Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 14 Μάρ 2020
ΠΟΡΤΕΣ-ΑΡΦΑΡΑ   “ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ”  ΤΟΥ ΞΕΣΗΚΩΜΟΥ
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 

 

του Β. Αντωνίου

 

Πρωτοσέλιδο Εφημερίδας “Στύξ”   ΜΑΡΤΙΟΣ  2003


«Πρώτος  κατά την Πελοπόννησον έβαψα τας χείρας μου εις το αίμα των τυράννων δια τον σκοπόν της ελευθερίας»
Ν. Σολιώτης

 

«Την 5ην Ιανουαρίου 1821 γράφει ο οπλαρχηγός Ν. Σολιώτης, ήλθον εις την οικίαν μου εις Βοστίτσαν ο γενναίος της Πατρίδος υπέρμαχος Γ.Δικαίος μετά του φιλοπάτριδος Χ.Μάλη, αλλά μη ευρόντες με εκεί, ανεχώρησαν την επομένην δια Καλάβρυτα και εκείθεν εις Πάτρας και από Πάτρας πάλιν επανήλθον εις βοστίτσαν, περιτρέχοντες τα μέρη ταύτα ως κατηχηταί, όπου συνταχθέντες οι προεστώτες και αρχιερείς Καλαβρύτων, Πατρών και Βοστίτσης, απεφάσισαν να συνεννοηθούν όλοι οι Πελοπονήσιοι και να κινήσουν πόλεμον τότε ότε ήθελον ευκολυνθεί από τας προπαρασκευάς τας αναγκαίας δια τον πόλεμον.

 

Αλλ’ εν τω μεταξύ τούτω έφτασεν  η τοιαύτη φήμη εις τας ακοάς των Μωαμεθανών, οίτινες προσεκάλεσαν εις Τριπολιτσάν δια σφοδρών διαταγών τους άρχοντας Προεστώτας και αρχιερείς της Πελοποννήσου.

 

Επείγαν δε εις την Τριπολιτσάν άπαντες εκτός οι αρχιερείς και προεστώτες των Καλαβρύτων και της Βοστίτσης. Και ούτοι εξεκίνησαν δήθεν δια Τριπολιτσάν μετά των οποίων και εγώ, είχομεν δε μαζί μας και τον παρά του Καϊμακάμη σταλέντα προς συνοδείαν Τάταρην και έναν Δερβίσην προς μαρτυρίαν του πράγματος.

 

Εφθάσαμεν εις Καστριά, χωρίον της επαρχίας Καλαβρύτων εν Κατσάναις, όπου οι πρόκριτοι είχον προδιατεθειμένον ένα χωρικόν, όστις τους έφερε τα απ’ αυτούς τους ιδίους σχεδιασθέντα γράμματα, ως από μέρους φίλου του πιστού Τούρκου εκ Τριπολιτσάς στελλόμενα, τα οποία έλεγον «αν θέλετε τη ζωήν σας μην έλθετε τώρα εις Τριπολιτσαν». Ταύτα ποιήσαντες επεστρέψαμεν εις το Μοναστήρι της Λαύρας. Εκεί ήλθον γράμματα από τους Δεληγιανναίους λέγοντα: «Μη κινηθείτε αδελφοί μου, διότι οι αδελφοί μας όντας φυλακισμένοι εις Τρίπολιν χάνονται».

 

Ταύτα θεωρών και υποπτευόμενος μη ποτέ το πράγμα ξεσκεπαστεί διαδιδομένης ολονέν της φήμης και θα έχωμεν ούτω μέγα τον όλεθρον εις τον ζυγόν της Τυραννίας, απεχώρησα από το μοναστήρι της Λαύρας δια το χωρίον μου Σόλον δια να προετοιμάσω πολεμοφόδια με την απόφαση να δώσω αιτίαν και αρχήν των επαναστατικών σκοπών του έθνους.

 

Όθεν τύχη αγαθή στις 14 Μαρτίου ότε έφτασα εις το χωρίον μου διέβαινον τούρκοι Τριπολιτσιώται με γράμματα από τον καϊμακάμην της Τριπολιτσάς προς τον Χουρσίτ πασάν, επαπειλούντες όλεθρον εις τους χριστιανούς τους οποίους μαθών διαβαίνοντας τον δρόμον του Αγριδίου, μιαν ώραν απέχοντος του χωριού μας Σόλον των Καλαβρύτων, λαβών μεθ’ εαυτού εννέα συμπολίτες μου και προκαταλαβών την θέση Πόρτα του Αγριδίου, τους εσκότωσα και ούτω πρώτος κατά την Πελοπόννησον έβαψα τας χείρας μου εις το αίμα των τυράννων δια τον σκοπόν της ελευθερίας.

 

Τη ακόλουθον ημέραν 15ημ Μαρτίου μετέβην εις το χωρίον Βαρβάρα, ήσαν οι Σωτήρ. Χαραλάμπης, Σωτηρ. Θεοχαρόπουλος, Παν.Αρβάλης, Ιωάν. Παπαδόπουλος, τους εξήγησα τον σκοτωμόν των τούρκων εις το αγρίδι παρακινών συγχρόνως και αυτούς να λάβωσι τα όπλα και να κινηθούν.

Αυτοί κατά πρώτον μου είπον:

«Τι ήταν αυτό που έκαμες αδερφέ; Πήραμε τον κόσμο στο λαιμό μας».

 

Τους απαντώ ότι «έκαμα το οποίον προ πολλού απεφασίσαμεν και το οποίον το είχον και τα πνεύματα και η επιθυμία όλου του γένους και ότι αυτοί εάν δεν κινηθούν θα πάθουν τα ίδια με τους Τούρκους από τον ενθουσιασμένον και κατηγανακτισμένον λαόν».

 

Τότε έλαβε τον λόγο ο Παν.Αρβάλης και ο Νικ. Πετιμεζάς ήτο μετ’ αυτών τότε και είπον ότι πρέπει να λάβωσιν τα όπλα εις χείρας και να κινήσωμεν και τους άλλους. Μείναντες λοιπόν εις τούτο σύμφωνοι άπαντες ήλθομεν όλοι ομού εις το χωρίον μου.

 

Μετά δύο ημέρας, ήτοι την 16η Μαρτίου το εσπέρας διέβαινον και οι Τούρκοι Τσιπογλαίοι Τριπολιτσιώτες από τα πέριξ χωρία Αρφαρά και Χασίων. Ειδοπειηθείς δια τούτο έστειλα τινάς των συντρόφων μου και εσκότωσαν και αυτούς. Την ακόλουθον ημέραν έφτασαν δια θαλάσσσης από Σάλωνα δυο Μπουλουμπακτσήδες με εξήκοντα τούρκους, τους οποίους διαβαίνοντας δια του χωρίου Βερσοβάς.

Συσσωματωθέντες οι κάτοικοι των πέριξ χωρίων και ενωθέντες με τους απεσταλμένους συντρόφους μου, τους εφόνευσαν πάντας κατά το χωρίον Βερσοβάν. Τούτο ειδοποιηθείς έδραμα και εγώ με άλλους 50, αλλά δεν επρόφτασα την μάχην καθ’ ότι είχε τελειώσει».

 

 

 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου