Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 25 Απρ 2021
1821 – 2021 / Η Επανάσταση του '21 δεν ήταν φιλελεύθερη, αλλά ριζοσπαστικά δημοκρατική
Κλίκ για μεγέθυνση

 


 

Η μεγάλη μάζα των αγωνιστών και, φυσικά, του ευρύτερου πληθυσμού ενδιαφέρονταν ελάχιστα για εισαγόμενες αλλοδαπές ιδεολογίες και συντάγματα. Ασφαλώς μεγάλος αριθμός αντιλαμβανόταν χονδρικά τί θα πει “σύνταγμα”. Σχετική εμπειρία παρείχε η ίδια η οθωμανική διοίκηση, που είχε νόμους, και η επαφή με τη συντεταγμένη λειτουργία των Ιονίων νήσων υπό τους Βενετούς όσο και τους Γάλλους και Άγγλους, στη συνέχεια. Ωστόσο, η σχηματική αυτή αντίληψη των πολλών για την πρακτική σημασία της συνταγματικής συγκρότησης μαρτυρεί ταυτόχρονα μια ομόθυμη αφοσίωση στο ιδεώδες του κράτους δικαίου: όχι στην ισχνή φιλελεύθερη πρόσληψή του ως αρχής της νομιμότητας, αλλά στη πυκνή εκδοχή του, βγαλμένη από τον πυρήνα της δημοκρατικής παράδοσης, ως καθεστώτος όπου άρχουν οι νόμοι και όχι οι άνθρωποι, αυτό δηλαδή που ο Ανώνυμος Έλλην αποκαλεί "Νομαρχία".

Αυτό όμως δεν ήταν μια ιδέα που επινόησαν πρώτοι οι επαναστάτες του '21. Η ίδια ιδέα διατρέχει όλες τις μεγάλες επαναστάσεις της εποχής των Φώτων και συνοψίζεται στην ιδέα του πολίτη ως αφηρημένου φορέα ενός αναπαλλοτρίωτου μεριδίου κυριαρχίας. Αυτή είναι μια από τις συστατικές ιδέες του γιακωβίνικου συνταγματισμού και αυτόν τον τελευταίο απηχεί πανηγυρικά η "Νέα Πολιτική Διοίκησις" του Ρήγα: “αυτοκράτωρ λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου, χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλο είδος γενεάς”. Μετά τα όσα προηγήθηκαν όμως, μπορούμε να πούμε ότι την ιδέα αυτή δεν την επινόησαν ειδικά ούτε οι Έλληνες ούτε οι Γάλλοι επαναστάτες, γιατί ανήκει στην εσωτερική λογική της ίδιας της δημοκρατίας.

Λέει ο Ρουμελιώτης αγωνιστής Λάμπρος Νάκος: “Εμείς θέλομεν όπου ο βασιλεύς να είναι ο νόμος, να λείψουν οι αρπαγές, οι κλεψιές και αυτοί όπου διδάσκουν εις όλους μας τα κακά να χαθούν”. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια πηγαία πολιτική παρόρμηση κατά κάθε τυρανικής διακυβέρνησης με το “έτζι θέλω”, είτε αυτή προέρχεται από τον Σουλτάνο είτε από τους προεστούς.

Η ελευθερία ως το αυτεξούσιο

Ιδιοτυπία της ελληνικής περίπτωσης φαίνεται λοιπόν να είναι το ότι, παρά τον κατ' αρχήν εγκλωβισμό τους στους κύκλους των ελίτ αστών και ετεροχθόνων, οι πολιτικές αρχές του Διαφωτισμού που αποτυπώνουν τα πρώτα συνταγματικά κείμενα δεν ήταν απλώς ένα ξενόφερτο ιδεολογικό κέλυφος ή ένα επίχρισμα για τις ανάγκες της διπλωματίας του αγώνα. Φαίνεται, αντίθετα, ότι ανταποκρίνονταν σε ένα διάχυτο στον πληθυσμό αίτημα ή, έστω, προσδοκία για χειραφέτηση, συλλογική όσο και ατομική, εντός μιας νόμω κρατούσας πολιτείας. Το αίτημα αυτό ανιχνεύεται ξεκάθαρα στις λαϊκές πηγές, με διατυπώσεις που παραπέμπουν ευθέως σε μια αντίληψη που αντηχούσε ακόμη την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα: η ελευθερία ορίζεται αρνητικά μεν αλλά όχι με τον τρόπο που το θέλει ο φιλελευθερισμός, δηλαδή ως το να μην με εμποδίζει κανείς να κάνω αυτό που θέλω. Αντίθετα, το λαϊκό αισθητήριο την αντιλαμβανόταν ως το να είμαι κύριος του εαυτού μου, άρα να μην υπόκειμαι σε αλλότρια βούληση. Η ελευθερία έτσι ορίζεται, όπως στον ρεπουμπλικανισμό των αρχαίων, ως άρνηση της συνθήκης που την καταργεί, δηλαδή το να μην είναι κανείς σκλάβος. Αυτήν την αντίληψη εκπροσωπεί εμβληματικά ο κλέφτης ως πρωταγωνιστής της λαϊκής μυθοπλασίας:

Μάνα μου, εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης

και να είμαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.

Το καθεστώς συλλογικής υπαγωγής στη ανέλεγκτη κρίση άλλου είναι η τυραννία. Η “τυραγνία”, μας λέει ο Μακρυγιάννης, είναι το καθεστώς “όπου δεν ορίζαμεν ούτε βιόν ούτε τιμή ούτε ζωή”. Και κατ' αυτής ακριβώς στράφηκε το επαναστατικό διάβημα των Ελλήνων. “Αποφασίσαμεν οι νοικοκυραίοι να σηκώσομεν τα αρματα αναντίον αυτής της τυραγνίας. Είτε ελευθερία είτε θάνατος”.

Αυτή η πρακτική επαλληλία μεταξύ της πολιτικής διδασκαλίας του Διαφωτισμού και της μαζικής προσδοκίας για χειραφέτηση βρίσκεται στη βάση της επιτυχίας των επαναστατικών πολιτευμάτων να τύχουν αναγνώρισης από τους ανθρώπους τη ζωή των οποίων επεδίωκαν να ρυθμίσουν, ακόμη και αν αυτοί αγνοούσαν το περιεχόμενο των επιμέρους κανόνων τους, αλλά και να τους εμφυσήσουν την ιδέα ότι πρόκειται για κάτι υπέρ του οποίου αξίζει κανείς να αγωνιστεί ή ακόμη και να θυσιαστεί.

Ωστόσο, η ανταπόκριση της πολιτικής διδασκαλίας του Διαφωτισμού στις προσδοκίες χειραφέτησης του εξεγερμένου πλήθους δεν μπορεί απλώς να αποδοθεί στην όποια “προετοιμασία” επετεύχθη με τη διάδοση των επαναστατικών ιδεών στον ευρύ πληθυσμό της επικράτειας που επρόκειτο να αποτελέσει την Ελλάδα. Γνωρίζουμε τη χαμηλή διάχυση των ιδεών στα λαϊκά στρώματα και στους αγροτικούς πληθυσμούς, που ανέλαβαν και το μεγαλύτερο βάρος της ένοπλης σύγκρουσης και των συνεπειών της. Οσοδήποτε δημοφιλής ο Ρήγας ή ο Ανώνυμος, ο αριθμός των προσώπων που ήρθαν σε επαφή με το έργο τους παραμένει λίγο-πολύ περιορισμένος στους γραμματιζούμενους. Θα ήταν αξιοπερίεργο η όποια “εθνική αφύπνιση” των λαϊκών και αγροτικών πληθυσμών να τα έθετε σε μια τροχιά συνάντησης με τη ριζοσπαστική πολιτική διδασκαλία του Διαφωτισμού, όταν τον ρόλο του φυσικού ταγού τους διατηρούσε ζηλότυπα η επίσημη Εκκλησία.

Η λαϊκή κινητικότητα

 

Μια εξήγηση αυτής της ιδιοτυπίας πρέπει ίσως να αναζητήσουμε στην εκτεταμένη κοινωνική κινητικότητα που χαρακτήριζε τους πληθυσμούς του ελλαδικού χώρου ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα και την οποία η Επανάσταση πυροδότησε στο έπακρο. Το δυτικό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε ήδη αμετάκλητα διαπλακεί στο σύστημα διεθνών συναλλαγών που εδραίωνε ραγδαία ο νέος τρόπος κοινωνικής αναπαραγωγής στη Δύση. Μέσα από τους γηγενείς πληθυσμούς του ελλαδικού χώρου έχουν πλέον αναδυθεί νέα κοινωνικά στρώματα. Οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι και οι περιπέτειες του Ναπολέοντα στην ευρύτερη περιοχή έχουν αποδυναμώσει σοβαρά την επιρροή της κεντρικής διοίκησης του Σουλτάνου. Στο ταραγμένο αυτό πλαίσιο, δημιουργούνται νέες, απρόσμενες ευκαιρίες αναδιάταξης κοινωνικών δυνάμεων όσο και προσωπικής ανέλιξης. Οι ευκαιρίες αυτές δεν αφορούν μονάχα τα ευπορότερα στρώματα των νησιωτικών ή παράλιων περιοχών. Συμπεριλαμβάνουν και τους γηγενείς πληθυσμούς της ενδοχώρας, που τροφοδοτούν μια ημινομαδική κινητικότητα επαγγελματικών συντεχνιών μισθοφόρων ή τεχνιτών, σε όλη την έκταση της χερσονήσου του Αίμου.

Αυτή η έντονη κοινωνική και γεωγραφική κινητικότητα κορυφώνεται με το ξέσπασμα της εξέγερσης. Οι πυρετώδεις πολιτικές διεργασίες και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις προκαλούν μια άνευ προηγουμένου αναταραχή που αποδιαρθρώνει τις παραδοσιακές καθηλώσεις σε πελατειακά δίκτυα και συμπαρασύρει σε μια κοινωνική περιδίνιση το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού. Μαζικά τμήματά του ξεριζώνονται από την καθημερινότητα μιας ζωής καθηλωμένης στη κυκλικότητα του αγροτικού χρόνου και ρίχνονται εκόντες - άκοντες σε μια κατάσταση τρομερής αβεβαιότητας που ταυτόχρονα αναδεικνύει ευκαιρίες.

Η εμπλοκή του πλήθους

Τα πρόσωπα αυτά, ασχέτως της κοινωνικής θέσης που κατείχαν, αποκτούν άμεσα επίγνωση του αμετάκλητου χαρακτήρα των συνεπειών της ρήξης στην οποία έχουν εμπλακεί προσωπικά. Αναγκάζονται, όποια κι αν ήταν τα κίνητρα ή αίτια της εμπλοκής τους, να επενδύσουν ψυχικά τις προσωπικές τους προσδοκίες για το αύριο στην κατάσταση που θα προκύψει από την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης, δηλαδή από την εδραίωση ενός νέου πλαισίου οργανωμένης συμβίωσης, στην ανάδυση του οποίου θα έχουν οι ίδιοι προσωπικά συμβάλει. Εμπλεκόμενο το πλήθος σε ένα κοινό σχήμα συνεργατικού συντονισμού μετατρέπεται από δημογραφικό μέγεθος σε ένα πλήθος πολιτικό, σε αυτό το ιστορικά πρωτογενές και οντολογικά αυτοτελές συλλογικό υποκείμενο που οι Αμερικανοί εκφράζουν με το “We the People”. Αυτό άλλωστε είναι που κάνει το '21 πραγματική Επανάσταση.

Η συνεργατική διάρθρωση είναι αυτό ακριβώς που επέτρεπε στον καθέναν να μεταφράζει τις θυσίες που έκανε για τον αγώνα, την κατεστραμμένη σοδειά, το καμμένο σπίτι, το σκοτωμένο παιδί, τα τραύματα της μάχης, σε οφειλόμενη ανταπόδοση από το νεότευκτο Εμείς των εξεγερμένων. Γιατί ως τέτοια ακριβώς οφειλόμενη ανταπόδοση θα εξελάμβαναν, για δεκαετίες ακόμη μετά την απελευθέρωση, η μάζα των ακτημόνων τη διανομή των τουρκικών γαιών και οι παλαίμαχοι αγωνιστές την τιμητική τους σύνταξη.

Η αρχική θέση από την οποία ξεκινά ο καθένας τη συμμετοχή του (κοινωνικό στάτους ή οικονομική επιφάνεια) αποκτά δευτερεύουσα σημασία, επειδή επισκιάζεται από έναν ριζικό εξισωτισμό μεταξύ συμπαικτών. Από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη ώς τον τελευταίο κολλήγο του τσιφλικιού, καθένας δεν είναι παρά ένας συμπαίκτης μεταξύ άλλων, εξίσου δικαιούμενος να συμβάλει στο κοινό εγχείρημα αλλά και εξίσου δικαιούχος της ανάλογης με τις θυσίες του ανταπόδοσης.

Και αυτό ακριβώς είναι που καθιστά το '21 ένα κορυφαίο δημιουργικό συμβάν σε επίπεδο πολιτικής οντολογίας, ένα φαινόμενο πρωτότυπης πολιτειακής συγκρότησης. Η συγκρότηση του μεγάλου συνεργατικού παιχνιδιού της εξέγερσης αποτελεί τη στιγμή της συγκρότησης του νέου Εμείς και τίτλος συμμετοχής στο νέο αυτό συλλογικό Ον δεν είναι παρά μόνον ένας: η έμπρακτη συμμετοχή στον Αγώνα.

Το πολιτικό σώμα του έθνους

Η προσωπική και έμπρακτη εμπλοκή στην εξέγερση κατά της τυραννίας ενέχει, από την εσωτερική της λογική, το αναγκαίο δυναμικό για τη συγκρότηση ενός συλλογικού σώματος, του «body politic», του νέου ελληνικού κράτους. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται και το γεγονός ότι στο νέο αυτό συλλογικό υποκείμενο συμμετείχε μαζικά το πολυάνθρωπο χριστιανικό αλβανικό στοιχείο της Πελοποννήσου, βλαχικές εγκαταστάσεις της Στερεάς Ελλάδας και της Ηπείρου, αλλά και μουσουλμάνοι, οι περίφημοι “νεοφώτιστοι”, που επέλεξαν, για να ανταμειφθούν για τις υπηρεσίες τους και να ενσωματωθούν στον “εθνικό” κορμό, να μεταβάλουν θρήσκευμα. Δεν υπάρχει ίσως πιο γλαφυρό και πειστικό μαζί φιλολογικό τεκμήριο της πανσπερμίας εθνολογικών και τοπικών προελεύσεων των μελών του νέου πολιτικού σώματος από τη "Βαβυλωνία" του Δημητρίου Βυζάντιου.

Αντιλαμβανόμενοι λοιπόν το '21 ως ένα συνεργατικό παιχνίδι των πολλών, βρισκόμαστε αναγκασμένοι να αντιληφθούμε την εθνική μας ανεξαρτησία όχι απλώς ως γένεση κράτους αλλά και ως εθνογένεση, δηλαδή ως αφετηριακό σημείο ενός νέου έθνους, του έθνους των νέων Ελλήνων. Εν προκειμένω όμως δεν έχουμε να κάνουμε με μια ιδέα του έθνους που εδράζεται στους δεσμούς κοινής καταγωγής ή κουλτούρας, αλλά για μια ιδέα αμιγώς πολιτική. Πρόκειται για μια ιδέα που επανέρχεται διαρκώς στις προβλέψεις των επαναστατικών συνταγμάτων για το ποιος είναι και ποιος μπορεί να γίνει πολίτης της νέα πολιτείας. Με έκπληξη ίσως ανακαλύψουμε εκεί ότι Έλληνας πολίτης δεν λογίζεται μόνο όποιος ανήκει στο περιούσιο Γένος, αλλά κάθε μόνιμα εγκατεστημένος που “πιστεύει εις Χριστόν”, αλλά και κάθε άλλος που αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία, είτε Τουρκαλβανός κλέφτης είτε Γερμανός ή Γάλλος αρχαιοελληνιστής. Πολίτης είναι, με άλλα λόγια, καθένας που έβαλε πλάτη για τη γέννηση της νέας κοινής Πατρίδας.

* O Ανδρέας Τάκης είναι επίκουρος καθηγητής της Νομικής ΑΠΘ

πηγη: https://www.avgi.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου