Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 17 Μάι 2020
Εστελναν Ελληνες πρόσφυγες σιδηροδέσμιους από πόλη σε πόλη
Κλίκ για μεγέθυνση
 

Αριστερά: Ρεπορτάζ για τη συζήτηση στη Βουλή για τους πρόσφυγες, (εφ. ΑΙΩΝ 13.7.1849) και πρωτοσέλιδο άρθρο- καταγγελία για τις εκτοπίσεις των προσφύγων, (εφ. ΑΙΩΝ 22.6.1849). Δεξιά: O βουλευτής Πέτρος Ζάννος

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ 17.05.2020, 09:28

https://www.efsyn.gr/nisides/243658_estelnan-ellines-prosfyges-sidirodesmioys-apo-poli-se-poli

 

Επαναπροωθήσεις προσφύγων, εκτοπίσεις και «δομές φιλοξενίας». Σημερινές εικόνες, που έρχονται από το παρελθόν, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, με θύματα, τότε, αυτής της ξενοκίνητης πολιτικής του Κεφαλλήνιους, που έφταναν στην Ελλάδα, για να γλιτώσουν από την αγγλική εξουσία των Ιονίων Νήσων.

Η «γκρίζα», αυτή, πλευρά της ελληνικής ιστορίας «ξετυλίχτηκε», στα τέλη του 1848 και τους πρώτους μήνες του 1849, όταν σημειώθηκαν στην Κεφαλονιά τα πρώτα ένοπλα επαναστατικά κινήματα, που ανέδειξαν το αίτημα της ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα.

Ομως, ο Οθωνας αλλά και οι κυβερνήσεις του όχι μόνο δεν ήταν έτοιμες να στηρίξουν ένα τέτοιο αίτημα, αλλά ούτε καν να συμπαρασταθούν στους πρόσφυγες από την Κεφαλονιά, ερχόμενοι σε αντίθεση με το κοινό αίσθημα, που απαιτούσε την αλληλεγγύη προς όλους τους πρόσφυγες, που έφθαναν στο «νεαρό» κράτος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια σημαντική συζήτηση στη Βουλή, στις 8 Ιουλίου 1849, ο λόγιος βουλευτής Πέτρος Ζάννος κατήγγειλε, με έμφαση, ότι τα ίδια με την κυβέρνηση μέτρα «μετεχειρίζετο η Αυστρία, ότε παρέδιδε τον Φερραίον μας, ότε εδέσμευσε τον Υψηλάντη, ότε ήρπαζε τοσούτους νεανίας ημών», ενώ εφημερίδες της εποχής («Αιών» φ. 22.6.1849) αποτύπωναν τις επικρατούσες αντιλήψεις γράφοντας:

«Ναι! κατά τους νόμους του Κράτους, κατά την δικαιοσύνην και την ηθικήν πρόοδον του αιώνος, καθ’ όν ζώμεν, ο αργυρώνητος ή δούλος μαύρος Αφρικανός υπάρχει ελεύθερος, άμα πατήση το έδαφος της Ελλάδος, μένει, όπου αν θέλη».

Ωστόσο, διάφοροι υπουργοί, ίσως επιδιώκοντας και προσωπικά οφέλη, όπως έγραφαν εφημερίδες, έσπευδαν να ικανοποιήσουν οποιαδήποτε επιθυμία της βρετανικής πρεσβείας, μεταφέροντας σιδηροδέσμιους από πόλη σε πόλη τους δυστυχείς Κεφαλλήνιους…

Ηταν τέτοια η υποταγή, που, όπως φαίνεται από τα Πρακτικά της συζήτησης στη Βουλή, ο Αγγλος πρέσβης δεν χρειαζόταν να στείλει ούτε έγγραφο, ζητώντας τον εκτοπισμό των προσφύγων από την Πάτρα στο εσωτερικό του κράτους. Αρκούσε και η προφορική «αίτηση», όπως αναγνώρισε, εμμέσως, ο υπουργός Εσωτερικών Χρηστίδης, άνθρωπος του «Γαλλικού Κόμματος», που κατηγορήθηκε ότι ήθελε να γίνει αρεστός και στους Αγγλους!

Η αρχή της ιστορίας βρίσκεται τη νύχτα της 13ης προς 14η Σεπτεμβρίου 1848, οπότε ομάδες από ένοπλους χωρικούς, οι περισσότεροι από τα χωριά Βαλσαμάτα, Τραγιανάτα και Φραγκάτα συγκεντρώθηκαν στα ορεινά έξω από το Αργοστόλι και το Ληξούρι.

Οι πρώτες «σπίθες», πάντως, είχαν ανάψει, λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν γύρω από τις λέσχες «Ομόνοια» στο Ληξούρι και «Κοραής» στο Αργοστόλι (το 1847 μετονομάστηκε σε «Δημοτικόν Κατάστημα») ξεκίνησε να αναπτύσσεται αξιόλογη πατριωτική δραστηριότητα, που οδήγησε, το 1846, στο να οργανωθούν, πρώτη φορά, εκδηλώσεις εορτασμού των εθνικών επετείων της 25ης Μαρτίου και της 3ης Σεπτεμβρίου (γιορταζόταν η παραχώρηση Συντάγματος).

Μάλιστα, στην εκδήλωση του εορτασμού της 25ης Μαρτίου 1848, ακούστηκε, πρώτη φορά, επαναστατικό τραγούδι που παρακινούσε τον λαό σε ένοπλη εξέγερση εναντίον των Αγγλων («[…] Αδέλφια έφθασ’ ο καιρός ν’ αρματωθούμε όλοι./ Εμπρός! Με πυρ και βόλι/ ο ξένος να διωχθή…»)

Ταυτόχρονα, όμως, με την αγγλική καταπίεση, οι Κεφαλλήνιοι και γενικότερα οι Επτανήσιοι υφίσταντο και την εκμετάλλευση των «ευγενών», της ντόπιας άρχουσας τάξης. Γι’ αυτό, το κίνημα, που έμεινε γνωστό σαν «Επανάσταση του Σταυρού», επειδή εκδηλώθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1848, είχε, σύμφωνα με την «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», «χαρακτήρα εθνικό και ταξικό».

Από διάφορες πηγές φαίνεται ότι οι εξεγερμένοι είχαν διπλή στόχευση:

1. Να καταλάβουν την εξουσία και να καταργήσουν το καθεστώς της Προστασίας (σ.σ. της αγγλικής εξουσίας). Και

2. Να «χτυπηθούν» οι ευγενείς-τοκογλύφοι, οι οποίοι είχαν αρπάξει τα κτήματα των μικροϊδιοκτητών και τους πέταξαν στο δρόμο. Γι’ αυτό επεδίωκαν να κάψουν τα χρεωστικά ομόλογα, που βρίσκονταν στα δικαστήρια.

Ωστόσο, η απειρία, η κακή οργάνωση και κυρίως η προδοσία των σχεδίων των χωρικών είχαν ως αποτέλεσμα την αποτυχία του κινήματος. Στην Αθήνα οι ειδήσεις έφταναν με καθυστέρηση. Η εφημερίδα «Αιών» μόλις στις 29 Σεπτεμβρίου δημοσίευσε τις πρώτες πληροφορίες από την εξέγερση, που όπως φαίνεται βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα δημοσιεύματα των εφημερίδων, οι εξεγερμένοι χωρικοί ξεπερνούσαν τα 3.000 άτομα, διασκορπισμένοι σε διάφορα μέρη έξω από το Ληξούρι και το Αργοστόλι, περιμένοντας το σύνθημα της επίθεσης. Αρχηγοί ήταν στο Αργοστόλι τ’ αδέλφια Γεώργιος και Σταύρος Μεταξάς και Γεράσιμος Λαζαρής και στο Ληξούρι οι Θεόδωρος Τυπάλδος Μπρούτζος ή Μπρόντζας, με άμεσο συνεργάτη τον Μένεγο Δρακάτο Ξιδιό, και Μαρίνος Χαριτάτος.

Πραγματικά, στις 8 το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου μια ομάδα περίπου 150 ατόμων, οπλισμένων με πυροβόλα, ξίφη και ρόπαλα, με επικεφαλής τον κόμη Σπυρίδωνα Π. Μεταξά, ξεκίνησε από την περιοχή Κρανιά την επίθεση προς το Αργοστόλι. Στο σημείο εκείνο υπήρχε ένα απόσπασμα Αγγλων στρατιωτών, το οποίο αναγκάστηκε αρχικά να υποχωρήσει. Ομως, γρήγορα έφθασε ενισχυτικά και δεύτερος λόχος στρατιωτών και χωροφυλάκων και έτσι κατάφεραν να αποκρούσουν την επίθεση.

Αντίθετα, στην πλευρά των εξεγερμένων φάνηκε η έλλειψη οργάνωσης. Η επιτιθέμενη ομάδα βρέθηκε πολύ γρήγορα να αντιμετωπίζει ενισχυμένες αγγλικές δυνάμεις, ενώ δεν έφτασε ποτέ η αναμενόμενη βοήθεια, καθώς οι άλλες ομάδες καθυστέρησαν να ξεκινήσουν.

Οι χωρικοί αποθαρρύνθηκαν και γρήγορα υποχώρησαν άτακτα. Οι περισσότεροι ενώθηκαν, ξανά, με τους άλλους εξεγερμένους, αλλά 16 απ’ αυτούς πανικοβλήθηκαν και κατευθύνθηκαν σε μια παραλία, απ’ όπου με βάρκα πέρασαν στην Κυλλήνη.

Σε αυτή την πρώτη ένοπλη σύγκρουση έχασαν τη ζωή τους 7 Κεφαλλήνιοι και τραυματίστηκαν 15, από τους οποίους οι περισσότεροι υπέκυψαν γρήγορα στα τραύματά τους ενώ οι Αγγλοι μετρούσαν 2 ή, κατ’ άλλες πηγές, 4 θύματα ενώ υπήρχε και ένας τραυματίας χωροφύλακας.

Η ατυχής αυτή πρώτη μάχη έδωσε τον χρόνο στους Αγγλους να συγκεντρώσουν, από τη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα, στρατιωτική δύναμη περίπου 600 ανδρών, ενώ κατέφθασαν και τρία πλοία, τα οποία έκαναν θαλάσσιο αποκλεισμό του νησιού, ακινητοποιώντας τις βάρκες των ντόπιων και καταστρέφοντας κάποιες απ’ αυτές. Κυρίως, όμως, περιπολούσαν για να αποτρέπουν, με επαναπροωθήσεις, όπως θα λέγαμε σήμερα, τη φυγή προσφύγων προς την ελληνική Πελοπόννησο.

Παρ’ όλα αυτά, «πολλοί χωρικοί εδραπέτευσαν, λέγουν, εις Κυλλήνην, μολονότι το διαληφθέν ατμόπλοιον περιπλέει γύρω της νήσου, δια να εμποδίση την απόδρασιν των επαναστατών», ανέφεραν οι εφημερίδες των Αθηνών.

Στο Αργοστόλι επικράτησε ησυχία αλλά οι τοπικοί άρχοντες, Αγγλοι και Ελληνες πανικοβλήθηκαν και μαζί με τις οικογένειές τους κατέφυγαν στο παλάτι του Αγγλου τοποτηρητή, το οποίο φρουρείτο από 200 στρατιώτες. Παράλληλα, απαγορεύτηκε τις νυχτερινές ώρες η κυκλοφορία και όπως περιγράφεται «οι άνθρωποι περί λύχνων αφάς (την ώρα που άναβαν τα φανάρια των δρόμων) αποσύρονται εις τας οικίας των».

Ωστόσο, έξω από τις πόλεις ο αναβρασμός συνεχιζόταν και στις 26 Σεπτεμβρίου έγινε νέα επίθεση από τους εξεγερμένους χωρικούς, αυτή τη φορά στο Ληξούρι. Μπροστάρηδες στην επίθεση ήταν οι Σταύρος Μεταξάς και Θεόδωρος Τυπάλδος Μπρούτζος, αλλά και οι ιερείς Αναστάσιος Λοβέρδος Μαντζουράτος και Γεράσιμος Μονοκρούσος Κουτρούφης.

Καθώς οι αρχές και οι στρατιωτικές δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στο Αργοστόλι, οι εξεγερμένοι δεν βρήκαν ουσιαστική αντίσταση. Κατά την είσοδό τους συνάντησαν μερικούς χωροφύλακες και «τινας Αγγλόφρονας προδότας {και αφού} τους κατακεκομμάτιασαν» κατέλαβαν την πόλη και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο παλαιό ενετικό φρούριο, στο Παλαιόκαστρο.

Από εκεί οι χωρικοί έπληξαν με τα όπλα τους βρετανικό ατμόπλοιο, που μετέφερε από τη Κέρκυρα τον Αγγλο αρμοστή Σίτων και 500 στρατιώτες, πλέοντας κοντά στη στεριά, το οποίο διέφυγε χάρη στους χειρισμούς του πλοιάρχου του.

Παράλληλα, οι χωρικοί άδειασαν μια αποθήκη οπλισμού και αφού εφοδιάστηκαν με περισσότερα όπλα και πυρομαχικά άρχισαν να σχεδιάζουν νέα επίθεση στο Αργοστόλι, όπου παρέμεναν δυνάμεις τους τοποθετημένες περιμετρικά της πόλης.

Μάλιστα, οι πολιορκητές χωρικοί απέκρουσαν μερικές προσπάθειες των Αγγλων, που επιχείρησαν να βγουν από την πόλη και να καταλάβουν κάποια οχυρά μέρη. Γρήγορα, όμως, οι αυξημένες και καλά εξοπλισμένες δυνάμεις των Αγγλων πέρασαν στην αντεπίθεση και καθώς ένα πλοίο άρχισε να κανονιοβολεί το Παλαιόκαστρο οι χωρικοί αναγκάστηκαν να υποστείλουν την ελληνική σημαία και σταδιακά να υποχωρήσουν και από το Ληξούρι.

Για περίπου 15 ημέρες ο αναβρασμός συνεχιζόταν αλλά η υπόσχεση του αρμοστή λόρδου Σίτων για χορήγηση αμνηστίας στους περισσότερους εξεγερμένους (εξαιρούντο οι αρχηγοί τους) λειτούργησε καταλυτικά για να υπάρξει εκτόνωση.

Βέβαια, εν πολλοίς η υπόσχεση αποδείχτηκε χωρίς αντίκρισμα, καθώς με το πρόσχημα της εξαίρεσης από την αμνηστία των πρωταιτίων άρχισε ένας απηνής διωγμός, από τον οποίο δεν εξαιρέθηκαν ούτε κληρικοί.

«Η αμνηστεία […] επεδαψιλεύθη εις τους οπλισθέντας χωρικούς και η εκδίκησις όλη της κυβερνήσεως έπεσωρεύθη κατά της κεφαλής πολιτών, οίτινες ουδέν έλαβον μέρος και μάλιστα κατά των Κληρικών», έγραφε, χαρακτηριστικά, η εφημερίδα «Αιών» (φ. 13.10.1848)

Ετσι, άρχισαν σταδιακά να φτάνουν στην ελεύθερη Ελλάδα πολλοί πρόσφυγες από την Κεφαλονιά φοβούμενοι την εκδικητική οργή των Αγγλων. Μάλιστα κάποιοι από τους πρόσφυγες δεν είχαν πάρει καν μέρος στην «Επανάσταση του Σταυρού».

Οι πρόσφυγες διέμεναν, αρχικά, στην Πάτρα, όπου οι περισσότεροι είχαν συγγενείς, που τους εξασφάλιζαν ανεκτές συνθήκες διαβίωσης. Ωστόσο, όπως αναφέρεται σε μια συγκλονιστική επιστολή του πρόσφυγα Σταύρου Μεταξά, που δημοσιεύτηκε (5.7.1849) στην εφημερίδα «Αιών», τον Ιανουάριο του 1849, ο νομάρχης Τσαμαδός τούς μετέφερε διαταγή του υπουργού Εσωτερικών Α. Λόντου για να μεταφερθούν, εντός τριών ημερών, από την Πάτρα στη Σύρο (!), με το πρόσχημα ότι προετοίμαζαν νέα εξέγερση στη Κεφαλονιά.

Η αντικατάσταση του υπουργού Εσωτερικών και η ανάληψη των καθηκόντων από τον Γλαράκη δεν άλλαξε ουσιαστικά τα πράγματα, καθώς η Αγγλία ζητούσε επιμόνως να απομακρυνθούν οι πρόσφυγες από την Πάτρα. Ετσι, τον Μάρτιο άρχισε ουσιαστικά η επιχείρηση-σκούπα για να μεταφερθούν οι πρόσφυγες, αρχικά, στην Αθήνα και στη συνέχεια στη «δομή φιλοξενίας», όπως θα λέγαμε σήμερα.

Ο Σταύρος Μεταξάς γράφει ότι «συλλαμβάνονται ο αυτάδελφός μου Γεώργιος, Γεράσιμος Λαζαρής και Νικόλαος Βαλιάνος και διευθύνονται ως άλλοι κακούργοι εις το Αστυνομικόν κατάστημα». Την επόμενη μέρα γίνονται και νέες συλλήψεις ακόμα και ατόμων, όπως ο Χριστόδουλος Βαντόρος, που δεν είχαν λάβει μέρος στο κίνημα.

Ολοι οι συλληφθέντες επιβιβάζονται σε ένα γαλαξιδιώτικο σκάφος, συνοδευόμενοι από 12 ένοπλους χωροφύλακες. Αποβιβάζονται στο Λουτράκι και από εκεί οδηγούνται, ταλαιπωρημένοι και σε κακή κατάσταση, στην Αθήνα. Απογοητευμένοι, ζητούν να τους επιτραπεί να παραμείνουν εκεί, αλλά η Αστυνομία αρνείται.

Η νέα αλλαγή στο Υπουργείο Εσωτερικών με την τοποθέτηση ως υπουργού του Χρηστίδη στη θέση του Γλαράκη δεν φέρνει ουσιαστική αλλαγή στην αντιμετώπιση των ατυχών προσφύγων, εκτός από το ότι αλλάζει ο τόπος προορισμού τους και αντί της Σύρου θα οδηγηθούν στο Ναύπλιο, όπου θα παραμείνουν υπό αστυνομική επιτήρηση…

Ο Σταύρος Μεταξάς εξέφρασε διαμαρτυρίες για την τύχη που επιφυλάχτηκε στους πρόσφυγες, ιδιαίτερα σε αυτούς που δεν είχαν λάβει μέρος στα γεγονότα του Σεπτεμβρίου, αλλά «επεπλήχθη αυστηρώς παρά της Αστυνομίας».

Και το χειρότερο: Το υπουργείο Εσωτερικών, με μια ακατανόητη τιμωρητική συμπεριφορά, του αρνήθηκε ακόμα και προσφυγικό διαβατήριο, που ζήτησε για να καταφύγει στη Τουρκία και να ξαναφτιάξει τη ζωή του.

Η στάση του υπουργείου δέχτηκε δριμεία κριτική από τον αντιπολιτευόμενο Τύπο αλλά και από βουλευτές σε συζήτηση, που έγινε, στις 8 Ιουλίου, στη Βουλή, όπου ο υπουργός Χρηστίδης προσπάθησε να ωραιοποιήσει την κατάσταση ισχυριζόμενος ότι οι πρόσφυγες οδηγήθηκαν στο Ναύπλιο με την… πειθώ!

Ωστόσο, κρίσιμα ζητήματα δεν «φωτίστηκαν» πλήρως, αφού ο πρόεδρος της Βουλής Δ. Χατζίσκος απέφυγε τη συζήτηση για την αναφορά προσφύγων για κακοποίησή τους.

Παρ’ όλα αυτά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον και διαχρονική αξία έχει η επισήμανση βουλευτή (μάλλον του Π. Ζάννου):

«Η Ελλάς, η γενέτειρα των εθνών, η Ελλάς, η αξία του πολιτισμού και των φώτων, η Ελλάς, η αρχαία μήτηρ της ελευθερίας, δέχεται φιλοστόργως εις τους μητρικούς κόλπους της όλους τους λαούς. […] Ας έλθωσιν, όχι μόνον οι ομογενείς Επτανήσιοι, όχι μόνον οι Αλβανοί, ας έλθωσι και οι ατυχείς Ρωμαίοι, οι Ούγγροι τυχόν και οι Γερμανοί· όλοι οι λαοί, όσοι αγωνίζονται υπέρ της γλυκείας ελευθερίας των. […] Ο αγών της ελευθερίας είναι υπόθεσις κοινή. ας έλθωσι, και η Ελλάς θα συναγωνισθή μαζί των».

Η λίστα των επαναστατών

Ενα «κλητήριο έγγραφο προς τους απόντας κατηγορουμένους», με ημερομηνία 21.2.1849, που δημοσιεύτηκε, αργότερα, στην εφημερίδα «Αιών», αναφέρει αυτούς που θεωρήθηκαν από τις αρχές του κράτους των Ιονίων νήσων, ως πρωταίτιοι της «Επανάστασης του Σταυρού».

Συγκεκριμένα, το κλητήριο έγγραφο, αναφέρει ως «απόντες», που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα, τους εξής:

Γεώργιο και Σταύρο, αδελφούς Ιωαν. Μεταξά, κατοίκους Αργοστολίου
Θεόδωρο Τυπάλδο Μπρούτζο του Εμ., κάτοικο Ληξουρίου
Γεράσιμο Παν. Λαζαρή, από Φραγγάδες
Νικόλαο Παν. Κολαήτη, από Φραγγάδες
Αναστ. Νικ. Σουπιωνά, από Φραγγάδες
Σπυρίδωνα Γ. Ζάκη ή Ζάννη, από Φραγγάδες
Δημητ. Γεωρ. Αποστολάτο, από Βαλσαμάδες
Γεώργιο Στ. Λαυρεντιάτο, από Βαλσαμάδες
Σπυρίδωνα Αν. Μαυροειδής, από Βαλσαμάδες.

Ως προφυλακισμένοι αναφέρονται οι:

Γεράσιμος Θεοφιλάτος, από τον Σκινέα,
Σπυρίδωνας Ι. Σφαέλος, από Λουκεράδες
Οι ιερείς Αναστάσιος Λοβέρδος Ματζουράτος και Γεράσιμος Μονοκρούσος Κουτρούφης, και οι δύο από τον Σκινέα
Μένεγος Ξυδιάς Δρακάτος, από Λουκεράδες
Σπύρος Π. Μεταξάς, από το Αργοστόλι
Χαράλαμπος Ι. Παυλάτος από Βαλσαμάδες. Και
Διονύσιος Ν. Κορησιάνος, από Φραγγάδες

Για όλους τους παραπάνω, που αντιμετώπιζαν τη βαρύτατη κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας», προσδιοριζόταν ο ρόλος στο κίνημα ως εξής:

1. Οι Γεωρ. και Στ. Μεταξάς και Θεόδ. Μπρούτζος ήταν οι πρωταίτιοι του ξεσηκωμού με σκοπό «να καταλύσωσι την κυβέρνησιν και ν’ αποσπάσωσιν την Νήσον της ενότητος του Κράτους». Στις 26.9.1848 Σταύρος Μεταξάς και Θεόδ. Μπρούτζος τέθηκαν επικεφαλής επαναστατών, που εισέβαλαν στο Ληξούρι.

2. Αν και οι προεστοί Γεράσιμος Θεοφιλάτος, κάτοικος κώμης Σκηνέων και Σπυρίδων Ιωαν. Σφαέλος, κάτοικος κώμης Λουκεράδων, «δεν δύνανται να χαρακτηριστούν ως πρωταίτιοι, είχαν κύριο και άμεσο ρόλο και τη μοιραία μέρα συνενώθηκαν με τους επαναστάτες».

3. Από καταθέσεις μαρτύρων, από τους οποίους και κληρικοί, οι ιερείς Αναστάσιος Λοβέρδος Μαντζουράτος και Γεράσιμος Μονοκρούσος Κουτρούφης τιθέμενοι επικεφαλής χωρικών οδήγησαν τούτους εις την πόλη του Ληξουρίου.

4. Ο Μένεγος Δρακάτος Ξιδιός, συνεργάτης του Μπρούτζου

5. Ο κόμης Σπυρίδων Π. Μεταξάς οδήγησε ομάδα ανθρώπων του στην πεδιάδα της Κρανέας.

6. Ο Γεράσιμος Λαζαρής επικεφαλής μεγάλου αριθμού επαναστατών επιτέθηκαν σε στρατιώτες και χωροφύλακες.

7. Οι προφυλακισθέντες Χαράλαμπος Ιωάν. Παυλάτος και Διονύσιος Νικ. Κουρισιάνος ή Κορησιάνος και οι απόντες Αποστολάτος, Λαυρεντιάτος, Μαυροειδής, Κολαήτης, Σουπιανάς και Ζάκης ή Ζάννης «αποτέλεσαν μέρος των επαναστατησάντων χωρικών οίτινες εισέβαλαν στην πόλη του Αργοστολίου και ένοπλοι υπεστήριξαν την πλησίον της γεφύρας Δρεπάνου συμβάσαν προσβολήν».

Πηγές
■ Ιστορία του Ελληνικού Εθνους (Συλλογικό Εργο), Τόμος ΙΓ΄, Εκδοτική Αθηνών (1975).
■ Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής κατά την Δευτέραν σύνοδον της Δευτέρας Κοινοβουλευτικής Περιόδου, Τόμος Β΄ (1849).
■ Εφημερίδες από την Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων.
■ Παναγής Β. Μεταξάς, «Η εξέγερση των αγροτών της Κεφαλονιάς της 14/9/1848».
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου