Loading...

Κατηγορίες

Πέμπτη 11 Αύγ 2022
Πειρατές- Κουρσάροι και Ναυαγιστές
Κλίκ για μεγέθυνση












Μέρος ΄Β

https://anarchypress.files.wordpress.com/2022/08/cf80ceb5ceb9cf81ceb1cf84ceb5ceafceb1-cf81ceb5cf83ceaccebbcf84cebf.jpg

Οι συνεχείς εξουσιαστικοί πόλεμοι του 18ου αιώνα μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, στον θαλάσσιο ελλαδικό χώρο, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της πειρατείας στην περιοχή. Οι πειρατές έγιναν πολλές φορές πιόνια των κυρίαρχων δυνάμεων, αναλαμβάνοντας να κάνουν κούρσο, πότε με την μία και πότε με την άλλη δύναμη, χτυπώντας τα εχθρικά εμπορικά πλοία και αρπάζοντας το εμπόρευμα. Κάποιοι επωφελήθηκαν και πλούτισαν, άλλοι απλά μάζεψαν ένα κομπόδεμα για να μπορέσουν να ζήσουν, αλλά υπήρχαν και πολλοί που καταστράφηκαν είτε χάνοντας την ζωή τους είτε την ελευθερία τους. Η Αυστρία, στους κατά καιρούς πολέμους της με την Γαλλία, (1701-1714, 1730-1735, 1740-1748), παρεχώρησε στους Έλληνες, κωπήλατες γαλιότες[1], καθώς και το δικαίωνα να έχουν υψωμένη την αυστριακή σημαία, ώστε να κάνουν κούρσο αρπάζοντας και λεηλατώντας γαλλικά εμπορικά πλοία.

 

Η Αγγλία στους πολέμους της με την Γαλλία κατά τον 18ο αιώνα, παρότρυνε τους Έλληνες παράλληλα με αυτούς, να χτυπούν τα γαλλικά εμπορικά πλοία έχοντας υψωμένη την αγγλική σημαία. Ακόμα και τα αγγλικά κουρσάρικα αποτελούνταν από ελληνικό πλήρωμα.  Μάλιστα το 1745 τους επέτρεψε να ιδρύσουν ελληνική παροικία με ορθόδοξη εκκλησία στην Μινόρκα, παρά της αντιδράσεις της καθολικής εκκλησίας. Τους παρεχώρησε χέρσες εκτάσεις γης και αλυκές.[2]

Η Ρωσσία στον πόλεμο της με την Οθωμανική αυτοκρατορία (1768-1774)  αρχικά χρησιμοποίησε τους έλληνες πειρατές για τον ανεφοδιασμό του ρώσσικου στόλου.  Αργότερα το 1770 με τα λεγόμενα Oρλωφικά, η Ρωσσία τούς προέτρεψε, όπως και έγινε, να γίνουν κουρσάροι, έχοντας υψωμένη την ρώσσικη σημαία και να χτυπήσουν τον οθωμανικό εμπορικό στόλο. Ουσιαστικά η μόνη δύναμη των Ρώσσων στο Αιγαίο, ήταν όσοι ήθελαν να γίνουν κουρσάροι με τα πλοία τους ή σαν πλήρωμα σε κουρσάρικο. Με την λήξη του πολέμου και την αποχώρηση των Ρώσσων, οι Οθωμανοί έβγαλαν όλο το μένος τους στους έλληνες που είχαν συμμαχήσει εναντίον τους.

Οι κάτοικοι των παράκτιων περιοχών του ελλαδικού χώρου άσκησαν πειρατεία ολόκληρο τον 18ο  αιώνα, μέχρι λίγα χρόνια μετά την επανάσταση του 1821. Η πειρατεία ήταν ζωτικής σημασίας για όλες αυτές τις περιοχές, θα μπορούσαμε να πούμε ότι απασχολούσε χιλιάδες κόσμου, είτε είχαν άμεση επαφή (πειρατές, πληρώματα) είτε έμμεση (εμπόρους, αγοραστές, μεταπράτες, λαθρέμπορους) και έτσι κρατούσε σε εγρήγορση τις παράκτιες περιοχές, καθώς και τους θαλάσσιους δρόμους. Βέβαια, αυτή η εγρήγορση είχε άλλο χαρακτήρα γι’ αυτούς που φοβόντουσαν ή γι’ αυτούς που δέχονταν μια πειρατική επιδρομή και άλλο γι αυτούς που περίμεναν στην ακτή ώστε να αγοράσουν την πειρατική λεία. Κατά τον 18ο αιώνα εμφανίζονται στα νησιά του ελλαδικού χώρου μεμονωμένα άτομα που συγκεντρώνουν δειλά δειλά μεγάλες περιουσίες στα χέρια τους. Ο πλούτος που άρχισε να εμφανίζεται σε ορισμένους, σαφώς και προερχόταν από την άσκηση της πειρατείας, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Στα άγονα νησιά του Αιγαίου και στην επίσης άγονη Μάνη θα ήταν δύσκολο κάποιος να πλουτίσει μόνο από την κτηνοτροφία ή απίθανο μόνο με την γεωργία. Με τους ρωσσο-τουρκικούς πολέμους, καθώς και την διάσπαση του αγγλικού αποκλεισμού των γαλλικών και ισπανικών ακτών, από έλληνες πειρατές που έλεγχαν τις τιμές σ’ αυτές τις περιοχές, ο πλούτος πολλαπλασιάστηκε. Οι έλληνες έγιναν κουρσάροι στην υπηρεσία της Ρωσσίας και αργότερα, μετά το τέλος του πολέμου,  αυτονομήθηκαν κάνοντας πειρατεία και λεηλατώντας οποιοδήποτε εμπορικό πλοίο. Στις αρχές του 19ου αιώνα υπήρχε πλέον η οικονομική δυνατότητα, να ναυπηγηθούν και να αγοραστούν μεγάλα καράβια. Έτσι, δημιουργήθηκε ο ελληνικός εμπορικός  στόλος του ελλαδικού χώρου που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πειρατεία. Η ιστορία, οι βάσεις καθώς και η εμπειρία του ελληνικού εμπορικού στόλου είναι πειρατική.

1821- Η έξαρση της πειρατείας και η καταστολή της από τον Καποδίστρια

Οι συνθήκες πολέμου την περίοδο 1821 και μετά, ευνόησαν την πειρατική δραστηριότητα. Εμπορικά καράβια κάθε εθνικότητας ήταν συνεχώς στόχος. Πολλοί πρόσφυγες και άνεργοι ναυτικοί χρησιμοποίησαν το προσφιλές μέσο της πειρατείας ως μέσο βιοπορισμού. Η επαναστατική κυβέρνηση είχε δώσει άδεια κούρσου ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον οθωμανικό στόλο και να εμποδίσει τον ανεφοδιασμό από θαλάσσης του οθωμανικού στρατού. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι στόχος πειρατείας έγιναν και φιλικά προσκείμενα πλοία. Μόνο το δίμηνο Σεπτεμβρίου- Οκτωβρίου του 1827 είχαν λεηλατηθεί 87 πλοία. Ήταν σαφές ότι ο πόλος του εμπορίου και τα συμφέροντα των δυτικών δυνάμεων,  αμφισβητούνταν στην πράξη από τους έλληνες πειρατές. Πρώτη κίνηση του Καποδίστρια ήταν να αυξήσει τον φόρο επί των πειρατικών λειών. Πίστευε ότι έτσι το κράτος θα αποκόμιζε μεγαλύτερες εισπράξεις. Οι φόροι ουδέποτε εισπράκτηκαν, όμως, αφού οι επιθέσεις γίνονταν αναξέλεκτα σε όποιο εμπορικό πλοίο διάβαινε το Αιγαίο, ασχέτως εάν ήταν τούρκικο, ελληνικό ή ευρωπαϊκό. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Καποδίστριας, μετά από ευρωπαϊκές πιέσεις, ανέστειλε όλες τις άδειες κούρσου,  εξέδωσε νόμο όπου απαγόρευε όλες τις ενέργειες σύλληψης πλοίων με ουδέτερη σημαία και υπόγραφε χρεωστικά ομόλογα, ελλείψει μετρητών, για να εξοφλήσει τις απαιτήσεις όσων είχαν πέσει θύματα πειρατείας. Εκτός από τα παραπάνω έστειλε μονάδα ναυτικού στις Κυκλάδες για την αντιμετώπιση της πειρατείας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κύρια κέντρα της πειρατείας εκείνο τον καιρό ήταν οι Βόρ. Σποράδες και η Γραμβούσα της Κρήτης[3]. Ο Καποδίστριας ανέθεσε στον Μιαούλη να εξοντώσει τους πειρατές στις Σποράδες και στον Κόδριγκτων τους πειρατές που είχαν βρει καταφύγιο στην Γραμβούσα.

Στις 18 Φεβρουαρίου το 1828 ο Μιαούλης ξεκίνησε από τον Πόρο με στολίσκο προς τις Σποράδες. Στις 19 Φεβρουαρίου αιχμαλώτισε στην Σκόπελο 41 πλοία και στην Σκιάθο 38 πλοία.  Από τα κατασχεμένα πλοία 41 έκαψε ή βύθισε, 29 έστειλε στον Πόρο για να κριθούν για την νομιμότητα της ναυσιπλοΐας τους, 3 καταστράφηκαν από τους ανέμους και 6 τα χρησιμοποίησε ο ίδιος σε άλλες επιχειρήσεις. Λίγες μέρες μετά ο Κριεζής με γαλιότα αποβιβάστηκε στις Σποράδες και αιχμαλώτισε εκατοντάδες πειρατές που τους οδήγησε σε στρατόπεδο της Ελευσίνας. Περίπου 200 πειρατές κρύφτηκαν στα βουνά της Σκοπέλου ώστε να γλυτώσουν την σύλληψη. Οι εναπομείναντες συνέχισαν να κάνουν πειρατείες, ενώ λίγους μήνες μετά η πειρατεία στην περιοχή αναζωπυρώθηκε αφού υπήρξε μεγάλη απόδραση από το στρατόπεδο της Ελευσίνας. Τελικώς η πειρατεία θα εξαλειφθεί μετά από λίγα χρόνια, εξ αιτίας των ευεργετικών μέτρων της κυβέρνησης για την κατάταξη των πειρατών στα σώματα ασφαλείας.

Στην Γραμβούσα, τον Ιανουάριο του 1828, κατέπλευσε μοίρα του αγγλικού ναυτικού. Το νησί απαρτιζόταν από πειρατές και επαναστάτες, συνολικά το βρετανικό ναυτικό τους οποίους υπολόγιζε σε 7.000 άτομα. Σίγουρα ο ρόλος του επαναστάτη δεν θα απέκλειε τον ρόλο του πειρατή. Ο βρετανός μοίραρχος μήνυσε στους κατοίκους ότι ήθελε μόνο 12 πειρατές από όλουςόσους βρίσκονταν στο νησί. Οι επαναστάτες αρνήθηκαν να παραδώσουν τους 12 που ήθελε ο βρετανός μοίραρχος με την δικαιολογία ότι δεν βρίσκονταν εκεί. Έτσι στις 19 Ιανουαρίου 1828 το φρούριο της Γραμβούσας καθώς και όσα πλοία βρίσκονταν μπροστά κανονιοβολήθηκαν από το βρετανικό ναυτικό. Ο μοίραρχος, ύστερα από την παραπάνω ενέργεια, διαμήνυσε στους επαναστάτες ότι θέλει να του παραδώσουν το φρούριο και τους 12 πειρατές, όπου έλαβε πάλι αρνητική απάντηση. Μετά από μέρες αγγλογάλλοι στρατιώτες από λάθος εκτίμηση των πολιορκημένων, εισήλθαν στο νησί. Οι επαναστάτες με τους πειρατές έμειναν ταμπουρωμένοι και οπλισμένοι στα σπίτια τους. Μάλιστα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τους αγγλογάλλους, τοποθέτησαν πολλά κιλά μπαρούτι σε υπόνομο, που περνούσε κάτω από το σπίτι όπου διέμεναν αρκετοί στρατιώτες. Το σχέδιο έγινε αντιληπτό και οι δράστες συνελήφθησαν την ώρα της τοποθέτησης. Πολλοί πειρατές δραπέτευσαν ενώ κάποιοι συνελήφθησαν. Οι εξακριβωμένοι επαναστάτες αποχώρησαν προς την Κρήτη. Έτσι έληξαν και τα επεισόδια στο νησί της Γραμβούσας.

Ληστές – Πειρατές- Κουρσάροι και Επαναστάτες

Όπως αναφέρθηκε, η ενασχόληση των κατοίκων του ελλαδικού χώρου, ιδιαίτερα των παρακτίων περιοχών, ήταν τόσο ιδιαίτερα συχνή και πολλές φορές κύριο μέσω βιοπορισμού αλλά και πλουτισμού για ορισμένους. Έτσι λοιπόν κατά τον 18ο και έως τα μέσα του 19ου αιώνα, μεταξύ των πολλών ανώνυμων πειρατών που άδραξαν την ευκαιρία των πολέμων για να κάνουν πειρατεία και έτσι να επιβιώσουν αποκτώντας περιστασιακά κάποια κέρδη, υπήρχαν και οι επώνυμοι πειρατές που ήταν ληστές και αρματωλοί. Κάποιοι έπαιξαν αργότερα ενεργό ρόλο στην επανάσταση του 1821. Παραθέτουμε κάποιους επώνυμους βουνίσιους ληστές που εξελίχθηκαν σε πειρατές, κάποιους πειρατές και κουρσάρους που έπαιξαν ρόλο και στην μετέπειτα επανάσταση και ορισμένους πειρατές του 18ου αιώνα που έμειναν στην ιστορία με την δράση τους.

 Ανδρέας Ανδρούτσος ή Ανδρίτσος: Πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Έδρασε με τον κουμπάρο του και πειρατή Λάμπρο Κατσώνη. Μαζί οχύρωσαν το Πόρτο Κάγιο της Μάνης και από εκεί έκαναν επιδρομές στο Αιγαίο. Διακρίθηκε στην γαλλοτουρκική πολιορκία του Πόρτο Κάγιου, στις 17 Ιουνίου το 1792. Αποβιβάστηκαν στην ξηρά 4.000 τούρκοι και γάλλοι στρατιώτες, όπου ο Ανδρούτσος με τους άνδρες του έσφαξε τους 3.900. Η πολιορκία συνεχίστηκε με αποτέλεσμα ο Ανδρίτσος να διαφύγει. Διέσχισε όλη την Πελοπόννησο με τους άνδρες του, καταδιωκόμενος από χιλιάδες Οθωμανούς και κατέφυγε στην Πάργα. Από εκεί μαζί με πέντε άνδρες του, έπλευσε για Αδριατική όπου συνελήφθησαν από τους βενετούς. Ένα χρόνο μετά οι βενετοί τους παραδίδουν στους Οθωμανούς. Ο Ανδρίτσος και οι άνδρες τους βασανίζονται αλλά δεν εκτελούνται λόγω ρωσσικής πίεσης. Τελικά μετά από 5 χρόνια στην φυλακή, ο Ανδρίτσος στραγγαλίζεται και το σώμα του πετιέται στον Βόσπορο.

Κολοκοτρώνης Κωνσταντής: Πατέρας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Έδρασε κυρίως στην Νότια Πελοπόννησο με συμμάχους μανιάτες και σφακιανούς. Τον Μάιο του 1776 λεηλάτησε ένα γαλλικό πλοίο και δύο βενετικά. Τα τρία πλοία τα οδήγησε στην Καρδαμύλη και έστειλε τους καπετάνιους και ορισμένους ναύτες να βρουν το αναγκαίο ποσό  για να πάρουν τα πλοία τους πίσω. Επίσης, ο Κολοκοτρώνης συνέλαβε ένα τούρκικο πλοίο που το απελευθέρωσε μετά από την καταβολή λύτρων και λεηλάτησε μια ελληνική σακολέβα[4] που της αφαίρεσε όλο το φορτίο. Ο Κολοκοτρώνης ενεργούσε σε συνεργασία με τον μπέη της Μάνης Μιχαήλ Τρουπάκη όπου και μοιράζονταν τα κέρδη.[5]

Ανδρέας Βώκος ή Μιαούλης: Σε ηλικία μόλις 15 χρονών πούλησε μια βάρκα του πατέρα του, τύπου λατίνι και αγόρασε από την Χίο ένα οθωμανικό πλοίο τύπου μιαούλ[6], όπου μ’ αυτό άσκησε πειρατεία κυρίως στα παράλια της Συρίας. Επίσης είχε διασπάσει αρκετές φορές τον θαλάσσιο αποκλεισμό των γαλλικών παραλίων από το αγγλικό ναυτικό, αποκομίζοντας έτσι τεράστια κέρδη. Μετά την επανάσταση του 1821 χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία από τον Καποδίστρια στην διάλυση της πειρατεία στον ελλαδικό θαλάσσιο χώρο.

Κολοκοτρώνης Θεόδωρος: Το 1807 η Ιόνια πολιτεία χορήγησε άδειες κούρσου σε πλοία με ιονική και ρωσσική σημαία. Ο Κολοκοτρώνης ήταν τότε ιδιοκτήτης ενός σεμπέκ[7] με ρωσσική σημαία. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να αποβιβαστεί με τους άνδρες του στα βορειοδυτικά παράλια της Πελοποννήσου, να λεηλατήσει και να πυρπολήσει την κωμόπολη της Αχαγιάς. Ο Κολοκοτρώνης επέστρεψε στην Λευκάδα με αρκετούς αιχμαλώτους. Καταδικάστηκε από τον Καποδίστρια, που εκείνη την περίοδο ήταν ένας από τους δύο διοικητές της Ιονίου Πολιτείας, για την πειρατική δραστηριότητά του.

Μαυρομιχαλαίοι: Οικογένεια με έντονη πειρατική δράση. Από τις οικογένειες που πλούτισαν κάνοντας πειρατεία. Την περίοδο της επανάστασης είχαν άδεια κούρσου από την επαναστατική κυβέρνηση εναντίον του οθωμανικού στόλου. Παρ’ όλα αυτά οι Μαυρομιχαλαίοι έκαναν επιδρομές και σε φιλικά ευρωπαϊκά πλοία. Το λειοδικίο[8] του Καποδίστρια επέβαλε υψηλή ποινή στην οικογένεια για την δράση της, κάτι που ήταν και η αρχή του τέλους για τον Καποδίστρια.

Νικοτσάρας: Επικεφαλής αρματωλικού σώματος μακεδόνων, θεσσαλών, στερεοελλαδιτών και αλβανών. Έκανε πειρατεία με πολλούς άλλους καπεταναίους με ορμητήριο τις Σποράδες. Οργάνωσε μαζί με τον αρματωλό Στάθα στόλο 70 πειρατικών πλοίων που λεηλατούσε τις ακτές του Θερμαϊκού κόλπου και της Κασσάνδρας. Στο πέρασμά τους λεηλατούσαν, ερήμωναν και πυρπολούσαν τα πάντα. Ο στόλος αυτός ονομάστηκε «μαύρος» γιατί τα πλοία και τα πανιά τους ήταν μαύρα καθώς και οι στολές των πειρατών. Ήταν μια σύμπραξη πολλών κλεφτών και αρματωλών από πολλές περιοχές, μεταξύ των οποίων και ο Κολοκοτρώνης. Το καθένα καράβι πήρε την ονομασία μιας περιοχής όπως Μοριάς, Όλυμπος, Κασσάνδρα, Νάουσα και Σκιάθος. Οι Οθωμανοί θέλησαν να τους σταματήσουν στην Σκιάθο που ήταν το ορμητήριό τους. Τα «μαύρα καράβια» ζήτησαν την βοήθεια μιας αγγλικής φρεγάτας, όπου έσπευσε πρόθυμα λόγω της εμπόλεμης κατάστασης της Αγγλίας με τους Οθωμανούς. Στην διήμερη ναυμαχία της 5ης και 6ης Ιουλίου το 1807 οι Οθωμανοί νικήθηκαν. Ο Νικοτσάρας πέθανε αμέσως μετά την ναυμαχία, όταν αποβιβάστηκε στο Λιτόχωρο και συγκρούστηκε με ισχυρό απόσπασμα αλβανών, σε ηλικία 36 χρονών.

Κατραμάδος: Σπετσιώτης πειρατής που είχε ως ορμητήριο τα Διαβολονήσια των Σποράδων. Άσκησε πειρατεία σε όλο το Αιγαίο μέχρι τον κόλπο της Τύνιδας. Είχε λεηλατήσει τα παράλια της βόρειας Αφρικής, της Συρίας και έφτασε μέχρι το Γιβραλτάρ.

Λιόλιος: Καπετάνιος του Ολύμπου που συμμετείχε στα «μαύρα καράβια». Αργότερα έκανε πειρατεία στο Αιγαίο και συνεργάστηκε στενά με τον πειρατή Κατραμάδο.

Μερμελέχας: Σκληρός πειρατής που έδρασε στην Μύκονο την προεπαναστατική περίοδο. Η ύπαρξη του αγγίζει τα όρια του μύθου. Υπήρξε αλληλέγγυος και γενναιόδωρος απέναντι σε ορφανά και χήρες. Ο Μερμελέχας δεν δίσταζε να χτυπήσει ακόμα και τα οθωμανικά πλοία που μάζευαν τους φόρους από τα γύρω νησιά. Αυτό εξόργισε τον Καπουδαν Πασά ο οποίος αποβιβάστηκε στην Μύκονο και ζητούσε από τους κατοίκους να του παραδώσουν τον πειρατή, για να γλυτώσουν από την σφαγή. Οι κάτοικοι από αλληλεγγύη ή από φόβο απέναντι στον πειρατή δεν το έκαναν. Τελικά ο Μερμελέχας παραδόθηκε στον Καπουδάν Πασά ώστε να γλυτώσει την μαζική σφαγή, αλλά παραδόξως γλίτωσε την εκτέλεσή του. Μετά από αυτό το γεγονός έγινε φούρναρης και νεκροθάφτης, αφού είχε περάσει πανώλη και διέθετε αντισώματα. Η λαϊκή παράδοση έχει διασώσει στιχάκια που εξυμνούν την δράση του: «Ωχ καημένη Bella Vienna ως τα μπούνια στάζεις αίμα»[9]και «Μερμελέχα έχε με έννοια, Μερμελέχα με τα γένια». Πέθανε το 1854 από χολέρα.

Σάσαρης Νικόλαος ή Μονόφθαλμος: Μανιάτης πειρατής. Έδρασε στα μέσα του 18ου αιώνα μόνος του και χωρίς συμμάχους. Το 1748 είχε αρματώσει πειρατικό με μαύρη σημαία και λεηλατούσε πολλά σκάφη ανεξαρτήτου εθνικότητας. Το Φεβρουάριο του 1749 με 30 άντρες πλήρωμα επιτέθηκε στις αποθήκες του κάστρου των Κυθήρων. Η δράση του συνεχίστηκε μέχρι το 1750 όπου οδηγώντας ένα κατειλημμένο πλοίο στην Μάνη συνάντησε Βενετούς και αναγκάστηκε να το απελευθερώσει. Ο Μονόφθαλμος κατευθύνθηκε προς την Μάνη για να γλυτώσει από τον Βενετικό στόλο αλλά έπεσε σε οθωμανικά πλοία. Στην μάχη που ο Σάσαρης πέθανε. Κατά άλλους συνελήφθη από τους Οθωμανούς και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για τιμωρηθεί. Δύο μανιάτικα μοιρολόγια έχουν περάσει τον Σασαρη στην σφαίρα του μύθου: «Καλώς τους καλώς ήρθατε, τον Νικολό που αφήσατε; Σώπαινε νύφη Νικολού γιατί συναπαντήθει με ένα καράβι τούρκικο,κ’ οι τούρκοι τ’ άνομα σκυλιά, έριξασι την μπαταριά, σκωτώθει ο μαύρο Νικολος, σκοτώθει ο καπετάνιος μας[…]».

«Μια σχόλη και μια Κυριακή, λούστηκα και χτενίστηκα και στο γυαλί γυαλίστηκα. -Μια μπομπάρδα άγγιαξε στον κάμπο του Μαυρόσπηλου, μαύρα είχε τα κουπιά της και μαύρα τα πανιά της. -Και στο γιαλό εκατέβηκα, ρώτησα ένα μουτσόπουλο, που είναι ο καπετανιος ζας; -Εκεί στην μαύρη θάλασσα, εκεί συναπαντέθημαν, με τρία καράβια τούρκικα. -Σκοτώθει ο μαύρο Νικολος,  σκοτώθει ο καπετάνιο μας. -Ε μονομάτη Νικολό, ζε το σκουζα το ψυχικό, μην μπάεις  κάτω στην τουρκιά, μην μπας κουρσάρος και ζορμπάς, μην μπάεις να γδύνεις τα φτωχά».

Σημαία του Λάμπρου Κατσώνη

Λάμπρος Κατσώνης: Ο Κατσώνης αρχικά έλαβε μέρος στον ρωσοτουρκικό πόλεμο ως κουρσάρος της Ρωσσίας και χρηματοδοτούμενος από έλληνες εμπόρους της Τεργέστης. Η δράση του στον ελλαδικό χώρο ξεκινά τον Απρίλιο του 1788. Αντιφατικός χαρακτήρας που αρχικά χτύπησε αρκετά πειρατικά πλοία στο Αιγαίο και είχε δηλώσει ότι ήθελε να αφοσιωθεί στην καταπολέμησή της πειρατείας, αλλά τα πληρώματα του στόλου του ήταν επανδρωμένα κυρίως από Έλληνες πειρατές που δεν καλόβλεπαν μια τέτοια επιχείρηση. Χτύπησε όχι μόνο τον Οθωμανικό στόλο αλλά και όσα πλεούμενα είχαν οθωμανική, γαλλική, παπική και Άγιου Μάρκου σημαία. Χρησιμοποίησε το λιμάνι του Αγ. Νικολάου Κυθήρων και λεηλατούσε όποιο πλοίο τύχαινε να περάσει από την περιοχή και όποιο πλοίο είχε την ατυχία να μπει ανυποψίαστο στο λιμάνι. Κατέλαβε το Καστελόριζο διώχνοντας όλους τους κατοίκους, ώστε να χρησιμοποιήσει το νησί για τις επιχειρήσεις του. Συνέχισε στην Κύπρο, την Συρία και την Αίγυπτο όπου λεηλατούσε όποιο πλοίο είχε οθωμανική σημαία. Οι επιτυχίες του απέναντι στους Οθωμανούς τον έφτασαν στο βαθμό του χιλίαρχου. Το 1789 ύστερα από την μη ανταπόκριση του Κατσώνη στο δάνειο που είχε πάρει από τους εμπόρους της Τεργέστης, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από τις αυστριακές αρχές. Μετά από συμβιβασμό και καταβολή μέρους του δανείου, ο Κατσώνης απελευθερώνεται. Ο φόβος των Οθωμανών απέναντι στον στόλο του Κατσώνη ήταν εμφανής. Η Πύλη θέλησε να τον προσεγγίσει προσφέροντάς του ένα νησί στο Ικάριο πέλαγος και 200.000 χρυσού εάν έπαυε να είναι με το μέρος της Ρωσσίας. Η πρώτη ήττα του Κατσώνη σημειώθηκε δύο χρόνια μετά το ξεκίνημα του τον Μάιο του 1790 στην Άνδρο όπου έχασε, αλλά κατόρθωσε να διαφύγει μαζί με το πλήρωμα του και να καταφύγει στα Κύθηρα. Η αλλαγή του Κατσώνη από κουρσάρο σε πειρατή έγινε με την συνθήκη ειρήνης, ανάμεσα στις δύο δυνάμεις. Το 1792 αρνήθηκε την διαταγή να σταματήσει την δραστηριότητά του ενάντια στους Οθωμανούς και έδρασε μόνος του με ορμητήριο το Πόρτο Κάγιο της Μάνης. Βύθισε τούρκικες φρεγάτες, λεηλάτησε την Άνδρο και συνέλαβε αλγερινά πλοία. Ο Κατσώνης πλέον δρώντας ως πειρατής και όχι σαν κουρσάρος δεν είχε την στήριξη καμιάς μεγάλης δύναμης. Το τέλος της δράσης του έγινε με την γαλλοτουρκική πολιορκία του Πόρτο Κάγιου. Ο Κατσώνης άντεξε τρεις μέρες όπου και διέφυγε στα Κύθηρα και από εκεί στην Ιθάκη. Κατόρθωσε να φτάσει τον Μάρτιο του 1794 στην Τεργέστη όπου ζήτησε συγγνώμη από την αυτοκράτειρα Αικατερίνη.  Μετά τον θάνατο της Αικατερίνης ο γιος της Παύλος αποκατέστησε τον Κατσώνη και του έδωσε 470.000 ρούβλια τα οποία τα μοίρασε στους συντρόφους του. Η έκταση που του παραχωρήθηκε στην Κριμαία (220.000 στρέμματα) πήρε το όνομα Λειβαδειά, από τον τόπο καταγωγής του. Εκεί ο Κατσώνης έζησε τα τελευταία του χρόνια σαν αμπελουργός, οινοποιός και θαλάσσιος έμπορος. Στο σημείο αυτό συναντήθηκαν στην διάσκεψη της Γιαλτας οι τρεις εξουσιαστές (Τσώρτσιλ- Ρούσβελτ- Στάλιν) ώστε να μοιράσουν τα εδάφη τους. Το μέρος ενός πειρατή φαίνεται πως ήταν σημειολογικά κατάλληλο για την μοιρασιά της λείας!

Ελευθερόκοκκος

Χρήσιμες πηγές:

Κραντονέλλη Αλεξάνδρα, Ελληνική Πειρατεία και Κούρσος, τον ΙΗ’ αιώνα και μέχρι την Ελληνική επανάσταση, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Κραντονέλλη Αλεξάνδρα, Ιστορία της Πειρατείας, Στους μέσους χρόνους της τουρκοκρατίας 1538-1699, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Κωνσταντινίδη Αναστ. Κωστή, Η ληστεία και η πειρατεία στη Σκύρο, Σκιάθο και Σκόπελο κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 μέχρι της αντιβασιλείας του Όθωνα, Ιστορική μελέτη βασισμένη αποκλειστικά επί εγγράφων, τόμος πρώτος, Αθήνα 1988.

Μεξης Δήμος, Μάνη και Μανιάτες, εκδ. Εστία, Αθήνα 1977.

Πάτρικ Λη Φερμορ, Μάνη, εκδ. Κέδρος.

Ιούλιος Βερν, Το Αιγαίο στις Φλόγες.


[1] Είδος πλοίου κατασκευασμένο ειδικά για επιδρομές, χωρητικότητας έως 40 κωπηλατών.

[2] Μέχρι το 1755 είχαν εγκατασταθεί στην Μινόρκα 600 ελληνικές οικογένειες. Οι μισές ήταν από την Πάτμο ενώ οι υπόλοιπες από την Κέρκυρα, την Κεφαλονιά και από την Κορσική. Για περισσότερα βλ. Ν. Γ. Σβορώνος, Η Ελληνική παροικία της Μινόρκας. Συμβολή στην Ιστορία του Ελληνικού Εμπορικού Ναυτικού τον 18ο αιώνα.

[3] Μάλιστα οι πειρατές που είχαν εγκατασταθεί στο νησί Γραμβούσα της Κρήτης είχαν φτιάξει εκκλησία που την είχαν ονοματίσει «παναγιά κλεφτρίνα» ή Λαφυροκρατούσα.

[4] Πλοίο με υπερυψωμένη πλώρη και ίσια πρύμνη. Το μήκος του ήταν περίπου 12 μέτρα και το πλάτος του 3,50. Η χωρητικότητα του πληρώματος κυμαίνονταν στα 6- 10 άτομα.

[5] Γι’ αυτήν του την πειρατική δραστηριότητα ο Μιχαήλ Τρουπάκης συνελήφθη το 1782 από τους Οθωμανούς και κρεμάστηκε, παρέα με τον γιό του, στο λιμάνι της Μυτιλήνης, από το κατάρτι της ναυαρχίδας του Οθωμανού αρχιναύαρχου.

[6] Από το συγκεκριμένο τύπου πλοίο πήρε και το παρατσούκλι Μιαούλης.

[7] Ιστιοφόρο που εκτός από πανιά είχε και κουπιά. Είχε τρία κατάρτια και το μήκος του ήταν περίπου 36 μέτρα και το πλάτος του 9 μέτρα. Ήταν εξοπλισμένο από 10 έως 29 κανόνια.

[8] Μηχανισμός για τον φόρο επί της πειρατικής λείας, θεσμοθετημένος από τον Καποδίστρια.

[9] Bella Vienna λεγόταν το καράβι του Μερμελέχα.


πηγη: https://anarchypress.wordpress.com

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου