Εισήγηση στο Συνέδριο της Διαλεκτικής της Χειραφέτησης που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο μεταξύ 15 και 30 Ιουλίου 1967, και περιέχεται στο τόμο The Dialectics of Liberation (Verso, 2015). Ο Herbert Marcuse (1898-1979) ήταν φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας.




Δημοσιεύθηκε την 1 Ιουνίου, 2022



Είμαι πολύ χαρούμενος που βλέπω τόσα πολλά λουλούδια εδώ και για αυτό θέλω να σας θυμίσω πως τα λουλούδια, από μόνα τους, δεν έχουν καμιά δύναμη, πέρα από τη δύναμη των ανδρών και των γυναικών που τα προστατεύουν και τα φροντίζουν απέναντι στη βία και τη καταστροφή.

Ως δυστυχής φιλόσοφος για τον οποίο η φιλοσοφία έχει γίνει αναπόσπαστη από την πολιτική, φοβάμαι να εκφωνήσω εδώ μια σχετικά φιλοσοφική ομιλία, και θα πρέπει να ζητήσω την ανοχή σας. Μιλάμε για την διαλεκτική της χειραφέτησης (ουσιαστικά μια περιττή φράση, επειδή θεωρώ πως κάθε διαλεκτική είναι χειραφέτηση) και όχι μόνο χειραφέτηση με ακαδημαϊκή έννοια, αλλά απελευθέρωση που περιλαμβάνει το μυαλό και το σώμα, απελευθέρωση που περιλαμβάνει ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη. Θυμηθείτε τον Hegel: απελευθέρωση με την έννοια της προόδου και της ελευθερίας σε ιστορική κλίμακα. Θυμηθείτε τον Marx. Με ποια έννοια κάθε διαλεκτική είναι χειραφέτηση; Είναι χειραφέτηση από το καταπιεστικό, από ένα κακό, ένα ψευδές σύστημα – είτε είναι οργανικό σύστημα, είτε είναι κοινωνικό σύστημα, είτε είναι ψυχικό ή ακαδημαϊκό σύστημα: απελευθέρωση από τις δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα. Αυτό είναι το καίριο σημείο. Και χειραφέτηση χάρη στην αντίφαση που παράγεται στο σύστημα, επειδή ακριβώς είναι ένα κακό, ένα κίβδηλο σύστημα.

Χρησιμοποιώ σκόπιμα στο σημείο αυτό ηθικούς, φιλοσοφικούς όρους, αξίες: «κακό», «κίβδηλο». Γιατί δίχως ένα αντικειμενικά δικαιολογούμενο στόχο μιας καλύτερης, ελεύθερης ανθρώπινης ύπαρξης, κάθε χειραφέτηση θα πρέπει να μείνει κενή νοήματος – στην καλύτερη, πρόοδος μέσα σε δουλεία. Πιστεύω πως και στον Marx επίσης ο σοσιαλισμός πρέπει να είναι. Αυτό το «πρέπει» ανήκει στην ίδια την ουσία του επιστημονικού σοσιαλισμού. Πρέπει να είναι· είναι, μπορούμε σχεδόν να πούμε, μια βιολογική, κοινωνιολογική και πολιτική αναγκαιότητα. Είναι βιολογική αναγκαιότητα δεδομένου μια σοσιαλιστική κοινωνία, σύμφωνα με τον Marx, θα συμφωνούσε με τον ίδιο το λόγο της ζωής, με τις ουσιαστικές δυνατότητες μιας ανθρώπινης ύπαρξης, όχι μόνο ψυχικά, όχι μόνο διανοητικά, αλλά και οργανικά επίσης.

Τώρα σχετικά με το σήμερα και την κατάστασή μας. Πιστεύω πως είμαστε αντιμέτωποι με μια καινοφανή κατάσταση στην ιστορία, επειδή σήμερα πρέπει να απελευθερωθούμε από μια λειτουργική, πλούσια, πανίσχυρη κοινωνία. Μιλάω για τη χειραφέτηση από την κοινωνία της αφθονίας, δηλαδή, τις προηγμένες βιομηχανικές κοινωνίες. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι η ανάγκη για απελευθέρωση όχι από μια φτωχή κοινωνία, όχι από μια κοινωνία σε αποσύνθεση, ούτε καν, στις περισσότερες περιπτώσεις, μια τρομοκρατική κοινωνία, αλλά από μια κοινωνία που αναπτύσσει σε μεγάλο βαθμό τις υλικές και ακόμη και πολιτισμικές ανάγκες του ανθρώπου – μια κοινωνία, για να χρησιμοποιήσουμε ένα σύνθημα, ικανοποιεί ένα ακόμη μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού. Και αυτό σημαίνει, αντιμετωπίζουμε την χειραφέτηση από μια κοινωνία όπου προφανώς η απελευθέρωση είναι δίχως μαζική βάση. Γνωρίζουμε πολύ καλά τους κοινωνικούς μηχανισμούς της χειραγώγησης, της κατήχησης, της καταπίεσης που είναι υπεύθυνοι για την έλλειψη μαζικής βάσης, για την ενσωμάτωση των ανταγωνιστικών δυνάμεων στο καθιερωμένο κοινωνικό σύστημα. Πρέπει όμως να τονίσω ξανά πως δεν πρόκειται για μια απλή κοινωνική ενσωμάτωση· πως διαδραματίζεται ακριβώς πάνω στην ισχυρή και πλούσια βάση που επιτρέπει στην κοινωνία να αναπτύξει και να ικανοποιήσει τις υλικές και κοινωνικές ανάγκες καλύτερα από πριν.

Η γνώση όμως των μηχανισμών της χειραγώγησης ή καταπίεσης, που περνούν στο ασυνείδητο του ανθρώπου, δεν είναι ολόκληρη η ιστορία. Πιστεύω πως εμείς (και θα χρησιμοποιήσω το «εμείς» σε όλη τη ομιλία μου) είμασταν πολύ διστακτικοί, πως νοιώθουμε μεγάλη ντροπή, κατανοητά μεγάλη ντροπή, για να επιμένουμε στα αναπόσπαστα, ριζοσπαστικά γνωρίσματα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, η ποιοτική διαφορά της από όλες τις καθιερωμένες κοινωνίες· η ποιοτική διαφορά χάρη στην οποία ο σοσιαλισμός είναι πράγματι η άρνηση των καθιερωμένων συστημάτων, ανεξάρτητα από το πόσο παραγωγικές είναι, ανεξάρτητα από το πόσο ισχυρές είναι ή μπορεί να φαίνονται. Με άλλα λόγια – και αυτό είναι ένα από τα πολλά σημεία όπου διαφωνώ με τον Paul Goodman – το φταίξιμο μας δεν είναι πως είμασταν πολύ αναίσχυντοι, αλλά πως είμαστε πολύ ευπρεπείς. Έχουμε καταπιέσει, στη πραγματικότητα, μεγάλο μέρος από αυτά που θα έπρεπε να είχαμε πει και αυτών που θα έπρεπε να έχουμε τονίσει.

Αν σήμερα αυτά τα αναπόσπαστα χαρακτηριστικά, αυτά τα πραγματικά ριζοσπαστικά γνωρίσματα που κάνουν μια σοσιαλιστική κοινωνία μια οριστική άρνηση των υπάρχοντων κοινωνιών, αν αυτή η ποιοτική διαφορά σήμερα φαίνεται ουτοπική, ως ιδεαλιστική, ως μεταφυσική, αυτές είναι ακριβώς οι μορφές με τις οποίες αυτά τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά πρέπει να εμφανιστούν αν πραγματικά επιθυμούν να είναι μια οριστική άρνηση της καθιερωμένης κοινωνίας· αν ο σοσιαλισμός είναι πράγματι η ρήξη της ιστορίας, η βαθιά τομή, το άλμα στο βασίλειο της ελευθερίας – μια ολοκληρωτική ρήξη.

Ας δώσουμε μια εικόνα του πως αυτή η επίγνωση, ή ημιπείγνωση, της ανάγκης για μια τέτοια πλήρη ρήξη ήταν παρούσα σε κάποιους από τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες της περιόδου μας. Ο Walter Benjamin παραθέτει αναφορές πως στη διάρκεια της Κομμούνας του Παρισιού, σε όλες τις γωνιές της πόλης του Παρισιού υπήρχαν άνθρωποι που πυροβολούσαν τα ρολόγια στα κωδωνοστάσια των εκκλησιών, τους πύργους των παλατιών και ούτω καθεξής, εκφράζοντας με το τρόπο αυτό, συνειδητά ή ημισυνειδητά, την ανάγκη πως με κάποιο τρόπο ο χρόνος έπρεπε να σταματήσει· η τουλάχιστον πως το κυρίαρχο, το καθιερωμένο συνεχές του χρόνου έπρεπε να σταματήσει, και πως ένας νέος χρόνος έπρεπε να ξεκινήσει – μια ιδιαίτερη έμφαση στην ποιοτική διαφορά και στην απολυτότητα του ρήγματος μεταξύ της νέας κοινωνίας και της παλιάς.

Υπό την έννοια αυτή, θα ήθελα να αναλύσω εδώ μαζί σας τις καταπιεσμένες προϋποθέσεις της ποιοτικής αλλαγής. Λέω εσκεμμένα για «ποιοτική αλλαγή» και όχι «για επανάσταση», επειδή γνωρίζουμε για πολλές επαναστάσεις  μέσω των οποίων το συνεχές της καταπίεσης έχει διατηρηθεί, επαναστάσεις που αντικατέστησαν το ένα σύστημα κυριαρχίας με ένα άλλο. Πρέπει να αποκτήσουμε επίγνωση των ουσιαστικά νέων στοιχείων που διακρίνουν μια ελεύθερη κοινωνία ως οριστική άρνηση των καθιερωμένων κοινωνιών, και πρέπει να αρχίσουμε να διαμορφώνουμε αυτά τα γνωρίσματα, ανεξάρτητα πόσο μεταφυσικά, ανεξάρτητα πόσο ουτοπικά, θα έλεγα ακόμη και ανεξάρτητα πόσο γελοία μπορεί να φαίνονται στους κανονικούς ανθρώπους σε όλες τις πλευρές, στα δεξιά όπως και στα αριστερά.

Τι είναι η διαλεκτική της χειραφέτησης που μας απασχολεί εδώ; Είναι η κατασκευή μιας ελεύθερης κοινωνίας, μια κατασκευή που εξαρτάται αρχικά στην επικράτηση της ζωτικής ανάγκης για την κατάργηση των καθιερωμένων συστημάτων υποταγής· και δεύτερο, και αυτό είναι αποφασιστικής σημασίας, εξαρτάται στην απόλυτη αφοσίωση, το μόχθο, συνειδητού όπως και ύπο- και ά-συνείδητου για τις ποιοτικά διαφορετικές αξίες μιας ελεύθερης ανθρώπινης ύπαρξης. Δίχως την εμφάνιση τέτοιων νέων αναγκών και ικανοποιήσεων, τις ανάγκες και ικανοποιήσεις των ελεύθερων ανθρώπων, κάθε αλλαγή στους κοινωνικούς θεσμούς , ανεξάρτητα πόσο μεγάλη, θα αντικαθιστούσε απλά το ένα σύστημα υποταγής με ένα άλλο σύστημα υποταγής. Ούτε μπορεί η εμφάνιση – και θα ήθελα να το τονίσω αυτό – ούτε μπορεί την εμφάνιση τέτοιων νέων αναγκών και ικανοποιήσεων να την φανταστούμε ως απλό παραπροϊόν, το απλό αποτέλεσμα, αλλαγμένων κοινωνικών θεσμών. Το έχουμε δει αυτό, είναι εμπειρικό γεγονός. Η ανάπτυξη των νέων θεσμών πρέπει να πραγματοποιηθεί ήδη και να πραγματοποιηθεί μέσω των ανθρώπων με τις νέες ανάγκες. Δηλαδή, με το τρόπο, με τη βασική ιδέα κάτω από την ιδέα του Marx για το προλεταριάτο ως τον ιστορικό παράγοντα της επανάστασης, όχι μόνο επειδή ήταν εκείνη την εποχή η πλειοψηφία του πληθυσμού, αλλά και επειδή η τάξη αυτή ήταν «ελεύθερη» από τις καταπιεστικές και επιθετικές ανταγωνιστικές ανάγκες της καπιταλιστικής κοινωνίας και έτσι, τουλάχιστον δυνητικά, ο φορέας ουσιαστικά νέων αναγκών, στόχων και ικανοποιήσεων.

Μπορούμε να διαμορφώσουμε επίσης αυτή τη διαλεκτική της χειραφέτησης σε ένα πιο βίαιο τρόπο, σαν φαύλο κύκλο. Η μετάβαση από την εθελοντική υποταγή (όπως υπάρχει σε μεγάλο βαθμό στην κοινωνία της αφθονίας) στην ελευθερία προϋποθέτει την κατάργηση των θεσμών και μηχανισμού καταπίεσης. Και η κατάργηση των θεσμών και μηχανισμών της καταπίεσης προϋποθέτει ήδη την χειραφέτηση από την υποταγή, κυριαρχία της ανάγκης για απελευθέρωση. Σχετικά με τις ανάγκες, θεωρώ πως πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ της ανάγκης για αλλαγή ανυπόφορων συνθηκών ύπαρξης, και της ανάγκης για αλλαγή της κοινωνίας συνολικά. Οι δύο δεν είναι με οποιονδήποτε τρόπο πανομοιότυπες μεταξύ τους, δεν είναι με οποιονδήποτε τρόπο σε αρμονία μεταξύ τους. Αν η ανάγκη είναι για την αλλαγή ανυπόφορων συνθηκών ύπαρξης, με τουλάχιστον σημαντική πιθανότητα πως αυτό μπορεί να συμβεί μέσα στην καθιερωμένη κοινωνία, τότε αυτή είναι απλά ποσοτική αλλαγή. Η ποιοτική αλλαγή είναι μια αλλαγή του ίδιου του συστήματος συνολικά.

Θα ήθελα να επισημάνω πως η διάκριση μεταξύ ποσοτικής και ποιοτικής αλλαγής δεν είναι ταυτόσημη με την διάκριση μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης. Η ποσοτική αλλαγή μπορεί να σημαίνει και να οδηγήσει στην επανάσταση. Μόνο ο συνδυασμός, θεωρώ, αυτών των δυο είναι επανάσταση με την ουσιαστική έννοια του άλματος από την προϊστορία στην ιστορία του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζουμε είναι το σημείο όπου η ποσότητα μπορεί να μετατραπεί σε ποιότητα, όπου η ποσοτική αλλαγή στις συνθήκες και θεσμούς μπορεί να γίνει μια ποιοτική αλλαγή που αφορά όλη την ανθρώπινη ύπαρξη.

Σήμερα οι δυο δυνητικοί παράγοντες της επανάστασης που μόλις ανέφερα είναι ασύνδετοι. Ο πρώτος είναι πιο διαδεδομένος στις υπανάπτυκτες χώρες, όπου η ποσοτική αλλαγή – δηλαδή, η δημιουργία ανθρώπινων συνθηκών διαβίωσης – είναι από μόνη της ποιοτική αλλαγή, δεν όμως ακόμη ελευθερία. Ο δεύτερος πιθανός παράγοντας της επανάστασης, οι προϋποθέσεις της απελευθέρωσης, είναι πιθανώς παρούσες στις προηγμένες βιομηχανικές χώρες, αλλά περιορίζονται και διαστρέφονται από την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας.

Πιστεύω πως είμαστε μπροστά από μια κατάσταση στην οποία αυτή η προηγμένη καπιταλιστική κοινωνία έχει φτάσει σε ένα σημείο όπου η ποσοτική αλλαγή μπορεί τεχνικά να μετατραπεί σε ποιοτική αλλαγή, σε αυθεντική απελευθέρωση. Και είναι εναντίον ακριβώς αυτής της θανάσιμης πιθανότητας που η κοινωνία της αφθονίας, ο προηγμένος καπιταλισμός, κινητοποιείται και οργανώνεται σε όλα τα μέτωπα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Προτού συνεχίσω, επιτρέψτε μου ένα σύντομο ορισμό του τι εννοώ με την κοινωνία της αφθονίας. Ένα μοντέλο, φυσικό, είναι η αμερικάνικη κοινωνία σήμερα, αν και ακόμη και στις ΗΠΑ είναι περισσότερο τάση, όχι ακόμη μεταφρασμένη σε πραγματικότητα. Αρχικά, είναι μια καπιταλιστική κοινωνία. Μοιάζει να είναι αναγκαίο να το υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας επειδή υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, ακόμη και στην αριστερά, που πιστεύουν πως η αμερικάνικη κοινωνία δεν είναι πλέον ταξική κοινωνία. Σας διαβεβαιώνω πως είναι ταξική κοινωνία. Είναι καπιταλιστική κοινωνία με μεγάλη συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας·  με ένα διογκωμένο και διογκούμενο τομέα αυτοματισμού και συντονισμού της παραγωγής, διανομής και επικοινωνίας· με ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η οποία ωστόσο εξαρτάται όλο και περισσότερο σε όλο και πιο ενεργή και ευρεία παρέμβαση από την κυβέρνηση. Είναι μια κοινωνία στην οποία, όπως προανέφερα, οι υλικές όπως και οι πολιτισμικές ανάγκες του υποκείμενου πληθυσμού ικανοποιούνται σε μια κλίμακα μεγαλύτερη από το παρελθόν – ικανοποιούνται όμως σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τα συμφέροντα του μηχανισμού και των δυνάμεων που ελέγχουν το μηχανισμό. Και είναι μια κοινωνία που αναπτύσσεται στην συνθήκη της επιταχυνόμενης σπατάλης, της προσχεδιασμένης απαξίωσης και καταστροφής, ενώ το υπόστρωμα του πληθυσμού συνεχίζει να ζει στην ανέχεια και τη μιζέρια.

Πιστεύω πως οι παράγοντες  αυτοί σχετίζονται εσωτερικά, πως αποτελούν το σύνδρομο του ύστερου καπιταλισμού: δηλαδή, την εμφανή αδιάσπαστη ενότητα – αδιάσπαστη για το σύστημα – της παραγωγικότητας και καταστροφής, της ικανοποίησης των αναγκών και της καταπίεσης, της ελευθερίας μέσα σε ένα σύστημα υποταγής – δηλαδή, της υποταγής του άνδρα στο μηχανισμό, και την αδιάσπαστη ενότητα του λογικού και του παράλογου. Μπορούμε να πούμε πως η λογική της κοινωνίας βρίσκεται στην ίδια της την παράνοια, και πως η παράνοια της κοινωνίας είναι λογική στο βαθμό στον οποίο είναι αποτελεσματική, στο βαθμό στον οποίο λειτουργεί.

Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε τώρα είναι: γιατί χρειαζόμαστε την χειραφέτηση από μια τέτοια κοινωνία αν είναι ικανή – ίσως στο μακρινό μέλλον, αλλά προφανώς ικανή – να νικήσει την ανέχεια σε μεγαλύτερο βαθμό από ποτέ πριν, της μείωσης του κόπου της εργασίας και του χρόνου εργασίας, και βελτίωσης του επιπέδου ζωής;  Αν το τίμημα όλων των αγαθών που προσφέρονται, το τίμημα για αυτή την βολική υποταγή, για όλα τα επιτεύγματα αυτά, αποσπάτε από τους ανθρώπους μακριά από τη μητρόπολη και πολύ μακριά από την αφθονία της; Αν η ίδια η κοινωνία τη αφθονίας με δυσκολία προσέχει τι κάνει, πως σκορπίζει τον τρόμο και την υποδούλωση, πως μάχεται την απελευθέρωση σε όλες τις γωνιές της υδρογείου;

Ξέρουμε πως η παραδοσιακή αδυναμία των συναισθηματικών, ηθικών και ανθρωπιστικών επιχειρημάτων μπροστά σε ένα τέτοιο τεχνολογικό επίτευγμα, μπροστά στην ανορθολογική ορθολογιστική μιας τέτοιας δύναμης. Αυτά τα επιχειρήματα δεν μοιάζουν να έχουν οποιοδήποτε βάρος έναντι των ωμών γεγονότων – μπορεί να πούμε ωμά γεγονότα της κοινωνίας και της παραγωγικότητας. Και όμως, είναι μόνο η επιμονή αυτή στη πρακτική όπως και στην θεωρία επίσης, στην διαδήλωση όπως και στη συζήτηση, που ακόμη στέκεται εμπόδιο της απόλυτης υποβάθμισης τους ανθρώπου σε αντικείμενο, ή μάλλον υποκειμένου/αντικειμένου, της πλήρους διαχείρισης. Είναι μόνο αυτή η επιμονή που ακόμη στέκεται εμπόδιο στην προοδευτική αποκτήνωση και κρετινοποίηση του ανθρώπου. Γιατί – και θα ήθελα να το τονίσω αυτό – το καπιταλιστικό Κράτος Πρόνοιας είναι Εμπόλεμο Κράτος. Πρέπει να έχει έναν Εχθρό, με κεφαλαίο Ε, έναν απόλυτο Εχθρό· επειδή η διαιώνιση της υποταγής, η διαιώνιση του μίζερου αγώνα για ύπαρξη μπροστά στις νέες πιθανότητες ελευθερίας, ενεργοποιεί και εντατικοποιεί μέσα στην κοινωνία αυτή μια πρωταρχική επιθετικότητα σε ένα βαθμό, πιστεύω, ως τώρα άγνωστη στην ιστορία. Και αυτή η πρωταρχική επιθετικότητα πρέπει να στρατολογηθεί στην κοινωνία με χρήσιμους τρόπους, αλλιώς θα προκληθεί έκρηξη στο ίδιο το σύστημα. Για αυτό και η ανάγκη για Εχθρό, που πρέπει να είναι εκεί, και που πρέπει να δημιουργηθεί αν δεν είναι υπάρχει. Ευτυχώς, τολμώ να πω, ο Εχθρός υπάρχει. Η εικόνα του όμως και η δύναμη του, πρέπει, στην κοινωνία αυτή, να μεγεθυνθεί πέρα από κάθε μέτρο για να είναι σε θέση να κινητοποιήσει αυτή την επιθετικότητα της κοινωνίας της αφθονίας σε κοινωνικά χρήσιμους τρόπους.

Το αποτέλεσμα είναι μια κατακρεουργημένη, ακρωτηριασμένη και αγωνιώδης ανθρώπινη ύπαρξη: μια ανθρώπινη ύπαρξη που υπερασπίζεται βίαια την ίδια της την υποταγή.

Μπορούμε να συνοψίσουμε την θανάσιμη κατάσταση με την οποία είμαστε αντιμέτωποι. Η ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή είναι αντικειμενικά αναγκαία, με τη διπλή έννοια πως είναι η μόνη ευκαιρία να σώσουμε τις δυνατότητες της ανθρώπινης ελευθερίας και επιπλέον, με την έννοια ότι οι τεχνικοί και υλικοί πόροι για την επίτευξη της ελευθερίας είναι διαθέσιμοι. Αν και αυτή η αντικειμενική ανάγκη είναι εμφανώς εκεί, η υποκειμενική ανάγκη για μια τέτοια αλλαγή δεν υπερισχύει. Δεν υπερισχύει ειδικά ανάμεσα στα κομμάτια αυτά του πληθυσμού που παραδοσιακά θεωρούνται οι φορείς της ιστορικής αλλαγής. Η υποκειμενική ανάγκη καταπιέζεται, ξανά σε διπλό επίπεδο: αρχικά, χάρη στην πρακτική ικανοποίηση των αναγκών, και δεύτερο, από μια μαζική επιστημονική χειραγώγηση και διαχείριση των αναγκών – δηλαδή, από συστηματικό κοινωνικό έλεγχο όχι μόνο του συνειδητού, αλλά και του ασυνείδητου του ανθρώπου. Ο έλεγχος αυτός έχει γίνει δυνατός από τα ίδια τα επιτεύγματα των μεγαλύτερων χειραφετικών επιστημών της εποχής μας, στην ψυχολογία, κυρίως στην ψυχανάλυση, και στην ψυχιατρική. Το ότι μπορούσαν να εξελιχθούν και έχουν εξελιχθεί ταυτόχρονα σε πανίσχυρα εργαλεία καταπίεσης, μια από τις αποτελεσματικότερες μηχανές καταπίεσης, είναι μια από τις τρομερές πτυχές της διαλεκτικής της χειραφέτησης.

Η απόκλιση μεταξύ της αντικειμενικής και της υποκειμενικής ανάγκης αλλάζει εντελώς, θεωρώ, τη βάση, τις πιθανότητες και τη στρατηγική της απελευθέρωσης. Η κατάσταση αυτή προϋποθέτει την εμφάνιση νέων αναγκών, ποσοτικά διαφορετικές και ακόμη αντίθετες στις κυριαρχούσες επιθετικές και καταπιεστικές ανάγκες: η εμφάνιση ενός νέου τύπου ανθρώπου, με μια ζωτική, βιολογική ανάγκη για χειραφέτηση, και με μια συνείδηση ικανή να διαπεράσει το υλικό αλλά και το ιδεολογικό πέπλο της κοινωνίας της αφθονίας. Με άλλα λόγια, η χειραφέτηση μοιάζει να στηρίζεται πάνω στο άνοιγμα και την ενεργοποίηση μιας διάστασης βάθους της ανθρώπινης ύπαρξης, αυτή η πλευρά της και αποκάτω της παραδοσιακής υλικής βάσης: όχι μια ιδεαλιστική βάση, πάνω και πέρα από την υλική βάση, αλλά μια διάσταση ακόμη πιο υλική από την υλική βάση, θα δείξω αμέσως τι εννοώ.

Η έμφαση σε αυτή τη νέα διάσταση, δεν σημαίνει αντικατάσταση πολιτικής από την ψυχολογία, αλλά αντίθετα το αντίστροφο. Σημαίνει να λάβουμε υπόψιν τελικά το γεγονός πως η κοινωνία έχει εισβάλει ακόμη και στις βαθύτερες ρίζες της ατομικής ύπαρξης, ακόμη και στο ασυνείδητο του ανθρώπου. Πρέπει να φτάσουμε στις ρίζες της κοινωνίας στα ίδια τα άτομα, τα άτομα που, εξαιτίας της κοινωνικής μηχανικής, αναπαράγουν διαρκώς το συνεχές της καταπίεσης ακόμη και μέσα από τη μεγάλη επανάσταση.

Αυτή η αλλαγή δεν είναι, πιστεύω, μια ιδεολογική αλλαγή. Υπαγορεύεται από την πραγματική εξέλιξη της βιομηχανικής κοινωνίας, που έχει εισάγει παράγοντες τους οποίους η θεωρία μας μπορούσε ως τώρα να αγνοεί. Υπαγορεύεται από την πραγματική εξέλιξη της βιομηχανικής κοινωνίας, από την τρομερή ανάπτυξη της τεχνικής και υλικής της παραγωγικότητας της, που έχει ξεπεράσει και κάνει απαρχαιωμένους τους παραδοσιακούς στόχους και προϋποθέσεις της απελευθέρωσης.

Είμαστε εδώ αντιμέτωποι με το ερώτημα: είναι η χειραφέτηση από την κοινωνία της αφθονίας ταυτόσημη με την μετάβαση από το καπιταλισμό στο σοσιαλισμό; Η απάντηση που προτείνω είναι: δεν είναι το ίδιο, αν ο σοσιαλισμός ορίζεται απλά ως η προσχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και ο εξορθολογισμός των πόρων (αν και αυτό παραμένει προϋπόθεση για κάθε απελευθέρωση). Είναι το ίδιο με τη μετάβαση από το καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αν ο σοσιαλισμός ορίζεται με τους πιο ουτοπικούς του όρους: δηλαδή, μεταξύ άλλων, την κατάργηση της εργασίας, το τερματισμό του αγώνα για ύπαρξη – δηλαδή, ζωή ως σκοπός από μόνος του και όχι ως μέσο για ένα σκοπό – και η απελευθέρωση της ανθρώπινης ευαισθησίας και λογικής, όχι ως ιδιωτικός παράγοντας, αλλά ως δύναμη για μεταμόρφωση της ανθρώπινης ύπαρξης και του ίδιου της του περιβάλλοντος. Το να δοθεί στην ευαισθησία και στη λογική αυτό που δικαιούνται, είναι πιστεύω, ένας από τους βασικούς στόχους του ολοκληρωμένου σοσιαλισμού. Υπάρχουν τα ποιοτικά διαφορετικά χαρακτηριστικά μιας ελεύθερης κοινωνίας. Προϋποθέτουν όπως μπορεί να έχετε δει ήδη, μια πλήρη επανεκτίμηση των αξιών, μια νέα ανθρωπολογία. Προϋποθέτουν ένα τύπο ανθρώπου που απορρίπτει την επιτέλεση αρχών που κυβερνούν τις καθιερωμένες κοινωνίες· ένα τύπο ανθρώπου που έχει απαλλαχθεί ο ίδιος από την επιθετικότητα και την βαναυσότητα που είναι εγγενείς στην οργάνωση της καθιερωμένης κοινωνίας, και στην υποκριτική, πουριτανική ηθική τους· ένα τύπο ανθρώπων που είναι βιολογικά ανίκανος να κάνει πολέμους και να δημιουργήσει πόνο· ένα τύπο ανθρώπου που έχει καλή συνείδηση χαράς και ικανοποίησης, και που δουλεύει, συλλογικά και ατομικά, για ένα κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον στο οποίο μια τέτοια ύπαρξη είναι δυνατή.

Η διαλεκτική της χειραφέτησης, όπως μετατράπηκε από ποσότητα σε ποιότητα, έτσι περιλαμβάνει, επαναλαμβάνω, μια ρήξη στο συνεχές της καταπίεσης που φτάνει στη βαθιά διάσταση του ίδιου του οργανισμού. Ή μπορεί να πούμε πως σήμερα ποιοτική αλλαγή, απελευθέρωση, περιλαμβάνουν οργανικές, ενστικτώδεις, βιολογικές αλλαγές και την ίδια στιγμή με πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές.

Οι νέες ανάγκες και ικανοποιήσεις έχουν πολύ υλική βάση, όπως έχω δείξει. Δεν είναι σχεδιασμένες αλλά είναι η λογική κατάληξη από τις τεχνικές, υλικές και διανοητικές δυνατότητες της προηγμένης, βιομηχανικής κοινωνίας. Είναι έμφυτες μέσα, και στην έκφραση της, στην παραγωγικότητα της προηγμένης κοινωνία, που έχει κάνει απαρχαιωμένες εδώ και καιρό όλα τα είδη του ενδοκοσμικού ασκητισμού, όλο το εργασιακό δόγμα πάνω στο οποίο έχει βασιστεί η ιουδεοχριστιανική ηθική.

Γιατί αυτή η κοινωνία ξεπερνά και ακυρώνει αυτό το τύπο ανθρώπου, το παραδοσιακό τύπο ανθρώπου, και τις μορφές της ύπαρξης του, όπως και την ηθική στην οποία οφείλει μεγάλο μέρος της προέλευσης και των βάσεων του; Αυτή η νέα, δίχως προηγούμενο και αναπάντεχη παραγωγικότητα επιτρέπει την έννοια μιας τεχνολογίας της απελευθέρωσης. Εδώ μπορώ να δείξω μόνο εν συντομία αυτό που έχω στο νου: όπως εκπληκτικές και πράγματι φαινομενικά ουτοπικές τάσεις όπως η σύγκλιση τεχνικής και τέχνης, η σύγκλιση εργασίας και παιχνιδιού, η σύγκλιση του πεδίου της ανάγκης και του πεδίου της ελευθερίας. Πως; Δίχως να υποβάλλονται πλέον στις επιταγές της καπιταλιστικής κερδοσκοπίας και αποτελεσματικότητας, δίχως πλέον τις επιταγές της ανεπάρκειας, που σήμερα διαιωνίζονται από την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας· κοινωνικά αναγκαία εργασία, υλική παραγωγή, θα μπορεί και μπορεί να γίνει (ήδη βλέπουμε τη τάση) όλο και πιο επιστημονική. Τεχνικός πειραματισμός, επιστήμη και τεχνολογία θα μπορούν και μπορούν να γίνουν παιχνίδι με τος ως τώρα κρυμμένες – μεθοδικά κρυμμένες και αποκλεισμένες – δυνατότητες των ανθρώπων και των πραγμάτων, της κοινωνίας και της φύσης.

Αυτό σημαίνει ένα από τα παλιότερα όνειρα κάθε ριζοσπαστικής θεωρίας και πρακτικής. Αυτό σημαίνει πως η δημιουργική φαντασία, και όχι μόνο ο ορθολογισμός της αρχής της αποδοτικότητας, θα γίνονταν μια παραγωγική δύναμη εφαρμοσμένη στην μεταμόρφωση του κοινωνικού και φυσικού σύμπαντος. Θα σήμαινε την εμφάνιση μιας μορφής πραγματικότητας που είναι το έργο και το μέσο της αναπτυσσόμενης ευαισθησίας και λογικής του ανθρώπου.

Και τώρα προσθέτω τη τρομερή έννοια: θα μπορούσε να σημαίνει μια «αισθητική» πραγματικότητα – η κοινωνία ως έργο τέχνης. Αυτή είναι η πιο ουτοπική, η πιο ριζοσπαστική πιθανότητα της χειραφέτησης σήμερα.

Τι όμως σημαίνει αυτό με χειροπιαστούς όρους; Είπα, δεν μας ενδιαφέρει εδώ η ιδιωτική ευαισθησία και λογική αλλά με την ευαισθησία και τη λογική, τη δημιουργική φαντασία και το παιχνίδι, να γίνουν δυνάμεις μεταμόρφωσης. Ως τέτοιες θα οδηγούν, για παράδειγμα, την πλήρη αναδιαμόρφωση των πόλεων μας και της υπαίθρου· την αποκατάσταση της φύσης μετά από την εξαφάνιση της βίας και της καταστροφής της καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης· τη δημιουργία εσωτερικού και εξωτερικού χώρου για ιδιωτικότητα, ατομική αυτονομία, ηρεμία· την εξαφάνιση του θορύβου, των εγκλωβισμένων ακροατηρίων, της εξαναγκαστικής συντροφικότητας, της μόλυνσης, της ασχήμιας. Αυτά δεν είναι – και δεν μπορώ να το τονίσω αρκετά – υπεροπτικές και ρομαντικές απαιτήσεις. Οι βιολόγοι σήμερα έχουν τονίσει πως είναι οργανικές ανάγκες για τον ανθρώπινο οργανισμό, και πως η ανακοπή τους, η διαστροφή τους και καταστροφή από την καπιταλιστική κοινωνία, ουσιαστικά ακρωτηριάζει τον ανθρώπινο οργανισμό, όχι μόνο με μεταφορικό τρόπο αλλά με πολύ πραγματική και κυριολεκτική έννοια.

Πιστεύω πως μόνο σε ένα τέτοιο σύμπαν ο άνθρωπος μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος, και πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις μπορούν να δημιουργηθούν μεταξύ ελεύθερων όντων. Πιστεύω πως η ιδέα ενός τέτοιου σύμπαντος κατεύθυνε επίσης την ιδέα του σοσιαλισμού του Marx, και πως αυτές οι αισθητικές ανάγκες και σκοποί πρέπει να είναι εκεί εξαρχής στην αναδημιουργία της κοινωνίας, και όχι μόνο στο τέλος ή στο μακρινό μέλλον. Διαφορετικά, οι ανάγκες και οι ικανοποιήσεις τους που αναπαράγουν μια καταπιεστική κοινωνία θα μεταφερθούν και στη νέα κοινωνία. Οι καταπιεστική άνθρωποι θα συνεχίσουν να καταπιέζουν στη νέα κοινωνία.

Τώρα σε αυτό το τελικό σημείο, το ερώτημα είναι: πως πιθανώς μπορούμε να οραματιστούμε την εμφάνιση μιας τέτοιων ποιοτικά διαφορετικών αναγκών και στόχων ως οργανικές, βιολογικές ανάγκες και στόχους και όχι επιβεβλημένους από πάνω αξίες; Πως μπορούμε να οραματιστούμε την εμφάνιση τέτοιων αναγκών και ικανοποιήσεων μέσα και ενάντια την καθιερωμένη κοινωνία – δηλαδή, πριν την απελευθέρωση; Αυτή ήταν η διαλεκτική με την οποία ξεκίνησα, που με μια ιδιαίτερα οριστική έννοια πρέπει να είμαστε ελεύθεροι από αυτή για να δημιουργήσουμε μια ελεύθερη κοινωνία.

Δεν χρειάζεται να πούμε, η διάλυση του υπάρχοντος συστήματος είναι η προϋπόθεση για μια τέτοια ποιοτική αλλαγή. Και όσο πιο αποτελεσματικά λειτουργεί ο μηχανισμός καταπίεσης των κοινωνιών της αφθονίας, τόσο πιο απίθανη είναι η μετάβαση από την υποταγή στην ελευθερία. Το γεγονός πως σήμερα δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάποια συγκεκριμένη τάξη ή κάποια συγκεκριμένη ομάδα ως επαναστατική δύναμη, αυτό το γεγονός δεν είναι δικαιολογία για να μη χρησιμοποιήσουμε κάθε πιθανότητα και μέθοδο για να σταματήσουμε τις μηχανές της καταπίεσης στο άτομο. Η διάχυση της πιθανής  αντίθεσης ανάμεσα σε ολόκληρο τον υποκείμενο πληθυσμό αντιστοιχεί ακριβώς  στον απόλυτο χαρακτήρα της προηγμένης καπιταλιστικής μας κοινωνίας. Οι εσωτερικές αντιφάσεις  του συστήματος είναι το ίδιο σοβαρές όσο ποτέ και πιθανώς να θα επιδεινωθούν από την βίαιη επέκταση του βιομηχανικού ιμπεριαλισμού. Όχι μόνο οι πιο γενικές αντιφάσεις μεταξύ  του τρομερού κοινωνικού πλούτου από την μια, και της καταστροφικής, επιθετικής και σπάταλης χρήσης αυτού του πλούτου από την άλλη· αλλά πολύ πιο χειροπιαστές αντιφάσεις όπως η ανάγκη το σύστημα να αυτοματοποιηθεί, την συνεχή μείωση της ανθρώπινης βάσης στην εργατική-δύναμη και την υλική αναπαραγωγή των κοινωνιών και έτσι της τάσης προς την εξάντλησης των πηγών υπερκέρδους. Στο τέλος, υπάρχει η απειλή της τεχνολογικής ανεργίας που ακόμη και η πιο εύπορη κοινωνία δεν είναι πλέον ικανή να αντισταθμίσει με τη δημιουργία ακόμη περισσότερων παρασιτικών και μη παραγωγικών εργασιών: όλες αυτές οι αντιφάσεις υπάρχουν. Σε απάντηση προς αυτές η καταπίεση, η χειραγώγηση και η ενσωμάτωση είναι πιθανό να αυξηθεί.

Η εκπλήρωση όμως είναι εκεί, το έδαφος μπορεί και πρέπει να προετοιμαστεί. Η ακρωτηριασμένη συνείδηση και τα ακρωτηριασμένα ένστικτα πρέπει να σπάσουν. Η ευαισθησία και η επίγνωση των νέων υπερβατικών, ανταγωνιστικών αξιών – είναι εκεί. Και είναι εκεί, και είναι εδώ, ακριβώς ανάμεσα στις μη ενσωματωμένες κοινωνικές ομάδες και ανάμεσα σε εκείνους, που χάρης τη προνομιακή τους θέσης, μπορούν να διαπεράσουν το ιδεολογικό και υλικό πέπλο της μαζικής επικοινωνίας και κατήχησης – δηλαδή, των διανοούμενων.

όλοι γνωρίζουμε την θανάσιμή προκατάληψη, πρακτικά από την αρχή, στο Εργατικό Κίνημα εναντίον των διανοούμενων ως καταλύτη της ιστορικής αλλαγής. Είναι καιρός να αναρωτηθούμε αν αυτή η προκατάληψη εναντίον των διανοούμενων, και το σύμπλεγμα κατωτερότητας των διανοούμενων που προκύπτει από αυτό, δεν ήταν βασικός παράγοντας στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών όπως και των σοσιαλιστικών κοινωνιών: την ανάπτυξη και την εξασθένιση της αντίθεσης. Οι διανοούμενοι συνήθως έβγαιναν για να οργανώσουν τους άλλους, για να οργανώσουν στην κοινότητα. Σίγουρα δεν χρησιμοποίησαν την ευκαιρία για να οργανωθούν οι ίδιοι, για να οργανώσουν όχι μόνο σε περιφερειακό, όχι μόνο σε εθνικό, αλλά σε διεθνές επίπεδο. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, σήμερα ένα από τα πιο επείγοντα καθήκοντα. Μπορούμε να πούμε πως οι διανοούμενοι είναι ο φορέας της ιστορικής αλλαγής; Μπορούμε να πούμε πως σήμερα οι διανοούμενοι είναι η επαναστατική τάξη; Η απάντηση που θα έδινα είναι: Όχι, δεν μπορούμε να το πούμε αυτό. Αλλά μπορούμε να πούμε, και πιστεύω πως πρέπει να πούμε, πως οι διανοούμενοι έχουν αποφασιστικό προπαρασκευαστικό ρόλο, όχι παραπάνω· και νομίζω πως αυτό είναι αρκετό. Από μόνοι του δεν είναι ούτε μπορούν να είναι επαναστατική τάξη, αλλά μπορεί να γίνει ο καταλύτης, και έχει προπαρασκευαστικό ρόλο – σίγουρα όχι για πρώτη φορά, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο κάθε επανάσταση ξεκινά αλλά περισσότερο, ίσως, σήμερα παρά πρωτύτερα. Επειδή – και για αυτό επίσης έχουμε μια ιδιαίτερα υλική και πολύ σταθερή βάση – είναι από αυτή την ομάδα που θα στρατολογηθούν οι κάτοχοι αποφασιστικών θέσεων στην παραγωγική διαδικασία, στο μέλλον περισσότερο από ότι ως τώρα. Αναφέρομαι σε αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε τον όλο και περισσότερο επιστημονικό χαρακτήρα της υλικής διαδικασίας της παραγωγής, χάρη στην οποία αλλάζει ο ρόλος των διανοούμενων. Είναι η ομάδα από την οποία οι σημαντικοί κάτοχοι των σημαντικών θέσεων θα στρατολογηθούν: επιστήμονες, ερευνητές, τεχνικοί, μηχανικοί, ακόμη και ψυχολόγοι – επειδή η ψυχολογία θα συνεχίσει να είναι κοινωνικά αναγκαίο όργανο, είτε υποταγής είτε απελευθέρωσης.

Αυτή τάξη, αυτοί οι διανοούμενοι έχει αποκληθεί η νέα εργατική τάξη. Πιστεύω ο όρος αυτός είναι στην καλύτερη πρώιμη. Είναι – και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε – σήμερα οι αγαπημένοι ευνοημένοι του καθιερωμένου συστήματος. Αλλά είναι επίσης στην ίδια την πηγή των εξόφθαλμων αντιφάσεων μεταξύ της απελευθερωτικής ικανότητας της επιστήμης και της καταπιεστικής και υποδουλωτικής της χρήσης. Για να ενεργοποιήσουμε την καταπιεσμένη και χειραγωγημένη αντίφαση, για να την κάνουμε να λειτουργήσει ως καταλύτης της αλλαγής, που είναι ένα από τα βασικά έργα της αντίθεσης σήμερα. Παραμένει και πρέπει να παραμείνει πολιτικό έργο.

Η εκπαίδευση είναι η δουλειά μας, αλλά η εκπαίδευση με μια εντελώς νέα αίσθηση. Όντας θεωρία όπως και πρακτική, πολιτική πρακτική, η εκπαίδευση σήμερα είναι κάτι παραπάνω από συζήτηση, περισσότερο από διδασκαλία και μάθηση και γράψιμο. Εκτός αν και μέχρι να πάει πέρα από την σχολική αίθουσα, εκτός αν και μέχρι να πάει πέρα από το κολέγιο, το σχολείο, το πανεπιστήμιο, θα παραμείνει ανίσχυρη. Η εκπαίδευση σήμερα πρέπει να περιλαμβάνει το νου και το σώμα, το λόγο και τη φαντασία, τις ακαδημαϊκές και τις ενστικτώδεις ανάγκες, επειδή όλη μας η ύπαρξη έχει γίνει το υποκείμενο/αντικείμενο πολιτικής, κοινωνικής μηχανικής. Το τονίζω, δεν είναι ζήτημα μετατροπής των σχολείων και των πανεπιστημίων, της μετατροπής του εκπαιδευτικού συστήματος σε πολιτικά. Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ήδη πολιτικά. Πρέπει να σας υπενθυμίσω για τον εκπληκτικό βαθμό στον οποίο (μιλάω για τις ΗΠΑ) τα πανεπιστήμια εμπλέκονται σε τεράστιες ερευνητικές χορηγίες (την φύση των οποίων γνωρίζεται σε πολλές περιπτώσεις)  από την κυβέρνηση και διάφορες ημικυβερνητικές υπηρεσίες.

Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι πολιτικό, έτσι δεν είμαστε εμείς που θέλουμε να πολιτικοποιήσουμε το εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό που θέλουμε είναι μια αντιπολιτική εναντίον της κυρίαρχης πολιτικής. Και υπό αυτή την έννοια  πρέπει να συναντήσουμε αυτή τη κοινωνία στο δικό της έδαφος απόλυτης κινητοποίησης. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε την κατήχηση στην υποταγή με την κατήχηση στην ελευθερία. Πρέπει ο καθένας από εμάς να παράξει μέσα μας, και να προσπαθήσει να παράξει σε άλλους, την ενστικτώδη ανάγκη για μια ζωή δίχως φόβο, δίχως βαναυσότητα, και δίχως ανοησία. Και πρέπει να βεβαιώσουμε πως μπορούμε να παράξουμε την ενστικτώδη και διανοητική απέχθεια προς τις αξίες μιας ευμάρειας που διαδίδει την επιθετικότητα και την καταπίεση σε όλο το κόσμο.

Πριν ολοκληρώσω θα ήθελα να πω την άποψη μου για τους Χίπις. Μου φαίνεται σοβαρό φαινόμενο. Αν μιλάμε για την εμφάνιση μιας ενστικτώδους απέχθειας εναντίον των αξιών της κοινωνίας της αφθονίας. Νομίζω πως οι Χίπις, όπως κάθε άλλο μη κομφορμιστικό κίνημα στα αριστερά, είναι διαιρεμένοι. Πως υπάρχουν δυο μέρη, ή κόμματα, ή τάσεις. Μεγάλο μέρος του είναι απλά μια μασκαράτα και σαχλαμάρα σε ιδιωτικό επίπεδο, και για αυτό, όπως είπε ο Gerassi, απόλυτα ακίνδυνο, πολύ ωραίο και χαριτωμένο σε πολλές περιπτώσεις, αλλά αυτό είναι όλο. Υπάρχουν στος Χίπις, και ιδιαίτερα σε τάσεις μέσα στους Χίπις όπως οι Ντίγκερς και οι Πρόβος, ένα εγγενές πολιτικό στοιχείο – ίσως περισσότερο στις ΗΠΑ από ότι εδώ. Είναι πραγματικά η εμφάνιση νέων ενστικτωδών αναγκών και αξιών. Η εμπειρία αυτή είναι εδώ. Υπάρχει μια νέα ευαισθησία εναντίον της αποτελεσματικής και παράλογης λογικής. Υπάρχει η άρνηση να ακολουθήσει τους κανόνες ενός άκαμπτου παιχνιδιού, ένα παιχνίδι που κανείς γνωρίζει εξαρχής πως είναι άκαμπτο, και η εξέγερση εναντίον της υποχρεωτικής καθαρότητας της πουριτανικής ηθικής και της επιθετικότητας που γέννησε αυτή η πουριτανική ηθική όπως τη βλέπουμε σήμερα στο Βιετνάμ μεταξύ άλλων.

Τουλάχιστον αυτό το τμήμα των Χίπις, στο οποίο η σεξουαλική, ηθική και πολιτική επανάσταση είναι με κάποιο τρόπο ενωμένες, είναι πράγματι μια μη επιθετική μορφή ζωής: μια επίδειξη μιας επιθετικής μη επιθετικότητας που επιτυγχάνει, τουλάχιστον δυνητικά, την επίδειξη ποιοτικά διαφορετικών αξιών, μια επανεκτίμηση των αξιών.

Το σύνολο της εκπαίδευσης σήμερα είναι θεραπεία· θεραπεία με την έννοια της απελευθέρωσης του ανθρώπου με κάθε διαθέσιμο μέσο από μια κοινωνία στην οποία, αργά ή γρήγορα, θα μεταμορφωθεί σε κτήνος, ακόμη και αν δεν το αντιλαμβάνεται πιά. Η εκπαίδευση με την έννοια αυτή είναι θεραπεία, και κάθε θεραπεία σήμερα είναι πολιτική θεωρία και πρακτική. Τι είδους πολιτική πρακτική; Αυτό εξαρτάται απόλυτα από την περίσταση. Μετά βίας μπορούμε να φανταστούμε πως θα πρέπει να το αναλύσουμε εδώ με λεπτομέρειες, απλά θα σας υπενθυμίσω τις διάφορες πιθανότητες της διαμαρτυρίας, της εύρεσης εύκαμπτων τρόπων διαμαρτυρίας που μπορούν να αντιμετωπίσουν τη χρήση θεσμικής βίας, του μποϋκοτάζ, πολλών άλλων πραγμάτων – όλα επιτρέπονται όταν πράγματι έχουν βάσιμες πιθανότητες  ενίσχυσης των δυνάμεων της αντίθεσης.

Μπορούμε να προετοιμαστούμε για αυτό ως εκπαιδευτές, ως μαθητές. Επαναλαμβάνω, ο ρόλος μας είναι περιορισμένος. Δεν είμαστε μαζικό κίνημα. Δεν πιστεύω πως στο εγγύς μέλλον θα δούμε ένα τέτοιο μαζικό κίνημα.

Θέλω να προσθέσω μια κουβέντα σχετικά με τον αποκαλούμενο Τρίτο Κόσμο. Δεν μίλησα για τον Τρίτο Κόσμο επειδή το θέμα μου ήταν αυστηρά η χειραφέτηση από την κοινωνία της αφθονίας. Συμφωνώ απολύτως με τον Paul Sweezy, πως δίχως να βάλουμε την κοινωνία της αφθονίας στο πλαίσιο του Τρίτου Κόσμου δεν είναι κατανοητή. Πιστεύω πως εδώ και τώρα η έμφαση μας πρέπει να είναι στις προηγμένες βιομηχανικές κοινωνίες – δίχως να ξεχνάμε να κάνουμε ότι μπορούμε με όποιο τρόπο μπορούμε για να υποστηρίζουμε, θεωρητικά και πρακτικά, τον αγώνα για χειραφέτηση στις νέο-αποικιακές χώρες οι οποίες, αν ξανά δεν είναι η τελική δύναμη της απελευθέρωσης, τουλάχιστον συνεισφέρουν το κομμάτι τους – και είναι σημαντικό κομμάτι – για την πιθανή αποδυνάμωση και αποσύνθεση του ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου συστήματος.

Ο ρόλος μας ως διανοούμενοι είναι περιορισμένος ρόλος. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να υποκύψουμε σε φαντασιώσεις. Αλλά ακόμη χειρότερα από αυτό είναι να υποκύψουμε στην διάχυτη ηττοπάθεια που βλέπουμε. Ο προπαρασκευαστικός ρόλος σήμερα είναι απαραίτητος ρόλος. Πιστεύω πως δεν είμαι πολύ οπτιμιστικός – γενικά δεν έχω τη φήμη πως είμαι ιδιαίτερα οπτιμιστής – όταν λέω πως ήδη μπορούμε να δούμε τα σημάδια, όχι μόνο πως αυτοί αρχίζουν να τρομάζουν και να ανησυχούν αλλά πως υπάρχουν πολύ πιο χειροπιαστά, πολύ πιο εμφανείς εκδηλώσεις της ουσιαστικής αδυναμίας του συστήματος. Για αυτό, ας συνεχίσουμε με ότι μπορούμε – δίχως ψευδαισθήσεις, αλλά ακόμη περισσότερο, δίχως ηττοπάθεια.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com