Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Ουτοπία 1. Ο Διονύσης Τζάκης είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

 

 

«Αποφάσισα, να μπω κι ενώ στον κύκλο της μαγκιάς. Ήμουνα πολύ μικρός. Έπρεπε όμως να κάνω σείε, δηλαδή να μαλώσω μ έναν καλό μάγκα για να κάνω κι εγώ όνομα, ν’ ακουστώ στον μαγκόκοσμο. Άμα ο μάγκας που θα του την έβγαινα είχε όνομα στην πιάτσα, θα ‘κανα κι εγώ.» – Νίκος Μάθεσης

 

Αντικείμενο του σημειώματος είναι η ανάδειξη των μηχανισμών μέσα από τους οποίους η λεγόμενη κοινωνική ομάδα των ρεμπετών επεξεργάζεται και δεξιώνεται βίαιες στάσεις και συμπεριφορές· η ειδική σημασία ορισμένων μορφών βίας στη θέσμιση και οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων και ιεραρχιών στο εσωτερικό της ομάδας και τέλος οι μηχανισμοί εκλογίκευσης και εξορθολογισμού μορφών βίας στους ρεμπέτες.

Η βασική υπόθεση που προτείνεται είναι ότι στο χώρο των ρεμπετών, η βίαιη συμπεριφορά δεν είναι άσκοπη, ανεξέλεγκτη, ανορθολογική, αποτέλεσμα «συγκινησιακής» φόρτισης και ανεξέλεγκτου πάθους. Αντίθετα οι στάσεις και οι συμπεριφορές της ομάδας προσανατολίζονται προς τη δημιουργία, διατήρηση και αναπαραγωγή των όρων της κοινωνικής αυθεντίας που απολαμβάνει ο ρεμπέτης στον κοινωνικό του χώρο. Έτσι η χρήση της βίας παραπέμπει σε σημασίες και αξίες οι οποίες διέπουν την ύπαρξη, συνοχή και αναπαραγωγή των ανθρώπων αυτών, ως ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία και συγκεκριμένα προσανατολίζεται στην ανάδειξη, διατήρηση κι αναπαραγωγή της «μαγκιάς». Η «μαγκιά», η οποία όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε, αποτελεί μια -ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένη- σημασία αναφορικά προς την οποία συγκροτείται η παράσταση της ανδροπρέπειας· εκείνης, δηλαδή, της στάσης και συμπεριφοράς που πρέπει να επιδεικνύει ο άνδρας για να είναι «καλός» εφ’ όσον είναι «άνδρας».

Συνεπώς, η ανασύσταση των σημασιών που προσλαμβάνουν βίαιες πράξεις και συμπεριφορές, δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στο πλέγμα των αξιών και των αρχών ορθολογισμού που διέπουν, εξορθολογίζουν και νοηματοδοτούν τη δράση και την κοινωνική οργάνωση του χώρου αυτού. Έτσι, αυτός ο κοινός τόπος που καθιστά τους ρεμπέτες διακριτή κοινωνική κατηγορία, συγκροτείται πρωτίστως στη βάση ενός πλέγματος φαντασιακών σημασιών, που διέπουν την ταυτοποίηση και αναγνώριση των ρεμπετών και τη διάκριση και διαφορά τους από τους «άλλους». Θα διερευνήσουμε λοιπόν τη βία και τη χρήση της σε σχέση με τον φαντασιακό αυτό κόσμο, τις αξίες και τις αρχές που νοηματοδοτούν την κοινωνική δράση. Η ανασύσταση των ειδικών σημασιών που αποκτά η χρήση της βίας στο χώρο των ρεμπετών μπορεί να παρασταθεί σε μια πρόταση που απαρτίζεται στους παρακάτω άξονες:

φαντασιακές σημασίες <->         μάγκας/μαγκιά

κοινές αξίες        <—>      ανδρικές «αρετές»

κοινωνικές σχέσεις          <—>      κυριαρχική ικανότητα

κοινωνική δράση             <—>      χρήση βίας

κοινή ερμηνεία <—>      επιβεβαίωση αξιών

Το σημείωμα οργανώνεται σε δύο μέρη- το πρώτο είναι αφιερωμένο στη θέσμιση της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκουν οι λεγόμενοι ρεμπέτες· στο δεύτερο μέρος διερευνώνται οι μορφές βίας και οι προσλήψεις των ανάλογων πράξεων στους ρεμπέτες. Τέλος, το υλικό το οποίο χρησιμοποιήθηκε προέρχεται κυρίως από βιογραφίες και διηγήσεις, καθώς και από ρεμπέτικα τραγούδια

I.

Καθώς αποτελεί στόχο του κειμένου η ανάδειξη του καθοριστικού ρόλου της φαντασιακής σημασίας του «μάγκα» στη θέσμιση και οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων και ιεραρχιών στο εσωτερικό της ρεμπέτικης ομάδας, τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι, ποια η συμπεριφορά εκείνη που χαρακτηρίζει και διακρίνει τον μάγκα σε σχέση με τους «άλλους» και σε ποιες στάσεις και συμπεριφορές παραπέμπει ο όρος «μαγκιά». Στις αφηγήσεις των ρεμπετών, δεν μπορεί εύκολα να διακρίνει κανείς κάποιες στάσεις και συμπεριφορές οι οποίες να παραπέμπουν a priori στη «μαγκιά» και να χαρακτηρίζουν έναν μάγκα Το αντίθετο, μάλιστα- μια σειρά στάσεων και συμπεριφορών όπως οι συμπλοκές, οι φόνοι, οι απειλές, το λαθρεμπόριο, η «προστασία», κλπ., άλλοτε φέρονται να χαρακτηρίζουν θετικά κάποιον και άλλοτε, οι ίδιες ακριβώς πρακτικές, αρνητικά.

Ο «μάγκας», η «μαγκιά», δεν αντιστοιχούν σε έναν συγκεκριμένο τύπο και την εν γένει συμπεριφορά του -ακόμη κι αν αυτή έχει γίνει αντικείμενο μυθοπλασίας. Ο «μάγκας» παραπέμπει σε ένα φαντασιακό πεδίο αναφοράς, το οποίο συγκροτείται μέσα από ορισμένες αξίες και εκφράζεται μέσα από συγκεκριμένα σύμβολα και πράξεις. Δεν είναι η μια ή η άλλη στάση και συμπεριφορά οι οποίες θα προσδιορίσουν την σημασία «του μάγκα», ούτε είναι η «μαγκιά» η οποία προσδιορίζεται και νομιμοποιείται από μια πράξη αλλά αντίθετα η πράξη από τη «μαγκιά». Η σημασία του «μάγκα» ανάγεται σε αυτό που ο Καστοριάδης διατυπώνει ως «μια φαντασιακή δημιουργία, την οποία ούτε η πραγματικότητα ούτε η ορθολογικότητα ούτε οι νόμοι του συμβολισμού δεν μπορούν να εξηγήσουν και η οποία δεν έχει ανάγκη να εκφραστεί ρητά στις έννοιες ή στις παραστάσεις για να υπάρξει, η οποία δρα στην πρακτική και στο πράττειν της θεωρούμενης κοινωνίας ως νόημα οργανωτικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των κοινωνικών σχέσεων».

Ο «μάγκας» λοιπόν αποτελεί εκείνη την φαντασιακή σημασία με την οποία οι ρεμπέτες αποκτούν κοινή ταυτότητα, οργανώνουν τις σχέσεις τους και διακρίνονται από την υπόλοιπη κοινωνία Μέσα από διάφορα λεκτικά παράγωγα στην αφήγησή του ο Ν. Μάθεσης αποκαλύπτει ένα ευρύ φάσμα σημασιοδοτήσεων του «μάγκα»: πρωτόμαγκες, μοσχόμαγκες της φυλακής, τρελλόμαγκες, γεροντόμαγκες, μαγκάκια, σαχλαρόμαγκες, αποφάγια μάγκες, πορδόμαγκες, κοροϊδόμαγκες, κλπ. Τόσο η θετική (πχ σκυλόμαγκας) όσο και η αρνητική (πχ πορδόμαγκας) νοηματοδότηση του «μάγκα», εμπίπτει σε ένα κοινό σύστημα αξιολογήσεων, αυτό ακριβώς το οποίο οργανώνεται γύρω από την φαντασιακή σημασία του «μάγκα». Ανεξάρτητα από το πώς χρωματίζεται κάθε φορά, για να χαρακτηρίσει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, η φαντασιακή σημασία του «μάγκα» εγκαλείται για να περιχαρακώσει με σαφήνεια τα όρια της ομάδας, διαγράφει τον «κύκλο της μαγκιάς». Είναι ο κοινωνικός εκείνος χώρος όπου κάθε μέλος του, δεν δηλώνει απλά «είμαι μάγκας» αλλά «εμείς οι μάγκες», είναι ο «κόσμος της μαγκιάς», ο κόσμος όπου συγκροτείται η φαντασιακή σημασία του «μάγκα».

Αυτές όμως οι διαφορετικές σημασιοδοτήσεις παραπέμπουν ταυτόχρονα στην οργάνωση των σχέσεων και τις ιεραρχίες στο εσωτερικό της ομάδας. Το να θεωρείται (και επομένως το να είναι) κάποιος «πρωτόμαγκας», «σκυλόμαγκας», «μαχαλόμαγκας», κλπ., συνεπάγεται από την αναγνώριση κάποιου στους υπόλοιπους και από την επιβολή της κυριαρχικής του ικανότητας στο πλαίσιο της ομάδας. Η ιεραρχική οργάνωση της ομάδας των ρεμπετών, η οποία συμβολικά εμφανίζεται και μέσα από το ειδικό χαρακτηριστικό «μαγκιά» που αναγνωρίζεται στον καθένα, αντιστοιχεί σε ένα πραγματικό πεδίο δράσης και διαφοράς/διάκρισης από τους άλλους, η οποία περιλαμβάνει το σύνολο της κοινωνικής ζωής και δράσης των μελών της ομάδας: κλιμακούμενη δυνατότητα ελέγχου μιας σειράς προσοδοφόρων παράνομων δραστηριοτήτων (λαθρεμπόριο, πορνεία, εμπόριο χασίς, έλεγχος τέτοιων αντίστοιχων δραστηριοτήτων στη φυλακή, προστασία κέντρων διασκέδασης, κλπ.)· Ακόμα αφορά στον τρόπο που εκφράζονται (ομιλία, χειρονομίες, περπάτημα, ντύσιμο, κλπ.), τους χώρους/περιοχές που μπορούν να κινούνται και να συναλλάσσονται (π.χ. ακόμη και σε ποιόν τεκέ θα πήγαιναν), χωρίς να διαταράσσονται οι ισορροπίες και οι ιεραρχίες στο εσωτερικό της ομάδας. Όταν ο Ν. Μάθεσης αναφέρει ότι δεν έκανε παρέα με «μαχαλόμαγκες», «σαχλόμαγκες» «και κάτι άλλους χάληδες», θέλει, ακόμη και με αυτόν τον τρόπο να αναδείξει την ιεραρχία στο πλαίσιο της ομάδας. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως θέτει φραγμούς και διαχωριστικές γραμμές, αναφορικά με το ποιος ανήκει στον «κόσμο της μαγκιάς» και ποιος ΟΧΓ αντίθετα σκιαγραφεί την ιεράρχηση των ρόλων στο εσωτερικό αυτού του «κόσμου της μαγκιάς» ο οποίος εξακολουθεί να περιλαμβάνει ακόμη και «χάληδες».

Η διαχωριστική γραμμή βέβαια δεν αναιρείται, αλλά παραπέμπει στις οριοθετήσεις του «κύκλου της μαγκιάς» με την υπόλοιπη κοινωνία από την οποία διαφοροποιούνται γιατί όλοι οι «άλλοι» δεν είναι «μάγκες». Αν το «εμείς» της ομάδας δημιουργείται με την οικειοποίηση της «μαγκιάς», η σημασία του «μάγκα» αποτελεί ταυτόχρονα μέτρο της οριοθέτησης και της διάκρισης από τους «άλλους» και την «υπόλοιπη» κοινωνία. Η φαντασιακό θεμελιωμένη αυτή διάκριση, ενέχεται και συνέλκει τη διαφορά στη δράση, δημιουργεί διακριτές πραγματικότητες, υπάρχει, αναγνωρίζεται και βιώνεται μέσα από τα αποτελέσματά της.

Μια σειρά συμβολισμών (π.χ. ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο ντύνονται, περπατούν, κλπ.),2° μέσα από τους οποίους εκφράζεται και αποτυπώνεται η «μαγκιά» αναγνωρίζονται ως διακριτικά γνωρίσματα του μάγκα τόσο από τον ίδιο όσο και από τους άλλους.

«Ντυνόμουνα πάντα καλά, ιδίως αργότερα που είχα λεφτά, εγγλέζικα κοστούμια, αλλά φαινόμουνα αλανιάρης (…) Ο κόσμος από το ντύσιμό μας (…) μας καταλάβαινε που ήμαστε μάγκες (…) Ε, ο κόσμος δεν μας ήξερε (…) Αλλά ποιος ξέρει πως μας ξεχωρίζανε. Είμαστε ντυμένοι καλά.»^1

Αναφορικά προς τη θεμελιώδη σημασία του «μάγκα» οργανώνεται ένα σύνολο από δευτερεύουσες, περιφερειακές σημασίες και αξίες. Αξίζει να αναφέρει κανείς την τόλμη, τη λεβεντιά, τη «μπέσα», το «φιλότιμο», το «ζοριλίκι», στάσεις απέναντι στο θάνατο, το σωματικό πόνο, τον πλούτο, κλπ. Αξίες που εκφράζονται μέσα από μια σειρά πρακτικές όπως η επίδειξη της κυριαρχικής ικανότητας, η οπλοφορία, η (επιδέξια) χρήση όπλων, το λαθρεμπόριο, η «προστασία», αλλά και ορισμένου τύπου εμφάνιση, το μουστάκι, η αντοχή στη χρήση αλκοόλ και χασίς, τα τυχερά παιχνίδια κλπ. Αναφερόμενοι λοιπόν στις αξίες αυτές, παρατηρούμε ότι συσχετίζονται με τις παραδοσιακές «αρετές» του «άνδρα»/λεβέντη, ανεξάρτητα από το πως αυτές σημασιοδοτούνται, κάθε φορά, σε σχέση με το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν και νοηματοδοτούνται. Περνώντας λοιπόν στο πώς η πρωταρχικά φαντασιακή σημασία του «μάγκα» εμφανίζεται μέσα στο πεδίο του πραγματικού, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η «μαγκιά» εκφράζεται και υπάρχει σε εκείνες τις στάσεις και συμπεριφορές οι οποίες παραπέμπουν στην ανδροπρέπεια στην παράσταση της δέουσας ανδρικής συμπεριφοράς παραδοσιακών κοινωνιών, ιδιαίτερα εκείνων που παρουσιάζουν έντονα βίαιο, πολεμικό και συγκρουσιακό χαρακτήρα Στην κατεύθυνση αυτή, μπορούμε να συναρτήσουμε τον τύπο του «μάγκα» με τον αντίστοιχο του λεβέντη/παλικαριού που αναφέρεται σε παραδοσιακές-αγροτικές κοινωνίες, καθώς επίσης και με αυτόν του κουτσαβάκη και του νταή-καπάνταη για να αναφέρουμε και τον αστικό χώρο. Οι αξίες είναι ομόλογες· οι φαντασιακές σημασίες, οι στάσεις και οι συμπεριφορές που ανακαλούν μπορούμε να πούμε ότι εγγράφονται στο ίδιο μοτίβο:

μάγκας = άνδρας -> καλός άντρας

Για τον ρεμπέτη, το να είναι «μάγκας» σημαίνει να είναι έτσι όπως πρέπει να είναι και να φέρεται ο άνδρας. Αυτό άλλωστε είναι που «καθαγιάζει», νομιμοποιεί -κάτω από ορισμένες συνθήκες- ακόμη και την βίαιη συμπεριφορά (ή και κάποιες άλλες παράνομες πράξεις, όπως κλοπές, λαθρεμπόριο, «προστασία», κλπ.) Η προσφυγή στη βία (πραγματική και συμβολική) γίνεται ακριβώς για να δειχθεί και να επιβεβαιωθεί η «μαγκιά». Κι αυτή η «μαγκιά» δεν είναι ένα σημείο το οποίο παραπέμπει σε ένα διακριτό από την υπόλοιπη κοινωνία πολιτισμικό πεδίο, αλλά μια απ’ τις διαφορετικές «αναγνώσεις» σημασιών και αξιών οι οποίες διαμορφώνουν και χαρακτηρίζουν το πεδίο αυτό. Η χρήση της βίας ακολουθεί κανόνες και υπόκειται σε κώδικες μέσα από τους οποίους αναγνωρίζεται η «σωστή»/ανδρική συμπεριφορά. Σ ‘έναν πολιτισμό, όχι απλά ανδροκρατικό αλλά πρώτιστα ανδροκεντρικό, η «μαγκιά» που σε μεγάλο βαθμό εκφράζεται από ένα σύνολο βίαιων στάσεων και συμπεριφορών, χωρίς να αντιπαρέρχεται τον κυρίαρχο ανδροκεντρισμό, αποτελεί μια «γνήσια» εκδοχή του κυρίαρχου ανδρικού πρότυπου, το οποίο οι μάγκες θεωρούν πως έχει εκπέσει στην υπόλοιπη κοινωνία:

«βρε άσπρες κότες, μαύρες κότες

βρε, όλ’ οι άντρες γενήκανε κοκότες»

ΙΙ

«Εγώ, είπα, πήγα να πειράξω το Σκριβάνο για σεφτέ, για ν’ ακουστεί τ’ όνομά μου ότι μπήκα στη μαγκιά, για βάπτισμα (…) Μόλις λοιπόν, έκανα όνομα στη μαγκιά, έπρεπε να είμαι πάντα έτοιμος να κρατήσω το όνομα που είχα. Οπλοφορούσα πάντα, είχα δύο πιστόλια γεμάτα (…) Για να γίνω πρωτοπαλίκαρο σε μια περιοχή, ώστε να με υπολογίζουν όλοι, έπρεπε να κάνω τέτοια κατορθώματα πάνω στη μορτιά και στο νταηλίκι, που να ακούγονται στις άλλες περιοχές».

Η μαρτυρία ίου Ν. Μάθεση μας δίνει παραστατικά τον μηχανισμό ένταξης στην ομάδα στον «κύκλο της μαγκιάς», τη διαδικασία ανάδειξης κάποιου ως μάγκα, την αποδοχή κι αναγνώρισή του απ’ τους υπόλοιπους· τέλος, μας δείχνει την τοποθέτησή του στην κλίμακα της ιεραρχίας, καθώς επίσης και τους όρους αναπαραγωγής της κυριαρχικής του ικανότητας. Στο χώρο των ρεμπετών η προσφυγή στη βία αποτελεί πρωταρχικό μέσο θέσμισης και οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων και ιεραρχιών. Η τοποθέτηση κάποιου σε μια ορισμένη βαθμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας, συναρτάται άμεσα με την κυριαρχική του ικανότητα «Τα κατορθώματα στη μορτιά και στο νταηλίκι» που έχει να επιδείξει κανείς, η ικανότητά του να χρησιμοποιεί (ή να απειλεί ότι θα χρησιμοποιήσει) τα όπλα και η βία, συνδέονται άμεσα με τη θέση του στην ομάδα και τους ρόλους που αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει στο εσωτερικό της.

Στάσεις και συμπεριφορές οι οποίες συνοδεύονται με τη χρήση ή της απειλή χρήσης της βίας, διέπονται από αρχές ορθολογικότατος και αξίες· επίσης ενεργοποιούνται και προσανατολίζονται προς ένα σαφώς προσδιορισμένο και κοινά αναγνωρίσιμο στόχο: την απόκτηση (ή την διατήρηση) μιας συγκεκριμένης θέσης στο εσωτερικό της ομάδας, την αναγνώριση από τους υπόλοιπους κάποιας αυθεντίας. Η αναγνώριση αυτή συνεπάγεται συγκεκριμένα δικαιώματα (πχ σε ποιες γειτονιές μπορεί να κινείται και να συχνάζει) καθώς επίσης διευρυμένο κύρος και επιρροή.

Η ικανότητα που επιδεικνύει κάποιος στη βία είναι καταρχήν το μέσο με το οποίο εμφανίζεται και καθίσταται γνωστή στην ομάδα τη «μαγκιά» του, είναι ο απαραίτητος όρος για να αποκτήσει «όνομα», να γίνει «σεβαστός και να τον υπολογίζουν». Δεν είναι όμως μόνο η δημιουργία ονόματος, ο «σεφτές», το «βάπτισμα» όπου χρησιμοποιούν και επικαλούνται τη βία- ο ρεμπέτης πρέπει να είναι συνεχώς έτοιμος να επαναεπιβεβαιώσει το κύρος και την κυριαρχική του ικανότητα: είτε όταν αμφισβητείται από κάποιον άλλο που με την σειρά του προσπαθεί να δημιουργήσει «όνομα», ή από κάποιον «γνωστό» μάγκα ο οποίος θεωρεί ότι τον πρόσβαλε-31 είτε, τέλος, για να αποτραπούν όλοι εκείνοι οι οποίοι ενδεχομένως θελήσουν να διεκδικήσουν το «χώρο» και να αμφισβητήσουν το κύρος του. Η χρήση της βίας λοιπόν, είναι αναπόσπαστο στοιχείο για εκείνον που θα θελήσει να εισχωρήσει στη ρεμπέτικη ομάδα και θα επιδιώξει να καταγραφεί στον «κύκλο της μαγκιάς». Τον συνοδεύει τόσο στην αρχή, όταν προσπαθεί να κερδίσει την αναγνώριση των άλλων, αποκτώντας έτσι κύρος και αυθεντία, όσο και αργότερα, όταν μεριμνά διαρκώς για την διατήρηση και επανεπιβεβαίωση του «ονόματός» του.

Αναφορικά τώρα με την ομάδα, στάσεις και συμπεριφορές οι οποίες μνημονεύουν και παραπέμπουν στη βία δημιουργούν τους όρους ύπαρξης και αναπαραγωγής της. Η βία και οι αξίες που διέπουν τη χρήση της, συναρτώνται με την οργάνωση και ιεραρχία της ομάδας. Καθώς μάλιστα συνδέονται και με την αναπαραγωγή της, η συνέχεια στην ομάδα συνδέεται με την διαρκή κατάφαση των αξιών και των αρχών που διέπουν τη χρήση της βίας. Η χρήση της βίας συνιστά λοιπόν μια συμπεριφορά επενδυμένη με σημασίες και νοήματα τα οποία συνέχουν την ομάδα και θεσμίζουν τις σχέσεις στο εσωτερικό της.

Η χρήση της βίας δεν γίνεται αυθόρμητα και τυχαία αλλά σχεδιασμένα, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής οργάνωσης της δράσης και σύμφωνα με συγκεκριμένες αρχές ορθολογικότητας· το γεγονός αυτό σημαίνει ότι αυτός που χρησιμοποιεί τη βία οφείλει ν’ ακολουθεί ορισμένους «κανόνες» από την τήρηση των οποίων εξαρτάται η αποτελεσματικότητα της δράσης. Στους «κανόνες» αυτούς αποτυπώνονται ορισμένες από τις θεμελιακές αξίες της ομάδας. Για να χρησιμοποιήσει κανείς τη βία θα πρέπει καταρχήν να έχει προηγηθεί προσβολή και προειδοποίηση. Η προσβολή όσο ασήμαντη και αν φαίνεται, συνιστά επαρκή λόγο νομιμοποίησης της βίας, καθώς αυτή θεωρείται ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος για να προστατέψει κανείς το κύρος του, το οποίο αμφισβητείται με την προσβολή. Η προσβολή της «μαγκιάς» ενεργοποιεί διαδικασίες απάντησης (τόσο στον ίδιο τον προσβεβλημένο, όσο και στην ομάδα) η λογική των οποίων είναι ότι η εμπλοκή που δημιουργείται εξαιτίας της προσβολής δεν μπορεί να επιλυθεί παρά μονάχα με τη βία:

«Ο Στρίγκλας ήτανε μάγκας και κουτσαβάκη από τα λίγα τον επρόσβαλα στον τεκέ και είτανε μπροστά και άλλοι μάγκες και τόνε πείραξε πολύ (…). Και να ξέρεις ότι ο Στρίγκλας ήτανε φίλος μου, παλιός και καλός φίλος μου. Αυτά όμως στη μαγκιά δεν παίζουνε ρόλο. Παρεξηγηθήκαμε και έπρεπε να καθαρίσουμε τους λογαριασμούς. Και καθαρίσαμε, άσχετα ποιος σχόλασε απ’ τους δυο».

Ακόμη και όταν κάποιος έχει προσβληθεί και επομένως νομιμοποιείται να προσφύγει στην βία, η προσφυγή αυτή ποτέ δεν είναι η άμεση απάντηση/αντίδραση στο ερέθισμα/προσβολή. Πριν από το (βίαιο) ξεκαθάρισμα των λογαριασμών (αν τελικά υπάρξει), απαιτείται να γίνει γνωστή η πρόθεση του προσβεβλημένου να προστρέξει στη βία Αυτό σημαίνει πως τις περισσότερες φορές την προσβολή δεν ακολουθεί αμέσως η σύγκρουση (συμπλοκή, βρισιές, φόνος, κλπ.), αλλά αντίθετα μεσολαβεί κάποιο χρονικό περιθώριο, στην διάρκεια του οποίου παρέχεται η δυνατότητα στους δύο αντίπαλους να επανεκτιμήσουν, να υπολογίσουν τις συνέπειες και ενδεχομένως κάποιος από τους δύο να επανακαθορίσει την στάση του.

Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, βέβαια δεν είναι πάντοτε πιθανό, καθώς η διέξοδος αυτή θα σημάνει ταυτόχρονα για αυτόν που υποχώρησε απώλεια του κύρους και της επιρροής του. Αν λοιπόν, κάποιος αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο σύγκρουσης με έναν «γνωστό» μάγκα με τον οποίο όμως δύσκολα θα «τα έβγαζε πέρα», φρόντιζε, είτε να φθάσει ως το τέλος (προτιμώντας έναν «δοξασμένο» θάνατο απ’ το να εξευτελιστεί), είτε να μην μπει από την αρχή σε μια τέτοια σύγκρουση, από την οποία θα έβγαινε σίγουρα ηττημένος. Ένας «γνωστός» μάγκας δεν είχε την δυνατότητα της δεύτερης επιλογής. Τις περισσότερες φορές πάντως μεσολαβεί αρκετός χρόνος ανάμεσα στην προσβολή, την προειδοποίηση και στο τελικό ξεκαθάρισμα. Χρόνος απαραίτητος για να σταθμίσει κανείς τους όρους και συνθήκες της εμπλοκής, να υπολογίσει τις ενδεχόμενες συνέπειες και να αποφασίσει το πώς θα οργανώσει τελικά την δράση του. Ακόμη και όταν η σύγκρουση έχει αποφασιστεί και μοιάζει αναπόφευκτη, ακόμη και όταν ήδη έχει ξεκινήσει, πάλι δεν είναι μια διαδικασία «στιγμιαία», κάτι σαν τις μονομαχίες οι οποίες διαρκούν ελάχιστα λεπτά. Εδώ η σύγκρουση διαρκεί πολύ και όλα μοιάζουν σαν μια διαδικασία την οποία κανείς δεν θέλει να ολοκληρώσει, ξέρει όμως ότι είναι αναγκασμένος να το κάνει. Απαραίτητο στοιχείο σε αυτήν την πολλαπλά καταναγκαστική (κοινωνικά, ψυχολογικά, κλπ.) διαδικασία είναι οι βρισιές και οι απειλές, είτε αυτές γίνονται λεκτικά είτε με την επίδειξη των όπλων. Οι βρισιές και οι απειλές του ενός προς τον άλλο, με την ταυτόχρονη προβολή των όπλων (ρόπαλα, μαχαίρια, πιστόλια), έχουν μια διπλή λειτουργικότητα: αφ’ ενός πρόκειται για την τελευταία προσπάθεια αναίμακτης απεμπλοκής από τη σύγκρουση και «ειρηνικής» λύσης του προβλήματος με την επίδειξη της κυριαρχικής ικανότητας και της «μαγκιάς» του καθενός, μια προσπάθεια να «τρομάξει» και να κάνει πίσω ο αντίπαλος. Αφ’ ετέρου είναι κινήσεις που σκοπό έχουν να δώσουν θάρρος, να εμψυχώσουν τους δράστες της συμπλοκής. Ακόμη και την τελευταία στιγμή, όταν ο φόνος ή ο τραυματισμός του ενός απ’ τους δύο είναι άμεσα ορατός (ως το πλέον πιθανό ενδεχόμενο), πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο της αναίμακτης απεμπλοκής. Το ενδεχόμενο αυτό ενεργοποιείται μετά από παρέμβαση τρίτων πρόκειται για πρόσωπα με κύρος και επιρροή, τα οποία παρεμβαίνουν με τρόπο ώστε να αποτραπεί η σύγκρουση, χωρίς κάποιος από τους δύο αντίπαλους να θεωρήσει τον εαυτό του αδικημένο, θιγμένο.

Παρά το γεγονός της εμφάνισης της βίας στην ρεμπέτικη ομάδα, σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι συμβαίνει στην υπόλοιπη κοινωνία, σε τελική ανάλυση, η χρήση της δεν είναι για τους ρεμπέτες το ζητούμενο. Η βίαιη συμπεριφορά είναι μέσο για την επίτευξη ενός πολύ σημαντικού σκοπού: την επίδειξη της «μαγκιάς», την αναγνώριση της ανδρειοσύνης. Ακόμη και όταν η προσφυγή στη βία φαντάζει αναπόφευκτη για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού, η δράση χαρακτηρίζεται πάντα από τις ελαστικότητες εκείνες, που επιτρέπουν να αναγνωριστεί η «μαγκιά» κάποιου (η οποία σημαίνει κυρίως την ικανότητα να χρησιμοποιεί κανείς την βία) χωρίς γι’ αυτό να απαιτείται αναγκαστικά η προσφυγή στη βία. Όπως είδαμε, ο Ν. Μάθεσης θέλοντας να «βαπτισθεί», να ονομασθεί «μάγκας, προσβάλλει τον Σκριβάνο. Ο σκοπός της κίνησης του δεν είναι ο φόνος του Σκριβάνου αλλά η αναγνώριση της κυριαρχικής του ικανότητας. Αυτό σημαίνει πως θα ικανοποιηθεί αν ο Σκριβάνος (και μαζί με αυτόν όλη η ομάδα) τον αναγνωρίσει σαν «μάγκα» και αυτό θα επιλύσει αναίμακτα την εμπλοκή· όπως και έγινε.

Σε αντίθεση με την κυρίαρχη άποψη για την ομάδα των ρεμπετών η οποία υποστηρίζει πως εμφανίζεται υπερβολική (με την έννοια της υπέρ του δέοντος) χρήση βίας, μπορούμε να αναδείξουμε μια λογική οικονομίας στη χρήση της. Βρίσκεται πάντα κάτω από τον έλεγχο της ομάδας και χρησιμοποιείται μόνον όταν δεν μπορεί να γίνει τίποτε άλλο. Σε μια ομάδα όπως αυτή των ρεμπετών, τόσο η κεντρική για αυτούς φαντασιακή σημασία της «μαγκιάς», όσο και οι θεμελιακές τους κοινωνικές αξίες, καταφάσκονται μέσω της συμβολικής και «πραγματικής» χρήσης της βίας· η ύπαρξη μιας σειράς ρυθμιστικών μηχανισμών οι οποίοι κινητοποιούνται ακριβώς τις στιγμές όπου η βίαιη σύγκρουση ανάμεσα σε μέλη της ομάδας είναι ορατή, στοχεύοντας την μη-βίαιη επίλυση της εμπλοκής, συνηγορεί υπέρ της πρότασης ότι η βία για τους ρεμπέτες δεν είναι ένας (μη-έλλογος) αυτοσκοπός, αλλά αντίθετα ένα από τα διαθέσιμα μέσα (το προσφορότερο και θετικότερα νοηματοδοτημένο) με τα οποία συντελείται η θέσμιση και οργάνωση των σχέσεων και ιεραρχιών στο εσωτερικό της ομάδας.

Είδαμε ότι μέσω της βίας οι άνθρωποι αυτοί επιχειρούν να φανερώσουν, να γνωστοποιήσουν την «μαγκιά» τους. Κάποιος κάνοντας «σεφτέ» και σκοτώνοντας ένα γνωστό μάγκα γίνεται ο ίδιος «μάγκας». Δεν είναι όμως ό φόνος και η οποιαδήποτε βίαιη συμπεριφορά που θα δώσει -αυτόματα- στο φορέα της τον χαρακτηρισμό του «μάγκα». Η αναγνώριση του κύρους και της αυθεντίας του «μάγκα» γίνεται από την ομάδα, η οποία με βάση τα δικά της κριτήρια θα αναγορεύσει το φορέα της βίαιης συμπεριφοράς σε «μάγκα» ή θα τον επικρίνει ή/και χλευάσει. Η περίπτωση του Αντωνίτση, ο οποίος στις φυλακές Τρικάλων σκότωσε τον Σακαφλιά εισπράττοντας, αντί για θαυμασμό και αναγνώριση, την περιφρόνηση, φανερώνει ότι η βία εκφράζει την «μαγκιά» μόνο όταν χρησιμοποιείται με τρόπους που ταιριάζουν σε έναν «μάγκα». Δεν είναι η βία η οποία νομιμοποιεί τη «μαγκιά», αλλά αντίθετα η «μαγκιά»- και μονάχα κάτω από ορισμένες συνθήκες- τη βία

Για να γίνει αποδεκτή μια βίαιη συμπεριφορά και να αναγνωριστεί ως «μάγκας» ο φορέας της, πρέπει να αναγνωρίζονται σ’ αυτήν μια σειρά αξιών και στάσεων, οι οποίες ανακαλούν τη φαντασιακή σημασία της «μαγκιάς». Η προσβολή, η προειδοποίηση, το χτύπημα στα «ίσια», θεωρούνται απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να διακρίνουν τον «μάγκα». Όποιός δεν συμμορφώνεται στους κανόνες αυτούς και τους αγνοεί, ακόμη και αν σκοτώσει τον πιο φημισμένο μάγκα (πχ ο Αντωνίτσης τον Σακαφλιά), δεν θα έχει να επιδείξει κανένα κατόρθωμα στη «μορτιά και στο νταηλίκι», δεν θα καταφέρει ποτέ να φτιάξει ή να διατηρήσει «όνομα»· θα παραμείνει ευάλωτος στο χλευασμό και στην περιφρόνηση των άλλων ως «αποφάγια μάγκας».

Διερευνώντας κανείς τις αφηγήσεις των ρεμπετών, διαπιστώνει, αρκετά συχνά διαφορετικές ή και τελείως αντιθετικές περιγραφές για το ίδιο περιστατικό φόνου ή συμπλοκής. Πίσω από τις διαφορετικές/αντιθετικές αυτές αφηγήσεις γίνεται φανερή η αγωνία και η προσπάθεια τους να παρουσιάσουν τα γεγονότα με τρόπο που θα δικαιώσει τη δική τους «μαγκιά», φοβούμενοι μήπως κατηγορηθούν για δόλο καθώς μεριμνούν πάντα να φτιάξουν ή/και να στηρίξουν/διατηρήσουν το όνομά τους. Έτσι, διαπιστώνουμε ότι, κάθε φορά που μνημονεύεται ο θάνατος κάποιων «ονομάτων της μαγκιάς», ανακαλείται το στερεότυπο «τον έφαγαν μπαμπέσικα». Ο δόλος, η «ζούλα», ως στοιχείο του θανάτου ενός μάγκα έχει δύο, άμεσα συνδεδεμένες μεταξύ τους πτυχές, μία «πραγματική» και μία συμβολική: Για να γίνει κάποιος και να αναγνωριστεί ως «μάγκας», οφείλει να έχει «κατορθώματα» να επιδείξει. Πρέπει δηλαδή να έχει μια τέτοια πραγματική ικανότητα στη χρήση της βίας, μια τέτοια κυριαρχική ικανότητα, η αμφισβήτηση της οποίας να μην είναι πάντα εύκολο/δυνατό να γίνει «στα ίσια». Δεν είναι εύκολο να σκοτωθεί ή να μειωθεί το κύρος του. Πολλές φορές, για να γίνει αυτό κατορθωτό, χρησιμοποιείται η «μπαμπεσιά». Τον σκοτώνουν πισώπλατα, τον βιάζουν ή/και σκοτώνουν πολλοί μαζί. Στις περισσότερες από τις περιπτώσεις αυτές, εκείνοι οι οποίοι καταφεύγουν σε τέτοια μέσα δεν είναι «γνωστοί» μάγκες. Συνήθως είναι άτομα με πολύ χαμηλό κύρος στον «κόσμο της μαγκιάς» και δρουν για λογαριασμό άλλων, οι οποίοι και θα ωφεληθούν με κάποιον τρόπο από το φόνο.

Εξάλλου, ένας μάγκας διαθέτει αυθεντία και κύρος. Αυτό σημαίνει πως αν σκοτωθεί «στα ίσια», παύει να είναι «μάγκας». Αν συμβεί κάτι τέτοιο, σημαίνει, σε συμβολικό επίπεδο, ότι αμφισβητείται όχι μόνο η μαγκιά του συγκεκριμένου ρεμπέτη, αλλά και αποδιαρθρώνεται η ίδια η φαντασιακή σημασία του «μάγκα», με βάση την οποία θεσμίζεται και οργανώνεται η κοινωνική ομάδα των ρεμπετών. Αν συμβεί δηλαδή να «μην είναι μάγκας ο μάγκας αφού σκοτώθηκε στα ίσα», αυτό προσβάλλει όλο το οικοδόμημα του «κόσμου της μαγκιάς» και υπονομεύει όλο εκείνο το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων το οποίο έχει στηθεί γύρω από τη φαντασιακή σημασία του «μάγκα». Ανεξάρτητα λοιπόν από το τι συμβαίνει κάθε φορά, σημασία έχει ότι αναπαράγοντας την εικόνα του «μάγκα», ο οποίος πεθαίνει (είναι δυνατό να πεθάνει μόνο) «μπαμπέσικα», αναπαράγονται ταυτόχρονα και τα στοιχεία εκείνα με βάση τα οποία αναγνωρίζονται, αποκτούν ταυτότητα οι ρεμπέτες. Αναπαράγουν δηλαδή το πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελείται η κοινωνική τους αναπαραγωγή.

III.

Στο πλαίσιο αυτού ίου σημειώματος προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε τρόπους θέσμισης των κοινωνικών σχέσεων και οργάνωσης των ιεραρχιών στο εσωτερικό των ομάδων στους οποίους δρουν οι ρεμπέτες. Στην κατεύθυνση αυτή μελετήσαμε τη βία, αναζητώντας τις ειδικές, ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένες σημασίες και νοήματα που συνέλκει η χρήση της και η βίαια στάση και συμπεριφορά. Οι ρεμπέτες πέρα και παρά τους όποιους ταξικούς ή άλλους κοινωνικούς προσδιορισμούς και καταναγκασμούς στους οποίους υπόκεινται, τελικά διαφοροποιούνται από αυτούς, θεσμίζοντας το δικό τους κοινωνικό «είναι». Η φαντασιακή σημασία του «μάγκα» αναφορικά προς την οποία συντελείται αυτή η δημιουργία, αποτελεί μια διαφορετική ανάγνωση/εκδοχή στη συγκυρία του «άνδρα». Σημασία «κληροδοτημένη» σε μεγάλο βαθμό από παραδοσιακές/αγροτικές κοινωνίες, η οποία όμως στους ρεμπέτες αποκτά το δικό της ειδικό κοινωνικό βάρος, ξεχωριστούς κοινωνικο-ιστορικούς προσδιορισμούς.

Κάθε κοινωνία/κοινωνική ομάδα, δημιουργώντας την εικόνα του εαυτού της και των «άλλων», θεσμίζοντας τους όρους της κοινωνικής της ύπαρξης και αναπαραγωγής, επεξεργαζόμενη πρακτικές και τακτικές, συγκροτεί το δικό της πεδίο ελευθερίας, όπου στάσεις και συμπεριφορές ενσαρκώνουν και επικαιροποιούν «δικές» της πια αξίες και αρχές, κάθε τι που έχει νόημα γι’ αυτήν. Επιλέγει εκείνες τις μορφές της κοινωνικής δράσης στις οποίες μπορεί να αναγνωρίσει ότι υλοποιούν τις θεμελιακές της σημασίες και αξίες. Στην κατεύθυνση αυτή μπορούμε λοιπόν να αναστήσουμε τον κοινό τόπο στο χώρο των ρεμπετών που διέπετέ από τη βία και σφραγίζεται από βίαιες συμπεριφορές και στάσεις.
πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com