Άρθρο που προέρχεται από το περιοδικό Magazine Littéraire και αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβάζω 127. Ο Pierre Victor (ψευδώνυμο του Benny Lévy, 1945–2003) ήταν φιλόσοφος, ακαδημαϊκός και πολιτικός ακτιβιστής.

Μετάφραση Βενετία Σταυροπούλου

 

Η κυριαρχία

Ακούγοντας κανείς τον Σαρτρ, δεν θα καταλάβαινε τίποτα ή σχεδόν τίποτα σχετικά με το Κίνημα του Μάη του 68. Ήταν επειδή είχε συνηθίσει τόσα χρόνια να έχει δεμένα τα χέρια; Ήταν η ηλικία; Το ιδεολογικό ενδιαφέρον – τον μονοπωλεί ο Φλομπέρ; – δίχως άλλο, όλα αυτά, αλλά επίσης και το προαίσθημα πως τα πάντα θα ξαναρχίσουν. Τα πάντα πρέπει να ξαναγίνουν. Θα πρέπει να ξανασκεφτούμε το μαρξισμό, να ξανασκεφτούμε τον άνθρωπο. Να ξανασκεφτούμε τον εαυτό μας. Κι αρχίζει κιόλας να νυχτώνει…

Μερικές βδομάδες αργότερα, τα σοβιετικά τανκς τίναζαν στον αέρα ό,τι απέμενε από το σοσιαλισμό, «που είχε έρθει από το κρύο». Αυτή τη φορά, τέρμα: δεν μπορεί πια να γίνεται λόγος για μεταρρυθμίσεις: Δεν θα επισκευάσουμε τη μηχανή, πρέπει να την αρπάξουν οι λαοί και να την πετάξουν στα σκουπίδια.

Πόσο το περίμενε αυτό το γεγονός! Δεν έλπιζε πια τίποτα από αυτό το ψοφίμι που βρωμούσε —την αριστερά- κι είχε παλέψει γι’ αυτή την «καινούρια ιδέα του Μάη: την κυριαρχία»; Στη δημοκρατία, όλοι οι άνθρωποι πρέπει να είναι κυρίαρχοι, δηλαδή να μπορούν να αποφασίζουν, όχι μόνοι τους, καθένας στη γωνιά του, αλλά όλοι μαζί, για ό,τι κάνουν. Στις δυτικές χώρες, αυτή η κυριαρχία υπάρχει στα χαρτιά: όλοι οι Αμερικάνοι, ακόμα και οι Μαύροι, είναι κυρίαρχοι αφού έχουν το δικαίωμα της ψήφου. Όμως είναι ανέφικτη στην ουσία και γι’ αυτό εμφανίζεται η διεκδίκηση μιας «εξουσίας» – της μαύρης, της φοιτητικής, της εργατικής εξουσίας. Αυτό και μόνο είχε θελήσει να εμφυσήσει στο μαρξισμό. Γι’ αυτό κι είχε γίνει μια σταλιά μπροστά του: ο μαρξισμός «αξεπέραστο πλαίσιο της γνώσης», έλεγε. Προσθέτοντας: πρέπει να τον γιατρέψουμε από τη μηχανιστική κράμπα από την οποία υποφέρει, από την αναιμία του. Ήταν η γλώσσα κάθε εσωτερικής πάλης μέσα στα πλαίσια του μαρξιστικού θεσμού: πάλης που καταλήγει, ακριβώς, στο Μάη. Ένα νέο κίνημα απαιτεί μια θετική θεωρία της κυριαρχίας: ο σκοπός πια δεν είναι η διαμαρτυρία, η ανίσχυρη επαγρύπνησή, αλλά η επινόηση, η διευθέτηση ανέκδοτων περιεχομένων της ελευθερίας-κυριαρχίας. Το πεδίο των δυνατοτήτων διευρύνεται ξαφνικά. Η ίδια η ιδέα του δυνατού επαναστατικοποιείται:

Οι φοιτητές κατάλαβαν πως υπήρχαν δυνατότητες που παραμέναν άγνωστες. Όχι πως είναι δυνατά τα πάντα, αλλά πως δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ένα πράγμα είναι αδύνατο αν δεν έχει δοκιμαστεί και αποτύχει. Πρωτύτερα – πριν από το Μάη – το πεδίο των εφικτών ήταν περιχαρακωμένο από το Κ.Κ.: αυτός ο μέγας χειριστής των συγκυριών, υποβίβαζε σε «ουτοπία» κάθε άλλη δυνατότητα. Πρωτύτερα, ο Σαρτρ, κατά βάθος, έδινε στο Κ.Κ. το δικαίωμα να ορίζει τη σοσιαλιστική επανάσταση – πίστευε πως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, από φόβο μήπως θεωρηθεί «ουτοπιστής». Περιοριζόταν να προστατεύσει την ελευθερία από τη βασιλεία του πράγματος που κρυβόταν πίσω από το σοσιαλισμό. Στο Κ.Κ. η επανάσταση, σ’ εμάς η ελευθερία. Όμως, η ελευθερία οπλίστηκε, κι ο σοσιαλισμός του Κ.Κ. παλινδρόμησε τότε και στήθηκε από την άλλη πλευρά του οδοφράγματος. Η σοσιαλιστική επανάσταση δεν ήταν αυτή που νόμιζε κανείς.

Η συνωμοσία

Το Μάη, κι ακριβώς μετά το Μάη, τίποτα δεν μοιάζει να έχει αλλάξει στις απόψεις του Σαρτρ. Του ζητάνε να πάρει μέρος σε μια επιτροπή αγώνα ενάντια στην καταστολή, στη Γαλλία αυτή τη φορά. Υπογράφει εκκλήσεις, για τον Κριβίν, λόγου χάρη, με την ευκαιρία των προεδρικών εκλογών. Συνεχίζει ακόμα να δίνει οικουμενικό περιεχόμενο στο λόγο του, αυτόν που κάποτε έκανε θαύματα και που τον νομίζαμε τώρα πια ξεπερασμένο. Σκέφτεται αόριστα να βοηθήσει τους «επαναστάτες» να ενωθούν, αλλά καθώς αυτοί έχουν άλλες έγνοιες, δεν πάει πιο πέρα. Κι έπειτα, έρχεται η άνοιξη του 1970, η εφημερίδα Η Υπόθεση του Λαού. Δεν είναι ο Σαρτρ αυτός που διάλεξε τους «μαοϊκούς» – τους ήξερε ελάχιστα –, ούτε  και οι μαοϊκοί ήταν αυτοί που διάλεξαν τον Σαρτρ – μερικές βδομάδες πρωτύτερα δεν έδιναν έναν παρά για την αφεντιά του. Η αλήθεια είναι πως τον Σαρτρ τον διάλεξε η κατάσταση. Ας τη θυμίσουμε: δυο διευθυντές της Υπόθεσης τον Λαού είχαν μόλις συλληφθεί ο ένας μετά τον άλλο. Τι να κάνουμε; Να ζητήσουμε από τον Σαρτρ να πάρει τη θέση τους. Δέχεται αμέσως. Υπήρχε στη Γαλλία ένα σημείο όπου συνταυτίζονταν οι τυπικές ελευθερίες, «ή μάλλον η’ τυπική ελευθερία» και οι συγκεκριμένες ελευθερίες· αυτό το σημείο ήταν ο Σαρτρ. Ένα σημείο, όχι μια γραμμή. Δεν γυρεύαμε μια γραμμή. Κι αυτό το σημείο ήταν αναγκαστικά το σημείο όπου αγκυροβόλησε ο Σαρτρ στον αριστερισμό. Ο Σαρτρ έγινε αριστεριστής.

Γίνεται αριστεριστής μετατρέποντας τη συστατική του αντίφαση σε συνωμοσία. Ο Σαρτρ ήταν πλεμπάγια και ελίτ· η οικουμενική και η ιδιωτική του πλευρά. Ριζοσπάστης και συνάμα κατεστημένο: ο Βολτέρος που μια κυβέρνηση δεν μπορούσε να συλλάβει. Αυτή η αντίφαση μπορούσε να γεννήσει την ένοχη συνείδηση. Ή να οδηγήσει, τότε, σε ανατρεπτικές ενέργειες. Ο Σαρτρ πουλά την απαγορευμένη εφημερίδα στο δρόμο- η αστυνομία δεν τον συλλαμβάνει. Απολογισμός: διαδίδονται οι ιδέες των συγκεκριμένων ελευθεριών ενάντια στην εξουσία, στο εργοστάσιο, την πόλη…· η τυπική ελευθερία και οι συγκεκριμένες ελευθερίες, στενά δεμένες, ξαναβρίσκονται στο πλευρό της επανάστασης. Η εξουσία είναι γυμνή. Η πρώτη αριστερίστικη πράξη του Σαρτρ είναι ένα ολόκληρο πρόγραμμα – αυτό που υπεράσπιζε μάταια ενάντια στο Κ.Κ.: Μια σοσιαλιστική κοινωνία δεν θα καταργήσει την αφηρημένη ελευθερία και τις εγγυήσεις της: θα την ολοκληρώσει, θα εγκαθιδρύσει τη συγκεκριμένη ελευθερία η οποία, όχι μόνο δεν θα αντιταχθεί στις ελευθερίες έκφρασης, συνάθροισης, τύπου ή στο habeas corpus αλλά θα τους δώσει μια γνήσια θεμελίωση, τη μόνη έγκυρη γιατί δεν είναι άλλη από την ολοκληρωτική ελευθερία του λαού. Αυτό το πρόγραμμα είναι σήμερα η προϋπόθεση κάθε αυθεντικού αριστερισμού. Το πρόβλημά του είναι να ενώσει τη μορφή της ελευθερίας και τα πολλαπλά πιθανά περιεχόμενά της. Αν δεν φτάσει σ’ αυτό το σημείο ο αριστερισμός δεν μπορεί παρά να είναι η σκιά του Κ.Κ., όπως το βλέπουμε αρκετά καθαρά στην Πορτογαλία. Βλέπουμε να διαγράφεται η ακριβής λειτουργία της σκέψης του Σαρτρ σε σχέση με τον αριστερισμό: είναι μια σκέψη-ενδιάμεσος σταθμός.

Ο θάνατος τον διανοουμένου

Το καταλάβαμε: ο Σαρτρ δεν είναι πια ολότελα μια ένοχη συνείδηση. Τι απογίνεται τότε η έννοια του διανοουμένου; Να πώς όριζε ο Σαρτρ, πριν από το ’68, στις διαλέξεις του στην Ιαπωνία, τον διανοούμενο: ένας τεχνικός της (πρακτικής) γνώσης που παίρνει συνείδηση της συστατικής του αντίφασης: αντίφασης ανάμεσα στην οικουμενικότητα της έρευνας και τη μερικότητα της κυρίαρχης ιδεολογίας την οποία υπηρετεί. Διχασμένος, μαρτυρά το διχασμό του κοινωνικού ιστού. Ένοχη συνείδηση, αλλά: Ο διανοούμενος είναι μόνος γιατί δεν είναι ο εντολοδόχος κανενός. Κατά συνέπεια αυτή είναι μια από τις αντιφάσεις του – δεν μπορεί να απελευθερωθεί αν ταυτόχρονα δεν απελευθερωθούν και οι άλλοι. Πολύ απέχουμε από τα «σκατά», όπως αποκαλούσε ο Λένιν, σε στιγμές ειρωνικής διάθεσης, τους μικροαστούς διανοουμένους. Πολύ καλύτερα: μια ουσιώδης ιδιότητα της επαναστατικής τάξης μεταβιβάζεται από την εργατική τάξη στους διανοουμένους: γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, μόνο η εργατική τάξη μπορούσε, αφού απελευθερωθεί, να απελευθερώσει την ανθρωπότητα. Μάλιστα, αυτό ακριβώς ήταν η αποστολή της. Να, όμως, που την προσεγγίζουν οι διανοούμενοι, δηλαδή οποιοσδήποτε. Η παρεκτροπή του Σαρτρ πηγαίνει ακόμα πιο πέρα: οι εργάτες διατηρούν την αποστολή τους, γιατί εμμένουν σ’ αυτή: αλλά ο διανοούμενος χάνει κάθε εντολή· επιλέγει τον αθεϊσμό. Πρέπει να το τονίσουμε: ο Σαρτρ δεν αφαιρεί τίποτα από την εργατική τάξη, παρά μόνο την αποκλειστικότητα της επαναστατικής ιδιότητας. Αντίθετα μάλιστα «παραλληλίζει» τα κινήματα που οικουμενικοποιούν τους διανοουμένους και την εργατική τάξη. Κι έτσι έχουμε αμοιβαιότητα, και, κατά συνέπεια, αναγκαιότητα της οργανικής ενότητας. Ο διανοούμενος είναι αντίθετος σε κάθε εξουσία γιατί αποβλέπει στο οικουμενικό· η εργατική τάξη αποβλέπει στο οικουμενικό γιατί είναι απογυμνωμένη, από την πρώτη στιγμή από κάθε εξουσία. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη «βάση»· όμως μόνη η βάση δεν σχηματίζει την «ολότητα»· χρειάζεται αυτό το συμπλήρωμα: η θέση του διανοουμένου, κορυφή που κατεβαίνει κατά κάποιο τρόπο στη βάση, σχηματίζοντας μια εντελώς καινούρια «ολότητα»: μια νέα κοινωνική οικουμενικότητα. Ο Σαρτρ, πάντα το ’65, δείχνει πώς θα επιτευχθεί αυτό από την πλευρά του δια-νοουμένου: Δουλεύει για να γίνει μια μέρα δυνατή μια κοινωνική οικουμενικότητα, όπου όλοι οι άνθρωποι θα είναι «πραγματικά» ελεύθεροι, ίσοι και αδελφωμένοι, όντας σίγουρος πως εκείνη την ημέρα, αλλά όχι πριν, ο διανοούμενος θα εξαφανιστεί. Βλέπει κανείς πως η ένοχη συνείδηση εμπεριέχει μια τεράστια δύναμη. Η οποία, ακριβώς, θα συγκλονίσει τον κόσμο, λίγο αργότερα. Η ιδέα του διανοουμένου, που έγινε δύναμη, μετασχηματίζεται τότε – βλέπουμε πώς λειτουργεί η σκέψη-ενδιάμεσος σταθμός.

Πρέπει από δω και πέρα να ξετρυπώσουμε την ήσυχη συνείδηση που έχει τρυπώσει μέσα στην ένοχη. Ο Σαρτρ υπογραμμίζει τη «βλαβερή», «ανακτήσιμη» πλευρά του διανοουμένου: Στην πραγματικότητα, η στιγμή της ένοχης συνείδησης – δηλαδή του διανοουμένου στην κυριολεξία – δεν αντιπροσωπεύει καθόλου ένα σταμάτημα αλλά μια προσωρινή στάση στη διολίσθηση που μετασχηματίζει τον τεχνικό της πρακτικής γνώσης σε έναν ριζοσπαστικοποιημένο σύντροφο των λαϊκών δυνάμεων «υπό τον όρο – πράγμα που δεν το έλεγα (το 1965) – ότι θα αποστασιοποιηθεί ακόμα περισσότερο σε σχέση με το επάγγελμά του, δηλαδή το «κοινωνικό του είναι», και ότι θα καταλάβει πως καμιά «πολιτική καταγγελία» δεν θα μπορούσε να αντισταθμίσει το γεγονός πως αντικειμενικά είναι ο εχθρός των μαζών.

Μ’ άλλα λόγια, το ’65, ο Σαρτρ είχε επιτελέσει ένα μικρό ιδεαλιστικό εγχείρημα: είχε πολύ γρήγορα απαλλάξει τον διανοούμενο από τη γνώση- εξουσία του, ως τεχνικού. Ή καλύτερα, τον είχε απαλλάξει ιδεαλιστικό. Πρέπει στο εξής να καταλάβουμε πως ο διανοούμενος πρέπει να εξαφανίσει την ιδιαιτερότητά του υλιστικά· πρέπει να απαλείψει τη συστατική του αντίφαση. Από τώρα. Δεν πρέπει να περιμένει τη μελλοντική καθολικευμένη κοινωνία. Καταλαβαίνει κανείς την αποφασιστική επίδραση του αριστερισμού στη σκέψη του Σαρτρ. Γιατί τι άλλο ήταν αυτή η μεταφορά, στο μέλλον, του συγκεκριμένου οικουμενικού, αν όχι ο μύθος της επανάστασης του Κ.Κ., ο μύθος της επανάστασης σαν να ήταν η Μεγάλη Νύχτα, που προμηνά την οριστική αυγή. Μύθος, με την έννοια του Σορέλ, αυτή η ιδέα της επανάστασης κινητοποιούσε. Αποθαρρύνοντας κάθε δραστική ιδέα της επανάστασης, ήταν η σκέψη της αναβαλλόμενης επανάστασης. Ο θάνατος του διανοουμένου μαρτυρά έτσι τη νέα ιδέα της επανάστασης.

Μια αρρώστια: η πέτρα

Τι το πιο απλό, το πιο γοητευτικό για να εξαλείψει κανείς τον διανοούμενο που φωλιάζει μέσα του, από την αυτοκτονία; Ήταν ο πειρασμός των πρώτων διανοουμένων που μπήκαν στην παράγωγή. Έπρεπε να κρύβουν την προέλευσή τους, μήπως και τους αναγνωρίσει κάποιος επικεφαλής του προσωπικού ή της Γ.Σ.Ε. Έπρεπε να καταπολεμήσουν τη «γνώση» τους για να μπορέσουν να τους καταλάβουν οι σύντροφοί τους. Άλλωστε, ήθελαν να την εξαφανίσουν αυτή τη διαχωριστική γνώση, πιάνοντας δουλειά. Θα αρκούσε μια μικρή προσπάθεια. Θα γίνονταν εργάτες. Στην πραγματικότητα, τέρατα. Έπρεπε να μη λησμονούν: Είμαι ένας μικροαστός· αν, προσπαθώντας να λύσω την αντίφασή μου, έχω ταχθεί στο πλευρό της εργατικής και της αγροτικής τάξης, δεν έχω πάψει ωστόσο να είμαι ένας μικροαστός.

Φυσικά, ο πειρασμός της αυτοκτονίας ήταν μια μορφή μίσους του εγώ. Πώς, όμως, να καταστρέψει ς χωρίς μίσος; Και πώς μέσα, στο μίσος, να διακρίνεις τον διανοούμενο και το εγώ; Στο μεταξύ, την εποχή εκείνη το Εγώ δεν το ευνοούσε ούτε το Πανεπιστήμιο ούτε ο μαρξισμός (που έτειναν να συγχωνευτούν). Η υποκειμενικότητα διώκεται. Αμέσως, ξαναρχίζει η βασιλεία του Πράγματος. Το κράτος της βλακείας: Είναι αλήθεια: η ευφυΐα βρωμάει. Όμως όχι περισσότερο από τη βλακεία: υπάρχουν οσμές για όλα τα γούστα. Η τελευταία αναδίνει την οσμή του θηρίου, η πρώτη, του ανθρώπου.

Συμφωνώ, μας λέει ο Σαρτρ, δεν πάω πολύ μακριά: βασικά, συνεχίζω να είμαι ένας «κλασικός» διανοούμενος. Όμως, περιμένω πως κάποιοι άλλοι θα προχωρήσουν παραπέρα κι όχι πως δεν θα φτάσουν καν στο σημείο που έφτασα εγώ. Όμως, το μίσος του Εγώ, το Πράγμα, είναι το παρελθόν, είναι η Ε.Σ.Σ.Δ., έχει λήξει. Στην ανάγκη, να μη συνεχίσεις να γράφεις για τον Φλομπέρ – αν και τίποτα δεν είναι λιγότερο σίγουρο – αλλά όχι να γράφεις και βλακείες. Από την πλευρά του, ο Σαρτρ είχε αποφασίσει: να προχωρείς όσο μπορείς μακρύτερα προς μια κατεύθυνση, αλλά, προς μια άλλη, να τελειώσεις ό,τι έχεις να κάνεις.

Ο Σαρτρ πιστεύει πως αυτή η ιδέα της «ανάμιξής» των δύο καταστάσεων: του κλασικού δια-νοούμενου και -του λαϊκού- του καινούριου διανοούμενου, ισχύει για τους ηλικιωμένους δια-νοούμενους. Στις κοινωνίες μας, όμως, κάθε δια-νοούμενος, ακόμα και ο εικοσάρης, είναι κιόλας γέρος. Η ιδέα ισχύει για όλους. Αυτή η ιδέα της ανάμιξης θα μπορούσε να εφαρμοστεί πιο πλατιά. Δείχνει, στην περίπτωση του διανοουμένου, πως θα μπορούσε να συνδυάσει τις δύο καταστάσεις για να γεννήσει αυτό που μπορούμε να κατονομάσουμε με έναν όρο που επινοήθηκε το Μάη: επαναστατικοποίηση. Μήπως, όμως, αυτό δεν συμβαίνει σε κάθε κίνημα επαναστατικοποιημένο; Ο Σαρτρ το είχε προαισθανθεί στην Κριτική του Διαλεκτικού Λόγου: μήπως ένα αυθεντικό κίνημα εργατικής χειραφέτησης δεν συνδυάζει αναγκαστικά τη στιγμή της άναρχης ομάδας και αυτή της θεσμοποίησης; Πρέπει, λοιπόν, να προσέχουμε, σα να ήταν πανούκλα, τον «καθαρά» καινούριο διανοούμενο, καθώς και μια «καθαρά» αντιθεσμική εργατική οργάνωση.

Πρέπει να υποπτευόμαστε την «καθαρότητα». Που γεννά τέρατα: τον καινούριο διανοούμενο- υπηρέτη-του Πράγματος· ή τη νέα – γραφειοκρατική – οργάνωση. Και τη «νέα» σκέψη, που έχει αρρωστήσει: το μυαλό τους υπέφερε από μια αρρώστια που εντοπίζουμε συνήθως στην κύστη: είχε πέτρα. Στο μεταξύ, ο Σαρτρ μας ξαναμαθαίνει πως, αφού σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο που είμαστε οργανωμένοι, μια άρρωστη σκέψη δείχνει μια άρρωστη δομή. Πρέπει, λοιπόν, να θεραπευτούμε και από την αρρώστια των δομών. Ο Σαρτρ συμβάλλει έτσι στη διάλυση μιας δομής, που έχει αρρωστήσει, τη δομή της πρώην Προλεταριακής Αριστεράς (τέλη του 73).

Η επανάσταση μέσα στην «επανάσταση»

Φαινομενικά, λοιπόν, η συνάντηση του Σαρτρ με τους αριστεριστές δεν παράγει παρά μόνο ερείπια: κονιορτοποιεί τον κλασικό διανοούμενο, την αριστερίστικη οργάνωση. Αμοιβαιότητα στο θάνατο; Στην πραγματικότητα, αρχή μιας αναγέννησης. Και πρώτα πρώτα, αυτή της ιδέας της επανάστασης. Για την αποσαφήνισή της, η σκέψη του Σαρτρ μπορεί ακόμα να χρησιμεύσει ως ενδιάμεσος σταθμός.

Γιατί ποιος είναι άραγε ο «άνθρωπος» που οι δασκαλάκοι προσάπτουν στον Σαρτρ, αυτός ο άνθρωπος που δεν υπάρχει, αλλά που πρέπει να δημιουργηθεί; Μπορούμε να απαντήσουμε: η ον-τοπική μορφή, χωρίς την οποία η επανάσταση είναι αδιανόητη. Σίγουρα δεν είναι «επιστημονικός», όπως είναι ο σοσιαλισμός των δασκαλάκων ή των μεγάλων Δασκάλων νέτα σκέτα. Είναι ακριβώς, το προϊόν μιας διαδικασίας για την εξάλειψη των τάξεων. Ο άνθρωπος είναι «ο απώτερος σκοπός ενός πρακτικού καθημερινού εγχειρήματος». Ποιο είναι αυτό το εγχείρημα; Η επαναστατικοποίηση. Το έργο του διανοουμένου που καταργεί μέσα του τη συστατική του αντίφαση, εδώ και τώρα. Και παράλληλα (αφού επισημάναμε έναν παραλληλισμό στα κινήματα οικουμενικοποίησης της εργατικής τάξης και των διανοουμένων), η εργατική τάξη πρέπει να αυτόκαταργηθεί σαν τάξη, από σήμερα. Πρέπει να αρνηθεί την «αυτονόμησή της», αυτό τον εργατικό απομονωτισμό, που αποκόβει τόσο καλά, ιδιαίτερα τους ανόητους, όταν υπηρετεί τα συμφέροντα των «κομμάτων-της-εργατικής-τάξης». Για να δημιουργήσουμε τον άνθρωπο, πρέπει να ξεκάνουμε τον διανοούμενο, να ξεκάνουμε τον εργάτη, να ξαναπλάσουμε το Λαό. Ο Μαρξ έλεγε: κάθε αυθεντική επανάσταση είναι μια λαϊκή επανάσταση.

Ο άνθρωπος του Σαρτρ είναι ο λαός των αληθινών επαναστάσεων. Αυτός ο λαός που υπερβαίνει τις τάξεις. Γιατί κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει την επανάσταση. Όχι πως 0α την κάνει οπωσδήποτε. Αλλά εκείνοι που την κάνουν πρέπει να έχουν έναν τέτοιο στόχο. Άλλωστε, πώς γεννιέται αυτός ο άνθρωπος μέσα στο τεράστιο βιβλίο – την Κριτική; Στη διαδικασία της Αποκάλυψης, δηλαδή στη συγκρότηση της ενοποιημένης ομάδας. Η ενοποιημένη ομάδα είναι η πλέμπα για που κάνει έφοδο στη Βαστίλη. Και η Βαστίλη, είναι το Κράτος. Η γέννηση της κοινωνικής οικουμενικότητας σημαίνει το μαρασμό του Κράτους. Υπάρχει ένα εμπόδιο σ’ αυτό το δρόμο: «η δικτατορία του προλεταριάτου».

Η δικτατορία τον προλεταριάτου ήταν μια αισιόδοξη έννοια που σφυρηλατήθηκε πολύ βιαστικά παραγνωρίζοντας τους τυπικούς νόμους του διαλεκτικού Λόγου. Το πραγματικό πρόβλημα που μπαίνει είναι αυτό τον προοδευτικού μαρασμού τον Κράτους, προς όφελος όλο και πιο πλατιών συσπειρώσεων των ετεροκαθοριζόμενων μαζών. Και ο λόγος για τον οποίο δεν εμφανίστηκε σε καμιά στιγμή η δικτατορία τον προλεταριάτου (ως πραγματική άσκηση της εξουσίας από το σύνολο της εργατικής τάξης), είναι το ότι αυτή η ίδια η ιδέα είναι παράλογη, σα νόθος συμβιβασμός ανάμεσα στην ενεργητική και κυρίαρχη ομάδα και την παθητική μάζα… Κατά την άποψή μας, η σαφής απόδειξη της αδυναμίας τον προλεταριάτου να ασκήσει μια δικτατορία είναι η αδυναμία της ομάδας, κάτω από την οποιαδήποτε μορφή, να αποτελέσει έναν υπεροργανισμό.

Είναι φανερό, πως η θεωρία των πρακτικών συνόλων κατασκευάστηκε για να ενδυναμώσει το δογματισμό της τάξης και του Κράτους. Χωρίς αμφιβολία, η Κριτική χρησίμευσε στη διαιώνιση του υποκειμένου (cogito) στη φιλοσοφία: εντάσσεται σε ένα καθορισμένο πρακτικό σχέδιο: τον μέχρι θανάτου αγώνα ενάντια στον απανθρωπισμό που κρυβόταν πίσω από τις γαλήνιες δομές. Αν έβλεπε πίσω από τη δομή, τη διαδικασία, πίσω από τη διαδικασία, την πράξη, πίσω από την πράξη το «υποκείμενο» (cogito), αυτό, δεν ήταν η ιδεοληψία ενός φιλοσόφου που αρνιόταν να εγκαταλείψει την παλιά μεταφυσική, ήταν, πρώτα απ’ όλα, ο αγώνας ενός επαναστάτη ενάντια στο Κ.Κ., ενός διανοουμένου, που ανήκε στην πλεμπάγια, ενάντια στο Κράτος. Ο «φορμαλισμός» της Κριτικής ήταν ένα θεωρητικό εργαλείο για να διασωθεί η τυπική ελευθερία και κατά συνέπεια για να διατηρηθεί σε κάθε δημοκρατία η «λειτουργική» αλήθεια της ελευθερίας.

Ο αριστερισμός απελευθερώνει όλα αυτά μέσα στο στοχασμό του Σαρτρ. Πρέπει να επανεξετάσουμε το θέμα της εξουσίας, από την αρχή. «Ένας αρχηγίσκος δαμάζεται», να πώς ξαναρχίσαμε να παλεύουμε ενάντια στην εξουσία. Έπρεπε, πρώτα πρώτα, να την κονιορτοποιήσουμε. Μετά την εξαφάνιση της ιδέας της τάξης και του Κράτους που έχουν κονιορτοποιήσουμε, μπορούμε να ξανασκεφτούμε από την αρχή την ιδέα της επανάστασης, που ενυπάρχει στο Κίνημα. Αυτό είναι δουλειά του Κινήματος. Θα αναλάβει, ίσως, να συνθέσει την «Ηθική» που δεν μπόρεσε να συντάξει ο Σαρτρ· γιατί ξαναανακάλυψε την ηθικότητα στην αυτόνομη πράξη, που κρύβεται πίσω από την «πολιτική», που συνθλίβεται πίσω από τις υπερδομές. Θα πρέπει να βρει την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα που τον βασανίζει: τι πρέπει να γίνει για να μην αποτελματωθεί μια ομάδα; Πώς να εξαφανίσουμε τα πρόσωπα που δεσπόζουν και που μοιάζουν να ξαναγεννιούνται αδιάκοπα;

Έτσι αναρωτιόταν ο Σαρτρ στη συζήτησή του με το (ιταλικό) μανιφέστο: Ομολογώ πως δεν βλέπω πώς θα μπορούσαν να λυθούν τα προβλήματα που μπαίνουν σε κάθε σταθεροποιημένη δομή.

Ο Σαρτρ συμβάλλει στην επίλυση αυτών των προβλημάτων. Όχι σαν Δάσκαλος. Σαν μέτοχος της συνωμοσίας των Ίσων που πυροδοτεί ο αριστερισμός.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com