Απόσπασμα από το βιβλίο Spinoza: Then and Now (Polity Press, 2020). Ο Antonio Negri είναι ακαδημαϊκός, συγγραφέας και φιλόσοφος, είναι ο κύριος θεωρητικός εκπρόσωπος της ιταλικής Αυτονομίας.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας.

Δημοσιεύθηκε την 27 Φεβρουαρίου, 2023


 

 Ο Ορισμός του Μίσους

Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με τον ορισμό του μίσους στο Spinoza:

«Όταν ο Νους φαντάζεται εκείνα τα πράγματα που μειώνουν ή περιορίζουν την ικανότητα του Σώματος να δρα, προσπαθεί, όσο μπορεί, να θυμάται πράγματα που αποκλείουν την ύπαρξη τους»

Και με το σχολιασμό του:

«Από αυτό κατανοούμε απόλυτα τι είναι η Αγάπη και το Μίσος. Η Αγάπη δεν είναι τίποτα παρά Χαρά με την συνοδευτική ιδέα ενός εξωτερικού αιτίου, και το Μίσος δεν είναι παρά Θλίψη με την συνοδευτική ιδέα ενός εξωτερικού αιτίου. Βλέπουμε έτσι, εκείνον που αγαπά να προσπαθεί απαραίτητα να έχει κοντά του και να διατηρεί τα πράγματα που αγαπά· και από την άλλη, εκείνος που μισεί προσπαθεί να απομακρύνει και να καταστρέψει το πράγμα που μισεί».

Όπως πάντα στην Ηθική, ο συστηματικός ορισμό αναλύεται με πειραματικούς και φαινομενολογικούς όρους και την ίδια στιγμή με οντολογικούς όρους.

Με φαινομενολογικούς και περιγραφικούς όρους: από την Πρόταση 20 ως τη Πρόταση 49 στο τρίτο μέρος της Ηθικής, ο Spinoza αναλύει το μίσος στις διαφορές έντασης του και στο εύρος των διακυμάνσεων του, είτε προς τον άλλο είτε προς το κοινωνικό άλλο. Αυτό που είναι κεντρικό στη προσέγγιση αυτή είναι η σχέση μεταξύ αγάπης και μίσους: η ένταση και οι διακυμάνσεις είναι σταθερές στη σχέση που συνδέει το «μεταβλητό» – το εξωτερικό αίτιο – με το «αμετάβλητο» της προσέγγισης ή της απομάκρυνσης, της ενσωμάτωσης ή της καταστροφής του εξωτερικού αιτίου. Η αγάπη και το μίσος είναι δυο πόλοι μιας διαρκούς κυματοειδούς κίνησης του νου και του σώματος που απορρίπτει ή αποδέχεται το αποτέλεσμα-επήρεια ενός εξωτερικού αιτίου, ενός άλλου έξω από εμάς. Θα επιστρέψω στο επόμενο μέρος στις ταλαντώσεις αυτές και θα δώσω όνομα σε κάθε μια από τις εκδοχές της επίδρασης.

Για την ώρα επιτρέψτε μου να σταματήσω στον οντολογικό ορισμό του μίσους. Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω παίρνοντας τον Ορισμό ΙΙΙ στην εισαγωγή της Ηθικής ΙΙΙ. Είναι ένας ορισμός της επήρειας ή του συναισθήματος γενικά, αλλά η αγάπη και το μίσος είναι η μήτρα: «Με την επήρεια εννοώ επηρεασμούς του Σώματος με τους οποίους η δύναμη του Σώματος να δρα αυξάνεται ή μειώνεται, ενισχύεται ή περιορίζεται, και ταυτόχρονα, τις ιδέες αυτών των επηρεασμών». Και στη Σημείωση στην Πρόταση 11 διαβάζουμε:

«Βλέπουμε πως το πνεύμα μπορεί να υποστεί μεγάλες αλλαγές, και να προχωρήσει τη μια στιγμή προς μια μεγαλύτερη, ή προς μια μικρότερη, την άλλη στιγμή, τελειότητα. Τα πάθη αυτά, μας εξηγούν πράγματι τις επήρειες της Χαράς και της Θλίψης. Με την Χαρά έτσι εννοώ αυτό που έρχεται με το πάθος με το οποίο ο Νους περνά σε μια μεγαλύτερη τελειότητα. Και με τη Θλίψη, εκείνο το πάθος με το οποίο περνά σε μια μικρότερη τελειότητα».

Αμέσως ρωτάμε τι σημαίνει όταν λέμε πως η θλίψη αποτελεί την μετάβαση ενός ατόμου από μια μεγαλύτερη σε μια μικρότερη τελειότητα, και επίσης πρέπει να αναρωτηθούμε τι εννοείται με την μετάβαση σε μια μεγαλύτερη τελειότητα που εμπεριέχεται στη χαρά. Είμαστε αντιμέτωποι με μια βαθιά ασυμμετρία μεταξύ χαράς και θλίψης, μεταξύ αγάπης και μίσους, τόσο που η χαρά-αγάπη οδηγεί στην θετικότητα του είναι, ενώ η θλίψη-μίσος προχωρά προς την αρνητικότητα του είναι; Η Πρόταση ΙΙΙ,11 απαντά καταφατικά αυτή την ερώτηση: «Η ιδέα κάθε πράγματος που ενισχύει ή μειώνει, υποβοηθά ή περιορίζει, την ικανότητα του Σώματος να δρα, ενισχύει ή μειώνει, υποβοηθά ή περιορίζει, την ικανότητα του Νου μας να σκέφτεται». Και η Πρόταση 12 προσφέρει μια επιπλέον επιβεβαίωση: «Όταν ο Νους φαντάζεται εκείνα τα πράγματα που μειώνουν ή περιορίζουν την ικανότητα του Σώματος να δρα, μοχθεί, όσο μπορεί, να θυμηθεί πράγματα που αποκλείουν την ύπαρξη τους»· και, για να καταλήξει, «το μίσος δεν μπορεί ποτέ να είναι καλό» (Ηθική IV, Πρόταση 45).

Με αυτό τον ορισμό βρισκόμαστε στην ηθική με την κυριολεκτική έννοια, όπου η δράση αναγνωρίζεται πάντα και η διακύμανση μπορεί πάντα να καθορίζεται. Ενώ το μίσος δεν μπορεί ποτέ να είναι καλό, έχουμε την δυνατότητα να το μειώσουμε· ή, καλύτερα, μπορούμε να προσπαθήσουμε να μεταμορφώσουμε το μίσος μέσα από την αγάπη. Το σημείωμα που συνοδεύει την Πρόταση 46 στην Ηθική ΙΙΙ προσφέρει ένα ξεκάθαρο σημείο αυτού του εγχειρήματος:

«Εκείνος που επιθυμεί να εκδικηθεί κακά με το να μισεί ζει με βεβαιότητα μίζερα. Από την ΄λλη, εκείνος που είναι πρόθυμος να υπερνικήσει το Μίσος με την Αγάπη, μοχθεί χαρούμενα και με αφοσίωση, αντιστέκεται απέναντι σε πολλούς όπως σε έναν, και χρειάζεται τη λιγότερη βοήθεια από τη τύχη. Εκείνοι που κατακτά υποχωρούν με χαρά, όχι εξαιτίας έλλειψης δύναμης, αλλά από μια αύξηση των δυνάμεων τους».

Ο Spinoza όμως προχωρά την λογική του πιο πέρα: «Αν ξεχωρίσουμε τα συναισθήματα, ή επήρειες, από τη σκέψη ενός εξωτερικού αιτίου, και τις ενώσουμε με άλλες σκέψεις, τότε η Αγάπη, ή το Μίσος,  προς το εξωτερικό αίτιο καταστρέφεται, όπως και οι ταλαντεύσεις του μυαλού που προκύπτουν από αυτές τις επήρειες» (Ηθική V, Πρόταση 2). Και αμέσως δείχνει πως οι επιθυμίες, είτε γεννιούνται από επαρκείς ή ανεπαρκείς ιδέες, μπορούν πάντα να εντοπιστούν πίσω στην potenza (δύναμη) του μυαλού και έτσι προσανατολίζεται προς το χτίσιμο μιας κατάστασης ευτυχίας (Ηθική V, Πρόταση 4, Σχόλιο): ευτυχία στην ελευθερία, στην αλληλεγγύη, στην αγάπη. Η πολιτική διάσταση (γιατί το πολιτικό είναι η κορυφή του ηθικού) που κρύβεται κάτω από όλη τη συζήτηση για την αγάπη και το μίσος επανεμφανίζεται εδώ αφού κάνει την μετάβαση από τις τελευταίες Προτάσεις της Ηθικής IV στο Πρόλογο της Ηθικής V, «που αφορά τα μέσα, ή δρόμο, που οδηγούν στην Ελευθερία».

Εκφράσεις του Μίσους: Αγανάκτηση

Επιτρέψτε μου να κάνω ένα βήμα πίσω από την σπινοζική πρόταση για το ξεπέρασμα του μίσους με την καλή χρήση της αγάπης. Επειδή το ξέρουμε πως, στην σπινοζική οντολογία, το μονοπάτι που οδηγεί στην τελειότητα – και κατά συνέπεια τοποθετεί την αγάπη σε προνομιακή θέση σε σχέση με το μίσος («Κανείς δεν μπορεί να μισεί το Θεό»: Ηθική V, Πρόταση 18) – είναι συνδεδεμένο και αδιαχώριστο από τις επιτακτικότητες του πάθους, ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε πως, στα συναισθήματα που ακολουθούν τοπ μίσος – με άλλα λόγια, στη γενεαλογία των παθών στα οποία ηγείται το μίσος – υπάρχει μια αλληλεπίδραση ετερονομίας και ασαφών αποφάσεων· αλλά επίσης πως τα πάθη που μειώνουν την δύναμη του σώματος να δρα μπορούν και πρέπει να λειτουργούν για τη κατασκευή της ηθικής και πολιτικής δράσης.

Η ειδικότητα της οντολογίας του Spinoza δεν είναι μόνο ότι κάνει την αγάπη να θριαμβεύει πάνω στα πάθη που δεν αυξάνουν την δύναμη του σώματος και του νου, αλλά επίσης (και κάποιος μπορεί να πει, κυρίως) πως χρησιμοποιεί ολόκληρο το σύστημα των παθών για να χτίσει την συμπεριφορά μιας καλής ζωής – και της θεσμικής της προβολής. Έτσι είναι που κάποια από τα παράγωγα του μίσους καταλήγουν να λειτουργούν προς τη δημιουργία ενός δρόμου που οδηγεί σε μια καλή ζωή. Ο φόβος και η ελπίδα – και, όπως έδειξε πρόσφατα η Chantal Jacquet,  ακόμη και το πάθος της εκδίκησης, αν και με δευτερεύοντα τρόπο – είναι η αιχμή αυτής της μετάβασης. Ένα καλό παράδειγμα εδώ είναι εκείνο που προσφέρεται από την αγανάκτηση, όπως τονίζεται από σημαντικούς ερμηνευτές της σκέψης του Spinoza (κυρίως τους Matheron και Bove). Επιτρέψτε μου έτσι, με τη σειρά μου, να προσπαθήσω να μελετήσω τι συμβαίνει με την αγανάκτηση. Αρχικά, εμφανίζεται ως «αντιδραστικό πάθος»: είναι «ένα Μίσος προς κάποιον που έχει κάνει κακό σε έναν άλλο» (Ηθική ΙΙΙ, Ορισμός των Επηρειών, 20) – ειδικά αν αγαπάμε αυτόν τον άλλο (Ηθική ΙΙΙ, Πρόταση 22, Σχόλιο). Η αγανάκτηση εμφανίζεται έτσι ως οργή, θυμός, μίσος προς εκείνους που λειτουργούν με επαίσχυντους τρόπους, ωστόσο, και εδώ υπάρχει η πρώτη ανατροπή, ή μια σημαντική «διακύμανση πάθους» – δεν μπορεί να είναι αντίθετο με το λόγο αν επιθυμεί να επανεκπαιδεύσει ή να επανεισαγάγει στην κοινωνική τάξη εκείνους που έχουν αποδιωχθεί (Ηθική IV, Πρόταση 51, Σχόλιο). Δεύτερο, η αγανάκτηση μπορεί να εμφανιστεί σαν «καταπιεστικό μίσος» – καταπιεστικό επειδή το πάθος για το άλλο, με το άλλο (είτε θετικό, είτε αρνητικό), γεννιέται από μια επιθυμία συμμετοχής και επικοινωνίας (Ηθική ΙΙΙ, Πρόταση 31, Πόρισμα) που είναι το ίδια η συνέπεια της αγάπης. Έτσι όταν κάποιος, αγανακτώντας, δημιουργεί κοινότητα, αυτό το άτομο ακολουθεί τις επιταγές του λόγου σε αυτή τη δημιουργία κοινότητας (Ηθική IV, Πρόταση 37, Σχόλιο Ι). στη πράξη, αυτό το «καταπιεστικό μίσος),  μπορεί να μεταμορφωθεί σε «συντριπτική αγάπη» αν ακολουθήσουμε τον ορισμό του καλού και του κακού που (αν και αυτά είναι «εξωτερικές έννοιες» και όχι «χαρακτηριστικά» του νου) βασίζει το καλό στην «συμφωνία και αμοιβαία βοήθεια» και το ορίζει μέσο «κοινής συναίνεσης» (Ηθική IV, Πρόταση 37, Σχόλιο ΙΙ).

Τρίτο, η αγανάκτηση – όπως μας υπενθυμίζει διαρκώς ο Spinoza – είναι μια διακύμανση πάθους. Είναι κατά κύριο λόγο θετική ή όχι; Έχοντας δει προηγουμένως, σε δυο παραδείγματα, πως σε κάποιες περιπτώσεις η αγανάκτηση μπορεί να είναι θετική, στο τέλος θα πρέπει να πάρουμε την απόφαση. Μετά την Πρόταση 45 της Ηθικής IV – έχοντας ξεκινήσει (όπως έχουμε δει) πως «το μίσος δεν μπορεί ποτέ να είναι καλό» και αφού έχει ανανεώσει, στο Πόρισμα Ι, την αποδοκιμασία του «Φθόνου, του Χλευασμού, της Περιφρόνησης, του Θυμού, της Εκδίκησης, και των υπόλοιπων επηρειών που συνδέονται με το Μίσος ή προέρχονται από αυτό, είναι κακά» – το Σχόλιο έχει μια εντελώς διαφορετική αρχή. Είναι εδώ που ο Spinoza αναπτύσσει την γνωστή ανάλυση του γέλιου, hilaritas (ιλαρότητα) – που πλησιάζει τόσο πολύ στον ανώτατο ανθρωπιστικό ορισμό της «χαρούμενης ζωής».  Είναι σε αυτή τη κρίσιμη λειτουργία της ιλαρότητας, όταν στρέφεται εναντίον «μιας άγρια και θλιβερής προκατάληψης», εναντίον «[της απόδοσης] των δακρύων μας στην αρετή, τους αναστεναγμούς, το φόβο, και άλλα πράγματα αυτού του είδους, που είναι δείγματα ενός αδύναμου νου» – είναι ακριβώς εκεί που η ιλαρότητα συναντιέται με την αγανάκτηση. Η ιλαρότητα απελευθερώνει την αγανάκτηση από το μίσος που τη γεννά, ή -καλύτερα – κρατά το μίσος μέσα στο πεδίο της κριτικής του λόγου. έτσι εδώ έχουμε πραγματικά μια μέγιστη διακύμανση που επιβάλλεται πάνω στην ιστορία της αγάπης και του μίσους, σχεδόν ένα άλμα από το ένα στο άλλο που προκαλεί η «κοινή πράξη» που προσανατολίζεται από το λόγο. Πάνω στη βάση αυτή, και σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να μπορούμε να δούμε το μίσος να αποκτά μια θετικότητα όταν η ηθικοπολιτική ανάλυση προσανατολίζει την ανάγνωση της έννοιας της «στάσης εναντίον του τυράννου». Έμμεσα στην Θεολογικό-Πολιτική Πραγματεία, κεφάλαιο 20 (6 και 11), η εξέγερση στο όνομα της ελευθερίας που προκύπτει από την απέχθεια για άδικους νόμους και άρνηση της εξουσίας δικαστή δικαιολογείται πλήρως από το συνδυαστικό αποτέλεσμα αυτού που εκφράζεται στη Πολιτική Πραγματεία, κεφάλαιο 5 (2, 4 και 6) και στην υπέροχη σελίδα για την ρεαλιστική αγανάκτηση για τις λειτουργίες της εξουσίας στη Πολιτική Πραγματεία, κεφάλαιο 7 (27).

Σε άλλα όμως αποσπάσματα, η αγανάκτηση είναι ένα πάθος που αναπτύσσεται σε πολιτική δράση εναντίον της τυραννίας (Πολιτική Πραγματεία, Κεφ. 3:9, 4 και 6· Κεφ. 6:1 και 2). Δεν χρειάζεται να εξετάσω όλα αυτά τα αποσπάσματα εδώ. Αρκεί να θυμίσω το κομμάτι στην Πολιτική Πραγματεία, κεφάλαιο 8 (4) όπου, εξηγώντας γιατί το αριστοκρατικά κυβερνώμενο κράτος δεν μπορεί ποτέ να πετύχει την απολυτότητα της δημοκρατίας, ο Spinoza γράφει: «Ο μόνος λόγος που η διακυβέρνηση [της αριστοκρατίας] δεν είναι απόλυτη είναι πως το πλήθος τρομάζει τους κυβερνήτες του. Έτσι διατηρεί κάποια ελευθερία για την ίδια. Αν δεν παίρνει αυτή την ελευθερία μέσα από ένα ρητό νόμο, την παίρνει σιωπηρά και την συντηρεί».

Το Μίσος για τη Μοναξιά

«Αυτό που αποδείξαμε μόλις επιβεβαιώνεται από τη καθημερινή εμπειρία, που προσφέρει τόσα πολλά και τόσο ξεκάθαρα στοιχεία πως αυτή η φράση είναι στο στόμα σχεδόν όλων: ο άνθρωπος είναι Θεός για τον άνθρωπο. Ωστόσο, σπάνια συμβαίνει οι άνθρωποι να ζουν σύμφωνα με τον λόγο. Αντίθετα, οι ζωές τους είναι έτσι δομημένες που συνήθως φθονούν και είναι βάρος ο ένας για τον άλλο. Δύσκολα μπορούν ωστόσο να ζήσουν μια μοναχική ζωή· έτσι, εκείνος ο ορισμός που ορίζει τον άνθρωπο ως κοινωνικό ζώο είναι ιδιαίτερα ευχάριστος για τους περισσότερους. Και σίγουρα απολαμβάνουμε από την συντροφιά των συνανθρώπων μας περισσότερα προνόμια παρά προβλήματα. Αφήστε έτσι τους Σατιρικούς να γελούν όσο θέλουν με τα ανθρώπινα πράγματα, αφήστε τους Θεολόγους να τα καταριούνται, αφήστε τους Μελαγχολικούς να υμνούν όσο μπορούν μια ζωή που είναι ακαλλιέργητη και άγρια, αφήστε τους να θαυμάζουν τα χαμηλότερα ζώα και να περιφρονούν τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι καταλαβαίνουν από την εμπειρία, όμως, πως με το να βοηθούν ο ένας τον άλλο αποκτούν για τον εαυτό τους πολύ πιο εύκολα τα πράγματα που χρειάζονται, και πως ενώνοντας τις δυνάμεις τους μπορούν να αποφύγουν τους κινδύνους που τους απειλούν από κάθε πλευρά – για να μην αναφέρω πως είναι πολύ πιο προτιμότερο και πολύ πιο άξιο της γνώσης μας να μελετούμε τις πράξεις των ανθρώπων, αντί εκείνων των χαμηλότερων ζώων». (Ηθική IV, Πρόταση 35, Σχόλιο)

Το πιο χρήσιμο πράγμα για τον άνθρωπο – το πράγμα που ταιριάζει καλύτερα με την ανθρώπινη φύση – είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι: το γεγονός του να ταιριάξεις με τη φύση του άλλου ανθρώπου· κατά συνέπεια, «μεταξύ μοναδικών πραγμάτων δεν υπάρχει τίποτα πιο χρήσιμο για τον άνθρωπο από έναν άνθρωπο». Εν συντομία, το πιο χρήσιμο πράγμα είναι το να ζεις στη κοινωνία.

Έχοντας αυτό κατά νου, μπορούμε να μιλήσουμε για «μίσος» για τη μοναξιά; Φυσικά μπορούμε, αν ακολουθήσουμε τον ορισμό του μίσους ως «μια θλίψη με την συνοδευτική ιδέα ενός εξωτερικού αιτίου»· και «κάποιος που μισεί μοχθεί να απομακρύνει και να καταστρέψει τα πράγματα που μισεί» (Ηθική ΙΙΙ, Πρόταση 13, Σχόλιο), να ξεφύγει και να καταστρέψει τη μοναξιά – που σημαίνει να δημιουργήσει κοινωνία. Στην Θεολογικο-Πολιτική Πραγματεία (κεφ. 5: 7, 8, 9) και στη Πολιτική Πραγματεία (κεφ. 2: 15 και κεφ. 6: 4) αυτή η δυναμική τονίζεται ιδιαίτερα. Αρκεί να παραθέσουμε το παρακάτω απόσπασμα:

«Μια κοινωνική τάξη είναι πολύ χρήσιμη, ακόμη και αρκετά απαραίτητη, όχι μόνο για να ζούμε με ασφάλεια από εχθρούς, αλλά επίσης για να κάνουμε πολλά πράγματα με ασφάλεια. Γιατί αν οι άνθρωποι δεν ήταν πρόθυμοι να αλληλοβοηθηθούν, θα στερούνταν και την ικανότητα και το χρόνο να συντηρήσουν και να διατηρήσουν τους εαυτούς τους για όσο το δυνατόν περισσότερο. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί για όλα τα πράγματα, και κανείς δεν θα ήταν σε θέση να προσφέρει τα πράγματα που ένας άνθρωπος χρειάζεται περισσότερο. Όλοι, πιστεύω, θα στερούνταν και τη δύναμη και το χρόνο, αν έπρεπε μόνος του να οργώσει, να σπείρει, να θερίσει, να αλέσει, να μαγειρέψει, να πλέξει, να ράψει, και να κάνει τα πολλά πράγματα που είναι αναγκαία για να διατηρηθεί η ζωή – για να μην αναφέρω τις τέχνες και τις επιστήμες  που είναι επίσης απόλυτα απαραίτητες για την τελειοποίηση της ανθρώπινης φύσης και για την ευδαιμονία της. Γιατί βλέπουμε εκείνους που ζουν βαρβαρικά, δίχως οργανωμένη κοινότητα, ζουν μια μίζερη και σχεδόν αγροίκα ζωή, και αυτό ακόμη δεν γίνεται δίχως αμοιβαία αλληλοβοήθεια, έτσι ώστε να προσφέρουν στους εαυτούς τους τα λίγα μίζερα και αχρεία πράγματα που διαθέτουν» (Θεολογικο-Πολιτική Πραγματεία κεφ.5:18-20)

Και συνεχίζει σε αυτό το πνεύμα: όταν εμείς, οι άνθρωποι, κοινωνικοί από τη φύση, μας έχουν επιβληθεί νόμοι που πάνε ενάντια στη φύση, έχουν το όνομα της σκλαβιάς, του βαρβαρισμού και στη πράξη της μοναξιάς: τότε πρέπει να επαναστατεί κανείς· και η εξουσία που βρίσκεται στα χέρια «ενός και μόνο» είναι ίδιο με την σκλαβιά, γιατί δεν μπορεί να επιβληθεί στο όνομα της ειρήνης ούτε αν αυτός ο «ένας» ονομάζεται «ο λαός».

Αν ψάχναμε για τις επήρειες της αγάπης που, με ασαφή ή αντιφατικό τρόπο, διαπερνούν το μίσος σε μια κατάσταση διακύμανσης, παρουσιάζονται εδώ σε ακραίες μορφές. Είναι μέσα από το μίσος που χτίζεται η ανθρώπινη κοινότητα.

Είναι εμφανές πως ο Hobbes έγινε αντίπαλος του Spinoza στο σημείο αυτό:

«Σχετικά με τη πολιτική θεωρία, η διαφορά μεταξύ του Hobbes και εμένα, που είναι το αντικείμενο της ερώτησης σας, συνίσταται στο ότι, πως εγώ πάντοτε διατηρώ το φυσικό δικαίωμα στο σύνολο του, και πιστεύω πως η κυρίαρχη εξουσία σε ένα Κράτος έχει δικαίωμα πάνω σε ένα υποκείμενο μόνο κατά αναλογία με την προέκταση της εξουσίας του πάνω από εκείνη του υποκειμένου. Αυτή ισχύει πάντοτε σε μια φυσική κατάσταση».

Στη πραγματικότητα, στον Spinoza, πίσω από το μίσος για τη μοναξιά κρύβεται ένα ιστορικό δράμα που βίωνε η ανθρωπότητα: εκείνο της απομείωσης ξανά στη μοναξιά, όπως στις παραδειγματικές εποχές που πρότεινε η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου – απομειωμένη, δηλαδή, μέσα από την καπιταλιστική εκμετάλλευση ή, ορθότερα, μέσα από την πρωτογενή συσσώρευση του κεφαλαίου, που κατά τον αιώνα του Spinoza επηρέαζε το σύνολο της κοινωνίας. Στην απόρριψη της μοναξιάς από το Spinoza υπάρχει μια απόρριψη της νέας καπιταλιστικής συσσώρευσης, της δυστυχίας που επιβάλει στους ανθρώπους. Και εκεί εντοπίζεται επίσης η βεβαίωση πως ο κόσμος πρέπει να χρησιμοποιηθεί από τους ανθρώπους ως ανθρώπινη συλλογικότητα, ως ένας θεσμός αγάπης που είναι η απόλυτη εναλλακτική στο μίσος – και στη περίπτωση αυτή το μοναδικό της συμπλήρωμα. Το να βγούμε από τη μοναξιά είναι να προτιμήσουμε τον κάμματο (conatus), να αναπτύξουμε την επιθυμία (appetitus) με όρους πάθους (cupiditas) – και το πάθος είναι η ίδια η ουσία του ανθρώπου, στο βαθμό που συλλαμβάνεται για να καθοριστεί, από όποια επήρεια του, για να κάνει κάτι» (Ηθική ΙΙΙ, Ορισμός των Επηρειών Ι). Έτσι εδώ το cupiditas σημαίνει πάθος, αλλά και ενέργεια: «Η επιθυμία είναι η ίδια η ουσία του ανθρώπου, στο βαθμό που πρόκειται να κάνει εκείνο που ενισχύει την διατήρηση του», (ο.π, Εξήγηση), με άλλα λόγια, η cupiditas εξηγεί την ουσία του ανθρώπου στη δυναμική τάξη της αναπαραγωγής και συγκρότησης. Αυτό το «ενεργώ», αυτό το «δρω» της cupiditas δεν είναι υπό καμιά έννοια μοναχικό: «Με το μοναδικά αντικείμενα εννοώ πράγματα που είναι περατά και έχουν ορισμένη ύπαρξη. Και αν ένας αριθμός από άτομα συγκλίνουν σε μια ενέργεια όπου όλοι μαζί είναι η αιτία της συνέπειας της, τους θεωρώ όλους, στο βαθμό αυτό, ως ένα μοναδικό πράγμα» (Ηθική ΙΙ, Ορισμός VII). Και είναι σε αυτή τη διεργασία που το μίσος μεταμορφώνεται πλήρως σε αγάπη, στο δρόμο από το μίσος για τη μοναξιά στην συλλογική συγκρότητση της κοινωνίας.

Με ποιες όμως εκφράσεις, με ποιους μοναδικούς τρόπους μπορεί το μίσος για τη μοναξιά να μεταμορφωθεί σε αγάπη, όταν με την αγάπη αντιλαμβανόμαστε μια ιδιοποίηση του κόσμου που πραγματοποιείται συλλογικά;

Αγάπη και Ταξικό Μίσος

Στην ιστορία της ταξικής πάλης, το μίσος έχει ουσιαστικό ρόλο. Το μίσος των αστών εναντίον των εξεγερμένων εργατών, από το 1848 και έπειτα (εκείνο τον Ιούνιο που «καταράστηκαν» τα αφεντικά, όπως λέει ο Marx), ασκήθηκε σε όργια αίματος. Το 1871, η καταστολή της Παρισινής Κομμούνας ανέπτυξε διεστραμμένα πάθη των αστών εναντίον των εργατών. Πάθη μίσους, που ο «σύντομος» 20ος αιώνας – από τη πλευρά των αστών – έφτασαν στα άκρα με τη δημιουργία φασιστικών καθεστώτων που μετέτρεψαν το μίσος του προλεταριάτου σε μίσος για την ανθρωπότητα. Αλλά τι άλλο θα μπορούσαμε να περιμένουμε από εκείνους που, από την περίοδο της πρωτογενούς συσσώρευσης του κεφαλαίου, ανέπτυξαν ένα τυφλό και δίχως όρια πάθος για υπεραξία και μια απερίγραπτη βία στο να ρουφάν το αίμα της ζωντανής εργατικής τάξης, τόσο στις κεντρικές όσο και στις αποικιοκρατούμενες χώρες; Τι θα μπορούσαμε να περιμένουμε, πέρα από ένα καταστροφικό μίσος προς κάθε επιθυμία για ευτυχία; Αυτό το μίσος δεν μπορεί να αποκατασταθεί με αγάπη.

Από την άλλη, υπάρχει ταξικό μίσος, εκείνο του προλεταριάτου εναντίον των εκμεταλλευτών, εναντίον των αποικιοκρατών αφεντών, και ενάντια στους καπιταλιστές χρηματιστές, που πραγματοποιεί σε ένα μέγιστο βαθμό τη μετατροπή του μίσος σε αγάπη. Το μίσος του προλεταριάτου ενεντίον του εκμεταλλευτή τυράννου είναι στην ουσία η κινητήρια δύναμη στην χειραφέτηση της εργατικής τάξης, όπως περιγράφει ο Marx – ή η απελευθέρωση της εργατικής τάξης και η μεταμόρφωση του σε ελεύθερη δραστηριότητα.

Γιατί όμως το προλεταριακό ταξικό μίσος έχει την ικανότητα να γεννήσει αγάπη; Εδώ παραθέτω ένα σχόλιο στην Απόδειξη της Πρότασης 46 στην Ηθική IV:

«Όλες οι επήρειες του Μίσους είναι κακές. Έτσι εκείνος που ζει σύμφωνα με τις προσταγές του λόγου θα προσπαθήσει, όσο μπορεί, να κατορθώσει να μην προβληματίζεται από τις επήρειες του Μίσους, και κατά συνέπεια θα προσπαθεί ώστε και ο άλλος να μην υποστεί αυτές τις επήρειες. Το Μίσος αυξάνεται με το να επιστρέφεται, και από την άλλη, μπορεί να καταστραφεί από την Αγάπη, έτσι ώστε το Μίσος να περνά σε Αγάπη. Για αυτό, κάποιος που ζει σύμφωνα με τις προσταγές του λόγου θα προσπαθήσει να επανορθώσει το Μίσος του άλλου, κλπ., με αγάπη, πχ., με Ευγένεια».

Ποιος λοιπόν που μπορεί να αντικαταστήσει το μίσος με αγάπη, μέσα από γενναιοδωρία; Σίγουρα όχι ο καπιταλιστής, που η ύπαρξη του συνδέεται με την εκμετάλλευση του άλλου. Και ταυτόχρονα σίγουρα ο προλετάριος, που, παρά το ότι υποβάλλεται στο αστικό μίσος, χτίζει κοινότητα και οργάνωση μέσα από την πρακτική της συνεργασίας στην εργατική τάξης και της αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών. Γιατί η γενναιοδωρία ορίζεται από την αγάπη για τον άλλο, δηλαδή, από την ικανότητα να είναι «ενεργοί μαζί». Και έπειτα «αυτές οι ενέργειες, και εκείνες που στοχεύουν στην ωφέλεια ενός άλλου, τις συνδέω με την Ευγένεια. Έτσι, η Μετριοπάθεια, η Σοβαρότητα, ο συγκροτημένος νους στον κίνδυνο,  κλπ., είναι είδη Επιμονής ενώ η Αβροφροσύνη, η Ευσπλαχνία, κλπ., είναι είδη Ευγένειας» (Ηθική ΙΙΙ, 59, Σχόλιο). Έτσι το μίσος, ο θυμός, ο φόβος (και το κουράγιο), που είναι η βάση των αγώνων ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, είναι – στη μηχανή της γενναιοδωρίας – καταλήγουν να είναι αποτελεσματικές στιγμές της σύνδεσης και της οργάνωσης· και με το τρόπο αυτό καταλήγουν να είναι «κανόνες της ζωής», «η κυριαρχία του λόγου» στη γενναιόδωρη κατασκευή ενός κοινού (Ηθική V, Πρόταση 10, και Σχόλιο). Το να συναντιούνται, βγαίνοντας από τη μοναξιά δημιουργώντας μια κοινότητα ανακυκλώνει κακά πάθη και τους προδιαθέτει σε αγώνα. «Ένας άνθρωπος που οδηγείται από το λόγο είναι πιο ελεύθερος σε μια κατάσταση, όπου ζει σύμφωνα με μια κοινή απόφαση, από ότι στη μοναξιά, όπου υπακούει μόνο τον εαυτό του» (Ηθική IV, Πρόταση 73). Όλες οι δυνάμεις πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να χτιστεί, στη πάλη για το κοινό, η σύνδεση μας που μας απελευθερώνει από την εκμετάλλευση.

Ένα νέο πρόβλημα:

«Για να επιτευχθούν αυτά τα πράγματα όμως οι ενέργειες κάθε ανθρώπου θα είναι μετά βίας επαρκείς αν οι άνθρωποι δεν βοηθούν ο ένας τον άλλο. Και πράγματι, τα χρήματα πρόσφεραν ένα βολικό εργαλείο για την απόκτηση όλων αυτών των βοηθειών. Για αυτό είναι που η εικόνα του καταλαμβάνει το Νου του πλήθους περισσότερο από κάθε τι άλλο. Γιατί μετά βίας μπορούν να φανταστούν οποιοδήποτε είδος Χαράς δίχως τη συνοδευτική ιδέα του χρήματος ως το αίτιο της». (Ηθική IV, Παράρτημα, Κεφάλαιο 28)

Αλλά και αυτή η δυσκολία θα ξεπεραστεί τελικά αν η γενναιοδωρία γίνει η θεμελιώδης αρετή – περισσότερο από την ευσπλαχνία και τη θρησκεία (Ηθική V, Πρόταση 41). Είναι η γενναιοδωρία που μετατρέπει το μίσος σε αγάπη, καταστρέφει την μοναξιά, και ενώνει τα ανθρώπινα όντα σε μια ελεύθερη κοινότητα, στην συστατική δραστηριότητα. Νικηφόρα ταξική πάλη από τη πλευρά του προλεταριάτου; Φυσικά, επειδή μας ενώνει και, ενάντια στο μισητό άλλο που μας εκμεταλλεύεται, κάνει εφικτό για εμάς να χτίσουμε ένα «εμείς» που συνεργάζεται και αγαπά.

Όλα τα μεγάλα κοινωνικά κινήματα σήμερα προέρχονται από ένα αίσθημα αγανάκτησης: ένα κυρίαρχο συναίσθημα, μια έκφραση μίσους που φέρνει πολλά άτομα σε ένα ισχυρό πολιτικό πάθος. Το ισπανικό κίνημα 15Μ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της εμφάνισης. Μπορεί να χαρακτηριστεί, από τις πτυχές της διαμαρτυρίας και της αγανάκτησης του, ως μια διαδικασία μαζικής πολιτικοποίησης, της επαναϊδιοποίησης της πολιτικής από το πλήθος. Μέσα του, βρίσκει κανείς τη λύση σε πολλά προβλήματα που γενικά προκύπτουν γενικά στη σχέση μεταξύ ενότητας και πολιτικών διαφορών, σε πολλές δυσκολίες που στέκονται απέναντι στο χτίσιμο συναίνεσης μέσα σε οποιοδήποτε πλήθος, στη λύση εκείνου του διλλήματος που βρίσκεται μεταξύ δύναμης και νομιμότητας. Το να ακολουθήσεις τη διαδικασία της συγκρότησης ενός κινήματος που γίνεται κυρίαρχο στη δημόσια σφαίρα και να παρατηρήσεις πως συνελεύσεις  δημιουργούνται από τους πρόχειρους καταυλισμούς (acampadas) και, από εκεί, να ακολουθήσει την πιθανότητα ενός πολιτικού συστήματος που είναι αυτοποιητικό και ανοιχτό, είναι το να δώσει μορφή στην θέση του Spinoza για τη δημιουργία του πολιτικού. Αποφεύγει κανείς το κίνδυνο της αυθορμητότητας, που δεν έχει καμιά θέση στο Spinoza· διαπιστώνει κανείς πως η δύναμη (potenza) μιας δημοκρατικής αναγέννησης που έχει επίγνωση (αν και μόνο αποσπασματικά) της μη-αντιπροσωπευτικότητας του πλήθους. Έτσι αυτές οι διεργασίες δείχνουν μια εντυπωσιακή σύγκλιση με τα κείμενα του Spinoza. Όταν το κίνημα θέσει τον εαυτό του σε κίνηση, το μίσος για την εξουσία (potere) που το καθοδηγεί και η αντικαπιταλιστική ανάγκη που το οργανώνει κάνει ένα «άλμα»: το μίσος νικιέται από την αγάπη, από την χαρά της εξέγερσης, από τη χαρά του να είμαστε μαζί. Βλέπουμε στα κινήματα που γεννήθηκαν από το 2011 μια ουσιαστική ανακάλυψη – πως το μίσος μπορεί να μεταμορφωθεί σε αγάπη μέσα από την κατασκευή του κοινού από το πλήθος.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com