυτή τη θέση εξαιτίας της προηγούμενης δικτατορίας του για την οποία και είχε διαβληθεί.

Στο σημείο αυτό φαίνεται αφενός μεν πως η επιλογή του Ιωάννη Ράλλη έγινε λόγω της σχετικής απήχησης που είχε ως παλαιός αντιβενιζελικός πολιτικός τόσο στη πρωτεύουσα, όπου χρόνια πολιτευόταν υπό τη σκιά του πατέρα του, όσο και στην επαρχία, καθώς εκρίθη ότι ο αποτρεπτικός του λόγος για σύμπραξη των πολιτών με το ΚΚΕ και τις οργανώσεις του θα ήταν περισσότερο αποτελεσματικός. Την ίδια εποχή η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου και πρωτίστως οι Άγγλοι για ίδιο όφελος επιζητούσαν αντίσταση στους ναζί κατακτητές απ΄ όπου και αν προέρχεται.

Συγκρότηση

Ο Στ. Γονατάς επίσης βασικός εισηγητής των Τ.Α.

Η δημιουργία μιας ένοπλης δύναμης που σκοπό της θα είχε τη διατήρηση της έννομης τάξης και την καταπολέμηση των κομμουνιστών του ΕΛΑΣ ήταν όρος που έθεσε ο Ιωάννης Ράλλης προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία μετά την παραίτηση του Λογοθετόπουλου.[17]:96 Τη δημιουργία μιας τέτοιας δύναμης υποστήριξαν εξ αρχής οι εισηγητές Στυλιανός Γονατάς και Θεόδωρος Δ. Πάγκαλος, προκειμένου, όπως υποστήριζαν στην προβαλλόμενη προπαγάνδα τους, να εμποδίσουν μελλοντική επιστροφή του βασιλιά Γεώργιου Β’ στην Ελλάδα.[18] Άλλα σημαντικά πρόσωπα που επηρέαζαν την εποχή εκείνη τον πρωθυπουργό ήταν ο υπουργός Ταβουλάρης και ο Ι. Βουλπιώτης. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Ράλλη μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδος, ο οποίος συνέγραψε το βιβλίο Ιωάννης Ράλλης, ομιλών εκ του Τάφου, για λογαριασμό του πατέρα του, τα τάγματα ασφαλείας δημιουργήθηκαν με σκοπό την προστασία της ελληνικής επαρχίας από την τρομοκρατία που ασκούσε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.[19]

Από την πλευρά τους οι Γερμανοί είδαν ότι μια δύναμη κρούσης κατά της αντίστασης αποτελούμενη από Έλληνες είχε πλείστα πλεονεκτήματα, καθώς όχι μόνο οι ντόπιοι γνώριζαν καλύτερα το έδαφος, καθώς και τα πρόσωπα που συμμετείχαν στην αντίσταση,[17]:95 που σήμαινε περισσότερο αποτελεσματικοί, αλλά πρώτιστα διευκόλυνε και το δικό τους έργο άνευ εμπλοκής δικών τους δυνάμεων, χωρίς και να παραβλέπεται ο εμφύλιος χαρακτήρας αυτών των συγκρούσεων με ότι σήμαινε για τους ίδιους.

Ως αρχικοί σκοποί της ίδρυσης των Ταγμάτων αναφέρθηκαν η τήρηση της τάξης σε περίπτωση κομμουνιστικών ενεργειών, καθώς και η παρεμπόδιση της επιστροφής του βασιλιά.[8]:352 Ο δεύτερος στην πορεία εγκαταλείφθηκε και πιθανόν αποτελούσε τρόπο για να πεισθούν να καταταχθούν στα Τάγματα οι Βενιζελικοί αξιωματικοί που είχαν αποταχθεί ήδη από το 1936 επί καθεστώτος Μεταξά[17]:97 Από την πλευρά τους, όσοι ανέλαβαν τη συγκρότηση και διοίκηση Ταγμάτων Ασφαλείας υποστήριξαν ότι το έκαναν προκειμένου να προφυλάξουν τον πληθυσμό από τη δράση του ΕΑΜ. Η δημιουργία τους έγινε με νόμο που ψηφίστηκε στις 7 Απριλίου του 1943 και η πρόσκληση για κατάταξη ανακοινώθηκε δημόσια τον Ιούνιο του ’43.

Η προσέλευση εθελοντών στα Τάγματα ήταν αρχικά ελάχιστη, κι έτσι πυρήνα της νέας δύναμης αποτέλεσε η φρουρά των ευζώνων του Άγνωστου Στρατιώτη, τον Ιούνιο του 1943. Μέχρι το φθινόπωρο του 1943 η ύπαρξη του Τάγματος ήταν μάλλον τυπική, εν μέρει λόγω και του δισταγμού Γερμανών και Ιταλών να δώσουν όπλα. Με την συνθηκολόγηση της Ιταλίας όμως, το Σεπτέμβριο του 1943, οι Γερμανοί απέκτησαν διπλό πρόβλημα καθώς αφενός πολλά όπλα έπεσαν στα χέρια των αντιστασιακών οργανώσεων, κυρίως του ΕΛΑΣ, με αποτέλεσμα την κλιμάκωση της αντίστασης, αφετέρου τα ιταλικά στρατεύματα δεν αποτελούσαν πλέον φίλιες δυνάμεις και οι ζώνες ευθύνης τους έπρεπε να ελέγχονται από γερμανικά στρατεύματα. Επίσης, μετά τις ήττες σε Αφρική και Ιταλία, η Ελλάδα έγινε ευάλωτη σε πιθανή συμμαχική απόβαση.[20] Έτσι, εντάθηκαν οι προσπάθειες για τη δημιουργία ντόπιων στρατιωτικών τμημάτων που θα πολεμούσαν την αντίσταση. Τον Ιανουάριο του 1944 η πίεση αυξήθηκε προς τους αξιωματικούς, που κλήθηκαν να καταταγούν υποχρεωτικά στα Τάγματα Ασφαλείας με κυρώσεις, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, τη διακοπή χορήγησης κουπονιών διατροφής και την απώλεια του δικαιώματος σύνταξης, αλλά και προς τους αστυνομικούς, με μαζικές απολύσεις από την Αστυνομία.[8]:353 Ρόλο στη σύσφιξη των σχέσεων των εθνικιστικών οργανώσεων με τους Γερμανούς έπαιξαν και οι επαφές του Βρετανού πράκτορα Στοττ με τους τελευταίους, που κατά τους Βρετανούς έδρασε με δική του πρωτοβουλία.[21]:519

Τάγματα Ευζώνων

Οπλίτες των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Το πρώτο Τάγμα Ασφαλείας, ή 1ο Τάγμα Ευζώνων, συγκροτήθηκε τον Μάιο του 1943 και διοικητής του ανέλαβε ο στρατιωτικός Δημοσθένης Διαλέτης. Όμως περί τα μέσα Ιουνίου αποφασίστηκε η συγκρότηση τεσσάρων ακόμη ταγμάτων. Έτσι τον Ιούνιο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και μέχρι τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους δημιουργήθηκαν στην Αθήνα άλλα τέσσερα τάγματα, με δυναμικό 300 οπλίτες και 20 αξιωματικούς έκαστο.[17]:98 Η επάνδρωσή τους γινόταν με αξιωματικούς του στρατού, με υποχρεωτική κλήτευση νέων σειρών και αποστράτων αξιωματικών. Η φρουρά του Αγνώστου αποτέλεσε το φυτώριο και για τα επόμενα τακτικά “ευζωνικά τάγματα”, καθώς η βασική εκπαίδευση δινόταν εκεί και στη συνέχεια τα Τάγματα έφευγαν για την ύπαιθρο, κυρίως δυτική Ελλάδα και Πελοπόννησο, όπου επιμέρους τμήματά τους ίδρυσαν τοπικά Τάγματα. Για κάθε τάγμα ευζώνων προβλεπόταν δύναμη 600 ανδρών και 50 αξιωματικών, καθώς και ενός Γερμανού αξιωματικού.[17]:106

Στα Τάγματα κατατάσσονταν κυρίως εξαθλιωμένοι άνθρωποι που προσπαθούσαν έτσι να επιβιώσουν, καθώς η υπηρεσία συνοδευόταν με καλό για την εποχή μισθό και άλλα προνόμια και διευκολύνσεις, εγκληματίες και καταζητούμενοι,[8]:352 αντικομμουνιστές αξιωματικοί, ανάμεσα στους οποίους και αξιωματικοί του ΕΔΕΣ Αθήνας, τους οποίους ο Ζέρβας καταδίκασε το Δεκέμβριο του 1943 και αποκήρυξε περί το Φεβρουάριο του 1944,[8]:358 πολιτικοί καιροσκόποι, καθώς και μέλη οργανώσεων που είχαν έρθει σε σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ ή είχαν διαλυθεί από αυτόν, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αυτά των 200 ανδρών της ΕΚΚΑ και μελών ομάδων του “Εθνικού Στρατού” που είχαν έρθει στην ύπαιθρο της Πελοποννήσου σε σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ και κατέφυγαν στις πόλεις, όπως και άτομα που είχαν χάσει συγγενείς τους εξαιτίας της δράσης των ανταρτών και ζητούσαν εκδίκηση.

“Ορκίζομαι εις τον Θεόν τον άγιον τούτον όρκον, ότι θα υπακούω απολύτως εις τας διαταγάς του ανωτάτου αρχηγού του γερμανικού στρατού Αδόλφου Χίτλερ. Θα εκτελώ πιστώς απάσας τας ανατεθησομένας μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις τας διαταγάς των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς ότι διά μιαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεών μου, τας οποίας διά του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθή παρά των γερμανικών στρατιωτικών νόμων”.
Ο όρκος των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Από τα παραπάνω συγκροτημένα τάγματα το 2ο Τάγμα, που συγκροτήθηκε τον Ιούνιο, μετακινήθηκε στην Πάτρα προκειμένου εκεί να αποτελέσει τον πυρήνα του 2ου Συντάγματος Ευζώνων. Τα υπόλοιπα τέσσερα τάγματα στην Αθήνα συγκρότησαν το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων Αθηνών, επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο Ι. Πλυτζανόπουλος. Οι μονάδες αυτές καθώς και όσες δημιουργήθηκαν στη συνέχεια τέθηκαν υπό της Ανωτάτης Διοίκησης Ευζωνικών Ταγμάτων του υπουργείου Εθνικής Αμύνης. Επικεφαλής όλων των ταγμάτων αυτών ανέλαβε στις 25 Νοεμβρίου ο προαχθείς σε υποστράτηγο Βασίλειος Ντερτιλής.

Η στολή των τακτικών Ταγμάτων ήταν αυτή των Ευζώνων του Άγνωστου Στρατιώτη, για αυτό το λόγο έμειναν γνωστοί και ως γερμανοτσολιάδες. Από τον Ιανουάριο του 1944 φόρεσαν χιτώνια του πρώην ελληνικού στρατού, και γερμανικά άρβυλα. Στη στολή τους τα ελληνικά εθνόσημα και το στέμμα είχαν αντικατασταθεί με ένα δάφνινο στεφάνι. Στον όρκο που έδιναν οι αξιωματικοί και οπλίτες των Ταγμάτων ορκίζονταν απόλυτη υπακοή στον Αδόλφο Χίτλερ και υπαγόταν στη δικαιοδοσία των γερμανικών στρατιωτικών νόμων.

Διάρθρωση

Σχηματισμοί και ομάδες που έγιναν γνωστά ως «Τάγματα Ασφαλείας» είναι οι εξής:

  • Τάγματα Ευζώνων[22]
    • I Σύνταγμα Ευζώνων (Αθήνα)[23]
    • II Σύνταγμα Ευζώνων (Πελοπόννησος)

Λοιπές δωσιλογικές οργανώσεις

Ο όρος “Τάγματα Ασφαλείας” χρησιμοποιείται συνήθως ανακριβώς για να περιγράψει, όχι μόνο αυτές που δημιούργησε η κυβέρνηση Ράλλη, αλλά το σύνολο των σωμάτων που οπλίστηκαν από τους Γερμανούς στη διάρκεια της Κατοχής. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται εθελοντικές ομάδες που οργανώθηκαν αυτοβούλως από πρώην αξιωματικούς του στρατού (κυρίως στην Πελλοπόνησο), είτε άλλες που δρούσαν εκτός των ορίων του κατοχικού κράτους, όπως οι πολιτοφυλακές της Μακεδονίας, μειονοτικά σώματα (Τσάμηδες, Σλαβομακεδόνες, Πόντιοι, Βλάχοι), ή ομάδες πλήρως ενταγμένες στον γερμανικό στρατό, που συνολικώς πιθανώς να ξεπερνούσαν τους 20.000 άνδρες.[6][24]

Για την ιστορική ακρίβεια, Τάγματα Ασφαλείας της ίδιας περιόδου ήταν και άλλα που δημιούργησαν οι Γερμανοί για τον αστυνομικό έλεγχο του ελληνικού χώρου. Αυτά ήταν το Ι και ΙΙΙ Αστυνομικά Τάγματα Εθελοντών που συγκροτούνταν από Ιταλούς πλαισιωμένοι από Γερμανούς και επάνδρωναν την Ειδική Υπηρεσία Ασφαλείας στην οποία υπαγόταν το περιβόητο κτίριο στην οδό Μέρλιν χαρακτηριζόμενο “ανακριτικό άντρο” και το στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Επίσης υπήρξαν τα Τάγματα Βέρνερ (3 τάγματα) που συγκροτούνταν από Έλληνες σλαβόφωνους της Μακεδονίας (κομιτατζήδες), όπως και άλλα 19 τμήματα εθελοντών που τοποθετήθηκαν σε διάφορες πόλεις εκτός από νησιά. Τα δε Τάγματα Ευζώνων οι Γερμανοί τα αποκαλούσαν στις επίσημες αναφορές τους “ευζωνικά τμήματα”. Μάλιστα, τα τελευταία ήταν τα μόνα στα οποία οι Γερμανοί αναγνώρισαν αξιοσημείωτες επιτυχίες κατά του κομμουνισμού, σύμφωνα με την από 2 Νοεμβρίου 1944 έκθεση Σιμάνα, του Ανώτερου Διοικητού των Ες-Ες (SS) στην Ελλάδα.

Σημαντικοί σύμμαχοι των ΤΑ στις πόλεις υπήρξαν επίσης και τα φιλογερμανικά και φασιστικά κόμματα που λειτούργησαν αυτή την περίοδο, όπως το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΕΚΕ), η Εθνική-Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση (ΕΣΠΟ), η Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος (ΟΕΔΕ) και η Εθνική Ένωσις Ελλάδος (ΕΕΕ), ενώς στην επαρχία έδρασε πληθώρα δοσιλογικών οργανώσεων σε στενή συνεργασία με τους Γερμανούς, όπως ο Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσεως(ΕΑΣΑΔ)[25] στη Θεσσαλία.[13]

Τέλος, η συλλογική μνήμη έχει εστιαστεί σχεδόν αποκλειστικά στον προδοτικό ρόλο των Ταγμάτων Ασφαλείας και των συνεργατών τους, αφήνοντας στο απυρόβλητο τον επίσης προδοτικό χαρακτήρα της δράσης της Χωροφυλακής, της Ειδικής Ασφάλειας που διοικούσε ο Αλέξανδρος Λάμπου, και του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων, γνωστοί ως “Μπουραντάδες”, που είχε στελεχώσει με φανατικούς αντικομμουνιστές προ πολέμου, επί Μεταξά, ο Νικόλαος Μπουραντάς.[1] Προς το τέλος της Κατοχής, το Μάιο του 1944, η Κρύα Βρύση έγινε η επιχειρησιακή έδρα του δοσιλογικού, οπλισμένου από τους Γερμανούς κατακτητές, τάγματος του Γεωργίου Πούλου, του λεγόμενου «Ελληνικού Εθελοντικού Σώματος».

Εθελοντικά Τάγματα Χωροφυλακής

Παράλληλα στην Πελοπόννησο ιδρύθηκαν επιπλέον Τάγματα, ως Πρότυπα Τάγματα Χωροφυλακής, που ουδεμία όμως σχέση είχαν με τα τάγματα Ευζώνων τόσο στη στελέχωση όσο και στην οργάνωση. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις του συνταγματάρχη Διονυσίου Παπαδόγγονα με τους Ιταλούς και κατόπιν με τους Γερμανούς[26]:399 οι μονάδες αυτές σιτίζονταν και εξοπλίζονταν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, ενώ τυπικά υπάγονταν στο Υπουργείο Εσωτερικών και το “Β’ Αρχηγείο Χωροφυλακής”. Αρχικά διστακτικοί οι Γερμανοί, επέτρεψαν τη δημιουργία των Ταγμάτων αυτών μετά και από προσωπική έγκριση του Χίτλερ, προκειμένου “να γλιτώσουν γερμανικό αίμα”.[27]:502 Ο Παπαδόγγονας, καθώς θεωρούνταν βρετανόφιλος, προσέφερε τη γυναίκα και την κόρη του ως ομήρους στους Γερμανούς για να πείσει ότι δεν προτίθεται να πολεμήσει αυτούς, προσφορά που οι Γερμανοί αρνήθηκαν δείχνοντας εμπιστοσύνη.[27]:506 Δυο μέρες μετά την έγκριση του Χίτλερ, την 1η Νοεμβρίου του 1943, ιδρύθηκε στη Λακωνία το «Τάγμα Λεωνίδας», με όπλα από τους Γερμανούς[21]:529 και επικεφαλής το Λεωνίδα Βρεττάκο, αδερφό του Τηλέμαχου Βρεττάκου, που είχε συγκροτήσει προηγούμενα δύναμη στην Πελοπόννησο και δολοφονήθηκε από τον ΕΛΑΣ.

Τα Τάγματα της Πελοποννήσου, που συγκροτήθηκαν σε χαλαρότερη βάση, φορούσαν στολές χωροφύλακα, πολιτικά ή παλιές γερμανικές και ιταλικές στολές.[17]:107 Ανώτατος διοικητής των Ταγμάτων ήταν ο αντιστράτηγος -διοικητής των SS και της αστυνομίας στην Ελλάδα- Βάλτερ Σιμάνα. Διοικητές των Ευζωνικών Ταγμάτων χρημάτισαν ο Βασίλειος Ντερτιλής και στη συνέχεια ο αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Πλυτζανόπουλος.

Οι πιο γνωστοί Έλληνες αξιωματικοί των ΕΤΧ ήταν οι: Διονύσιος Παπαδόγγονας (διοικητής των Ταγμάτων Πελοποννήσου, σκοτώθηκε κατά τα Δεκεμβριανά στο Γουδί), Παναγιώτης Στούπας (διοικητής του Τάγματος Μελιγαλά, αυτοκτόνησε κατά την πολιορκία της Πύλου από δυνάμεις του ΕΛΑΣ), Λεωνίδας Βρεττάκος (διοικητής του Τάγματος «Λεωνίδας» στη Λακωνία), Νικόλαος Κουρκουλάκος (διοικητής του Τάγματος της Πάτρας) κ.ά.

Δράση

Οπλίτης των Ταγμάτων Ασφαλείας φυλά απαγχονισμένο Έλληνα

Η δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν κατά βάση αντι-εαμική και αντικομμουνιστική. Αν και έγινε προσπάθεια να εξαπλωθούν σε ολόκληρη τη χώρα, κύριοι χώροι δράσης τους ήταν η Στερεά Ελλάδα (Αγρίνιο και Ναύπακτος) και η Πελοπόννησος (Τρίπολη, Πάτρα, Ναύπλιο, Γύθειο, Καλαμάτα, Σπάρτη κλπ ), καθώς και η Αθήνα, η Εύβοια και κατά καιρούς ορισμένες περιοχές της Θεσσαλίας.[21]:518 Στη γερμανοκρατούμενη Κεντρική και Δυτική Μακεδονία έδρασαν ένοπλοι χωρικοί, μέλη των εθνικιστικών οργανώσεων ΥΒΕ, ΕΚΑ και ΠΑΟ, κατέφυγαν στους Γερμανούς έπειτα από απηνείς διώξεις του ΕΛΑΣ σχηματίζοντας τον Εθνικό Ελληνικό Στρατό (ΕΕΣ).

Φορώντας πολιτικά ρούχα λειτουργούσαν ουσιαστικά ως φρουρές των χωριών τους, με γνωστότερους αρχηγούς τον Κυριάκο Παπαδόπουλο ή Κισά Μπατζάκ (Πιερία) και τον Μιχαήλ Παπαδόπουλο (Μιχάλαγα) στην Κοζάνη. Οι δυνάμεις αυτές δεν υπάγονταν στα Τάγματα Ασφαλείας, ωστόσο ακολουθούσαν τους Γερμανούς σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και φρουρούσαν μαζί διάφορα στρατηγικής σημασίας σημεία (γέφυρες, περάσματα). Στην Κρήτη η συγκρότηση δωσιλογικής στρατιωτικής δύναμης σε γενικές γραμμές απέτυχε.[17]

Η συνολική δύναμη των Ταγμάτων έφτασε τις 22.000 στο τέλος της Κατοχής, σε 9 ευζωνικά και 22 εθελοντικά τάγματα, και κατά μία άποψη, η μαζικότητά τους συγκρινότανε με του ΕΛΑΣ[6], παρόλο που ο δεύτερος αριθμούσε περί τις 100.000 με 200.000 ενόπλους.

Η πρώτη αυτόνομη ενέργεια των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Αθήνα ήταν η επιδρομή, στις 27 Νοεμβρίου 1943, στα στρατιωτικά νοσοκομεία και η εκκαθάρισή τους από κομμουνιστές. Διενεργούσαν επίσης ελέγχους σε σπίτια, που αποτελούσαν αφορμή για λεηλασίες και εκφοβισμό των πολιτών.[17]:109 Σε άλλες περιπτώσεις, ξυλοκοπούνταν και βιάζονταν γυναίκες που είχαν συγγενείς στον ΕΛΑΣ, και τα σπίτια τους καίγονταν.[8]:336 Το πρώην ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα αποτέλεσε φυλακή όπου τα Τάγματα κρατούσαν όσους αιχμαλώτους τους δεν έπαιρναν οι Γερμανοί στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου ή δεν στέλνονταν για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία. Τα Τάγματα συμμετείχαν επίσης ενεργά στα μπλόκα, όπως στο πρώτο και δεύτερο μπλόκο της Κοκκινιάς, στο μπλόκο της Καισαριανής, σε επιδρομές μαζί με τα SS στην Καισαριανή, το Βύρωνα και αλλού,[28] καθώς και στην πολιορκία και τη μάχη στο λεγόμενο “Κάστρο του Υμηττού”. Φρουρούσαν επίσης τα πτώματα όσων κρεμούσαν οι Γερμανοί έτσι ώστε να μην τα απομακρύνουν οι συγγενείς και να παραμένουν σε δημόσια θέα προς εκφοβισμό.[8]:376

Ανακοίνωση των γερμανικών αρχών για τους 200 της Καισαριανής που αναφέρει την εκτέλεση «ιδίᾳ πρωτοβουλείᾳ» άλλων 100 κομμουνιστών από τα Τάγματα Ασφαλείας (Απρίλιος ’44).

Τόσο τα Τάγματα Ευζώνων όσο και αυτά του Παπαδόγγονα συμμετείχαν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών μαζί με το γερμανικό στρατό. Τον Ιανουάριο του 1944, το Τάγμα Βρεττάκου συμμετείχε στην εκκαθαριστική “Επιχείρηση Κότσυφας” σε συνεργασία με Γερμανούς.[27]:504 Στις 26 Φεβρουαρίου ’44 τα Τάγματα συμμετείχαν σε επιδρομή στην Αχαία, το Μάρτιο του ίδιου χρόνου στη Λακωνία και Μεσσηνία, όπου δεν έδειξαν κανένα οίκτο για τον πληθυσμό, και τον Απρίλιο πάλι σε Αχαία και Ηλεία όπου φέρθηκαν με μεγάλη βαρβαρότητα.[17]:114 Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν στην Πελοπόννησο και κατά το καλοκαίρι. Τα Τάγματα Ασφαλείας βοήθησαν επίσης στην φύλαξη των Εβραίων της Πάτρας, που στάλθηκαν στο Άουσβιτς,[8]:354[29] και συμμετείχαν στην προετοιμασία της “Επιχείρησης Καλάβρυτα”, που κατέληξε στη Σφαγή των Καλαβρύτων, συλλέγοντας πληροφορίες στα Καλάβρυτα και τις γύρω περιοχές για λογαριασμό των Γερμανών.[30] Στην Εύβοια το εκεί Τάγμα έγινε διαβόητο για την απειθαρχία και τη βιαιότητά του, επιδιδόμενο επίσης σε εκβιασμούς και μαύρη αγορά.[8]:362

Τα Τάγματα Ασφαλείας έκαναν και αρκετές εκτελέσεις ως αντίποινα για τους φόνους Γερμανών από τους αντάρτες. Στις 15 Μαρτίου του 1944 στην Πάτρα εκτελέστηκαν 200 κομμουνιστές υπό γερμανική επιτήρηση, 40 το Μάρτιο του ’44 από το Τάγμα Καλαμάτας[17]:115, ενώ τον Απρίλιο τουφεκίστηκαν 100 κομμουνιστές και ύποπτοι αντάρτες με πρωτοβουλία του Παπαδόγγονα, χωρίς να έχει ζητήσει την άδεια του υπουργείου εσωτερικών ή του Σπάιντελ ή του Σιμάνα που το ήλεγχαν, σε αντίποινα για τη δολοφονία στις 27 Απριλίου από τους αντάρτες του Γερμανού στρατηγού Κρεχ, τον οποίο εκτιμούσε.[27]:512 Παράλληλα στις 31 Ιουλίου άντρες του Τ.Α. Αγρινίου κρέμασαν στα Καλύβια 60 αιχμάλωτους ΕΛΑΣίτες και ΕΑΜίτες. Αντίστροφα, οι γερμανικές αρχές τιμωρούσαν με αντίποινα (εκτελέσεις) το φόνο μελών των Ταγμάτων Ασφαλείας, μέτρο που ίσχυε και για τα δικά τους στρατεύματα.[26]:387[27]:528 Όταν το Μάιο του ’44 οι Γερμανοί κήρυξαν την Πελοπόννησο ζώνη πολέμου και απαγόρευσαν την επικοινωνία, τις συγκεντρώσεις, τις μετακινήσεις καθώς και την κυκλοφορία τα βράδυα, με την ποινή σύλληψης ή θανάτου, τα Τάγματα Ασφαλείας ανέλαβαν την τήρηση του μέτρου αυτού.[26]:403

Σχέσεις με τις δυνάμεις κατοχής

Ένας Έλληνας και δύο Γερμανοί στρατιώτες σε κοινή επιχείρηση σε κάποιο ελληνικό χωριό (1943).

Τα Τάγματα Ασφαλείας συνεργάζονταν στενά με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής,[27]:507 τόσο ως μάχιμη δύναμη σε επιχειρήσεις όσο και σαν σώμα φύλαξης αιχμαλώτων, υποστηρικτική δύναμη, και ως αποσπάσματα θανάτου. Η συνεργασία τους χαρακτηριζόταν από τους ίδιους τους Γερμανούς σε αναφορές τους ως εξαιρετική. Είχαν επίσης συμμετοχή στις γιορτές για τα γενέθλια του Χίτλερ και για την 25η Μαρτίου που διοργάνωσαν οι Γερμανοί.[17] Μετά την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ, στις 20 Ιουλίου 1944, ο Παπαδόγγονας του έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα για τη διάσωσή του. Στο τηλεγράφημα απάντησε ο Χάινριχ Χίμλερ, αρχηγός των SS, ευχαριστώντας εκ μέρους του Φύρερ και υποσχόμενος επιπλέον εξοπλισμό για τα Τάγματα.[27]:506 Η συγκρότηση των στρατιωτικών αυτών σωμάτων αποτέλεσε και αντικείμενο προπαγάνδας για τη ναζιστική πολεμική προσπάθεια. Προβλήθηκαν από το Υπουργείο Προπαγάνδας του Βερολίνου ως τα “σκληροτράχηλα παλικάρια στο πλευρό της Βέρμαχτ”.[27]:505

Ένα από τα τελευταία πράγματα που έκαναν οι Γερμανοί αποχωρώντας από την Πελοπόννησο, ήταν να αφήσουν στα Τάγματα Ασφαλείας αποθήκες με πυρομαχικά και οπλισμό, για να συνεχίσουν τον πόλεμο εναντίον των κομμουνιστών. Ο Διοικητής των ευζωνικών Ταγμάτων Πλυτζανόπουλος υποστήριξε, καθώς πλησίαζε η απελευθέρωση, ότι οι Γερμανοί έπρεπε να αποχωρήσουν από την Ελλάδα χωρίς προβλήματα, για να αποφευχθεί περαιτέρω αιματοκύλισμα.[8]:379 Τα Τάγματα Ασφαλείας κάλυψαν την αποχώρηση των Γερμανών, εντυπωσιάζοντας τον Σιμάνα με την πίστη και την αγωνιστικότητά τους.[31] Στην Πάτρα, ένας από τους όρους που έθεσε ο διοικητής του εκεί Τάγματος Κουρκουλάκος, προκειμένου να παραδοθεί, ήταν να αφεθούν οι Γερμανοί να αποχωρήσουν ανενόχλητοι.[27]:599

Τα Τάγματα Ασφαλείας καταδικάστηκαν ως προδοτικά με διάγγελμα της κυβέρνησης του Καίρου τον Ιανουάριο του 1944, και με κοινή ανακοίνωση των αντιστασιακών οργανώσεων ΕΚΚΑ, ΕΔΕΣ και ΕΑΜ το Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου. Στη Συμφωνία της Καζέρτας, που προηγήθηκε της απελευθέρωσης της Ελλάδας, τα Τάγματα Ασφαλείας χαρακτηρίστηκαν όργανα του εχθρού.

Απελευθέρωση

Λίγο πριν την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής από την Ελλάδα τα Τάγματα πολιορκήθηκαν σε διάφορες πόλεις από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ (Ναύπλιο, Αγρίνιο, Τρίπολη, Κόρινθο, Πάτρα) και παραδόθηκαν είτε σε αυτόν είτε σε βρετανικές δυνάμεις που κατέφθαναν στη χώρα. Ο διοικητής των Ταγμάτων της Πελοποννήσου Διονύσιος Παπαδόγγονας, μετά την άρνησή του να συμπτυχθεί στην Αθήνα, περικυκλώθηκε στην Τρίπολη από τις δυνάμεις του Άρη Βελουχιώτη στα τέλη Σεπτεμβρίου του ’44. Αφού πρώτα απέκρουσε επίθεση του ΕΛΑΣ, έσπειρε την τρομοκρατία στην πόλη,[32] και τελικά παραδόθηκε την 1η Οκτωβρίου σε βρετανικό απόσπασμα μετά από μεσολάβηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και τις εγγυήσεις των Άγγλων αξιωματικών[33] και μεταφέρθηκε αρχικά στις Σπέτσες και από εκεί στην Αθήνα.

Το Τάγμα Ασφαλείας Μελιγαλά μαζί με τους εναπομείναντες Ταγματασφαλίτες της Καλαμάτας εξολοθρεύτηκε από τον ΕΛΑΣ μέσα στην κωμόπολη ύστερα απο τριήμερη μάχη (13-15 Σεπτεμβρίου) την οποία ακολούθησε εκτέλεση των κατηγορουμένων αιχμαλώτων Ταγματασφαλιτών για εγκλήματα κατά του λαού της Μεσσηνίας, ενώ κατόπιν σε ανοικτό Λαϊκό Δικαστηρίο στην Καλαμάτα, κρίθηκε ένοχος και εκτελέστηκε στην κεντρική πλατεία της πόλης ο νομάρχης Περωτής, επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας της Μεσσηνίας και άλλοι 17 επιφανείς πολίτες ως κύριοι υποστηρικτές των Ταγμάτων.[8]:389 [26]:405 Εκτελέσεις δωσιλόγων έγιναν και στους Γαργαλιάνους και στον Πύργο. Το Τάγμα Ασφαλείας της Πάτρας με διοικητή τον Κουρκουλάκο αποχώρησε από την πόλη και οι άντρες του απομακρύνθηκαν από τους Βρετανούς και κλείστηκαν στο στρατόπεδο του Αράξου[27]:613 και το Τάγμα Ασφαλείας Αγρινίου παραδόθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου στον ΕΛΑΣ έπειτα από τριήμερη αντίσταση. Στην Αθήνα τα Τάγματα Ευζώνων αφοπλίστηκαν και οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο του Γουδή.

Οι δοσιλογικές δυνάμεις της Μακεδονίας συγκεντρώθηκαν στο Κιλκίς, περικυκλώθηκαν όμως από τον ΕΛΑΣ και κλήθηκαν να παραδοθούν. Μετά την άρνησή τους ακολούθησε φονική και για τις δυο πλευρές μάχη, που τέλειωσε με την κατάληψη της πόλης από τον ΕΛΑΣ, την οποία ακολούθησαν εκτελέσεις όσων κρίθηκαν ως δωσίλογοι.

Μετά την Κατοχή

Δυνάμεις των Ταγμάτων Ασφαλείας παρέμειναν επιτηρούμενες στο στρατόπεδο στου Γουδή, απελευθερώθηκαν όμως από εκεί από την κυβέρνηση Παπανδρέου, οπλίστηκαν και πολέμησαν στο πλευρό της κυβέρνησης και των Βρετανών κατά τα Δεκεμβριανά, την ένοπλη σύρραξη στην Αθήνα που σηματοδότησε την αρχή του Ελληνικού Εμφύλιου. Αρκετά μέλη τους δε, ενσωματώθηκαν στα Τάγματα Εθνοφυλακής, το στρατό που δημιουργήθηκε μετά την Κατοχή, επιδιδόμενοι σε βιαιότητες και εκδικητικές πράξεις εναντίον των αριστερών.[8]:383 Στη λογική της συμμετοχής τους στον εμφύλιο με την πλευρά του κυβερνητικού στρατού, αμνηστεύθηκαν πολλοί από τους καταδικασθέντες, μερικοί από τους οποίους ακολούθησαν καριέρα στον Εθνικό Στρατό.[10]:72-74 Ο Παπαδόγγονας, που σκοτώθηκε κατά τα Δεκεμβριανά, προάχθηκε μετά θάνατο με βάση κατοχικούς νόμους, ωστόσο η προαγωγή αποσύρθηκε ως “λάθος” μετά την κατακραυγή που ακολούθησε.[10]:90-92 Ο εμπνευστής των Ταγμάτων, Ιωάννης Ράλλης, αν και αθωώθηκε από το δικαστήριο των δοσιλόγων για τη δημιουργία των Ταγμάτων, όπως και ο Πάγκαλος, ωστόσο κρίθηκε ένοχος εσχάτης προδοσίας και πέθανε το 1946 στη φυλακή.[10]:76-77 Μολονότι τελικά τα πρώην μέλη των Τ.Α. βρέθηκαν στην πλευρά των νικητών μετά τον εμφύλιο πόλεμο, ουδέποτε κατάφεραν να κερδίσουν αισθήματα συμπάθειας ή έστω ουδετερότητας. Μέχρι και σήμερα ο χαρακτηρισμός “ταγματασφαλίτης” ή “ταγματαλήτης” είναι στη λαϊκή κουλτούρα ύβρις, συνώνυμη της προδοσίας και του δοσιλογισμού.

Πηγές

  1. Χαραλαμπίδης, Μενέλαος (2013-04-01). «Τάγματα Ασφαλείας, Χωροφυλακή και Χρυσές Λίρες». «Ο Διευθυντή της Ειδικής Ασφάλειας Αθηνών Α. Λάμπου κατακεραύνωνε την η Αστυνομία Πόλεων πως προσπαθεί να «αποφύγη την συμβολήν της εις την δίωξιν του κομμουνισμού […] [καθώς δεν είναι δυνατόν] εν τη περιφέρεια της Αστυνομίας Πόλεων να δρώσιν τόσον εμφανώς, δραστηρίως, και προκλητικώς τα αναρχικά στοιχεία […] πάντοτε ενεργούντα ταύτα χωρίς μάλιστα το αρμόδιον Αστυνομικόν Τμήμα να επιλαμβάνεται παντελώς και πολλάκις υπό τα όμματα των οργάνων [δημιουργώντας μια εικόνα που παρουσιάζει το Σώμα της Αστυνομίας Πόλεων] ως συνεργαζόμενον μετά της αναρχικής οργανώσεως ΕΑΜ»»
  2. Χάγκεν Φλάισερ Στέμμα και σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, Αθήνα 2009, Το Βήμα βιβλιοθήκη, τ. Β, σ. 29-30 “ως προς τον <<αγωνιστικό ΕΔΕΣ>> (…)η γερμανική πλευρά τον θεωρεί πλέον ανύπαρκτο ή τουλάχιστον δεν ενοχλείται
  3. Κωστόπουλος, Τάσος (05/12/2015). «Εικονικοί ήρωες»efsyn.gr.
  4. Fleischer, Hagen (1982). «ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΤΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΑΓΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ» (στα Greek). Μνήμων (Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού) 8: 189-203. doi:10.12681/mnimon.231. Ανακτήθηκε στις 2016-12-26«Επιστολή Γερμανού διοικητή Ελλάδος Alexander Löhr 24/1/1944: “[οι Γερμανοί θεωρούσαν την συγκρότηση των Τ.Α. ως μέρος της εκστρατείας] καταπολέμησης του Κομμουνισμού, για την οποία η αντικομμουνιστική μερίδα τον ελληνικού πληθυσμού πρέπει να χρησιμοποιηθεί πλήρως, για να εκδηλωθεί φανερά και για να εξαναγκαστεί σε μια απροκάλυπτη εχθρότητα κατά της κομμουνιστικής μερίδας”.».
  5. Χαραλαµπίδης, Μενέλαος (Ιούλιος 2012). ∆ιεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους. Η αιχµή του αντικοµµουνιστικού αγώνα της κυβέρνησης Ράλλη στην κατοχική Αθήνα. Θεσσαλονίκη: ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ. σελ. 169. ISBN 9789604583638. Επιστολή Ι. Ράλλη προς στρατηγό Hans Speidel 20/12/1943: “Γνωρίζετε εξοχότατε, ότι η κυβέρνησή μου ανέλαβε με θάρρος τον αγώνα εναντίον του κομμουνιστικού κινήματος. Οι συνεχείς προσπάθειές μου για στρατολόγηση και εξοπλισμό πιστών σωμάτων ασφαλείας, τα οποία χρησιμοποιούνται ήδη εναντίων των κομμουνιστών στη πρωτεύουσα, σας είναι επίσης γνωστές […] Η κυβέρνησή μου δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει μέσα, όσο σκληρά και αν πρέπει να είναι, εναντίον των οπλισμένων αναρχοκομμουνιστικών στοιχείων […]”.
  6. Στάθης Ν. Καλύβας (2010-12-19). «Τάγματα Ασφαλείας: το φαινόμενο πέρα από τον μύθο»Καθημερινή (Καθημερινή). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2015-12-17
  7. «ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΜΑΤΗΡΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟ-ΡΑΛΛΗΔΩΝ (21 ΔΕΚΕΜΒΡΗ 1943)»Βαθύ Κόκκινο. 14 Δεκεμβρίου 2011
  8. Μαζάουερ, Μαρκ (1994). Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της κατοχής, 1941-44. Αλεξάνδρεια.
  9. Τσικρίκης, Νίκος. «Τάγματα Ασφαλείας: Η δράση τους στην κατοχική και τη μεταπολεμική Ελλάδα. Επάνοδος στο στράτευμα, προαγωγές μέχρι τον βαθμό του ταξίαρχου και ανάδειξη σε βουλευτές και υπουργούς.». hotdoc history (Αθήνα).
  10. Κωστόπουλος, Τάσος (1 Μαΐου 2005). Η αυτολογοκριμένη Μνήμη. Τα τάγματα ασφαλείας και η μεταπολεμική Εθνικοφροσύνη. Φιλίστωρ. ISBN 978-960-369-082-5
  11. Σταυρόπουλος, Λάμπρος (2007-10-28). «Ηταν αναπόφευκτος ο εμφύλιος πόλεμος;»Το Βήμα. «Δήλωση της 5ης Ιουνίου 1945 των αρχηγών των κομμάτων του τότε Κέντρου (Θεμ. Σοφούλη, Ν. Πλαστήρα, Γ. Καφαντάρη, Εμμ. Τσουδερού και Αλ. Μυλωνά): «Η εγκαθιδρυθείσα μετά το κίνημα του Δεκεμβρίου εις ολόκληρον την χώραν τρομοκρατία της άκρας Δεξιάς επεκτείνεται καθημερινώς, έχει δε προσλάβει ήδη έκτασιν και βιαιότητα καθιστώσαν αφόρητον την ζωήν των μη βασιλοφρόνων πολιτών, και αποκλείουσαν οιανδήποτε σκέψιν διεξαγωγής ελευθέρου δημοψηφίσματος ή εκλογών […] Αι τρομοκρατικαί οργανώσεις της άκρας Δεξιάς, εκ των οποίων αι κυριώτεραι είχον οπλισθή εν μέρει υπό των Γερμανών και παντειοτρόπως συνειργάσθησαν μετ’ αυτών, όχι μόνον δεν αφωπλίσθησαν, όχι μόνον δεν διώκονται, αλλά αναφανδόν συμπράττουν με τα όργανα της τάξεως προς τελείαν κάθε δημοκρατικής πνοής κατάπνιξιν».»
  12. Μηχανή του Χρόνου (5 Μαρτίου 2014). «Η φρικώδης πρακτική των αποκεφαλισμών στην Ελλάδα και η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης στη διαμαρτυρία του Αμερικανού πρέσβη»www.mixanitouxronou.gr
  13. Μωραΐτη, Γιάννης (2004-02-08). «Ο δοσιλογισμός της Κατοχής με φόντο το σήμερα»Ριζοσπάστης, Ένθετη Έκδοση «επτά ημέρες μαζί»
  14. Καλλιβρετάκης, Λεωνίδας (2006). «Γεώργιος Παπαδόπουλος, Τάγματα Ασφαλείας και “Χ”: Μια απόπειρα συγκέντρωσης και επανεκτίμησης του παλαιότερου και νεότερου τεκμηριωτικού υλικού»Αρχειοτάξιο 8: 109-147
  15. Κωστόπουλος, Τάσος; Τρίμης, Δημήτρης; Ψαρρά, Αγγέλικα; Ψαρρά, Αντα; Ψαρράς, Δημήτρης (2003-10-26). «Η ΝΕΑ ΔΕΞΙΑ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ, Οι Ταγματασφαλίτες δικαιώνονται, ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ»Ελευθεροτυπία (iospress.gr)
  16. Κωστόπουλος, Τάσος; Τρίμης, Δημήτρης; Ψαρρά, Αγγέλικα; Ψαρρά, Αντα; Ψαρράς, Δημήτρης (2003-10-26). «Η ΝΕΑ ΔΕΞΙΑ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ, Οι Ταγματασφαλίτες δικαιώνονται, ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ»Ελευθεροτυπία (iospress.gr).
  17. Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης, τομ. 8, έκθεση του βρετανικού PIC
  18. Κείμενο του Ελευθερίου Δέπου, στελέχους του ΕΔΕΣ, στο Περικλής Ροδάκης, Καλάβρυτα 1941-44, σελ. 369.
  19. Ιωάννης Ράλλης, ομιλών εκ του τάφου, σελ. 33-37
  20. Martin Seckendorf, Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό, Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία, σελ. 10-11
  21. Χρονολόγιο γεγονότων 1940-44 από τα αρχεία του Βρετανικού Υπ. Εξωτερικών
  22. Η δράση του Τάγματος του Δάγκουλα στην Κατοχική Θεσσαλονίκη epikentro.gr, σελ. 9
  23. 18 Απριλίου 1944: Ο ΕΛΑΣ ματαιώνει την εγκατάσταση των «γερμανοτσολιάδων» στην Καισαριανή imerodromos.gr
  24. Βόγλης, Π., (2014). Η Αδύνατη Επανάσταση, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2014, σ. 53
  25. Μαντίδης, Γιάννης (Μάιος 2016). Σοφίκα Τοπάλη, Θηλιά στη μνήμη. Historia. ISBN 9789604541713.
  26. Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας
  27. Μάγερ, Χέρμαν (2003). Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα. Τα αιματηρά ίχνη της 117ης μεραρχίας καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα. Βιβλιοπωλείον της Εστίας. ISBN 960-05-1112-8.
  28. Ανδρέας Κέδρος, Η ελληνική Αντίσταση 1940-44, σελ. 180
  29. Αβέρωφ-Τοσίτσας,Φωτιά και Τσεκούρι
  30. Ροδάκης, ό.π, σελ. 385
  31. Seckendorf, ό.π., σελ. 253
  32. Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ημερολόγια Κατοχής, σελ. 660
  33. Κανελλόπουλος, ό.π., σελ. 656-659

https://el.wikipedia.org

Βιβλιογραφία

  • Βουρνας, Τάσος (1998). Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης ΕλλάδαςΓ. Αθήνα: Πατάκη. ISBN 978-960-600-526-8.
  • Βουρνάς, Τάσος (1998). Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης ΕλλάδαςΔ. Αθήνα: Πατάκη. ISBN 978-960-600-527-5.
  • Στρατού, Γενικό Επιτελείο (1998). Αρχεία Εθνικής Αντίστασης, 1941-1944: Κατοχικές αρχές, Τάγματα Ασφαλείας, Εγκληματικές ενέργειες των Βουλγάρων. Αθήνα: Διεύθυνση ιστορίας στρατού.
  • Seckendorf, Martin (1991). Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό: Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία. Αθήνα: Θεμέλιο. ISBN 978-960-224-270-4.
  • Μαζάουερ, Μαρκ (1994). Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. ISBN 978-960-221-096-3.
  • Δουατζής, Γιάννης (1980). Οι ταγματασφαλίτες. Αφοί Τολίδη.
  • Κέδρος, Ανδρέας (1983). Η ελληνική αντίσταση 1940-1944. Αθήνα: Θεμέλιο.
  • Μάγερ, Χέρμαν Φράνκ (2003). Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα.Τα αιματηρά ίχνη της 117ης μεραρχίας καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα. Αθήνα: Εστία. ISBN 978-960-05-1112-3.
  • Κωστόπουλος, Τάσος (2005). Η αυτολογοκριμένη μνήμη: Τα τάγματα ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη. Αθήνα: Φιλίστωρ. ISBN 9789603690825.
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου