Η ουκρανική αντεπίθεση του τελευταίου διμήνου σηματοδότησε την πιο πρόσφατη σημαντική καμπή του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Ο αιφνιδιασμός που χαρακτήρισε την αντεπίθεση και κυρίως η επιτυχία της αποτέλεσαν αντικειμενικά πλήγμα στη ρωσική στρατιωτική υπεροχή.

Το κύρος της Ρωσίας επλήγη, επιπλέον, από τις επιχειρήσεις του Αζερμπαϊτζάν και του Τατζικιστάν εναντίον της Αρμενίας και του Κιργιστάν, αντιστοίχως, οι οποίες έδωσαν την εικόνα μιας αποσταθεροποίησης στον ευρύτερο μετα-σοβιετικό χώρο που η Ρωσία θεωρεί ζώνη επιρροής της.

Επιπροσθέτως, η σχετικά αποστασιοποιημένη στάση της Ινδίας και πρωτίστως της Κίνας στη σύνοδο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης επιβάρυναν περαιτέρω τη θέση της.

Η Ρωσία επιχειρεί να ανακόψει επιθετικά αυτή την τροχιά των γεγονότων με τέσσερις κυρίως τρόπους: την απόφαση για επιστράτευση 300.000 εφέδρων, την επίταση των απειλών για χρήση πυρηνικών όπλων, τη στρατιωτική πίεση προς τους αμάχους (πλήγματα σε πόλεις και υποδομές ενέργειας) και –ίσως κρισιμότερο από τα προηγούμενα– την προσάρτηση των κατειλημμένων ουκρανικών περιοχών.

Προτού επιχειρηθεί να αναλυθούν οι συνέπειες αυτής της κλιμάκωσης, έχει σημασία να τοποθετηθεί η ρωσική εισβολή στο μεταψυχροπολεμικό πλαίσιο.

Ο χαρακτήρας των ρωσικών στρατιωτικών επεμβάσεων

Ένας από τους λιγότερο προφανείς λόγους για τους οποίους η ρωσική επέμβαση προκάλεσε αίσθηση, στις δυτικές χώρες κυρίως, είναι ότι αποτελεί επιστροφή σε ένα «ξεχασμένο» είδος πολέμου: εκείνου μεταξύ δύο γειτονικών κρατών με επίκεντρο –ή πρόσχημα– αμφισβητούμενα εδάφη.

Οι πιο σημαντικοί πολιτικά διακρατικοί πόλεμοι της μεταψυχροπολεμικής περιόδου ήταν αδιαμφισβήτητα οι επεμβάσεις των ΗΠΑ και συμμάχων σε Κόσοβο, Αφγανιστάν και Ιράκ.

Η κατάφωρη εργαλειοποίηση του λόγου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οδήγησε πολλούς να επικρίνουν τους πολέμους αυτούς, οι οποίοι δεν αφορούσαν εδαφικά κέρδη, αλλά την αλλαγή καθεστώτος και την εμβάθυνση της αμερικανικής «μονοπολικής στιγμής». Από τη ρωσική ηγεσία οι πόλεμοι αυτοί έγιναν αντιληπτοί όχι απλώς ως μια απόπειρα ανατροπής της μεταπολεμικής διευθέτησης, αλλά, σε συνδυασμό με την επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, ως μια ευθεία απειλή.

Κομβική για τη στάση της Ρωσίας είναι η περίπτωση του Κοσόβου, όχι τόσο ως προς την επέμβαση καθαυτή όσο κυρίως ως προς την αλλαγή των συνόρων με τρόπο υπονομευτικό για τις ίδιες τις νομικές αρχές (κυρίως το uti possidetis) που εφαρμόστηκαν κατά την αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας και της ΕΣΣΔ. Η επέμβαση στη Γεωργία το 2008 αποτέλεσε την πρώτη μιας σειράς ρωσικών επεμβάσεων, περιορισμένης ή μεγάλης κλίμακας, οι οποίες είχαν διπλό χαρακτήρα.

Αφενός επαναλάμβαναν σημεία της δυτικής «ανθρωπιστικής» επιχειρηματολογίας,  «κάνοντας “καθρεφτάκι”» στη Δύση[1], με απώτερο στόχο να εκθέσουν τα διπλά κριτήριά της[2], αφετέρου προβάλλονταν ως υπερασπιστές παραδοσιακών αρχών (όπως η κρατική κυριαρχία) και διεκδικητές ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος.

Έτσι, οι ρωσικές αρχές επικαλούνταν κίνδυνο γενοκτονίας των Νότιων Οσσετών ή των ρωσόφωνων στο Ντονμπάς, αξιοποιώντας έτσι και τον ευρύ χαρακτήρα που ο όρος «συμπατριώτες»  έχει στη ρωσική πολιτική ζωή, για να δικαιολογήσουν την επέμβασή τους και την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των αντίστοιχων περιοχών, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Κοσόβου· ή πρόβαλλαν την ανάγκη υπεράσπισης «νόμιμων» ηγεσιών που κινδύνευαν από «υποκινούμενες» εξεγέρσεις (όπως εκείνες του Euromaidan στην Ουκρανία, στη Συρία και, πιο πρόσφατα, σε Λευκορωσία και Καζακστάν).

Φυσικά, η δικαιολόγηση αυτών των επεμβάσεων έβριθε ιδιοτέλειας και αντιφάσεων[3], οι οποίες κορυφώθηκαν πλέον με την κατάφωρη παραβίαση διεθνών κανόνων και συμφωνιών. Υπό την έννοια αυτή, η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν αποτελεί απλά συνέχεια προηγούμενων επιλογών, αλλά ριζοσπαστική αναβάθμισή τους.

Στους παράγοντες που έχουν αναφερθεί ως αιτίες της ρωσικής ρήξης (επέκταση ΝΑΤΟ, επαναδιεκδίκηση θέσης μεγάλης δύναμης από τη Ρωσία επί Πούτιν, εξελίξεις στο εσωτερικό της Ουκρανίας) θα μπορούσε να προστεθεί και μια ταξική ανάλυση που επισημαίνει ότι η οριοθέτηση (εδαφική και λειτουργική) από τις δυνάμεις του διεθνικού καπιταλισμού είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου για την άρχουσα τάξη της Ρωσίας.

Χαρακτηριστικά του ρωσο-ουκρανικού πολέμου και τα (δυσοίωνα) σενάρια τερματισμού του

Ποιες συνέπειες λοιπόν, θα έχει η εν εξελίξει κλιμάκωση του πολέμου για το χρόνο και τον τρόπο τερματισμού του; Καταρχάς, οι τρόποι τερματισμού ενός πολέμου μπορούν να διακριθούν σε τέσσερις κατηγορίες.

Σύμφωνα με στοιχεία της βάσης δεδομένων UCDP/PRIO για 63 επεισόδια διακρατικών συγκρούσεων την περίοδο 1946-2005[4]: α) περίπου το 20% τερματίζεται με στρατιωτική επικράτηση, β) το 30% μέσω εκεχειρίας, γ) ένα άλλο 15% μέσω πλήρους συμφωνίας ειρήνης (κατόπιν διαπραγματεύσεων), δ) ενώ το 1/3 μέσω ενός συνόλου «άλλων», λιγότερο ξεκάθαρων, μορφών έκβασης, μη-νίκης και μη-συμφωνίας.

Θα εστιάσουμε στην πιθανότητα μιας συμφωνίας ειρήνης, καθώς αποτελεί το πλέον ευκταίο ενδεχόμενο. Μεταξύ όσων συνθηκών ευνοούν την ειρηνική διευθέτηση σύγκρουσης[5], δύο φαντάζουν πιο συναφείς.

Πρώτον, η ύπαρξη σχετικής ώθησης από έναν σημαντικό εξωτερικό σύμμαχο. Εν προκειμένω, μόνο οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να ασκήσουν τέτοια πίεση προς την Ουκρανία (λιγότερο η ΕΕ προς την Ουκρανία ή η Κίνα προς τη Ρωσία)· προσώρας συμβαίνει το αντίθετο.

Η δεύτερη συνθήκη αφορά το λεγόμενο «αμοιβαία επώδυνο αδιέξοδο» ή, ευρύτερα, μια κατάσταση παρατεταμένης και επίπονης πολεμικής στασιμότητας ή και πλήρους εξάντλησης των αντιμαχόμενων, η οποία τους οδηγεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το πότε ακριβώς θα επέλθει το στάδιο της «ωριμότητας» (ripeness) προς επίλυση δεν είναι καν ορατό, όπως ο ίδιος ο ΓΓ του ΟΗΕ δήλωσε πρόσφατα.

Δύο χαρακτηριστικά που έχει προσλάβει η πολεμική σύγκρουση καθιστούν πολύ πιθανό αυτή να έχει μακρά διάρκεια. Πρώτον, ο αδιάκοπος εξοπλισμός της Ουκρανίας από τη Δύση αλλά και η ανάδειξη των αδυναμιών της ρωσικής πλευράς έχουν σαφώς μειώσει τη στρατιωτική ασυμμετρία μεταξύ τους, οδηγώντας το χαρακτήρα της σύγκρουσης από την «ανισότητα» στην «αντιπαλότητα»[6].

Δεύτερον, ενώ ο εδαφικός χαρακτήρας των ρωσικών επιδιώξεων ήταν εξαρχής ορατός, φαινόταν κυρίως να υπηρετεί υπέρτερους στόχους που είχαν να κάνουν με τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της Ουκρανίας· η κυβέρνηση Ζελένσκι φάνηκε διατεθειμένη να συζητήσει το ενδεχόμενο ουδετερότητας στις συνομιλίες που διεξήχθησαν τις πρώτες εβδομάδες.

Όμως η ανακοίνωση προσάρτησης από τη Ρωσία δημιουργεί αδιέξοδο ακόμα και σε αυτούς που επιχειρηματολογούν υπέρ των διαπραγματεύσεων: Ποια χώρα άραγε θα δεχόταν να εκχωρήσει εδάφη της, και μάλιστα με τον πληθυσμό και την οικονομική σημασία αυτών; Άρα, η ενίσχυση του εδαφικού χαρακτήρα του πολέμου[7] δυσχεραίνει την συμπεφωνημένη επίλυσή του.

Συμπερασματικά, με βάση όλα τα σενάρια τερματισμού του πολέμου, η κατάσταση φαντάζει δυσοίωνη.

Εκτός της ανθρωπιστικής τραγωδίας που σε κάθε περίπτωση συνεπάγεται ο πόλεμος και παρακάμπτοντας το – σημαντικό – ερώτημα σε τι ακριβώς θα συνίστατο πρακτικά μια στρατιωτική νίκη από την κάθε πλευρά, το ενδεχομενο στρατιωτικής επικράτησης της Ρωσίας θα οδηγούσε σε νέο διπολισμό και ενθάρρυνση κρατικής επιθετικότητας· επικράτηση της Ουκρανίας ] απ’ την άλλη, θα οδηγούσε στην καλύτερη περίπτωση σε μια ταπεινωμένη πυρηνική δύναμη και στη χειρότερη στην πραγματοποίηση της πυρηνικής απειλής με ανείπωτες συνέπειες.

Η επ’ αόριστον παράταση μιας ένοπλης αντιπαλότητας, με ανακωχές και περιοδικές αναφλέξεις, όπως μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, κατά μήκος ενός βαριά στρατιωτικοποιημένου ρωσο-ουκρανικού συνόρου όπως στην Κορέα, αποτελεί ένα πιθανό ενδεχόμενο. Η συμφωνία ειρήνης φαντάζει εξαιρετικά μακρινή, καθώς πέραν των λόγων που αναλύθηκαν, συνεπάγεται επιλογές που ισοδυναμούν με ομολογία πλήρους αποτυχίας για τις δύο κυβερνήσεις.

[1] N. Kuhrt,2015, “Russia, the Responsibility to Protect and Intervention”, στο D. Fiort (επιμ.) The Responsibility to Protect and the Third Pillar, Palgrave Macmillan.

[2] E. Cullen Dunn & M. Bobick,2014, “The empire strikes back: War without war and occupation without occupation in the Russian sphere of influence”, American Ethnologist, 41(3): 405-413.

[3] V. Morozov, 2013, “Subaltern Empire?”, Problems of Post-Communism, 60(6): 16-28.

[4] J. Kreutz 2010, “How and when armed conflicts end: Introducing the UCDP Conflict Termination dataset”, Journal of Peace Research, 47(2): 243–250.

[5] Βλέπε για μια σύνοψη στο Α. Ηρακλείδης, 2011, Ανάλυση και Επίλυση Συγκρούσεων, Αθήνα: Ι. Σιδέρης, σσ.83-8.

[6] J. Vasquez, 2009, The War Puzzle Revisited, Cambridge University Press.

[7] Βλέπε διάκριση, μεταξύ «territorial» και «policy» wars (J. Vasqueaz & B. Valeriano, 2010, “Classification of Interstate Wars”, The Journal of Politics, 72 (2): 1–18.

* O Θωμάς Γούμενος είναι Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης –  Η ανάλυση προδημοσιεύεται στο Tvxs.gr και θα περιλαμβάνεται στο 9ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Eναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, που θα δημοσιευθεί στο www.enainstitute.org 

πηγη: https://tvxs.gr