Στα μέσα της δεκαετίας του '50, ξεκίνησε στη Σοβιετική Ενωση η αποσταλινοποίηση. Τα στόματα άρχισαν να ανοίγουν, πολίτες αλλά και αξιωματούχοι άρχισαν να καταγγέλλουν τα εγκλήματα του Στάλιν.

Η Πράβδα, η επίσημη εφημερίδα του κομουνιστικού κόμματος είχε βρεθεί σε δύσκολη θέση. Οι πολίτες ζητούσαν περισσότερες μαρτυρίες και αποκαλύψεις, αλλά η διεύθυνση της εφημερίδας ήταν διστακτική. Η ίδια είχε υποστηρίξει φανατικά το σταλινικό καθεστώς. Και δεν ήξερε ποια θα ήταν η αντίδραση της Κεντρικής Επιτροπής, της ιδιοκτήτριας της εφημερίδας, στην περίπτωση που δημοσίευε κείμενα που πήγαιναν πέρα από την ελεγχόμενη αποσταλινοποίηση.

Τα πράγματα περιπλέχθηκαν όταν ο Νικολάι Μαράντζικοφ, ένας από τους τακτικούς αρθρογράφους της εφημερίδας, έστειλε προς δημοσίευση ένα άρθρο για τις παρακολουθήσεις των πολιτών στο προηγούμενο καθεστώς. Το κείμενο ήταν πολύ προσεγμένο. Δεν αναφερόταν καν στην εποχή του Στάλιν, αλλά έκανε έμμεσους παραλληλισμούς με την αστυνομοκρατία επί τσαρικής Ρωσίας:

Η απομόνωση του αντιφρονούντος είναι η τέχνη του ολοκληρωτισμού. Αντίθετα από αυτό που νομίζουν πολλοί, τα ανελεύθερα καθεστώτα που μακροημερεύουν δεν στηρίζονται στην κτηνώδη βία, αλλά στις εσωτερικευμένες αναστολές και στον κομφορμισμό των ανθρώπων· στην αποδοχή της πλειονότητας πως αυτό που βιώνει είναι μια «κανονική» κατάσταση που «συμβαίνει και αλλού», που «συνέβαινε και παλιά» και, εντέλει, «όποιος κάθεται ήσυχα δεν έχει να φοβάται τίποτε».

Η εξεύρεση πρόθυμων και ικανών συνεργατών που θα αναλάβουν το (επικερδές) έργο της διαπόμπευσης των αντιφρονούντων, προκειμένου να αποξενώσουν την κριτική από τα νοήματά της, είναι επίσης τέχνη.

Οι διευθυντές φοβούνταν να το δημοσιεύσουν αλλά δεν ήθελαν και να το απορρίψουν για να μην κατηγορηθούν για σταλινικοί λογοκριτές. Ετσι σκέφτηκαν να βάλουν στο τέλος του άρθρου μια σημείωση που είχαν δει στον δυτικό, καπιταλιστικό Τύπο: «Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη της εφημερίδας».

Αυτό ήταν μια καινοτομία. Μέχρι τότε στην Πράβδα, όλοι οι αρθρογράφοι συμφωνούσαν με τη γραμμή του κόμματος και μια τέτοια σημείωση ήταν περιττή. Από την άλλη πλευρά, η  πρόταση περιείχε κινδύνους γιατί, παρά την παραπάνω διευκρίνιση,  μπορεί να αντιδρούσε η σκληροπυρηνική πτέρυγα της κυβέρνησης και η διεύθυνση να έβρισκε το μπελά της. Αποφάσισαν λοιπόν να προσθέσουν στο τέλος του άρθρου:

«Το κείμενο εκφράζει την προσωπική άποψη του αρθρογράφου, με την οποία η Πράβδα διαφωνεί».

Αυτή η σημείωση ήταν μια παγκόσμια πρώτη. Καμία άλλη εφημερίδα δεν είχε σκεφτεί έναν τόσο ευλύγιστο τρόπο για να αποφύγει τα προβλήματα που δημιουργούσε η νέα εποχή ελευθερίας της έκφρασης μετά τον Στάλιν.

Ο Νικολάι Μαράντζικοφ αισθάνθηκε δικαιωμένος. Όπως τελείωνε το άρθρο του, «τελικά, όπως κι αν το δει κανείς, η αντίσταση στις αυθαιρεσίες της εξουσίας φαντάζει πολυτέλεια, όπως ίσως η τέχνη, οι καλοί τρόποι, η αισθητική, η ηθική, ο πολιτισμός· όπως ο,τιδήποτε διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα ».

Οι υπόλοιποι αρθρογράφοι της εφημερίδας έβγαλαν επίσης έναν στεναγμό ανακούφισης: από τη στιγμή που κάτω από τα κείμενα τους δεν εμφανιζόταν η υποσημείωση, μπορεί να κοιμόνταν ήσυχοι. 

πηγη: https://tvxs.gr