Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του περιοδικού Protean. Ο Chas Walker υπήρξε για πολλά χρόνια οργανωτής και είναι μεταπτυχιακός φοιτητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Δημοσιεύθηκε την 3 Μαρτίου, 2023




Η επαναστάτρια στοχάστρια Grace Lee Boggs  συχνά παρότρυνε τους ανθρώπους να αναρωτηθούν, «Τι ώρα είναι στο ρολόι του κόσμου». Αυτό το καιρό, ένα θερμόμετρο και βαρόμετρο μπορούν επίσης να φανούν χρήσιμα σε τέτοιες εκτιμήσεις. Δραματικοί και φονικοί καύσωνες υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα του κλιματικού κινήματος, που – μαζί με ένα ανανεωμένο συνδικαλιστικό κύμα και τις ιστορικές διαδηλώσεις για τις μαύρες ζωές το καλοκαίρι του 2020 – έχει συναντήσει ένα πολιτικό σύστημα που μοιάζει ανίκανο να για επαρκή αντίδραση, πόσο μάλλον για μια μεταμορφωτική.

Έχει ασκηθεί αρκετή πίεση; Τι γίνεται με τις αντιπιέσεις; Πως τελειώνουν όλα; Δύο πρόσφατες δημοφιλείς ταινίες, Sorry to Bother You (2018) και Don’t Look Up (2021), θέτουν πολλά από τα ίδια ερωτήματα, και οι δύο στρέφονται στα τέρατα για να βρουν απαντήσεις. Όταν ο Equisapiens του Sorry to Bother You εισβάλει στη περιφραγμένη έπαυλη του δισεκατομμυριούχου ανταγωνιστή Στίβ Λιφτ – τη δική τους Βαστίλη – και οι Bronteroc που εμφανίζονται στην αποδοκιμασία του Don’t Look Up κυριολεκτικά τρώνε τους πλούσιους (ξεκινώντας με τον αρχηγό του κράτους), εντάσσονται στη μακρά παράδοση φανταστικών πλασμάτων που χρησιμοποιούνται για να τιμωρήσουν τους κακούς για τις αδικίες τους.

Τα τέρατα αυτά αξίζουν να μας απασχολήσουν για περισσότερο από την σύντομη εμφάνιση τους στην οθόνη. Όπως γράφουν η πολιτική θεωρητικός Jane Anna Gordon και ο φιλόσοφος Lewis R. Gordon γράφουν στο Divine Warning: Reading Disaster in the Modern Age, τα τέρατα συχνά εμφανίζονται στον απόηχο καταστροφών για να καταδείξουν κάτι. Η σημασία τους είναι εμφανής στο λατινικό ρήμα του οποίου μοιράζονται τη ρίζα: monere – να συμβουλεύσω, προειδοποιήσω, τιμωρήσω. Όταν έρχονται τα τέρατα, ένα ξεκαθάρισμα είναι κοντά.

Τα τέρατα στο Sorry to Bother You και στο Don’t Look Up εμφανίζονται ως τα προϊόντα της καταστροφής κάθε ταινίας: την (επαν)υποδούλωση της ανθρωπότητας και την ολική πλανητική καταστροφή, αντίστοιχα. Κάθε τέρας εξυπηρετεί την σύγκρουση και την τιμωρία των βασικών κακών, που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχαν αντιμετωπίσει καμιά συνέπεια για το κακό που προκάλεσαν σε άλλους.

Και στις δυο ταινίες, η συνάντηση είναι ελάχιστη: η οθόνη γυρνά αμέσως σε μαύρο, και το ξεκάθαρο υπονοούμενο είναι πως τα τέρατα σκότωσαν τους ανταγωνιστές. Είναι, υπό μια έννοια, η γκιλοτίνα. Ωστόσο διαβάζοντας αυτά τα δύο τέρατα μαζί με τις αφηγηματικές τροχιές των ταινιών, αποκαλύπτονται δυο αποκλίνουσες οπτικές για την δυνατότητα ανθρώπινης αυτενέργειας, την αξία της συλλογικής δράσης, και των ορίων του πολιτικά δυνατού.

Στο Don’t Look Up, οι Bronteroc αντιπροσωπεύουν ένα κλειστό σύστημα: είναι το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας που τα αποτελέσματα του είναι προκαθορισμένα, προαποφασισμένο από αστέρια που πέφτουν (dis-asters) όπως ο Κομήτης ΝτιΜπιάσκι, μια αναπόφευκτη αιτιακή αλυσίδα που οι αλγόριθμοι των υπολογιστών μπορούν αν προβλέψουν με απόλυτη ακρίβεια. Παρά την απεικόνιση των συνηθισμένων ανθρώπων με συμπάθεια, το Don’t Look Up κάνει τις προσπάθειες τους να διαμορφώσουν το μέλλον να μοιάζουν άχρηστες. Το τέρας της δείχνει την αδυναμία τους.

Οι Equisapiens στο Sorry to Bother You, αντίθετα, δείχνει ένα διέξοδο για την ανθρωπότητα: ένα μέλλον που παραμένει υπό διεκδίκηση, στο οποίο οι άνθρωποι μπορούν ακόμη να δημιουργήσουν κάτι νέο μαζί, σύμφωνο με τη γραμμή της διάσημης πρόκλησης του Frantz Fanon στο Της Γης οι Κολασμένοι προς εκείνους που θα ανέτρεπαν την αποικιοκρατική κυριαρχία: η πρόκληση του να ξεκινήσεις μια νέα ανθρωπότητα. Το Sorry to Bother You πιστεύει στην ικανότητα των απλών ανθρώπων και να μεταμορφώσουν και να μεταμορφωθούν. Το τέρας της δείχνει την ικανότητα τους.

Οι αντίστοιχοι κακοί αυτών των ταινιών – ο Πίτερ Ίσεργουντ του Don’t Look Up και οι Βιομηχανίες Μπάς και ο Στίβ Λίφτ στο Sorry to Bother You – είναι συγχωνεύσεις προσώπων όπως ο Elon Musk και ο Jeff Bezos, εξαιρετικοί πάροχοι ψευδο-ουτοπικών οραμάτων. Όπως και τα πραγματικά ανάλογα τους, εξυμνούνται από ένα χορό αναλυτών, υπηρετούνται από κόλακες πολιτικούς, και χαιρετίζονται για την φαινομενική τους ευφυία παρά (ή και χάρη σε αυτή) διαβρωτική αδιαφορία για τους άλλους.

Οι άνθρωποι αυτοί και ο καθένας μπορεί να ελαχιστοποιηθεί σε όργανα ή πρώτες ύλες, ένα σύνολο από δεδομένα, ένα μέσο για ένα σκοπό. Ο πλανήτης είναι αέναα αναλώσιμος, οι άνθρωποί του αέναα εκμεταλλεύσιμοι. Η εξαχρείωση τους είναι και η ιδιοφυία τους ως καπιταλιστές: όσο πιο χαμηλά βυθίζονται, τόσο πιο ψηλά ανεβαίνουν οι μετοχές τους και περισσότερα κρατικά συμβόλαια εξασφαλίζουν. «Δεν είναι παράλογο», εξηγεί ο Λίφτ στον Κάσιους στη διάρκεια της πρώτης τους συνάντησης. Στη λογική του κεφαλαίου, δεν έχει άδικο.

Σε κάθε ταινία, οι ήρωες προσπαθούν να σταματήσουν τις δολοπλοκίες της ελίτ, κάνοντας έκκληση στα μέσα για να εκθέσουν τις αδικίες τους. Όταν βγει προς τα έξω η αλήθεια, σκέφτονται, σίγουρα κάποιος θα κάνει κάτι για αυτό. Αλλά δεν υπάρχει κανείς τέτοιος. Αντίθετα οι ήρωες, αν και γίνονται viral, υποβαθμίζονται σε meme – και έτσι γίνονται Κασσάνδρες, ευλογημένες με προφητική ματιά αλλά καταραμένες να μη τις πιστεύουν.

Όσο για τους δισεκατομυριούχους, ο κόσμος δεν κατορθώνει να αναγνωρίσει την τερατώδη φύση τους, και έτσι αυτές οι ιστορίες  απαιτούν ένα άλλο τέρας για να τους νικήσει. Οι Equisapiens και οι Bronteroc επιτυγχάνουν αυτό που δεν μπορούν οι πρωταγωνιστές: το τέλος των δισεκατομμυριούχων. Στην περίπτωση των Bronteroc  όμως του Don’t Look Up, δεν αρκεί.

Καθώς ένας κομήτης απειλή τη γη με καταστροφή στην προφανή αλληγορία για την κλιματική αλλαγή του σκηνοθέτη Adam McKay, οι βασικοί της χαρακτήρες παλεύουν με μια σειρά από πανίσχυρες δυνάμεις, όπως και με την βαρυτική έλξη της απόγνωσης. Παλεύουν να κάνουν τους λήπτες των αποφάσεων και το γενικό κοινό να πάρουν τους κινδύνους σοβαρά: ο βράχος γίνεται ένας «θησαυρός από τον ουρανό» αξίας 140 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, πολύτιμα ορυκτά που πρέπει να συλλεχθούν για ιδιωτικό κέρδος, μασκαρεμένο με τη μορφή δημόσιου σκοπού: δουλειές.

Στις προσπάθειες τους να κάνουν τις αρχές να αλλάξουν στάση, οι πρωταγωνιστές συχνά τονίζουν πως το κακοοργανωμένο σχέδιο των Βιομηχανιών Μπας πάσχει από την έλλειψη αξιολόγησης. Το ερμηνεύουν ως επιστημονικό πρόβλημα, αλλά η ίδια η ταινία είναι τουλάχιστον αρκετά έξυπνη να το αντιληφθεί ως πολιτικό: το προσανατολισμό στην εξουσία. Ως σύνθημα, το «Μη κοιτάς ψηλά!» αφορά τις προσπάθειες της πολιτικής τάξης να αποτρέψει τη προσοχή και από την ίδια και από το κομήτη. Εκείνοι που βρίσκονται πάνω πάνω στη κορυφή, εξ ορισμού, είναι δίχως ομότιμους: εκείνοι που είναι στο πάτο μπορούν να κάνουν λίγα πράγματα.

Η ταινία μας δείχνει ένα κοινό που μετατοπίζεται μεταξύ απάθειας και οργής. Όταν οι εργαζόμενοι και οι πελάτες του εστιατορίου ακούν την ΝτιΜπιάσκι να λεει πως ο κομήτης θα επιτραπεί να χτυπήσει τη γη για να γεμίσουν οι τσέπες των πλουσίων, ξεσπά μια κανονική εξέγερση. Τη σέρνουν σε ένα περιπολικό, και ο ακαδημαϊκός της σύμβουλος Δρ. Μίντυ την κατσαδιάζει: «Τι προτείνεις να κάνουμε; Συλλογή υπογραφών στο διαδίκτυο;… Να μαζέψουμε έναν όχλο και να κρατάμε πικέτες; Θες να ανατρέψουμε την κυβέρνηση;»

Ο Μίντυ θεωρεί αυτές τις αντιδράσεις μη σοβαρές. Ωστόσο η ταινία μοιάζει να απορρίπτει αυτού του είδους κυνική εικόνα της συλλογικής δράσης, δείχνοντας τις προσπάθειες του να επηρεάσει την αμερικάνικη πολιτική από τα μέσα ως αφελείς, αν όχι ανοιχτά συνεργατικές στο έγκλημα. Και η επιστημονική του ακεραιότητα και ο γάμος του υπονομεύονται από τις επιλογές του, μέχρι που τελικά αναθεωρεί και συμμετέχει στις προσπάθειες να κινητοποιηθεί το κοινό για να πιεστούν οι κυβερνήσεις του κόσμου να δράσουν.

Ωστόσο η ταινία επιστρέφει στο ηθικό παιχνίδι της: οι διαδηλώσεις, οι άμεσες δράσεις, και οι συναυλίες ποπ μουσικής στο τέλος καταλήγουν τραγικά ανούσια, μη κατορθώνοντας να κάνουν κάτι. Η απόφαση μιας συμμαχίας κυβερνήσεων από όλο το κόσμο να εκτρέψουν τον κομήτη από τη τροχιά του δεν οφείλεται στην δημόσια οργή, αλλά στο ότι αποκλείστηκαν από τη συμφωνία για την εξόρυξη του κομήτη. Και αυτές αποτυγχάνουν – και η καταστροφή δεν μπορεί να αποτραπεί.

Ενώ το Don’t Look Up σατιρίζει με ένταση την συνενοχή της κυβερνητικής ελίτ στην κλιματική κρίση, η ταινία μοιάζει παραδομένη σε ένα ειρωνικό κυνισμό σχετικά με την αντιμετώπιση τους. «Η αλήθεια είναι πολύ πιο καταθλιπτική», λέει η μεταπτυχιακή φοιτήτρια Κέητ ΝτιΜπιάσκι σε μια ομάδα σκέιτερ απατώντας στις θεωρίες συνωμοσίας τους. «Δεν είναι καν τόσο έξυπνοι για να είναι τόσο κακοί όσο νομίζετε». Η συμπεριφορά αυτή θα έπρεπε να είναι αναγνωρίσιμη σε οποιονδήποτε που έχει γνώση της κυβερνητικής ελίτ: πως είναι δυνατόν να χάνουμε από αυτούς τους βλάκες;

Οι βασικοί χαρακτήρες συγκεντρώνονται για ένα συμβολικό δείπνο Ευχαριστιών, αναζητώντας νόημα στις τελευταίες τους ώρες. «Τουλάχιστον προσπαθήσαμε», λέει κάποιος και οι υπόλοιποι συμφωνούν. «Και πράγματικά προσπαθήσαμε». Η σκηνή είναι συγκινητική, αλλά είναι χαρακτηριστικό αυτού που ο Jonathan M. Smucker έχει αποκαλέσει «η ιστορία των δίκαιων λίγων». Χάσαμε, αλλά μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι γνωρίζοντας πως είχαμε δίκιο. Η ματαιότητα που επαναλαμβάνεται σε όλη την αφήγηση της ταινίας αφήνει τους ήρωες της με ελάχιστη παρηγοριά πέρα από ένα αίσθημα της δικής τους ευγενικής ανωτερότητας.

Ένας νέος κόσμος δεν μπορεί να γεννηθεί όταν όλοι πεθαίνουν πνιγμένοι από τις στάχτες του παλιού. Αντίθετα, σε ένα μακρινό ξένο πλανήτη 22740 χρόνια στο μέλλον, τα σαν δεινόσαυροι τέρατα στο Don’t Look Up αποδίδουν την τιμωρία πέρα από το μαζικό τάφο της ανθρωπότητας. Αυτοί που είναι υπεύθυνοι για το θάνατο δισεκατομμυρίων τιμωρούνται επιτέλους, αλλά σχεδόν δεν έχει σημασία – γιατί βρισκόμαστε στο πεδίο του μετά-ανθρώπινου. Το σύριγμα των Bronteroc είναι ο ήχος της ήττας. Σαν η φύση να θεραπεύει τον εαυτό της, εμφανίζεται σαν γκιλοτίνα όταν όλες οι υπόλοιπες δυνατότητες για ανθρώπινη δράση έχουν αποτύχει. Η δικαιοσύνη πέρα από την ποιητική παραμένει άπιαστη.

Οι χαρακτήρες στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του σκηνοθέτη Boots Riley, Sorry to Bother You αντιμετωπίζουν παρόμοια διλήμματα στην αντιμετώπιση των ισχυρών, καθώς μια μικρής κλίμακας σύγκρουση για να δημιουργηθεί σωματείο στην RegalView, το κατάστημα τελεμάρκετινγκ που εργάζονται, εξελίσσεται σε μια ευρύτερη μάχη με την τύπου Amazon μέγα-εταιρεία WorryFree για το μέλλον της ανθρωπότητας. Με καμπάνιες γκραφίτι, τηλεοπτικές εμφανίσεις, πικετοφορίες, και άλλα, οι πρωταγωνιστές της ταινίαςπροσπαθούν να κινητοποιήσουν το κοινό εναντίον των ισόβιων συμβολαίων δωρεάν εργασίας σε στρατόπεδα-φυλακές, και την βιογενετική μηχανική μετατροπή των ανθρώπινων όντων σε ένα πιο αποτελεσματικό, ανθεκτικό και υπάκουο εργατικό δυναμικό: τους Equisapiens.

Τα τέρατα αυτά είναι τροποποιημένοι κένταυροι, μια ομάδα υπόδουλων προλετάριων αλυσοδεμένοι σε στάβλους στο υπόγειο του Στίβ Λίφτ. Είναι προικισμένοι με χαρακτηριστικά προερχόμενα από την αντι-Μαύρη φαντασία του δημιουργού και δουλοκτήτη τους: δύναμη, αντοχή, ανδροπρέπεια, ζωϊκότητα. Το πρώτο συνθετικό του ονόματος τους δείχνει την ομοιότητα τους με τα άλογα και την συμβολική αναλογία (equivalence) με τα ανθρώπινα όντα.

Όπως και στο Don’t Look Up, οι πρωταγωνιστές εδώ παλεύουν με τη πρόκληση να κάνουν άλλους ανθρώπους να αναλάβουν δράση – και ξανά αντιμετωπίζουν την κυριαρχία της ματαιότητας. Προς το τέλος της ταινίας ο οργανωτής του σωματείου Σκουίζ παρατηρεί, «Οι περισσότεροι άνθρωποι ήξεραν πως το να τηλεφωνήσουν στον γερουσιαστή τους δεν θα έκανε τίποτα. Αν σου δείξουν ένα πρόβλημα και δεν έχεις ιδέα πως να ελέγξεις αυτό το πρόβλημα, τότε αποφασίζεις απλά να συνηθίσεις το πρόβλημα».

Όμως αντί να διηγηθεί ακόμη μια ήττα της συλλογικής δράσης, το Sorry to Bother You λέει πως το να δημιουργείς δύναμη και να αναπτύσσεις αλληλεγγύη με άλλους είναι καίριος μηχανισμός για αλλαγή και ένα ζωτικό αντίδοτο στην απελπισία. Όταν κανένας άλλος δεν είναι διαθετημένος να παρέμβει, ο Κάσιους ελευθερώνει τους Equisapiens από τα δεσμά τους· αυτή η προσπάθεια αποδίδει καρπούς όταν του ανταποδίδουν τη χάρη στη διάρκεια της απεργίας στη RegalView και τον απελευθερώνουν από τα χέρια της αστυνομίας.

Αφού ενώσουν δυνάμεις  για να νικήσουν τους μπάτσους, τους απεργοσπάστες, και την εταιρεία, μοιάζει οι εργάτες και οι αλογάνθρωποι να έχουν νικήσει. Πολλές ιστορίες ολοκληρώνονται όμορφα: ο Κάσιους συγχωρείται που κάποτε προσπέρασε τη γραμμή της πικετοφορίας, η σχέση του με την αγαπημένη του Ντιτρόιτ ανανεώνεται, και οι οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας του ξεπεράστηκαν· το σωματείο είναι σε θέση να κερδίσει σε μελλοντικές συλλογικές διαπραγματεύσεις, και άλλοι εργάτες μπορεί να εμπνευστούν να οργανωθούν από το παράδειγμα τους.

Όμως αυτό το καλό τέλος είναι μια προσποίηση, η χαρούμενη διάθεση του είναι παράταιρη προς την υπόλοιπη ταινία. Από τις δράσεις στην εργασία και τα προσηλωμένα ακροατήρια στις συναντήσεις της RegalView ως τις στρατιωτικοποιημένες μάχες για τον έλεγχο των δρόμων και τις ταμπέλες του Ώκλαντ, η υφή των συγκρούσεων είναι πειστικά αληθινή. Καμιά χαρωπή λύση δεν είναι επαρκής: τα διακυβεύματα είναι σημαντικότερα από την μεγαλύτερη παρουσία σωματείων στο χώρο των τηλεπωλήσεων. Η προηγούμενη ισορροπία του κόσμου έχει ανατραπεί, και δεν υπάρχει επιστροφή – αλλά δεν είναι σαφές πως να πάει μπροστά.

Συμπαθητικοί χαρακτήρες σαν του Κάσιους σπάνια επιτρέπεται να γίνουν τιμωροί.  Για να χρησιμοποιήσει τη γκιλοτίνα – και να αποκλίνει από το τυπικό – πρέπει να γίνει Equisapien. Μεμιάς ο Κάσιους παρατηρεί πως κάτι άλλαξε. «Μοιάζει σαν ο ήλιος να είναι έτοιμος να εκραγεί», λέει καθώς αρχίζει να δρα ο αλογοποιητικός ορός. Οπτικοποιώντας ένα αστέρι εκρήγνυται, μεταμορφώνεται σ τέρας – και γίνεται ικανός να προχωρήσει πιο πέρα από ότι μια πιο προβλέψιμη αφήγηση θα επέτρεπε. Αυτός και οι άλλοι Equisapiens γκρεμίζουν τις πόρτες των κλουβιών από τους μεντεσέδες τους στη πορεία τους για να εξοντώσουν τον Στίβ Λίφτ.

Οι Equisapiens και οι Bronteroc χρησιμεύουν ως προειδοποίηση για – και ναι, προς – τους δισεκατομμυριούχους. Οι κακοί πεθαίνουν υπό συνθήκες που δημιούργησαν σχεδόν αποκλειστικά αυτοί. Το σημαντικότερο όμως, αυτά τα τέρατα προειδοποιούν εμάς τους θεατές, για τις επικίνδυνες οικονομικές και πολιτικές δυναμικές που αρχικά δημιουργούν τους δισεκατομμυριούχους και αποθέτουν τα ηνία του κόσμου στα χέρια τους.

«Δεν είμαστε υπεύθυνοι για ένα βράχο που πέφτει ξαφνικά από τον ουρανό», έγραφαν οι Gordon το 2009. «Είμαστε υπεύθυνοι για τις κοινωνικές συνθήκες που αυτός ο βράχος θα μετατραπεί σε καταστροφή». Το νόημα είναι πως πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη έτσι για την μεταμόρφωση των συνθηκών.

Η γρήγορη, οξεία βία των Bronteroc και των Equisapiens εκφράζει την τις αγωνίες εκατομμυρίων, της κοινής αίσθησης αναποτελεσματικότητας της πολιτικής όπως τη ξέρουμε, της παρακολούθησης της επιδίωξης του κέρδους να παίρνει προτεραιότητα όχι μόνο πάνω από τις δημοκρατικές αρχές και ερωτήματα και ζητήματα ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αλλά και έναντι της ίδιας της επιβίωσης της ανθρωπότητας. Ωστόσο οι προσεγγίσεις των δύο ταινιών στα ζητήματα της ανθρώπινης αυτενέργειας και του ρόλου της μαζικής πολιτικής παραμένουν σε σύγκρουση, και τα τέρατα τους ενσαρκώνουν δυο διαφορετικές απόψεις για τη πολιτική δυνατότητα.

Ο πεσιμισμός του Don’t Look Up είναι κατανοητός αλλά ατυχής. Τα τέρατα της, είναι καταδικασμένα να αποτύχουν. οι θάνατοι των τελευταίων επιζώντων δισεκατομμυριούχων είναι απλά η κατακλείδα, κλείνουν μια και καλή το βιβλίο στο τελευταίο κεφάλαιο της ανθρώπινης ιστορίας. Οι Equisapiens στο Sorry to Bother You ανοίγουν ένα καινούριο· αντιπροσωπεύουν την πεποίθηση πως η οργάνωση και η μαζική πολιτική μπορούν να νικήσουν. Είναι δίπλα και μαζί με μια ανθρωπότητα που είναι ζωντανή με δυναμικό, ενθαρρυμένη και τολμηρή, και ικανή να ξεκινήσει εκ νέου.

Μια τέτοια διαδικασία, όπως μας θυμίζει η από-αποικιοκρατική σκέψη μας θυμίζει, μπορεί να ανατρέψει βίαια την παρούσα τάξη, αναδεικνύοντας την αρχι8κή βία που χρησιμοποιήθηκε να καθιερωθεί και να διατηρηθεί. Αυτό που ήταν πέρα από τη φαντασία γίνεται αληθινό, όπως στο Et Les Chiens Se Taisent (Και τα Σκυλιά Ήταν Σιωπηλά), το ποίημα-θεατρικό του Aimé Césaire για την Αϊτινή Επανάσταση:

«Και ξαφνικά φωνές φωτίζουν τη σιωπή·

Είχαμε επιτεθεί, εμείς οι σκλάβοι· η σβουνιά καταγής, εμείς τα ζώα με τις υπομονετικές οπλές…

Μετά ήρθε η επίθεση στο σπίτι του αφέντη.

Έριχναν από τα παράθυρα.

Σπάσαμε τις πόρτες.

Το δωμάτιο του αφέντη ήταν ορθάνοιχτο. Το δωμάτιο του αφέντη ήταν λαμπερό, και ο αφέντης ήταν εκεί, πολύ ήρεμος… και οι δικοί μας κοκάλωσαν… ήταν ο αφέντης… μπήκα μέσα. «Εσύ είσαι», είπε ήρεμα.

Ήμουν εγώ, ακόμη και εγώ, και του το είπα, ο καλός σκλάβος, ο πιστός σκλάβος, ο σκλάβος των σκλάβων, και ξαφνικά τα μάτια του έγιναν σαν δυο κατσαρίδες, τρομαγμένες στην εποχή των βροχών… Χτύπησα, και το αίμα κύλησε· αυτό είναι το μόνο βάφτισμα που θυμάμαι σήμερα».

Οι Equisapiens, σε λόγο και ουσία, είναι μεταμορφωμένα ανθρώπινα όντα. Γεννιούνται και από το τραύμα και από τον αγώνα, ζωοποιημένα και καταλυμένα, δεν έχουν πια υπομονετικές οπλές. Αυτά – και το ίδιο το Sorry to Bother You – σπρώχνουν τους θεατές να σκεφτούν τι μας συγκρατεί από το να ξαναφτιάξουμε το κόσμο. Όπως λέει η Ντιτρόιτ για το άγαλμα της στη ταινία: «Ίσως ο καλλιτέχνης να είναι κυριολεκτικός».

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com