Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 23 Ιούν 2021
Elaine Pagels: Η Κοινωνική Ιστορία του Σατανά
Κλίκ για μεγέθυνση







Δημοσιεύθηκε την 23 Ιουνίου, 2021

Απόσπασμα από το βιβλίο The Origin of Satan (Vintage Books, 1995). Η Elaine Pagels είναι καθηγήτρια θεολογίας στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

*Στην μετάφραση του κειμένου όπου χρησιμοποιείται η λέξη σατανάς αναφέρεται στο ρόλο και όπου η λέξη Σατανάς στην οντότητα.






Από την Εβραϊκή Βίβλο ως τα Ευαγγέλια

Η σύγκρουση μεταξύ των οπαδών του Ιησού και των άλλων Εβραίων δεν είναι, φυσικά, η πρώτη σεχταριστική κίνηση που διαίρεσε τον εβραϊκό κόσμο, ένα κόσμο τη πρώιμη ιστορία του οποίου γνωρίζουμε από την Εβραϊκή Βίβλο, μια συλλογή από επιτακτικούς νόμους, προφήτες, ψαλμούς, και άλλα γραπτά συγκεντρωμένα  αιώνες πρώτου τα τέσσερα ευαγγέλια και άλλα χριστιανικά κείμενα συγκεντρωθούν στη Καινή Διαθήκη. Το ποιος συνέταξε αυτή τη συλλογή δεν το γνωρίζουμε, αλλά μπορούμε να αντιληφθούμε από τα περιεχόμενα της πως συντάχθηκε για να αποτελέσει την θρησκευτική ιστορία  του εβραϊκού λαού, και έτσι να δημιουργήσει την βάση για μια ενωμένη κοινωνία.

Από την Εβραϊκή Βίβλο αποκλείστηκαν τα γραπτά των Εβραίων σεχταριστών, προφανώς επειδή οι συγγραφείς αυτοί, έτειναν να ταυτίζονται με την μία ομάδα Εβραίων εναντίον κάποιας άλλης, παρά με το Ισραήλ (ΣτΜ: όπου η λέξη Ισραήλ στο κείμενο με την βιβλική έννοια του λαού ή του αρχαίου βασιλείου) ως σύνολο. Οι χριστιανοί αργότερα κατέληξαν να αποκαλούν τα κείμενα τέτοιων αντιφρονούντων σε σχέση με την κύρια ομάδα ως τα απόκρυφα ή ψευδεπίγραφα.

Τα γραπτά που συγκεντρώθηκαν για να αποτελέσουν την Εβραϊκή Βίβλο ενθαρρύνουν την ταύτιση με το ίδιο το Ισραήλ. Σύμφωνα με την ιδρυτική ιστορία που αναφέρεται στην Γένεση 12, το Ισραήλ απέκτησε την ταυτότητα του μέσα από την επιλογή, όταν «ο Κύριος» ξαφνικά εμφανίστηκε στον Αβραάμ, διατάζοντας τον να εγκαταλείψει το σπίτι του, την οικογένεια του, και τους προγονικούς θεούς του, και του υποσχέθηκε, σε αντάλλαγμα την αποκλειστική πίστη, μια νέα εθνική κληρονομιά, με μια νέα ταυτότητα:

«Θα σου προσφέρω ένα σπουδαίο έθνος, και θα κάνω το όνομά σου μεγάλο… και όποιος σε ευλογεί θα ευλογώ· και όποιος σε καταριέται θα καταριέμαι»

Έτσι όταν ο θεός υπόσχεται να κάνει τον Αβραάμ το πατέρα ενός νέου, μεγάλου, και ευλογημένου έθνους, ταυτόχρονα ορίζει και δημιουργεί τους εχθρούς του ως κατώτερους και δυνητικά καταραμένους.

Από την αρχή έτσι, η ισραηλίτικη παράδοση ορίζει το «εμείς» με εθνικούς, πολιτικούς και θρησκευτικούς όρους ως «το λαού του Ισραήλ», ή «το λαό του Θεού», έναντι «εκείνων» – τα (άλλα) έθνη (στα Εβραϊκά, ha goyim), τους ξένους εχθρούς του Ισραήλ, συχνά χαρακτηριζόμενους ως κατώτερους, ηθικά διεστραμμένους, ακόμη και πιθανά καταραμένους. Στην Γένεση 16:12, ένας άγγελος προβλέπει πως ο Ισμαήλ, αν και γιος του Αβραάμ, ο προπάτορας των αραβικών λαών,  θα ήταν «αγροίκος, με τη γροθιά του εναντίον όλων και τις γροθιές όλων εναντίον του· και θα ζει σε αντιπαλότητα με την οικογένεια του». Η ιστορία αφήνει να εννοηθεί πως και οι απόγονοι του, επίσης, είναι εχθρικοί, όχι καλύτεροι από ζώα. Η Γένεση 19:37-38 προσθέτει πως οι Μωαβίτες και οι Αμονίτες κατάγονται από τις κόρες του Λώτ, που σημαίνει πως είναι ο παράνομος καρπός μιας μεθυσμένης και αιμομικτικής ένωσης. Ο λαός των Σοδόμων, αν και είναι σύμμαχοι του Αβραάμ, όχι εχθροί του, λέγεται πως είναι εγκληματικά έκφυλοι, «μικροί και μεγάλοι, μέχρι τον τελευταίο» συλλογικά ένοχοι για απόπειρα ομοφυλοφιλικού βιασμού μιας ομάδας αγγέλων, που θεωρήθηκαν από τους ανθρώπους της πόλης ως ανυπεράσπιστοι Εβραίοι ταξιδιώτες. Οι μαρτυρίες αυτές δεν εξιδανικεύουν τον Αβραάμ ή τους απογόνους του – στην πραγματικότητα, ο βιβλικός αφηγητής λέει δύο φορές πως τα ιδιοτελή ψέματα του Αβραάμ και του Ισαάκ έβαλαν σε κίνδυνο τους συμμάχους τους. Ωστόσο, ο Θεός εξασφαλίζει πως όλα θα πάνε καλά για τους Ισραηλίτες και άσχημα για τους εχθρούς τους.

Η δεύτερη σημαντική ιδρυτική ιστορία είναι εκείνη του Μωυσή και της Εξόδου, που επίσης βάζει απέναντι το «εμείς» )δηλαδή το «Ισραήλ») με «εκείνους (δηλαδή , «τα έθνη») καθώς ο Μωυσής προσπαθεί να πείσει το Φαραώ να αφήσει τους Εβραίους να φύγουν από την Αίγυπτο. Όμως ο αφηγητής επιμένει πως είναι ο ίδιος ο Θεός που σταδιακά σκληραίνει την καρδιά του Φαραώ, εκτός και αν υποχωρήσει και απαλλάξει το Μωυσή και του λαού του από το μαρτύριο του -και γιατί; Ο Θεός, μιλώντας μέσω του Μωυσή, απειλεί τον Φαραώ με καταστροφική σφαγή  και καταλήγει διακηρύσσοντας, «αλλά ενάντια των Ισραηλιτών, ούτε σκύλος δε θα γρυλίσει – έτσι ώστε να καταλάβεις πως ο Κύριος κάνει διάκριση μεταξύ των Αιγυπτίων και του Ισραήλ».

Πολλοί ανθρωπολόγοι έχουν τονίσει πως η κοσμοθεωρία των περισσότερων λαών αποτελείται ουσιαστικά από ζεύγη δίπολων αντίθετων: ανθρώπινο/μη ανθρώπινο και εμείς/εκείνοι. Πέρα από την ανθρωπολογία, ξέρουμε από την εμπειρία μας πως οι άνθρωποι απανθρωποιούν τους εχθρούς, ιδιαίτερα σε περιόδους πολέμου.

Έτσι το ότι οι παραδόσεις του Ισραήλ υποτιμούν τα έθνη δεν αποτελεί έκπληξη. Αυτό που αποτελεί έκπληξη είναι πως υπάρχουν εξαιρέσεις. Η εβραϊκή παράδοση μερικές φορές αποκαλύπτει μια αίσθηση οικουμενισμού εκεί που κανείς δεν την περιμένει. Ακόμη και η επιλογή του Αβραάμ και των απογόνων του περιλαμβάνει την υπόσχεση μιας ευλογίας που μέσα από αυτούς θα επεκταθεί σε όλους τους ανθρώπους, γιατί αυτό το διάσημο απόσπασμα  καταλήγει με τις λέξεις, «σε εσένα όλες οι οικογένειες της γης θα ευλογηθούν». Επιπλέον, όταν ένας ξένος εμφανίζεται μόνος, οι Ισραηλίτες συνήθως του προσφέρουν προστασία, ακριβώς επειδή ταυτίζονται με τον μοναχικό και ανυπεράσπιστο ξένο. Ο βιβλικός νόμος ταυτίζεται με τον μοναχικό ξένο: «Δεν θα βλάψεις ή θα καταπιέσεις ξένο· γιατί εσείς ήσασταν ξένοι στη γη της Αιγύπτου». Ένα από τα πρώτα δόγματα του Ισραήλ θυμίζει πως οπ ίδιος ο Αβραάμ, υπακούοντας την εντολή του Θεού, έγινε μοναχικός ξένος: «Ένας περιπλανώμενος Αραμαίος ήταν ο πατέρας μου…». Ο Μωυσής επίσης, ήταν η πεμπτουσία του ξένου, έχοντας υιοθετηθεί ως βρέφος από την κόρη του Φαραώ. Αν και Εβραίος ανατράφηκε ως Αιγύπτιος· η οικογένεια του μελλοντικού πεθερού του, στην πραγματικότητα, τον πέρασε για Αιγύπτιο όταν τον συνάντησαν για πρώτη φορά. Ονόμασε ακόμη τον πρώτο του γιο, Γκερσόμ («περιπλανώμενος εκεί»), λέγοντας, «Ήμουν περιπλανώμενος σε ξένη γη».

Παρόλα αυτά, οι Ισραηλίτες συχνά είναι εχθρικοί ως προς τα έθνη. Ο προφήτης Ησαΐας, γράφοντας σε περίοδο πολέμου, προβλέπει πως ο Κύριος θα διώξει τα έθνη μακριά «σαν ακρίδες» μπροστά στους ισραηλίτικους στρατούς. Αυτή η εχθρότητα προς τον ξένο εχθρό μοιάζει να έχει κυριαρχήσει πρακτικά δίχως αμφισβήτηση για όσο η αυτοκρατορία του Ισραήλ επεκτείνονταν και οι Ισραηλίτες κέρδιζαν τους πολέμους τους εναντίον των εθνών. Οι Ψαλμοί 18 και 41, που αποδίδονται στον βασιλιά Δαβίδ, δημιουργό της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας του Ισραήλ, δηλώνει, «Ο Θεός μου πρόσφερε εκδίκηση και υπέταξε τα έθνη μπροστά μου», και «Με αυτό γνωρίζω πως ο θεός είναι ικανοποιημένος μαζί μου – στο ότι ο εχθρός μου δεν θριάμβευσε εναντίον μου».

Όμως σε συγκεκριμένες στιγμές στην ιστορία του Ισραήλ, ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσης, πολέμου, και κινδύνου, μια θορυβώδης μειονότητα μιλούσε, όχι εναντίον των ξένων φυλών και των ξένων στρατών που επέδραμαν κατά του Ισραήλ, αλλά για να αποδώσουν τα δεινά του Ισραήλ σε μέλη του δικού τους λαού. Αυτοί οι κριτές, μερικές φορές κατηγορούσαν το Ισραήλ συνολικά, και κάποιες φορές κατηγορούσαν συγκεκριμένους κυβερνήτες, λέγοντας πως η ανυπακοή του Ισραήλ προς το Θεό είχε προκαλέσει την θεία τιμωρία.

Η πλευρά που απαιτούσε για συμμαχία του Ισραήλ «μόνο με το Θεό», που περιλάμβανε προφήτες όπως ο Άμος (περ. 750ΠΚΕ), τον Ησαΐα (περ. 730ΠΚΕ), και τον Ιερεμία (περ. 600ΠΚΕ), κατηγορούσαν εκείνους τους Ισραηλίτες που υιοθετούσαν ξένες συνήθειες, ιδιαίτερα την λατρεία ξένων θεών. Αυτοί οι προφήτες μαζί με τους υποστηρικτές τους, πίστευαν το Ισραήλ ως ένα πραγματικά ξεχωριστό λαό, «ιερό για το Θεό». Οι πιο ριζοσπάστες προφήτες αποκήρυτταν εκείνους τους Ισραηλίτες που έτειναν προς την ενσωμάτωση σα να ήταν το ίδιο κακοί με τα έθνη· μόνο ένα υπόλειμμα, έλεγαν, παρέμενε πιστό στο Θεό.

Κάποιοι από αυτούς τους προφήτες, επίσης είχαν επικαλεστεί τα τέρατα της μυθολογίας των Καναανιτών για να συμβολίσουν τους εχθρούς του Ισραήλ. Ύστερο υλικό (6ου αιώνα) που τώρα περιλαμβάνεται στο πρώτο μέρος του βιβλίου του προφήτη Ησαΐα τονίζει πως «ο Θεός έρχεται για να τιμωρήσει τους κατοίκους της γης· και η γη θα καταπιεί το αίμα που θα χυθεί πάνω της,  και δεν θα κρύβει πια τους σφαγμένους». Ο ίδιος συγγραφέας συνεχίζει, εμφανώς με μεταφορική εικονογραφία, να ειδοποιήσει πως «εκείνη την ημέρα, ο Κύριος με το μεγάλη του δύναμη θα τιμωρήσει τον Λεβιάθαν, το ερπετό, και θα σφάξει το δράκο που είναι στην θάλασσα». Ο συγγραφέας του δεύτερου μέρους του Ησαΐα επίσης υμνεί το θρίαμβο του Θεού εναντίον των παραδοσιακών μυθολογικών μορφών – πάνω στη Ραχάμπ, «το δράκο», και «τη θάλασσα» – καθώς προβλέπει τον επικείμενο θρίαμβο του Θεού πάνω στους εχθρούς του Ισραήλ. Έτσι, όπως παρατηρεί ο ερευνητής της βίβλου Jon Levenson, «οι εχθροί παύουν να είναι απλά γήινες δυνάμεις… και γίνονται, αντίθετα ή επιπλέον, κοσμικές δυνάμεις του μέγιστου κακού.

Ορισμένοι συγγραφείς του 6ου αιώνα ΠΚΕ πήγαν ένα τολμηρό βήμα παραπέρα. Χρησιμοποίησαν μυθολογική εικονογραφία για να χαρακτηρίζουν τον αγώνα τους εναντίον κάποιων ομοεθνών τους Ισραηλιτών. Όταν όμως οι Ισραηλίτες συγγραφείς επέκριναν τους ομοεθνείς τους Εβραίους με μυθολογικούς όρους, οι εικόνες που επέλεγαν δεν ήταν συνήθως οι ζωομορφικές ή κτηνώδεις που συνήθως πρόβαλλαν στους ξένους εχθρούς της. αντί της Ραχάμπ, του Λεβιάθαν, ή «του δράκου», συνήθως ταύτιζαν τους Εβραίους εχθρούς τους με ένα ένδοξο, αν και δόλιο, μέλος της ουράνιας αυλής τον οποίο αποκαλούσαν σατανά. Ο σατανάς δεν είναι ζώο ή τέρας αλλά ένας από τους αγγέλους του Θεού, ένα ον ανώτερης νοημοσύνης και θέσης· προφανώς οι Ισραηλίτες έβλεπαν τους εσωτερικούς τους εχθρούς όχι ως κτήνη ή τέρατα αλλά ως υπερφυσικά όντα των οποίων τα ανώτερα γνωρίσματα και θέση τους μέσα στην ομάδα θα τους έκανε πολύ πιο επικίνδυνους από το ξένο εχθρό.

Στην Εβραϊκή Βίβλο, όπως και στον καθιερωμένο Ιουδαϊσμό σήμερα, ο Σατανάς ποτέ δεν εμφανίζεται όπως έχει διαδοθεί στον Δυτικό Χριστιανισμό, ως ο αρχηγός μιας «διαβολικής αυτοκρατορίας», ενός στρατού εχθρικών πνευμάτων που κάνουν πόλεμο σε Θεό και ανθρώπους. Καθώς εμφανίστηκε αρχικά στην Εβραϊκή Βίβλο, ο Σατανάς δεν είναι αναγκαία κακός, πολύ λιγότερο αντίπαλος του Θεού. Το αντίθετο, εμφανίζεται στο βιβλίο των Αριθμών και στον Ιώβ ως ένας από τους πιστούς υπηρέτες του Θεού – ένας αγγελιοφόρος, ή άγγελος, μια λέξη που μεταφράζεται από τον εβραϊκό όρο για τον αγγελιοφόρο στα ελληνικά. Στα εβραϊκά, οι άγγελοι αποκαλούνταν συνήθως «υιοί του Θεού», και απεικονίζονταν ως η ιεραρχική βαθμίδα ενός μεγάλου στρατού, ή το προσωπικό μιας βασιλικής αυλής.

Στις βιβλικές πηγές ο εβραϊκός όρος σατανάς περιγράφει έναν αντιπαραθετικό ρόλο. Αν και οι Εβραίοι αφηγητές ήδη από τον 6ο αιώνα ΠΚΕ περιστασιακά παρουσίαζαν έναν υπερφυσικό χαρακτήρα που αποκαλούσαν σατανά, αυτό που εννοούσαν ήταν οποιοσδήποτε από τους αγγέλους που στάλθηκε από το Θεό για τον ειδικό σκοπό του σταματήματος ή παρεμπόδισης της ανθρώπινης δραστηριότητα. Η ρίζα śṭn σημαίνει «εκείνος που αντιστέκεται, εμποδίζει, ή δρα σαν αντίπαλος». (Ο ελληνικός όρος διάβολος κυριολεκτικά σημαίνει «εκείνος που ρίχνει κάτι στο μονοπάτι κάποιου»).

Η παρουσία του σατανά σε μια ιστορία μπορούσε να βοηθήσει στην δικαιολόγηση απρόβλεπτων εμποδίων ή ανατροπών της τύχης. Οι Εβραίοι αφηγητές συχνά αποδίδουν τις κακοτυχίες στην ανθρώπινη αμαρτία. Κάποιοι, ωστόσο, επίσης επικαλούνται και αυτόν τον υπερφυσικό χαρακτήρα, το σατανά, που, με εντολή του ίδιου του Θεού ή με την άδεια του, εμποδίζει ή αντιστέκεται στα ανθρώπινα σχέδια και επιθυμίες. Αλλά ο αγγελιοφόρος αυτός δεν είναι απαραίτητα κακόβουλος. Ο Θεός τον στέλνει, όπως τον άγγελο του θανάτου, να εκτελέσει ένα συγκεκριμένο έργο, αν και τέτοιο που να μην το εκτιμήσουν τα ανθρώπινα όντα· όπως ο ερευνητής φιλολογίας Neil Forsyth λέει για τον σατανά, «αν το μονοπάτι είναι κακό, ένα εμπόδιο είναι καλό». Έτσι ο σατανάς μπορεί απλά να έχει σταλεί να προστατέψει τους ανθρώπους από χειρότερα κακά. Η ιστορία του Βαλαάμ στο βιβλικό βιβλίο των αριθμών, για παράδειγμα, μιλά για έναν άνθρωπο που αποφάσισε να πάει εκεί που ο Θεός τον διέταξε να μην πάει. Ο Βαλαάμ σέλωσε το γαϊδούρι του και ξεκίνησε, «ο θυμός του Θεού φούντωσε επειδή πήγε· και ο άγγελος του Κυρίου πήρε τη θέση του στο δρόμο ως ο σατανάς του» – δηλαδή, ως ο αντίπαλος του, ή το εμπόδιο του. Αυτός ο υπερφυσικός αγγελιοφόρος παρέμεινε αόρατος στον Βαλαάμ, αλλά όπως η γαϊδούρα τον έβλεπε έμεινε ακίνητη:

«Και η γαϊδούρα είδε τον άγγελο του Κυρίου να στέκεται στο δρόμο, με τραβηγμένο ξίφος στο χέρι· και η γαϊδούρα έστριψε έξω από το δρόμο, και πήγε στα χωράφια· και ο Βαλαάμ χτύπησε την γαϊδούρα , για να την γυρίσει στο δρόμο. Τότε ο άγγελος  του Κυρίου στάθηκε σε ένα στενό μονοπάτι ανάμεσα στα αμπέλια με τοίχο σε κάθε πλευρά. Και όταν η γαϊδούρα είδε τον άγγελο του Κυρίου ξανά, στάθηκε στον τοίχο, έτσι την χτύπησε ξανά.

Την τρίτη φορά που η γαϊδούρα είδε τον άγγελο που έμπαινε στη μέση, σταμάτησε και ξάπλωσε κάτω από τον Βαλαάμ, «και ο θυμός του Βαλαάμ φούντωσε, και χτύπησε την γαϊδούρα με το ραβδί του». Τότε, η ιστορία συνεχίζει,

«ο κύριος άνοιξε το στόμα της γαϊδούρας, και είπε στον Βαλαάμ, ‘Τι σου έκανα, για να με χτυπήσεις τρεις φορές;’ Και ο Βαλαάμ είπε στη γαϊδούρα, ‘Επειδή με κορόιδεψες. Εύχομαι να είχα σπαθί στο χέρι μου, γιατί έτσι θα σε σκότωνα’. Και η γαϊδούρα είπε στον Βαλαάμ, ‘Δεν είμαι η γαϊδούρα σου, που ανέβαινες πάνω της σε όλη σου τη ζωή μέχρι σήμερα; Έκανα ποτέ κάτι τέτοιο σε εσένα;’ Και είπε, ‘Όχι’».

Τότε «ο Κύριος άνοιξε τα μάτια του Βαλαάμ, και είδε τον άγγελο του Κυρίου να στέκεται στο δρόμο, με το τραβηγμένο σπαθί του στο χέρι, και έσκυψε το κεφάλι του, και έπεσε στο πρόσωπο του». Τότε ο σατανάς επιπλήττει τον Βαλαάμ, και μιλά για τον αφέντη του, τον Κύριο:

«Γιατί χτύπησες την γαϊδούρα σου τρεις φορές; Δες, ήρθα εδώ για να σε εμποδίσω, επειδή ο τρόπος σου είναι κακός στα μάτια μου· και η γαϊδούρα με είδε… αν δεν είχε στραφεί μακριά από εμένα, θα σε είχα σίγουρα σκοτώσει εκείνη τη στιγμή, και θα την άφηνα να ζήσει».

Συμμορφωμένος από αυτή την τρομακτική εικόνα, ο Βαλαάμ συμφωνεί να κάνει αυτό που ο Θεός, μιλώντας μέσω του σατανά του, διατάζει.

Το βιβλίο του Ιώβ, επίσης, περιγράφει το σατανά ως ένα υπερφυσικό αγγελιοφόρο, μέλος της βασιλικής αυλής του Θεού. Ενώ όμως ο σατανάς του Βαλαάμ τον προστατεύει από το κακό, ο σατανάς του Ιώβ παίρνει έναν πιο αντιθετικό ρόλο. Εδώ ο ίδιος ο Κύριος παραδέχεται πως ο σατανάς τον προκάλεσε να δράσει εναντίον του Ιώβ. Η ιστορία ξεκινά όταν ο σατανάς εμφανίζεται ως άγγελος, ένας «υιός του Θεού», ένας όρος που, στο εβραϊκό ιδίωμα, συχνά σημαίνει «ένα από τα ουράνια όντα». Εδώ αυτός ο άγγελος, ο σατανάς, έρχεται μαζί με τον υπόλοιπο ουράνιο στρατό την ημέρα που έχει οριστεί για «να παρουσιαστούν μπροστά στο Θεό». Όταν ο Κύριος ρωτά από που έρχεται, ο σατανάς απαντά, «Από την ταξίδι μου στη γη, και την περιπλάνηση μου σε όλα τα μήκη και πλάτη της». εδώ ο αφηγητής παίζει με τον παρόμοιο ήχο του εβραϊκού satan και shût, την εβραϊκή λέξη για το «περιπλανιέμαι», αφήνοντας να εννοηθεί πως ο ειδικός ρόλος του σατανά στην ουράνια αυλή είναι εκείνος ενός είδους περιπλανώμενου κατασκόπου, σαν εκείνους που πολλοί Εβραίοι της εποχής γνώριζαν – και απεχθάνονταν – από το περίπλοκο σύστημα μυστικής αστυνομίας και πληροφοριοδοτών του βασιλιά της Περσίας. Γνωστοί ως «το μάτι του βασιλιά» ή «το αυτί του βασιλιά», οι πράκτορες αυτοί περιπλανιόντουσαν στην αυτοκρατορία  αναζητώντας σημάδια ανυπακοής μεταξύ των ανθρώπων.

Ο Θεός κομπάζει στο σατανά για έναν από τους πιο πιστούς υπηκόους του: «Έχεις δει τον υπηρέτη μου Ιώβ, δεν υπάρχει κανείς σαν εκείνον πάνω στη γη, ευλογημένος και ενάρετος άνθρωπος που αποστρέφεται το κακό;» ο σατανάς  τότε προκαλεί το Κύριο να δοκιμάσουν τον Ιώβ:

«Φοβάται ο Ιώβ το Θεό για το τίποτα;… έχεις ευλογήσει τη δουλειά των χεριών του, και τα υπάρχοντα του έχουν αυξηθεί. Αλλά άπλωσε το χέρι σου τώρα και άγγιξε όλα όσα έχει, και θα σε καταραστεί μπροστά σου».

Ο Κύριος συμφωνεί να δοκιμάσει τον Ιώβ, αναθέτοντας στο σατανά να προκαλέσει στον Ιώβ τρομακτικές απώλειες, ορίζοντας ακριβώς πόσο μακριά μπορεί να πάει: «Δες, ότι του ανήκει είναι στην εξουσία σου· αλλά μην αγγίξεις μόνο τον ίδιο τον άνθρωπο». Ο Ιώβ υπομένει την πρώτη τρομερή καταστροφή, την ξαφνική απώλεια των γιων και των θυγατέρων του σε ένα μόνο ατύχημα, τη σφαγή  των αγελάδων, των προβάτων, και των καμήλων του, και την απώλεια όλου του πλούτου και της περιουσίας του. Όταν ο σατανάς εμφανίζεται ξανά μεταξύ των υιών του Θεού στην προκαθορισμένη μέρα, ο Κύριος παρατηρεί πως «ο Ιώβ κρατά την ακεραιότητα του, αν και με προκάλεσες εναντίον του, να τον βλάψω δίχως αιτία». Τότε ο σατανάς ζητά να αυξήσει την πίεση:

«’Δέρμα για δέρμα. Όλα όσα έχει ένας άνθρωπος θα δώσει για τη ζωή του. Άπλωσε όμως τώρα το χέρι σου, και άγγιξε τη σάρκα και τα κόκαλα του, και θα σε καταραστεί στο πρόσωπο σου’. Και ο κύριος είπε στο σατανά, ‘Δες, είναι στην εξουσία σου· μόνο μην πειράξεις τη ζωή του’»

Σύμφωνα με το μύθο, ο Ιώβ υπομένει τη δοκιμασία, ο σατανάς υποχωρεί, και «ο Κύριος επέστρεψε την περιουσία του Ιώβ… και του έδωσε διπλά από όσα είχε ως τότε». Εδώ ο σατανάς τρομοκρατεί και βλάπτει ένα πρόσωπο αλλά, όπως ο άγγελος του θανάτου, παραμένει άγγελος, μέλος της ουράνιας αυλής, ο πιστός υπηρέτης του Θεού.

Την εποχή περίπου που γράφτηκε ο Ιώβ, άλλοι βιβλικοί συγγραφείς είχαν επικαλεστεί το σατανά για να μιλήσουν για τη διαίρεση μέσα στο Ισραήλ. Ένας ιστορικός της αυλής εισάγει τον σατανά σε μια μαρτυρία που αφορά την προέλευση της απογραφής, που εισήγαγε ο βασιλιάς Δαβίδ στο Ισραήλ περίπου το 1000 ΠΚΕ, για το σκοπό της εφαρμογής φορολόγησης. Η εισαγωγή της φορολογίας του Δαβίδ προκάλεσε βίαιη και άμεση αντίδραση – αντίδραση που ξεκίνησε μεταξύ των ίδιων των στρατιωτικών διοικητών που διέταξε να την κάνουν. Ο Ιωαβ, ο αρχιστράτηγος του Δαβίδ, αρνήθηκε, και προειδοποίησε το βασιλιά πως αυτό που πρότεινε να κάνουν ήταν κακό. Οι άλλοι διοικητές του στρατού στην αρχή αρνήθηκαν να υπακούσουν, σχεδόν παίρνοντας μέρος σε εξέγερση· αλλά βρίσκοντας τον βασιλιά αμετάπειστο τελικά υπάκουσαν και «μέτρησαν το λαό».

Γιατί ο Δαβίδ διέπραξε αυτό που ένας χρονικογράφος  που παραθέτει την ιστορία θεωρεί ως κακό, επιθετική πράξη «κατά του Ισραήλ»; Μη μπορώντας να αρνηθεί πως η προκλητική διαταγή ήρθε από τον ίδιο το βασιλιά, αλλά σκοπεύοντας να καταδικάσει την πράξη του Δαβίδ, δίχως να καταδικάσει άμεσα τον ίδιο το βασιλιά ο συγγραφέας του 1ου Χρονικού λέει πως ένας υπερφυσικός αντίπαλος μέσα στη θεϊκή αυλή είχε κατορθώσει να διεισδύσει στο βασιλικό οίκο και να οδηγήσει τον ίδιο το βασιλιά στην αμαρτία: «Ο σατανάς στάθηκε εναντίον του Ισραήλ, και έκανε τον Δαβίδ να μετρήσει το λαό». Αν και μια αγγελική δύναμη έκανε τον Δαβίδ να διαπράξει αυτή την άλλα τα άλλα ανεξήγητη πράξη, ο χρονικογράφος επιμένει πως ο βασιλιάς ήταν παρόλα αυτά προσωπικά υπεύθυνος – και ένοχος. «Ο Θεός δυσαρεστήθηκε με αυτή τη πράξη, και τιμώρησε το Ισραήλ». Ακόμη και όταν ο Δαβίδ ταπείνωσε τον εαυτό του και ομολόγησε την αμαρτία του, ο θυμωμένος Θεός τον τιμώρησε στέλνοντας έναν εκδικητικό άγγελο να καταστρέψει εβδομήντα χιλιάδες Ισραηλίτες με λοιμό· και ο Κύριος μόλις συγκρατήθηκε από το να καταστρέψει την ίδια τη πόλη της Ιερουσαλήμ.

Εδώ ο σατανάς χρησιμοποιείται για να εξηγήσει το διχασμό και τη καταστροφή που προκάλεσε στο εσωτερικό του Ισραήλ η διαταγή του βασιλιά Δαβίδ. Όχι πολύ πριν γράψει ο χρονικογράφος, ο προφήτης Ζαχαρίας παρουσίασε το σατανά να δημιουργεί ρήγματα μεταξύ του λαού. Η μαρτυρία του Ζαχαρία δείχνει τις συγκρούσεις που εμφανίστηκαν μέσα στο Ισραήλ όταν χιλιάδες εβραίοι – πολλοί από αυτούς με επιρροή και μορφωμένοι – που είχαν αιχμαλωτίσει οι Βαβυλώνιοι στο πόλεμο )περ. 687ΠΚΕ) και εξορίστηκαν στη Βαβυλώνα, επέστρεψαν στη Παλαιστίνη από την εξορία. Ο Κύρος, ο βασιλιάς της Περσίας, έχοντας πρόσφατα κατακτήσει τη Βαβυλώνα, όχι μόνο επέτρεψε σε αυτούς τους Εβραίους εξόριστους να πάνε σπίτι τους αλλά σκόπευε να τους κάνει συμμάχους του. Έτσι τους πρόσφερε πόρους για να ανακατασκευάσουν τα αμυντικά τείχη της Ιερουσαλήμ, και να ξαναχτίσουν το μεγάλο Ναό που είχαν καταστρέψει οι Βαβυλώνιοι. Εκείνη που επέστρεψαν ήταν ανυπόμονοι να επανακαθιερώσουν τη λατρεία «μόνο του Κυρίου» στη γη τους, και φυσικά ανέμεναν να καθιερωθούν ξανά οι ίδιοι ως κυβερνήτες του λαού τους.

Δεν τους περίμενε θερμό καλωσόρισμα από εκείνους που είχαν αφήσει πίσω. Πολλοί από εκείνους που έμειναν έβλεπαν τους πρώην εξόριστους όχι μόνο ως παράγοντες του Πέρση βασιλιά αλλά ως αποφασισμένους να ανακτήσουν την εξουσία και την γη που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν όταν εκτοπίστηκαν. Πολλοί διαφωνούσαν με το σχέδιο εκείνων που επέστρεψαν να αναλάβουν τα ιερατικά αξιώματα και να «καθαρίσουν» την λατρεία του Κυρίου.

Όπως σημειώνει ο ερευνητής της βίβλου Paul Hanson, η γραμμή που κάποτε χώριζε τους Ισραηλίτες από τους εχθρούς τους, που τους χώριζε από τους ξένους. Τώρα η γραμμή χώριζε δυο ομάδες εντός Ισραήλ:

«Τώρα σύμφωνα με τους ανθρώπους που έμειναν, η αγαπημένη τους γη ελέγχονταν από τον εχθρό, και αν και αυτός ο εχθρός στην ουσία αποτελούνταν από ομοεθνείς Ισραηλίτες, θεωρούσαν ωστόσο τους ομοαίματούς τους πως δεν διέφεραν από τους Καναανίτες»

Ο προφήτης Ζαχαρίας συντάσσεται με τους επιστρέφοντες εξόριστους στην έντονη σύγκρουση και διηγείται ένα όραμα στο οποίο ο σατανάς μιλά για τους κατοίκους της υπαίθρου που κατηγορούν τον αρχιερέα που επιστρέφει ως ανίκανο υποψήφιο:

«Ο Κύριος μου έδειξε τον Ωσιέ, τον αρχιερέα να στέκεται μπροστά στον άγγελο του Κυρίου, και ο σατανάς στέκονταν στα δεξιά του για να τον κατηγορήσει. Ο Κύριος είπε στο σατανά, ‘Ο Κύριος σε μέμφεται, ω σατανά! Ο Κύριος που έχει επιλέξει την Ιερουσαλήμ σε μέμφεται».

Εδώ ο σατανάς μιλά για μια απογοητευμένη – και ανεπιτυχή – ομάδα εναντίον μιας άλλης ομάδας Ισραηλιτών. Στη μαρτυρία του Ζαχαρία για τις φράξιες μέσα στο Ισραήλ, ο σατανάς παίρνει μια διαβολική ιδιότητα, όπως είχε κάνει και στην υπόθεση της απογραφής του Δαβίδ, και ο ρόλος του αρχίζει να αλλάζει από εκείνον του εντεταλμένου του Θεού σε εκείνον του αντιπάλου του. Αν και αυτές οι βιβλικές ιστορίες δείχνουν τις διαιρέσεις μέσα στο Ισραήλ, δεν είναι ακόμη σεχταριστικές, γιατί οι συγγραφείς του ακόμη αναγνωρίζουν το Ισραήλ ως ένα.

Κάπου τέσσερις αιώνες αργότερα το 168ΠΚΕ, όταν οι Εβραίοι ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους από τους Σελευκίδες κυβερνήτες τους, απογόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι εσωτερικές συγκρούσεις έγιναν ακόμη πιο οξείες. Για αιώνες, οι Εβραίοι είχαν πιεστεί να υιοθετήσουν τις συνήθειες των ξένων εθνών που κυβερνούσαν διαδοχικά τα εδάφη τους – οι Βαβυλώνιοι, έπειτα οι Πέρσες, και μετά το 323ΠΚΕ, η ελληνιστική δυναστεία που δημιούργησε ο Αλέξανδρος. Καθώς το πρώτο βιβλίο των Μακκαβαίων διηγείται την ιστορία, αυτές οι πιέσεις έφτασαν σε κρίσιμο σημείο το 168ΠΚΕ, όταν ο Σευλεκίδης κυβερνήτης, ο Σύρος βασιλιάς Αντίοχος ο Επιφανής, υποπτευόμενος αντίσταση στην κυριαρχία του, αποφάσισε να εξαφανίσει κάθε ίχνος της παράξενης και «βάρβαρης» κουλτούρας  των Εβραίων. Πρώτα ανακήρυξε παράνομη την περιτομή, μαζί με τη μελέτη και την τήρηση της Τορά. Μετά εισέβαλε στο Ναό της Ιερουσαλήμ και τον βεβήλωσε με το να τον αφιερώσει στον ελληνικό θεό Ολύμπιο Δία. Για να επιβάλλει την υποταγή στο νέο του καθεστώς, ο βασιλιάς έχτισε και επάνδρωσε ένα τεράστιο νέο φρούριο που επέβλεπε τον ίδιο τον Ναό της Ιερουσαλήμ.

Η εβραϊκή αντίσταση σε αυτά τα σκληρά διατάγματα σύντομα εξελίχθηκε σε εκτεταμένη εξέγερση, η οποία άρχισε, σύμφωνα με την παράδοση, όταν ένας λόχος των στρατιωτών του βασιλιά πήγε στο χωριό της Μεδείν για να αναγκάσει τους κατοίκους να προσκυνήσουν ξένους θεούς. Ο ηλικιωμένος ιερέας του χωριού Ματαθίας ξεσηκώθηκε και σκότωσε ένα Εβραίο που ήταν έτοιμος να υπακούσει την διαταγή του Σύριου βασιλιά. Τότε σκότωσε τον απεσταλμένο του βασιλιά και έφυγε με τους γιούς του στα βουνά – μια πράξη ανυπακοής που ήταν η πρώτη πράξη της εξέγερσης στην οποία ηγήθηκε ο γιος του Ματαθία, ο Ιούδας Μακκαβαίος.

Όπως αναφέρει στους Μακκαβαίους 1, αυτή η διάσημη ιστορία δείχνει πως εκείνοι οι Ισραηλίτες αποφασισμένοι να αντισταθούν στις διαταγές του ξένου βασιλιά και να διατηρήσουν τις πατρογονικές τους παραδόσεις μάχονταν σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα – όχι μόνο κατά των κατακτητών, αλλά ενάντια σε εκείνους τους Εβραίους που έτειναν προς την αφομοίωση. Πρόσφατα ο ιστορικός Victor Tcherikover και άλλοι, έχουν διηγηθεί μια πιο περίπλοκη εκδοχή αυτής της ιστορίας. Σύμφωνα με τον Tcherikover, πολλοί Εβραίοι, ιδιαίτερα μεταξύ των ανώτερων τάξεων, ουσιαστικά ευνοούσαν την «μεταρρύθμιση» του Αντίοχου και ήθελαν να συμμετέχουν στα προνόμια της ελληνιστικής κοινωνίας διαθέσιμα μόνο στους Έλληνες πολίτες. Εγκαταλείποντας τους φυλετικούς τους τρόπους και κερδίζοντας για την Ιερουσαλήμ τα προνόμια μιας ελληνικής πόλης , θα κέρδιζαν το δικαίωμα να κυβερνούν τη πόλη οι ίδιοι, να κόβουν τα δικά τους νομίσματα, και να αυξήσουν  το εμπόριο με ένα παγκόσμιο δίκτυο από άλλες ελληνικές πόλεις. Θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε πολιτισμικά γεγονότα όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες με συμμαχικές πόλεις και να κερδίσουν τα πλεονεκτήματα κοινών αμυντικών συμφωνιών. Πολλοί ήθελαν οι γιοι τους  να αποκτήσουν ελληνική παιδεία. Πέρα από το να διαβάζουν ελληνική λογοτεχνία, από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στο Σοφοκλή και το Πλάτωνα, και στον Αριστοτέλη, και να συμμετέχουν σε δημόσιους αθλητικούς διαγωνισμούς, όπως έκαναν οι Έλληνες, θα μπορούσαν να προοδεύσουν στον ευρύτερο κοσμοπολίτικο κόσμο.

Πολλοί άλλοι Εβραίοι όμως, ίσως η πλειονότητα του πληθυσμού της Ιερουσαλήμ και της υπαίθρου – έμποροι, τεχνίτες, και γεωργοί – απεχθάνονταν αυτούς τους «Εξελληνισμένους Εβραίους» ως προδότες του Θεού και του Ισραήλ. Η εξέγερση που ξεκίνησε από τον Ματαθία ενθάρρυνε τους ανθρώπους να αντισταθούν στις διαταγές του Αντίοχου, ακόμη και με κίνδυνο θανάτου, και να διώξουν τους ξένους κυβερνήτες. Μετά από σκληρή σύγκρουση, ο εβραϊκός στρατός πέτυχε μια αποφασιστική νίκη. Την γιόρτασαν με τον εξαγνισμό και την επαναφιέρωση του Ναού σε μια τελετή  που τιμάται, ως σήμερα, στην ετήσια γιορτή της Χάνουκα.

Οι Εβραίοι πήραν ξανά τον έλεγχο του Ναού, του ιερατείου, και της κυβέρνησης· αλλά όταν οι ξένοι υποχώρησαν, οι εσωτερικές συγκρούσεις παρέμειναν, ιδιαίτερα για το ποιος θα ελέγχει αυτούς τους θεσμούς. Αυτές οι διαιρέσεις τώρα εντάθηκαν, καθώς η πιο έντονα αυτονομιστική ομάδα που κυριαρχούνταν από τους Μακκαβαίους αντιμάχονταν με την εξελληνισμένη πλευρά. Η πρώτη, έχοντας κερδίσει το πόλεμο είχε το πάνω χέρι.

Δέκα με είκοσι χρόνια μετά την έναρξη της εξέγερσης, η με έντονη επιρροή οικογένεια των Ασμοναίων κέρδισε τον έλεγχο του ιερατείου σε αυτό που πλέον ήταν στην ουσία  ένα θεοκρατικό κράτος. Αν και αρχικά ταυτίζονταν με τους Μακκαβαίους προγόνους τους, διαδοχικές γενιές της οικογένειας εγκατέλειψαν τις αυστηρές συνήθειες των προγόνων τους. δυο γενιές μετά την νίκη των Μακκαβαίων, η ομάδα των Φαρισαίων, απαιτώντας αυξημένο θρησκευτικό σθένος, αμφισβήτησαν τους Ασμοναίους. Σύμφωνα με την ανάλυση του Tcherikover, οι Φαρισαίοι με την στήριξη των εμπόρων και των αγροτών, απεχθάνονταν τους Ασμοναίους που ουσιαστικά είχαν γίνει κοσμικοί κυβερνήτες που είχαν εγκαταλείψει τις πατρογονικές παραδόσεις του Ισραήλ. Οι Φαρισαίοι απαιτούσαν οι Ασμοναίοι να παραδώσουν το υψηλό ιερατείο σε εκείνους που το άξιζαν – ανθρώπους σαν τους ίδιους, που πάλευαν να ζήσουν σύμφωνα με τον θρησκευτικό νόμο.

Στην διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, περισσότερες ομάδες αντιφρονούντων ενώθηκαν με τους Φαρισαίους στην αποκήρυξη της μεγάλης οικογένειας του υψηλού ιερατείου και των συμμάχων τους. Αυτές οι ομάδες ήταν κάθε άλλο παρά ομοιόμορφες: ήταν διασπασμένες και πολύμορφες, και με το πέρασμα του χρόνου περιλάμβαναν ομάδες όπως οι Εσσαίοι, η μοναστική κοινότητα στο Κιρπέτ Κουμράν, όπως και οι σύμμαχοι τους στις πόλεις, και οι ακόλουθοι του Ιησού της Ναζαρέτ. Αυτό που είχαν κοινό μεταξύ τους αυτές οι ομάδες ήταν η αντίθεση τους προς τον αρχιερέα και τους συμμάχους του και στο Ναό, τον οποίο έλεγχαν.

Η πλειοψηφία των Εβραίων, περιλαμβανομένων των Φαρισαίων, ακόμη όριζαν τους εαυτούς τους με παραδοσιακούς όρους, ως  το «Ισραήλ εναντίον ‘των εθνών’». Εκείνοι όμως που εντάχθηκαν σε πιο περιθωριακές ή περισσότερο ακραίες ομάδες όπως οι Εσσαίοι, ήταν αποφασισμένοι να αποκόψουν το Ισραήλ απόλυτα από την ξένη επιρροή, κατέληξαν να αντιμετωπίζουν αυτή την παραδοσιακή ταύτιση ως ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας. Αυτό που είχε  κύρια σημασία, έλεγαν αυτοί οι φανατικοί, δεν ήταν αν κάποιος ήταν Εβραίος – αυτό το θεωρούσαν δεδομένο – αλλά αντίθετα «ποιος από εμάς [τους Εβραίους] είναι πραγματικά με τη πλευρά του Θεού» και ποιοι είχαν «βαδίσει στα μονοπάτια των εθνών» δηλαδή, είχαν υιοθετήσει ξένες πολιτισμικές και εμπορικές πρακτικές. Οι αυτονομιστές βρήκαν όπλα στα βιβλικά αποσπάσματα  που θυμίζουν τρομερές κατάρες πάνω στους ανθρώπους που παραβιάζουν τη διαθήκη του Θεού, και σε προφητικά αποσπάσματα που προειδοποιούν πως μόνο ένα «ευσεβές υπόλειμμα» στο Ισραήλ θα παραμείνει πιστό στο Θεό.

Περισσότερο ριζοσπάστες από τους προκατόχους τους, αυτοί αντιφρονούντες άρχισαν να επικαλούνται όλο και περισσότερο το σατανά για να χαρακτηρίσουν τους Εβραίους αντιπάλους τους· στη πορεία μετέτρεψαν αυτόν τον μάλλον δυσάρεστο άγγελο σε μια πολύ μεγαλύτερη – και πολύ πιο μοχθηρή – φιγούρα. Δεν ήταν πλέον ένας από τους πιστούς υπηρέτες του Θεού, αρχίζει να είναι αυτό που ήταν για τον Μάρκο και τον ύστερο Χριστιανισμό – ο ανταγωνιστής του Θεού, ο εχθρός του, ακόμη και ο αντίπαλος του. Αυτοί οι σεχταριστές, μαχόμενοι λιγότερο εναντίον «των εθνών» από ότι άλλων Εβραίων, αποκηρύσσουν τους αντιπάλους τους  ως αποστάτες και τους κατηγορούν πως είχαν παρασυρθεί από τη δύναμη του κακού, το οποίο αποκαλούν με πολλά ονόματα – Σατανά, Βεελζεμπούμπ, Σεμιάζα, Άζαζελ, Μπελιάλ, Πρίγκηπα του Σκότους. Αυτοί οι αντιφρονούντες επίσης δανείστηκαν ιστορίες, και έγραψαν τις δικές τους, λέγοντας πως τέτοιες αγγελικές δυνάμεις, γεμάτες πόθο ή αλαζονεία, έπεσαν από το παράδεισο στην αμαρτία. Εκείνοι που πρώτοι επεξεργάστηκαν τέτοιες ιστορίες, όπως θα δούμε, τις χρησιμοποιούσαν για να χαρακτηρίσουν αυτό που απέδιδαν ως την «πτώση στην αμαρτία» των ανθρώπινων όντων – που συνήθως σήμαινε την κυρίαρχη πλειοψηφία των Εβραίων σύγχρονών τους.

Καθώς ο Σατανάς γίνονταν όλο και πιο σημαντικός και προσωποποιημένη φιγούρα, ιστορίες για την προέλευση του διαδόθηκαν. Μια ομάδα λέει πως ένας από τους αγγέλους, ο ίδιος ψηλά στην ουράνια ιεραρχία, αποδείχτηκε ανυπάκουος στον διοικητή του και έτσι διώχθηκε από τον παράδεισο, υποβιβάστηκε και ταπεινώθηκε, μια αντήχηση της αναφοράς του Ησαΐα για την πτώση ενός σπουδαίου πρίγκηπα:

«Πως έπεσες από τον ουρανό, άστρο της μέρας, γιέ της αυγής! Πως έπεσες στη γη, κατακτητή των εθνών! Είπες στη καρδιά σου, ‘Θα ανέβω στον ουρανό, πάνω από τα άστρα του Θεού· θα στήσω το θρόνο μου ψηλά… θα ανέβω στα ψηλά σύννεφα….’ Αλλά σε έριξαν στο σκοτάδι, στα βάθη της αβύσσου»

Σχεδόν δυόμιση χιλιάδες χρόνια αφού έγραψε ο Ησαΐας, αυτό το φωτεινό αστέρι, το όνομά του μεταφράστηκε στα λατινικά ως Lucifer (εκείνος που φέρνει το φως) μεταμορφώθηκε από τον Milton στο πρωταγωνιστή του Χαμένου Παραδείσου.

Πολύ μεγαλύτερη επιρροή στους εβραϊκούς και χριστιανικούς κύκλους του 1ου αιώνα είχε μια άλλη ομάδα από απόκρυφες και ψευδεπίγραφες ιστορίες, που λένε πως ο πόθος τράβηξε τους αγγελικούς «υιούς του Θεού» στη γή. Αυτές οι ιστορίες προέρχονται από μια κρυπτική μαρτυρία στη Γένεση 6, που λέει:

«Όταν οι άνθρωποι άρχισαν να πολλαπλασιάζονται στη γη, και κόρες γεννήθηκαν από αυτούς, οι γιοι του Θεού είδαν τις κόρες των ανθρώπων, και πως ήταν όμορφες».

Κάποιοι από αυτούς τους αγγέλους, υπερβαίνοντας τα όρια που είχε δημιουργήσει ο Κύριος μεταξύ γης και ουρανού, ζευγάρωσαν με τις γυναίκες, και απέκτησαν απογόνους που ήταν μισοί άγγελοι, μισοί άνθρωποι. Σύμφωνα με τη Γένεση, αυτά τα υβρίδια έγιναν «γίγαντες στη γη… φημισμένοι παντοδύναμοι άνθρωποι». Άλλοι αφηγητές, μάλλον γράφοντας αργότερα, όπως θα δούμε, λένε πως αυτοί τερατώδεις απόγονοι έγιναν δαίμονες , που κατέλαβαν τη γη και την μόλυναν.

Τέλος, μια απόκρυφη εκδοχή της ζωής του Αδάμ και της Εύας δίνει μια Τρίτη εκδοχή της αγγελικής επανάστασης. Στην αρχή, ο Θεός έχοντας δημιουργήσει τον Αδάμ, κάλεσε τους αγγέλους να συγκεντρωθούν για να θαυμάσουν το έργο τυο και τους διέταξε να προσκυνήσουν τον νεαρότερο ανθρώπινο αδελφό τους. ο Μιχαήλ υπάκουσε, αλλά ο Σατανάς αρνήθηκε λέγοντας,

«Γιατί με πιέσεις; Δεν θα προσκυνήσω κάποιον που είναι μικρότερος από εμένα, και κατώτερος. Είμαι μεγαλύτερος από εκείνον· αυτός πρέπει να με προσκυνά!»

Έτσι το πρόβλημα του κακού ξεκινά με μια αδελφική σύγκρουση.

Με μια πρώτη ματιά αυτές οι ιστορίες του σατανά μπορεί να μοιάζουν να έχουν ελάχιστα κοινά μεταξύ τους. ωστόσο όλες συμφωνούν σε ένα πράγμα: πως αυτός ο μεγάλος και επικίνδυνος εχθρός δεν προέρχεται, όπως θα περίμενε κάποιος, ως κάποιος από έξω, ένας ξένος, ή άγνωστος. Ο Σατανάς δεν είναι ο μακρινός εχθρός αλλά ο κοντινός εχθρός – ο έμπιστος συνεργάτης κάποιου, ο στενός φίλος, ο αδελφός. Είναι το είδος του ατόμου που από την πίστη και θέληση εξαρτάται η ευημερία της οικογένειας και της κοινωνίας – αλλά ένας που απροσδόκητα γίνεται ζηλιάρης και εχθρικός. Όποια ιστορία προέλευσης και να επιλέξει κάποιος, έτσι, και είναι πολλές, όλες απεικονίζουν το Σατανά ως ένα κοντινό εχθρό – το γνώρισμα που τον κάνει τόσο ικανό να εκφράσει την σύγκρουση μεταξύ των εβραϊκών ομάδων.  Εκείνοι που ρώτησαν, «Πως μπορεί ο άγγελος του Θεού να γίνει ο εχθρός του;» έτσι ρωτούσαν πραγματικά, «Πως μπορεί ένας από εμάς να γίνει ένας από αυτούς;». Οι ιστορίες του Σατανά και άλλων έκπτωτων αγγέλων πολλαπλασιάστηκαν σε εκείνες τις ταραγμένες εποχές, ιδιαίτερα μέσα σε εκείνες τις ριζοσπαστικές ομάδες που είχαν στραφεί ενάντια στην υπόλοιπη εβραϊκή κοινότητα και, κατά συνέπεια, κατέληγαν πως οι άλλοι είχαν στραφεί εναντίον τους – ή (όπως λένε οι ίδιοι) εναντίον του Θεού.

Ένας ανώνυμος συγγραφέας που συγκέντρωσε και ανέπτυξε τις ιστορίες για τους έκπτωτους αγγέλους στη διάρκεια των πολέμων των Μακκαβαίων προβληματίζονταν από τις διαιρέσεις το καιρό του πολέμου μέσα στις εβραϊκές κοινότητες. Ασχολήθηκε έμμεσα με αυτό το διχασμό στο Βιβλίο των Εγρήγορων (Φυλάκων), ένα από τα απόκρυφα βιβλία που θα γίνονταν διάσημα και θα είχαν επιρροή, ειδικά μεταξύ των Χριστιανών, με την εισαγωγή της ιδέας του διχασμού στον Ουρανό. Το Βιβλίο των Εγρήγορων, μια συλλογή από προφητικές ιστορίες, εντοπίζεται σε μια μεγαλύτερη συλλογή που ονομάζεται το Πρώτο Βιβλίο του Ενώχ. Λέει πως οι «εγρήγοροι» άγγελοι, που ο Θεός τους ανέθεσε να προσέχουν το σύμπαν, έπεσαν από τον ουρανό. Ξεκινώντας από την ιστορία της Γένεσης 6, στην οποία οι «υιοί του Θεού» επιθυμούσαν τις γυναίκες των ανθρώπων, αυτός ο συγγραφέας συνδυάζει δυο διαφορετικές ιστορίες του πως οι εγρήγοροι έχασαν την ουράνια δόξα τους. η πρώτη περιγράφει πως ο Σεμιάζα, ο αρχηγός των εγρήγορων, ανάγκασε διακόσιους άλλους αγγέλους να τον ακολουθήσουν στο να παραβιάσουν την ουράνια τάξη με το να ζευγαρώσουν με γυναίκες των ανθρώπων. Αυτές οι παράταιρες ενώσεις παρήγαγαν  «μια φυλή μπάσταρδων, τους γίγαντες γνωστούς ως νέφιλιμ (‘πεσμένοι’), από τους οποίους προήλθαν τα δαιμονικά πνεύματα» που έφεραν την βία στη γη και καταβρόχθισαν τους ανθρώπους της. στενά συνδεδεμένη με αυτή την ιστορία  είναι μια εναλλακτική εκδοχή, η οποία λέει πως ο αρχάγγελος Αζαζέλ αμάρτησε με το να αποκαλύψει στα ανθρώπινα όντα τα μυστικά της μεταλλουργίας, μια ολέθρια αποκάλυψη που ενέπ0νευσε τους άνδρες να φτιάξουν όπλα και τις γυναίκες να στολίσουν τα σώματά τους με χρυσό, ασήμι, και κοσμήματα. Έτσι οι έκπτωτοι άγγελοι και οι δαιμονικοί τους απόγονοι προκάλεσαν την βία, την απληστία και το πόθο και στα δύο φύλα.

Επειδή αυτές οι ιστορίες περιλαμβάνουν κοινωνικοπολιτική σάτιρα ποτισμένη με θρησκευτική πολεμική, κάποιοι ιστορικοί έχουν αναρωτηθεί πρόσφατα  σε ποιες συγκεκριμένες ιστορικές καταστάσεις αναφέρονται. Είναι οι Εβραίοι γαρνίρουν την ιστορία των αγγέλων που ζευγαρώνουν με ανθρώπινα όντα κοροϊδεύοντας κρυφά τις φιλοδοξίες των ελληνιστικών κυβερνητών τους; ο George Nickelsburg τονίζει πως από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Έλληνες βασιλιάδες ισχυρίζονταν πως κατάγονταν από τους θεούς όπως και ανθρώπινες γυναίκες· οι Έλληνες αποκαλούσαν αυτά τα υβρίδια όντα, ήρωες. Οι Εβραίοι υπήκοι τους όμως, με την επικριτική ιστορία του Σεμιάζα, μπορούν να στρέφουν αυτούς τους ισχυρεισμούς θεϊκής προέλευσης εναντίον των ξένων σφετεριστών. Το Βιβλίο των Εγρήγορων αναφέρει με αιχμηρό τρόπο πως αυτά τα άπληστα τέρατα «κατανάλωναν όλη τη σοδιά των ανθρώπων μέχρι οι άνθρωποι να σιχαθούν να τους ταΐζουν»· τα τέρατα έτσι στράφηκαν κυριολεκτικά στο «να καταβροχθίσουν τους ανθρώπους».

Ή η ιστορία εκφράζει την περιφρόνηση των ενάρετων ανθρώπων για μια συγκεκριμένη ομάδα Εβραίων εχθρών – δηλαδή, συγκεκριμένα μέλη του ιερατείου της Ιερουσαλήμ; Ο David Suter λέει πως η ιστορία στοχεύει αντίθετα σε συγκεκριμένους ιερείς που, όπως οι «γιοι του Θεού» στην ιστορία, παραβιάζουν την θεϊκή θέση που τους απονεμήθηκε και την ευθύνη με το να επιτρέψουν στο πόθο να τους τραβήξει στην ανηθικότητα – ιδιαίτερα γάμους με ξένες, Εθνικές γυναίκες.

Κάθε ερμηνεία είναι πιθανή. Όπως τονίζει ο John Collins, ο συγγραφές του Βιβλίου των Εγρήγορων, επιλέγοντας να πει την ιστορία των εγρήγορων αντί των πραγματικών Ελλήνων κυβερνητών ή των διεφθαρμένων ιερέων, προσφέρει ένα παράδειγμα που δεν περιορίζεται σε μια ιστορική περίσταση αλλά που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί όποτε προκύπτει μια αντίστοιχη περίσταση». Το ίδιο ισχύει για το σύνολο της αποκαλυπτικής βιβλιογραφίας, και συμβάλει σημαντικά στην σημασία της. ακόμη και σήμερα, αναγνώστες ερευνούν βιβλία που αξιώνουν την αυθεντία αγγελικών αποκαλύψεων, από το βιβλικό βιβλίο του Δανιήλ ως το βιβλίο της Αποκάλυψης στην Καινή Διαθήκη, βρίσκοντας στις δικές τους συνθήκες νέες εφαρμογές για αυτά τα προφητικά, αινιγματικά κείμενα.

Το βασικό αποκαλυπτικό ερώτημα είναι το εξής: Ποιοι είναι οι άνθρωποι του Θεού; Για τους περισσότερους αναγνώστες του Βιβλίου των Εγρήγορων, η απάντηση θα είναι σαφής – το Ισραήλ. Ο συγγραφέας όμως των Εγρήγορων, δίχως να αγνοεί την εθνική ταυτότητα, επιμένει στην ηθική ταυτότητα. Δεν είναι αρκετό να είσαι Εβραίος. Κανείς πρέπει να είναι Εβραίος που πράττει ηθικά. Εδώ βλέπουμε ενδείξεις μιας ιστορικής μεταβολής – μια που θα υιοθετήσουν οι Χριστιανοί και που θα επεκτείνουν και που, στη συνέχεια, θα τους ξεχωρίσει από τις άλλες εβραϊκές ομάδες.

Ο συγγραφέας του Βιβλίου των Εγρήγορων δεν είχε σαν στόχο κάτι τόσο ριζοσπαστικό όσο οι ακόλουθοι του Ιησού όταν τελικά εγκατέλειψαν το Ισραήλ για να δημιουργήσουν την δική τους ξεχωριστή θρησκευτική παράδοση. Θεωρεί δεδομένη την πρωτοκαθεδρία του Ισραήλ μεταξύ των άλλων εθνών, αναφέροντας το Ισραήλ πάντα πρώτο. Αυτός όμως ο συγγραφέας κάνει ένα αποφασιστικό βήμα  ξεχωρίζοντας την εθνική από την ηθική ταυτότητα και δείχνοντας την διαφορά μεταξύ τους. Εντοπίζει την αρχή του στα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης, επιλέγοντας ως εκπρόσωπο του τον άγιο Ενώχ, που προηγείται κατά πολύ του Αβραάμ και της επιλογής του Ισραήλ και, σύμφωνα με την Γένεση, δεν ανήκει στο Ισραήλ αλλά στην πρωταρχική ιστορία της ανθρώπινης φυλής. Ο συγγραφέας παραλείπει κάθε αναφορά στο νόμο που δόθηκε στον Μωυσή στο Σινά, και υμνεί αντίθετα τον οικουμενικό νόμο που ο Θεός ενσωμάτωσε στη δομή του σύμπαντος  και που έδωσε στο σύνολο της ανθρωπότητας – ο νόμος που κυβερνά τη θάλασσα, τη γη, και τα άστρα. Απευθύνοντας το μήνυμα του στους «εκλεκτούς και στους ενάρετους» μεταξύ της ανθρωπότητας, επιδεικνύει όχι μόνο, όπως παρατηρεί ο George Nickelsburg, μια «ασυνήθιστη ανοιχτότητα προς τους Εθνικούς», αλλά επίσης μια ασυνήθιστα αρνητική εικόνα για το Ισραήλ, ή, ακριβέστερα, για μεγάλο μέρος – ίσως την πλειοψηφία – του λαού του Ισραήλ.

Το Βιβλίο των Εγρήγορων διηγείται τις ιστορίες του Σεμιάζα και του Αζαζέλ ως ηθική προειδοποίησης: αν ακόμη και αρχάγγελοι, υιοί του ουρανού», μπορούν να αμαρτήσουν και να εκπέσουν, πόσο πιο επιρρεπείς στην αμαρτία και στη καταδίκη είναι τα απλά ανθρώπινα όντα, ακόμη και εκείνα που ανήκουν στον εκλεκτό λαό του Θεού. Στο Βιβλίο των Εγρήγορων, όταν ο Ενώχ, παρακινημένος από συμπόνοια για τους έκπτωτους εγρήγορους, προσπαθεί να παρέμβει στο Θεό για λογαριασμό τους, ένα ςαπό τους αγγέλους του Θεού τον διατάζει να τους μεταφέρει αντίθετα τη κρίση του Θεού: «Ήσασταν άγια, πνεύματα που κατείχατε την αιώνια ζωή· αλλά έχετε βεβηλώσει τους εαυτούς σας». Τέτοιου είδους αποσπάσματα δείχνουν πως το Βιβλίο των Εγρήγορων εκφράζει την κρίση συγκεκριμένων Εβραίων για τους άλλους, και ειδικά για εκείνους που κατέχουν θέσεις που συνήθως κατέχουν θέσεις από τις οποίες απορρέει μεγάλη εξουσία.

Το 160ΠΚΕ, μετά τη νίκη των Μακκαβαίων, μια ομάδα που θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως μετριοπαθείς κέρδισαν ξανά τον έλεγχο του ιερατείου του Ναού και προσωρινά έδιωξαν την ομάδα των Μακκαβαίων. Αναφέροντας αυτό το γεγονός, ένας από τους Μακκαβαίους  προσθέτει στη συλλογή που ονομάζεται Πρώτο Βιβλίο του Ενώχ μια ακόμη εκδοχή της ιστορίας των εγρήγορων αγγέλων, μια εκδοχή που στόχευε εναντίον εκείνων που είχαν αρπάξει τον έλεγχο του Ναού. Αυτός ο συγγραφέας λέει πως οι εγρήγοροι, πέφτοντας σαν αστέρια από τον ουρανό, ήταν οι ίδιοι που γέννησαν τους ξένους εχθρούς του Ισραήλ, εικονιζόμενοι ως αιμοδιψή αρπακτικά – λιοντάρια, λεοπαρδάλεις, λύκοι, και φίδια αποφασισμένα να καταστρέψουν το Ισραήλ, εδώ εικονιζόμενο σαν ένα κοπάδι από πρόβατα. Συνεχίζει όμως, το εκλεκτό έθνος του Θεού είναι το ίδιο διαιρεμένο· κάποιοι είναι «τυφλά πρόβατα» και άλλοι έχουν τα μάτια τους ανοιχτά. Όταν λέρθει η μέρα της κρίσεως, προειδοποιεί, ο Θεός θα καταστρέψει τους ξεστρατισμένους Εβραίους, αυτά τα «τυφλά πρόβατα» μαζί με τους παραδοσιακούς εχθρούς του Ισραήλ. Επιπλέον, ο θεός τελικά θα συγκεντρώσει στον αιώνιο οίκο του όχι μόνο τους ενάρετους του Ισραήλ αλλά και τους ενάρετους από τα έθνη (αν και αυτοί θα παραμείνουν για πάντα σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με το Ισραήλ).

Ένας τρίτος ανώνυμος συγγραφέας του οποίου του έργου συμπεριλαμβάνεται στο Πρώτο Βιβλίο του Ενώχ τον απασχολεί τόσο το ζήτημα του εσωτερικού διχασμού που πρακτικά αγνοεί τους εξωτερικούς εχθρούς του Ισραήλ. Αυτός ο συγγραφέας έχει τον Ένωχ να προβλέπει την εμφάνιση «μιας διεστραμμένης γενιάς», προειδοποιώντας πως «όλες οι πράξεις της θα αποτελούν αποστασία». Επιπλήτωντας πολλούς από τους σύγχρονούς του, αυτός ο συγγραφέας, όπως παρατηρεί ο George Nickelsburg, όπως πολλοί βιβλικοί προφήτες, μιλά για τους φτωχούς, και αποκηρύσσει τους πλούσιους και τους ισχυρούς, προβλέποντας την καταστροφή τους. Aκόμη επιμένει πως η δουλεία, μαζί με άλλες κοινωνικές και οικονομικές αδικίες, δεν είναι ουράνια προκαθορισμένες, όπως λένε άλλοι, αλλά «προέρχονται από την καταπίεση».

Η ιστορία των εγρήγορων, έτσι, σε κάποιες από τις πολλές μεταμορφώσεις της, πρότεινε μια αλλαγή στην παραδοσιακή γραμμή που χωρίζει τον Εβραίο από τον Εθνικό. Το τελευταίο τμήμα του Πρώτου Βιβλίου του Ενώχ, τις «Παραβολές», που γράφτηκαν την περίοδο του Ιησού περίπου, απλά αντιπαραβάλει εκείνους που είναι ενάρετοι, που στέκονται στην πλευρά των αγγέλων, με εκείνους, Εβραίους και Εθνικούς, που παρασύρονται από τους σατανάδες. Θέσεις σαν αυτή θα άνοιγαν τελικά το δρόμο στους Χριστιανούς να αφήσουν πίσω την εθνική ταυτότητα, και να ανακαθορίσουν την ανθρώπινη κοινότητα αντίθετα με όρους ηθικής ποιότητας, η της ιδιότητας μέλους στην επιλεγμένη κοινότητα, κάθε ατόμου.

Ακόμη ένας αφοσιωμένος πατριώτης, γράφοντας περίπου το 160ΠΚΕ, επίσης τασσόμενος με την πρώιμη ομάδα των Μακκαβαίων, έγραψε ένα σημαντικό απόκρυφο βιβλίο με τίτλο Ιωβηλαίο για να παρακινήσει τους ανθρώπους του να διατηρήσουν την απόσταση τους από τις εθνικές συνήθειες. Αυτό που προβληματίζει τον συγγραφέα είναι αυτό: Πως γίνεται τόσοι πολλοί Ισραηλίτες, ο λαός του ίδιου του Θεού, να έχουν γίνει αποστάτες; Πως γίνεται τόσοι πολλοί Ισραηλίτες να «ακολουθούν τις συνήθειες των Εθνικών»; Ενώ ο συγγραφέας θεωρεί ως δεδομένη την παραδοσιακή αντίθεση μεταξύ Ισραηλιτών και των «εχθρών τους, των Εθνικών», εδώ ξανά αυτή η σύγκρουση υποχωρεί στο παρασκήνιο. Ο συγγραφέας του Ιωβηλαίου ασχολείται αντίθετα με τις συγκρούσεις γύρω από την αφομοίωση που διαιρούν εσωτερικά τις εβραϊκές κοινότητες, και αποδίδει αυτές τις συγκρούσεις στον πιο κοντινό από όλους τους εχθρούς, τον οποίο αποκαλεί με πολλά ονόματα Μαστήμα («μίσος»), Σατανά ή Μπελιάλ.

Η ιστορία της πτώσης των αγγέλων στο Ιωβηλαίο, πως όπως στο Πρώτο Βιβλίο του Ενώχ, προσφέρει μια ηθική πρειδοποίηση: αν ακόμη και οι άγγελοι, όταν αμαρτήσουν, θα υποστούν την οργή του Θεού και τη καταστροφή πάνω τους, πως μπορούν τα απλά ανθρώπινα όντα να περιμένουν έλεος; Το Ιωβηλαίο επιμένει πως κάθε πλάσμα, είτε αγγελικό είτε ανθρώπινο, Ισραηλίτης ή Εθνικός, θα κριθεί σύμφωνα με τις πράξεις, δηλαδή, ηθικά.

Σύμφωνα με το Ιωβηλαίο, η πτώση των αγγέλων γέννησε τους γίγαντες, που έσπειραν τη βία και το κακό, και διαβολικά πνεύματα «που είναι σκληρά, και δημιουργήθηκαν για να καταστρέφουν». Από τότε, η παρουσία τους έχει κυριαρχήσει αυτό το κόσμο σαν μια βαριά σκιά, και προκαλούν την ηθική αμφιταλάντευση και την ευαλωτότητα κάθε ανθρώπινου όντος. Όπως συγκεκριμένοι κριτές, αυτός ο συγγραφέας προειδοποιεί πως να είσαι εκλεκτός δεν προσφέρει ασφάλεια, και σίγουρα όχι ανοσία· η μοίρα του Ισραήλ εξαρτάται όχι απλά από την επιλογή αλλά στην ηθική δράση ή, αποτυγχάνοντας σε αυτή, στην μετάνοια και την θεία συγχώρεση.

Όμως Εβραίοι και Εθνικοί δεν αντιμετωπίζουν την δαιμονική κακία επί ίσοις όροις. Το Ιωβηλαίο αναφέρει πως ο Θεός όρισε σε κάθε έθνος ένα άγγελο ή πνεύμα να το κυβερνά «ώστε να τα ξεστρατίσει»· έτσι τα έθνη λατρεύουν δαίμονες (που το Ιωβηλαίο ταυτίζει με τους ξένους θεούς). Αλλά ο ίδιος ο Θεός κυβερνά το Ισραήλ, μαζί με μια φάλαγγα από αγγέλους και πνεύματα που το ευλογούν και το φυλάνε.

Τι σημαίνει τότε η επιλογή από το Θεό του λαού του; Ο συγγραφέας του Ιωβηλαίου, θυμίζοντας τις προειδοποιήσεις του Ησαΐα και άλλων προφητών, αναφέρει πως το να ανήκεις στο λαό του Ισραήλ δεν εγγυάται απαλλαγή από το κακό. Μεταφέρει την κληρονομιά ενός ηθικού αγώνα, αλλά εξασφαλίζει ουράνια βοήθεια σε αυτό τον αγώνα.

Το Ιωβηλαίο απεικονίζει τον Μαστήμα να δοκιμάζει τον Αβραάμ μέχρι να σπάσει. Γιατί σύμφωνα με αυτόν τον αναθεωρητή συγγραφέα, είναι ο Μαστήμα – και όχι ο Κύριος – που διατάζει τον Αβραάμ να σκοτώσει το γιό του, τον Ισαάκ. Αργότερα ο Αβραάμ εκφράζει την αγωνία του μήπως έχει καταληφθεί από κακά πνεύματα, «ποιος έχει έλεγχο πάνω στις σκέψεις της ανθρώπινης καρδιάς»· παρακαλεί το Θεό, «Σώσε με από τα χέρια των κακών πνευμάτων, και μη τα αφήσεις να με απομακρύνουν από το Θεό». Ο Μωϋσής επίσης γνωρίζει πως αυτός και ο λαός του είναι ευάλωτοι. Όταν προσεύχεται να απελευθερώσει ο Θεός το Ισραήλ από τους εξωτερικούς του εχθρούς, «τους Εθνικούς», προσεύχεται επίσης να τους σώσει από τον εσωτερικό εχθρό που απειλεί να ακταλάβει το λαό του από μέσα και να τους καταστρέψει: «Μην επιτρέψεις στο πνεύμα του Μπελιάλ να τους καταλάβει». Αυτή η αίσθηση του σοβαρού και διαρκούς κινδύνου στο Ιωβηλαίο δείχνει το βαθμό στον οποίο ο συγγραφέας θεωρεί πως ο λαός του μπορεί να διαφθαρεί και, σε ένα σημαντικό βαθμό, έχει ήδη διαφθαρεί. Όπως το Βιβλίο των Εγρήγορων, το Ιωβηλαίο προειδοποιεί πως εκείνοι που παραμελούν την διαθήκη του Θεού παρασέρνονται από την δύναμη κακών, έκπτωτων αγγέλων.

Παρά αυτές τις προειδοποιήσεις, το μεγαλύτερο μέρος των Εβραίων, από το 2ο αιώνα ΠΚΕ ως σήμερα, απορίπτουν τον σεχταρισμό, όπως και τον οικουμενισμό που, μεταξύ των Χριστιανών, τελικά θα ξεπερνούσε την εθνική διάκριση. Η εβραϊκή πλειοψηφία, μεταξύ τους εκείνοι που συντάχθηκαν με τους Μακκαβαίους εναντίον των αφομοιωτών, πάντοτε ταυτίζονταν με το Ισραήλ ως σύνολο.

Ο συγγραφέας του βιβλικού βιβλίου του Δανιήλ, για παράδειγμα, που έγραψε στη διάρκεια της κρίσης γύρω από το πόλεμο των Μακκαβαίων, επίσης τάσσεται με την πλευρά των Μακκαβαίων, και θέλει οι Εβραίοι να αποστρέφονται την μόλυνση που προκύπτει από το να τρώνε με Εθνικούς, να τους παντρεύονται, ή να λατρεύουν τους θεούς τους. για να ενθαρρύνει τους Εβραίους να διατηρήσουν την πίστη τους στο Ισραήλ, το βιβλίο ανολιγει με την διάσημη ιστορία του προφήτη Δανιήλ, καταδικασμένου σε θάνατο από το Βαβυλώνιο βασιλιά επειδή προσεύχονταν πιστά στο Θεό του. Έχοντας τον πετάξει σε ένα λάκο με λιοντάρια για να τον κατασπαράξουν, ο Δανιήλ σώζεται από θεϊκή παρέμβαση· «ο Κύριος έστειλε έναν άγγελο να κλείσει τα στόματα των λιονταριών», έτσι ώστε ο θαρραλέος προφήτης να βγει δίχως πληγή.

Όπως οι συγγραφείς του Ιωβηλαίου και των Εγρήγορων, ο συγγραφέας του Δανιήλ, επίσης βλέπει ηθικό διχασμό μέσα στο Ισραήλ, και προειδοποιεί πως κάποιοι άνθρωποι «παραβιάζουν την διαθήκη· αλλά οι άνθρωποι που ξέρουν το Θεό τους θα μείνουν ακλόνητοι και θα αναλάβουν δράση». Αν και επικεντρώνεται σε ηθικά ζητήματα, δεν ξεχνά ποτέ την εθνική ταυτότητα: αυτό που τον απασχολεί πάνω από όλα είναι το ηθικό πεπρωμένο του Ισραήλ συνολικά. Αντίθετα από τους συγγραφείς του Βιβλίου των Εγρήγορων και του Ιωβηλαίου, ο συγγραφέας του Δανιήλ δεν οραματίζεται κάποιον σεχταριστή αντίπαλο. Όσο θλιμένος και αν είναι με τις αμαρτίες του Ισραήλ, δεν καταδικάζει ποτέ πολλούς, πόσο μάλλον την πλειοψηφία, του λαού του ως αποστάτη· κατά συνέπεια δεν μιλά ποτέ για το Σατανά, τον Σεμιάζα, τον Αζαζέλ, τον Μαστήμα, τον Μπελιάλ, ή έκπτωτους αγγέλους κάθε είδους.

Αν και δεν υπάρχουν διάβολοι στο κόσμο του Δανιήλ, υπάρχουν άγγελοι, και υπάρχουν εχθροί. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τους ξένους εχθρούς, κυβερνήτες της περσικής, της μηδικής, της ελληνιστικής αυτοκρατορίας, με παραδοσιακή αποκαλυπτική εικονογραφία, ως τερατώδη κτήνη. Σε ένα όραμα, το πρώτο κτήνος είναι «σαν λιοντάρι με φτερά αετού»· το δεύτερο «σαν αρκούδα» που καταβροχθίζει λαίμαργα το θήραμα της· το τρίτο σα λεοπάρδαλη «με τέσσερα φτερά στη ράχη του και τέσσερα κεφάλια»· και «ένα τέταρτο κτήνος είναι τρομερό και φοβερό και υπερβολικά δυνατό· και είχε μεγάλα σιδερένια δόντια· καταβρόχθιζε και ξέσκιζε, και πατούσε ότι έμενε με τα πόδια του». Σε ένα άλλο όραμα, ο Δανιήλ βλέπει ένα κριάρι με κέρατα που ο άγγελος Γαβριήλ του εξηγεί πως «είναι ο βασιλιάς της Ελλάδας». Σε όλα τα οράματα του Δανιήλ, τέτοια τερατώδη ζώα αντιπροσωπεύουν ξένους βασιλιάδες και έθνη που απειλούν το Ισραήλ. Όταν ο Δανιήλ, τρέμοντας από δέος και τρόμο, προσεύχεται για το λαό του, επιβραβεύεται με την διαβεβαίωση πως όσοι Ισραηλίτες μείνουν πιστοί στο Θεό θα επιβιώσουν. Έτσι το βιβλίο του Δανιήλ επιβεβαιώνει έντονα την ακεραιότητα της ηθικής και εθνικής ταυτότητας του Ισραήλ. Είναι για αυτό το λόγο, πιστεύω, που ο Δανιήλ, αντίθετα από τα άλλα αποκαλυπτικά βιβλία όπως το Βιβλίο των Εγρήγορων και το Ιωβηλαίο, περιλαμβάνεται στην κανονική συλλογή που αποκαλούμε Εβραϊκή Βίβλο και δεν έχει υποβαθμιστεί σε απόκρυφο.

Η πλειοψηφία των Εβραίων, σε κάθε περίπτωση εκείνοι δημιούργησαν και βασίστηκαν στην Εβραϊκή Βίβλο, προφανώς υποστήριζαν την εκ νέου επιβεβαίωση της παραδοσιακής ταυτότητας του Ισραήλ στο Δανιήλ, ενώ εκείνοι που εκτιμούσαν βιβλία όπως το Πρώτο Βιβλίο του Ενώχ και το Ιωβηλαίο περιλάμβαναν μια σημαντική μειονότητα πιο πρόθυμη να ταυτιστεί με μια ομάδα Εβραίων έναντι κάποιας άλλης, όπως αρνήθηκε να κάνει ο Δανιήλ. Οι περισσότεροι από εκείνους που επέλεξαν πλευρά σταμάτησαν πριν κηρύξουν έναν ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της μιας και της άλλης εβραϊκής ομάδας, αλλά υπήρχαν σημαντικές εξαιρέσεις, αλλά υπήρχαν σημαντικές εξαιρέσεις. Ξεκινώντας από την εποχή του πολέμου των Μακκαβαίων, οι πιο ακραίες σεχταριστικές ομάδες που αναφέραμε – κυριότερη, εκείνη των Εσσαίων – έθεσαν την κοσμική σύγκρουση μεταξύ αγγέλων και δαιμόνων, Θεού και Σατανά, στο κέντρο ακριβώς της κοσμολογίας και την πολιτικής τους, κάνοντάς το αυτό, εξέφρασαν την σπουδαιότητα στις ζωές τους της σύγκρουσης μεταξύ των ίδιων και της πλειοψηφίας των ομοεθνών τους Εβραίων, τους οποίους οι Εσσαίοι τοποθετούσαν στην κόλαση.

Πολλοί μελετητές πιστεύουν πως οι Εσσαίοι είναι γνωστοί σε εμάς σήμερα από σύγχρονους τους του 1ου αιώνα όπως ο Ιώσηπος, ο Φίλωνας, και ο Ρωμαίος γεωγράφος, Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, καθώς και από την ανακάλυψη το 1947 των ερειπίων της κοινότητας τους, ανάμεσα τους και της ιερής τους βιβλιοθήκης, τα Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας. Ο Ιώσηπος, στην ηλικία των 16 ετών, είχε εντυπωσιαστεί από την αυστηρή και κλειστή κοινότητα: αναφέρει πως «ασκούσαν μεγάλη αγιοσύνη» μέσα σε μια ιδιαίτερα στενή ομάδα («αγαπούν ο ένας τον άλλο πολύ»). Ο Ιώσηπος και ο Φίλωνας, σημειώνουν και οι δυο, με κάποια έκπληξη, πως αυτή η σέχτα ασκούσε αυστηρή αγαμία, πιθανώς επειδή επέλεξαν να ζουν σύμφωνα με τους βιβλικούς κανόνες για ιερό πόλεμο, που απαγόρευαν την σεξουαλική συνεύρεση στη διάρκεια περιόδων πολέμου. Ο πόλεμος όμως στον οποίο θεωρούσαν πως συμμετείχαν ήταν ο πόλεμος του Θεού εναντίον της δύναμης του κακού – ένας κοσμικός πόλεμος που πίστευαν θα κατέληγε στην επιβράβευση της πίστης τους από το Θεό. Οι Εσσαίοι επίσης έδιναν όλα τους τα χρήματα και ιδιοκτησία στους ηγέτες τους ώστε να ζουν «δίχως χρήματα», όπως αναφέρει ο Πλίνιος, σε μια μοναστική κοινότητα.

Αυτοί οι πιστοί και παθιασμένοι σεκταριστές  έβλεπαν την κατοχή της Παλαιστίνης από ξένους – και το συμβιβασμό της πλειοψηφίας των Εβραίων με αυτή την κατοχή – ως απόδειξη πως οι δυνάμεις του κακού είχαν κατακτήσει το κόσμο και – με τη μορφή του Σατανά, του Μαστήμα, η του Πρίγκηπα του Σκότους – είχαν διεισδύσει και κατακτήσει και τον ίδιο το λαό του Θεού, μετατρέποντας τους περισσότερους στους συμμάχους του Κακού.

Προέκυψαν από τις συγκρούσεις γύρω από την αγνότητα και την ενσωμάτωση που ακολούθησαν τον πόλεμο των Μακκαβαίων, το κίνημα των Εσσαίων μεγεθύνθηκε στη διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής του πρώτου αιώνα και έφτασε τους χίλιους άνδρες. Οι γυναίκες δεν αναφέρονται στην καθημερινότητα της κοινότητας, προφανώς δεν είχαν το δικαίωμα  για συμμετοχή. Αν και τα λείψανα μερικών γυναικών και παιδιών έχουν βρεθεί ανάμεσα στους εκατοντάδες άνδρες που τάφηκαν στο εξωτερικό νεκροταφείο στο Κουμράν, προφανώς δεν ήταν μέλη της κοινότητας. (Καθώς δεν έχει ανασκαφεί ολόκληρο το νεκροταφείο, αυτά τα συμπεράσματα παραμένουν ανεπιβεβαίωτα) Πολλά επικουρικά μέλη που ήταν παντρεμένα, ζούσαν σε πόλεις σε ολόκληρη την Παλαιστίνη, κάνοντας τυπικά επαγγέλματα ενώ μοχθούσαν να αφιερώσουν τον εαυτό τους στο Θεό· οι πιο αφοσιωμένοι όμως αποσύρθηκαν διαμαρτυρόμενοι για την κοινή εβραϊκή ζωή για να ιδρύσουν το δικό τους «νέο Ισραήλ». Την μοναστική κοινότητα στις σπηλιές της ερήμου που έβλεπαν την Νεκρά Θάλασσα. Εκεί, ακολουθώντας, τους αυστηρούς κοινονικούς κανόνες, ντύνονταν μόνο στα λευκά και ρύθμιζαν κάθε πτυχή της ζωής τους σύμφωνα με αυστηρά κυριολεκτικές ερμηνείες  του νόμου που επιβάλλονταν από τους ιεράρχες ηγέτες τους.

Στα ιερά τους βιβλία, όπως ο Μεγάλος Πάπυρος του Πολέμου των Υιών του Φωτός Εναντίον των Υιών του Σκότους, η αδελφότητα μπορούσε να διαβάζει ως ο Θεός τους είχε δώσει τον Υιό του Φωτός ως τον υπερφυσικό τους σύμμαχο για να τους προστατέψει από το Σατανά, και από τους ανθρώπινους συμμάχους του.

«Το Πρίγκιπας του Φωτός όρισες ως προστάτη μας αλλά  το Σατανά, τον άγγελο Μαστήμα, εσύ δημιούργησες για την κόλαση· κυβερνά στο σκοτάδι και ο σκοπός του είναι φέρει παντού το κακό».

Οι Εσσαίοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «υιοί του φωτός» και κατηγορούσαν την πλειοψηφία ως «υιούς του σκότους», «σύναξη προδοτών», ως ανθρώπους που «απομακρύνονται από τα ήθη, έχουν παραβεί το νόμο, και αγνοήσει τους κανόνες». Οι Εσσαίοι λένε όλη την ιστορία του Ισραήλ με όρους αυτού του κοσμικού πολέμου. Ακόμη και στους πρώτους καιρούς, λένε, «ο Πρίγκιπας του Φωτός ανέθρεψε τον Μωυσή», αλλά ο Κακός, εδώ ονομαζόμενος Μπελιάρ, δημιούργησε αντίσταση στον Μωυσή μεταξύ του ίδιου του λαού του. Από τότε, ιδιαίτερα τώρα, ο Μπελιάρ έχει δημιουργήσει παγίδες στις οποίες σκοπεύει να «παγιδέψει το Ισραήλ», γιατί ο ίδιος ο Θεός έχει «εξαπολύσει τον Μπελιάρ εναντίον του Ισραήλ». Τώρα οι «υιοί του φωτός» ανυπόμονα περιμένουν την ημέρα της κρίσης, όπου περιμένουν την άφιξη του Θεού με όλες του τις ουράνιες στρατιές για να εξολοθρεύσουν την διεφθαρμένη πλειοψηφία μεταξύ των ξένων εχθρών του Ισραήλ.

Αν ο Σατανάς δεν υπήρχε στην εβραϊκή παράδοση, οι Εσσαίοι θα τον είχαν επινοήσει. Στο Βιβλίο των Εγρήγορων οι έκπτωτοι άγγελοι προκαλούν τις δραστηριότητες εκείνων που παραβιάζουν την διαθήκη του Θεού, αλλά οι Εσσαίοι πάνε πολύ πιο πέρα και τοποθετούν στο κέντρο της θρησκευτικής τους αντίληψης το κοσμικό πόλεμο μεταξύ Θεού και των συμμάχων του, τ΄’οσο αγγελικούς όσο και ανθρώπινους, εναντίον του Σατανά, ή Μπελιάρ, μαζί με τους διαμονικούς και ανθρώπινους συμμάχους του.οι Εσσαίοι τοποθετούν τους εαυτούς τους στο επίκεντρο αυτής της μάχης μεταξύ παραδείσου και κόλασης. Ενώ απεχθάνονται τους παραδοσιακούς εχθρούς του Ισραήλ, τους οποίους αποκαλούν kittim (μάλλον ένα κωδικοποιημένο επίθετο για τους Ρωμαίους), μάχονται πολύ πιο φανατικά τους ομοεθνείς τους Ισραηλίτες, που ανήκουν  στο «ποίμνιο του Μπελιάρ». Ο David Sperling, μελετητής της αρχαίας Μέσης Ανατολής, πως η αντιακατάσταση του προγενέστερου Μπελιάλ από τον Μπελιάρ μπορεί να είναι λογοπαίγνιο πάνω στο belî ’ôr, «δίχως φως». αναφέρουν τον Σατανά – ή Μπελιάρ – να χαρακτηρίζουν την αγεφύρωτη διαφωνία μεταξύ τους και των «υιών του σκότους» στο πόλεμο που πραγματοποιείται ταυτόχρονα σε ουρανό και γη. Αναμένουν πως σύντομα ο Θεός θα έρθει στην εξουσία, μαζί με τους ιερούς αγγέλους του, και τελικά θα ανατρέψει τις δυνάμεις του κακού και θα δημιουργήσει το Βασίλειο του Θεού.

Οι Εσσαίοι συμφωνούν με το Ιωβηλαίο πως το να είσαι Εβραίος δεν είναι πλέον αρκετό για να εξασφαλίσεις την ευλογία του Θεού. Είναι όμως πολύ περισσότερο ριζοσπάστες: οι αμαρτίες του λαού έχουν ουσιαστικά ακυρώσει την διαθήκη του Θεού με τον Αβραάμ, πάνω στην οποία βασίζονταν η επιλογή του Ισραήλ. Τώρα επιμένουν, όποιος θέλει να ανήκει στο πραγματικό Ισραήλ πρέπει να ανήκει σε νέα διαθήκη – τη διαθήκη του ποιμνίου τους. Όποιος ζητά να εισέλθει στην κοινότητα της ερήμου πρέπει πρώτα να ομολογήσει πως είναι ένοχος αμαρτίας – ένοχος, προφανώς, για την συμμετοχή στην συλλογική αποστασία του Ισραήλ μακριά από το Θεό. Τότε ο υποψήφιος ξεκινά αρκετά χρόνια επιτήρησης, στη διάρκεια των οποίων δίνει την περιουσία του στους ηγέτες της κοινότητας και ορκίζεται να ασκήσει σεξουαλική αποχή, μαζί με τελετουργική αγνότητα σε ότι τρώει, πίνει, λέει, ή αγγίζει. Στη διάρκεια της περιόδου επιτήρησης δεν πρέπει να αγγίξει τα σκεύη, πιάτα ή μαχαιροπίρουνα στα οποία τα μέλη της κοινότητας προετοιμάζουν το φαγητό. Ο όρκος μπορείς να προκαλέσει την άμεση αποβολή του από την κοινότητα, και το ίδιο και το η γκρίνια για τους ηγέτες της κοινότητας· το φτύσιμο ή το να μιλούν έξω από τη σειρά τους επιφέρει βαριές τιμωρίες.

Ένας υποψήφιος που τελικά κερδίζει την αποδοχή του απαιτείται, στην τελετή μύησης του, να ενωθεί με ολόκληρη την κοινότητα να ευλογήσει όλους όσους ανήκουν στη νέα διαθήκη και να καταραστούν τελετουργικά όλους όσους δεν είναι μέλη, που ανήκουν στους «ανθρώπους του Μπελιάρ». Οι ηγέτες αποκαλύπτουν τώρα στους μυημένους τα μυστικά της αγγελολογίας, και σύμφωνα με τον Ιώσηπο, πρέπει να ορκιστούν να «κρατήσουν μυστικά τα ονόματα των αγγέλων». Μέσα από τις πρακτικέ της αγνότητας, προσευχής, ο δόκιμος παλεύει να ενωθεί με τους αγγέλους. Όπως η ιστορικός Carol Newsome έχει δείξει, η κοινοτική λατρεία των Εσσαίων – όπως η χριστιανική λειτουργεία σήμερα – φτάνει στο αποκορύφωμα του καθώς η κοινότητα στην γη ενώνεται με τους αγγέλους ψάλλοντας τον ύμνο δοξολογίας που οι τελευταίοι ψέλνουν στον ουρανό. Ιερά κείμενα των Εσσαίων όπως ο Πάπυρος του Πολέμου των Υιών του Φωτός Εναντίον των Υιών του Σκότους αποκαλύπτει μυστικά της αγγελολογίας, πράγματα που τα μέλη της σέκτας θεωρούν ως απαραίτητη και πολύτιμη πληροφορία, για την αναγνώριση και κατανόηση την σχέση μεταξύ των υπερφυσικών δυνάμεων, καλών και κακών, είναι σημαντικά για την αντίληψη της ίδιας της ταυτότητας τους – και ο τρόπος που αναγνωρίζουν τους άλλους.

Οι Εσσαίοι, έτσι, προσφέρουν τον κοντινότερο παραλληλισμό με την άποψη του Μάρκου για τους ακολούθους του Ιησού, καθώς επικαλούνται εικόνες κοσμικού πολέμου για να διαιρέσουν το σύμπαν γενικότερα – και την εβραϊκή κοινότητα – μεταξύ των ανθρώπων του Θεού και του Σατανά. Ωστόσο τα δύο κινήματα διαφέρουν σημαντικά, ιδιαίτερα σε σχέση με τους έξω. Η διαθήκη των Εσσαίων, όπως έχουμε δει, ήταν τρομερά αποκλειστική, περιορισμένη όχι απλά σε Εβραίους, που πρέπει να είναι γεννημένοι ελεύθεροι και άνδρες, αλλά σε εκείνους τους ελάχιστους πιστούς που με τη θέληση τους εντάχθηκαν στην ¨νέα διαθήκη». Αν και ο Μάρκος και ο Ματθαίος είδαν την αρχή του κινήματος του Ιησού κυρίως μέσα στο πλαίσιο της εβραϊκής κοινότητας, το μέλλον του θα περιλάμβανε όλο και περισσότερο τον εξωτερικό κόσμο των Εθνικών.

Παρόλα αυτά οι Εσσαίοι, μέσα από αυστηρό αποκλεισμό, οδηγήθηκαν από τις αντιρρήσεις στις τάσεις αφομοίωσης των ομοεθνών τους Εβραίων να κινηθούν, παραδόξως, στην οικουμενική κατεύθυνση που έδειχναν το Βιωλίο των Εγρήγορων και το Ιωβηλαίο. (Οι Εσσαίοι θεωρούσαν πολύτιμα και τα δυο κείμενα στην μοναστική τους βιβλιοθήκη· το Ιωβηλαίο, έγραψε ένας ανώνυμος Εσσαίος, είναι ένα βιβλίο που αποκαλύπτει θεία μυστικά «στα οποία το Ισραήλ έχει κάνει τα στραβά μάτια»). Οι Εσσαίοι ξεπέρασαν τους προκατόχους τους στο παραμερισμό της εθνικής ταυτότητας, όχι ως εσφαλμένης, αλλά ως ανεπαρκούς, και τόνιζαν την ηθική έναντι της εθνικής ταυτότητας. Όταν δείχνουν τον αγώνα του Πρίγκιπα του Φωτός απέναντι στο Πρίγκιπα του Σκότους, δεν ταυτίζουν το Πρίγκιπα του Φωτός με τον αρχάγγελο Μιχαήλ, τον αγγελικό προστάτη του Ισραήλ. Αντίθετα, οραματίζονται το Πρίγκιπα του Φωτός ως μια οικουμενική ενέργεια που αγωνίζεται εναντίον μιας κοσμικής δύναμης, του Πρίγκιπα του Σκότους. Για τους Εσσαίους αυτές οι δύο ενέργειες αντιπροσωπεύουν όχι μόνο τις δικές τους συγκρούσεις με τους αντίπαλους τους αλλά μια σύγκρουση μέσα σε κάθε άτομο, μέσα στην ίδια την ανθρώπινη καρδιά:

«Τα πνεύματα της αλήθειας και του ψεύδους μάχονται μέσα στην ανθρώπινη καρδιά…. Σύμφωνα με το δικό του μερίδιο στην αλήθεια και στο δίκιο, ο άνθρωπος έτσι μισεί τα ψέματα· και σύμφωνα με το δικό του μερίδιο στο ψέμα, μισεί έτσι την αλήθεια».

Οι Εσσαίοι, φυσικά, θεωρούσαν την δική τους ταύτιση με το Ισραήλ δεδομένη. Καθώς απαιτούσαν κάθε δόκιμος στην διαθήκη τους έπρεπε να είναι Εβραίος, άνδρας, και γεννημένος ελεύθερος, «κάθε άτομο» στην ουσία σήμαινε πως μόνο Εβραίοι εκπλήρωναν αυτές τις προϋποθέσεις. Συγκεκριμένοι όμως ακόλουθοι του Ιησού, ιδιαίτερα μετά το 100 ΚΕ, έχοντας συναντήσει απογοητευτική ανταπόκριση στο μήνυμα τους μέσα στις εβραϊκές κοινότητες, θα εμπνέονταν από τέτοια οικουμενιστικά θέματα καθώς άνοιγαν το κίνημα τους στους Εθνικούς.

[…] οι ακόλουθοι του Ιησού σύμφωνα με τον Μάρκο, επίσης επικαλούνται εικόνες του κοσμικού πολέμου για να διαιρέσουν το γενικότερο σύμπαν  – και την εβραϊκή κοινότητα συγκεκριμένα – μεταξύ των ανθρώπων του Θεού και του Σατανά. Ο Μάρκος, όπως και οι Εσσαίοι, βλέπουν αυτή τη πάλη με όρους ενδοεβραϊκής σύγκρουσης. Έτσι ο ακόλουθος του Ιησού που αποκαλούμε  Ματθαίο, που ανέλυσε και αναθεώρησε το ευαγγέλιο του Μάρκου κάπου δέκα με είκοσι χρόνια αργότερα. Παίρνοντας το βασικό πλαίσιο του Μάρκου, ο Ματθαίος το εμπλούτισε και ουσιαστικά το ανανέωσε, τοποθετώντας την ιστορία του Ιησού σε ένα πλαίσιο πολύ πιο σχετικό με τον εβραϊκό κόσμο της εποχής του Ματθαίου, την Παλαιστίνη περίπου το 80-90 ΚΕ. Την εποχή που έγραφε ο Ματθαίος, οι ακόλουθοι του Ιησού ήταν μια περιθωριακή ομάδα που ήταν απέναντι από την κυβερνώσα ομάδα των Φαρισαίων, που είχαν κερδίσει την κυριαρχία τους στην Ιερουσαλήμ κατά τις δεκαετίες μετά το ρωμαϊκό πόλεμο. Στο κεντρικό τμήμα της εκδοχής του ευαγγελίου του Ματθαίου, οι «κοντινοί εχθροί» είχαν γίνει κυρίως οι Φαρισαίοι.

Περίπου την ίδια περίοδο, ακόμη ένας ακόλουθος του Ιησού, που η παράδοση ονομάζει Λουκά, επίσης πήρε την μαρτυρία του Μάρκου και την επέκτεινε για να ταιριάξει στην δική του οπτική – εμφανώς εκείνη ενός Εθνικού προσήλυτου. Ωστόσο ο Λουκάς, το ίδιο φανατικά όπως κάθε Εσσαίος, απεικονίζει την δική του σέχτα ως εκείνη που αντιπροσωπεύει το Ισραήλ στα καλύτερά του· σύμφωνα με το Λουκά, οι ακόλουθοι του Ιησού είναι πρακτικά οι μόνοι Ισραηλίτες που έχουν απομείνει.

Προς το τέλος του αιώνα, περίπου το 80 με 90 ΚΕ, ο συγγραφέας που ονομάζεται Ιωάννης προσφέρει μια τολμηρή ερμηνεία αυτών των γεγονότων. Πολλοί ακαδημαϊκοί συμφωνούν πως το ευαγγέλιο του Ιωάννη αντιπροσωπεύει την θέση μιας ριζοσπαστικής σεκταριστικής ομάδας που έχει αποξενωθεί από την εβραϊκή κοινότητα επειδή έχουν εκδιωχθεί από τις οικείες τους συναγωγές  επειδή έλεγαν πως ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας. Όπως οι Εσσαίοι, ο Ιωάννης μιλά με ευφράδεια για την αγάπη μεταξύ όσων ανήκουν στο Θεό· και όμως η έντονη πολεμική εναντίον εκείνων που αποκαλεί απλά «οι Εβραίοι» κατά στιγμές ταιριάζει με την πικρία των Εσσαίων.

Ο Διάβολος ως Όπλο: Ο Ματθαίος Εναντίον των Φαρισαίων

Οι ακόλουθοι του Ιησού κατόρθωσαν πολύ περισσότερα από όσα ήλπιζαν πολλοί από αυτούς – ή ακόμη και ήλπιζαν – στο να προσελκύσουν Εθνικούς (από τον λατινικό όρο για τα «έθνη», gentes) αλλά, προς απογοήτευση τους, σε γενικές γραμμές απέτυχαν να προσελκύσουν Εβραίους. Μεταξύ 70 και 100 Κ.Ε., αυτό το κίνημα, που ξεκίνησε, όπως αναφέρει ο George Nickelsburg, ως «μια σχετικά καθυστερημένη χρονικά μεταξύ των σεχτών και ομάδων του μετά την εξορία ιουδαϊσμού», αναπτύχθηκε γρήγορα. Αν και πολλοί ακόλουθοι του Ιησού ήταν Εβραίοι, έτειναν όλο και περισσότερο να χωρίζονται από τους άλλους εβραίους, συχνά συναντιούνταν για λατρεία στα σπίτια των άλλων μελών, παρά στις συναγωγές. Αυτή η κατάσταση ενοχλούσε πολλούς ανάμεσα τους, που επέμεναν πως δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από τα παραδοσιακά ήθη αλλά είχαν αναγκαστεί να το κάνουν, έχοντας απορριφθεί από τους Εβραίους ηγέτες, μερικές φορές έχοντας αποβληθεί από τις οικείες συναγωγές τους.

Καθώς το κίνημα του Ιησού εξαπλώθηκε στον ρωμαϊκό κόσμο, διάφοροι πιστοί άρχισαν να εγκαταλείπουν χαρακτηριστικά εβραϊκές πρακτικές, κυρίως την περιτομή, και έπειτα επίσης διαιτητικές και κανόνες του Σαββάτου. Ως το 100 της ΚΕ, σε περιοχές που περιλαμβάνουν την Ελλάδα, την Μικρά Ασία, την Ιταλία και την  Αίγυπτο, πολλές χριστιανικές εκκλησίεςείχαν γίνει κυρίως Εθνικές. Επέμεναν ωστόσο πως μόνο αυτές ήταν η πραγματική ενσάρκωση του Ισραήλ. Ο George Nickelsburg επισημαίνει την ειρωνεία της θέσης τους:

«Μια νέα, φιλόδοξη ομάδα που είχε αλλάξει γρήγορα και ριζικά, έλεγε πως ήταν πιο αυθεντική από την πατρική της ομάδα· και αυτή η νοοτροπία ανωτερότητας προέρχονταν, εν μέρει, από ιδέες ήδη υπάρχουσες στο πατρικό σώμα».

Όπως σημειώνει ο ιστορικός και μελετητής της Καινής Διαθήκης Wayne Meeks, ο δρόμος προς το διαχωρισμό δεν ήταν σε καμιά περίπτωση απλός ή ομοιόμορφος. Ήδη έχουμε δει πως οι εβραϊκές κοινότητες, διασκορπισμένες σε όλη την Παλαιστίνη και στις περιφερειακές πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δεν ήταν μόνο εσωτερικά πολύμορφες αλλά και περνούσαν περίπλοκες μεταπολεμικές αλλαγές. Οι διάφορες ομάδες προσηλυτισμένων στο χριστιανισμό ήταν ακόμη πιο πολύμορφες εσωτερικά καθώς συχνά περιλάμβαναν Εθνικούς μαζί με Εβραίους. Αυτές οι ομάδες των ακόλουθων του Ιησού πάλεψαν να βρουν μια θέση να σταθούν σε σχέση με τις εβραϊκές κοινότητες των οποίων τις Γραφές και τις παραδόσεις σε μεγάλο βαθμό οικειοποιήθηκαν.

Δεν εγκατέλειψαν όλοι οι χριστιανοί τις εβραϊκές παραδόσεις ταυτόχρονα. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν το θάνατο του Ιησού, πολλοί από τους ακόλουθούς του μάλλον δεν ήθελαν να τις εγκαταλείψουν καθόλου. Η ομάδα που είχε επίκεντρο της στην Ιερουσαλήμ τον αδελφό τυο Ιησού, Ιάκωβο, για παράδειγμα, παρέμειναν πιστοί στο νόμο, όπως ο ίδιος ο Ιάκωβος (εκ τούτου και το όνομα «Ιάκωβος ο Δίκαιος». Ή «Ιάκωβος ο Ενάρετος»). Άλλες ομάδες, όπως εκείνες που ακολουθούσαν διδασκαλίες που σχετίζονταν με τον Πέτρο, τροποποίησαν την τήρηση των διαιτητικών και σεξουαλικών νόμων. Ομάδες που ταυτίζονταν με τον Παύλο, τον προσήλυτο Φαρισαίο, σε γενικές γραμμές υιοθετούσαν την πίστη του πως ο «Χριστός είναι το τέλος του νόμου για όποιον πιστεύει», είτε Εβραίο, είτε Εθνική. Οι περισσότεροι πιστοί θεώρησαν πως ο Παύλος εννοούσε πως η διατήρηση της περιτομής και η τήρηση των νόμων για την διατροφή και των εβραϊκών εορτών ήταν αντίθετα στην αποδοχή του ευαγγελίου, και αυτή η κατήχηση προσέλκυσε πολλούς προσήλυτους μεταξύ των Εθνικών που σχετίζονταν με τα πληρώματα των εβραϊκών συναγωγών.

Όταν στραφούμε στα τρία άλλα ευαγγέλια που συμπεριλαμβάνονται με του Μάρκου στην Καινή Διαθήκη, όλα γραμμένα μεταξύ 70 και 100 ΚΕ, μπορούμε να δούμε τρεις αντιπροσωπευτικές κοινότητες, η κάθε μια στη διαδικασία της απόσχισης από συγκεκριμένες εβραϊκές ομάδες και την προσπάθεια σχηματισμού ενός νέου και χαρακτηριστικά χριστιανικού μοτίβου κοινοτικής ταυτότητας. Ο μελετητής της Καινής Διαθήκης, Krister Stendahl, χαρακτηρίζει το ευαγγέλιο του Ματθαίου ως ένα είδους «κοινοτικού κανόνα», σημαντικά πιο προοδευτικού από εκείνου των Εσσαίων. Το ευαγγέλιο του Λουκά, μάλλον γραμμένο από τον μόνο Εθνικό συγγραφέα στην Καινή Διαθήκη, επιμένει πως η ομάδα του είχε κληρονομήσει την κληρονομιά του Ισραήλ ως λαού του Θεού. Ο συγγραφέας Ιωάννης, πιθανώς Εβραίος ο ίδιος, περιγράφει μια κλειστή ομάδα «ομοίων του Ιησού» – μυημένους που ακολουθούν την εντολή του Ιησού να «αγαπούν ο ένας τον άλλο» ενώ θεωρεί τους Εβραίους αντιπάλους τους ως απόγονους του Σατανά

Ότι τέτοια μοτίβα ομαδικής ταυτότητας έχουν βρεθεί σε αυτά τα ευαγγέλια – μοτίβα που έχουν διαμορφώσει τις χριστιανικές εκκλησίες από τότε – δεν αποτελεί σύμπτωση. Τα τέσσερα ευαγγέλια που συγκεντρώθηκαν στην Καινή Διαθήκη κανονικοποιήθηκαν περίπου το 200 Κ.Ε., με την συναίνεση των εκκλησιών από εκείνες που βρίσκονταν στην επαρχία της Γαλατίας ως στην εκκλησία της πρωτεύουσας στη Ρώμη·  δεν επιλέχθηκαν απαραίτητα επειδή ήταν οι πρώτες ή οι πιο ακριβείς μαρτυρίες της ζωής και της διδασκαλίας του Ιησού, αλλά ακριβώς επειδή μπορούσαν να σχηματίσουν την βάση για τις εκκλησιαστικές κοινότητες.

Τα κανονικά ευαγγέλια δεν αποτελούσαν τις μόνες μαρτυρίες της ζωής και της διδασκαλίας του Ιησού. Στη περίοδο που ακολούθησαν το θάνατο του, ιστορίες για τον ίδιο και τους μαθητές του λέγονταν και ξαναλέγονταν, όχι μόνο στη Παλαιστίνη, αλλά σε όλη τη Μικρά Ασία, την Ελλάδα, την Αίγυπτο, την Αφρική, την Γαλατία, και Ισπανία. Κάπου είκοσι χρόνια μετά τη σταύρωση του Ιησού, όταν ο παύλος ταξίδεψε στις συναγωγές στην Αντιόχεια, την πρωτεύουσα της Συρίας, και στην Ελλάδα, και στη Ρώμη για να κηρύξει «το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού», δεν υπήρχαν ακόμη γραπτά ευαγγέλια. Σύμφωνα με τον Παύλο, «το ευαγγέλιο» αποτελούνταν από αυτό που κήρυττε, το οποίο συνόψιζε ως εξής: «πως ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες μας, σύμφωνα με τις γραφές· πως τάφηκε και πως αναστήθηκε την Τρίτη μέρα». Αν και ο Παύλος δίδασκε σε συναγωγές, βρήκε το ακροατήριο του κυρίως μεταξύ των Εθνικών, συνήθως Εθνικών που προσελκύονταν στην εβραϊκή θρησκεία. Πολλοί ήταν άνθρωποι που είχαν μετακινηθεί από τις γενέτειρες τους στις τεράστιες, ετερογενείς πόλεις όπως η συριακή Αντιόχεια, η ασιατική έφεσσος, και η ελληνική Κόρινθος. Διακηρύσσοντας πως Εβραίοι και Εθνικοί, σκλάβοι και ελεύθεροι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, μπορούσαν τώρα να γίνουν «ένα μέσα στο Χριστό», ο Παύλος δημιούργησε από εκείνους που βάπτισε τις κλειστές κοινότητες που ο Wayne Meeks αποκαλεί τους «πρώτους αστούς Χριστιανούς» – εθνικά ποικίλες κοινότητες όπου έμποροι, σκλάβοι και οι πλούσιοι προστάτες των ομάδων αναμιγνύονταν, ορκισμένοι τώρα να βοηθούν και να στηρίζουν ο ένας τον άλλο καθώς περίμεναν την στιγμή που ο Χριστός θα επέστρεφε μέσα στη δόξα. Γράφοντας σε διάφορες εκκλησίες καθώς ταξίδευε, ο Παύλος μερικές φορές επικαλούνταν «ένα λόγο του Κυρίου». Κάποτε επικαλέστηκε την αρχή του Ιησού για να απαγορέψει το διαζύγιο· μια άλλη φορά εξήγησε πως ο Ιησούς είχε πει στους ακόλουθους του να τρώνε ψωμί και να πίνουν κρασί τελετουργικά «ώστε να μαρτυρούν το θάνατο του Κυρίου μέχρι να επιστρέψει».

Ο Παύλος δεν έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον για την γήινη ζωή του Ιησού, ωστόσο, και κανένα απολύτως στο να συγκεντρώσει τα λόγια του. Άλλοι χριστιανοί όμως άρχισαν να συλλέγουν τα λόγια του Ιησού και να τα γράφουν. Το Απόκρυφο Βιβλίο του Ιακώβου, μια από τις πολλές παραδόσεις που κυκλοφορούσαν μετά το θάνατο του Ιησού. Προσφέρει μια χαρακτηριστική περιγραφή αυτής της διαδικασίας:

«Οι δώδεκα μαθητές βρίσκονταν όλοι μαζί κάποια στιγμή και θυμόνταν τι είχε πει στον καθένα τους ο σωτήρας, είτε μυστικά ή ανοιχτά, και τα κατέγραφαν σε βιβλία».

Στη πραγματικότητα, πολλοί άνθρωποι, όχι μόνο «οι δώδεκα» που αγιοποιήθηκαν στην χριστιανική παράδοση, συγκέντρωσαν τα λόγια του Ιησού σε διάφορες συλλογές. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν πως μια συλλογή των λόγων του Ιησού, μεταφρασμένη από τα αραμαϊκά που μιλούσε στα ελληνικά, κυκλοφορούσε ευρέως στη διάρκεια του 1ου αιώνα, αν και δεν έχουμε κάποιο αντίγραφο αυτής της πηγής. Αν καθένας από τους συγγραφείς είχε μεταφράσει ξεχωριστά τα λόγια του Ιησού, θα περιμέναμε κάποια διαφορά στο τρόπο στο τρόπο που θα παρουσίαζε ο καθένας τα λόγια του. Ευαγγέλια όμως τόσο διαφορετικά όπως του Ματθαίου και του Λουκά, όπως και το απόκρυφο Κατά Θωμά, όλα παραθέτουν λόγια του Ιησού με την ίδια μετάφραση. Αυτό δειχνει πως βασίστηκαν σε μια κοινή πηγή, την οποία οι μελετητές αποκαλούν Q (από το Quelle, την γερμανική λέξη για την «πηγή»). Σε αυτή τη πηγή οφείλουμε πολλές οικείες εκφράσεις, μεταξύ τους Μακαρισμούς («Ευλογημένοι είναι οι φτωχοί γιατί δικό τους είναι το βασίλειο του ουρανού…») και αυτό που ξέρουμε από τον Μάρκο για την Ομιλία στο Όρος (που στον Λουκά γίνεται η Ομιλία στην Πεδιάδα). Όμως άλλες ομιλίες είναι γνωστές σε εμάς από θραύσματα παπύρου που έχουν βρεθεί διατηρημένοι σε ξηρά κλίματα όπως σε εκείνα της Άνω Αιγύπτου. Από το 1800 ως αυτό τον αιώνα, οι αρχαιολόγοι που δουλεύουν στην Αίγυπτο έχουν βρει φύλλα παπύρου που περιέχουν απόψεις της παράδοσης του Ιησού – για παράδειγμα, η ιστορία της θεραπείας ενός λεπρού από τον Ιησού, ή μια άλλη που ο Ιησούς που ανέστησε έναν νεαρό άνδρα. Άλλα θραύσματα παπύρου περιέχουν αινιγματικές εκφράσεις κατά τα άλλα άγνωστες:

«Ο Ιησούς είπε, ‘Είμαι το φως που είναι πάνω από όλα. Είμαι εγώ που είμαι τα πάντα. Από εμένα προέρχονται όλα και σε εμένα εκτείνεται το όλο. Κόψτε ένα κομμάτι ξύλο και είμαι εκεί. Σηκώστε μια πέτρα, και θα με βρείτε εκεί».

Καθώς ιστορίες, αποφθέγματα, και ανέκδοτα πολλαπλασιάζονταν, διάφορες ερμηνείες της ζωής και της διδασκαλίας του Ιησού κυκλοφορούσαν μεταξύ διάφορων χριστιανικών ομάδων σε ολόκληρο το ρωμαϊκό κόσμο. Αυτού που πραγματικά δίδαξε ο Ιησούς συχνά γίνονταν αντικείμενο σκληρού διαλόγου, όπως μπορούμε να δούμε από το Ευαγγέλιο της Μαρίας Μαγδαληνής, ακόμη μια πρώιμη πηγή, που ανακαλύφθηκε σε θραύσματα παπύρου το 1896 στην Αίγυπτο. Αυτό το αξιοσημείωτο κείμενο, όπως άλλα μη κανονικά κείμενα, παρουσιάζει την Μαρία Μαγδαληνή μεταξύ των μαθητών – κυριολεκτικά, ως μια από του πιο αγαπημένους μαθητές του Ιησού, στην οποία εμπιστεύτηκε μυστική διδασκαλία. Στο ακόλουθο απόσπασμα, ο Πέτρος απευθύνεται πρώτα στη Μαρία με μια παράκληση,

«Αδελφή, ξέρουμε πως ο σωτήρας σε αγαπούσε περισσότερο από τις υπόλοιπες γυναίκες. Πες μας τα λόγια του σωτήρα που θυμάσαι, αυτά… που δεν ξέρουμε και δεν έχουμε ακούσει».

Έπειτα η Μαρία απαντά, αποκαλύπτοντας στο Πέτρο μυστική διδασκαλία πάνω στο πνευματικό ταξίδι της ψυχής, ο Ανδρέας διαμαρτύρεται:

«Πες ότι θες για αυτά που είπε. Εγώ, τουλάχιστον, δεν πιστεύω πως ο σωτήρας τα είπε αυτά. Γιατί αυτές είναι παράξενες ιδέες».

Ο Πέτρος συμμετέχει, αμφισβητώντας την εγκυρότητα της Μαρίας:

Μίλησε στα αλήθεια με μια γυναίκα δίχως να το ξέρουμε, και μυστικά; Θα κάτσουμε όλοι μας και θα την ακούσουμε; Την αγαπούσε περισσότερο από εμάς;»

Η Μαρία διαμαρτύρεται:

«Αδελφέ μου Πέτρο, τι πιστεύεις; Πιστεύεις πως τα επινόησα όλα αυτά στη καρδιά μου; Πιστεύεις πως λέω ψέματα για το Κύριο;»

Τότε ο Ματθαίος παρεμβαίνει για να μεσολαβήσει στην διαφωνία, λέγοντας πως «ο Σωτήρας την ήξερε πολύ καλά, και την έκανε άξια» για να λάβει τέτοια διδάγματα. Το Ευαγγέλιο της Μαρίας καταλήγει πως οι μαθητές συμφωνούν να δεχτούν αυτό που μαθαίνουν από την Μαρία, και ετοιμάζονται όλοι να βγουν έξω και να κηρύξουν. Οι περισσότερες όμως χριστιανικές ομάδες, περιλαμβανόμενης εκείνης στη Ρώμη που ταυτίζεται με τον Πέτρο, που συχνά παρουσιάζεται ως ανταγωνιστής της Μαρίας, απέρριψε τέτοιους ισχυρισμούς πως η επιφοίτηση ήρθε μέσω της Μαρίας, καθώς δεν ήταν μια από τους δώδεκα, και απέρριψε πολλά άλλα «ευαγγέλια» που κυκλοφορούσαν ευρέως. Ως τα τέλη του δευτέρου αιώνα, ορισμένοι εκκλησιαστικοί ηγέτες άρχισαν να αποκηρύσσουν τέτοιες διδασκαλίες ως αίρεση.

Το 1945, η εκπληκτική ανακάλυψη μιας κρυφής βιβλιοθήκης πρώιμων χριστιανικών κειμένων στο Ναγκ Χαμαντί διεύρυνε σημαντικά την κατανόηση μας για το πρώιμο χριστιανικό κίνημα. Δεν είναι εδώ ο τόπος να περιγράψουμε αυτή την ανακάλυψη, όταν όμως ρίξουμε μια ματιά σε ένα από τα ευαγγέλια που ανακαλύφθηκαν εκεί, ένα που απέρριψαν οι περισσότεροι ηγέτες της εκκλησίας που ήξεραν την ύπαρξη του, μπορούμε να δούμε πιο καθαρά τους λόγους που προτιμήθηκαν τα ευαγγέλια στη Καινή Διαθήκη. Το Ευαγγέλιο του Θωμά ξεκινά με αυτά τα λόγια: «Αυτά είναι τα μυστικά λόγια που ο Ζων Χριστός είπε, και τα οποία ο δίδυμος Ιούδας Θωμάς κατέγραψε¨. Είχε ο Ιησούς ένα δίδυμο αδερφό όπως υπονοεί το κείμενο; Μπορεί να είναι μια αυθεντική καταγραφή του λόγου του Ιησού; Σύμφωνα με το τίτλο του, το κείμενο περιείχε το κατά Θωμά ευαγγέλιο. Όμως αντίθετα με τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης, το κείμενο αναγνώριζε τον εαυτό του ως απόκρυφο ευαγγέλιο. Περιείχε πολλές διδασκαλίες που συμφωνούν με εκείνες στη Καινή Διαθήκη, ιδιαίτερα εκείνες από την πηγή Q· ωστόσο άλλες είναι απόλυτα διαφορετικές – αποφθέγματα τόσο περίεργα και ενδιαφέροντα σαν Κοαν (ΣτΜ: ερώτημα ή πρόβλημα) του Ζεν:

«Ο Ιησούς είπε, ‘Αν βγάλεις έξω αυτό που είναι μέσα σου, αυτό που θα βγάλεις θα σε σώσει. Αν δεν βγάλεις έξω αυτό που είναι μέσα σου, αυτό που δεν βγάλεις έξω θα σε καταστρέψει»

Αν και το πλήρες κείμενο του Θωμά, γραμμένο στα κοπτικά, μάλλον χρονολογείται στον 3ο ή 4ο αιώνα Κ.Ε., το αυθεντικό είχε μάλλον γραφτεί πολύ νωρίτερα στα ελληνικά. Ο μελετητής της Καινής Διαθήκης Helmut Koester, έχει υποστηρίξει πως το Ευαγγέλιο του Θωμά περιέχει μια συλλογή από διδασκαλίες που προϋπάρχουν των ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης. Αν το πρώτο από τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης, το ευαγγέλιο του Μάρκου χρονολογείται από το 70 Κ.Ε., το Ευαγγέλιο του Θωμά, υποστηρίζει μπορεί να χρονολογείται μια γενιά νωρίτερα. Αν και πολλοί μελετητές αμφισβητούν την χρονολόγηση του Θωμά από τον Koester, αυτό το ευαγγέλιο, που ανακαλύφθηκε λιγότερο από πενήντα χρόνια πριν, με κάποιους τρόπους θυμίζει το είδος πηγής που οι συγγραφείς του Ματθαίου και του Λουκά χρησιμοποίησαν όταν συνέθεταν τα δικά τους ευαγγέλια.

Γιατί αγνοήθηκε αυτό το ευαγγέλιο, μαζί με πολλά άλλα που θα έμεναν πρακτικά άγνωστα για  σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια; Αρχικά μέρος της ιερής βιβλιοθήκης του αρχαιότερου μοναστηριού στην Αίγυπτο, αυτά τα βιβλία θάφτηκαν, εμφανώς κάπου το 370 Κ.Ε., αφού ο αρχιεπίσκοπος της Αλεξάνδρειας διέταξε τους χριστιανούς σε όλη την Αίγυπτο να απαγορεύσουν τέτοια βιβλία ως αίρεση και απαίτησε την καταστροφή τους. Διακόσια χρόνια νωρίτερα, τέτοια έργα ήδη είχαν δεχτεί την επίθεση από έναν άλλο ζηλωτή χριστιανό επίσκοπο, τον Ειρηναίο της Λυών. Ο Ειρηναίος ήταν ο πρώτος, από όσο γνωρίζουμε, που αναγνώρισε τα τέσσερα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης ως κανονικά, και απέκλεισε όλα τα άλλα. Ενοχλημένος που δεκάδες ευαγγέλια κυκλοφορούσαν μεταξύ των χριστιανών σε όλο το κόσμο, περιλαμβανομένων και μεταξύ του δικού του εκκλησιάσματος Ελλήνων μεταναστών που ζούσαν στη Γαλατία, ο Ειρηναίος αποκήρυξε ως αιρετικούς εκείνους που «ισχυρίζονται πως έχουν περισσότερα ευαγγέλια από όσα πραγματικά υπάρχουν… αλλά στα αλήθεια δεν έχουν καν ευαγγέλια που δεν είναι γεμάτα βλασφημίες». Μόνο τα τέσσερα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης, επέμενε ο Ειρηναίος, είναι αυθεντικά. Ποιος ήταν ο λόγος του; Ο Ειρηναίος διακήρυξε πως όπως υπάρχουν μόνο τέσσερις βασικοί άνεμοι, και τέσσερις γωνιές του σύμπαντος, και τέσσερις πυλώνες που συγκρατούν τον ουρανό, έτσι και μπορούν να υπάρχουν μόνο τέσσερα ευαγγέλια. Επιπλέον, πρόσθεσε, μόνο τα τέσσερα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης είχαν γραφεί από τους ίδιους τους μαθητές του Ιησού (Ματθαίος και Ιωάννης) ή από τους μαθητές τους (Μάρκος, μαθητής του Πέτρου, και Λουκάς, μαθητής του Παύλου).

Λίγοι μελετητές της Καινής Διαθήκης συμφωνούν σήμερα με τον Ειρηναίο. Αν και τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης – όπως και εκείνα που ανακαλύφθηκαν στην βιβλιοθήκη στο Ναγκ Χαμαντί – αποδίδονται στους ακόλουθους του Ιησού, κανείς δεν ξέρει ποιος τα έγραψε πραγματικά οποιοδήποτε από αυτά· επιπλέον, αυτό που ξέρουμε για τη χρονολόγηση τους κάνει τις παραδοσιακές παραδοχές, σε όλες τις περιπτώσεις, μάλλον απίθανες. Ωστόσο οι δηλώσεις του Ειρηναίου μας θυμίζουν πως η συλλογή βιβλίων που αποκαλούμε Καινή Διαθήκη διαμορφώθηκε μόλις το 180 με 200 Κ.Ε. Πριν από την εποχή εκείνη, πολλά ευαγγέλια κυκλοφορούσαν στις χριστιανικές κοινότητες, διασκορπισμένες από την Μικρά Ασία ως την Ελλάδα, τη ρώμη, την Γαλατία, την Ισπανία, και την Αφρική. Όμως ως τον ύστερο δεύτερο αιώνα, επίσκοποι της εκκλησίας που αποκαλούσαν τους εαυτούς τους ορθόδοξους τα απέρριψαν όλα εκτός από τα τέσσερα κανονικά ευαγγέλια, σύμφωνα με τα λόγια του Ειρηναίου, ως «μια άβυσσο τρέλας, και βλασφημίας εναντίον του Χριστού». Ο Ειρηναίος ήθελε να ενώσει τις χριστιανικές ομάδες που απειλούνταν με διώξεις σε όλο το κόσμο. Τα ευαγγέλια που υποστήριξε βοήθησαν να καθιερώσουν το χριστιανικό κίνημα. Εκείνα που αποκήρυξε ως αίρεση δεν εξυπηρετούσαν το στόχο της ένωσης. Κάποια, το αντίθετο, παρότρυναν τους ανθρώπους να αναζητήσουν άμεση πρόσβαση στο θεό, αδιαμεσολάβητη από την εκκλησία ή το κλήρο.

Το Ευαγγέλιο του Θωμά, όπως σημειώθηκε παραπάνω, ισχυρίζεται πως προσφέρει μυστική διδασκαλία – διδασκαλία πολύ διαφορετική από εκείνη του Μάρκου, του Ματθαίου, του Ιωάννη και του Λουκά. Σύμφωνα με τον Μάρκο για παράδειγμα, ο Ιησούς εμφανίζεται αρχικά κηρύσσοντας πως «έφτασε η στιγμή· το Βασίλειο του Θεού πλησιάζει. Μετανοήστε και πιστέψτε στο ευαγγέλιο». Σύμφωνα με το Μάρκο ο κόσμος θα περάσει από μια κατακλυσμιαία μεταμόρφωση: ο Ιησούς προβλέπει διχόνοια, πόλεμο, σύγκρουση, και πόνο, που θα ακολουθήσει ένα καταστρεπτικό γεγονός – ο ερχομός του Βασιλείου του Θεού.

Στο Ευαγγέλιο του Θωμά όμως το «βασίλειο του Θεού» δεν είναι ένα γεγονός που αναμένεται να συμβεί στην ιστορία, ούτε είναι ένα «μέρος». Ο συγγραφέας του Θωμά μοιάζει να χλευάζει τέτοιες απόψεις:

«Ο Ιησούς είπε, ‘Αν εκείνοι που σε καθοδηγούν σου λένε, ‘Κύριε, το βασίλειο είναι στον ουρανό’, τότε τα πουλιά θα προηγηθούν. Αν σου πουν, ‘Είναι στη θάλασσα’, τότε τα ψάρια θα προηγηθούν».

Εδώ το βασίλειο αντιπροσωπεύει μια κατάσταση αυτό-ανακάλυψης:

«Το βασίλειο αντίθετα, είναι μέσα σου, και είναι έξω σου. Όταν φτάσεις να γνωρίσετε των εαυτό σας, τότε θα μάθετε, και θα καταλάβετε πως είστε εσείς που είστε οι υιοί του ζωντανού Πατέρα».

Οι μαθητές όμως απαντούν, παρερμηνεύοντας το βασίλειο για ένα μελλοντικό γεγονός, επιμένοντας σε αφελή ανάκριση:

«’Πότε θα… έρθει ο νέος κόσμος;’ Ο Ιησούς είπε σε αυτούς, ‘Αυτό που περιμένετε έχει ήδη έρθει, αλλά δεν το αναγνωρίζετε’»

Σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Θωμά, το βασίλειο του Θεού συμβολίζει μια κατάσταση μεταμορφωμένης συνείδησης. Μπαίνει κάποιος σε αυτό το βασίλειο όταν αποκτήσει αυτογνωσία. Το Ευαγγέλιο του Θωμά διδάσκει πως όταν κάποιος φτάνει στο να γνωρίσει τον εαυτό του, στο βαθύτερο επίπεδο, κάποιος φτάνει να γνωρίσει το Θεό ως την πηγή της ύπαρξης κάποιου.

Αν ρωτήσουμε, «Ποιος είναι ο Ιησούς;», το Ευαγγέλιο του Θωμά δίνει μια απάντηση διαφορετική από εκείνη στα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Ο Μάρκος για παράδειγμα, απεικονίζει τον Ιησού σαν ένα απόλυτα μοναδικό ον – το Μεσσία, τον ορισμένο από το Θεό βασιλιά. Σύμφωνα με το Μάρκο, ήταν ο Πέτρος που ανακάλυψε το μυστικό της ταυτότητας του Ιησού:

«Και ο Ιησούς πήγε με τους μαθητές του στα χωριά της Φιλίππειας Καισάρειας· και στο δρόμο ρώτησε τους μαθητές του, ‘Ποιος λένε οι άνθρωποι πως είμαι;’ Και του είπαν ‘Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής· και άλλοι λένε ο Ηλίας· και άλλοι, ένας από τους προφήτες’. Και τους ρώτησε, ‘Όμως εσείς ποιος λέτε πως είμαι;’ Ο Πέτρος του απάντησε, ‘Είσαι ο Μεσσίας’»

Το Ευαγγέλιο του Θωμά λέει την ίδια ιστορία διαφορετικά:

«Ο Ιησούς είπε στους μαθητές του ‘Συγκρίνετε με κάποιον, και πείτε μου με ποιον μοιάζω’. Ο Σίμωνας Πέτρος απάντησε, ‘Είσαι σαν ενάρετος αγγελιοφόρος’. Ο Ματθαίος του είπε, ‘Είσαι σαν σοφός φιλόσοφος’. Ο Θωμάς του είπε, ‘Κύριε, το στόμα μου είναι ανίκανο να πως σαν ποιον είσαι’»

Ο συγγραφέας του Θωμά εδώ ερμηνεύει για τους ελληνόφωνους αναγνώστες, ο Ματθαίος ισχυρίζεται πως ο Ιησούς ήταν δάσκαλος ραβίνος («σοφός φιλόσοφος»), και την πεποίθηση του Πέτρου πως ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας («ενάρετος αγγελιοφόρος»). Ο Ιησούς δεν αρνείται αυτούς τους ρόλους, τουλάχιστον σε σχέση με το Ματθαίο και το Πέτρο. Σύμφωνα όμως με το Θωμά, εδώ αυτοί – και οι απαντήσεις τους – αντιπροσωπεύουν ένα χαμηλότερο επίπεδο αντίληψης. Ο Θωμάς, που αναγνωρίζει πως αυτός δεν μπορεί να αποδώσει ένα συγκεκριμένο ρόλο στον Ιησού, υπερβαίνει εκείνη τη στιγμή τη σχέση μαθητή προς δάσκαλο. Ο Ιησούς δηλώνει πως ο Θωμάς έχει γίνει σαν εκείνον:

«Δεν είμαι ο Κύριος σου, γιατί έχεις πιει, και έχεις πιει από το ρεύμα που αναβλύζει από εμένα… Όποιος πιει από το στόμα μου θα γίνει σαν εμένα, και εγώ θα γίνω εκείνος, και πράγματα που είναι μυστικά θα αποκαλυφθούν σε εκείνον».

Το ευαγγέλιο του Ιωάννη στη Καινή Διαθήκη τονίζει την μοναδικότητα του Ιησού πολύ πιο έντονα από ότι κάνει ο Μάρκος. Σύμφωνα με τον Ιωάννη, ο Ιησούς δεν είναι απλός άνθρωπος αλλά ο θείος και αιώνιος Λόγος του Θεού, «ο μοναδικός υιός» του Θεού που κατέβηκε στη γη με ανθρώπινη μορφή για να σώσει την ανθρώπινη φυλή από την αιώνια καταδίκη:

«Ο Θεός αγαπούσε τόσο το κόσμο που έδωσε το μοναδικό του Υιό, έτσι ώστε όποιος πιστέψει σε εκείνον να μην χαθεί, αλλά θα έχει αιώνια ζωή…. Όποιος πιστεύει σε αυτόν δεν είναι καταδικασμένος, αλλά όποιος δεν πιστέψει είναι καταδικασμένος ήδη γιατί δεν πίστεψε στο όνομα του μοναδικού Υιού του Θεού».

Όπως όμως έχουμε δει, ο Θωμάς προσφέρει ένα διαφορετικό μήνυμα. Απέχοντας από το να θεωρεί τον εαυτό του το μοναδικό υιό του Θεού, ο Ιησούς λέει στους μαθητές του, «Όταν φτάσετε να γνωρίζετε τους εαυτούς σας» (και ανακαλύψτε το θείο μέσα σας), τότε «θα αναγνωρίσετε πως εσείς είστε οι υιοί του ζωντανού Πατέρα» – όπως ο Ιησούς. Το Ευαγγέλιο του Φιλίππου λέει το ίδιο πιο λακωνικά: κάποιος πρέπει «να γίνει όχι χριστιανός αλλά Χριστός». Αυτό, πιστεύω, είναι το συμβολικό νόημα της απόδοσης του Ευαγγελίου του Θωμά στον «δίδυμο αδερφό» του Ιησού. Στην ουσία, «Εσύ, ο αναγνώστης, είσαι ο δίδυμος αδερφός του Χριστού» όταν αναγνωρίσεις το θείο μέσα σου. Τότε θα δεις, όπως κάνει ο Θωμάς, πως εσύ και ο Ιησούς, είστε κατά κάποιο τρόπο, όμοια δίδυμα.

Κάποιος που επιδιώκει να «γίνει όχι χριστιανός αλλά Χριστός», δεν κοιτά πλέον μόνο προς τον Ιησού – και αργότερα στην εκκλησία του και στους ηγέτες της – όπως κάνουν οι περισσότεροι πιστοί, ως τη πηγή κάθε αλήθειας. Έτσι, ενώ ο Ιησούς του ευαγγελίου του Ιωάννη διακηρύσσει, «Είμαι η πόρτα· όποιος περάσει από εμένα θα σωθεί», η Διδασκαλία του Σιλβάνου δείχνει προς μια διαφορετική κατεύθυνση:

«Χτυπήστε πάνω σας όπως σε μια πόρτα, και βαδίστε  προς εσάς όπως σε ένα ευθύ δρόμο. Γιατί αν βαδίσετε σε αυτό το δρόμο, είναι αδύνατο να ξεστρατίσετε…. Ανοίξτε τη πόρτα για εσάς, ώστε να μάθετε τι είστε… ότι ανοίξετε για εσάς, θα αποκαλυφθεί»

Γιατί η πλειοψηφία των πρώτων χριστιανικών εκκλησιών απορρίπτουν τέτοια κείμενα όπως του Θωμά και αποδέχονται άλλες, πιθανώς μετέπειτα μαρτυρίες – για παράδειγμα, Ματθαίος, Λουκάς και Ιωάννης; Ο Θωμάς απευθύνεται σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται στην πνευματική μεταμόρφωση, δεν απαντά όμως στα πρακτικά ερωτήματα πολλών πιθανών προσήλυτων που ζούσαν μέσα ή κοντά σε εβραϊκές κοινότητες διασκορπισμένες στις πόλεις της Παλαιστίνης και τις αυτοκρατορικές επαρχίες. Οι πιθανοί προσήλυτοι έθεταν ερωτήματα όπως αυτές: Θέλετε να νηστεύουμε; Πως θα προσευχόμαστε; Θα δίνουμε ελεημοσύνη; Ποια δίαιτα θα ακολουθούμε; Με λίγα λόγια, οι πιστοί θα ακολουθούν παραδοσιακές εβραϊκές πρακτικές, ή όχι; Σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Θωμά, όταν οι μαθητές κάνουν στο «ζωντανό Ιησού» αυτές ακριβώς τις ερωτήσεις, αρνείται να τους δώσεις σαφείς οδηγίες, απατώντας μόνο,

«Μη λέτε ψέματα, και μη κάνετε ότι μισείτε: γιατί όλα τα πράγματα είναι ορατά στα μάτια του ουρανού».

Η αινιγματική απάντηση αφήνει κάθε άτομο στη δική του συνείδηση· γιατί ποιος άλλος ξέρει πότε κάποιος λέει ψέματα, και ποιος άλλος ξέρει τι μισεί κάποιος; Βαθιά όσο και αν είναι ως απάντηση, δεν προσφέρει προγραμματικές οδηγίες για την καθοδήγηση της ομάδας, πολύ λιγότερο για την δημιουργία ενός θρησκευτικού θεσμού. Τα ευαγγέλια που περιέχονται στη Καινή Διαθήκη, αντίθετα, προσφέρουν τέτοιες οδηγίες. Σύμφωνα με τον Ματθαίο και Λουκά, για παράδειγμα, ο Ιησούς απαντά αυτά τα ερωτήματα κατηγορηματικά και ειδικά:

«Όταν προσεύχεστε, να λέτε ‘Πατέρα μας που είσαι στον ουρανό…’ Όταν νηστεύετε να πλένετε το πρόσωπο σας… Όταν δίνετε ελεημοσύνη, να το κάνετε κρυφά».

Όσο για τους νόμους για τη διατροφή, ο Μάρκος λέει πως ο Ιησούς «κήρυξε κάθε τροφή καθαρή».

Επιπλέον ενώ ο Θωμάς λέει πως η εύρεση του βασιλείου του Θεού απαιτεί το πέρασμα από μια μοναχική διαδικασία αυτό-ανακάλυψης, τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης προσφέρουν ένα πολύ ποιο απλό μήνυμα: κάποιος πιστεύει στο Θεό, όχι όταν αποκτά πνευματική αυτογνωσία, αλλά πιστεύοντας στον Ιησού το Μεσσία. Τώρα που ο Θεός έχει στείλει την σωτηρία μέσω του Χριστού, μετανοήστε· δεχτείτε το βάπτισμα και τη συγχώρεση των αμαρτιών· ενταχθείτε στο λαό του Θεού και λάβετε την σωτηρία.

Τέλος, ενώ ο Θωμάς ευλογεί «το μοναχικό και τον εκλεκτό» και απευθύνεται στον μοναχικό πιστό, ή το περισσότερο σε ένα εκλεκτό εσωτερικό κύκλο, ο Μάρκος και οι διάδοχοι του συνδυάζουν πολλά στοιχεία της προηγούμενης παράδοσης του Ιησού – ιστορίες θαυμάτων, διδασκαλίες και αμφιλεγόμενες ιστορίες, μαζί με μια μαρτυρία των παθών του Ιησού – για να δείξουν τον Ιησού και τους μαθητές του σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, αντιμετωπίζοντας σε διάφορες στιγμές τους Εβραίους ηγέτες, πλήθη, φιλικά και εχθρικά, και τις κυβερνητικές αρχές, εβραϊκές και ρωμαϊκές. Στη διαδικασία, ο Μάρκος και οι ακόλουθοι του προσφέρουν κοινωνικά μοντέλα με τα οποία οι ακόλουθοι του Ιησού αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους ως κοινωνική ομάδα – συχνά μια ανεπαρκή και απειλούμενη ομάδα, όπως την περιγράφουν, αλλά μια που ισχυρίζεται πως είναι οι άνθρωποι του Θεού, συνεχίζοντας το έργο του Ιησού θεραπεύοντας, εξορκίζοντας δαίμονες, και κηρύσσοντας τον ερχομό του βασιλείου του Θεού.

Ο συγγραφέας του Μάρκου, έτσι, μας προσφέρει ένα βασικό μοντέλο για την χριστιανική κοινοτική ζωή. Τα ευαγγέλια που υιοθέτησε η πλειοψηφία των χριστιανών ακολουθούν από κοινού σε κάποιο βαθμό το παράδειγμα του Μάρκου. Διαδοχικές γενιές βρήκαν στα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης αυτά που δεν βρήκαν σε πολλά άλλα στοιχεία της πρώιμης παράδοσης του Ιησού – ένα πρακτικό σχέδιο για τις χριστιανικές κοινότητες.

Ο συγγραφέας τον οποίο η παράδοση αποκαλεί Ματθαίο ανανεώνει τον Μάρκο για να αντιμετωπίσει τις καταστάσεις που συναντά στις άμεσες μεταπολεμικές δεκαετίες. Πολλοί μελετητές  πιστεύουν πως ο Ματθαίος ζούσε εκτός Παλαιστίνης, ίσως στην Αντιόχεια, την πρωτεύουσα της Συρίας· έγραφε σα να αποτελούσε μέρος της εκείνης της ευημερούσας εβραϊκής κοινότητας, η οποία, όπως όλες οι εβραϊκές κοινότητες είχε γνωρίσει έντονη αναταραχή μετά το πόλεμο.

Στην Ιερουσαλήμ ο Ναός ήταν ερείπια, και ο Βεσπασιανός τοποθέτησε εκεί μόνιμη ρωμαϊκή φρουρά. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες και πολίτες είχαν χτίσει έναν οικισμό που περιλάμβανε παγανιστικούς βωμούς μαζί με ρωμαϊκά λουτρά, καταστήματα, και άλλες ευκολίες της ρωμαϊκής ζωής. Ο Βεσπασιανός επίσης τιμώρησε τους Εβραίους σε ολόκληρη την αυτοκρατορία για το πόλεμο με το να οικειοποιηθεί για το ρωμαϊκό ταμείο το φόρο που πλήρωναν οι Εβραίοι προηγουμένως ως στήριξη του Ναού. Με την καταστροφή του Ναού ο αρχιερέας, προηγουμένως ο βασικός εκπρόσωπος του εβραϊκού λαού, έχασε τη θέση του μαζί με τους ιερείς συμμάχους του. Το Σανχεντρίν, προηγουμένως το ανώτερο εβραϊκό συμβούλιο, επίσης έχασε την εξουσία του.

Ο πόλεμος άλλαξε μόνιμα τη φύση της εβραϊκής ηγεσίας στην Ιερουσαλήμ και στις εβραϊκές κοινότητες παντού. Ωστόσο ακόμη και στη διάρκεια του πολέμου, μερικοί εβραίοι και Ρωμαίοι είχαν ήδη αρχίσει να προετοιμάζουν εναλλακτική ηγεσία για να αντικαταστήσουν τους ιερείς και το Σανχεντρίν μετά το πόλεμο. Όταν οι Ρωμαίοι πολιόρκησαν το Ναό τον Μάρτιο του 68 Κ.Ε., ο Εβραίος δάσκαλος Johanan ben Zakkai εγκατέλειψε την Ιερουσαλήμ και βρήκε καταφύγιο σε ένα ρωμαϊκό στρατόπεδο. Εκεί, προβλέποντας την ρωμαϊκή νίκη, ζήτησε άδεια από το Βεσπασιανό να δημιουργήσει μια ακαδημία για Εβραίους δασκάλους στην Ιαμνία, μια πόλη που οι Ρωμαίοι ήδη είχαν ανακτήσει. Ο Βεσπασιανός και οι σύμβουλοι του, προφανώς περιμένοντας οι Εβραίοι να ανακτήσουν εσωτερική αυτονομία μετά το πόλεμο, έδωσε άδεια  στον Johanan να δημιουργήσει αυτό το σχολείο ως νόμιμη εβραϊκή αρχή. Σύμφωνα με την ιστορικό Mary Smallwood,

«Η διαφυγή του Ραβί Johanan, τεχνικά μια πράξη προδοσίας,  ήταν η πνευματική σωτηρία των Εβραίων όταν η ραβινική σχολή που δημιούργησε πήρε τη θέση του Σανχεντρίν… και ο πρόεδρος της, ο Νασί της, ή πατριάρχης, αντικατέστησε τον αρχιερέας ως τον αρχηγό και εκπρόσωπο των Εβραίων, τόσο θρησκευτικά όσο και πολιτικά»

Η αρχιερατική δυναστεία και οι αριστοκρατικοί σύμμαχοι της στο Σανχεντρίν, μαζί με τους Σαδδουκαίους γραφείς που συσχετίζονταν με τον προηγούμενο ναό, βρέθηκαν τώρα παραμερισμένοι στην άκρη. Μια αναπτυσσόμενη ομάδα δασκάλων, κυρίως Φαρισαίοι, πολλοί από αυτούς αυτάρκεις επαγγελματίες (όπως ο Παύλος, τεντοποιός, που ήταν Φαρισαίος), πήραν τώρα ηγετικούς ρόλους, επεκτείνοντας την εξουσία τους σε όλη την Ιουδαία, και εν τέλει στις εβραϊκές κοινότητες σε όλο το κόσμο. Ξεκινώντας έτσι το ραβινικό κίνημα, που  θα γίνονταν όλο και πιο κυρίαρχο στην εβραϊκή κοινοτική ζωή.

Ο Ματθαίος, κηρύσσοντας το μήνυμα του Ιησού του Μεσία περίπου το 80 Κ.Ε., βρέθηκε σε ανταγωνισμό κυρίως με αυτούς του Φαρισαίους δασκάλους και ραβίνους, που πέτυχαν να καθιερωθούν σε όλο τον εβραϊκό κόσμο ως έγκυροι ερμηνευτές της Τορά. Οι Φαρισαίοι ήθελαν να τοποθετήσουν την Τορά στο επίκεντρο της εβραϊκής ζωής ως υποκατάστατο του κατεστραμμένου Ναού. Ο στόχος τους ήταν να διδάξουν μια πρακτική ερμηνεία του εβραϊκού νόμου που θα διατηρούσε τις εβραϊκές ομάδες σε όλο το κόσμο ως ξεχωριστό και ιερό λαό. Ο Ματθαίος είδε τους Φαρισαίους ως τους βασικούς αντιπάλους της δικής του διδασκαλίας για τον Ιησού και αποφάσισε να παρουσιάσει τον Ιησού και το μήνυμα του με κατανοητούς στους Φαρισαίους όρους και το μεγάλο ακροατήριο τους – όχι μόνο ως τον Μεσσία του Θεού, αλλά και εκείνον του οποίου οι διδασκαλίες ενσαρκώνουν και εκπληρώνουν την πραγματική αρετή που διδάσκονταν προηγουμένως στο «νόμο και στους προφήτες».

Όπως θα δούμε ο Ματθαίος επιμένει πως ο Ιησούς προσφέρει μια οικουμενιστική ερμηνεία της Τορά («Αγάπα το Θεό και το πλησίον σου»· «Κάνε στους άλλους αυτό που θα ήθελες να κάνουν σε εσένα») δίχως να απορρίπτει «σταλιά η τίτλο» του θείου νόμου. Επειδή όμως ο Ιησούς του Ματθαίου ερμηνεύει την Τορά έτσι ώστε οι Εθνικοί να μπορούν να την εκπληρώσουν όπως και οι Εβραίοι, ο Ματθαίος στην ουσία ενθαρρύνει τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή εθνική ταύτιση με το Ισραήλ. Αυτή ήταν μια ριζοσπαστική θέση που οι περισσότεροι Εβραίοι θεωρούσαν – και ονόμαζαν – ανάθεμα. Στο Ματθαίο, ο Ιησούς επιτίθεται ξανά και ξανά στους Φαρισαίους ως «υποκριτές» εμμονικούς με ασήμαντους κανόνες ενώ αγνοούσαν την «αρετή και το έλεος και την πίστη» – επιθέσεις που χλευάζουν το ενδιαφέρον των ραβίνων να διατηρήσουν την ακεραιότητα του Ισραήλ μέσα από ευσυνείδητη συμπεριφορά. Έτσι ο Ματθαίος παίρνει μέρος σε μια σκληρή σύγκρουση κεντρική στην εβραϊκή – και σε αυτό που θα γίνει χριστιανική – ταυτότητα.

Γράφοντας το ευαγγέλιο του ο Ματθαίος ήθελε να αποκρούσει τις καταστροφικές φήμες γύρω από τον Ιησού – για παράδειγμα, πως η γέννηση του ήταν εκτός γάμου, κάτι που θα τον ατίμωνε και θα τον απέκλειε από το να είναι κατάλληλος υποψήφιος να είναι ο Μεσσίας. Επιπλέον ο Ιησούς ήταν από την Ναζαρέτ στη Γαλιλαία, και από μια κοινή οικογένεια – όχι από την βασιλική, δαβιδική δυναστεία που είχε δημιουργηθεί στην Βηθλέεμ, όπως θα άρμοζε σε ένα βασιλιά του Ισραήλ. Ακόμη πιο σημαντικό, ίσως, ήταν μάλλον πως ο Ιησούς, σύμφωνα με το Μάρκο, παραμελούσε ή και ακόμη παραβίαζε την τήρηση του Σαββάτου και των νόμων της διατροφής.

Ο Ματθαίος, όπως και οι προκάτοχοι του στο χριστιανικό κίνημα, προβληματίζονταν από αυτές τις επικρίσεις. Όμως καθώς έψαχνε μέσα στις Γραφές, έβρισκε συχνά βιβλικά αποσπάσματα, ιδιαίτερα μεταξύ των κειμένων των προφητών και ανάμεσα στους ψαλμούς, που πίστευε πως φώτιζαν τα γεγονότα γύρω από τη ζωή του Ιησού. Για παράδειγμα, αντίθετα με την φήμη πως ο Ιησούς γεννήθηκε εκτός γάμου, ο Ματθαίος και οι προκάτοχοι του βρήκαν την δικαίωση για την πίστη τους στον Ησαΐα. Εκεί ο Κύριος υπόσχεται να δώσει στο Ισραήλ ένα «σημάδι» της ερχόμενης σωτηρίας του Θεού. Προφανώς ο Ματθαίος γνώριζε την εβραϊκή βίβλο στην ελληνική της μετάφραση, όπου μπορεί να είχε διαβάσει τα παρακάτων:

«Ο ίδιος ο Κύριος θα σου δώσει ένα σημάδι: Δείτε μια παρθένα θα συλλάβει και θα γεννήσει ένα γιο· και θα δώσει το όνομα Εμμανουήλ – ο Θεός μαζί μας».

Στα αρχικά εβραϊκά, το απόσπασμα έλεγε «νεαρή γυναίκα» (almah), προφανώς περιγράφοντας μια τυπική γέννηση. Η μετάφραση όμως του almah στο ελληνικό παρθένος, όπως διαβάζουν πολλοί ακόλουθει του Ιησού, επιβεβαίωνε την πεποίθηση τους πως η γέννηση του Ιησού, που οι άπιστοι απέρριπταν ως αισχρή, ήταν πρακτικά ένα θαυμαστό «σημάδι». Έτσι ο Ματθαίος αναμορφώνει την ιστορία του Μάρκου λέγοντας πως το πνεύμα κατέβηκε στον Ιησού όχι στη βάφτιση του αλλά τη στιγμή της σύλληψης του. Έτσι, ο Ματθαίος λέει, η μητέρα του Ιησού «ανακαλύφθηκε πως είχε παιδί στη κοιλιά της μέσω του αγίου πνεύματος»· και ο άγγελος του Θεού εξηγεί στον Ιωσήφ πως «η σύλληψη του παιδιού έγινε μέσα από το άγιο πνεύμα». Η γέννηση του Ιησού δεν ήταν σκάνδαλο, λέει ο Ματθαίος, αλλά θαύμα – τέτοιο που εκπληρώνει την αρχαία προφητεία του Ησαΐα.

Για να αποδείξει πως ο Ιησούς παρά την ταπεινή του γέννηση, είχε μεσσιανικά διαπιστευτήρια, ο Ματθαίος δημιουργεί μια βασιλική γενεαλογία του Ιησού, εντοπίζοντας την καταγωγή του πίσω στον Αβραάμ μέσω του βασιλιά Δαβίδ (ο Λουκάς κάνει το ίδιο, προφανώς εργαζόμενος ανεξάρτητα, καθώς η γενεαλογία του Λουκά διαφέρει από του Μάρκου).

Ο Ματθαίος λέει μια περίπλοκη ιστορία για να εξηγήσει γιατί ο Ιησούς, ο απόγονος βασιλιάδων, άνηκε σε μια άγνωστη οικογένεια από τη πόλη της Ναζαρέτ στη Γαλιλαία, και όχι σε μια βασιλική δυναστεία με έδρα τη Βηθλεέμ. Ο Ματθαίος επιμένει πως η θαυμαστή γέννηση του Ιησού τρόμαξε τις κυβερνώσες εξουσίες στην Ιερουσαλήμ, τόσο κοσμικές όσο και θρησκευτικές. Όταν ο βασιλιάς Ηρώδης, που οι Ρωμαίοι υποστήριζαν ως υποτελή βασιλιά των Εβραίων, άκουσε πως ένα νέο αστέρι εμφανίστηκε, που προβλέπει μια βασιλική γέννηση, λέει ο Ματθαίος, «ταράχτηκε και μαζί του ολόκληρη η Ιερουσαλήμ». Απεγνωσμένος στην πρώτη του προσπάθεια να βρει και να καταστρέψει τον Ιησού, ο Ηρώδης «βρίσκονταν σε τρομερό θυμό, και έστειλε και σκότωσε όλα τα αρσενικά παιδιά στη Βηθλεέμ, και σε όλη εκείνη την περιοχή που ήταν δύο ετών και λιγότερο». Ο πατέρας του Ιησού, προειδοποιημένος από έναν άγγελο, πήρε το παιδί και τη μητέρα του και έφυγες στην Αίγυπτο. Μετά το θάνατο του Ηρώδη επέστρεψαν, λέει ο Ματθαίος, αλλά ο πατέρας του Ιησού, γνωρίζοντας πως ο γιος του Ηρώδη κυβερνούσε ακόμη την Ιουδαία, επέλεξε να προστατέψει τον Ιησού με το να πάρει την οικογένεια του και να ζήσουν μυστικά στο χωριό της Ναζαρέτ. Έτσι εξηγεί ο Ματθαίος κατέληξε να συσχετίζεται με αυτή την άγνωστη πόλη της Γαλιλαίας και όχι με την Βηθλεέμ, που ήταν το πραγματικό μέρος γέννησης του σύμφωνα με το Ματθαίο.

Καθώς κανένα ιστορικό αρχείο δεν αναφέρει μια μαζική σφαγή νηπίων μεταξύ των εγκλημάτων του Ηρώδη, πολλοί μελετητές της Καινής Διαθήκης θεωρούν την ιστορία της «σφαγής των αθώων», όπως και «την φυγή στην Αίγυπτο», ως αντιπροσωπευτικές της προγραμματικής πεποίθησης του Ματθαίου πως η ζωή του Ιησού έπρεπε να ανακεφαλαιώνει ολόκληρη την ιστορία του Ισραήλ. Σύμφωνα με αυτούς τους μελετητές, ο Ματθαίος ενδιαφέρεται λιγότερο στο να δώσει βιογραφικές πληροφορίες  όσο στο να δείξει μια σύνδεση μεταξύ Ιησού, Μωυσή και την έξοδο από την Αίγυπτο. Όπως ο Μωυσής, που ως βρέφος, δραπέτευσε από την θηριώδη οργή του Αιγύπτιου Φαραώ, που είχε διατάξει την μαζική σφαγή των αρσενικών νεογέννητων των Εβραίων, έτσι και ο Ιησούς, λέει ο Ματθαίος, δραπέτευσε από την οργή του βασιλιά Ηρώδη. Και όπως ο Θεός κάποτε έσωσε το Ισραήλ από την Αίγυπτο, έτσι και τώρα, ο επιμένει ο Ματθαίος, έσωσε τον Ιησού. Εδώ ο Ματθαίος κάνει αυτό που κάνει σε ολόκληρο το ευαγγέλιο του· παίρνει λέξεις από τα προφητικά κείμενα (εδώ φράσεις από τον προφήτη Ωσηέ), που θεωρούνται γενικά πως αναφέρονται στο έθνος του Ισραήλ («Έφερα τον υιό μου έξω από την Αίγυπτο»), και τις προβάλει στον Ιησού της Ναζαρέτ, τον οποίο βλέπει ως την αποκορύφωση της εβραϊκής ιστορίας.

Πολλοί μελετητές έχουν σημειώσει αυτούς παραλληλισμούς μεταξύ Ιησού, Μωυσή και Ισραήλ. Κανένας όμως, από όσο γνωρίζω, δεν παρατήρησε πως ο Ματθαίος αναστρέφει τους παραδοσιακούς ρόλους, βάζοντας τον Εβραίο βασιλιά, Ηρώδη στον ρόλο του κακού που παραδοσιακά αποδίδεται στον Φαραώ. Μέσα από αυτό το μηχανισμό μετατρέπει τους ξένους εχθρούς του παρελθόντος του Ισραήλ σε εσωτερικούς εχθρούς, όπως τους αντιλαμβάνεται ο Ματθαίος. Ο Ματθαίος περιλαμβάνει μεταξύ των εχθρών του Ιησού τους αρχιερείς και τους γραμματείς όπως και όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, γιατί ο Ματθαίος λέει πως δεν ήταν μόνο ο Ηρώδης που «ταράχτηκε» με το άκουσμα της γέννησης του Ιησού, αλλά το ίδιο ίσχυε και με «όλη την Ιερουσαλήμ μαζί του». Ο Ματθαίος σκοπεύει, δίχως αμφιβολία, να αντιπαραβάλει τον Ηρώδη, Ιδουμαίο από καταγωγή, και έτσι από αμφίβολη δυναστεία, με τον Ιησού, του οποίου την έγκυρη δαβιδική (και έτσι βασιλική) γενεαλογία διακηρύσσει ο Ματθαίος. Τώρα είναι ο Ηρώδης, όχι ο Φαραώ, που διατάζει δίχως δισταγμό την μαζική σφαγή των αρσενικών νηπίων των Εβραίων. Σύμφωνα με τον Ματθαίο, ήταν αμέσως με την γέννηση του Ιησού που οι «οι αρχιερείς και οι γραμματείς του λαού» που συγκεντρώθηκαν, προφανώς ενωμένοι πίσω από τον Ηρώδη και την προσπάθεια του να «αναζητήσουν το παιδί και να το σκοτώσουν». Η μαρτυρία του Ματθαίου για την γέννηση του Ιησού δεν είναι χριστουγεννιάτικο ειδύλλιο, αλλά προοιωνίζει τα τρομερά γεγονότα της σταύρωσης.

Ενώ δίνει στον Ηρώδη τον παραδοσιακό ρόλο του Φαραώ, ο Ματθαίος ταυτόχρονα αναστρέφει και την συμβολική γεωγραφία του Ισραήλ. Η Αίγυπτος παραδοσιακά η γη της σκλαβιάς, τώρα μετατρέπεται σε καταφύγιο για τον Ιησού και την οικογένεια του – ένα μέρος ασύλου και σωτηρίας από την σφαγή που διέταξε ο Εβραίος βασιλιάς. Αυτή η αναστροφή της εικονογραφίας είναι σχεδόν το ίδιο σοκαριστική  όσο εκείνη στο βιβλίο της Αποκάλυψης που αναφέρεται στην Ιερουσαλήμ ως το τόπο «αλληγορικά ονομαζόμενο Σόδομα και Αίγυπτος, εκεί που ο Κύριος μας σταυρώθηκε». Αργότερα ο Ματθαίος θα έχει τον Ιησού να συγκρίνει την Τύρο και τη Σιδώνα, και ακόμη και τα Σόδομα θετικά με τις ντόπιες πόλεις της Βεσθαϊδας, την Χοραζίν και την Καπερναούμ.

Σε όλο το ευαγγέλιο του, ο ματθαίος διατηρεί αυτή την αναστροφή ξένων και εσωτερικών εχθρών. Αμέσως μετά την Ομιλία στο Όρος, ο Ιησούς θεραπεύει ένα λεπρό εξόριστο από το Ισραήλ, και έπειτα θεραπεύει έναν Ρωμαίο εκατόνταρχο που αναγνωρίζει την θεϊκή δύναμη του Ιησού και του ζητά να την χρησιμοποιήσει πάνω του. Έκπληκτος ακούγοντας ένα Ρωμαίο αξιωματικό να εκφράζει πίστη «μεγαλύτερη από οποιονδήποτε» βρήκε στο Ισραήλ, ο Ιησούς δηλώνει αμέσως, «Σας λέω, πολλοί θα έρθουν από την ανατολή και τη δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο βασίλειο του Θεού, ενώ οι γιοι του βασιλείου θα διωχθούν στο σκοτάδι· εκεί οι άνθρωποι θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους».

Από την αρχή του ευαγγελίου του ως το τέλος του, ο Ματθαίος καταγγέλλει τους σύγχρονους ηγέτες του Ισραήλ ενώ κηρύσσει υπέρ του Ιησού – τον Μεσσία του Ισραήλ – και εκείνων που επιλέγει ο ίδιος ο νέος βασιλιάς. Όχι μόνο ήταν ο Ηρώδης Ιδουμαίος, η οικογένεια του ζούσε με ένα προκλητικά Εθνικό τρόπο, παρά τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής αποκεφαλίστηκε επειδή έλεγε ανοιχτά πως ο Ηρώδης παντρεύτηκε την πρώην νύφη του και έτσι ζούσε σε ανοιχτή παράβαση του εβραϊκού νόμου. Ο Ματθαίος θέλει να δείξει πως όχι μόνο ο Ιησούς ήταν ο νόμιμος βασιλιάς του Ισραήλ, από ότι ανάξιοι σφετεριστές όπως ο Ηρώδης, αλλά και πως ήταν ο επιλεγμένος από το Θεό δάσκαλος της αρετής, όπως ισχυρίζεται ο Ματθαίος, για να αντικαταστήσει τους Φαρισαίους, που κατείχαν αυτό το ρόλο στα μάτια πολλών από των συγχρόνων του. Ο Ματθαίος, που μαζί, με τους άλλους χριστιανούς αντιτίθεται στο αντίπαλο κόμμα των Φαρισαίων, μετατρέπει το ευαγγέλιο του κυρίως σε πολεμική μεταξύ Ιησού και στους Φαρισαίους, στο οποίο δυο αντίπαλα μέρη δεν είναι ισότιμα μεταξύ τους. οι Φαρισαίοι είναι σεβαστοί ευρέως και τιμώνται, είναι δεκτοί από τους ανθρώπους ως θρησκευτικές αρχές· οι ακόλουθοι του Ιησού είναι μια ύποπτη μειονότητα, δυσφημισμένη και υπό διωγμό.

Στο Μάρκο, ο Ιησούς μάχεται σιωπηλά εναντίον του Σατανά στην έρημο. Ο Ματθαίος όμως δανείζεται αποσπάσματα από την πηγή Q και δείχνει το Σατανά να εμφανίζεται τρεις φορές για να «δοκιμάσει» τον Ιησού, όπως οι Φαρισαίοι και οι άλλοι αντίπαλοι του θα τον δοκιμάσουν. Εδώ η πηγή Q μετατρέπει τον Σατανά σε μια καρικατούρα γραμματέα, έναν ομιλητή ικανό στην λεκτική πρόκληση και επιδέξιο στην χρήση των γραφών για διαβολικούς σκοπούς, που αμφισβητεί επανειλημμένως την θεϊκή εξουσία του Ιησού («Αν είσαι ο υιός του Θεού…»). Έχοντας αποτύχει δύο φορές να παρασύρει τον Ιησού στο να κάνει ένα θαύμα για να αποδείξει την θεϊκή του δύναμη και εξουσία, ο Σατανάς του προσφέρει «όλα τα βασίλεια του κόσμου και τη δόξα τους», που ο Σατανάς αξιώνει ως δικά του. Έτσι ο Ματθαίος, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ματθαίου, υπονοεί πως η πολιτική επιτυχία και εξουσία (όπως αυτή που απολαμβάνουν οι Φαρισαίοι υπό την προστασία των Ρωμαίων) μπορεί να δείχνει μια συμφωνία με το διάβολο – και όχι, όπως πολλοί από τους σύγχρονους του Ματθαίου θα έλεγαν, σημάδια θεϊκής χάρης.

Ο Ματθαίος στην συνέχεια επιτίθεται στους Φαρισαίους στο ζήτημα που τους αφορά περισσότερο, την ερμηνεία της Τορά. Για να διορθώσει την εντύπωση πως ο Ιησούς απλά αγνοούσε το παραδοσιακό εβραϊκό ενδιαφέρον για την σωστή υπακοή στην Τορά – μια εντύπωση που κάθε αναγνώστης θα μπορούσε να αντλήσει από τον Μάρκο – ο Ματθαίος κάνει τον Ιησού να ενσαρκώνει όλα όσα είναι τα καλύτερα και πιο αληθινά στην εβραϊκή παράδοση. Ο Μάρκος ξεκινά το ευαγγέλιο του με περιγραφές θεραπειών και εξορκισμών, αλλά ο Ματθαίος ξεκινά δείχνοντας τον Ιησού να κηρύττει μια νέα ερμηνεία του θεϊκού νόμου. Όπως ο Μωυσής, που ανέβηκε στο Όρος Σινά να λάβει και να μεταφέρει το νόμο του Θεού, ο Ιησούς ανεβαίνει στο βουνό, όπου κηρύσσει αυτό που ξέρουμε ως Ομιλία στο Όρος. Στοχεύοντας τους Φαρισαίους και εκείνους που εντυπωσιάζονται από την ερμηνεία τους της Τορά, ο Ματθαίος επιμένει πως ο Ιησούς δεν απορρίπτει την Τορά. Αντίθετα, λέει ο Ματθαίος, ο Ιησούς κηρύσσει το βασικό του νόημα:

«Μην νομίζετε πως ήρθα να καταργήσω το νόμο και τους προφήτες· Δεν ήρθα να καταργήσω αλλά να συμπληρώσω».

Ο Ιησούς στην συνέχεια προειδοποιεί πως «εκτός και αν η αρετή σας υπερβαίνει εκείνη των γραμματέων και των Φαρισαίων, δεν θα μπείτε ποτέ στο βασίλειο του ουρανού». Έτσι Ο Ματθαίος υπερασπίζεται τον Ιησού εναντίον κατηγοριών χαλαρότητας το Σάββατο και την τήρηση των νόμων της διατροφής, επιμένοντας πως εξασκεί μια μεγαλύτερη αρετή, όχι μικρότερη. Σύμφωνα με το Ματθαίο 5 και 6, ο Ιησούς απαιτεί μια τεράστια αύξηση στην θρησκευτική ηθική ευαισθησία: η παραδοσιακή Τορά δεν είναι καν αυστηρή για αυτόν! Εκεί που ο νόμος του Μωυσή απαγορεύει το φόνο, η «νέα Τορά» του Ιησού απαγορεύει τον θυμό, τις προσβολές και το χλευασμό· εκεί που ο νόμος του Μωυσή απαγορεύει την μοιχεία, ο Ιησούς απαγορεύει την λαγνεία. Μεγάλο μέρος του μωσαϊκού νόμου διατυπώνονταν με αρνητικούς όρους («Δεν θα…»). Ο Ιησούς τον ερμηνεύει θετικά:

«Ότι θέλετε να κάνουν οι άνθρωποι σε εσάς να κάνετε το ίδιο σε αυτούς· γιατί αυτό λέει ο νόμος και οι προφήτες».

Ταυτόχρονα ο Ματθαίος επιμένει πως οι επικριτές του Ιησού, «οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι», χρησιμοποιούν την κενή υποκριτική «τήρηση» ως κάλυμμα για την παραβίαση αυτού που ο Ιησούς διακηρύσσει πως είναι οι βασικές εντολές της Τορά για την αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον.

Όπως έχουμε δει, ο Ματθαίος αποκλίνει από τον Μάρκο στο ότι κάνει τους Φαρισαίους τους βασικούς ανταγωνιστές του Ιησού. Για το Μάρκο ήταν οι γραμματείς της Ιερουσαλήμ που θύμωσαν από την έντονη επιρροή του Ιησού στο πλήθος και τον κατηγόρησαν ως δαιμονισμένο· ο Ματθαίος όμως αλλάζει την ιστορία για να πει πως οι Φαρισαίοι κατηγορούσαν τον Ιησού πως «εξόρκιζε δαίμονες με την εξουσία του πρίγκιπα των δαιμόνων». Ενώ ο Μάρκος λέει πως οι Φαρισαίοι και οι ηρωδικοί αρχικά συνωμότησαν για να σκοτώσουν τον Ιησού, ο Ματθαίος λέει πως μόνο οι Φαρισαίοι πήγαν και πήραν συμβουλές για το πως θα τον καταστρέψουν». Ο Ματθαίος έχει επίσης τους Φασρισαίους να επαναλαμβάνουν την κατηγορία πως ο Ιησούς είναι «κυριευμένος από τον Βελζεβούλ· ο Ιησούς αρνείται κατηγορηματικά την κατηγορία και προειδοποιεί: «Αν είναι με το πνεύμα του Θεού που διώχνω τους δαίμονες, τότε το βασίλειο του Θεού έχει έρθει». Ο Ιησούς του Ματθαίου λέει πως αυτή η υπερφυσική σύγκρουση έχει διαιρέσει το λαό του Θεού σε δυο ξεχωριστές – και αντίθετες – κοινότητες: «Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου, και όποιος δεν με ακολουθεί χάνεται».

Απογοητευμένος που ο λαός του Ισραήλ είναι «διωγμένος και αβοήθητος, σαν πρόβατα δίχως βοσκό», δίχως αληθινή ηγεσία, ο Ιησούς επιλέγει τώρα τους δώδεκα, και τους δίνει «εξουσία πάνω στα βρώμικα πνεύματα, για να το διώξουν». Προειδοποιώντας πως οι άνθρωποι «θα σας παραδώσουν στους δικαστές και θα σας χτυπήσουν στις συναγωγές», ο Ιησούς τους λέει να περιμένουν δολοφονικό μίσος μέσα στα ίδια τους τα σπίτια, όπως και από «όλους»· γιατί, όπως λέει, «αν αποκαλούν τον κύριο του οίκου Βελζεβούλ, πόσο πολύ περισσότερο θα συκοφαντήσουν τα μέλη του οίκου του;». καθώς το αφήγημα προχωρά, ο ανταγωνισμός μεταξύ Ιησού και των εχθρών του γίνεται – όπως και στα βιβλία των Εσσαίων σεκταριστών -ένας ανταγωνισμός μεταξύ εκείνων που ο Ματθαίος αποκαλεί «υιούς του ουρανού» και «υιούς του κακού». Ο Ιησούς επαναλαμβάνει την αποκήρυξη του Ιωάννη του Βαπτιστή προς τους Φαρισαίους: «Γενιά οχιών! Πως μπορείτε να λέτε καλά πράγματα, όταν είστε κακοί;». Τότε ο Ιησούς προβλέπει πως ξένοι θα «έρθουν να κρίνουν την γενιά αυτή και θα την καταδικάσουν». Τέλος κατηγορεί έμμεσα εκείνους που είναι αντίθετοι προς αυτόν πως είναι κυριευμένοι από δαίμονες, λέγοντας την παραβολή ενός ανθρώπου που, έχοντας υποστεί εξορκισμό, δέχεται την εισβολή από «εφτά άλλα πνεύματα πιο κακά» από τα πρώτα, «έτσι η ύστερη κατάσταση του ανθρώπου είναι χειρότερη από την πρότερη. Έτσι θα γίνει και με αυτή τη γενιά».

Αργότερα ο Ιησούς εξηγεί ιδιωτικά στους ακόλουθούς του πως η γενιά που απευθύνεται – εκτός από τους εκλεκτούς – έχει ήδη κριθεί και καταδικαστεί· η άρνηση των αντιπάλων του να λάβουν το κήρυγμά του, λέει, δείχνει την εξουσία του Σατανά πάνω τους. στη παραβολή του σπορέα, ο Ιησούς ταυτίζει τον «κακό» ως τον εχθρό που έχει «αρπάξει» τους σπόρους που φύτεψε και έτσι απέτρεψε το κήρυγμα του από το να καρπίσει μεταξύ του λαού του. Αμέσως μετά ο Ιησούς λέει την παραβολή των ζιζανίων, ξεκάθαρα ταυτίζοντας τους αντιπάλους του με τους απογόνους του Σατανά: «τα ζιζάνια είναι οι γιοί του κακού, και ο εχθρός που τους έσπειρε είναι ο διάβολος».

Ο Ιησούς, τελικά αναγνωρισμένος ως ο Μεσσίας από τους μαθητές του, τους λέει πως τώρα, με την εξουσία του πνεύματος του Θεού, δημιουργεί την δική του σύναξη, που θα θριαμβεύσει πάνω στις δυνάμεις του κακού, σαν να έλεγε πως ο θεός αντικατέστησε το Ισραήλ με μια νέα κοινότητα. Πολλοί μελετητές συμφωνούν με τον George Nickelsburg, πως ο Ιησούς του Ματθαίου ισχυρίζεται στο κεφάλαιο 16 πως αυτό που πριν ήταν ο «πληθυσμός του Ισραήλ» είχε γίνει η «εκκλησία του».

Η σύγκρουση του Ιησού με του Φαρισαίους φτάνει στο αποκορύφωμα της στο Ματθαίο 23. Στο άρθρο αυτό, ο Ματθαίος παίρνει αποφθέγματα που αποδίδοντα στον Ιησού και τα μετατρέπει σε ιστορίες σύγκρουσης που βάζουν τον Ιησού εναντίον εκείνων που αποκηρύσσει εφτά φορές ως «γραμματείς και Φαρισαίους» και ακόμη και «τέκνα της κόλασης». Ο Ματθαίος έχει τον Ιησού να ζητά να πέσει η θεία οργή πάνω «σε αυτή τη γενιά»,

«πάνω σας θα πέσει το ενάρετο αίμα που χύθηκε στη γη, από το αίμα του αθώου Άβελ ως εκείνο του Ζαχαρία, γιου του Βαραχία, που τον δολοφονήσατε ανάμεσα στο ιερό και το βωμό»

Πολλοί μελετητές παρατήρησαν και σχολίασαν στην έντονη εχθρικότητα που εκφράζεται στο κεφάλαιο αυτό. Ο μελετητής της Βίβλου Luke Johnson δείχνει πως φιλοσοφικές ομάδες στην αρχαιότητα συχνά επιτίθονταν στους αντιπάλους τους με σκληρούς χαρακτηρισμούς. Οι φιλόσοφοι όμως δεν προχωρούν, όπως ο Ματθαίος εδώ, στην συκοφάντηση ως δαιμόνων των αντιπάλων τους. μέσα στον αρχαίο κόσμο, στο βαθμό που γνωρίζω, είναι μόνο οι Εσσαίοι και οι Χριστιανοί που κλιμακώνουν την σύγκρουση με τους αντιπάλους τους σε κοσμικό πόλεμο.

Ο Ιησούς του Ματθαίου αναγνωρίζει πως οι Φαρισαίοι λένε πολλά που είναι έγκυρα («Κάνετε και ακολουθείτε ότι σας λένε, αλλά μην κάνετε ότι κάνουν»), αλλά κατηγορεί πως ενδιαφέρονται κυρίως στο να διατηρήσουν την εξουσία τους πάνω από οτιδήποτε άλλο. Επιπλέον, λέει, αδιαφορούν για βασικά κοινωνικά ζητήματα, καθώς ασχολούνται με νομικούς καυγάδες:

«Αλίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές! Γιατί προσφέρετε δυόσμο και άνηθο και κίμινο, και αγνοείται τα σημαντικότερα ζητήματα του νόμου, δικαιοσύνη και έλεος και πίστη· αυτά έπρεπε να κάνετε, δίχως να αγνοείται τα άλλα. Τυφλοί οδηγοί, πετάτε την σκνίπα και καταπίνετε την καμήλα».

Οι μελετητές ξέρουν πως πολλοί Εβραίοι δάσκαλοι την εποχή του Ιησού – δάσκαλοι όπως ο Χιλέλ και ο Σαμάι, σύγχρονοι του Ιησού – προχώρησαν σε ηθική ερμηνεία του νόμου. Μια διάσημη ιστορία λέει πως ο Χιλέλ απάντησε σε ένα μαθητή που του ζήτησε να διδάξει ολόκληρη την Τορά ενώ στέκονταν στο ένα πόδι. Ο Χιλέλ απάντησε, «Ότι δεν θες να σου κάνουν οι άλλοι, να μη το κάνεις στους άλλους. Αυτή είναι όλη η Τορά». Όμως ακόμη και ένας προοδευτικός όπως ο Χιλέλ θα ήταν αντίθετος με ένα κίνημα που ισχυρίζονταν πως επανερμήνευε την Τορά ηθικά αλλά θα έβαζε στο περιθώριο τελτουργικές πτυχές που καθορίζουν την εβραϊκή ταυτότητα. Πολλοί Εβραίοι του πρώτου αιώνα είδαν τέτοιες τάσεις στο χριστιανικό κίνημα. Πολλοί Φαρισαίοι, που ήθελαν να διατηρήσουν το Ισραήλ άγιο και ξεχωριστό μέσα από την τήρηση της Τορά, μπορεί να θεωρούσαν τους οπαδούς του Ιησού ως απειλή στην ακεραιότητα του Ισραήλ – ακόμη και την ύπαρξη του.

Ο Ματθαίος θέλει να πει, όπως έχουμε δει, πως ο Ιησούς ποτέ δεν απέκλινε από την απόλυτη πίστη στην Τορά, αλλά ο Ματθαίος εννοεί με αυτό πως ο Ιησούς εκπλήρωσε το βαθύτερο νόημα του νόμου, ο οποίος, ο Ματθαίος επιμένει, δεν έχει σε τίποτα να κάνει πρακτικά με την εθνική ταυτότητα. Στο Ματθαίο, ο Ιησούς συνοψίζει δυο φορές «ο νόμος και οι προφήτες», και τις δύο φορές με τρόπους που βασίζονται αποκλειστικά στην ηθική δράση. Πρώτα, αυτό που ο Χιλέλ εκφράζει διατυπώνει αρνητικά ο Ιησούς το διατυπώνει θετικά: «Ότι θέλετε να σας κάνουν οι άλλοι, να το κάνετε εσείς σε αυτούς· σε αυτό βασίζεται όλος ο νόμος και οι προφήτες». Δεύτερο, συνοψίζει την Τορά στην διπλή εντολή, «Αγαπάτε τον Θεό και τον πλησίον σας σαν τον εαυτό σας». Τέλος ο Ιησούς του Ματθαίου προσφέρει μια παραβολή που απεικονίζει τον ερχομό της κρίσης του Θεού. Εκείνη την ημέρα, ο Ιησούς λέει, ο θείος βασιλιάς θα συγκεντρώσει όλα τα έθνη, καλώντας μερικά να μπουν στο αιώνιο βασίλειο του Θεού, και καταδικάζοντας άλλα σε αυτό που ο Ιησούς αποκαλεί «την αιώνια φωτιά που περιμένει το διάβολο και τους αγγέλους του». Ποιο είναι το κριτήριο για τη θεία κρίση; Σύμφωνα με τον Ματθαίο, ο Ιησούς λέει πως ο βασιλιάς θα πει σε εκείνους στα δεξιά του,

«’Ελάτε, ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε το βασίλειο που ετοιμάστηκε για εσάς από την δημιουργία του κόσμου. Γιατί ήμουν πεινασμένος και μου δώσατε τροφή· ήμουν διψασμένος και μου δώσατε να πιώ· ήμουν ξένος και με καλωσορίσατε· ήμουν άρρωστος και με επισκεφτήκατε· ήμουν στη φυλακή και ήρθατε σε εμένα’. Τότε οι ενάρετοι θα του απαντήσουν, ‘Κύριε, πότε σε είδαμε ξένο και σε καλωσορίσαμε ή γυμνό και σε ντύσαμε; Και πότε σε είδαμε άρρωστο ή στην φυλακή και σε επισκεφτήκαμε;’. Και ο βασιλιάς θα τους απαντήσει, ‘Αλήθεια σας λέω, ότι κάνατε στο πιο ταπεινό από τα αδέρφια μου, το κάνατε σε εμένα’. Μετά θα πει σε εκείνους στα αριστερά του, «Φύγετε, μακριά μου, καταραμένοι, στην αιώνια φωτιά που ετοιμάστηκε για το διάβολο και τους αγγέλους του· γιατί πεινούσα και δεν μου δώσατε να φάω, ήμουν διψασμένος και δε μου δώσατε φαγητό, ήμουν ξένος και δεν με δεχτήκατε· γυμνός και δε με ντύσατε, άρρωστος καις τη φυλακή και δεν με επισκεφτήκατε’. Και εκείνοι επίσης θα του απαντήσουν, ‘Κύριε, πότε σε είδαμε πεινασμένο ή διψασμένο ή ξένο ή άρρωστο ή στην φυλακή, και δεν σε προστρέξαμε!’. Τότε θα τους απαντήσει, ‘Αλήθεια σας λέω όπως δεν κάνατε στον κατώτερο από εσάς, δεν το κάνατε σε εμένα’. Και θα πάνε μακριά στην αιώνια τιμωρία, αλλά οι ενάρετοι στην αιώνια ζωή»

Η συμμετοχή στο βασίλειο του Θεού βασίζεται, έτσι, όχι στην συμμετοχή στο Ισραήλ αλλά στη δικαιοσύνη σε συνδυασμό με την γενναιοδωρία και την συμπόνια. Η εθνικότητα ως κριτήριο έχει εξαφανιστεί. Οι Εθνικοί όπως και οι Εβραίοι μπορούν να αγκαλιάσουν αυτή την επανερμηνεία του θεϊκού νόμου – και στην κοινότητα του Ματθαίου πολλοί ήταν αυτοί που το έκαναν.

Όπως και στο Μάρκο, εδώ ο Πιλάτος προσφέρετε να απελευθερώσει τον Ιησού, και διαμαρτύρεται στο πλήθος που ζητά την σταύρωση του Ιησού, «Γιατί, τι κακό έχει κάνει;». Ο Ματθαίος όμως επίσης προσφέρει ένα πρακτικό λόγο για την συμφωνία του με το πλήθος: ο Πιλάτος «είδε πως δεν κέρδιζε τίποτα, αλλά πως μάλλον αντίθετα ξεκινούσε μια εξέγερση». Στο σημείο αυτό, ισχυρίζεται ο Ματθαίος, σε μια απίθανη σκηνή, ο Πιλάτος έκανε μια συμβολική πράξη που πηγάζει από τον εβραϊκό νόμο, που περιγράφεται στο βιβλίο του Δευτερονομίου. Έπλυνε τα χέρια του για να δείξει την αθωότητα του για την αιματοχυσία, και είπε, «είμαι αθώος από το αίμα αυτού του άνδρα· δείτε με τα μάτια σας». Την στιγμή εκείνη, σύμφωνα με τον Ματθαίο μόνο, οι Εβραίοι ηγέτες όπως και «όλο το έθνος» αναγνώρισε την συλλογική ευθύνη και επικαλέστηκε αυτό που αποδείχτηκε κατάρα πάνω στους ίδιους και τους απογόνους τους: «Το αίμα του θα είναι πάνω μας και στα παιδιά μας!».

Ο Ματθαίος επίσης προσθέτει την ιστορία πως μετά τη σταύρωση, «οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι» ζήτησαν από το Πιλάτο να ασφαλίσει το τάφο του Ιησού με μια φρουρά, διαφορετικά οι οπαδοί του θα έκλεβαν το σώμα του και θα σκηνοθετούσαν μια ανάσταση. Για να πείσουν για τη κοινή φήμη πως  οι μαθητές του Ιησού είχαν κλέψει το σώμα του, ο Ματθαίος λέει πως οι εβραϊκές αρχές δωροδόκησαν τους Ρωμαίους στρατιώτες να ξεκινήσουν αυτή τη φήμη. «Έτσι», καταλήγει ο Ματθαίος, «πήραν τα χρήματα και έκαναν όπως τους είπαν· και αυτή η ιστορία έχει διαδοθεί μεταξύ των Εβραίων ως σήμερα».

Καθώς το ευαγγέλιο προχωρά προς την ολοκλήρωση του, ο Ματθαίος απομακρύνει τους ακόλουθους του Ιησού από εκείνους που αποκαλεί «οι Εβραίοι», και προσπαθεί να περιγράψει την εχθρικότητα και δυσπιστία που αυτός και οι άλλοι χριστιανοί συναντούσαν προφανώς από την εβραϊκή πλειοψηφία. Ο Ματθαίος με αυτό εννοεί την πλειοψηφία, εκείνων που απορρίπτουν το ευαγγέλιο, που παραιτήθηκαν της κληρονομιάς τους. Τα πρώην μέλη έγινα τώρα ξένοι. Σύμφωνα με τον Ματθαίο, ο Ιησούς λέει μια δυσοίωνη παραβολή: Ένας μεγάλος βασιλιάς κάλεσε το λαό του να παραστείς το γάμο του γιού του. (Εδώ ο Ματθαίος επικαλείται μια προφητική μεταφορά για να αφήσει να εννοηθεί πως ο γάμος συμβολίζει την ένωση μεταξύ του ίδιου του Κυρίου και του Ισραήλ, την νύφη του). Αλλά όταν εκείνοι που καλεί να έρθουν αρνούνται να παραβρεθούν, και ακόμη χτυπούν, και σκοτώνουν τους αγγελιοφόρους του βασιλιά, ο Ιησούς λέει, πως ο βασιλιάς δηλώνει πως «οι καλεσμένοι ήταν ανάξιοι», και προχωρά να καλέσει άλλους στη θέση τους. τότε ο Ιησούς του Ματθαίου συνεχίζει, «ο βασιλιάς ήταν θυμωμένος, και έστειλε το στρατό του και κατέστρεψε εκείνους τους φονιάδες και έκαψε τη πόλη τους». έτσι ο Ματθαίος φτάνει να πει πως ο ίδιος ο θεός έφερε την ρωμαϊκή σφαγή και καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 Κ.Ε. για να τιμωρήσει τους Εβραίους που απέρριψαν τον «υιό του».

Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν πως αν και η ομάδα του ίδιου του Ματθαίου περιλάμβανε και Εβραίους και Εθνικούς πιστούς, τα μέλη της ήταν πιο δεκτικά μεταξύ των Εθνικών παρά των Εβραίων. Έτσι ο Ματθαίος τελειώνει με μια σκηνή στην οποία ο αναστημένος Ιησούς, έχοντας λάβει όλη την εξουσία σε ουρανό και γη», διατάζει τους μαθητές του «να πάνε και να κάνουν μαθητές σε όλα τα έθνη». Ο ίδιος ο Ματθαίος ριζωμένος στην εβραϊκή κοινότητα, το βλέπει με μεγάλη αβεβαιότητα – αβεβαιότητα που θα επηρεάσει τις χριστιανικές κοινότητες για αιώνες, ακόμη και χιλιετίες. Ο σύγχρονος του Ματθαίου και επίσης χριστιανός Λουκάς, που προσαρμόζει επίσης τον Μάρκο και τον αναθεωρεί, ακολουθεί διαφορετική γραμμή. Αυτός ο Εθνικός προσήλυτος μεταθέτει το μεγαλείο του Ισραήλ στο παρελθόν, και με αυτοπεποίθηση διεκδικεί την τωρινή κληρονομιά του για την δική του – κυρίως εθνική – κοινότητα. Τόσο στο Λουκά όσο και στον Ιωάννη, ο ίδιος ο Ιησούς ταυτίζει τους Εβραίους αντιπάλους του με το Σατανά.

πηγη:https://geniusloci2017.wordpress.com

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου