O Γεωργάκης Ολύμπιος (1772-1821) ήταν αρματολός, Φιλικός, αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, από τους πιο άξιους συνεργάτες του Αλεξάνδρου Υψηλάντη κατά τον Αγώνα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Μονής Σέκου από τους Τούρκους, όταν ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη, για να μην πέσουν, αυτός και οι σύντροφοί του, στα χέρια των Τούρκων.
Καταγωγή – πρώτα χρόνια
Δράση στα Βαλκάνια
Επανάσταση στη Μολδοβλαχία
Διαφυγή στη Μολδαβία και θάνατος στη Μονή Σέκου
«Ανδρείοι Έλληνες! Όλοι μας, ευγενείς, αδελφοί, υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα. Από τους ομόδοξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια, μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας. Ψηλά το κεφάλι αδέλφια. Δείξτε πως είστε αντάξιοι των προγόνων σας.Εσώσαμεν εν τούτοις τη τιμήν μας. Η Ευρώπη εγνώρισε τους γυιούς της Ελλάδας. Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται πολύ αργά για μας… Ας πεθάνωμε κοιτάζοντας άφοβα τον θάνατο στα μάτια. Ζήτω η θρησκεία και η ελευθερία της Ελλάδας! Θάνατος στους βαρβάρους».
Τελικά έμειναν μαζί με τους Ολύμπιο και Φαρμάκη, μόνο 350 περίπου πολεμιστές, με τους υπόλοιπους, ιδιαίτερα όσους προέρχονταν από γειτονικά μέρη, να εγκαταλείπουν τον αγώνα. Οι δύο οπλαρχηγοί κατευθύνθηκαν στη Μονή Νάμτσου και από εκεί στη Μονή Σέκου, η οποία απείχε 24 ώρες από το Ιάσιο. Στην αρχή, ο Σελήχ πασάς έστειλε εναντίον τους 300 ιππείς οι οποίοι έπεσαν σε ενέδρα τμήματος ανδρών του Φαρμάκη, με αποτέλεσμα να τον φόνο 200 Τούρκων και τη σύλληψη τριών αιχμαλώτων. Από αυτούς τους αιχμαλώτους οι Έλληνες έμαθαν πως μεγάλη εχθρική δύναμη πλησίαζε στη Μονή, πράγμα που τους έβαλε σε σκέψεις να την εγκαταλείψουν. Από τους αρχηγούς, ο Ολύμπιος ήταν υπέρ της διάσχισης της Μολδαβίας με κατεύθυνση τη Βεσσαραβία. Ο Φαρμάκης και ο Σέρβος Βλάδεν θεωρούσαν πως εκείνο το σχέδιο ήταν αδύνατο να υλοποιηθεί λόγω του μεγάλου αριθμού Τούρκων στρατιωτών στην περιοχή. Αντ’ αυτού πρότειναν τη διαφυγή στην Αυστρία, της οποίας τα σύνορα ήταν κοντά. Ωστόσο ο Ολύμπιος δεν δεχόταν να τους ακολουθήσει καθώς πίστευε ότι οι Αυστριακοί θα τους συνελάμβαναν. Τελικά, από αίσθημα αλληλεγγύης, έμειναν όλοι στη Μονή. Κατά τον Φιλήμονα, ο Ολύμπιος σκέφτηκε επίσης το ενδεχόμενο να επιστρέψουν στα ορεινά της Μολδαβίας, ωστόσο φαίνεται πως επηρεάστηκε και από επιστολή του επισκόπου του Ρόμανο που τον καλούσε να υπερασπιστεί τη Μονή και τους θησαυρούς της από την καταστροφική μανία των Τούρκων. Είναι πιθανό η επιστολή αυτή να στάλθηκε με εντολή («τη εισηγήσει») των Τούρκων.
Οι επαναστάτες σχεδίαζαν να αμυνθούν στην είσοδο της στενής κοιλάδας όπου βρισκόταν η μονή, χωρίς να γνωρίζουν ότι υπήρχαν μονοπάτια στα γύρω βουνά τα οποία οδηγούσαν στο εσωτερικό της κοιλάδας. Πράγματι, ενώ αρχικά, στις 6 Σεπτεμβρίου, οι επαναστάτες απέκρουσαν τουρκικό σώμα 600 ανδρών, στην είσοδο της κοιλάδας, στις 8 Σεπτεμβρίου το κύριο εχθρικό σώμα άρχισε να κατεβαίνει προς τη Μονή μέσω εκείνων των μονοπατιών, έχοντας ντόπιους οδηγούς. Για να τους αντιμετωπίση, ο Ολύμπιος έβαλε τους άνδρες του στις επάλξεις της μονής, από όπου πυροβολούσαν τους Τούρκους, μη επιτρέποντάς τους να μπουν. Εν τω μεταξύ, ο Φαρμάκης με τους άντρες του, οι οποίοι είχαν αποκοπεί καθώς φρουρούσαν την είσοδο της κοιλάδας, κατάφεραν το βράδυ της 8ης Σεπτεμβρίου να μπουν στη μονή. Έτσι από το πρωί της 9ης Σεπτεμβρίου άρχισε η πλήρης πολιορκία της Μονής από τους Τούρκους, οι οποίοι διέθεταν και ένα κανόνι.
Ο Τόμας Γκόρντον στην “Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”, αναφέρει ότι ο Γεωργάκης στην απελπιστική θέση που βρισκόταν απηύθυνε στους συντρόφους του την εξής προσλαλιά: «Αδελφοί, εν τη κρισίμω ταύτη περιστάσει μόνον ένδοξον θάνατον πρέπει να ευχόμεθα (… …) ελεύσεται πιθανώς ημέρα, καθ’ ην η πατρίς θέλει συλλέξει τα οστά μας και θέλει μεταφέρει αυτά προς ενταφιασμόν εις την κλασικήν γην των προγόνων μας.».
Κατά τον Μαξίμ Ρεμπό ο Αυστριακός πρόξενος του Ιασίου πρόσφερε στον Ολύμπιο τη βοήθειά του για να διαφύγει σε ρωσικό έδαφος αλλά αυτός απάντησε “Πήρα τα όπλα για να χύσω το αίμα των εχθρών της πατρίδας και όχι για να σώσω τον εαυτό μου. Η ευκαιρία είναι πολύ ευνοϊκή για να τη χάσω.”
Ο Ολύμπιο κλείστηκε με 7 ή 11 πιστούς συμπολεμιστές του στο κωδωνοστάσιο της Μονής ενώ ο Φαρμάκης με τους υπόλοιπους άντρες υπεράσπιζε τις υπόλοιπες θέσεις. Σε εκείνη τη φάση της μάχης συνέβη το πιο ένδοξο επεισόδιο της επανάστασης στη Μολδοβλαχία: κάποια στιγμή, ξέσπασε πυρκαϊά στο κωδωνοστάσιο και ο Ολύμπιος κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί, κάτω από συνθήκες που παραμένουν αδιευκρίνιστες. Αρνούμενος να συνδιαλλαγεί με τους Τούρκους, ζήτησε από τους συντρόφους του να φύγουν, όσοι ήθελαν να γλυτώσουν, από το κωδωνωστάσιο. Αλλά κανείς δεν έφυγε. Τότε πυροβόλησε ένα βαρέλι με πυρίτιδα και ανατίναξε το κωδωνοστάσιο, συμπαρασύροντας και Τούρκους που βρέθηκαν εκεί κοντά.
Η πολιορκία συνεχίστηκε με λυσσώδη άμυνα από τον Φαρμάκη και τους άντρες του, μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου, οπότε ο Φαρμάκης, πειθόμενος από τις εγγυήσεις του αυστριακού διπλωματικού υπαλλήλου, Βολφ, ότι οι Τούρκοι θα σεβαστούν την αμνησία και θα τους αφήσουν να φύγουν από την αυτοκρατορία, παραδόθηκε μαζί με τους υπόλοιπους αγωνιστές, εκτός από 33 άντρες οι οποίοι διέφυγαν τη νύχτα. Οι Τούρκοι δεν σεβάστηκαν τη συμφωνία και εκτέλεσαν τους επαναστάτες.
Η δημοτική παράδοση για τον Ολύμπιο
«Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραΐλα, στράτευμα φέρνουν περισσό, πεζούρα και καβάλα, σέρνουν και τόπια δώδεκα και βόλια χωρίς μέτρο. Έρχεται κι’ ο Τσαπάνογλους από το Βουκουρέστι, έχει ανδρείο στράτευμα, όλο Γιανιτσαραίους, στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.
Τότ’ ο Γιωργάκης φώναξεν’ από το μοναστήρι: Πού είστε, παλικάρια μου, Δίχως ψωμί, δίχως νερό, τρεις μέρες και τρεις νύχτες, Και ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι: Αφήστε τα τουφέκια σας, Οι Τούρκοι το εχάρηκαν, τρέχουν στο μοναστήρι. Ρίχνει τα τόπια σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι. ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ– Του Ολύμπου και του Κισσάβου |
Ο φιλέλληνας Κλωντ Φωριέλ από το Σαιντ-Ετιέν της Γαλλίας (1772–1844), κατέγραψε, μέχρι το 1824, ένα δημοτικό τραγούδι για τον Γεωργάκη Ολύμπιο, εμπνευσμένο από την ίδια την Επανάσταση.
Ο Γάλλος φιλέλληνας αξιωματικός Μαξίμ Ρεμπό (Maxime Raybaud) αναφέρει τα εξής: «Με κάλεσε σε γεύμα ο Υψηλάντης, μαζί με Έλληνες καπεταναίους, τον Μάιο του 1821, σε ένα στρατόπεδο της Τριπολιτσάς. Εκεί σε μια γωνιά της κάμαρας, ένας σακάτης με βροντερή φωνή σαν άλλος Τυρταίος, τραγουδούσε τα κατορθώματα του Γεωργάκη Ολυμπίου και των Ιερολοχιτών». Ένας άλλος εθελοντής, ο Γερμανός γιατρός Χαν (Ηahn), είδε στα Μέθανα έναν τυφλό Αρβανίτη ραψωδό, που τα βράδια, στις καλύβες, όταν άρχιζε το συμπόσιο με φλογέρες και κιθάρες, με ενθουσιώδη φωνή, τραγουδούσε τα ανδραγαθήματα του Γεωργάκη Ολυμπίου.
Στον ΄Ολυμπο υπάρχουν ακόμη ηλικιωμένοι που γνωρίζουν το παρακάτω δημοτικό τραγούδι,[εκκρεμεί παραπομπή], το οποίο περιγράφει την ηρωική πράξη στη Μονή Σέκου:
μας ήρθε κι΄ο χινόπωρος πικρός φαρμακωμένος.
Μαζί εσυμβολεύονταν Γιωργάκης και Φαρμάκης:
«Γιωργάκ΄, έλα να φύγουμε στη Μοσκοβιά να πάμε»
«Καλά τα λες, Φαρμάκη μου, καλά το συντυχαίνεις,
μάναι μου φαίνεται ντροπή κι ο κόσμος θα γελάσει.
Καλύτερ΄ας βαστάξουμε σ΄αυτό το μοναστήρι
όσο να βγει ο Μόσκοβος νάρθει να μας βοηθήσει».
Δώστε και στη Φαρμάκαινα μαντάτο του θανάτου.
Και τα λημέρια φώναξαν ΄πο πέρ΄ από του Σέκου:
« Πολύ μαυρίλα πλάκωσε και τα βουνά μαυρίζουν!»
Μήνα βοήθεια έρχεται, μήνα συντρόφοι φτάνουν;
Μόνε Τουρκιά μας πλάκωσε χιλιάδες δεκαπέντε»
Οικογένεια
Κατά την παραμονή του στη Σερβία ο Γεωργάκης συνδέθηκε φιλικά με τον Καραγιώργη και έγινε αδελφοποιτός με το πρωτοπαλίκαρό του τον Βέλκο Πέτροβιτς, του οποίου αργότερα το 1814 παντρεύτηκε τη χήρα σύζυγό του, την πλούσια και όμορφη Στάνα με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Μετά τη μοιραία μάχη του Δραγατσανίου συνάντησε τα παιδιά του Μιλάνο και Αλέξανδρο και τη γυναίκα του που σε λίγο θα γεννούσε το τρίτο τους παιδί, την Ευφροσύνη, που ήταν γραφτό να μην τη γνωρίσει ποτέ. Αποχαιρετώντας την έγκυο γυναίκα του της λέει: «Αν σκοτωθώ μη με κλάψεις, γιατί από μωρό παιδί είχα τάξει τη ζωή μου στην Πατρίδα. Τους γιους μου θέλω να τους δώσεις στην Ελλάδα. Η Ελευθερία της Ελλάδος αξίζει κάθε θυσία». Μετά την απελευθέρωση το ελληνικό κράτος ξέχασε τελείως τον ήρωα της Μονής Σέκου και την οικογένειά του. Αντί να φέρει τα οστά του στην «κλασικήν γην», όπως ήταν και η τελευταία του θέληση και να αναλάβει το κράτος τα παιδιά του, έδωσε στη χήρα Στάνα, που δώρισε όλη της την περιουσία στη Φιλική Εταιρεία, για τον εθνικό αγώνα, σύνταξη 140 δραχμών το μήνα. Επειδή η Στάνα στερούνταν κάθε άλλου πόρου, μ’ αυτήν την πενιχρή σύνταξη έπρεπε να ζήσει αυτή, η κόρη της και τα δύο αγόρια. Σε σχετικό άρθρο της εφημερίδας «Συνένωσις» που ανατύπωσε ο «Χρόνος» στο φύλλο της 28ης Μαρτίου 1845 αναφέρεται:
«…Η οικογένεια του Γεωργάκη Ολυμπίου ψωμοζητεί σήμερον. Εκατόν τεσσαράκοντα δραχμών έχει σύνταξιν, οι δε υιοί της ανθυπολοχαγοί της τιμής δεν λαμβάνουν ουδένα μισθόν, με τοιαύτην μικράν σύνταξιν πώς δύναται να ζήση οικογένεια εκ δύο νεανίων, εκ μιας θυγατρός, εκ τριών ανεψιών και μιας μητρός; Οι υιοί Ολυμπίου δεν δύνανται να εξέλθουν τας οικίας των επειδή οι αγκώνες των είναι τετρυπημένοι, η γυνή του Γεωργάκη Ολυμπίου δεν έχει φόρεμα να εξέλθη διά να παρακαλέση τους Υπουργούς. Η ασθένεια προς τοις άλλοις δυστυχήμασι επέπεσεν εις αυτόν τον οίκον, αυτή δε ετοιμάζεται γυμνή και τετραχηλισμένη να φύγη από την Ελλάδα».
Στη βιογραφία που έγραψε ο Θεόδωρος Δ. Φράγκος με την ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντα του Γεωργάκη Ολυμπίου το 1964 στο Λιβάδι και εξέδωσε ο Σύλλογος Λιβαδιωτών Αθήνας αναφέρεται: «Όλες μας οι προσπάθειες όπως βρούμε έστω και έναν απόγονο του Γεωργάκη από τον οποίο θα μαθαίναμε για την τύχη των παιδιών του απέβησαν δυστυχώς άκαρπες».