Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 08 Σεπ 2021
Gabriel Kuhn: Οι Πειρατές, ο Deleuze και ο Guattari
Κλίκ για μεγέθυνση








Δημοσιεύθηκε την 8 Σεπτεμβρίου, 2021

 

Απόσπασμα από το βιβλίο Life Under the Jolly Roger: Reflections on Golden Age Piracy (PM Press, 2020, 2nd Edition). Ο Gabriel Kuhn είναι ακτιβιστής, πολιτικός συγγραφέας και μεταφραστής.

Δεν είναι ποτέ εύκολο να χρησιμοποιηθεί ο όρος πόλεμος ως αναλυτικό εργαλείο. Ωστόσο, οι κοινές αναφορές στο «πόλεμο» στον οποίο συμμετείχαν οι πειρατές στην χρυσή εποχή της πειρατείας, όπως και ως κατάλληλα θεωρητικά πλαίσια που δρουν με την έννοια του πολέμου – κυρίως των Michel Foucault, Gilles Deleuze και Félix Guattari – αξίζουν ανάλυσης.

Η σημασία της συνεισφοράς του Foucault βρίσκεται στην ερμηνεία κάθε ιστορικής πάλης ως πολέμου, και του πολέμου ως «μια αρχή για την ανάλυση των σχέσεων εξουσία». Υπό την έννοια αυτή, είμαστε αντιμέτωποι με ένα πόλεμο που δεν τελειώνει ποτέ. Αυτό που αποκαλούμε ειρήνη απλά χαρακτηρίζει μια ιδιαίτερη φάση  του υποκείμενου πολέμου: «Η κοινωνία, ο νόμος, και το Κράτος δεν είναι σαν τις εκεχειρίες  που βάζουν τέλος στους πολέμους, ή… τα προϊόντα καθοριστικών νικών. Ο νόμος δεν είναι ειρήνευση, γιατί κάτω από το νόμο, ο πόλεμος συνεχίζει να μαίνεται σε κάθε μηχανισμό εξουσίας, ακόμη και στις πιο τυπικές. Στα μικρότερα των γραναζιών της, η ειρήνη διεξάγει ένα μυστικό πόλεμο». Ο Foucault εξηγεί στο συμπέρασμα του: «Γιατί πρέπει να ανακαλύψουμε εκ νέου το πόλεμο; Γιατί αυτός ο αρχαίος πόλεμος είναι ένας… μόνιμος πόλεμος. Πρέπει στα αλήθεια να γίνουμε ειδική στις μάχες, επειδή ο πόλεμος δεν τελείωσε, επειδή οι προετοιμασίες γίνονται ακόμη για τις αποφασιστικές μάχες, και επειδή πρέπει να κερδίσουμε την αποφασιστική μάχη».

Η σημασία αυτών των εννοιών για την χρυσή εποχή της πειρατείας γίνεται εμφανής μόλις ο Foucault περιγράφει μια μετατόπιση στην κατανόηση του πολέμου κατά το 17ο αιώνα: από πόλεμο εναντίον μιας αντιπροσώπευσης της εξουσίας (συνήθως ένα βασιλιά) σε πόλεμο εναντίον «κουλτούρας» ή «πολιτισμού»:

«Από τον 17ο αιώνα και μετά, … η ιδέα πως ο πόλεμος είναι το αναπόδραστο πλαίσιο της ιστορίας παίρνει μια ιδιαίτερη μορφή: Ο πόλεμος που συνεχίζεται  κάτω από τη τάξη και την ειρήνη, το πόλεμο που υποσκάπτει την κοινωνία μας και τον χωρίζει σε ένα δυικό μοντέλο, είναι ουσιαστικά, ένας φυλετικός πόλεμος…. Είναι αυτή η ιδέα πως αυτή η σύγκρουση μεταξύ δύο φυλών διατρέχει την κοινωνία από πάνω ως κάτω, που βλέπουμε να μορφοποιείται ήδη από το 17ο αιώνα»

Η χρήση του όρου φυλή από τον Foucault σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να είναι αμφιλεγόμενη. Ωστόσο, αυτό που εννοεί μοιάζει ακριβές: δηλαδή πως – αντί του πολέμου που διεξάγεται μεταξύ δυο (οικονομικά ορισμένων) τάξεων – ο αποφασιστικός πόλεμος είναι εκείνος που διεξάγεται μεταξύ  δυο κατηγοριών («φυλών») ανθρώπων που ορίζονται ως «πολιτισμένοι» και «άγριοι». Δεν είναι τυχαίο πως αυτή η μετατόπιση στο λόγο έχει συσχετίζεται με την εμφάνιση του ευρωπαϊκού αποικιοκρατικού εγχειρήματος. Συγκεκριμένοι άνθρωποι έπρεπε να «απανθρωποιηθούν». Αυτό σήμαινε πως μη Ευρωπαίοι όπως και οι Ευρωπαίοι  έπεφταν εκτός των νορμών των δικών τους κοινωνιών. Όπως αναφέρει ο Rediker, οι πειρατές είχαν «αποκηρυχθεί… ως θαλάσσια τέρατα, βάναυσα κτήνη, και μια πολυκέφαλη ύδρα – όλοι πλάσματα που… ζούσαν έξω από τα όρια της ανθρώπινης κοινωνίας». Αντίθετα, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, κάποιος θα ίσως να αποκαλούσε τους πειρατές «τέρατα με ανθρώπινη μορφή» ή «ένα παράξενο μίγμα ανθρώπινων σκουπιδιών».

Η πειρατεία συνδέονταν πάντοτε με το πόλεμο. Η συχνότητα της αναφοράς στο πόλεμο ανταγωνίζεται εκείνων των αναφορών στην αναρχία. Η πιο διάσημη είναι η επαναλαμβανόμενη αναφορά του καπετάνιου Johnson πως οι πειρατές  είχαν κηρύξει πόλεμο εναντίον ολόκληρου του κόσμου. Από τότε, οι ιστορικοί έχουν γράψει «τις τελευταίες μάχες του πολέμου των πειρατών εναντίον του κόσμου», μοιραζόμενοι την παρατήρηση πως «πολλοί αντιλαμβάνονταν την πειρατεία ως μια δραστηριότητα παρόμοια με πόλεμο», ή, όπως ο Peter Earle, αφιέρωσαν τα βιβλία τους στο ζήτημα (στην συγκεκριμένη περίπτωση The Pirate Wars).

Το γαλλικό φιλοσοφικό-ψυχαναλυτικό δίδυμο των Gilles Deleuze και Félix Guattari εισήγαγαν την έννοια της νομαδικής πολεμικής μηχανής στο βιβλίο του Χίλια Πλατώματα το 1980. Για αυτούς, η «πολεμική μηχανή είναι σαν την αναγκαία συνέπεια της νομαδικής οργάνωσης». Είναι «εξωτερική προς το μηχανισμό του Κράτους». Αυτό που είναι σημαντικό στην θεωρία τους είναι πως «η πολεμική μηχανή έχει μια ιδιαίτερα μεταβλητή σχέση με τον ίδιο το πόλεμο». Δεν έχει «στη πράξη το πόλεμο ως βασικό της αντικείμενο, αλλά ως δευτερεύοντα, συμπληρωματικό, με την έννοια που καθορίζεται  με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστρέψει το Κράτος-μορφή ή την πόλη-μορφή με την οποία συγκρούεται». Είναι μόνο όταν το κράτος  «οικειοποιείται την πολεμική μηχανή» που παίρνει «το πόλεμο ως το άμεσο και βασικό της αντικείμενο» και πως «ο πόλεμος υποτάσσεται στους στόχους του Κράτους». Στο βαθμό που η πολεμική μηχανή είναι στα χέρια των νομάδων, «έχει ως αντικείμενο της όχι το πόλεμο, αλλά η ιχνηλάτηση μια δημιουργικής γραμμής φυγής, την σύνθεση ενός ομαλού χώρου και της κίνησης των ανθρώπων σε αυτό το χώρο».

Αυτή η τελευταία πτυχή εξηγεί την σύνδεση της έννοιας με την χρυσή εποχή της πειρατείας. Στην ορολογία των Deleuze και Guattari, η χρυσή εποχή της πειρατείας αποτελούσαν μια νομαδική πολεμική μηχανή ως μια αναπόφευκτη πτυχή της πάλης τους για ελευθερία από το κράτος και την καπιταλιστική καταπίεση. Η «δημιουργική γραμμή φυγής», η «σύνθεση ενός ομαλού χώρου» και η «κίνηση των ανθρώπων μέσα σε αυτό το χώρο» ήταν όλα κυριολεκτικές πτυχές της πειρατικής ύπαρξης  στη διάρκεια της χρυσής εποχής. Η πολεμική τους μηχανή  δεν σκόπευε την ίδρυση ολοκληρωτικών τάξεων – σκόπευε να καταστρέψει το κράτος και τα τσιράκια του. Υπό την έννοια αυτή το παρακάτω ακούγεται αρκετά αληθινό:

«Κάθε φορά που υπάρχει μια επιχείρηση ενάντια στο Κράτος – ανυπακοή, εξέγερση, ανταρτοπόλεμος ή επανάσταση ως πράξη – μπορεί να ειπωθεί πως μια πολεμική μηχανή έχει αναγεννηθεί, πως μια νέα νομαδική πιθανότητα έχει εμφανιστεί, συνοδευόμενη από την ανασύνθεση ενός ομαλού χώρου ή ενός τρόπου ύπαρξης στο χώρο σα να ήταν ομαλός…. Είναι με αυτή την έννοια που η απάντηση του Κράτους ενάντια σε ότι απειλεί να κινηθεί πέρα από αυτό είναι να χαράσσει το χώρο».

Ακόμη και αν η πολεμική μηχανή «δεν έχει στη πράξη το πόλεμο ως βασικό της αντικείμενο, ο πόλεμος των πειρατών ήταν κάτι παραπάνω από «μεταφορικός» ή «συμβολικός». Αν και η βία των πειρατών της Καραϊβικής μάλλον έχει μεγεθυνθεί υπερβολικά για διάφορους ιστορικούς λόγους, δεν ήταν όμως και χίπιδες που μάζευαν λουλούδια. Ο Stephen Snelders είναι ένας από τους πολλούς συγγραφείς που επιβεβαιώνει πως οι πειρατές «πρόσεχαν μόνο τα πιο πολύτιμα πράγματα και εργαλεία τους, τα όπλα τους και τα σπαθιά τους». Ο Angus Konstam συνέταξε  μια εντυπωσιακή επισκόπηση των όπλων  που χρησιμοποιούσαν οι πειρατές, και υπάρχουν ιστορίες για συμμετοχή στη μάχη ως τελετή μύησης πειρατών. Ο Marcus Rediker, για παράδειγμα, μας λέει πως «ο πειρατής καπετάνιος Thomas Cocklyn πίστευε προφανώς πως οι ‘νέο-στρατολογημένοι άνδρες’ δεν ήταν πραγματικά κομμάτι της πειρατικής κοινότητας μέχρι να βρεθούν σε πολεμική δράση».

Αν δεχτούμε την έννοια της νομαδικής πολεμικής μηχανής και την εφαρμογή της στην αντι-κρατική παράδοση που ανέπτυξαν οι πειρατές της Καραϊβικής και που άνθησε μέχρι την χρυσή εποχή της πειρατείας, και αν δεχτούμε τα συμπεράσματα του Pierre Clastres, τότε η ετοιμότητα των πειρατών να πάνε σε πόλεμο δείχνει ένα αναγκαίο και αποτελεσματικό μέσο για την αποτροπή του να βρεθούν κάτω από την βάναυση εξουσία του κράτους, καθώς «ο Clastres [αναγνωρίζει] το πόλεμο στις πρωτόγονες κοινωνίες ως τον ασφαλέστερο μηχανισμό προσανατολισμένου εναντίον του σχηματισμού του Κράτους: ο πόλεμος συντηρεί τη διασπορά και την οριοθέτηση των ομάδων, και ο ίδιος ο πολεμιστής πιάνεται στην συσσώρευση κατορθωμάτων, μια διαδικασία που τον οδηγεί στην μοναξιά και σε ένα γεμάτο κύρος θάνατο, αλλά δίχως εξουσία».

Μια πτυχή της ανάλυσης των Deleuze και Guattari που έχει ιδιαίτερη σημασία για τους πειρατές της Καραϊβικής είναι η προσαρμογή της πολεμικής μηχανής από το κράτος. Αυτό για δυο λόγους. Πρώτα, η νομαδική πολεμική μηχανή που δημιουργήθηκε από τους πειρατές την κατέληξε οικειοποιημένη για τους σκοπούς του κράτους  κάθε φορά που στέλνονταν ως κουρσάροι για να ενισχύσουν  το αποικιοκρατικό εγχείρημα και την διακρατική αντιπαλότητα. Αυτό οδήγησε τον Alexander Winston να συμπεράνει στο βιβλίο του γύρω από τους κουρσάρους με τη προφητική φράση: «Αν οι κουρσάροι γίνουν αναγκαίοι ποτέ, θα τους φέρουν πίσω». Δεύτερο, οι πολεμικές μηχανές που δημιουργήθηκαν από το κράτος έγιναν ανεξέλεγκτα «νομαδικές» μόλις εξυπηρέτησαν το σκοπό τους και εγκαταλείφθηκαν από το κράτος. Το τελευταίο έχει τρομερή σημασία για την ιστορία της Καραϊβικής. Υπάρχει μεγάλη αλήθεια στην απλή παρατήρηση της Janice E. Thomson πως «η πρακτική του κουρσέματος γέννησε το πρόβλημα της πειρατείας». Αυτό επιβεβαιώνεται από σκέψεις που εκφράζονται σε πηγές της εποχής. Ο Καπετάνιος Johnson έθεσε το πρόβλημα με τον ακόλουθο τρόπο:

«Και όμως η παρατήρηση είναι σωστή, για πολλούς άνεργους ανθρώπους  που δουλεύουν ως κουρσάροι για χάρη των λάφυρων και του πλούτου, που πάντοτε ξοδεύουν μόλις τα αποκτήσουν, όταν ο πόλεμος τελειώσει και δεν υπάρχει άλλη δουλειά στο τρόπο ζωής που έχουν μάθει, με μεγάλη προθυμία συμμετέχουν σε πράξεις πειρατείας· που όντας η ίδια πρακτική δίχως εντολή, δύσκολα κάνουν διάκριση μεταξύ της νομιμότητας της μιας, και της παρανομίας της άλλης».

Ο Edmund Dummer, που λειτουργούσε μια υπηρεσία ταχυδρομείου στη Καραϊβική αμέσως μετά το ξέσπασμα του Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής, σημείωσε  πως «είναι γνώμη όλων πως αυτό το καταραμένο επάγγελμα θα γεννήσει τόσους πολλούς πειρατές που, όταν έρθει η ειρήνη, θα διατρέχουμε μεγαλύτερο κίνδυνο από αυτούς από ότι τώρα από τους εχθρούς». Σύμφωνα με τον Philip Gosse είναι ακριβώς αυτό που έγινε όταν τελείωσε ο πόλεμο το 1713:

«Χιλιάδες κουρσάροι βρέθηκαν δίχως δουλειά, και δεν υπήρχε αρκετή εμπορική ναυτιλία για να δώσει έντιμη δουλειά σε όλα τα πληρώματα. Κάποιοι άνδρες αναμφίβολα εγκαταστάθηκαν στην ακτή σε μια ή άλλη μορφή δουλειάς, αλλά εκατοντάδες από τους σκληρότερους ήταν ακόμη δίχως τρόπο να βγάλουν τα προς το ζην. Η συνέπεια ήταν πως αυτοί δημιούργησαν εταιρείες και βγήκαν στη θάλασσα όπως πριν, αλλά τώρα δίχως εντολή. Για τέτοιους απελπισμένους άνδρες τίποτα δεν ήταν λάθος, και στα αλήθεια είχε ειπωθεί πως είχαν ‘κηρύξει πόλεμο σε όλα τα έθνη’».

Αυτό, δίχως αμφιβολία, συνέβαλε αποφασιστικά στο να φτάσει στο ζενίθ της η χρυσή εποχή της πειρατείας πολύ σύντομα μετά από αυτό.

Οι σύγχρονες ομοιότητες είναι εντυπωσιακές. Από εκπαιδευμένους και στηριζόμενους από τις ΗΠΑ «Ισλαμιστές φονταμενταλιστές» που στράφηκαν εναντίον των πρώην δασκάλων τους, ως Λατινοαμερικάνους κόντρας που συνεχίζουν τις εκστρατείες τρόμου τους παρά το ότι η απασχόληση από ομάδες πολιτικών συμφερόντων έληξε, σε πολιτοφυλακές που σχηματίστηκαν από τα απομεινάρια πρώην κρατικών σοσιαλιστικών υπηρεσιών ασφαλείας, σε κρατικά υποστηριζόμενους τζαντζαγουίντ στη  περιοχή Νταρφούρ του Σουδάν, ως τους χιλιάδες αντάρτες που έγιναν ληστές σε όλο το κόσμο – το να δημιουργεί τους δικούς του χειρότερους εχθρούς το κράτος είναι επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Ο λόγος είναι πως βασίζεται σε μια βία που δεν μπορεί να ελέγξει πάντοτε. Αυτό, ξανά, μας υπενθυμίζει το πειρατή ως πολιτικά αμφίσημη μορφή: ενώ όλοι οι αναφερμένοι αποστάτες μπορούν πιθανώς να μετατραπούν σε μαχητές ελευθερίας, μπορούν επίσης να μετατραπούν σε ψυχρούς εκτελεστές. Δεν είναι πάντα ξεκάθαρο που σε αυτό το φάσμα μπορούμε να τοποθετήσουμε τη χρυσή εποχή της πειρατείας.

πηγη:https://geniusloci2017.wordpress.com

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου