Το δικαίωμα στη φροντίδα είναι βασικό ανθρώπινο δικαίωμα και υποχρέωση του κράτους να το παρέχει δωρεάν στους πολίτες του, όπως την εκπαίδευση και τις υπηρεσίες περίθαλψης και υγείας. Ο νεοφιλελευθερισμός δοκιμάζεται στις μέρες μας από ένα πλήθος παγκόσμιων κρίσεων και δεν είναι πια μόνο οι προοδευτικοί αναλυτές που αμφισβητούν με σοβαρά επιχειρήματα τη βιωσιμότητά του. Το συνεχές των κρίσεων, κοινωνικού, οικονομικού, ενεργειακού, περιβαλλοντικού, επισιτιστικού χαρακτήρα διευρύνεται στις μέρες μας ακόμα περισσότερο από μια νέου τύπου κρίση, την αναδυόμενη κρίση φροντίδας, της φροντίδας που είναι απαραίτητο συστατικό της ανθρώπινης ευημερίας . Ο νεοφιλελευθερισμός μέσα από συγκεκριμένους μηχανισμούς κάνει τις κοινωνίες να γίνονται όλο και περισσότερο απρόθυμες στην παροχή εργασίας για τη φροντίδα των ανθρώπων που τη χρειάζονται. Οι μηχανισμοί αυτοί δεν είναι άλλοι από την απορρύθμιση της εργασίας, την εργασιακή επισφάλεια, τα εξαντλητικά ωράρια, τον περιορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων που δυσκολεύουν τη διαθεσιμότητα των εργαζομένων για παροχή φροντίδας.
Η πανδημία του COVID-19 εξάλλου μέσα από τους υψηλούς αριθμούς θανάτων στις δομές φροντίδας κυρίως των ηλικιωμένων έφερε στην επιφάνεια τα μακροχρόνια ελλείματα υποδομών, τις κακές συνθήκες εργασίας, τα υψηλά ποσοστά εναλλαγής προσωπικού και την εξάρτηση της φροντίδας των ηλικιωμένων από ιδιωτικούς κερδοσκοπικούς παρόχους. Οι ρίζες της κρίσης αυτής βρίσκονται ωστόσο στην πατριαρχική συγκρότηση των κοινωνιών που θεωρούν με το αζημίωτο ότι κατά βάση οι υπηρεσίες φροντίδας ανήκουν στις γυναίκες λόγω του φύλου τους.
Στηρίζεται και στηρίζει την ανισότιμη ανά φύλο κατανομή εργασίας ανάμεσα στην απλήρωτη και στη μισθωτή εργασία, κατανομή που υπακούει σε έναν ευρύτερο έμφυλο διαχωρισμό ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας. Ακόμα και όταν οι γυναίκες εισέρχονται μαζικά στη μισθωτή εργασία εξακολουθούν να σηκώνουν το βάρος της φροντίδας της οικογένειας γεγονός που σε συνδυασμό με τις σεξιστικές αντιλήψεις και τα έμφυλα στερεότυπα προδιαγράφει άνισα την επαγγελματική τους διαδρομή, τον ελεύθερο χρόνο τους, τη συμμετοχή τους στα κοινά και την πολιτειακή τους ιδιότητα. Πάρα πολλές μελέτες από διαφορετικές χώρες δείχνουν πόσο η έμφυλη κατανομή εργασίας ανάμεσα σε απλήρωτη και μισθωτή εργασία διαιωνίζει τις υπάρχουσες και δημιουργεί νέες βαθιές έμφυλες ανισότητες.
Οι έμφυλες αυτές διακρίσεις πολλαπλασιάζονται καθώς διασταυρώνονται με τις ταξικές, τις φυλετικές, τις εθνοτικές και εθνικές ανισότητες. Όπου οι γυναίκες της οικογένειας δεν μπορούν για εργασιακούς κυρίως λόγους να ανταποκριθούν στις υπηρεσίες φροντίδας που απαιτεί ο κοινωνικός ρόλος του φύλου τους η λύση που προσφέρεται στο πλαίσιο αυτού του συστήματος είναι η εισαγωγή φθηνού γυναικείου εργατικού δυναμικού φροντίδας, η επιτομή των πολλαπλών διασταυρούμενων ανισοτήτων. Γυναίκες με σημαντικές δεξιότητες και αξιόλογα προσόντα, γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, εκπαιδευτικοί που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν για να ζήσουν τους εαυτούς τους και την οικογένεια που μένει πίσω, κλείνονται στα σπίτια και εργάζονται όπως οι υπηρέτριες στις αρχές του προηγούμενου αιώνα: με ελάχιστα χρήματα, 24 ώρες το 24ωρο, χωρίς εργασιακά δικαιώματα και έλεγχο από τη μεριά του κράτους.
Η επαγγελματική καριέρα πολλών γυναικών υψηλού κοινωνικο-οικονομικού στάτους στον αναπτυγμένο κόσμο έγινε δυνατή χάρις στη χαμηλού κόστους εργασία των μεταναστριών γυναικών που προέρχονταν από χαμηλά κοινωνικο οικονομικά στρώματα. Η κρίση στις υπηρεσίες φροντίδας στον αναπτυγμένο κόσμο κρύφθηκε κάτω από την εκμετάλλευση των μεταναστριών που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις οικογένειές τους για να τις ζήσουν. Δεν μπορεί ωστόσο να αγνοηθεί άλλο.
Οι απλήρωτες ή κακοπληρωμένες υπηρεσίες φροντίδας δεν είναι απεριόριστες. Και το κυριότερο η αυξανόμενη συνειδητοποίηση της σύνδεσης της ανάπτυξης και του σχεδίου που θα την υπηρετήσει με την περιβαλλοντική κρίση, την αύξηση της φτώχειας και τις έμφυλες διακρίσεις, ο στόχος μιας βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης με έμφαση στις κοινωνικές όψεις της βιωσιμότητας δημιούργησε τα κανάλια για να ακουστούν και οι φωνές των γυναικών. Αν μελετήσεις κανείς το καταστατικό κείμενο του ΟΗΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη (2015) θα διαπιστώσει πόσο η ισότητα των φύλων (στόχος 5) συνιστά όχι μόνον κάθετη στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη αλλά διαπερνά οριζόντια και τους 17 στόχους για μια βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη που δεν θα αφήνει κανένα και καμιά πίσω και που θα στηρίζει δίκαιες, συμπεριληπτικές και ειρηνικές κοινωνίες που προστατεύουν τον πλανήτη και νοιάζονται για τους φυσικούς πόρους.
Γιατί, πως για παράδειγμα να στοχεύσεις στην εξάλειψη της φτώχειας (στόχος 1) αν δεν λάβεις υπόψη σου ότι και η φτώχεια εκτός από ταξικό και πολιτισμικό έχει και έμφυλο πρόσημο, ότι είναι πολύ περισσότερο οι γυναίκες από ότι οι άντρες που ζουν σε κατάσταση ακραίας φτώχειας και ότι συνολικά ο γυναικείος πληθυσμός είναι πολύ περισσότερο ευάλωτος να περάσει το κατώφλι της φτώχειας; Και πως να σχεδιάσεις πολιτικές για την εξάλειψη της φτώχειας και της πείνας (στόχος 2) αν δεν συνδέσεις τη φτώχεια των ανθρώπων (α)με τις άνισες ευκαιρίες πρόσβασης και ελέγχου των οικονομικών πόρων που είναι κατεξοχήν γυναικεία υπόθεση, (β) με τις θεσμικές ρυθμίσεις που περιορίζουν τις γυναίκες στην απόκτηση εκείνων των εισοδημάτων που θα τους επέτρεπαν την έξοδο από τη φτώχεια και (γ) πως ακόμα και αν οι θεσμικές αυτές ρυθμίσεις μεταβάλλονται σε προοδευτική κατεύθυνση επεμβαίνουν τα άτυπα εμπόδια για να αποκαταστήσουν την έμφυλη ιεραρχία και να κρατήσουν τις γυναίκες στη φτώχεια: ο κατά φύλα διαχωρισμός εργασίας, η συγκέντρωση των γυναικών στις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις, οι γυάλινες οροφές, η ανισότητα αμοιβών και κυρίως οι κοινωνικοί κανόνες και η δυσαναλογία στο μοίρασμα της απλήρωτης εργασίας για τη φροντίδα της οικογένειας ανάμεσα στους άντρες και στις γυναίκες.
Πως να πετύχεις με ορίζοντα το 2030 καλή υγεία για όλους χωρίς να σχεδιάσεις πολιτικές που λαμβάνουν υπόψη τους ότι η υγεία και η ευημερία των γυναικών και των κοριτσιών, αν δεν κινδυνέψει τελικά από την ενδοοικογενειακή, ενδοσυντροφική και γενική την έμφυλη βία, υπόκειται σε κοινωνικούς παράγοντες που εμποδίζουν συχνά την πρόσβασή τους στις υπηρεσίες ιατρικής φροντίδας. Οι αριθμοί δείχνουν ότι το 2015, 303.000 γυναίκες έχασαν τη ζωή τους σε συνθήκες εγκυμοσύνης και πως σημειώνονται 216 θάνατοι γυναικών και κοριτσιών στη γέννα για κάθε 100.000 γεννήσεις. Πως είναι δυνατόν η επίτευξη του στόχου της καλής υγείας για όλους να παραβλέπει την παραπάνω πραγματικότητα και να μην συνδέει το αγαθό της υγείας για παράδειγμα με την πρόληψη και την ενημέρωση των νέων, την αντισύλληψη, τις ασφαλείς και ελεύθερες εκτρώσεις ή τη φροντίδα των εγκύων και τη διασφάλιση των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων; Η αναγνώριση του δικαιώματος όλων των πολιτών στην υγεία χρειάζεται την έμφυλη αναφορά για να είναι δίκαιη. Είναι διαφορετικά μονομερής και άδικη.
Η Μωβ Οικονομία έρχεται να φωτίσει αυτές τις πραγματικότητες και συνιστά μια νέα οικονομική οπτική που αναγνωρίζει τη σημασία της εργασίας στο τομέα της φροντίδας που στοχεύει στην ενίσχυση και την αυτονομία των γυναικών, στην ευημερία των κοινωνιών και στη βιωσιμότητα τους. Πήρε το όνομά της από το χρώμα που υιοθέτησαν πολλά σύγχρονα φεμινιστικά κινήματα και ακούει και στο όνομα της οικονομίας της φροντίδας Όπως η Πράσινη Οικονομία αναγνωρίζει ότι εξαρτώμεθα από τους φυσικούς πόρους της γης και ως εκ τούτου οφείλουμε να δημιουργήσουμε ένα οικονομικό σύστημα που σέβεται την ακεραιότητα των οικοσυστημάτων, έτσι και η Μωβ Οικονομία αναγνωρίζει ότι εξαρτώμεθα από τις υπηρεσίες φροντίδας ως απαραίτητο συστατικό της ανθρώπινης ευημερίας και οφείλουμε συνεπώς να δημιουργήσουμε ένα οικονομικό σύστημα που αναγνωρίζει την αξία της εργασίας στις υπηρεσίες φροντίδας και επιτρέπει την παροχή τους με βιώσιμο τρόπο χωρίς μηχανισμούς αναπαραγωγής ανισοτήτων φύλου, τάξης και φυλής. Όπως η Πράσινη Οικονομία καλεί για την αναδιάταξη των προτεραιοτήτων θέτοντας την επιβίωση του πλανήτη στο επίκεντρο των πολιτικών που πρέπει να υιοθετηθούν έτσι και η Μωβ Οικονομία καλεί στην αναδιάταξη των προτεραιοτήτων που θέτει την επιβίωση των ανθρώπων στο επίκεντρο. Η Πράσινη Οικονομία χρειάζεται την αναδιοργάνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης σε αρμονία με το βηματισμό της ανανέωσης των φυσικών πόρων. Η Μωβ Οικονομία χρειάζεται την αναδιοργάνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης σε αρμονία με ένα δίκαιο και βιώσιμο σύστημα αναπαραγωγής των ανθρώπινων όντων.
Η εργασία στον τομέα της φροντίδας αποτελείται από δυο αλληλοκαλυπτόμενες δραστηριότητες και υπάγεται σε δυο καθεστώτα: είναι απλήρωτη και μισθωτή. Η απλήρωτη εργασία που είναι παγκοσμίως η κυριότερη εκδοχή, είναι αυτή που προσφέρεται στο πλαίσιο της οικογένειας, των συγγενικών ή και φιλικών σχέσεων στην συντριπτική πλειοψηφία από γυναίκες και κορίτσια και περιλαμβάνει είτε άμεσες υπηρεσίες φροντίδας στα παιδιά, στους άντρες, στους ηλικιωμένους, στους ανήμπορους, στους άρρωστους, στα άτομα με αναπηρία είτε έμμεσες όπως τη φροντίδα του σπιτιού, το φαγητό και τη λειτουργία της οικογένειας. Η μισθωτή εργασία φροντίδας περιλαμβάνει ένα πλήθος έμμισθων δραστηριοτήτων από φροντιστές /στριες που εργάζονται είτε εντός σπιτιού είτε σε εξωτερικές δομές φροντίδας και είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία επίσης γυναίκες που εργάζονται σε κακές συνθήκες εργασίας.
Η πανδημία του COVID-19 επιβάρυνε σε μεγάλο ποσοστό την απλήρωτη εργασία με πολύ σοβαρές επιπτώσεις στη ψυχική υγεία και την ευημερία των γυναικών και των κοριτσιών χωρίς καμία κοινωνική αναγνώριση. Η κοινωνική αναγνώριση στράφηκε μόνον στη μισθωτή εργασία φροντίδας κυρίως του τομέα της υγείας
Οι μωβ προτάσεις που έχουν κατατεθεί είναι σημαντικές και εξαρτώνται από τον συνολικό ορίζοντα τους. Πάντως σε καμία περίπτωση δεν αφορούν επιδοτήσεις στις γυναίκες ώστε να συνεχίσουν να εναρμονίζονται με το φυσικό τους ρόλο και να παρέχουν απλήρωτες υπηρεσίες φροντίδας. Ούτε για να γεννούν παιδιά σε ένα πλανήτη που κινδυνεύει επίσης δημογραφικά. Η γέννηση ενός παιδιού είναι επιλογή και όχι υποχρέωση και απαιτεί άλλου τύπου πολιτικές επιλογές που δεν είναι στους στόχους αυτού του κειμένου. Οι μωβ προτάσεις στοχεύουν σε αλλαγή παραδείγματος στην οικονομική σκέψη και τις αντίστοιχες πολιτικές. Εννοούνται εδώ μια σειρά από παραδοχές:
- ότι η φροντίδα δεν είναι εμπόρευμα, προσωπική επιλογή ή οικογενειακή υποχρέωση αλλά δημόσιο αγαθό που αποφέρει κοινωνικά οφέλη που υπερβαίνουν κατά πολύ τον αποδέκτη της φροντίδας
- ότι οι κοινωνίες οφείλουν να απαλλάξουν τις γυναίκες από την απλήρωτη ή χαμηλά αμειβόμενη εργασία στο τομέα της φροντίδας και ότι αναλαμβάνουν τον τομέα αυτό και το κόστος που προκύπτει από τις αντίστοιχες υπηρεσίες
- ότι οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στις υπηρεσίες φροντίδας απολαμβάνουν ίσες αμοιβές με την αξία που προκύπτει από την αναγνώριση της κοινωνικής σημασίας της εργασίας τους και όχι από τις νόρμες που απορρέουν από την οικονομία της αγοράς.
Και σε συνέργεια με τις κοινωνικές και αλληλέγγυες οικονομίες (Social και Solidarity Economies) προτείνονται:
1. Ποιοτικές δομές φροντίδας για τα παιδιά, τους ηλικιωμένους, τους ανήμπορους και τα άτομα με αναπηρία. Οι δομές αυτές αναμένεται να ενισχύσουν τη βιωσιμότητα της αναπαραγωγής με ισότιμο τρόπο. Αναμένεται επίσης να δημιουργήσουν νέες μωβ θέσεις εργασίας , φιλικές προς το περιβάλλον και την ευημερία των πολιτών, θέσεων εργασίας που απευθύνονται μάλιστα με προνομιακό τρόπο σε προσωπικό που βρίσκεται στο περιθώριο της αγοράς εργασίας
2. Ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που να επιτρέπουν την εξισορρόπηση της μισθωτής εργασίας με την απλήρωτη εργασία στο σπίτι και για τα δυο φύλα. Οι ρυθμίσεις αυτές οφείλουν να περιλαμβάνουν το ωράριο εργασίας, το δικαίωμα ευελιξίας στις συνθήκες εργασίας για την αντιμετώπιση των αναγκών οικιακής φροντίδας και πρακτικές για την εξάλειψη των διακρίσεων και την ισόρροπη συμμετοχή ανδρών και γυναικών στις παραπάνω ρυθμίσεις. Στόχος των ρυθμίσεων είναι ο μετασχηματισμός των νοικοκυριών από τη δομή του νοικοκυριού του άντρα κουβαλητή και της γυναίκας εργαζόμενης-νοικοκυράς με διπλό ωράριο σε νοικοκυριά διπλής εργασίας και φροντίδας. Οι εμπειρίες της Σουηδίας για παράδειγμα δείχνουν ότι μετατρέποντας την άδεια μητρότητας σε γονεϊκή άδεια και για τους δυο γονείς μη μεταβιβάσιμη μεταξύ τους και πλήρως αμειβόμενη ήταν μια πετυχημένη στρατηγική για την εξισορρόπηση της απλήρωτης οικιακής φροντίδας ανάμεσα στα φύλα. Αντίθετα ρυθμίσεις part time για τις γυναίκες με στόχο την εξισορρόπηση προσωπικής και επαγγελματικής ζωής είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω περιθωριοποίηση των γυναικών στην αγορά εργασίας. Οι ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας οφείλουν συνεπώς να διέπονται από τη διπλή στρατηγική της συμφιλίωσης προσωπικής και επαγγελματικής ζωής και την εξάλειψη των έμφυλων διακρίσεων.
3. Δημόσιες πολιτικές με ειδική απεύθυνση την ύπαιθρο όπου η απλήρωτη εργασία της φροντίδας συνεπάγεται ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που εξαρτώνται από τους φυσικούς πόρους. Εδώ η μωβ οικονομία προσανατολίζει τις δομές φροντίδας στο πλαίσιο πράσινων επενδύσεων που στηρίζονται στην τεχνογνωσία των τοπικών οικοσυστημάτων από την πλευρά των γυναικών.
4. Ρύθμιση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος με γνώμονα τη φύση και την ανατροφή ως βασικούς στόχους μακροοικονομικής πολιτικής. Η δημοσιονομική λιτότητα για παράδειγμα συνοδεύτηκε από μειώσεις σε κοινωνικές παροχές οι οποίες με τη σειρά τους μετέφεραν το κόστος της φροντίδας στη γυναικεία απλήρωτη εργασία και ενίσχυσαν την κρίση φροντίδας που χαρακτηρίζει το παρόν αναπτυξιακό υπόδειγμα. Οι γυναίκες όλο και περισσότερο εισέρχονται δυναμικά στην αγορά εργασίας διεκδικώντας ίσες ευκαιρίες στην απασχόληση και επαγγελματική εξέλιξη, αδυνατώντας εκ των πραγμάτων να εξακολουθήσουν να παρέχουν τις υπηρεσίες φροντίδας που παρείχαν ως νοκοκυρές.
Υπάρχουν εννοιολογικές μεθοδολογικές και πολιτικές αντιστάσεις για την ένταξη της Μωβ Οικονομίας ακόμα και σε προοδευτικές προτάσεις για την αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος. Η Πράσινη Οικονομία συνδιαλέγεται πια μαζί τους, σε ένα βαθμό τουλάχιστον. Η Μωβ Οικονομία έχει ακόμα δύσβατο δρόμο να διαβεί προκειμένου να συνδεθεί η αλληλεξάρτηση της ανθρώπινης ύπαρξης με την ανάγκη της για φροντίδα όχι μόνον στην Τρίτη ηλικία αλλά σε κάποιες φάσεις της ζωής και να γίνει αποδεκτό ότι η ανάγκη αυτή είναι βασικό ανθρώπινο δικαίωμα και υποχρέωση της πολιτείας. Η αριστερή οικονομική σκέψη οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι η ανάληψη του κόστους των υπηρεσιών φροντίδας είναι επένδυση και όχι κατανάλωση πόρων και ότι χωρίς αυτή την παράμετρο η ανάπτυξη δεν είναι ούτε βιώσιμη ούτε δίκαιη.
Η Μαρία Ρεπούση είναι ιστορικός, καθηγήτρια ΠΤΔΕ ΑΠΘ, μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία
πηγη: https://www.avgi.gr