Απόσπασμα από το βιβλίο The Monster at Our Door: The Global Threat of Avian Flu (The New Press, 2005). Ο Mike Davis (1946-2022) ήταν συγγραφέας, κοινωνιολόγος, ιστορικός και πολιτικός ακτιβιστής.

Δημοσιεύθηκε την 22 Ιανουαρίου, 2023
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας




Σε μια εποχή λοιμού, όπως η πανδημία της γρίπης που πήρε τον μικρό αδερφό της μητέρας μου μαζί με άλλους 40 με 100 εκατομμύρια ανθρώπους το 1918, είναι δύσκολο να συγκρατήσεις μια καθαρή εικόνα του ατομικού πόνου. Μεγάλες επιδημίες, όπως οι παγκόσμιοι πόλεμοι και λιμοί, κάνουν τόσο μαζικό το θάνατο όσο ζητήματα επιβίωσης του είδους πέρα από την συναισθηματική αντίληψη μας. Οι πληττώμενοι, κατά συνέπεια, πεθαίνουν δύο φορές: οι σωματικές τους αγωνίες διπλασιάζονται από το βύθισμα των προσωπικοτήτων τους στα σκοτεινά νερά της μεγατραγωδίας. Όπως αναφέρει ο Camus, «ένας νεκρός άνθρωπος δεν έχει ουσία εκτός και αν κάποιος τον έχει δει νεκρό· εκατό εκατομμύρια πτώματα μεταφέρονται μέσα από την ιστορία δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα σύννεφο καπνού στη φαντασία». Κανείς δεν θρηνεί ένα πλήθος ή κλαίει στο τάφο μιας αφαίρεσης. Αντίθετα με ορισμένα άλλα κοινωνικά ζώα, δεν έχουμε ένστικτο συλλογικής θλίψης ή βιολογική αλληλεγγύη που προκαλείται αυτόματα από την καταστροφή του είδους μας. Πραγματικά, στα χειρότερα μας βρίσκουμε μια διεστραμμένη, συχνά ελκυστική έλξη στους Μαύρους Θανάτους, στα τσουνάμι, τις σφαγές, και στους ουρανοξύστες που καταρρέουν. Για να θρηνήσουμε για ένα κατακλυσμό, πρέπει πρώτο να τον προσωποποιήσουμε. Η Τελική Λύση, για παράδειγμα, δεν έχει βαθύτερο εσωτερικό αντίκτυπο μέχρι να διαβάσει το Ημερολόγιο της Άννα Φρανκ ή δει τα θλιβερά αντικείμενα στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος. Τότε είναι πιθανό να κλάψει.

Η απειλή της γρίπης των πτηνών (ΓΠ) – ένας λοιμός υπό εξέλιξη που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) φοβάται πως θα μπορούσε να σκοτώσει ως 100 εκατομμύρια ανθρώπους τα επόμενα λίγα χρόνια – παρουσιάζεται ίσως πιο συγκινητικά μέσα από την ιστορία της Pranee Thongchan και της κόρης της  Sakuntala. Πράγματι, η εικόνα της ετοιμοθάνατης εντεκάχρονης που την κρατά τρυφερά στην αγκαλιά της η νεαρή μητέρα ήταν η pieta (πιετά) που έδωσε βαθύτερο νόημα στη συγγραφή αυτού του βιβλίου, που μιλά για την αποτυχία της κυβέρνησης μας και άλλων να προστατέψουν το κόσμο από τον άμεσο κίνδυνο ενός σχεδόν απίστευτα επικίνδυνου ξεσπάσματος γρίπης. Η προσωπική και στενάχωρη κλίμακα αυτής της τραγωδίας μητέρας-κόρης είναι ακριβώς αυτό που θα χαθεί αν η ΓΠ, όπως προβλέπουν τόσοι πολλοί, γίνει η επόμενη μεγάλη καταστροφή της παγκοσμιοποίησης, μετά την εμφάνιση του HIV/AIDS.

Το Μπαν Σρίσομπουν είναι ένα χωριό τετρακοσίων σπιτιών στη Ταϊλάνδη, στη βόρεια περιφέρεια του Καμπφαένγκ Φετ, μιας ευχάριστης, ήρεμης περιοχής που οι παρηκμασμένοι ναοί και παλάτια της ελκύουν ελάχιστους τουρίστες αλλά που είναι διάσημη σε ολόκληρη τη χώρα για τις διάσημες μπανάνες της. Όπως και οι άλλοι Ταϊλανδοί της υπαίθρου σε άλλες περιοχές, οι άνθρωποι του Μπαν Σρισομπούν ασχολούνται με κοτόπουλα. Εκτρέφουν ελευθέρας βοσκής κοτόπουλα για εισόδημα σε μετρητά, μετά επενδύουν το εισόδημα τους σε κόκορες για κοκορομαχίες που είναι εθνική εμμονή. Στα τέλη του Αυγούστου του 2004 ωστόσο, τα κοτόπουλα άρχισαν να πεθαίνουν μυστηριωδώς σε όλο το χωριό, όπως και τα ποντίκια στο Οράν στις πρώτες σελίδες της Πανούκλας. Αντίθετα από τους άτυχους colons (άποικους) στο διάσημο μυθιστόρημα του Camus, ωστόσο, οι αγρότες του Μπαν Σρισομπούν αναγνώρισαν πως τα νεκρά κοτόπουλα ήταν προμήνυμα της ΓΠ που απλώνονταν κακόβουλα στην Ταϊλάνδη από τον Νοέμβριο του 2003.

Έχοντας λάβει την γενετική πινακίδα «Η5Ν1» από τους ιολόγους, αυτός ο υπότυπος της γρίπης αναγνωρίστηκε αρχικά στο Χονγκ Κονγκ το 1997 όταν μεταπήδησε από υδρόβια πουλιά στον άνθρωπο, σκοτώνοντας έξι από τα δεκαοχτώ θύματα του. Μια απελπισμένη μείωση του πληθυσμού όλων των πουλερικών στη πόλη περιόρισε το πρώτο ξέσπασμα, αλλά ο ιός απλά πέρασε σε αδράνεια, πιθανότερα στο «σιωπηλό αποθετήριο» των οικόσιτων παπιών. Το 2003, έκανε ξαφνικά ην επανεμφάνιση του σε μια επική κλίμακα σε ολόκληρη την Κίνα και Νοτιοανατολική Ασία. Οι ερευνητές τρομοκρατήθηκαν ανακαλύπτοντας πως ο Η5Ν1 – όπως το μικρόβιο του ολέθρου στο παλιό θρίλερ του Michael Chricton, Το Στέλεχος της Ανδρομέδας – γίνονταν «προοδευτικά όλο και πιο παθογενές» και στα κοτόπουλα και στους ανθρώπους. Στους πρώτους τρεις μήνες του 2004, καθώς νέες ανθρώπινες απώλειες αναφέρονταν απότ ο Βιετνάμ και τη Ταϊλάνδη, περισσότερα από 120 εκατομμύρια κότες και πάπιες καταστράφηκαν σε μια μαζική διεθνή προσπάθεια να δημιουργηθεί μια αντιπυρική ζώνη γύρω από το ξέσπασμα. Τα περισσότερα από τα σφαγιασμένα πουλερικά ανήκαν σε μικρούς αγρότες ή συμβολαιακούς παραγωγούς που συχνά καταστρέφονταν από τις απώλειες. Η ύπαιθρος της Νοτιοανατολικής Ασίας, κατά συνέπεια, ήταν γεμάτη με φόβο και πικρία.

Οι αρχηγοί των οικογενειών του Μπαν Σρισομπούν αντιμετώπισαν έτσι ένα επώδυνο δίλημμα. Από την μια, γνώριζαν πως η ασθένεια ήταν πραγματικά επικίνδυνη για τα παιδιά τους και πως ήταν νομικά υποχρεωμένοι να καλέσουν τις αρχές. Από την άλλη, ήξεραν επίσης πως η κυβέρνηση θα σκότωνε δίχως σκέψη τα κοτόπουλά τους, ανάμεσα τους και τους πολύτιμους κόκορες μάχης. Η επίσημη αποζημίωση ήταν μόλις 20 μπαχτ ανά πουλί (περίπου 50 σεντς), αλλά οι κόκορες άξιζαν μέχρι και 10000 μπαχτ – σε κάποιες περιπτώσεις ήταν ο βασικός πλούτος μιας οικογένειας.

Εφημερίδες της Μανκόνγκ ανέφεραν διαφορετικές εκδοχές του πως το χωιό έλυσε αυτή την αντίφαση. Σε μια εκδοχή, το χωριό αποφάσισε να κρύψει το ξέσπασμα και να ελπίζει για το καλύτερο. Σε μια άλλη, προειδοποίησαν δυο φορές το Υπουργείο Γεωργίας πως παράδοξος αριθμός  κοτόπουλων πέθαινε, αλλά οι αρμόδιοι δεν διερεύνησαν  το χωριό. Σε κάθε περίπτωση ο θείος της Sakuntala, Somsak Laemphakwan, ανέφερε αργότερα στους δημοσιογράφους πως έσκαψες βαθιούς λάκκους για να εξασφαλίσει πως τα νεκρά πουλιά του δεν θα διέδιδαν την μόλυνση τους.  Παρά την πρόληψη αυτή, η ανιψιά του, που όπως άλλα παιδιά του χωριού είχαν καθημερινή επαφή με τα πουλιά, εμφάνισε σύντομα ένα ύποπτο στομαχόπονο και πυρετό. Ο Somsak την πήγε σε μια κοντινή κλινική, αλλά η νοσοκόμα υποβάθμισε την ασθένεια της ως ένα άσχημο κρυολόγημα. Πέντε μέρες αργότερα ωστόσο, η Sakuntala άρχισε να κάνει εμετό αίμα, και μπήκε εσπευσμένα στο περιφερειακό νοσοκομείο στη πόλη της Καμπφαενγκ Φετ (πληθυσμός 25000). Όταν άρχισε να χειροτερεύει, η θεία της, Pranom Thongchan, κάλεσε τη μητέρ της Sakuntala, που εργάζονταν σε ένα εργοστάσιο ρούχων κοντά στη Μπανγκόκ, και της είπε να έρθει στο σπίτι γρήγορα.

Η Pranee τρομοκρατήθηκε ανακαλύπτοντας πως η κόρη της ήταν στο τελικό στάδιο μιας ιογενούς πνευμονίας: βγάζοντας αίμα με τον βήχα και παλεύοντας να αναπνεύσει (η πνευμονία σκοτώνει με αργή ασφυξία). Σε όλη τη διάρκεια της τελευταίας νύχτας, σύμφωνα με τις νοσοκόμες, κρατούσε τη κόρη της, φιλώντας και χαϊδεύοντας την, ψιθυρίζοντας γλυκόλογα· τέτοια αγάπη, ελπίζει κανείς, θα είχε ελαφρύνει κάποιο από το τρόμο και το πόνο του μικρού κοριτσιού. (Οι μαρτυρίες ήταν ιδιαίτερα οδυνηρές για εμένα καθώς θύμιζαν τις διηγήσεις της μητέρας μου – ήταν οκτώ το 1918 – για το θάνατο του αδερφού της που ήταν βρέφος στα χέρια της μητριάς της).

Το νοσοκομείο ανέφερε το θάνατο της Sakuntala ως «δάγγειο πυρετό» και αποτεφρώθηκε πριν κανείς μπορέσει να πάρει δείγμα ιστών. Στη κηδεία, η Pranee παραπονέθηκε για πόνους στους μυες και ξαφνική εξάντληση, και η οικογένεια της την πήγε στην ίδια κλινική που είχε κάνει λάθος διάγνωση της κρίσιμης κατάστασης της κόρης της ως κρυολόγημα. Σε μια τρομερή επανάληψη της προηγούμενης ανικανότητας, η Pranee καθησυχάστηκε πως υπέφερε από θλίψη και κούραση. Επέστρεψε στη δουλειά της στο εργοστάσιο, σύντομα όμως κατέρρευσε και εισάχθηκε αμέσως σε ένα νοσοκομείο όπου πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου, δύο εβδομάδες μετά τη κόρη της. ήταν μόλις είκοσι έξι ετών.

Ενώ η οι αξιωματούχοι της δημόσιας υγείας περίμεναν την έκθεση της αυτοψίας στην Pranee, η αδερφή της, Pranom, βρίσκονταν σε ιατρική απομόνωση με παρόμοια συμπτώματα. Ευτυχώς, οι γιατροί τώρα υποπτεύονταν ΓΠ και χορήγησαν γρήγορα μια αγωγή με οσελταμιβίρη (Tamiflu), ένα πανίσχυρο αντιικό που, αν χορηγηθεί έγκαιρα, έχει αποδειχτεί μοναδικά αποτελεσματικό απέναντι στα πιο φονικά στελέχη της γρίπης. Ενώ η Pranom ανέκαμπτε, ομάδες ανδρών που φορούσαν μάσκες και λευκές στολές βιοασφάλειας έμπαιναν νευρικά στο Μπαν Σρισομπούν, πλέον «κόκκινη ζώνη» για να σκοτώσουν, να συλλέξουν και να θάψουν όλα τα πουλιά που είχαν απομείνει. Άλλες ομάδες με λαστιχιένες μπότες και αδιάβροχα ψέχαζαν αντισηπτικό πάνω «στα πάντα, από φορτηγάκια γεμάτα με με μαθητές μέχρι τρίκυκλα τρακτέρ». Σε μια ατμόσφαιρα πανικού σχεδόν, οι χωρικοί απέφευγαν τους γείτονες τους αλλά, στο πρώτο σημείο βήχα ή συναχιού, έτρεχαν στα επείγοντα του περιφερειακού νοσοκομείου, τρομοκρατημένοι πως είχαν κολλήσει την αρρώστια των πουλιών. Άλλοι παρακαλούσαν τοπικούς μοναχούς να εξορκίσουν το κακόβουλο πνεύμα που, σα να ήταν από τη φαντασία του Stephen King, είχε πέσει στο ήσυχο χωριό τους.

Οι φόβοι τους  δεν ήταν παράλογοι: στις 28 Σεπτεμβρίου, ο ΠΟΥ ανακοίνωσε πως η Pranee είχε κολλήσει απευθείας από την Sakuntala, αποτελώντας την πρώτη μετάδοση ΓΠ από άνθρωπο σε άνθρωπο από την εμφάνιση του παρόντος μολυσματικού υποτύπου το 1997. Αν και ο ΠΟΥ και η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης προσπάθησαν να υποβαθμίσουν την σημασία του θανάτου της Pranee – «ένα ιικό αδιέξοδο» σύμφωνα με τα λόγια ενός αξιωματούχου – οι ερευνητές της γρίπης ήξεραν πως η ανακοίνωση άξιζε τα πρωτοσέλιδα  και το συναγερμό που προκάλεσε σε όλο το κόσμο. Αν ο ιός των πτηνών είχε αποκτήσει τα ενεργά γονίδια από ένα ανθρώπινο στέλεχος γρίπης, τότε η Pranee μπορεί να ήταν μόνο η πρώτη από εκατομμύρια νέα θύματα ενός λοιμού που στη τωρινή του ενσάρκωση (μετάδοση από πτηνά στον άνθρωπο) σκότωνε τα δυο τρίτα εκείνων που μόλυνε.

Στη περίπτωση αυτή, ο ιός δεν είχε μεταλλαχθεί, σημαίνοντας πως η Pranee τον είχε κολλήσει μόνο εξαιτίας της παρατεταμένης επαφής της με τα σωματικά υγρά της κόρης της. Όμως, όπως τόνισαν οι κορυφαίοι ερευνητές, «αυτό δεν πρέπει να αποτελέσει δικαιολογία για εφησυχασμό»· «η μετάδοση από πρόσωπο σε πρόσωπο ενός από τα πιο θανάσιμα παθογόνα στο σύγχρονο κόσμο θα πρέπει να λειτουργεί ως υπενθύμιση μιας επείγουσας ανάγκης για την προετοιμασία για μια μελλοντική πανδημία γρίπης».

Η ουσία της απειλής της ΓΠ, όπως θα δούμε, είναι εκείνη μιας μεταλλαγμένης γρίπης εφιαλτικής μεταδοτικότητας – εξελιγμένης και πλέον εδραιωμένης στα οικολογικά όρια που δημιουργήθηκαν πρόσφατα από τον παγκόσμιο οικο-καπιταλισμό – αναζητά το ένα δυο νέα γονίδια που θα της επιτρέψουν να ταξιδέψει με ταχύτητα πανδημίας μέσα από μια πυκνά αστικοποιημένη και κυρίως φτωχή ανθρωπότητα. Αυτό είναι ένα πεπρωμένο, επιπλέον, που σε γενικές γραμμές επιβάλαμε στη γρίπη. Τα ανθρώπινης προέλευσης περιβαλλοντικά σοκ – διεθνής τουρισμός, καταστροφή υγρότοπων, μια εταιρική «Κτηνοτροφική Επανάσταση», και η αστικοποίηση του Τρίτου Κόσμου με τη συνοδευτική ανάπτυξη γιγαντιαίων παραγκουπόλεων – είναι υπεύθυνα  για την μετατροπή εκπληκτικής δαρβινικής μεταβλητότητας της γρίπης σε μια από τις πιο επικίνδυνες βιολογικές δυνάμεις στον πολιορκημένο μας πλανήτη. Παρόμοια, η ευπάθεια μας σε αυτή και την άλλη αναδυόμενη ασθένεια έχει διαμορφωθεί από την συγκεντρωμένη αστική ανέχεια, την αμέλεια ανάπτυξης εμβολίων από μια φαρμακευτική βιομηχανία που βρίσκει τις μολυσματικές νόσους «μη επικερδείς», και η υποβάθμιση, ακόμη και παρακμή, των υποδομών δημόσιας υγείας σε κάποιες πλούσιες αλλά και σε φτωχές χώρες. Το κακό που επισκέφτηκε το Μπαν Σρισομπούν, με άλλα λόγια, δεν ήταν κάποια αρχαία πανούκλα που ξύπνησε από την νάρκη της, αν μπορεί να υπάρξει τέτοια ανεξάρτητα από την ιστορική περίσταση, αλλά μια νέα μορφή στην δημιουργία της οποίας παρεμβήκαμε άθελα μας αλλά αποφασιστικά. Και αυτό, όπως ορκίζονται οι χωρικοί στο Μπαν Σρισομποούν, είναι σίγουρα ένα «σημάδι».

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com