Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 02 Νοέ 2022
Ο εξοντωτικός χαρακτήρας του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης: Ένα ακόμη θύμα βιασμού παύει να ζητά δικαίωση
Κλίκ για μεγέθυνση

 








Οι επίμονες αναβολές και καταθέσεις επανατραυματίζουν τους παθόντες. Ο Δικηγόρος Διονύσης Χιόνης και η Δικαστική Ψυχολόγος Έρη Ιωαννίδου περιγράφουν τον αγώνα των θυμάτων, που συχνά επαναθυματοποιούνται από το ίδιο το Σύστημα αλλά και την κοινωνία.




Τις τελευταίες ώρες παρακολουθούμε μία ακόμη υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης, που αν και έφτασε τώρα στ’ αυτιά μας, φαίνεται πως εκτυλίσσεται για χρόνια. Όπως έχει γίνει γνωστό, εδώ και πέντε χρόνια, τρία παιδιά από τα Πετράλωνα περιμένουν να διερευνηθούν οι καταγγελίες που έχουν κάνει για συστηματική σεξουαλική κακοποίηση που τους ασκούσε ο πατέρας τους από το 2012, με τη συναίνεση μάλιστα της μητέρας τους. Σήμερα τα παιδιά είναι 22 (κορίτσι), 17 (αγόρι) και 11 (κορίτσι) ετών. Το 17χρονο αγόρι κατήγγειλε το 2017 στην Εισαγγελία Ανηλίκων πως έχει βιαστεί από τον πατέρα του, τον θείο του και αρκετούς ακόμη ανθρώπους – τουλάχιστον 17 όπως μαθαίνουμε μέχρι στιγμής – οι οποίοι έρχονταν στο σπίτι έπειτα από το «κάλεσμα» του πατέρα.

 

Τον Ιανουάριο του 2018, τρεις μήνες μετά την πρώτη καταγγελία, το ανήλικο αγόρι εξετάστηκε από παιδοψυχίατρο ώστε να διασφαλιστεί πως όσα κατήγγειλε δεν ήταν προϊόν της φαντασίας του, ενώ χρειάστηκαν ακόμα εννέα μήνες για να κληθούν να καταθέσουν στη ΓΑΔΑ τα παιδιά και οι φερόμενοι ως δράστες – οι οποίοι αρνήθηκαν τις καταγγελίες. Σύμφωνα με πληροφορίες της Καθημερινής, στη συνέχεια ασκήθηκε ποινική δίωξη και η υπόθεση παραπέμφθηκε στον ανακριτή.

 

Μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από την πρώτη καταγγελία, τα παιδιά έχουν αναγκαστεί να περιγράψουν πολλές φορές στην προανακριτική διαδικασία όσα τραυματικά υπέστησαν. Τη στιγμή που το βούλευμα που αφορά τις πράξεις του πατέρα αναμένεται ακόμη, τα παιδιά έχουν προχωρήσει σε μήνυση εναντίον της μητέρας για συγκάλυψη, η οποία μάλιστα αναφέρουν πως πέραν της ψυχολογικής πίεσης που ασκούσε, ήταν παρούσα και σε έναν από τους βιασμούς.

Εκτός από τις καθυστερήσεις στην εξέταση και εκδίκαση της υπόθεσης, άξιο απορίας είναι το γιατί δεν έχει γίνει κάποια παρέμβαση ώστε τα ανήλικα παιδιά να απομακρυνθούν από το περιβάλλον τους και να αφαιρεθεί η επιμέλεια από τους γονείς. Όπως σχολίασε σε τηλεοπτική εκπομπή η δικηγόρος των θυμάτων, Δήμητρα Πλαστήρα: «Εδώ κρίνεται και η Δικαιοσύνη, διότι τα παιδιά αυτά δεν έχουν κακοποιηθεί μόνο σωματικά και ψυχικά από όσα έχουν υποστεί, αλλά έχουν επαναθυματοποιηθεί όταν καλούνται να καταθέσουν εκ νέου τα ίδια πράγματα και επί πέντε χρόνια ακόμα σέρνεται η υπόθεση» και συμπλήρωσε: «Το να χρονοτριβεί τόσο πολύ μια τόσο σοβαρή καταγγελία είναι και κατά του τεκμηρίου της αθωότητας».

Μερικές ημέρες πριν γνωστοποιηθεί η υπόθεση αυτή, κι ενώ πολύκροτες δικαστικές υποθέσεις (Λιγνάδης, Φιλιππίδης) βλέπουν αδιαλείπτως το φως της δημοσιότητας, ένα 22χρονο σήμερα κορίτσι από τη Θεσσαλονίκη ζήτησε τη μη συνέχιση της εκδίκασης της υπόθεσης του ομαδικού βιασμού της, λόγω «έντονου ψυχολογικού φορτίου». Βρισκόταν στη διάρκεια της εκδίκασης της 7ης αναβολής, ενώ είχαν προηγηθεί τέσσερα ολόκληρα χρόνια μέχρι φτάσει στις δικαστικές αίθουσες η υπόθεσης του βιασμού που υπέστη σε ηλικία 18 ετών από τρεις άντρες. Το θύμα κλήθηκε να καταθέσει ξανά και ξανά τα όσα τραυματικά βίωσε, μα εν τέλει λύγισε.

Όπως ανέδειξε η Εφ.Συν. για το περιστατικό του ομαδικού βιασμού που έλαβε χώρα στη Χαλκηδόνα Θεσσαλονίκης, αυτό είχε καταγγελθεί από την κοπέλα το 2018. Η δίκη των τριών νεαρών που κατηγορούνται ότι βίασαν τη 18χρονη σε μπαρ της Χαλκηδόνας ξεκίνησε τελικά στις 2 Φεβρουαρίου του 2022, αφού μεσολάβησαν τέσσερα χρόνια συνεχών αναβολών. Το δικαστήριο ξεκίνησε επιτέλους με την πρώτη συνεδρίαση, που έγινε κεκλεισμένων των θυρών, μόνο για την κατάθεση της καταγγέλουσας, η οποία περιέγραψε -ξανά- με λεπτομέρειες τη σεξουαλική επίθεση που υπέστη. Η δεύτερη συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου με την κατάθεση της ιατροδικαστή που είχε εξετάσει την κοπέλα μετά το περιστατικό και τριών μαρτύρων. Το δικαστήριο διέκοψε για τις 28 Μαρτίου, αλλά η συνεδρίαση δεν έγινε ποτέ, η δίκη διακόπηκε και μάλιστα οριστικά διότι, όπως ειπώθηκε, «δεν γινόταν να ολοκληρωθεί με την υφιστάμενη σύνθεση του δικαστηρίου αφού υπήρχε κώλυμα της έδρας». Συγκεκριμένα, ο Άρειος Πάγος αποφάσισε να αποπέμψει 7 δικαστές για «υπηρεσιακή ανεπάρκεια», μεταξύ των οποίων βρισκόταν και η πρόεδρος του δικαστηρίου που επρόκειτο να απολυθεί στις 2 Απριλίου.

Και φτάνουμε στην 11η Οκτωβρίου του 2022. Η δήλωση που διαβάστηκε στην έδρα του δικαστηρίου ως αίτημα του θύματος είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της ψυχικής εξουθένωσης που έχει υποστεί κατά τα χρόνια μετά από το πρώτο τραυματικό γεγονός, καθώς η 22χρονη σήμερα κοπέλα ζήτησε τη «μη συνέχιση της δίκης λόγω έντονου ψυχολογικού φορτίου που της δημιουργήθηκε [από τη διαδικασία] και το οποίο θα επηρέαζε τη μετέπειτα συνέχιση της ζωής της» (Αρ. 344 Π.Κ.). Στην αίθουσα επικράτησε η απόλυτη σιωπή, ένα αμήχανο μούδιασμα, όπως παρουσιάζει το ρεπορτάζ της Εφ.Συν. Βγαίνοντας από αυτή, το μόνο που ειπώθηκε από τον συνήγορο των τριών κατηγορουμένων, Αλέξη Κούγια, ήταν το εξής: «Έχουμε αποφασίσει όλοι να μην κάνουμε καμία δήλωση. Στο μυαλό μας είναι η ευτυχία των παιδιών» (δηλαδή και των τριών κατηγορουμένων πέραν του θύματος).

Στον απόηχο της αποκαρδιωτικής αυτής υπόθεσης που δεν κατάφερε να ακουστεί όσο της άρμοζε και που δεν επέτρεψε στο θύμα να φτάσει στη νομική του δικαίωση εξαιτίας της εξουθένωσης που το ίδιο το σύστημα του προκάλεσε, αλλά και με αφορμή τις τρέχουσες επαναλαμβανόμενες καταθέσεις και καθυστερήσεις στην εκδίκαση της υπόθεσης των τριών παιδιών από τα Πετράλωνα, ο Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διονύσης Χιόνης (ΜΔΕ Εγκληματολογίας, Πρόεδρος Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος) και η Δικαστική Ψυχολόγος, Έρη Ιωαννίδου (Personal Coach, Adjunct Faculty at HAU, εισηγήτρια, συγγραφέας και εκπαιδεύτρια στο Πρόγραμμα Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης του Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ. του ΕΚΠΑ, επιστημονική συνεργάτης ΚΕ.Μ.Ε. και υπεύθυνη του Forensic Psychology Lab), εξηγούν στην Popaganda τον τρόπο με τον οποίο οι συνεχείς αναβολές στις δίκες και η μακρά διαδικασία των καταθέσεων, επανατραυματίζουν τα θύματα που καλούνται να μιλήσουν ξανά και ξανά για τις επώδυνες στιγμές που κάποτε έζησαν.

Εξοντωτικός ο χαρακτήρας των αναβολών

«Το σύστημα έρχεται αντιμέτωπο με μεγάλες καθυστερήσεις, ακόμη και σε πολύ σοβαρές υποθέσεις που αφορούν και ανήλικους. Δεν μας εκπλήσσει επομένως το γεγονός ότι χρειάστηκαν τόσα χρόνια για να φτάσουν στο Δικαστήριο και να ξεκινήσει η εκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων», λέει η κα. Ιωαννίδου.

Μιλώντας για τις συνεχείς αναβολές στις οποίες καταφεύγουν συχνά οι κατηγορούμενοι, ο κ. Χιόνης εξηγεί πως «Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας προβλέπει την αναβολή της δίκης για διάφορους λόγους: λόγω ανωτέρας βίας που δεν επιτρέπει την εμφάνιση κάποιου από τους διαδίκους ή των δικηγόρων του, λόγω απουσίας ουσιώδους μάρτυρα ή για κρείσσονες αποδείξεις. Όπως εξηγεί ο κ. Χιόνης, «Συγκεκριμένος αριθμητικός περιορισμών των αναβολών δεν προβλέπεται, με αποτέλεσμα να μην είναι σπάνια η αναβολή της η επ’ ακροατηρίω εκδίκασης μιας υπόθεσης πέντε ή έξι ή περισσότερες φορές. Οι αποφάσεις της αναβολής πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένες, όμως επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου η βασιμότητα των επικαλούμενων λόγων αναβολής επί των αιτημάτων, τα οποία υποβάλλονται συνήθως από την πλευρά του/της κατηγορούμενου/ης».

Τα παραπάνω έχουν ως συνέπεια το θύμα να παρουσιάζεται σε κάθε αρχική ή μετ’ αναβολή δικάσιμο και να είναι προετοιμασμένο να καταθέσει και πάλι -δια ζώσης στο ακροατήριο ενώπιον κοινού, δικαστών και δικηγόρων- με αποτέλεσμα να δοκιμάζεται σοβαρά η ψυχική ανθεκτικότητά του. «Δυστυχώς, όσοι κινούμαστε στον χώρο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης γνωρίζουμε πολλές περιπτώσεις που τα θύματα μετά από πολλές αναβολές αποφάσισαν να ανακαλέσουν την έγκλησή τους, γεγονός το οποίο έχει δικονομικές συνέπειες, ή να προβούν σε δήλωση μη συνέχισης της ποινικής δίωξης σε περίπτωση βιασμού, για παράδειγμα, ώστε να απεμπλακούν από τα γρανάζια του συστήματος, έστω και με το βαρύ τίμημα της μη απόδοσης δικαιοσύνης», προσθέτει.

Η διαδικασία των καταθέσεων – Η δευτερογενής θυματοποίηση των θυμάτων

Αναφορικά με το κομμάτι των καταθέσεων, το θύμα καλείται να καταθέσει για την εγκληματική κακοποίησή του πολλές περισσότερες φορές από όσες θα ήταν απαραίτητο σε ένα ορθά δομημένο δικαιικό περιβάλλον. «Καταθέτει κατά το στάδιο της προανάκρισης, της ανάκρισης, καθώς και στο ακροατήριο. Eνώπιον ανακριτικών υπαλλήλων, πραγματογνωμόνων, ιατροδικαστών ή κοινωνικών λειτουργών, ενώπιον ανακριτών/εισαγγελέων και, ασφαλώς, ενώπιον Δικαστών και Εισαγγελέα. Ειδικά στο ακροατήριο, το θύμα είναι στη δυσάρεστη θέση να καταθέτει τη στιγμή που δυο τρία βήματα πιο πίσω κάθεται στο εδώλιο ο κατηγορούμενος, εντείνοντας, όπως είναι λογικό, την αρνητική κατάσταση που ήδη αυτό βιώνει», επισημαίνει ο κ. Χιόνης.

«Στην προανακριτική, συγκεκριμένα, διαδικασία, το θύμα μπορεί να χρειαστεί να καταθέσει πολλές φορές. Καταρχάς, θα μιλήσει στην αστυνομία για να καταγγείλει το συμβάν, μια διαδικασία που γίνεται πριν ή κατά τη διάρκεια της κατάθεσης. Ύστερα, ακολουθεί η επίσημη κατάθεση, ενώ ορισμένες φορές το θύμα μπορεί να κληθεί και σε μετέπειτα φάση της διαδικασίας (από τον εισαγγελέα, τον ανακριτή κ.λπ.). Έτσι, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να κληθεί να καταθέσει περισσότερες από μία φορές», τονίζει η κα. Ιωαννίδου.

Τι συμβαίνει στην περίπτωση ενός ανήλικου θύματος;

Η διαδικασία των καταθέσεων διαφοροποιείται ανάλογα με το αν το θύμα είναι ενήλικο ή ανήλικο. Όταν το θύμα είναι ανήλικο, όπως είδαμε στην περίπτωση του 12χρονου κοριτσιού στον Κωλονό, αλλά και τώρα στην υπόθεση των παιδιών στα Πετράλωνα, πραγματοποιείται αρχικά μια προκαταρκτική αξιολόγηση, ως προς την ικανότητά του να εξεταστεί ως μάρτυρας. Η διαδικασία αυτή (η οποία δεν μαγνητοσκοπείται) λειτουργεί και σαν ένα στάδιο προετοιμασίας του παιδιού για τη μετέπειτα κατάθεση. 

«Το σε ποιον θα δώσει εν συνεχεία το παιδί κατάθεση, εξαρτάται από την υπόθεση. Για παράδειγμα, αν αυτή αφορά ένα ηλεκτρονικό έγκλημα και την υπόθεση έχει αναλάβει η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, θα κληθεί να μιλήσει σε αστυνομικούς και η εξέταση θα πρέπει, σύμφωνα με τον νόμο, να διενεργηθεί διά του παρισταμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου (ν. 4478/17)», επισημαίνει η κα. Ιωαννίδου. «Αν πρόκειται για μία υπόθεση παιδικής κακοποίησης, για παράδειγμα, τότε θα απευθυνθεί στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων όπου η κατάθεση θα δοθεί σε ψυχολόγους της Αστυνομίας και θα μαγνητοσκοπηθεί».

Η συμβολή της δομής «Το Σπίτι του Παιδιού»

Πρόσφατα – παρά τις χρόνιες καθυστερήσεις – άρχισε να λειτουργεί η εξειδικευμένη δημόσια δομή «Το Σπίτι του Παιδιού», η οποία δημιουργήθηκε προκειμένου το ελληνικό σύστημα να εναρμονιστεί με τις συμβάσεις που αφορούν τα δικαιώματα του παιδιού και τις επιταγές μιας φιλικής προς το παιδί δικαιοσύνης, ώστε να αποτρέπεται ο επανατραυματισμός του. Όπως εξηγεί η κα. Ιωαννίδου, «Οι επαγγελματίες στο Σπίτι του Παιδιού είναι ειδικά και αποκλειστικά εκπαιδευμένοι ώστε να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο, το οποίο έχει ψηφιστεί με υπουργική απόφαση από το 2019 (ΥΑ 7320/2019 για Αυτοτελή Γραφεία & Πρωτόκολλο δικανικής εξέτασης) και ακολουθεί τα Διεθνή πρότυπα. Βέβαια, αν και ο ειδικός χώρος εξέτασης στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων δεν είναι τόσο εχθρικός, κάτι τέτοιο δεν ισχύει για όσα αντικρίζει ένα παιδί διασχίζοντας τη ΓΑΔΑ, μέχρι να μεταβεί εκεί».

«Στο Σπίτι του Παιδιού οι καταθέσεις μαγνητοσκοπούνται και το υλικό παραδίδεται στις αρχές. Θεωρούμε ότι η εξειδίκευση του προσωπικού και η χρήση επιστημονικά τεκμηριωμένου πρωτοκόλλου αυξάνει την αξιοπιστία της μαρτυρίας του παιδιού ή/και βοηθά στην αποκάλυψη μη αξιόπιστων μαρτυριών όταν υπάρχουν, ώστε να μην συντρέχει λόγος να επανεξεταστεί το παιδί στο μέλλον. Και αυτό, μέσα από όσο το δυνατόν πιο φιλικές προς το παιδί διαδικασίες που στοχεύουν στην αποφυγή του επανατραυματισμού του, δηλαδή της δευτερογενούς θυματοποίησης». 

Στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων, αν και οι καταθέσεις μαγνητοσκοπούνται, πολλές φορές μπορεί αργότερα ο/η Ανακριτής/τρια να ζητήσει εκ νέου εξέταση του μάρτυρα. Το παιδί σε αυτή την περίπτωση πρέπει πρώτα να εξεταστεί από πραγματογνώμονα ώστε να δοθεί γνωμάτευση σχετικά με τη δυνατότητα εξέτασής του ως μάρτυρα και να οδηγηθεί στον Ανακριτή. Έτσι, αναγκάζεται να επαναλάβει αρκετές φορές πολύ τραυματικά γεγονότα.

Απαραίτητη η ψυχολογική υποστήριξη και η απλούστευση των διαδικασιών για όλα τα θύματα

Η διαδικασία κατά την οποία το θύμα καλείται να καταθέσει ξανά και ξανά και να έρθει σε επαφή με τον δράστη εντός των δικαστικών αιθουσών, προκαλεί αυτό που ονομάζουμε «δευτερογενή θυματοποίηση», δηλαδή τον επανατραυματισμό του ατόμου από την Πολιτεία πια – αλλά και από την κοινωνία, όταν αυτή συμμετέχει στο λαϊκό δικαστήριο των media. Είδαμε για παράδειγμα στην υπόθεση του Κολωνού, να διαρρέει στα ειδησεογραφικά site η προκαταρκτική γνωμάτευση ψυχολόγου για το 12χρονο κορίτσι, κάτι το οποίο απαγορεύεται και χρήζει επίσημης παρέμβασης.

Τα θύματα, είτε είναι ενήλικα είτε ανήλικα, θα έπρεπε να λαμβάνουν ψυχολογική υποστήριξη κατά τη διάρκεια των καταθέσεων, όμως δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο από το κράτος. «Πολλά θύματα μας αναφέρουν πως αν ήξεραν πώς κυλάει η όλη διαδικασία, δεν θα την είχαν κινήσει εξαρχής. Επίσης, πέρα από το ψυχολογικό βάρος, υπάρχει κι ένα πρακτικό ζήτημα: Τα θύματα εξαντλούνται οικονομικά, καθώς είναι πιθανό να δυσκολεύονται να υποστηρίξουν οικονομικά νομικές διαδικασίες που διαρκούν για χρόνια και απαιτούν την εκπροσώπησή τους από δικηγόρο», διασαφηνίζει η κα. Ιωαννίδου. 

«Είναι πιθανό η καθυστέρηση των νομικών διαδικασιών να αναχαιτίζει την ψυχολογική προσπάθεια που καταβάλλουν με τη βοήθεια κάποιου/ας επαγγελματία ψυχικής υγείας και να τα αναγκάζει να επιβαρύνονται με επιπλέον έξοδα προκειμένου να αντιμετωπίσουν την επιπρόσθετη (στο ήδη υπάρχον τραύμα) ψυχολογική φθορά που επιφέρει η καθυστέρηση των διαδικασιών και η ανά τακτά χρονικά διαστήματα συνάντηση με τον/τη δράστη στη δικαστηριακή αίθουσα. Εν ολίγοις, τα θύματα δεν ησυχάζουν», προσθέτει η ίδια.

Όπως παρατηρεί ο κ. Χιόνης, «Γενικότερα το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας είναι προσανατολισμένο όχι τόσο στην προστασία του θύματος από τη δευτερογενή θυματοποίηση όσο στην προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Μια καλή αρχή θα ήταν να γενικευθεί η πρακτική της βιντεοσκόπησης της μαρτυρίας του θύματος, ώστε να αποφεύγονται οι πολλαπλές καταθέσεις, αλλά παράλληλα να είναι εφικτή η παρατήρηση σημαντικών εξωλεκτικών παραμέτρων, όπως οι αντιδράσεις του θύματος, η στάση του σώματος και λοιπά στοιχεία που χάνονται στην απλή έγγραφη κατάθεση ή την απομαγνητοφώνηση. Η ενσωμάτωση στο δίκαιό μας καλών πρακτικών που ακολουθούνται στο εξωτερικό μοιάζει πλέον αναγκαία περισσότερο από ποτέ», καταλήγει.

πηγη: https://popaganda.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου