Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 03 Μάι 2022
Η επιστροφή της θρησκείας
Κλίκ για μεγέθυνση







Dreamstime




03.05.2022, 19:53
 
Γιατί όμως ξαναγυρίζει η θρησκεία στη Δύση, γιατί σ’ εμάς δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ αυτή η σχέση; Ο σύνδεσμος με το εξωτερικό θεμέλιο, την απόλυτη ετερότητα, που θεμελιώνει την κοινωνία και την ανθρώπινη ύπαρξη, έχει αποκοπεί, αλλά δεν μπορεί να εξαφανιστεί. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της νεωτερικότητας. Η ατομική και συλλογική αυτονομία ξεχνάει την υπερβατική προέλευση του κοινωνικού δεσμού

Λέγαμε στο προηγούμενο άρθρο ότι στη συνηθισμένη εξιστόρηση της νεωτερικότητας η πολιτική και η επιστήμη αντικατέστησαν τη θρησκεία (https://www.efsyn.gr/themata/politika-kai-filosofika-epikaira/340448_i-meta-kosmiki-epohi). Αλλά πρόσφατα η νεωτερική «εκκοσμίκευση» αντιστρέφεται. Έχουμε μπει στη «μετα-κοσμική» εποχή, όπως φαίνεται με την ιρανική θεοκρατία, τη θεολογία της απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική και την τεράστια πολιτική επιρροή των δεξιών προτεσταντών στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και στη Βραζιλία ή τη Νότια Κορέα. Για τους ορθολογούντες αριστερούς και δεξιούς διανοούμενους, η εξέλιξη αυτή είναι ανεξήγητη, οι αρνητές της επιστήμης «ψεκασμένοι», το φαινόμενο προσωρινό. Η πολιτική αυτονομία έχει εκδιώξει οριστικά τη θρησκευτική ετερονομία.

Θα προτείνουμε μια άλλη φιλοσοφική ιστορία, που δεν καταδικάζει «οπισθοδρομικούς», αλλά προσπαθεί να κατανοήσει. Όπως υποστηρίζουν οι μεγάλοι φαινομενολόγοι, ο Χάιντεγκερ, ο Μερλό-Ποντί, ο Κλοντ Λεφόρ, ο Μαρσέλ Γκοσέ, η ανθρωπότητα θεμελιώνεται πάνω σε βάση που δεν δημιούργησε η ίδια. Η κοινωνία συγκροτείται σε σχέση με το απόλυτο και υπερβατικό 'Άλλο. Θεμελιώνεται σε μια προγενέστερη ετερότητα που επιβάλει τη δομή και την τάξη της. Κάθε κοινωνία έβλεπε αρχικά τον εαυτό της από τη σκοπιά ενός νόμου που ερχόταν απέξω. Η εξουσία των προγόνων ή των ιερέων δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί στις αρχαίες θρησκείες και κοινωνίες. Μόνο μια εξωτερική επέμβαση μπορούσε να τις αλλάξει. Οι μεγάλοι νομοθέτες στην αρχαία Ελλάδα, ο Σόλωνας ή ο Λυκούργος, έρχονταν στην πόλη από αλλού. Αργότερα η διαίρεση μεταξύ ηγετών και υπηκόων και η δημιουργία της πολιτικής δημιούργησε την ικανότητα ριζικής αλλαγής και έβαλε τις κοινωνίες στην Ιστορία.

Οι αρχαίες θρησκείες πίστευαν λοιπόν σε ένα ενωμένο και οργανικό σύμπαν, στο οποίο θεοί και άνθρωποι συμβίωναν. Η επιστροφή της θρησκείας σήμερα μετά τη νεωτερική αποβολή της από τη δημόσια σφαίρα αποτελεί κληρονομιά του χριστιανισμού, της «θρησκείας της εξόδου από τη θρησκεία» όπως την ονόμασε ο Μάρσελ Γκοσέ. Ο χριστιανισμός διαρρηγνύει την ενότητα μεταξύ ορατού και αόρατου κόσμου. Ο διαχωρισμός εκφράζεται έντονα στις χριστολογικές διαμάχες για τη φύση του Χριστού και εφαρμόζεται σε όλα τα επίπεδα. Υπάρχουν δύο βασίλεια, το επίγειο και το επουράνιο, δύο νόμοι, του Καίσαρα και του Χριστού, το σώμα είναι η φυλακή της ψυχής. Ο χριστιανός διαχωρίζεται: εξωτερικά είναι ετερόνομος, ακολουθεί τον νόμο του κράτους. Αλλά εσωτερικά η ψυχή αυτονομείται υπακούοντας στον νόμο του Θεού. Ο πιστός υποτάσσεται στην «εσωτερική φωνή» που προέρχεται όμως από την εξωτερική και υπερβατική εξουσία. Ο ριζικός διαχωρισμός θα γίνει θεμέλιο τόσο του ατομικισμού όσο και της οικουμενικότητας.

Η σχέση μεταξύ Θεού και Καίσαρα ρυθμίστηκε στην επιστολή «Duo Sunt» (Είναι Δύο) του Πάπα Γελάσιου στον αυτοκράτορα Αναστάσιο το 494 μ.Χ. Η Εκκλησία επιβάλλεται στα θρησκευτικά θέματα, αφού ο Ποντίφικας λογοδοτεί στον Θεό ακόμη και για τον βασιλιά. Ωστόσο στις κρατικές υποθέσεις η Εκκλησία αναγνωρίζει την κοσμική υπεροχή. Οι δύο εξουσίες διατάσσονται ιεραρχικά. Αρχικά η Εκκλησία είναι ανώτερη. Σταδιακά η Δύση προχώρησε σε μια προσεκτική συγκατοίκηση με συνεργασία κάποτε, με καχυποψία άλλοτε. Αλλά η ριζική φύση του διαχωρισμού οδήγησε αδήριτα στην αντιστροφή της ιεράρχησης και την «έξοδο» της θρησκείας από τον δημόσιο χώρο. Η νεωτερικότητα επέφερε τον τελικό διαχωρισμό, την ανατροπή της εκκλησιαστικής προτεραιότητας και την κυριαρχία της κοσμικής εξουσίας. Οι σχέσεις κράτους-εκκλησίας ξεκαθαρίστηκαν, οι μισθοί των κληρικών είναι δουλειά των πιστών, το κράτος δεν ασχολείται με τα εσωτερικά της Εκκλησίας. Η «εκκοσμίκευση» ολοκληρώθηκε στην αρχή του εικοστού αιώνα. Το κράτος εκδίωξε οριστικά τη θρησκεία από τη δημόσια σφαίρα και την παρέδωσε στην ιδιωτική. Έτσι κληρονόμησε την ισχύ και αξιοπρέπεια που μέχρι τώρα ανήκαν στην Εκκλησία, η οποία έγινε μία από τις οργανώσεις της πλουραλιστικής κοινωνίας των πολιτών.

Γιατί όμως ξαναγυρίζει η θρησκεία στη Δύση, γιατί σ’ εμάς δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ αυτή η σχέση; Ο σύνδεσμος με το εξωτερικό θεμέλιο, την απόλυτη ετερότητα, που θεμελιώνει την κοινωνία και την ανθρώπινη ύπαρξη έχει αποκοπεί, αλλά δεν μπορεί να εξαφανιστεί. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της νεωτερικότητας. Η ατομική και συλλογική αυτονομία ξεχνάει την υπερβατική προέλευση του κοινωνικού δεσμού. Το καρτεσιανό cogito ergo sum (σκέφτομαι, άρα υπάρχω) ερμηνεύει τον άνθρωπο ως υποκείμενο, ως αποκλειστικό θεμέλιο της ύπαρξης, κέντρο της αλήθειας, του νοήματος και των αξιών. Το υποκείμενο σφετερίζεται τη θέση του Θεού. Το σύμπαν στον προνεωτερικό οργανικό κόσμο περιλάμβανε εξίσου έμψυχα και άψυχα όντα σε αρμονική αλληλεξάρτηση.

Τώρα ο φυσικός κόσμος «απομαγεύεται», γίνεται αντικείμενο και εικόνα στη διάθεση του ανθρώπου για παρέμβαση και εκμετάλλευση. Τα πάντα υπάρχουν για το υποκείμενο σε έναν ανθρωπισμό που δεν βάζει τον άνθρωπο και τις σχέσεις του με τον κόσμο αρκούντως ψηλά. Έτσι ξεκινάει η απεριόριστη εκμετάλλευση της φύσης και της κοινωνίας που οδήγησε στην οικολογική καταστροφή και στο πειθαρχημένο άτομο της βιοπολιτικής εξουσίας, που ονομάζει «ελευθερία» την απόλυτη υπακοή. Ο αξιακός μηδενισμός του ύστερου καπιταλισμού, για τον οποίο τα πάντα έχουν τιμή αλλά τίποτε αξία, δεν είναι παρά η ωρίμανση της διαδικασίας απαγόρευσης και επιφανειακής αποβολής του υπερβατικού στοιχείου.

Αλλά η ετερονομία, βασικό υπαρξιακό χαρακτηριστικό, επιστρέφει πάντα. Η συλλογική αυτονομία, δηλαδή η πολιτική δράση που χρησιμοποιεί ως μόνη μέθοδος τον ορθό λόγο, δεν μπορεί να δώσει ένα αντικείμενο αγάπης στον πολίτη. Γι’ αυτό η πολιτική δανείζεται από τη θρησκεία, όπως είπαμε στο προηγούμενο, με τον τρόμο και το δέος που εμπνέουν οι Ερινύες/Ευμενίδες ή τα «δύο σώματα του βασιλιά», το φυσικό και το μυστικό/πνευματικό. Άλλη απάντηση στο συναισθηματικό έλλειμμα αποτελεί η επαναστατική ενσάρκωση της αβύσσου ή η πολιτική θρησκεία που εξήγγειλαν ο Ρουσό, ο Ροβεσπιέρος, ο Λένιν.

Εδώ βρίσκουμε επίσης την προσωποποίηση και ιεροποίηση εννοιών όπως το έθνος, το κράτος, η φυλή, η τάξη, μεταφορές και αντικαταστάσεις του υπερβατικού στοιχείου που εξοβέλισε η νεωτερικότητα. Συγκεντρώνουν τα μέλη τους σε μια «πνευματική» ένωση που υπερβαίνει τις ατομικότητές τους. Αντιπροσωπεύουν την αρχή του Ενός και του ενιαίου, μια μοναδική και αμετάβλητη ταυτότητα που αρνείται την πολυδιάσπαση της κοινωνίας. Προσωρινές θεραπείες για τη συναισθηματική αδυναμία της πολιτικής. Ο φιλελευθερισμός τις συνδυάζει με τον κτητικό ατομισμό και τον ανθρωπισμό. Και οι δύο έχουν χριστιανική έμπνευση. Η ανθρωπότητα χωρίζεται ανάμεσα στο πλήρες και τα «πεπτωκότα» μέρη της. Καθήκον της πολιτικής είναι να την ενώσει, να την κάνει να πετύχει την ουσία της.

Αλλά ποια είναι η ουσία της ανθρωπότητας; Στη μηδενιστική μορφή της η αέναη κυκλοφορία της ανταλλακτικής αξίας στον καπιταλισμό. Έτσι τα πάντα -εμπορεύματα, ιδέες, αξίες- γίνονται χρηματικά ισοδύναμα και τρέφουν την ασίγαστη καταναλωτική επιθυμία. Στην ανθρωπιστική εκδοχή της, ουσία της ανθρωπότητας αποτελεί ένα σύνολο «φυσικών» χαρακτηριστικών: οι ανισότητες, ο ανταγωνισμός, ο ωφελιμιστικός ορθός λόγος που συνδυάζει μέσα με (εγωιστικούς) σκοπούς. Η φιλελεύθερη φιλοσοφία μεταφράζει τα δήθεν χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης σε κανονιστικές αρχές: ελευθερία επιλογής, τυπική ισότητα, ατομικά δικαιώματα. Όπως έλεγε ο Εμίλ Ντιρκέμ, τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι η θρησκεία της νεωτερικότητας. Η ιερότητα εκνομικεύτηκε, η θεολογία έγινε ανθρωπολογία. Τι απομένει από την ετερονομία; Γιατί επιστρέφει; Κάποιες ιδέες στα επόμενα.

*Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, πρόεδρος του Ιδρύματος «Νίκος Πουλαντζάς»

πηγη: https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου