Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση History & Anthropology 14. Η Riki Van Boeschoten είναι ομότιμη καθηγήτρια προφορικής ιστορίας και κοινωνικής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας



Δημοσιεύθηκε την 27 Ιουνίου, 2022







Είπαν πως ήμασταν όμορφα κορίτσια, και πως ήμασταν προορισμένοι για αυτούς [και τα δυο κορίτσια ήταν παρθένες]. Τότε μας είπαν να τους παντρευτούμε, γελώντας υστερικά…. Μιας και ο πρώτος δεν ήταν ικανοποιημένος μαζί μου, πρότεινε να αλλάξουν. Πήρε τη φίλη μου, και έπρεπε να πάω με το φίλο του. Τότε έπρεπε να ξαπλώσουμε, με το τρόπο που είπαν, να χαλαρώσουμε και να το απολαύσουμε…. Πόνεσε για μια στιγμή. Μετά από αυτό όλα σου τα συναισθήματα εξαφανίζονται, γίνεσαι πέτρα και δεν αισθάνεσαι τίποτα. (Sadeta, νεαρή μουσουλμάνα που βιάστηκε από Σερβοβόσνιους κοντά στο Πρίγεντορ στις 24 Ιουλίου 1992)

Μαρία: Και… γίνεσαι πέτρα. Έκατσα πάνω στη πέτρα, πέτρα από κάτω, πέτρα από πάνω και καθόμαι πάνω σε αυτή τη πέτρα. Δεν αισθάνομαι τίποτα…. Οι άλλοι δυο κρύφτηκαν, δεν ήθελαν να βλέπουν, φαίνεται πως ήταν από μάνα γεννημένοι. Αλλά εκείνο το κτήνος… εκείνο το κτήνος, έκανε εκατό κακά πράγματα, άρπαξε τα χέρια μου. Δεν ξέρω πως να το πω στα ελληνικά, me silouva [στα μακεδονικά]

RVB: Σε βίασε;

Μαρία: Με βίασε. Με πήρε, με έσπρωξε εκει μέσα, με βίασε. Άρπαξε τα χέρια μου και τον παρακαλούσα, του είπα πως είχα την περίοδο μου, δεν είχε αποτέλεσμα. Συγνώμη, θα μπορούσε να είσαι ανιψιά μου. […] Αλλά είμαι τώρα 71 και δεν μπορώ να το κουβαλάω άλλο. Όταν επέστρεψα σπίτι, μετανιώνω που το είπα στη μητέρα μου, πέθανε μέσα στη στεναχώρια. Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί το είπα στη μητέρα μου; [κλαίγοντας] Δεν έπρεπε να το πω στη μητέρα μου, αλλά δεν μπορούσα να το αντέξω. Και έτσι με πόνο στη ψυχή, me ounishtel zhivot [μου κατέστρεψε τη ζωή]. (Μαρία, μακεδόνισσα γυναίκα που βιάστηκε από στρατιώτη του ελληνικού στρατού τον Ιούνιο του 1947)

Οι δύο αυτές αφηγήσεις δυο αιματηρών συγκρούσεων που έγιναν σε ευρωπαϊκό έδαφος, με διαφορά περίπου πενήντα ετών ειρηνικής συνύπαρξης: η σύγκρουση στη Βοσνία (1992-1995) που ξεπήδησε από την διάσπαση της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, και του Ελληνικού Εμφυλίου (196-1949), που ήταν η σύγκρουση μεταξύ του ελληνικού εθνικού στρατού και του Δημοκρατικού Στρατού μετά το τέλος του 2ου ΠΠ. Και στις δυο συγκρούσεις η πλειονότητα των θυμάτων ήταν άμαχοι πολίτες. Το άρθρο αυτό ασχολείται με την πιο «αόρατη» κατηγορία των απωλειών των αμάχων: τα θύματα του βιασμού στο πόλεμο.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, η σεξουαλική βία εναντίον των γυναικών σε μια εμπόλεμη κατάσταση δεν αφήνουν ορατά σημάδια στα σώματα των θυμάτων. Μέχρι πρόσφατα, αυτή η «φυσική» αορατότητα συνοδεύονταν από πολιτική αορατότητα. Στη δεκαετία του 1940. Όταν πραγματοποιήθηκε ο βιασμός της Μαρίας, ο βιασμός στο πόλεμο θεωρούνταν πως ήταν «κανονικό» παραπροϊόν των πολεμικών επιχειρήσεων. Το 1948, ο βιασμός αναγνωρίστηκε από τη Σύμβαση της Γενεύης ως έγκλημα πολέμου, αλλά ποτέ δεν διώχθηκε ως τέτοιο. Η συστηματική χρήση του βιασμού ως εργαλείο πολέμου σε πρόσφατους εμφύλιους πολέμους (Μπαγκλαντές 1971, Ρουάντα 1994, πρώην Γιουγκοσλαβία 1991-1995, Κόσοβο και Σιέρρα Λεόνε 1999) και ιδιαίτερα η εκτενής ειδησεογραφική κάλυψη του βιασμού στο πόλεμο ως εργαλείου εθνοκάθαρσης στην πρώην Γιουγκοσλαβία έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη ορατότητα τέτοιων πρακτικών. Η δημόσια οργή για τις φρικαλεότητες στην πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα έφερε το ζήτημα των ευθυνών  στη κορυφή της πολιτικής ατζέντας. Αυτό οδήγησε στην δημιουργία δυο ad hoc δικαστηρίων για εγκλήματα πολέμου για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στις δυο χώρες αυτές. Το Διεθνές Δικαστήριο για Εγκλήματα Πολέμου του ΟΗΕ στη Χάγη ειδικά έχει προωθήσει ιδιαίτερα την νομολογία της σεξουαλικής βίας υπό το διεθνές δίκαιο. Το 1999, οι αποφάσεις των Τμημάτων για τις υποθέσεις Σελέμπιτσι και Furundzija θεώρησαν τα «σεξουαλικά εγκλήματα είναι σε επίπεδο βασανιστηρίου, που μπορεί να θεωρηθεί παραβίαση  των νόμων και των κανόνων του πολέμου ή ως σοβαρές παραβιάσεις των Συμβάσεων της Γενεύης». Ακόμη σημαντικότερη είναι η πρωτοποριακή απόφαση του Φεβρουαρίου του 2001, σύμφωνα με την οποία τρεις Σερβοβόσνιοι καταδικάστηκαν σε μακροχρόνιες φυλακίσεις για το βιασμό και βασανισμό μουσουλμάνων κοριτσιών στη Φότσα. Η απόφαση όρισε ξεκάθαρα το βιασμό στο πόλεμο, ανάμεσα τους την σεξουαλική δουλεία, ως έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας και έτσι δημιούργησε σημαντικό προηγούμενο υπό το διεθνή νόμο.

Η κλιμάκωση των μαζικών βιασμών στους πρόσφατους πολέμους έχει επίσης αυξήσει την δημόσια επίγνωση των έμφυλων πτυχών του πολέμου – μέχρι πρόσφατα μια μάλλον ανεξερεύνητη περιοχή μελέτης.  Ένας σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε σε αυτή την εξέλιξη ήταν η αυξημένη παρουσία γυναικών δημοσιογράφων, κοινωνικοί λειτουργοί και φεμινίστριες ερευνήτριες στο πεδίο. Ο διάλογος που ακολούθησε αμφισβήτησε την ως τότε κυρίαρχη αντίληψη  του βιασμού ως αναπόφευκτου παραπροϊόντος του πολέμου και έκφραση ανεξέλεγκτων ανδρικών ορμών. Αντίθετα, έχουμε αρχίσει να βλέπουμε το βιασμό στο πόλεμο όχι ως «επιθετική εκδήλωση της σεξουαλικότητας, αλλά ως σεξουαλική εκδήλωση της επιθετικότητας». Μια επιθετικότητα που εξυπηρετεί πολιτικό σκοπό. Στο πεδίο της προφορικής ιστορίας, η πρόσφατη  έρευνα με τα θύματα βιασμού έχει εξελίξει την γνώση μας με τους τρόπους που οι γυναίκες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα τραύμα του βιασμού στο πόλεμο στο πλαίσιο της δικής τους κουλτούρας.

Το άρθρο αυτό εστιάζει στη πτυχή αυτή αναλύοντας με λεπτομέρεια την συνέντευξη της Μαρίας. Υιοθετώντας μια συγκριτική προσέγγιση, η ελπίδα είναι να αποκτηθεί μια καλύτερη αντίληψη του πολιτικού πλαισίου  που περιβάλει την πρακτική και την εμπειρία του βιασμού στο πόλεμο. Θα μελετηθούν οι τρόποι με τους οποίους και το πολιτικό πλαίσιο και το πολιτισμικό υπόβαθρο μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά των βιαστών και των θυμάτων. Συγκεκριμένα, θα δειχθεί πως αντιλήψεις σχετικά με την λογοδοσία και των αναμενόμενων έμφυλων ρόλων σε ένα ορισμένο χρόνο και τόπο μπορούν να οδηγήσουν κοινωνικούς παράγοντες στο να διαπράξουν φρικαλεότητες που υπερβαίνουν τους ηθικούς κώδικες της ίδιας τους της κοινωνίας, ενώ καταδικάζουν τα θύματα τους στη σιωπή. Από την άλλη, μια αλλαγή στο πολιτικό πλαίσιο μπορεί να ανατρέψει την ασυλία που απολαμβάνουν οι δράστες και να οδηγήσει τελικά σε μια «αναδιάταξη της ηθικής». Στο πλαίσιο αυτό γίνεται ευκολότερο για το θύμα να μιλήσει, ακόμη και αν, όπως στην περίπτωση της Μαρίας, ήταν σιωπηλή για σχεδόν μισό αιώνα. Στο αλλαγμένο αυτό πολιτικό πλαίσιο είναι που, όπως και στην εμπειρία του ίδιου του βιασμού, οι ιστορίες της Sadeta και της Μαρίας συνδέονται.

Στηn ουσία, οι λέξεις που επιλέχθηκαν από τη Sadeta και την Μαρία  για να περιγράψουν το βιασμό τους δείχνουν μια χαρακτηριστική ομοιότητα: «γίνεσαι πέτρα και δεν αισθάνεσαι τίποτα». Δείχνουν την υπέρτατη προσπάθεια της βιασμένης γυναίκας να διατηρήσει την αξιοπρέπεια της με το να μετατρέψει ψυχικά το σώμα της σε πέτρα. Για το θύμα, η εμπειρία του βιασμού στο πόλεμο δεν άλλαξε στα περισσότερα από πενήντα χρόνια που χωρίζουν τα δυο γεγονότα. Αυτό που μπορεί να άλλαξε είναι ο τρόπος με τον οποίο τα θύματα βιασμού προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το μαρτύριο τους. Ενώ η Sadeta επέλεξε να μιλήσει, ελπίζοντας να φέρει τους δράστες στη δικαιοσύνη, η Μαρία καταδικάστηκε στην σιωπή. Αν μεταφέρουμε τη προσοχή μας στο πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έλααν χώρα τα γεγονότα (για παράδειγμα, η πρακτική, η κλίμακα και οι στόχοι των βιασμών πολέμου), η σύγκριση των δυο πολέμων δείχνει μια βαθμιαία μετατόπιση προς την απόλυτη βαρβαρότητα καθώς προχωράμε μπροστά στον 21ο αιώνα. Για να αντιληφθούμε τη «νεωτερικότητα» του Πολέμου της Βοσνίας, είναι χρήσιμο να δούμε κάποιους κοινούς παράγοντες και να στοχαστούμε πάνω στη φύση και τους μηχανισμούς του εμφυλίου πολέμου γενικότερα, και του εθνικού εμφυλίου ειδικότερα.

Οι εμφύλιοι πόλεμοι του 20ου αιώνα μπορούν να διακριθούν πρόχειρα σε τρεις, και συχνά αλληλεπικαλυπτόμενες, κατηγορίες: κοινωνικο-πολιτικούς, θρησκευτικούς και εθνικούς. Και στις τρεις, μια από τις σημαντικότερες συνέπειες είναι η πολιτικοποίηση της ιδιωτικής ζωής. Αυτό έχει σημαντικές συνέπειες για τους πληθυσμούς πολιτών που εμπλέκονται στη σύγκρουση. Καταρχάς σημαίνει πως η «πολιτική» καταλήγει να διατρέχει και τις πιο ¨αθώες» πράξεις της καθημερινής ζωής (πχ. την επιλογή των βοσκοτοπιών, μια επίσκεψη στη πόλη, το ψήσιμο ψωμιού ή η μεταφορά τροφής). Μια δεύτερη πτυχή είναι η κεντρικότητα του σώματος, που γίνεται ένα φυσικό όπως και συμβολικό, αντικείμενο πολιτικής διαμάχης (όχι μόνο φόνος, αλλά και ο αποκεφαλισμός, ο ακρωτηριασμός, ο βασανισμός, τα κουρέματα, ο βιασμός, όπως και η δημόσια έκθεση αυτών των μορφών φυσικής βίας). Μια Τρίτη διάσταση του εμφύλιου πολέμου είναι η οικειότητα με τον εχθρό. Αυτό σημαίνει πως ο γείτονας/φίλος/συγγενής έχει ανασυσταθεί ως εχθρός για να «απανθρωποποιηθεί».

Στον εθνικό εμφύλιο πόλεμο, ένας βασικός παράγοντας είναι η πολιτικοποίηση του εθνικού ανήκειν. Τόσο στις μικτές περιοχές της ελληνικής Μακεδονίας και στην Βοσνία, το εθνικό ανήκειν ήταν απλά μια (και συχνά όχι η σημαντικότερη) πτυχή των κοινωνικών σχέσεων πριν το πόλεμο. Στο πλαίσιο του εμφυλίου πολέμου επαναπροσδιορίστηκε ως βασική διάσταση της κοινωνικής δομής. Αυτό συνεπάγεται έναν επαναπροσδιορισμό των ορίων και μια επανερμηνεία των άλλων κοινωνικών διαχωρισμών με ένα εθνικό τρόπο. Και στις δυο περιπτώσεις αυτό σήμαινε επίσης μια κινητοποίηση και επανακαταγραφή του πρόσφατου και του πιο απώτερου παρελθόντος. Στην περίπτωση της ελληνικής Μακεδονίας, αυτό το «επανακινητοποιημένο» παρελθόν ήταν η σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων μαχητών στην αλλαγή του αιώνα, γνωστή ως «Μακεδονικός Αγώνας» (1904-1908). Καθώς όλα τα μέλη της μακεδονική μειονότητας θεωρούνταν πως ήταν «Βούλγαροι» και προδότες του έθνους. Στη γιουγκοσλαβική περίπτωση, οι αναμνήσεις της σφαγής στη διάρκεια του 2ου ΠΠ αναζωογονήθηκαν ώστε να ανακαταγραφεί η εικόνα «Bratstvo y Edinstvo» («ενότητα και αδελφότητα μεταξύ εθνικών κοινωνοτήτων») που είχε κυριαρχήσει κατά την περίοδο του Tito. Όπως εξηγεί ο Glenn Bowman,

«πολλά περιστατικά και επεισόδια στην πρόσφατη και όχι τη τόσο πρόσφατη γιουγκοσλαβική ιστορία μπορεί να ανακληθεί στη μνήμη και να ερμηνευτεί για να προσφέρει τη βάση για επιχειρήματα πως υποτιθέμενοι γείτονες ήταν στην πραγματικότητα, εξαιτίας των διαφορετικών εθνικών ταυτοτήτων τους, μεταμφιεσμένοι προαιώνιοι εχθροί. Δεν έτσι ήταν τόσο πολύ οι παραδόσεις του διακοινοτικού ανταγωνισμού ‘επινοήθηκαν’, αλλά ότι πραγματοποιήθηκε μια διαλεκτική αλλαγή που επέτρεψε σε περιθωριοποιημένες και φιμωμένες ‘αναμνήσεις’ να γίνουν κεντρικά ζητήματα των νέων ορισμών των ταυτοτήτων».

Βιασμοί στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο

Αν οι βιασμοί στο πόλεμο είναι ελάχιστα διερευνημένοι σήμερα, στην ελληνική περίπτωση αντιμετωπίζουμε ένα σχεδόν πλήρες κενό. Αυτό έχει να κάνει με τη σιωπή των θυμάτων του πολέμου (και κατά συνέπεια  της έλλειψης στοιχείων) αλλά και με την πουριτανική νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας και της ανδρικής κυριαρχίας στην ιστοριογραφία. Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ πόσες πολλές γυναίκες βιάστηκαν στη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου. Προφορικές μνήμες συχνά αναφέρουν το βιασμό ως κοινή πρακτική των ακροδεξιών άτακτων, ιδιαίτερα στη διάρκεια της αποκαλούμενης περιόδου του «λευκού τρόμου» (1945-1946) πριν την πλήρη κλιμάκωση του Εμφυλίου. Πολλές πρώην αντάρτισσες επίσης αναφέρουν στις ιστορίες της ζωής τους πως ο βασικός λόγος που εντάχθηκαν στο Δημοκρατικό Στρατό δεν ήταν λόγω ιδεολογικών πεποιθήσεων αλλά από το φόβο πως θα βιάζονταν.

Πιο σημαντική απόδειξη μας δίνει το Υπόμνημα που υποβλήθηκε από το Δημοκρατικό Στρατό στα Ηνωμένα Έθνη το Μάρτιο του 1947. Το έγγραφο αυτό είναι βασισμένο σε στοιχεία που συγκεντρώθηκαν μέρα με τη μέρα από αριστερούς στα χωριά, και αναφέρει διάφορες πράξεις βίας που διαπράχτηκαν την περίοδο 1945-1946. Συνολικά το Υπόμνημα ανέφερε 211 περιπτώσεις βιασμού για 14 τμήματα. Αναμφίβολα ο αριθμός ήταν πολύ μεγαλύτερος. Παρά τα λιγοστά στοιχεία, κάποια από τα έγγραφα που συμβουλεύτηκα κατά τη συγγραφή αυτού του άρθρου μπορούν να μας δώσουν μια ματιά στη πρακτική του βιασμού κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου για να κάνουμε μερικές συγκρίσεις με την πρώην Γιουγκοσλαβία.

Οι βιασμοί πραγματοποιούνταν κυρίως στη διάρκεια επιθέσεων στα χωριά από ακροδεξιούς παραστρατιωτικούς ή χωροφύλακες, και περιστασιακά από τακτικούς στρατιώτες. Τόσο ατομικοί όσο και ομαδικοί βιασμοί αναφέρονται. Οι βιασμοί είχαν ξεκάθαρα ως στόχο όχι μόνο να εκφοβίσουν και να ταπεινώσουν τα θύματα και τους άντρες συγγενείς τους, αλλά και να καταστρέψουν τη συνοχή της κοινωνίας. Για αυτό, πραγματοποιούνταν δημόσια, στη μέση της πλατείας του χωριού ή σε σπίτια αλλά με τη παρουσία των στενών συγγενών των θυμάτων. Για παράδειγμα, σε μια περίπτωση, ο πεθερός του θύματος εξαναγκάστηκε να φέρει μια λάμπα για να φωτίσει το δωμάτιο στη διάρκεια του βιασμού. Πέρα από το βιασμό και άλλες μορφές σεξουαλικής ή σωματικής επίθεσης καταγράφονται. Σε πολλές γυναίκες ξύρισαν τα κεφάλια τους, τους έσκισαν τα ρούχα και ξυλοκοπήθηκαν ή δέχτηκαν λεκτικές επιθέσεις. Για παράδειγμα, στο χωριό Αλόνα (Φλώρινα), ένας Έλληνας αξιωματικός του στρατού έπιασε ηλικιωμένες γυναίκες, καθώς έπλεναν ρούχα στην όχθη του ποταμού, τις έγδυσε και έτριψε τα σώματά τους με χιόνι. Σε μια άλλη περίπτωση, διέκοψε μια οικογενειακή γιορτή εμφανιζόμενος προκλητικά με μια μεγάλη κόκκινη πιπεριά ανάμεσα στα πόδια του. Στη κουλτούρα του χωριού, τέτοιες πράξεις θεωρούνταν πως ήταν εξίσου βαριές προσβολές προς την οικογενειακή τιμή του θύματος όπως και ο βιασμός.. όλες αυτές οι μορφές βίας στο θηλυκό σώμα ήταν ξεκάθαρες παραβιάσεις του κοινωνικού κώδικα της τιμής. Ωστόσο, ο ηθικός αυτός κώδικας συμπεριφοράς δεν καταστράφηκε τελείως, όπως έγινε στη Βοσνία. Σε κάποιες περιπτώσεις οι γυναίκες αντιστάθηκαν με επιτυχία στις απόπειρες βιασμού ή σώθηκαν από άλλους άνδρες στην ομάδα του βιαστή.

Οι βιασμοί στο πόλεμο πραγματοποιήθηκαν σε ολόκληρη την Ελλάδα και στρέφονταν κυρίως κατά υποστηρικτών της Αριστεράς. Ωστόσο, στις εθνικά μικτές περιοχές της Βορείου Ελλάδος, γυναίκες που ανήκαν σε εθνικές μειονότητες ξεχώρισαν ως στόχοι. Για παράδειγμα από τα 32 θύματα βιασμού στην Ήπειρο οι τριάντα άνηκαν στη μειονότητα των Τσάμηδων. Στη περιοχή της Καστοριάς, σχεδόν όλα τα χωριά στα οποία βιάστηκαν γυναίκες ήταν σλαβόφωνα χωριά και οι περισσότεροι βιαστές προέρχονταν από τα διπλανά προσφυγικά ή ελληνικά χωριά. Το ερώτημα που θα πρέπει να θέσουμε εδώ, στον απόηχο των γεγονότων στη Βοσνία και στο Κόσοβο, είναι αν αυτοί οι βιασμοί αποτελούσαν μέρος ενός οργανωμένου σχεδίου εθνοκάθαρσης. Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν υποστηρίζουν μια τέτοια υπόθεση πολλά έγγραφα αναφέρουν τη στάση ντόπιων αξιωματούχων ή παραστρατιωτικών που καλούσαν τους σλαβόφωνους να φύγουν για τη Βουλγαρία ή τη Σερβία. Όμως δεν αποτελούσε επίσημη πολιτική του κράτους. Το 1948, πολύ μετά την περίοδο της «λευκής τρομοκρατίας» που διαπράχτηκαν οι περισσότεροι βιασμοί, ο γνωστός πολιτικός Φίλιππας Δραγούμης αντιτάχθηκε έντονα στον αναγκαστικό εκτοπισμό των σλαβοφώνων, μια επιλογή που υποστηρίζονταν από κάποιους τομείς του κρατικού μηχανισμού. Κατά συνέπεια, το ξεχώρισμα των σλαβόφωνων γυναικών ως στόχους για βιασμούς είχαν μεγαλύτερη σχέση με τοπικές συγκρούσεις και την κατασκευή του εχθρού σε εθνική γραμμή. Η κινητοποίηση των παρελθόντων αφηγήσεων που έχουν ρίζες στην αρχή του 20ου αιώνα, στα οποία οι «Βούλγαροι» παρουσιάζονταν ως αδίστακτοι φονιάδες, συνέβαλαν αναμφίβολα στην «απανθρωποποίηση» των θυμάτων του βιασμού.

Μαζικοί Βιασμοί στο Πόλεμο στη Βοσνία

Σύμφωνα με τους σημερινούς υπολογισμούς από την ΕΕ και το Υπουργείο Εσωτερικών της Βοσνίας, μεταξύ 25000 και 50000 γυναίκες βιάστηκαν στη διάρκεια της σύγκρουσης στη Βοσνία. Δεν ήταν η πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία  που βιασμοί στη διάρκεια πολέμου πραγματοποιήθηκαν σε τόσο μαζική κλίμακα. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψιν το συστηματικό χαρακτήρα και τον απώτερο στόχο των βιασμών στη Βοσνία, το άμεσο προηγούμενο είναι η γενοκτονία το 1971 στο Μπαγκλαντές, στην οποία 200000 γυναίκες στη Βεγγάλη βιάστηκαν από Πακιστανούς στρατιώτες. Καθώς αθροίζονται τα αποτρόπαια στοιχεία, γίνεται όλο κι πιο ξεκάθαρο πως η βοσνιακή εμπειρία πρέπει να διαχωριστεί από αυτό που συνέβη στην Ελλάδα πενήντα χρόνια νωρίτερα. Αντίθετα, πολλές από αυτές τις νέες διαστάσεις πρέπει να συνδεθούν  με την επίπτωση της παγκοσμιοποίησης και τις συνέπειες τις διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας παρά με «αταβιστικά βαλκανικά ένστικτα».

Τόσο η σύγκρουση στη Ρουάντα όσο και στη Βοσνία συχνά απεικονίζονται από τα δυτικά μέσα (και ακαδημαϊκούς) ως μια έκφραση «προγονικού» ακόμη και «φατριακού» (tribal) μίσους. Ωστόσο, αυτό το «οριενταλιστικό» στερεότυπο αντικρούεται από κοινωνικούς επιστήμονες που εργάζονταν σε αυτές τις περιοχές πριν τα ξεσπάσματα του πολέμου. Η Tone Bringa, στην ισορροπημένη της μαρτυρία για ένα μικτό Κροατο-Μουσουλμανικό χωριό στη κεντρική Βοσνία, κατέληξε πως κανένα από το υλικό που συνέλλεξε στη διάρκεια των τελών της δεκαετίας του 1980 δεν μπορούσε να εξηγήσει το πόλεμο που ακόμα μαίνονταν όταν εκδόθηκε το βιβλίο της, αλλά πως υπήρχε «μαζί και συνύπαρξη και σύγκρουση, ανοχή και σύγκρουση, καχυποψία και φιλία». Η Cornelia Sorabji κατέληξε σε ένα παρόμοιο συμπέρασμα από την εργασία της σε ένα προάστιο του Σεράγεβου. Και στη Ρουάντα και στη Βοσνία, οι σύγχρονες συγκρούσεις πραγματοποιούνται μεταξύ των κυρίαρχων ελίτ στη βάση της βίας, που σε μεγάλο βαθμό έχει υποκινηθεί από ένα μοντέρνο μηχανισμό πολεμικής προπαγάνδας: των μαζικών μέσων. Επιπλέον η Katherine Verdery έχει δείξει πως ακόμη και όταν παραδοσιακές ιδέες όπως η «συγγένεια» και η «καταγωγή» κινητοποιούνται για να κατασκευάσουν το εθνικό «άλλο», χρησιμοποιούνται ακόμη σε ένα νέο πολιτικό πλαίσιο ιδιαίτερο στη μετασοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία.

Από κάποιες απόψεις, οι βιασμοί στη Βοσνία ήταν παρόμοιοι με εκείνους στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο. Συχνά πραγματοποιούνταν στη διάρκεια επιθέσεων στα χωριά από παραστρατιωτικούς, που σε πολλές περιπτώσεις ήταν γνωστοί των θυμάτων. Οι γυναίκες βιάζονταν και βιάζονταν ομαδικά δημόσια, και συχνά με τη παρουσία στενών συγγενών. Η διαδικασία της αποδόμησης του εχθρού ήταν επίσης παρόμοια. Τα θύματα βιασμού απανθρωποποιούνταν με την σύνδεση εθνικών και πολιτικών χαρακτηρισμών με μια έννοια σεξουαλικής ανηθικότητας, νομιμοποιώντας έτσι το βιασμό στα μάτια του βιαστή και απελευθερώνοντάς τον από κάθε αναστολή που ίσως να είχε. Ενώ στο ελληνικό πλαίσιο, οι έννοιες «αντάρτισσα» και Βουλγάρα» ήταν συνώνυμες με το «πόρνη», οι βιαστές στην πρώην Γιουγκοσλαβία χρησιμοποιούσαν τους χαρακτηρισμούς «πόρνη της Ουστάσα (Ustasha)» (για Μουσουλμάνες και Κροάτισσες γυναίκες), «μπαλίγια (Balija) πουτάνα» (για τις Μουσουλμάνες γυθναίκες) και «Τσέτνικ (Chetnik) πουτάνα» (για τις Σέρβες γυναίκες). Αυτό σήμαινε πως η πρακτική του βιασμού στο πόλεμο αποπλαισιώθηκε από το πραγματικό του σκηννικό και επαναπλαισιώθηκε στο πλαίσιο των στερεοτυπικών δημόσιων αναμνήσεων του 2ου ΠΠ. Όμως συναντάμε μια σημαντική διαφορά με την ελληνική εμπειρία – δηλαδή, ο μεγαλύτερος ρόλος των μαζικών μέσων και η σύγχρονη τεχνολογία στη διαδικασία αυτή.

Πέρα από τους απόλυτους αριθμούς, η βασική διαφορά ήταν η συστηματική, οργανωμένη και πιθανώς προμελετημένη χρήση του βιασμού ως στρατηγικής στο πλαίσιο της εθνοκάθαρσης. Μετά τις αναφορές των Mazowiecki και Bassiouni στα Ηνωμένα Έθνη, υπάρχει τώρα μια ευρύτερη συμφωνία πάνω σε αυτό. Οι απεχθείς πρακτικές που προκύπτουν από τις καταγεγραμμένες περιπτώσεις βιασμού πρέπει να ιδωθούν μέσα σε αυτό πλαίσιο: η ύπαρξη στρατοπέδων θανάτου/βιασμού· η σεξουαλική υποδούλωση και η εξαναγκαστική εκπόρνευση σε ξενοδοχεία, διαμερίσματα και οίκους ανοχής· και η εγκυμοσύνη ως προμελετημένος σκοπός του επαναλαμβανόμενου βιασμού. Μια από τις πλέον απαίσιες πτυχές του βιασμού στο πόλεμο στη Βοσνία είναι η επίπτωση της προπολεμικής πορνογραφικής κουλτούρας στη συμπεριφορά των βιαστών και η πορνογραφική χρήση του βιασμού, ανάμεσα τους η βιντεοσκόπηση και η τηλεοπτική μετάδοση των πραγματικών βιασμών στις βραδινές ειδήσεις. Όπως τόνισε η Catherine Mackinnon, αυτή η πορνογραφία χρησιμοποιήθηκε ως ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό εργαλείο στη προπαγάνδα του πολέμου με την μετατόπιση των εθνικών χαρακτηρισμών. Οι Κροάτισσες και Μουσουλμάνες γυναίκες βιασμένες από Σέρβους στρατιώτες παρουσιάζονταν ως Σέρβες γυναίκες που βιάστηκαν από Κροάτες και Μουσουλμάνους. Σε μια περίπτωση, το ψέμα αποκαλύπτονταν όταν ο αυθεντικός ήχος περνούσε τυχαία. Στο πλαίσιο αυτό, η συμπεριφορά των Ελλήνων βιαστών, με όλη τη βαρβαρότητα τους, μπορεί να ιδωθεί ως κάτι που ανήκει σε άλλη εποχή.

Από τη Πλευρά των Θυμάτων

Αντίθετα από τις στάσεις των βιαστών και το παγκόσμιο πολιτικό πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιήθηκαν οι βιασμοί, οι αντιδράσεις των θυμάτων του βιασμού, για όσο μπορούν να καταγραφούν, είναι παρόμοιες. Οι εργαζόμενοι σε ανθρωπιστικές αποστολές στη Βοσνία ανέφεραν τις παρακάτω νοοτροπίες: απροθυμία να μιλήσουν, αυτοκτονία ή επιθυμία για θάνατο, εκδίκηση, και συμμετοχή στην ένοπλη σύγκρουση. Όλα αυτά τα στοιχεία επίσης εμφανίστηκαν και στη συνέντευξη μου με τη Μαρία. Η σιωπή των βιασμένων γυναικών είναι φυσικά  ένα γενικό φαινόμενο και πρέπει πρώτα από όλα πρέπει να γίνει κατανοητή ως τακτική επιβίωσης. Όπως σημείωσε η Véronique Nahoum-Grappe, μετά τη συλλογή των μαρτυριών ανάμεσα στις γυναίκες της Βοσνίας που κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Κροατία, «οι χειρότερες εμπειρίες δεν έχων ειπωθεί, επειδή το να τις εκφράσουν θα κατέστρεφε ακόμη μια φορά μια ταυτότητα που αδυνάτισε από το πλαίσιο». Η Gertrud Kerschbaumer ήρθε αντιμέτωπη με το ίδιο τείχος της σιωπής στη δουλειά της με Αυστριακές γυναίκες που βιάστηκαν από Σοβιετικούς στρατιώτες μετά το τέλος του 2ου ΠΠ. Παρόμοια, τα θύματα του βιασμού στη Σομαλία και του Ιράκ δίσταζαν να μιλήσουν για το δικό τους βιασμό, αν και ήταν πρόθυμες να μεταφέρουν σεξουαλικές επιθέσεις σε άλλες γυναίκες. Το νόημα αυτής της σιωπής, ωστόσο, μπορεί να μην είναι το ίδιο σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Επιπλέον, όπως υποστήριξε η Francesca Declich, «οι αναμνήσεις αποθέτονται στη κοινωνική μνήμη μιας ομάδας ακόμη και όταν δεν εκφράζονται». Για αυτό, οι μνήμες του βιασμού μπορεί να παραμείνουν κοιμισμένες και να αποκτήσουν νέο νόημα ανάλογα με το πλαίσιο. Υπό την έννοια αυτή, μοιάζει σημαντικό να θεωρήσουμε τη σιωπή των βιασμών στο πόλεμο στο πλαίσιο της τοπικής κουλτούρας και των καθιερωμένων έμφυλων σχέσεων.

Στα Νότια Βαλκάνια, οι σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών καθορίζονταν από μια σειρά αξιών που παραδοσιακά χαρακτηρίζονταν ως «τιμή και ντροπή». Στις αρχές της δεκαετίας ο John Campbell του 1950 στη κλασική του μελέτη Honour, Family and Patronage. Ανάμεσα στους Σαρακατσάνους βοσκούς που μελετήθηκαν από τον Campbell, ένα κορίτσι μπορούσε να χάσει τη τιμή της ακόμη και αν γελούσε πολύ ή πέφτοντας από το γάιδαρο, πόσο μάλλον να βιαστεί στη μέση της πλατείας του χωριού. Επιπλέον, η απώλεια της τιμής είχε άμεση επίπτωση στην οικογένεια του κοριτσιού. Σύμφωνα με το κώδικα τιμής, θα έπρεπε να σκοτωθεί από το πατέρα της, αν έφταιγε, ή να πάρει εκδίκηση ένας ανύπαντρος αδερφός αν όχι. Στη περίπτωση βιασμού, ακόμη και η εκδίκηση δεν απομάκρυνε πλήρως τον ατιμασμό. Έτσι, είναι εύκολο να κατανοήσουμε ποια μπορεί να ήταν η επίδραση του βιασμού σε πόλεμο πάνω σε ολόκληρη τη κοινότητα. Στη πράξη, η συστηματική χρήση του βιασμού στο πόλεμο στο πλαίσιο εθνοκάθαρσης μοιάζει να βασίζεται πάνω ακριβώς σε ένα παρόμοιο κοινό πολιτισμικό κώδικα μεταξύ δραστών και θυμάτων.

Το σύμπλεγμα τιμής-ντροπής, όπως περιεγράφηκε από τον Campbell και τους μαθητές του, έχει αμφισβητηθεί από πολλούς ανθρωπολόγους που εργάζονται σε παρόμοια θέματα. Κάποια από τα βασικά σημεία της κριτικής συνοψίστηκαν από την Victoria Goddard: δεν εννοιολογικοποιεί το φύλο ως τέτοιο, εξυψώνει την τιμή, προλαβαίνοντας έτσι την ανάγκη για εξήγηση και ανάλυση· και εστιάζει κυρίως σε «παραδοσιακές» κοινότητες και είναι έτσι να απάντησε σε παγκόσμιες διαδικασίες που θίγουν τοπικά φαινόμενα. Συμφωνώ με αυτή τη κριτική και πιστεύω πως οι θέσεις αυτές είναι ιδιαίτερα σχετικές με τη συζήτηση μας εδώ.

Ξεκάθαρα, η Γιουγκοσλαβία της δεκαετίας του 1990 δεν μπορεί να συγκριθεί με τους Σαρακατσάνους της δεκαετίας του 1950. Υπό τη κυβέρνηση του Tito, οι έμφυλοι ρόλοι είχαν εκσυγχρονιστεί. Οι γυναίκες κέρδισαν καλύτερη πρόσβαση στη μόρφωση και την μισθωτή εργασία, και απέκτησαν ένα κάποιο βαθμό ισότητας. Ωστόσο – και εδώ η διάκριση τοπικό-παγκόσμιο είναι ιδιαίτερα σημαντική – αυτός ο εκσυγχρονισμένος τομέας της γιουγκοσλαβικής κοινωνίας μπορεί να βρεθεί κυρίως στις πόλεις. Στη πραγματικότητα, πριν το πόλεμο, η διάκριση πόλης-υπαίθρου ήταν πιο σημαντική από τους εθνικούς διαχωρισμούς. Στην ύπαιθρο, και ιδιαίτερα στα απομακρυσμένα χωριά, παρόμοιες αντιλήψεις «τιμής» και «ντροπής» συνέχιζαν να κυριαρχούν. Ακόμη και σε ένα σχετικά εύπορο και εκσυγχρονισμένο χωριό, σαν εκείνο που μελετήθηκε από την Tone Bringa, οι γυναίκες είχαν υποδεέστερη θέση στο σπίτι, ακόμη και αν απασχολούνταν σε έμμισθη εργασία. Συγκεκριμένα, οι Μουσουλμάνες σύζυγοι δεν προβλέπονταν πως δρουν ανεξάρτητα, αλλά θεωρούνταν πως αντιπροσωπεύουν την ηθική ενότητα του σπιτιού τους. Κατά συνέπεια, όταν η ηθική κεφαλή του σπιτιού είχε βεβηλωθεί και ταπεινωθεί με βιασμό, αυτό είχε αντίκτυπο όχι μόνο στο σπίτι της, αλλά επίσης σε ολόκληρη την ηθική κοινότητα της. Αυτή είναι μια ξεκάθαρα οικουμενική διεργασία που θίγει τοπικές πραγματικότητες, μια διεργασία που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως την «εθνικοποίηση του βιασμού»:

«Ο βιασμός χρησιμοποιείται έτσι για να επιτελεστεί, με συμβολικούς όρους, η υποταγή του ενός έθνους σε ένα άλλο, μεταμορφωμένη στο επίπεδο της υποταγής του ενός φύλου στο άλλο. Ταυτόχρονα, ο βιασμός δηλώνει την υποταγή των έμφυλων ζητημάτων (όπως ο σεβασμός για την ισότητας του άλλου φύλου) σε εθνικιστικούς σκοπούς».

Στο πλαίσιο αυτό, η σιωπή των θυμάτων βιασμού πολέμου στη πρώην Γιουγκοσλαβία είναι καθαρά μια στρατηγική επιβίωσης, αλλά συνδέεται επίσης με τους πολιτισμικούς κώδικες των κοινοτήτων τους ή, ακόμη χειρότερα, το φόβο αντιποίνων. Στη πραγματικότητα, μια σειρά περιπτώσεων έχουν καταγραφεί μια σειρά περιστατικών για θύματα βιασμού που εκδιώχθηκαν από τη κοινότητα τους, αποκηρύχθηκαν ή ακόμη και σκοτώθηκαν από το σύζυγό τους ή αυτοκτόνησαν μετά το βιασμό τους. Εκείνες οι γυναίκες που έχουν το κουράγιο να μιλήσουν ήταν κυρίως χωρισμένες, χήρες ή ανύπαντρες γυναίκες που δεν είχαν να ανησυχούν για αντιδράσεις των μελών της οικογενείας τους.

Αρχικά τα θύματα βιασμού στη πρώην Γιουγκοσλαβία ήταν το ίδιο διστακτικά να μιλήσουν για αυτό που τους είχε συμβεί, όπως οι γυναίκες σε άλλα μέρη του κόσμου. Στη πράξη, η πρακτική του μαζικού βιασμού ανακαλύφθηκε αρχικά από μέλη της ιατρικής κοινότητας μέσω των αυξημένων αριθμών αποπειρών αυτοκτονίας και απαιτήσεων για εκτρώσεις τρίτου τριμήνου. Όμως, συγκριτικά, τα θύματα του βιασμού στη σύγκρουση στη Βοσνία ήταν πιο πρόθυμα να σπάσουν τη σιωπή τους από ότι τις Ελληνίδες ομόλογες τους. Αυτό οφείλεται σε μια σειρά από νέες εξελίξεις. Πρώτα από όλα είναι η ύπαρξη μιας συζήτησης για ανθρώπινα δικαιώματα. Δεύτερο είναι η προοπτική του να οδηγηθούν οι δράστες στη δικαιοσύνη υπό τη Συνθήκη της Γενεύης, που δεν υπήρχε την εποχή του βιασμού της Μαρίας. Τρίτο είναι η σημαντική συνεισφορά ανεξάρτητων ΜΚΟ, τόσο στη συγκέντρωση στοιχείων και στην προσφορά ψυχιατρικής και ιατρικής βοήθειας. Μέσω του έργου τους έχουμε βελτιώσει την κατανόηση μας πάνω στις ψυχολογικές συνέπειες του βιασμού στο πόλεμο, κυρίως το γεγονός πως στις περισσότερες περιπτώσεις ο βιασμός είναι μια μόνο μια πτυχή ενός πολυεπίπεδου τραύματος, οι άλλες πτυχές του οποίου μπορεί να περιλαμβάνουν την απώλεια του σπιτιού τους, το θάνατο μελών της οικογένειας ή εξορία. Οι τρείς αυτοί παράγοντες αποτελούν το αλλαγμένο πολιτικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρθηκα στο εισαγωγικό μέρος αυτού του άρθρου. Μια σημαντική συνέπεια αυτού του αλλαγμένου πολιτικού κλίματος είναι ένας διαφορετικός διάλογος πάνω στην απόδοση ευθύνης. Αυτή η νέα πτυχή οδήγησε τα θύματα βιασμού στη πρώην Γιουγκοσλαβία να μιλήσουν, ακόμη και αν το πολιτισμικό τους υπόβαθρο επιβάλλει να μείνουν σιωπηλές. Το σημαντικότερο, έχει οδηγήσει κάποια από θύματα βιασμού στη Βοσνία να καταγγείλουν τον Radovan Karadzic άμεσα σε δημόσια δίκη και να απαιτήσουν αποζημίωση.

Σπάζοντας τη Σιωπή και η Σπουδαιότητα της Μνήμης

Η σπουδαιότητα όλων αυτών γίνεται εμφανής στη συνέντευξη της Μαρίας. Οι εις βάθος συνεντεύξεις προφορικής ιστορίας μπορούν να μας βοηθήσουν να αποκτήσουμε μια καλύτερη κατανόηση της επίπτωσης του τραύματος στην ύστερη ζωή του θύματος, τους πολλούς τρόπους με τους οποίους  προσπαθεί να συμφιλιωθεί με εκείνο το τραυματικό παρελθόν και τους λόγους που ίσως την οδηγήσουν να ξεθάψει το βαθιά θαμμένο μυστικό της. Η συνέντευξη της Μαρίας αναλύεται στο τελευταίο μέρος του άρθρου, όπως και κάποια από τα μεθοδολογικά ζητήματα και τα ηθικά διλήμματα που αφορούν την συνέντευξη με θύματα βιασμού.

Πραγματοποίησα τη συνέντευξη με τη Μαρία το καλοκαίρι του 1998 με τον συνάδελφο ανθρωπολόγο Loring Danforth στη διάρκεια της παρούσας ερευνάς μας. Στο εγχείρημα αυτό, συλλέγουμε και αναλύουμε τις ιστορίες ζωής των περίπου 28000 παιδιών που μεταφέρθηκαν το 1948 από τη Βόρεια Ελλάδα στην Ανατολική Ευρώπη. Η κόρη της Μαρίας ήταν ένα από εκείνα τα παιδιά και πέρασε έξι χρόνια ως παιδί πρόσφυγας στην Ουγγαρία. Συναντήσαμε την Μαρία σε μια μεγάλη διεθνή συνάντηση Μακεδόνων πρώην παιδιών-προσφύγων στα Σκόπια. Το 1948, είχε συνοδεύσει τη κόρη της στα σύνορα, αλλά μητέρα και κόρη δεν ξανασυναντήθηκαν μέχρι το 1954. Της ζήτησα να μας πει ολόκληρη την ιστορία της ζωής της, αλλά εξήγησα πως ενδιαφερόμασταν κυρίως για το θέμα των «παιδιών προσφύγων». Λόγω της εθνικής της καταγωγής, δεν επιτράπηκε ποτέ στην Μαρία να επιστρέψει στο χωριό της στην Ελλάδα. Τώρα είναι πάνω από 70 ετών και ζει ως πολιτικός πρόσφυγας στα Σκόπια. Όταν ήμασταν στη μέση σχεδόν της συνέντευξης, η Μαρία ξαφνικέ διέκοψε την «κανονική» ροή της αφήγησης και απρόσμενα είπε:

«Υπάρχουν άλλα πράγματα που δεν μπορώ να σας πω, που συνέβησαν σε εμένα και δεν θα τα ξεχάσω μέχρι το τάφο μου. Υπάρχουν πολλές επιτροπές ανθρώπινων δικαιωμάτων, και όμως ακόμη αν είμαι τώρα 71, μου φαίνεται πως θα πάρω το μυστικό μαζί μου στο τάφο…»

Και μετά αντίθετα από τη δήλωση που μόλις έκανε, άρχισε να μας αφηγείται πως βιάστηκε από ένα Έλληνα στρατιώτη το καλοκαίρι του 1947, ενώ ο άντρας της πολεμούσε με την κυβερνητική πλευρά και πριν η κόρη της φύγει για την Ουγγαρία.

Για να καταλάβουμε γιατί η Μαρία αποφάσισε να αποκαλύψει το μυστικό της των 50 ετών, πρέπει να ανακατευθύνουμε τη συνέντευξη στο δικό της πλαίσιο και να τη συνδέσουμε με τις μακροχρόνιες στρατηγικές της Μαρίας για να αντιμετωπίσει τις τραυματικές της αναμνήσεις. Τρεις παράγοντες μοιάζουν να έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην διαδικασία της αποκάλυψης. Ένας παράγοντας ήταν η ιδιότητα των συνεντευξιαστων και ο τρόπος που αυτό επηρέαζε την εξελισσόμενη σχέση της προφορικής ιστορίας. Από το πρώτο μέρος της ιστορίας της ζωής της, στο οποίο υπήρχαν κάποιοι προφανείς παραλληλισμοί με την ιστορία του βιασμού της, έμοιαζε διστακτική να μιλήσει και αποφάσισε στην παρόρμηση της στιγμής να προχωρήσει και να αποκαλύψει το μυστικό της. Παραδόξως, το φύλο έμοιαζε να έχει λιγότερη σημασία από την εθνικότητα. Κάποιος θα μπορούσε να περιμένει πως η παρουσία ενός άντρα ερευνητή (ο Αμερικάνος συνάδελφος μου) μπορεί να απέτρεπε την Μαρία από το να αποκαλύψει το μυστικό της. Όμως η ταυτότητα μας  ως ξένοι και μέλη της μεταπολεμικής γενιάς, μια επαρκή προϋπόθεση για το χτίσιμο μιας σχέσης εμπιστοσύνης – μια σχέση που δοκιμάστηκε στο πρώτο μισό της συνέντευξης. Επιπλέον η θέση μου την ίδια στιγμή ως μεταφράστρια για την Ευρωπαϊκή Ένωση – που συχνά δημιουργούσε υπερβολικές προσδοκίες ως προς την αληθινή μου δύναμη για παρέμβαση – μπορεί να με έκανε να εμφανίζομαι ως ιδανικός σύνδεσμος με τον έξω κόσμο. Προς το τέλος της συνέντευξης η Μαρία κατέληξε με δάκρυα:

«Άνοιξα σε σας τη καρδιά μου, επειδή είστε ξένοι και πιστεύω πως δεν θα σας δω ποτέ ξανά. Θα πάρω το μυστικό στο τάφο μου. Μόνο εσείς θα ξέρετε».

Στην πραγματικότητα η Μαρία είχε τη δική της ατζέντα. Ήθελε ο κόσμος να μάθει την ιστορία της δίχως να αποκαλυφθεί η ταυτότητα της. Για αυτό χρειάζονταν ένα ακροατή που θα μπορούσε να είναι αρκετά κοντά για να είναι έμπιστος, αλλά αρκετά μακριά για να είναι «ουδέτερος» παρατηρητής δίχως δεσμούς με τη τοπική κοινωνία.

Ένας δεύτερος παράγοντας ήταν η συγκεκριμένη χρονική στιγμή της συνέντευξης. Η σύγκρουση στη Βοσνία και η συχνή προβολή υλικού για βιασμούς στο πόλεμο από τα μέσα στην πρώην Γιουγκοσλαβία είχαν επανενεργοποιήσει τις τραυματικές μνήμες της ίδιας της Μαρίας. Την ίδια στιγμή, η τώρα κυριαρχούσα κουβέντα για τα ανθρώπινα δικαιώματείχε ξυπνήσει την επιθυμία της για δικαιοσύνη και εκδίκηση. Το 1947, όταν βιάστηκε η Μαρία, η ίδια η ιδέα του βιασμού στο πόλεμο πως μπορεί να θεωρούνταν ένα είδος βασανιστηρίου, ή ακόμη και έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, ήταν αδιανόητη. Η μόνη διαθέσιμη συζήτηση εκείνη την εποχή ήταν εκείνη περί  «τιμής και ντροπής», όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Η μελέτη του Campbell αφορά φυσικά, μια εξαιρετικά κλειστή κοινότητα νομαδικών βοσκών και είναι γραμμένη ξεκάθαρα από ανδρική οπτική. Ωστόσο, στα 1940, τέτοιες παραδοσιακές συμπεριφορές προς το βιασμό ήταν διαδεδομένες στην Ελλάδα της υπαίθρου, ακόμη και μεταξύ των πιο προοδευτικών τμημάτων της κοινωνίας. Μπορούμε να δούμε ένα ξεκάθαρο παράδειγμα αυτού στη πουριτανική γλώσσα που χρησιμοποιούνταν από το Υπόμνημα του 1947 του Δημοκρατικού Στρατού για να περιγράψει περιπτώσεις βιασμού, κάτι που αποκαλύπτει την αμηχανία που αισθάνονταν οι ίδιοι οι άνθρωποι που είχαν συμφέρον στην αποκάλυψη του βιασμού ως έγκλημα πολέμου. Το έγγραφο αποφεύγει το ρήμα «βιάζω», αλλά χρησιμοποιεί αντίθετα «ατιμάζω», «διαπομπεύω», «βασανίζω», ή ακόμη και «εκβιάζω».

Στο σημείο αυτό υπάρχει μια ειρωνεία: στον απόηχο της σύγκρουσης στη Βοσνία, φεμινίστριες έχουν ζητήσει ο βιασμός στο πόλεμο θα έπρεπε να αναγνωριστεί ως πράξη βασανισμού, όπως και πράγματι έγινε με την απόφαση το 1999 του Διεθνούς Δικαστηρίου για Εγκλήματα Πολέμου. Όμως στη γλώσσα του Υπομνήματος, αυτή η ίδια η έννοια του «βασανιστηρίου» χρησιμοποιείται για να μεταμφιέσει τη πράξη του βιασμού, βάζοντάς την στο ίδιο επίπεδο ως ένα απλό ξυλοδαρμό. Στις προφορικές μαρτυρίες που συνέλλεξα, πολλές από τις γυναίκες που πήρα συνέντευξη επίσης χρησιμοποιούν τη λέξη «βασανιστήριο» ή «εκβιασμός» όταν στα αλήθεια εννοούν «βιασμό». Αυτό σημαίνει πως η σιωπή του βιασμού του πολέμου αποτελεί μια μαύρη τρύπα στη συλλογική μνήμη που φτάνει πίσω στην εποχή της εμπειρίας και δεν είναι κατασκευασμένη εκ των υστέρων. Αυτό μπορεί να εξηγεί γιατί η Μαρία δεν θυμόνταν την ελληνική λέξη για το «βιασμό».

Μπροστά σε αυτό το υπόβαθρο, γίνεται ευκολότερο να κατανοήσουμε γιατί η Μαρία ενθαρρύνθηκε από τη συζήτηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αναφέρθηκε ειδικά σε επιτροπές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τόσο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και, αλλάζοντας σε μακεδονικά, ήθελε πως ήθελε να αποδοθεί δικαιοσύνη. Το βοσνιακό πλαίσιο όμως έφερε και τον εθνικό παράγοντα, που, κρίνοντας από τη συνέντευξη, απουσίαζε από την αρχική εμπειρία και οδήγησε σε μια επανεννοιολογικοποίηση στο νου της Μαρίας. Από την επιλογή των λέξεων, ήταν ξεκάθαρο πως τώρα θεωρεί την Ελλάδα υπεύθυνη, ως χώρα, για αυτό που της συνέβη και απαίτησε αποζημίωση από την Ελλάδα για την καταστροφή της ζωής της, όμως στη δική της μαρτυρία του πραγματικού βιασμού, η εθνικότητα δεν παρουσιάζονταν ως βασικός παράγοντας, στη πράξη, δυο στρώματα μνήμης εμφανίζονταν στη διάρκεια της συνέντευξης. Στην αφήγηση για τη ζωή πριν το πόλεμο στο χωρίο και τα πρώτα χρόνια της Κατοχής, δεν ήταν ποτέ η «Ελλάδα» ή οι «Έλληνες» που εμφανίζονταν ως ο εχθρός. Με άλλα λόγια, αυτό το κομμάτι της αφήγησης δεν στηρίζονταν σε εθνική βάση. Ως πρόσωπο, δεν εμπλέκονταν ούτε στη πολιτική ούτε είχε ξεκάθαρη αντίληψη της εθνικής ταυτότητας, πέρα από τη γλώσσα. Οι μόνοι εχθροί που εμφανίστηκαν στην ιστορία της ήταν οι Ιταλοί και οι Έλληνες παραστρατιωτικοί του Εμφυλίου Πολέμου. Όταν διηγήθηκε την ιστορία του βιασμού, δεν είπε ποτέ πως βιάστηκε εξαιτίας της εθνικής της καταγωγής. Ο στρατιώτης που τη βίασε και ο αξιωματικός που τη φυλάκισε μετά το βιασμό την αντιμετώπισε ως «αντάρτισσα», παρόλο που ο άνδρας της πολεμούσε με την κυβερνητική πλευρά, αλλά όχι ανοιχτά ως «Βουλγάρα».

Πως μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή την αλλαγή στη σημερινή της ερμηνεία; Κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει πως αυτό συνέβη επειδή έζησε στα Σκόπια από τα 1949 και μπορεί να επηρεάστηκε από την μακεδονική εθνικιστική ιδεολογία. Ωστόσο, αυτό μοιάζει να είναι μια μάλλον απλουστευτική εξήγηση που δεν λαμβάνει υπόψιν το σύνολο της πορείας της ζωή της Μαρίας. Ο Gabriele Rosenthal έχει επισημάνει τη σπουδαιότητα των «ερμηνευτικών σημείων καμπής» – δηλαδή, «βιογραφικά σημεία καμπής που οδηγούν σε επανερμηνεία των οριζόντων του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος». Στη περίπτωση της Μαρίας, μοιάζει πιθανό να πούμε πως η εμφάνιση ενός λόγου ανθρωπίνων δικαιωμάτων που δημιούργησε αυτό το σημείο καμπής, μέσω του οποίου κατέληξε να αναλογιστεί ολόκληρη τη ζωή της υπό νέο φως. Αυτό είναι το σημείο που το πολυεπίπεδο τραύμα εμφανίζεται. Αυτό που η Μαρία θεώρησε ως τη «καταστροφή όλης της ζωής της» δεν ήταν μόνο ο βιασμός, αλλά το διαζύγιο της, η προσωρινή απώλεια της κόρης της (που έφυγε για την Ουγγαρία ως παιδί πρόσφυγας) και η αναγκαστική εξορία της.

Ο χρονική στιγμή της συνέντευξης επίσης έχει μια δεύτερη διάσταση. Όπως εξήγησα νωρίτερα, πραγματοποιήθηκε μετά το τέλος τη δεύτερη συνάντηση Μακεδόνων παιδιών-προσφύγων στα Σκόπια. Η συνάντηση αυτή, στην οποία ήταν παρούσα η Μαρία, λειτούργησε σαν μια ακόμη υπενθύμιση του περασμένου τραύματος και, το σημαντικότερο, εστίασε την προσοχή της στη σχέση  ης με τη κόρη της, που ήταν ένα από τα παιδιά-πρόσφυγες. Όπως θα δείξω αμέσως, η σχέση μητέρας-κόρης ήταν σημαντική πτυχή του τραύματος της Μαρίας και το να μπορέσει να μιλήσει για αυτό ήταν μέρος της ατζέντας της ίδιας της Μαρίας για τη συνέντευξη.

Ο τρίτος και σημαντικότερος παράγοντας είχε να κάνει με την διαδικασία επούλωσης της ίδιας της Μαρίας. Πρόσφατα έργα έχουν βελτιώσει την προσοχή μας στα τραύματα του πολέμου και τους τρόπους αντιμετώπισης τους. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως οι τραυματικές εμπειρίες δεν αποθηκεύονται στη μνήμη με το τυπικό τρόπο, δεν μπορούν να απομακρυνθούν ούτε να καταπιεστούν. Είναι ελεύθερα αιωρούμενες αποκομμένες σκέψεις, που μπορεί να επανεμφανιστούν οποιαδήποτε στιγμή και αν οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτη αναβίωση του αρχικού τραύματος. Για αυτό μια σημαντική πτυχή της διαδικασίας επούλωσης περιλαμβάνει το να ενωθούν τέτοιες αποκομμένες αναμνήσεις. Πιστεύω πως στο τέλος της συνέντευξης η Μαρία προσπάθησε να κάνει ακριβώς αυτό.

Καθώς η συνέντευξη αφορά ολόκληρη τη ζωής της Μαρίας, ήταν δυνατό να ανακαλύψουμε και άλλους μηχανισμούς αντιμετώπισης που είχε δοκιμάσει στο παρελθόν. Αρχικά, χρησιμοποίησε την αποφυγή: συνεχίζοντας με τη ζωή της ενώ κράτησε το μυστικό για τον εαυτό της. Μετά άρχισε να εκφράζει συναισθήματα που σχετίζονταν με τον Εμφύλιο Πόλεμο σε ποίηση και ζωγραφική. Τέλος πριν κάποιο καιρό, έκανε μια προσπάθεια να επεξεργαστεί το ίδιο το τραύμα. Συνέθεσε ένα κείμενο, και στα ελληνικά και στα μακεδονικά,  στο οποίο έδινε μια λεπτομερή περιγραφή του βιασμού της. Η αρχική πρόθεση ήταν να στείλει αυτό το κείμενο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο και να ζητήσει επανόρθωση. Στο τέλος αισθάνθηκε πολύ ντροπή για να ζητήσει από κάποιον να το δακτυλογραφήσει και επιπλέον δεν μπορούσε να αντέξει την σκέψη το να μάθει πιθανώς η κόρη της την κρυμμένη της ιστορία. Κατά συνέπεια, έκρυψε το κείμενο τόσο καλά που δεν ήταν σε θέση να το βρει την εποχή της συνέντευξης. Αυτό δείχνει ξανά τη σπουδαιότητα της σχέσης μητέρας-κόρης.

Η σχέση αυτή επίσης εμφανίστηκε στην μαρτυρίας της για το βιασμό της. Κάποια εποχή μετά το βιασμό, όταν προσπάθησε να ηρεμήσει, ήθελε να φέρει την εικόνα της κόρης της στο νου της, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Για αντιληφθούμε πλήρως το ρόλο της κόρης στο τραύμα της Μαρίας, πρέπει να θυμηθούμε  πως η μητέρα και το παιδί χωρίστηκαν για σχεδόν εφτά χρόνια μετά το βιασμό και πως, όταν τελικά επανενώθηκαν , ήταν εντελώς ξένες μεταξύ τους. Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας  ήταν πως, εξαιτίας του βιασμού, δεν μπορούσε να κάνει άλλα παιδιά, αν και ξαναπαντρεύτηκε μετά το διαζύγιο της. Στο πλαίσιο αυτό, η τελευταία σκηνή της συνέντευξης μετατρέπεται σε στιγμή καίριας σημασίας, όχι μόνο για την ερμηνεία ολόκληρης της συνέντευξης, αλλά επίσης στη διαδικασία επούλωσης. Η Μαρία πρόσφερε ιδιαίτερες τηγανίτες, που στα μακεδονίτικα σπίτια συνήθως φτιάχνονται όταν γεννιέται ένα παιδί.. γιατί το έκανε αυτό;

«Η Μακεδονία ήταν έγκυος εδώ και πενήντα χρόνια και τώρα γέννησε ένα παιδί. Μια ταινία γεννιέται για τα παιδιά που έφυγαν το 1948. Και τώρα είπα την ιστορία μου. Για αυτό θα κάνω τηγανίτες για το νεογέννητο παιδί».

Μπορούμε να πούμε πως για όλα αυτά τα χρόνια η Μαρία δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει το τραύμα της επειδή εμποδίζονταν από το αίσθημα ενοχής απέναντι στη κόρη της – όχι μόνο επειδή την άφησε να φύγει για την Ουγγαρία, αλλά και επειδή βιάστηκε ως νεαρή μητέρα (ήταν μόλις 20 εκείνη την εποχή) αφήνοντας την κόρη της μόνη της στο σπίτι. Στη μαρτυρία της, η απόφαση να αφήσει την κόρη της να πάει στην Ουγγαρία συνδέονταν με την επιθυμία θανάτου της ίδιας της Μαρίας – μια πολύ κοινή αντίδραση στο βιασμό που συχνά αναφέρεται και από τα θύματα βιασμού στην Βοσνία. Μόλις η κόρη της έφυγε για τα σύνορα, η Μαρία εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό ως νοσοκόμα ελπίζοντας πως θα πεθάνει. Το να στείλει το παιδί στο εξωτερικό έτσι γίνεται αντιληπτή ως λογική επιλογή, που ταυτόχρονα της επέτρεψε να αντιμετωπίσει τα αισθήματα ενοχής.

Στην παραπάνω ακολουθία, η μεταφορά της γέννας παίζει το ρόλο ενός πολυφωνικού συμβόλου επικεντρωμένου στην έννοια της «γέννας» – πρώτα με την έννοια της ανακούφισης αφού απαλλάχθηκε από το βάρος μετά από ένα μυστικό 50 ετών, τότε σε σχέση με τη γέννηση ενός ντοκιμαντέρ («μια ταινία γεννιέται…») που προβλήθηκε στη συνάντηση των παιδιών-προσφύγων στα Σκόπια, αποκαθιστώντας το σύνδεσμο με ένα από τα παιδιά-πρόσφυγες που σήμαινε τα πάντα για τη Μαρία, την κόρη της. Μπορούμε επίσης να δούμε τη μεταφορά της γέννας ως μια προσπάθεια συμφιλίωσης της Μαρίας με την ίδια της την στειρότητα και με τα αισθήματα ενοχής προς τη κόρη της. Τέλος, χρησιμοποιώντας τη μεταφορά της γέννας για τη παγκόσμια εμπειρία των Μακεδόνων προσφύγων του Εμφυλίου Πολέμου, αναγνώρισε έμμεσα τη σημασία της μνήμης. Κάνοντας το αυτό, έκανε ένα σημαντικό βήμα στο να ενώσει τις αποκομμένες αναμνήσεις της και έτσι στη δική της διαδικασία επούλωσης. Πιστεύω πως θα ήταν πολύ δύσκολο να φτάσει σε αυτό το στάδιο στη διάρκεια της συνέντευξης αν η Μαρία δεν είχε ενεργά προχωρήσει σε επεξεργασία του τραύματός της με το να γράψει την ιστορία της στα κρυμμένα τετράδια της. Αυτό ήταν ένα πρώτο βήμα που χρειάζονταν για να ανοίξει η μνήμη της, να αναδημιουργήσει τα διασκορπισμένα θραύσματα της και να προχωρήσει στην ανασύσταση του συνόλου με όρους μιας ποιο οικουμενικής εμπειρίας των θυμάτων του βιασμού πολέμου.

Ο βιασμός είναι ένα αόρατο έγκλημα πολέμου. Δεν αφήνει νεκρά σώματα που μπορούν να καταμετρηθούν, καμένα σπίτια ή άλλα ορατά σημάδια καταστροφής. Η καταστροφή είναι στο σώμα και το μυαλό της γυναίκας και στη κοινότητα που άνηκε. Η σιωπή που επιβάλλεται πάνω στις γυναίκες από φόβο μην διωχθούν από τη κοινότητα τους, τις χωρίσουν ή σκοτώσουν οι άντρες τους, ή από φόβο για εκδίκηση από τους δράστες κάνουν αυτό το έγκλημα ακόμα πιο αόρατο. Είναι αυτή η αορατότητα και η σιωπή που ενισχύει την ατιμωρησία των δραστών και τον κάνει ένα πολύ αποτελεσματικό μέσο εθνικής και πολιτικής κάθαρσης. Για αυτό έχει σημασία η μνήμη. Αυτό είναι το μήνυμα που προσπάθησε να μεταφέρει η Μαρία με τη μεταφορά της γέννησης. Αυτό είναι το μήνυμα που στάλθηκε νωρίτερα από τις γυναίκες της πρώην Γιουγκοσλαβίας που είχαν το κουράγιο να μιλήσουν.

Η περίπτωση του «ξεφορτώματος» του μυστικού της Μαρίας μπορεί να μοιάζει ως εξαίρεση. Προσωπικά, δεν έχω δεν έχω συναντήσει ποτέ μια άλλη άμεση μαρτυρία που ειπώθηκε από θύμα βιασμού. Παρομοίως, καμιά από τις γυναίκες που ρωτήθηκαν από την  Gertrud Kerschbaumer δεν ήταν προετοιμασμένη να μιλήσει για το δικό της βιασμό, αν και υπολογίζει πως σχεδόν μέχρι και το 70% των γυναικών σε αυτή τη μικρή αυστριακή πόλη είχαν βιαστεί από σοβιετικούς στρατιώτες το 1945. Σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, η Tayba Hassan Sarif έκανε τις παρακάτω παρατηρήσεις σχετικά με τις Σιήτισες γυναίκες που βιάστηκαν στη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου:

«Οι περισσότερες από τις γυναίκες που έχουν βιαστεί λένε τις ιστορίες τους σαν να συνέβη σε κάποια άλλη. Είναι ευκολότερο για αυτές να πουν την ίδια τους την ιστορία  μεταμφιέζοντας την σε ιστορία κάποιας άλλης. Δεν «μιλάνε» για τις ίδιες ή αναγνωρίζουν κάτι που είναι πηγή μιας μεγάλης ντροπής. Ωστόσο, κατάλαβα από το τρόπο που λένε την ιστορία, την ταχύτητα και το ρυθμό της ομιλίας τους, το τόνο της φωνής τους πως μιλούσαν για τις ίδιες. Άκουσα σιωπηλά δίχως ερωτήσεις».

Και όμως, από ανεπίσημες συζητήσεις που είχα με άλλους προφορικούς ιστορικούς στο Συνέδριο Προφορικής Ιστορίας στην Ιστανμπούλ μετά την παρουσίαση της εργασίας μου, κατάλαβα πως το σπάσιμο των ταμπού της κοινωνικής ευπρέπειας (πχ. το να μιλάς για βιασμό, αιμομιξία, έκτρωση, εγκυμοσύνη εκτός γάμου) μπορεί να μην είναι τόσο ασυνήθιστο, ακόμη αν, για κατανοητούς λόγους, τέτοια ευρήματα σπάνια αντικατοπτρίζονται σε δημοσιευμένα έργα.

Καταληκτικά Σχόλια

Κλείνοντας, θα ήθελα να στραφώ σε αυτό που μπορούμε να μάθουμε από τη συνέντευξη της Μαρίας σχετικά με τις προϋποθέσεις που διευκολύνουν το ξαλάφρωμα του τραυματικού στρες. Στη περίπτωση της Μαρίας, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τέσσερις παράγοντες που την βοήθησαν να μιλήσει και που μπορεί να επεκταθούν σε άλλες καταστάσεις συνέντευξης. Αρχικά είναι η σημασία των «ουδέτερων ξένων» στο ρόλο των συνεντευξιαστών. Αν και κάποιες φεμινίστριες ερευνήτριες μπορεί να πουν πως σε τέτοιες συνθήκες  ο συνεντευξιαστής θα έπρεπε να είναι του ίδιου φύλου με το συνετευξιαζόμενο  και πως αυτός ή αυτή πρέπει να δείξει μια κάποια κατανόηση στη διάρκεια της συνέντευξης, η συνέντευξη μας με τη Μαρία έδειξε πως δεν είναι αναγκαία έτσι. Όπως αναφέρθηκε από τις Anderson και Jack, μπορεί να είναι πιο σημαντικό να «μάθεις να ακούς» από το να εξαρτάσαι από την κοινή ιδιότητα ως γυναίκες ή την ενσυναίσθηση. Πρέπει να θυμόμαστε τις σημαντικές προτάσεις που έγιναν από την Tayba Hassan Sharif σχετικά με την ανάγκη να ληφθούν υπόψιν πολιτισμικά πλαίσια και να κατασκευάσουμε νέες τεχνικές συνέντευξης όταν μιλάμε με γυναίκες από μη-Δυτικές κουλτούρες.

Δεύτερος είναι η ιδιαίτερη χρονική στιγμή της συνέντευξης. Όπως έδειξα στο άρθρο αυτό, τόσο το γενικό πλαίσιο της σύγκρουσης της Βοσνίας όσο και η πιο άμεση επίπτωση της συνάντησης των παιδιών-προσφύγων στα Σκόπια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να πυροδοτήσουν τις πιο τραυματικές αναμνήσεις της Μαρίας. Με ένα παρόμοιο τρόπο, στις συνεντεύξεις τους με βρετανούς βετεράνους του 2ου ΠΠ, οι Hunt και Robbins ανακάλυψαν πως οι εορτασμοί για τη Μέρα της Νίκης λειτουργούσαν ως «υπενθυμίσεις» μέσω των οποίων ασυνείδητες, αποκομμένες αναμνήσεις βγαίνουν στην επιφάνεια.

Τρίτος είναι η σημασία μιας αυτό-εκκινημένης επεξεργασίας του τραύματος την περίοδο πριν την συνέντευξη. Τέλος, δεν μπορούμε να τονίσουμε το πόσο σημαντικό είναι να πάρουμε όλη την ιστορία της ζωής, αντί να πηδήξουμε αμέσως στις πιο τραυματικές πτυχές της ανάμνησης. Από την μια, αυτό επιτρέπει στον συνεντευξιαστή να αντιπαραβάλει την τραυματική εμπειρία με την προηγούμενη ζωή του συνεντευξιαζόμενου, για να κατανοήσει την επίπτωση του τραυματικού στρες στη ύστερη ζωή της ή του και του τρόπου που προσπάθησε να το αντιμετωπίσει. Το σημαντικότερο, δίνει στον συνεντευξιαζόμενο αρκετό χρόνο να κρίνει την εξελισσόμενη σχέση προφορικής ιστορίας και να αποφασίσει αν θέλει πραγματικά να αναφέρει το περασμένο τραύμα.

Ακούγοντας τραυματικές εμπειρίες αναπόφευκτα γεννά έντονα ηθικά διλήμματα στον συνετευξιαζόμενο. Είχα δίκιο να δημοσιοποιήσω την μαρτυρία της Μαρίας ή θα έπρεπε να της επιτρέψω να πάρει το μυστικό της στο τάφο; Έπρεπε να είχα δοκιμάσει να βρω αποδείξεις για το έγκλημα του οποίου έγινε θύμα και να την βοηθήσω να αποζημιωθεί; Ακούγοντας ξανά την ιστορία της Μαρίας, αισθάνομαι σα να έχω εκπληρώσει μια έμμεση υπόσχεση. Αν και δεν μπορώ να φέρω το βιαστή μπροστά στη δικαιοσύνη, έφερα την ιστορία της στο κόσμο δίχως να αποκαλύψω την ταυτότητα της. Ακούγοντας την ιστορία της και βοηθώντας την να φέρει την προσωπική εμπειρία της σε ένα πιο οικουμενικό πλαίσιο, μπορεί να συνέβαλα σε μια καλύτερη κατανόηση του δικού της μηνύματος – πως η μνήμη έχει σημασία.

=- μ ε4

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com