Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Cultural Critique 90. Η Paula Rabinowitz είναι καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Δημοσιεύθηκε την 8 Αυγούστου, 2022





Η προθεσμία για το δοκίμιο αυτό ήρθε λίγες μέρες πριν την απόφαση των ενόρκων που συνεδρίασαν για να κρίνουν αν ο αστυνομικός από το Φέργκιουσον του Μιζούρι, Darren Wilson θα κατηγορούνταν για τον φόνο στις 9 Αυγούστου 2014 του Michael Brown, του άοπλου έφηβου που σταμάτησε στο φως της μέρας ενώ περπατούσε στο δρόμο με ένα φίλο του. Τα σχόλια μου δεν μπορούν να αποδώσουν τι συνέβη στη διάρκεια της αντιπαράθεσης που άφησε έναν ακόμη νεαρό Αφροαμερικανό νεκρό σε μια λίμνη του ίδιου του αίματός του σε ένα δρόμο. Είναι το γεγονός του τόπου του, της θέσης του ξαπλωμένου στο δρόμο, χτυπημένος από την αστυνομία και τον εικόνων που ακολούθησαν, όχι από τη σκηνή αυτή, αλλά από μια ιδιαίτερα στρατιωτικοποιημένη αστυνομία σε πλήρη ανάπτυξη για να καταπνίξει τη βία από τις ακόλουθες διαμαρτυρίες στο δρόμο που προκάλεσαν τα σχόλια μου.

Πριν είκοσι χρόνια, κυκλοφόρησε ο βιβλίο μου They Must Be Represented: The Politics of Documentary με ένα καταληκτικό κεφάλαιο για το βίντεο των 81 δευτερολέπτων που τράβηξε ο George Holliday στις 3 Μαρτίου 1993, με τον ξυλοδαρμό που υπέφερε ο Rodney King από τέσσερις αστυνομικούς του Λος Άντζελες. Το οπτικό ντοκουμέντο αυτό της αστυνομικής βαναυσότητας από λευκούς αστυνομικούς εναντίον ενός άοπλου μαύρου άντρα, που έπαιζε ξανά και ξανά σε τηλεοπτικούς σταθμούς, έπειτα από την παραχώρηση του υλικού από τον κύριο Holiday στο CNN και το NBC, θεωρούνταν το βασικό αποδεικτικό στοιχείο εναντίον των κατηγορούμενων στην ποινική δίκη κατά των αστυνομικών. Η εκ πρώτης όψεως πραγματικότητα του – πενήντα δύο χτυπήματα σε ένα εμφανώς ξαπλωμένο άνδρα κατά μήκος της άκρης του δρόμου – έμοιαζε αυταπόδεικτη: οι αστυνομικοί ήταν ένοχοι, με αυτό να είναι απλά το τελευταίο επεισόδιο σε μια μακρά ιστορία στρατιωτικοποιημένης φυλετικής βίας που ασκείται από το αστυνομικό τμήμα του Λός Άντζελες εναντίον των μαύρων και Λατίνων πολιτών της πόλης. Ωστόσο, αυτό το απόσπασμα βίντεο verité τελικά χρησίμευσε για την απαλλαγή των αστυνομικών, πυροδοτώντας την εξέγερση του Λός Άντζελες του 1992, όταν οι συνήγοροι υπεράσπισης κομμάτιασαν χειρουργικά την ταινία, καρέ προς καρέ, αναδιατυπώνοντας κάθε στιγμή με μια αφήγηση που έκρινε τον κ. King ως το δράστη βίας – «το πόδι του τού είναι έτοιμο για κλωτσιά» και «το χέρι του σφιγμένο» ενώ οι αστυνομικοί, φοβούμενοι για τη ζωή τους, καλοπροαίρετα δίνουν «χτυπήματα» στο «τεράστιο» κορμί του.

Σε χρήση από τη δεκαετία του 1960, ως το 1991 οι φορητές βιντεοκάμερες είχαν γίνει αρκετά προσιτές για να αλλάξουν την σχέση του κοινού με το σινεμά και την εξουσία· οποιοσδήποτε μπορούσε να βρεθεί στη σκηνή με μια βιντεοκάμερα (όπως στο Sex, Lies and Videotape του Steven Soderbergh το 1989) και να ανατρέψει σχέσεις – είτε έμφυλες είτε φυλετικές. Όλα αυτά είναι προϊστορικά συγκριτικά με την ατελείωτη βιντεοσκόπηση που έγινε δυνατή από τα smartphone και την εύκολη ανάρτηση και διάδοση των εικόνων στο διαδίκτυο. Έτσι αποτελεί ένα είδος έκπληξης να μαθαίνεις δεν εμφανίστηκε κανένας αξιόπιστος μάρτυρας – πόσο μάλλον κάποια καταγραφή – της συνάντησης μεταξύ του Darren Wilson και του Michael Brown. Αυτό που έχουμε χάρη στην βαθιά φωτοδημοσιογραφία της Whitney Clinton των New York Times και πολλών άλλων, είναι οι εικόνες συγκρούσεων που γίνονταν τακτικά μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας που άρχισαν την μέρα του θανάτου του κ. Brown. Με το σώμα του αφημένο σε κοινή θέα στο δρόμο για ώρες το καυτό καλοκαίρι, και την είδηση του φόνου του να διαδίδεται από άκρη σε άκρη στο Φέργκιουσον, διαδηλωτές μαζεύτηκαν στην Λεωφόρο Γουέστ Φλόρισαντ. Οι νυχτερινές διαδηλώσεις έκαναν την αστυνομία των πενήντα-τεσσάρων αστυνομικών (από τους οποίους οι πενήντα λευκοί) να αναπτύξουν θωρακισμένα οχήματα που περιβάλλονταν από αστυνομικούς σε στρατιωτικού τύπου στολές ερήμου, συνοδευόμενη από αυτόματα τουφέκια, κράνη και μπότες μάχης, δίνοντας την εικόνα ενός προαστίου του Σεντ Λούις σα να ήταν γειτονιά στη Βαγδάτη. Σε μια από εκείνες τις φωτογραφίες της πρώτης σελίδας του Associated Press, μια νεαρή γυναίκα, με λευκή μπλούζα και τζιν, στέκετε με τη πλάτη γυρισμένη στη γραμμή που σχημάτιζε η αστυνομία που προστάτευε το ανθεκτικό σε νάρκες και ενέδρες όχημα τους (που απέκτησαν μέσω δωρεών των υπουργείων Εσωτερικής Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ή ακόμη και να τους δόθηκε απευθείας δωρεάν από το Πεντάγωνο). Στο ένα χέρι κρατά τα ροζ γυαλιά της και μια επιγραφή, «Με συγχωρείται. Χρειαζόμαστε απαντήσεις για τον Michael Brown Jr». Το στόμα της είναι ανοιχτό, στη μέση φωνάγματος, κοιτώντας μακριά από την αστυνομία προς τη κάμερα. Το άλλο της χέρι είναι τεντωμένο, γυρισμένο πίσω από αυτή· έχει το λευκό της iPhone, γυρισμένο προς την αστυνομία που είναι παραταγμένη πίσω της.

Λίγες μέρες μετά από αυτές τις σκηνές, που θύμιζαν (με την εξαίρεση των κινητών τηλεφώνων) δεκαετίες στρατιωτικοποιημένης αστυνομίας που να προκαλεί Αφροαμερικάνους που διαμαρτύρονται για το ρατσισμό (στον δήμαρχο της Νέας Υόρκης Fiorello LaGuardia που έφερε την εθνοφυλακή στο Χάρλεμ το 1943· στα λυκόσκυλα και τις αντλίες αστυνομικού διοικητή Eugene “Bull” Connor να επιτίθονται στους διαδηλωτές των πολιτικών δικαιωμάτων στο Μπέρμινγχαμ της Αλαμπάμα το 1963· στο κάψιμο του Ντιτρόιτ και του Νιούαρκ το 1968 μετά τη δολοφονία του Martin Luther King· στα «επεισόδια» του Λος Άντζελες το 1992 μετά την απαλλαγή του Michael Powell και των συγκατηγορούμενων του), το αστυνομικό τμήμα του Φέργκιουσον δημοσιοποίησε τις βιντεοσκοπημένες εικόνες του Michael Brown… ξανά τμήμα της σχεδόν σκηνοθετημένης απάντησης από τότε που ο George Holliday άρπαξε την κάμερα του το 1991. Αυτό που έδειξαν ήταν τα γεμάτα θόρυβο πλάνα μιας κάμερας ασφαλείας, μια διαδεδομένη τηλεοπτική ροή από την εποχή του υλικού της ληστείας τράπεζας με την Patty Hearst να φορά μπερέ και να κρατά όπλο, από την είσοδο του Ferguson Market & Liquor Store, όπου, λίγα λεπτά πριν το φόνο του, ο Michael Brown φορώντας ένα καπέλο των St. Louis Cardinals, λευκή μπλούζα, βερμούδα και αθλητικά παπούτσια – φαίνεται να σκύβει πάνω προς τον υπάλληλο του καταστήματος, μιλώντας έντονα για τις καραμέλες ή τσιγάρα ή πατατάκια που είχε εμφανώς πάρει. Κάποιος άλλος ήδη βγαίνει από το κατάστημα, φαίνεται πίσω από τον κ. Brown, που μοιάζει να είναι κολλημένος σε ένα καυγά με τον ταμία. Το μέγεθος του έφηβου απειλεί· όπως ο Rodney King, κάποιος θα τον περιέγραφε ως «μυώδη». Είναι μαύρος άντρας, και φτάνει.

Ένας νεαρός άνδρας, Αφροαμερικάνος, χαρακτηρίστηκε εγκληματίας (ο Rodney King ήταν πρώην κατάδικος· ο Michael Brown δήθεν κλέφτης) εκ των υστέρων, καταλήγει με το πρόσωπο στην άσφαλτο του δρόμου – βαλμένος εκεί από τη βία της αστυνομίας, μπροστά στα μάτια εκείνων που ζουν εκεί κοντά. Αυτή η τοποθέτηση του κακοποιημένου μαύρου ανδρικού σώματος σε δημόσια θέα, στο δρόμο, είναι αβάσταχτο ίχνος της απανθρωποποίησης του ρατσισμού και της οπτικής του καταγραφής. Ο ξυλοδαρμός του Rodney King έγινε αφού πρώτα η αστυνομία καταδίωξε το αυτοκίνητό του στο Λος Άντζελες· ο θάνατος του Michael Brown έγινε όταν ένας αστυνομικός που ήταν στο αυτοκίνητό του σταμάτησε δυο παιδιά που περπατούσαν στη μέση μιας γειτονιάς των προαστίων. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν στρατιωτικοποιημένες συγκρούσεις μεταξύ κυρίως λευκών αστυνομικών δυνάμεων και κυρίως μαύρων πολιτών που αντιστέκονταν στην αποτυχία της αστυνομίας να υπηρετεί και να προστατεύει. Αναπόφευκτα οδήγησαν στην έκπληξη ενός αδιάφορου έθνους προς αυτή την αντίσταση της ποινικοποίησης της μαυρότητας. Περισσότερες συγκρούσεις θα συμβούν· έτσι το Φέρκιουσον ετοιμάστηκε για την ετυμηγορία των ενόρκων. Περισσότερες εικόνες θα καρφωθούν στη συλλογική μας μνήμη· περισσότερες απαντήσεις θα ζητηθούν. Με συγχωρείται.

Επίλογος

Η ανάγνωση της μαρτυρίας του Darren Wilson στο δικαστήριο είναι η μαρτυρία του πως οι μέθοδοι της υπεράσπισης στη δίκης των κατηγορούμενων για την υπόθεση King (βλ. California v. Powell et al.) έχουν χρησιμεύσει ως πρότυπο για το πως να απαλλάξεις ένα λευκό αστυνομικό όταν κατηγορείται για βία εναντίον ενός μαύρου άνδρα. Ο Darren Wilson περιέγραψε πως ο Michael Brown έμοιαζε «σαν δαίμονας» και σχολίασε πως «αισθανόταν σα ένα πεντάχρονο που είχε αρπαχτεί πάνω στον Hulk Hogan». Ένας ένοπλος αστυνομικός, ευάλλωτος. Ένας θυμωμένος έφηβος, νεκρός. Αμερική.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com