Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την ένωση τριών άρθρων που δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση Journal of Analytical Psychology 37-38. Ο Andrew Samuels είναι ακαδημαϊκός, ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας.

Δημοσιεύθηκε την 1 Φεβρουαρίου, 2022

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Ι

Εισαγωγή

Στο άρθρο αυτό προσπαθώ να δείξω πως ήταν η προσπάθεια του Jung να ιδρύσει μια ψυχολογία των εθνών που τον έθεσε στο ίδιο πλαίσιο με την ναζιστική αντισημιτική ιδεολογία. Επιπλέον ο Jung ήταν αφοσιωμένος στο ερώτημα της ηγεσίας. Εξερευνώντας αυτές τις ιδέες όσο πιο προσεκτικά γίνεται οδηγεί σε μια επανεκτίμηση με θετικούς όρους αυτού που ο Jung προσπαθούσε να κάνει. Επιπλέον, μια τέτοιου είδους διερεύνηση είναι η ίδια μια αναγκαία πράξη αποκατάστασης

Για την μη ανάλυση του Jung

Κάποιοι αναγνώστες μπορεί να απογοητευθούν που σπάνια αναφέρω την προσωπική ψυχολογία ή ψυχοθεραπεία του Jung – το πατρικό του σύμπλεγμα, τα σημάδια από την διαφωνία του με τον Freud, τα σκιώδη προβλήματα του, την ελβετική αστική νοοτροπία του, και ούτω καθεξής. Ούτε και δίνω ιδιαίτερο χώρο στις άφθονες προσωπικές μαρτυρίες που υπάρχουν, που σκοπό έχουν να δείξουν πως ο Jung δεν μπορεί να θεωρηθεί αντισημίτης, ή εκείνες τις μαρτυρίες που αποδεικνύουν το αντίθετο: πως είχε μια θετική στάση προς τους Εβραίους και βοήθησε πολλούς Εβραίους να αποκτήσουν μια σχέση με την εβραϊκότητα τους για πρώτη φορά.

Για λίγο ανησυχούσα πως αυτές οι παραλείψεις αθροίζονταν σε μια αποτυχία αίσθησης εκ μέρους μου. Προφανώς, δεν θεωρώ πως πρέπει να αγνοήσουμε πλήρως τις εμπειρίες του Jung και τις εμπειρίες από τον Jung, ξεχνώντας πως η απλή απάντηση μπορεί να είναι η καλύτερη. Και πράγματι στο 2ο μέρος του άρθρου αναλύω τον άνθρωπο Jung ως παράδειγμα ενός ηγέτη ή πιθανού ηγέτη. Σταδιακά όμως κατέληξα στο να δω πως η αποτυχία αίσθησης εντοπίζεται όταν η προσωπική διάσταση παίρνει μεγάλο βάρος ή χρησιμοποιείται για να κλείσει μια και καλή ένα άβολο ζήτημα. Ένα παρόμοιο επιχείρημα διατυπώθηκε από τον υπεύθυνο της Journal of Psychology and Judaism στην εισαγωγή ενός τεύχους που αποτελούνταν από δυο μεγάλα άρθρα πάνω στη ζήτημα του Jung, του αντισημιτισμού και των Ναζί. Έγραφε ο Bulka:

«Η επίλυση αυτής της σύγκρουσης είναι σημαντική, όχι μόνο για χάρη της ιστορικής καταγραφής ή για την καταδίκη ή απαλλαγή ενός ατόμου. Υπάρχουν πολύ σημαντικές προεκτάσεις, που σχετίζονται με το ρόλο και την υπευθυνότητα του επιστήμονα, σχετικούς πολιτικούς ρόλους, και επίσης με το ζήτημα των ερευνητών του Ιουδαϊσμού να μελετήσουν σοβαρά την αναλυτική ψυχολογία».

Είμαι σίγουρος πως δεν είμαι ο μόνος που έχω ανάμεικτα συναισθήματα σχετικά με την από απόσταση ανάλυση της εσωτερικής ζωής του Jung (τα όνειρά του, για παράδειγμα) που δεν ακολουθεί τον κανόνα της «εμπιστευτικότητας» ακόμη και στον ελάχιστο βαθμό. Ειλικρινά δαν αισθάνομαι πως αυτό το επίπεδο δεδομένων είναι το επικερδές. Μια δυσκολία με κάθε ψυχολογική ανάλυση του ανθρώπου Jung είναι πως ένα συμπέρασμα πως «το όλο πράγμα είναι πολύ περίπλοκο» μπορεί να είναι πάντα γνωστό εκ των προτέρων: ο Jung, κατά την ίδια τη παραδοχή του (σχετικά με την Υπ’ Αριθμό Ένα και Υπ’ Αριθμό Δυο προσωπικότητα), ήταν ένα υπερβολικά περίπλοκο άτομο που προκαλούσε εξίσου περίπλοκες αντιδράσεις. Έτσι για εμένα, η ανάλυση του Jung δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσει.

Ήταν ο Jung Αντισημίτης;

Επέλεξα να εντοπίσω την δική μου ανάλυση στο επίπεδο της ενδο-ομάδας όπου είναι εκεί που διαδραματίζεται το δράμα σχετικά με τον Jung, ένα δράμα που περιλαμβάνει Χριστιανούς όπως και Εβραίους, φροϋδικούς, γιουνγκιανούς και ναζί. Αυτό δεν αποτελεί από μόνο του μαγική λύση στις δυσκολίες που είναι έμφυτες στα θέματα μας. Αλλά φτάνει σε ένα βαθμό αποκατάστασης ενός σοβαρού προβλήματος με όσα έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα για τον Jung. Έχουμε ιστορία. Έχουμε υπεράσπιση. Έχουμε σχεδόν μισή ντουζίνα βιογραφίες του Jung. Έχουμε την πικρόχολη αλληλογραφία που εμφανίστηκε στους The New York Times το 1988. Έχουμε εκκλήσεις για μια φαντασιακή προσέγγιση. Αλλά δεν έχουμε ουσιαστικά καμιά ανάλυση, καμιά κριτική, αυτού του δράματος. Υπάρχει απλά ελάχιστος όγκος κριτικού έργου πάνω στη σχέση αυτού που είναι προβληματικό στα γραπτά του Jung με τα ευρύτερα πολιτισμικά προβλήματα του ναζισμού και του αντισημιτισμού.

Έτσι αντί να προσπαθήσω μια νέα ανάλυση του ανθρώπου Jung (για την οποία, δίχως να τον έχω συναντήσει, θεωρώ πως δεν έχω την παραμικρή ενδεικτική αφετηρία). Αναζήτησα μια νέα χρήση αυτών που έχω διαβάσει. Στο άρθρο αυτό, ρωτάω αν υπάρχει κάτι στην θεμελιώδη δομή της σκέψης του Jung σχετικά με τους Εβραίους, στην καρδιά ή την ουσία της, που έκανε τον αντισημιτισμό αναπόφευκτο. Όταν ο Jung γράφει για τους Εβραίους και την εβραϊκή ψυχολογία, υπάρχει κάτι στη γενικότερη στάση του που τον θέτει στο ίδιο κάδρο με τους ναζί, ακόμη και δεν φαίνεται να υπήρξε ενεργός συνεργάτης των ναζί; Υπάρχει κάτι για να ανησυχούμε;

Η σύντομη απάντηση μου, σε διάκριση από εκείνη πολλών ευρέως γνωστών γιουνγκιανών, είναι «ναι» και, όπως είπα, η ελπίδα μου είναι πως εξερευνώντας το ζήτημα όσο βαθιά μπορώ θα προκύψει ένα είδος επανόρθωσης. Έτσι θα υπάρχει η βάση από την οποία θα εξερευνήσουμε την πλήρη δυνατότητα αυτού που προσπαθούσε να κάνει ο Jung στα ψυχολογικά του κείμενα πάνω στη κουλτούρα στη δεκαετία του 1930.

Αρκετοί από εκείνους που με έχουν ακούσει να μιλώ πάνω στο ζήτημα έχουν σχολιάσει πως το ιδιαίτερο μίγμα πνεύματος και συναισθήματος, λογικής και εικόνας κάνει την δική μου συνεισφορά μεταμοντέρνα. Ίσως αυτή είναι μια συνέπεια της έκθεσης στη σκιά του μοντερνισμού, τα γεγονότα, τη γλώσσα και εικονογραφία της ναζιστικής περιόδου. Ως Εβραίος άνδρας, διαπίστωσα πως το να γράφω για τον Jung και τον αντισημιτισμό μετατράπηκε σε προσωπική οδύσσεια. Ξέρω πως, αν η πηγή ενός αστόχαστου σχολίου για τους Εβραίους είναι στα Άπαντα του C.G. Jung, η πιθανή συνέπεια της ιδέας που εκδηλώθηκε είναι το στρατόπεδο συγκέντρωσης και ο θάλαμος αερίων. Ο Εβραίος για τον οποίο γράφει ο Jung είναι συγγενής μου και μερικές φορές δεν αισθανόμαστε ευπρόσδεκτοι στη γειτονιά του Jung. Δεν είναι όμως ζήτημα στενοκεφαλιάς, και εμπλέκονται και άλλοι πέρα από Εβραίοι. Το 1946 το Φόρειν Όφις στο Λονδίνο παρουσίασε έγγραφα με τίτλο «Η υπόθεση του Δρ. Carl G. Jung – ψευδοεπιστήμονας επικουρικός Ναζί» μιλώντας για πιθανή δίκη ως εγκληματία πολέμου. Έχω δει αυτά τα έγγραφα, που δεν προκαλούν το ενδιαφέρον των δημόσιων υπαλλήλων που εμπλέκονται· η σημασία τους δεν βρίσκεται στο περιεχόμενο τους το οποίο είναι γνωστό, αλλά στο βαθμό πολιτικής οργής που κατόρθωσε να προκαλέσει ο Jung.

Τέλος πιστεύω πως οι πολλαπλές δυνάμεις και διακριτικότητες της αναλυτικής ψυχολογίας αγνοούνται. Αυτή η απώλεια προκύπτει όχι μόνο από την θεωρούμενη συνεργασία με τους Ναζί και τον αντισημιτισμό (που ο Jung αρνούνταν και τα δυο, αλλά και από αυτό που κάποιες φορές μπορεί να μοιάζει σαν μια ανικανότητα από πλευράς πολλών γιουνγκιανών να αντιδράσουν σε αυτές τις κατηγορίες με ένα ευφυή, ανθρώπινο και ειλικρινή τρόπο. Έτσι, η ψυχανάλυση και άλλες διανοητικές επιστήμες επιτρέπεται να συνεχίζουν να αγνοούν την πρωτοπόρα φύση των συνεισφορών του Jung και, έτσι, το έργο πολλών μετα-γιουνγκιανών ψυχολόγων. Από προσωπικές αλληλεπιδράσεις με ψυχαναλυτές από πολλές χώρες, μπορώ να βεβαιώσω το γεγονός του «αντισημιτισμού του Jung» παρουσιάζεται ως πρόβλημα.

Πρέπει να είμαστε αυτοστοχαστικοί και να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει. Γιατί καταναλώνεται τόση πολύ ενέργεια; Πρέπει να υπάρχει κάτι περισσότερο σε αυτό το ενδιαφέρον για τον Jung από κάτι που προκύπτει από τις πεντηκοστές επετείους διαφόρων γεγονότων του τελευταίου πολέμου. Υπάρχει ίσως, μια πτυχή σύγκρουσης γενεών στην αναζήτηση αυτή των πήλινων ποδιών, ίσως μια κληρονομιά της δεκαετίας του 1960 και της απόρριψης της κληρονομημένης σοφίας· ένα προϊόν αυτών των εξελίξεων στην πνευματική ζωή έχει προκαλέσει την παρακμή των μεγάλων θεωριών· την υπονόμευση της αρχιτεκτονικής μεταφοράς του μυαλού από τους αποδομιστές έτσι ώστε δεν υπάρχουν θεμέλια· τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο, κανένας δεν είναι πιο σπουδαίος από οποιονδήποτε άλλο. Η ικανοποίηση, σχεδόν μια ερωτική ικανοποίηση, όταν ένας ακόμη σημαντικός άνθρωπος αποκαθηλώνεται είναι σχεδόν ψηλαφητή. Αν και μια τέτοια προσωποποίηση και ψυχοβιογραφία μπορεί να μοιάζει αναπόφευκτη υπάρχει επίσης ένα μαζικό στοιχείο ψευδούς συνειδητότητας εκεί μέσα: ο ρόλος της κοινωνικής προόδου, η δυναμική των σχέσεων μεταξύ ομάδων, η καίρια επίπτωση της πολιτικής κατάστασης – όλα αυτά μπορούν να παρακαμφούν όταν λέμε ο Jung ήταν (ή δεν ήταν)φιλοναζιστής και αντισημίτης.

Γενικές Πληροφορίες

Καθώς αυτά που γράφω είναι κυρίως ψυχολογικά, ιδεολογικά, και κριτικά – όχι ιστορικά – μπορεί να βοηθήσει να αναφέρω μερικές γενικές πληροφορίες, τις οποίες θα αναλύσω σε όλη την έκταση του άρθρου, για εκείνους που δεν γνωρίζουν τις δραστηριότητες του Jung κατά τη δεκαετία του 1930. Θα προσπαθήσω να συνοψίσω επίσης, αν και δεν θα κρίνω στο σημείο αυτό, κάποιες από τις ιδέες του για την «εβραϊκή ψυχολογία». Αυτές οι δραστηριότητες και ιδέες έχουν υπάρξει το αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων από τη δεκαετία του 1930 ως τα σήμερα. Πρέπει να ειπωθεί πως μια οριστική αντικειμενική βάση για ξεκάθαρη άποψη είναι ιδιαίτερα δύσκολη, αν όχι αδύνατο να σχηματιστεί. Παρόλα αυτά, όταν μιλάω για το ζήτημα του Jung, του αντισημιτισμού και του ναζισμού, έχω συναντήσει ευρύτατη άγνοια, ακόμη και μεταξύ γιουνγκιανών αναλυτών, του τι ήταν αυτό που είπε και έκανε ο Jung που προκάλεσε τόσο μακροχρόνια κατακραυγή. Τα μη-γιουνγκιανά ακροατήρια, από την άλλη, συχνά μοιάζουν να «ξέρουν» πως ο Jung ήταν αντισημίτης, υποστηρικτής του Hitler, και ούτω καθεξής – αλλά δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για τις λεπτομέρειες.

Το 1933 ανέλαβε την προεδρία της Γενικής Ιατρικής Ένωσης της Ψυχιατρικής (ΓΙΕΨ). Αυτό ήταν ένα επαγγελματικό όργανο με μέλη από διάφορες χώρες, αλλά παρόλα αυτά με έδρα τη Γερμανία και υπέκυπτε στον έλεγχο των Ναζί. Ο Jung ισχυρίζονταν πως ανέλαβε την θέση με ξεκάθαρο στόχο να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των Εβραίων ψυχοθεραπευτών και τροποποίησε το καταστατικό της Ένωσης έτσι ώστε να γίνει πλήρως και επίσημα διεθνές (αργότερα «υπερεθνικό») όργανο. Η πρώην Γενική ένωση έγινε το γερμανικό εθνικό μέλος. Η συμμετοχή γίνονταν μέσω εθνικών ενώσεων με μια ειδική κατηγορία ατόμων μελών. Οι εβραίοι ήταν ήδη αποκλεισμένοι από την γερμανική εθνική ένωση και έτσι, υπό την νέα πρόβλεψη του Jung, μπορούσαν να ενταχθούν στην Ένωση μέσω συμμετοχής του εξατομικευμένου τμήματος. Ο Jung υποστήριζε πάντοτε πως τα κίνητρα του για την ανάληψη της προεδρίας ήταν η προστασία των Εβραίων συναδέλφων κατά αυτό το τρόπο και να κρατήσει την ψυχολογία ζωντανή στη Γερμανία. Τα βιβλία του Freud κάηκαν και «απαγορεύτηκε» το 1993.

Ο Jung επίσης έγινε υπεύθυνος έκδοσης της Zentralblatt für Psychotherapie, την επιστημονική επιθεώρηση της Ένωσης. Αποτελούσε μια από τις σημαντικότερες επιθεωρήσεις για τη ψυχοθεραπεία στη Κεντρική Ευρώπη. Ο Jung ανέφερε πως ήταν τυπικός ορισμός και πως ήταν γεωγραφικά μακριά από τα συντακτικά γραφεία. Δε γνώριζε πως φιλοναζιστικές θέσεις θα εισάγονταν για διανομή εκτός, αντί για εντός, Γερμανίας, από τον καθηγητή Göring (ξάδερφο του στρατάρχη) που είχε γίνει πρόεδρος του (κυρίαρχου) γερμανικού τμήματος.

Τα άρθρα του ίδιου του Jung στην Zentralblatt, αποσπάσματα εμφανίζονται παρακάτω, υπήρξαν επίσης βασικός λόγος γιατί κατηγορήθηκε για φιλοναζισμό και αντισημιτισμό.

Σύμφωνα με τον Goeffrey Cocks στο Psychotherapy In The Third Reich (1985), οι ιδέες του Jung είχαν «επίσημη έγκριση», επισκέφτηκε την Ναζιστική Γερμανία για να διδάξει σε δύο περιπτώσεις, και, ως αποτέλεσμα, «οι Γερμανοί ψυχοθεραπευτές έκαναν ότι μπορούσαν για να συνδέσουν το όνομα του Jung με τις δραστηριότητες τους». Το έργο του Jung αναφέρονταν από Γερμανούς ριζοσπάστες θεωρητικούς και εμφανίστηκε σε επίσημες ναζιστικές βιβλιογραφίες. Στη πράξη, μετά την αποκήρυξη του προς το Hitler και το ναζισμό το 1938-39, η ψυχολογία του Jung δεν έγινε ποτέ η κυρίαρχη σχολή υπό τους ναζί.

Σε μια συνέντευξη με το Radio Berlin το 1933, ο Jung σχολίασε «Όπως ανέφερε πρόσφατα ο Hitler, ο ηγέτης (Führer) πρέπει να να είναι σε θέση να είναι μόνος και να έχει το κουράγιο να τραβήξει το δρόμο του. Αν όμως δεν γνωρίζει τον εαυτό του, πως θα οδηγήσει άλλους; Για αυτό ο πραγματικός ηγέτης είναι πάντα εκείνος που έχει το κουράγιο να είναι ο εαυτός του, και μπορεί να κοιτάξει τους άλλους όχι μόνο στα μάτια αλλά πάνω από όλα τον ίδιο…. Κάθε κίνημα καταλήγει οργανικά σε ένα ηγέτη, που ενσαρκώνει σε όλο του το είναι το νόημα και το σκοπό του συγκεκριμένου κινήματος».

Στο άρθρο του «Η Κατάσταση της Ψυχοθεραπείας Σήμερα», που δημοσιεύτηκε στην Zentralblatt το 1934, ο Jung γράφει: «Ο Freud δεν κατανοεί την γερμανική ψυχή και ούτε και οι Γερμανοί οπαδοί του. Τους έχει διδάξει κάτι το τρομερό φαινόμενο του Εθνικοσοσιαλισμού, που το κοιτά με δέος όλος ο κόσμος; Που ήταν όλη αυτή η δίχως προηγούμενο ένταση και ενέργεια ενώ δεν υπήρχε ο Εθνικοσοσιαλισμός; Βαθιά στη γερμανική ψυχή, σε ένα λάκκο κάθε άλλο από ένας σκουπιδοτενεκές από ανεκπλήρωτες παιδιάστικες επιθυμίες και ανεπίλυτες οικογενειακές πικρίες».

Στην ίδια παράγραφο, ο Jung κάνει τα παρακάτω σχόλια σχετικά με τους Εβραίους: «Το ‘Άριο’ ασυνείδητο έχει υψηλότερες δυνατότητες από το εβραϊκό». Επίσης αναφέρει πως «Ο Εβραίος, που είναι κάτι σα νομάς, δεν έχει δημιουργήσει ποτέ μια πολιτισμική μορφή εντελώς δική του και από όσο μπορούμε να διακρίνουμε δε θα το κάνει ποτέ, καθώς όλα του ένστικτα και τα ταλέντα απαιτούν ένα περισσότερο ή λιγότερο πολιτισμένο έθνος για να δράσει ως ξενιστής για την ανάπτυξη τους και πως «Οι Εβραίοι έχουν αυτή την ιδιαιτερότητα κοινή με τις γυναίκες· με το να είναι σωματικά πιο αδύνατοι, πρέπει να στοχεύσουν στους αρμούς της πανοπλίας του αντιπάλου τους».

Τέλος, ο Jung προειδοποιεί εναντίον «της αδιάκριτης εφαρμογής εβραϊκών ταξινομήσεων στο γερμανικό και το σλαβικό χριστιανισμό». Λέει περίπου το ίδιο σε μια υποσημείωση στην έκδοση του 1935 στο Δυο Δοκίμια για την Αναλυτική Ψυχολογία: «Είναι εντελώς ασυγχώρητο λάθος η αποδοχή των συμπερασμάτων μιας εβραϊκής ψυχολογίας ως γενικά έγκυρα». Σε ένα ξεχωριστό άρθρο στην Zentralblatt που είχε γράψει το 1933 πως «οι διαφορές που πρακτικά υπάρχουν μεταξύ γερμανικής και εβραϊκής ψυχολογίας και που είναι από παλιά γνωστές σε κάθε άτομο με νοημοσύνη δεν πρέπει να αγνοούνται πλέον».

Σε μια επιστολή του στο μαθητή του Δρ. Kranefeldt το 1934, ο Jung έγραφε: «Όπως είναι γνωστό, κάποιος δεν μπορεί να κάνει τίποτα εναντίον της ηλιθιότητας, αλλά στη περίπτωση αυτή οι Άριοι λαοί μπορούν να δείξουν πως με τον Freud και τον Adler διακηρύσσονται δημόσια συγκεκριμένες εβραϊκές απόψεις που έχουν έναν ουσιαστικά διαβρωτικό χαρακτήρα. Αν η διακήρυξη αυτού του εβραϊκού ευαγγελίου είναι αποδεκτή από τη κυβέρνηση ας είναι. Διαφορετικά υπάρχει επίσης η πιθανότητα πως αυτό δεν είναι αποδεκτό από την κυβέρνηση».

Ο Jung δεν ήταν καινούριος στην φημολογία σχετικά με τους εβραίους. Το 1918 είχε γράψει πως ο Εβραίος «στερείται ιδιαίτερα της ιδιότητας που τον ριζώνει στη γη και του επιτρέπει να αντλεί νέα δύναμη από κάτω. Αυτή η χθόνια ιδιότητα βρίσκεται σε επικίνδυνες συγκεντρώσεις στους γερμανικούς λαούς…. Ο Εβραίος έχει αλάχιστη από αυτή την ιδιότητα – γιατί που έχει τη δική του γη κάτω από τα πόδια του;».

Ωστόσο, όπως θα δούμε αμέσως. Ο Jung απέρριπτε την κατηγορία του αντισημιτισμού. Είπε σε μια επιστολή στον A. Pupato το 1934, πως «πολέμησε τη ψυχολογία του Freud λόγω της δογματικής της αξίωσης ως μόνης έγκυρης».

Έχει ενδιαφέρον να συγκρίνουμε αυτά τα αποσπάσματα από τα γραπτά του Jung με το παρακάτω:

Ο Freud στον Abraham το 1908: «Παρακαλώ μη ξεχνάτε πως είναι ευκολότερο για εσάς από ότι στο Jung να ακολουθήσετε τις ιδέες μου, γιατί σε πρώτη φάση είσαι εντελώς ανεξάρτητος, και έπειτα είσαι πιο κοντά στην νοητική μου σύσταση εξαιτίας της φυλετικής συγγένειας…. Σχεδόν είπα πως και μόνο με την εμφάνιση του στη σκηνή πως η ψυχανάλυση ξέφυγε από το να γίνει εβραϊκή εθνική υπόθεση η ψυχανάλυση».

Ο Freud στον Ferenczi το 1913: «Φυσικά υπάρχουν διαφορές μεταξύ του εβραϊκού και του άριου πνεύματος. Μπορούμε να το παρατηρήσουμε αυτό καθημερινά. Για αυτό σίγουρα θα πρέπει να υπάρχουν εδώ και εκεί διαφορές στην στάση απέναντι στη ζωή και την τέχνη. Αλλά δεν θα πρέπει να υπάρχει κάτι σαν άρια ή εβραϊκή επιστήμη. Τα αποτελέσματα στην επιστήμη πρέπει να είναι πανομοιότυπα, αν και η παρουσίαση τους μπορεί να διαφέρει».

Επιθέσεις και Υπερασπίσεις: Ένας Διάλογος

μιΈχοντας απορροφήσει τα περιεχόμενα των πολλών επιθέσεων στον Jung, βασισμένων στη συμπεριφορά του και στα γραπτά του που περιεγράφηκαν στην προηγούμενη ενότητα, η προσοχή μου τραβήχτηκε από τη φύση των εξίσου πολυάριθμων υπερασπίσεων του Jung που έχουν κάνει την εμφάνιση τους. Βρίσκομαι να αντιδρώ σε μια ψυχολογική ομοιότητα μεταξύ των υπερασπίσεων και των επιθέσεων. Και οι υπερασπιστές και οι κατήγοροι του Jung τον κρίνουν. Και οι δυο αναζητούν μια «τελική λύση» στο πρόβλημα Jung. Μεταξύ των κραυγών του «Ας καθαρίσουμε τον δικό μας μια και καλή» και τους «Ας αποτελειώσουμε το μπάσταρδο» υπάρχει μια θέληση για ένα μέσο δρόμο: να ζυγίσουμε προσεκτικά τους αντίπαλους ισχυρισμούς των κατήγορων και των συνηγόρων ώστε να φτάσουμε σε μια προφανώς ισορροπημένη άποψη. Έχει αναφερθεί πως το ζήτημα δεν μπορεί ποτέ να επιλυθεί οριστικά. Αν και είναι προκλητικό το να μπούμε σε αυτή την ολύμπια διαιτησία μεταξύ επίθεσης και άμυνας, αυτή η θέση μπορεί να ιδωθεί ως απόμακρη, ηθικά υπεροπτική, πολιτικά διφορούμενη, ψευδο-ωριμη, και, σε κάθε περίπτωση, ως πλήρης με μια μορφή βεβαιότητας ως υπερβολική επίθεση ή άμυνα! Οι σκιές που τριγυρίζουν τον Jung θα επιμείνουν γιατί θέλουν από εμάς να τους δώσουμε ψυχολογική προσοχή. Στην επόμενη ενότητα, θα αφήσω τον Jung να μιλήσει ο ίδιος προς υπεράσπιση του.

Μια συγκεκριμένη υπεράσπιση που συχνά διατυπώνεται είναι πως εξέφραζε απλά τις νοοτροπίες της εποχής του. Έχει ειπωθεί πως πολλοί σημαντικοί άνδρες και γυναίκες είναι εξίσου ένοχοι ενός είδους trahison de clercs. Έχει αναφερθεί πως ο τυπικός, κοινωνικός αντισημιτισμός ήταν πρακτικά τόσο κανονικός και αποδεκτός στην κουλτούρα και την εποχή του Jung που σχόλια σχετικά με τους Εβραίους, ακόμη και αν καλύπτονταν με επιστημονική γλώσσα, δεν έμοιαζαν ανάρμοστα. Λίγο πολύ η ίδια υπεράσπιση έχει χρησιμοποιηθεί σχετικά με τον αντισημιτισμό του Eliot, του Heidegger και του de Man. Αντίθετα, έχει επιπωθεί για τον Jung πως δεν ήταν πραγματικά διανοούμενος· ήταν απλά ένας τυπικός μικροαστός, απερίσκεπτος, στενόμυαλος Ελβετός αστός και, ως εκ τούτου, ένας τυπικός αντισημίτης. Αυτοί όμως οι διάφοροι ισχυρισμοί πρακτικά προκαλούν μια αναζήτηση για αποδείξεις που θα τις αμφισβητήσουν και, έτσι, υπάρχει κίνδυνος υπονόμευσης της πρόθεσης υπεράσπισης του Jung. Γιατί φαίνεται πως υπήρχαν άλλες στάσεις που θα μπορούσε να υιοθετήσει ο Jung εκείνη την εποχή, άλλες επιλογές που θα μπορούσε να κάνει, άλλες απόψεις πιθανές, δεδομένου πως δεν βρίσκονταν υπό άμεσο προσωπικό κίνδυνο. Ακόμη και στη Γερμανία, υπήρχαν οι Judenfreunde, «φίλοι των Εβραίων» – όχι απλά οι αρχετυπικοί καλοί Γερμανοί αλλά άνθρωποι που πραγματικά διώχθηκαν στα δικαστήρια από την Gestapo για την συμπεριφορά και στάση τους. Μετά υπήρχαν οι Rassenschander, «οι προδότες της φυλής», που φυλακίζονταν γιατί έκαναν ότι εκατοντάδες και χιλιάδες είχαν κάνει απόλυτα νόμιμα πριν το 1933, όπως δείχνουν οι στατιστικές των μικτών γάμων.

Επίσης στη διάρκεια αυτής της περιόδου βρίσκουμε προειδοποιητικά σήματα σχετικά με τη φύση του φασισμού να δημοσιεύονται στα κοινωνιολογικά έργα του Durkheim και του Boas. Πιο κοντά του, υπήρξε η δημόσια και η ιδιωτική νουθεσία προς το Jung από τους Bally (1934) και Kirsch αντίστοιχα. Το ολλανδικό τμήμα της Διεθνούς Γενικής Ιατρικής Ένωσης για την Ψυχοθεραπεία αρνήθηκε να φιλοξενήσει το συνέδριο της το 1935 για πολιτικούς λόγους. Ο Jung ήταν επικριτικός προς αυτή την απόφαση γιατί, είπε, έφερε την πολιτική στην επιστήμη.

Η αναγκαιότητα να συνδεθεί ηθελημένα η πολιτική με την «επιστήμη» ήταν στα μυαλά πολλών διανοούμενων εκείνη τη περίοδο. Αυτό συνεπάγεται πως οι επανειλημμένες προσπάθειες του Jung να χωρίσει τα δυο δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απόλυτα επηρεασμένες από το επιστημολογικό κλίμα της εποχής. Για παράδειγμα, ο φιλόσοφος και κριτικός Walter Benjamin έγραψε στον μελετετή του ιουδαϊσμού Gershom Scholem το 1937 πως σκόπευε να αφερώσει μια περίοδο σε μια ενδελεχή μελέτη των έργων του Jung , όχι μόνο για να κρίνει τα «δόγματα του Jung πάνω στις αρχαϊκές εικόνες του συλλογικού ασυνείδητου», αλλά ανοιχτά πολιτικούς λόγους. Κατά την άποψη του Benjamin, ο Jung είχε «προστρέξει στην σωτηρία της Άριας ψυχής με μια θεραπεία αποκλειστικά για εκείνη». Αυτό πίστευε ο Benjamin ήταν μια «βοηθητική υπηρεσία προς τον εθνικοσοσιαλισμό που ήταν στα σκαριά από καιρό». Ένα μήνα αργότερα, στα μέσα αυτής της περιόδου μελέτης, ο Benjamin έγραψε στον Scholem πως η ψυχολογία του Jung ήταν «το έργο του διαβόλου».

Έτσι ένα αποτέλεσμα του ισχυρισμού πως ο κόσμος έδειχνε ένα οικουμενικό αντισημιτισμό στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, και πως οι ιδέες του Jung και άλλων ήταν απλά κομμάτι εκείνου του Zeitgeist, ήταν να προκύψει ένα αντεπιχείρημα, που είναι πιθανώς επιζήμιο προς τον Jung – πως εναλλακτικές απόψεις και τρόποι σκέψεις υπήρχαν. Άλλοι μη Εβραίοι αναλυτές, που μπορεί να αναμένονταν να επιδείξουν «τυπικό», «κανονικό» αντισημιτισμό, αισθάνθηκαν την ανάγκη να εμπλακούν. Η Winnicott για παράδειγμα έγραψε μια επιστολή σε έντονο ύφος προς τη σύζυγο του Neville Chamberlain το 1938 προτρέποντας την να ρωτήσει τον άντρα της σχετικά με την σιωπή του πάνω στο ζήτημα των εβραίων και των ναζιστικών διώξεων.

Όπως έχει δείξει ο Masson, πολλά από τα άρθρα που εμφανίστηκαν στην Zentralblatt für Psychotherapie υπό την καθοδήγηση της αρχισυνταξίας του Jung πάνε πολύ πέρα από το «συνηθισμένο», μικροαστικό αντισημιτισμό. Υπήρξαν επανειλημμένες επιθέσεις στην «εβραϊκή» ψυχική κατάσταση και μια γενικότερη προκατάληψη υπέρ της «βόρειας», άριας ψυχολογία. Υπάρχει έντονη επευφημία προς το Hitler και το ναζιστικό κόμμα και, κατά τη γνώμη του Masson, ακόμη και κωδικοποιημένα μηνύματα υποστήριξης για μέτρα όπως η εξόντωση των ψυχικών ασθενών. Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα άρθρα εμφανίστηκαν πολύ μετά την αρχική σύγχυση για το αν μια δήλωση στήριξης προς τους Ναζί θα τυπώνονταν στην κανονική Zentralbaltt το 1933 ή μόνο στην γερμανική συμπληρωματική έκδοση που θα έβγαινε το 1934. Ο Jung είπε πως ήταν εξαιτίας αυτού του μπερδέματος που το όνομά του εμφανίστηκε πάνω από μια τέτοια δήλωση. Η θέση του Masson είναι πως ο Jung πρέπει να γνώριζε για την αποτρόπαια (και παράλογη) φύση αυτών των επιπλέον άρθρων που δημοσιεύτηκαν στα χρόνια 1933-9. Θα είχε ακούσει κάποια από αυτά στα συνέδρια. Αν δεν έκανε τίποτα για αυτό, μπορεί να ήταν επειδή ήταν απόλυτα αποκομμένος από την πολιτική δημοσίευσης και δραστηριότητα της Zentralblatt. Ξέρουμε όμως πως η αρχισυνταξία γίνονταν στην Ζυρίχη. Ο C.A. Meier, συνεργάτης του Jung, έγραψε στον James Kirsch πως διόρθωσε αυτός ο ίδιος πολλές προσβλητικές ανασκοπήσεις «εβραϊκών βιβλίων και άρθρων». Ο Jung, από την άλλη, δεν έκανε τίποτα· σύμφωνα με την μαρτυρία του Meier, άφησε τα πάντα στον Meier.

Ακόμη όμως και αν ο Jung δεν έπαιζε ρόλο αρχισυντάκτη στην Zentralblatt σίγουρα θα έπρεπε την διαβάζει τουλάχιστον; Αν δεν την διάβαζε, δεν του είπε κανείς ποτέ τι περιείχε;

Υπάρχουν πολλοί λόγοι γιατί ο Jung μπορεί να μην έκανε τίποτα, ακόμη και αν ήξερε τι δημοσιεύονταν. Αρχικά, μπορεί να ήταν πλήρως σύμφωνος με αυτές τις απόψεις. Αυτό όμως θα τον έκανε ένθερμο υποστηρικτή των Ναζί και λυσσασμένο, «επιστημονικό» αντισημίτη και αρνείται και τις δυο αυτές κατηγορίες. Δεύτερο, μπορεί να έπαιζε ένα μακροπρόθεσμο πολιτικό παιχνίδι, συνεχίζοντας την στρατηγική του του να βοηθά Εβραίους ψυχοθεραπευτές να συνεχίσουν να εργάζονται. Δεν υπάρχουν όμως γραπτά ή προφορικά στοιχεία πως κρατήθηκε για αυτό το λόγο και, αν ίσχυε, πιστεύω πως θα υπήρχαν κάποια στοιχεία. Τρίτο, και πιστεύω πως αυτή είναι η απάντηση, η θέση του Jung στην ηγεσία του επαγγέλματος της γερμανικής ψυχοθεραπείας ήταν πολύ σημαντικό πλεονέκτημα για να το πετάξει. Το ζήτημα εδώ είναι η ηγεσία του Jung. Εν τέλει, ο Freud είχε κάποτε γράψει στον Jung πως η ψυχανάλυση δεν θα αποκτούσε πραγματικό κύρος αν δεν γινόταν δεκτή στη Γερμανία. Η κατάκτηση της Γερμανίας ήταν ο στόχος του ψυχαναλυτικού κονκισταδόρα. Η ιστορία, και ο Hitler, φέρνουν αυτό το στόχο στα χέρια του Jung, και θα αναλύσω τον Jung ως ένα κατακτητή ηγέτη του πεδίου της ψυχολογίας στο 2ο Μέρος αυτού του άρθρου.

Ακόμη μια υπεράσπιση του Jung είναι τόσο ενδιαφέρουσα που σκοπεύω να την αναλύσω με λεπτομέρεια. Αυτή η υπεράσπιση προσπαθεί να χωρίσει την συμπεριφορά του Jung από την επίσημη παρουσίαση των ιδεών του σε βιβλία και άρθρα. Αυτοί οι υπερασπιστές δεν δικαιολογούν τις πράξεις του Jung αλλά αμφισβητούν πως η πραγματική σημασία των ιδεών του επηρεάζεται από αυτές. (Αυτή η υπεράσπιση του Jung μπορεί να βρει έκφραση και αντίστροφα: αν και ο Jung έγραψε ανόητα και προσβλητικά πράγματα για τους Εβραίους, που θα έπρεπε να διορθωθούν, δεν έκανε τίποτα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως καταστροφικό στο πραγματικό κόσμο).

Διαφωνώ με τον Geoffrey Cocks που, στην ιστορία της ψυχοθεραπείας στην Γερμανία κατά την ναζιστική περίοδο, προσφέρει μια εκδοχή αυτής της υπεράσπισης όταν γράφει πως «ο Jung παραχώρησε περισσότερα στους Ναζί με τα λόγια παρά με τις πράξεις του». Όπως σημειώθηκε νωρίτερα, ο ίδιος ο Cocks υπογραμμίζει πως η αναλυτική ψυχολογία του Jung είχε επίσημη αποδοχή και ως εκ τούτου «οι Γερμανοί ψυχοθεραπευτές έκαναν σχεδόν όλα όσα μπορούσαν για να συνδέσουν το όνομα του Jung με τις δικές τους δραστηριότητες». Από μια ψυχολογική, αν όχι απόλυτα νομική σκοπιά, οι πολιτικές δραστηριότητες του Jung και η ψυχολογικές του θεωρίες είναι αλληλένδετες. Μπορεί να μην συνδέονται τυπικά με έναν επιφανειακό τρόπο αλλά, αν τις χωρίσουμε απόλυτα, αρνούμαστε την αρνητική συνέργεια λόγου και πράξης. Όταν ο Jung παραδέχτηκε στο ραβίνο Leo Baeck πως «παρασύρθηκε», όταν συναντήθηκαν στη Ζυρίχη το 1946, τότε το γλίστρημα μπορεί να γίνει κατανοητό ως αναφορά σε αυτή τη συνέργεια: η επιρροή της σκέψης πάνω στη πράξη, και της πράξης πάνω στη σκέψη. Δεν θα πρέπει να ανησυχούμε για την φήμη του Jung για πράγματα όπως ότι ανέλαβε την προεδρία της Γενικής Ιατρικής Ένωσης για την Ψυχοθεραπεία το 1933. Έτσι οι προσπάθειες του να προστατέψει τα δικαιώματα των Εβραίων ψυχοθεραπευτών με την αλλαγή του καταστατικού της Ένωσης μάλλον θα μοιάζουν λιγότερα αμφιλεγόμενες. Αν είχε περιοριστεί στην πολιτική και ακαδημαϊκή αρένα, τότε ο ευφυής τρόπος με τον οποίο οι καταστατικές αλλαγές του επέτρεψαν στους Εβραίους, που αποκλείστηκαν από την γερμανική εθνική ένωση, να συνεχίσουν να εργάζονται ως μεμονωμένα μέλη δεν θα απαιτούσε δικαιολόγηση πενήντα χρόνια αργότερα.

Αλλά ακριβώς στην ίδια απελπιστική στιγμή της ιστορίας, τα άρθρα και τα κείμενα του Jung εκείνη τη περίοδο, ασχολούμενα σε ερωτήματα διαφορετικών φυλετικών και εθνικών ψυχολογιών και περιέχοντας ανησυχητικές γενικεύσεις σχετικά με την εβραϊκή κουλτούρα και ψυχολογία, εύκολα μπορεί να παρεννοηθούν ως υποστήριξη στην ναζιστική φυλετική ιδεολογία. Για παράδειγμα, οι Εβραίοι λέγεται «πως δεν δημιούργησαν ποτέ μια δική τους πολιτισμική μορφή», αλλά αντίθετα πως χρειάζονται «ένα έθνος ξενιστή» για την ανάπτυξη τους. Ο υπαινιγμός του Εβραίου ως «παράσιτο» (μια αγαπημένη εικόνα του Hitler) έρχεται έυκολα (αν και ο Jung είπε πως εννοούσε κάτι εντελώς ειδικό με τον όρο «πολιτισμική μορφή» το αναλύω αυτό στο 2ο Μέρος). Παρόμοια, οι Εβραίοι αναφέρονται ως «σωματικά πιο αδύναμοι» από άλλους – όπως οι γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες. Ως εκ τούτου, όπως οι γυναίκες έχουν αναπτύξει διακριτικές και έμμεσες τεχνικές να επιτίθονται και να νικούν άλλους. Ο Jung λέει, οι εβραίοι αντιμετωπίζουν τους Γερμανούς με τον τρόπο που οι γυναίκες αντιμετωπίζουν τους άνδρες!

Τουλάχιστον, η διπλή παρουσία δράσης και σκέψης εξηγεί γιατί υπάρχει τόσο ενδιαφέρον σήμερα. Δεν μπορώ όμως απλά να πείσω τον εαυτό μου πως η συνέργεια δεν υπήρχε εκείνη την εποχή και είναι επίκαιρη μόνο με όρους των σημερινών μας απαντήσεων. Εν τέλει, δεν ήταν ο Jung ο συγγραφέας της θεωρίας των ουσιαστικών συμπτώσεων («συγχρονικότητα»), περιλαμβανόμενης της ιδέας πως ο ψυχικός κόσμος (οι ιδέες του πάνω στην εβραϊκή ψυχολογία ίσως) και ο υλικός κόσμος (η γεμρναική πολιτική ίσως) είναι α-αιτιακά συνδεδεμένοι;

Ακόμη μια φορά, η προσπάθεια υπεράσπισης μπορεί να υπονομεύσει τον Jung ακόμη περισσότερο.

Υπάρχουν άλλες υπερασπίσεις του Jung που υπάρχουν και, ενώ δεν θέλω να τις αναλύσω με τόση λεπτομέρεια όσο τις δυο υπερασπίσεις που ήδη ανέφερα, θα κάνω μια σύντομη περιγραφή.

Πολλοί από εκείνους που γνώριζαν τον Jung θυμούνται πως ήταν επίσης πολύ γενναιόδωρος και, τελικά, προστατευτικός στην προσωπική του στάση προς τους Εβραίους. Αυτό μοιάζει να είναι η κοινή άποψη των περισσοτέρων συναδέλφων και προσωπικών φίλων. Το πρόβλημα εδώ είναι πως όλοι έχουμε επίγνωση της φράσης «μερικοί από τους καλύτερους φίλους μου είναι Εβραίοι»· είναι απόλυτα πιθανό να συνδυαστούν καλές προσωπικές σχέσεις με κάποια πολύ βαθύτερη προκατάληψη.

Μερικές φορές το έργο του Jung χωρίζεται με τέτοιο τρόπο που το προβληματικό υλικό μπαίνει σε καραντίνα με το να αποσπάται από το βασικό σώμα των κειμένων του Jung που δεν είναι αντικείμενο της σημερινής κριτικής αποδοκιμασίας. Θα βοηθούσε αυτούς τους υπερασπιστές αν τα αμφιλεγόμενα αποσπάσματα και συμπεριφορά ήταν, ας πούμε, το έργο μιας ιδιαίτερα πρώιμης νεότητας, κάτι που δεν είναι. Ακόμη και έτσι, το έργο του Jung πάνω στα ιουδαϊκά θέματα από το, ας πούμε, 1946 και έπειτα είναι εξαιρετικά και μπορούν να συγκριθούν θετικά με όσα είχε να πει πάνω στο ζήτημα πριν από αυτό. Όταν όμως το προβληματικό υλικό απομονώνεται αναπόφευκτα τονίζεται. Πολύ λίγα κερδίζονται στην υπεράσπιση του Jung με το να λογοκρίνεται το έργο και η στάση του Jung μεταξύ 1933 και 1946.

Τέλος, η υπεράσπιση του Jung μπορεί να γίνει τονίζοντας πως είναι απλά ανθρώπινο το να κάνεις λάθη και πως η φήμη του πρέπει έτσι να πραμείνει άθικτη. Επιπλέον, δεν υπάρχουν απόλυτα πρότυπα για καλή και κακή συμπεριφορά, και ποιοι είμαστε εμείς που θα κρίνουμε τον Jung; Η προτίμηση κάποιου σε αυτή την υπερασπιστική γραμμή μπορεί να αμβλυνθεί με την σκέψη πως η καταδίκη των λαθών ενός άλλου δεν είναι αντι-ανθρώπινο· είναι εξίσου ανθρώπινο με το να κάνεις λάθη! Αν αισθάνεσαι κριτικός απέναντι στον Jung, γιατί να μην το εκφράσεις; Θα ήταν τραγικό αν οι άνθρωποι έπρεπε να καταπιέσουν, ή να αποτρέπονται από το να εκφράσουν, τα πραγματικά τους αισθήματα.

Η Αυτοαξιολόγηση του Jung

Το 1934 ο Ελβετός ψυχοθεραπευτής Gustav Bally δημοσίευσε ένα άρθρο κριτικό ως προς τα κείμενα και τις πράξεις του Jung στην εφημερίδα Neue Zürcher Zeitung. Ο Jung δημοσίευσε «Μια απάντηση στον Δρ. Bally» στην ίδια εφημερίδα μερικούς μήνες αργότερα. Στο κείμενο αυτό (και επίσης, στο ίδιο ύφος, στις επιστολές του), ο Jung υπερασπίστηκε τον εαυτό του ως εξής:

«Όσο για την διαφορά μεταξύ της Εβραϊκής και της «Άριας-Γερμανικής-Χριστιανικής-Ευρωπαϊκής» ψυχολογίας, μπορεί φυσικά δύσκολα να εντοπιστεί στα μεμονωμένα προϊόντα της επιστήμης συνολικά. Αλλά δεν ενδιαφερόμαστε τόσο με αυτά όσο με το θεμελιώδες γεγονός πως στην ψυχολογία το αντικείμενο της γνώσης είναι ταυτόχρονα το όργανο της γνώσης, κάτι που δεν ισχύει σε καμιά άλλη επιστήμη. Έχει αμφισβητηθεί έτσι απολύτως ειλικρινά αν η ψυχολογία είναι καν εφικτή ως επιστήμη. Σύμφωνα με αυτή την αμφιβολία πρότεινα χρόνια πριν πως κάθε ψυχολογική θεωρία πρέπει να κρίνεται αρχικά ως υποκειμενική εξομολόγηση….

Μπορεί έτσι να μην ειπωθεί πως υπάρχει μια εβραϊκή ψυχολογία… που παραδέχεται την προκατάληψη του αίματος και της ιστορίας της; Και μπορεί να μην ρωτηθεί που εντοπίζονται οι ιδιαίτερες διαφορές μεταξύ μιας ουσιαστικά εβραϊκής και μιας ουσιαστικά χριστιανικής οπτικής; Μπορεί να υποστηριχθεί πως μόνο εγώ μεταξύ των ψυχολόγων έχω ένα ιδιαίτερο όργανο γνώσης με υποκειμενική προκατάληψη, ενώ ο Εβραίος είναι εμφανώς προσβεβλημένος μέχρι το μεδούλι αν κάποιος υποθέσει πως είναι Εβραίος;… Πρέπει να ομολογήσω την απόλυτη ανικανότητα μου να κατανοήσω γιατί πρέπει να είναι έγκλημα το να μιλάμε για ‘Εβραϊκή’ ψυχολογία…

Πρέπει πραγματικά να πιστέψουμε πως μια φυλή που περιπλανήθηκε σε όλη την ιστορία για πολλές χιλιάδες χρόνια ως «ο εκλεκτός λαός του Θεού» δεν δημιούργησε μια τέτοια ιδέα εξαιτίας μιας πολύ ξεχωριστής ψυχολογικής ιδιαιτερότητας; Αν δεν υπάρχουν διαφορές, τότε πως αναγνωρίζουμε καν τους Εβραίους;»

Σε μια επιστολή στον James Kirsch το 1934. Ο Jung υπερασπίζεται τον εαυτό του με κάπως διαφορετικό τρόπο:

«Πρέπει να με γνωρίζεις πολύ καλά για να κατανοήσεις πως μια μη-εξατομικευμένη ηλιθιότητα όπως ο αντισημιτισμός δεν μπορεί να μου αποδοθεί. Ξέρεις αρκετά καλά πόσο δέχομαι το ανθρώπινο ον ως προσωπικότητα και πως συνεχώς προσπαθώ να τον σηκώσω από την συλλογική του συνθήκη και να τον κάνω άτομο».

Τι έκανε ο Jung όταν μετά το πόλεμο αναγνώρισε πως έκανε λάθος; (Το αναγνώρισε τόσο βαθιά ως τέτοιο;, είναι ένα άλλο ερώτημα). Γιατί δεν άκουσε τους Δρς Bally και Kirsch; Γιατί δεν ανακάλεσε; Προσπάθησε να επανορθώσει;

Το 1946 ο Jung δημοσίευσε ένα μικρό τόμο που έκανε την εμφάνιση του στα αγγλικά το 1947 ως Δοκίμια Πάνω σε Σύγχρονα Ζητήματα. Σε αυτό ο Jung εξέδωσε αρκετά από τα προπολεμικά του άρθρα για τη Γερμανία και το ναζιστικό φαινόμενο μαζί με ένα πρόλογο, εισαγωγή και επίλογο που γράφτηκαν ειδικά για αυτό το βιβλίο. Πουθενά μέσα σε αυτό το βιβλίο δεν αναφέρει πως παρασύρθηκε από την τότε ατμόσφαιρα, πως είχε γίνει ακόλουθος του Βόταν (ΣτΜ: η γερμανική ονομασία του Όντιν), πως είχε ενθουσιαστεί τόσο από την δυνατότητα του Άριου ασυνείδητου που είχε αναπτύξει ένα αντίστοιχο «πρόβλημα» για τους Εβραίους. Δεν ανακάλεσε τίποτα, ούτε απολογήθηκε για τίποτα. Αλλά, στον πρόλογο του βιβλίου, αναφέρεται στην «βία της επίδρασης των προβλημάτων του κόσμου πάνω στον μεμονωμένο αναλυτή». Στην εισαγωγή ο Jung γράφει για την ανάγκη να γνωρίζεις πως «ο χειρότερος εχθρός σου είναι ακριβώς εκεί, μέσα στην καρδιά σου». Αλλού, ο Jung γράφει, επίσης το 1946, για τη σκιά ως «το πράγμα που το άτομο δεν έχει καμιά επιθυμία να είναι» και όμως, με κάποιο τρόπο, είναι. Κάποιος θα μπορούσε να πει, όπως έκανε ο Jung, πως οτιδήποτε ή οποιοσδήποτε για να έχει υπόσταση και αξία, αυτός, αυτή, ή αυτό θα πρέπει να διαθέτει σκιά.

Είναι η άποψη μου πως τα Δοκίμια Πάνω σε Σύγχρονα Ζητήματα αντιπροσωπεύει ένα είδος προσπάθειας από πλευράς Jung να ενσωματώσει την δική του σκιά – όπως και πως το βιβλίο είναι μια επιβεβαίωση πως δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο σε αυτόν και στις προφητικές του ιδέες για το μέλλον της Ναζιστικής Γερμανίας από ότι μπορούν να παραδεχτούν οι αντίπαλοι του. Ωστόσο, ξέρω από συνομιλίες με πολλούς γιουνγκιανούς αναλυτές πως το ερώτημα της μη ύπαρξης έκφρασης μετάνοιας του Jung, σε μια ουσιαστική και έντυπη μορφή, είναι πολύ επώδυνο θέμα.

Έχοντας εργαστεί πάνω στο υλικό στα Δοκίμια Πάνω σε Σύγχρονα Ζητήματα με ιδιότητα επιμελητή, μου έκανε εντύπωση πως ο Jung μπορεί να είχε πει πολύ περισσότερα στο βιβλίο προς υπεράσπιση του. Οι δημοσιευμένες επιστολές του το κάνουν. Αναλύουν, και δικαιολογούν, τις ιδέες του για τους Εβραίους και τις σχέσεις του με τους Ναζί με κάποια λεπτομέρεια. Ο Jung μπορούσε να αναφέρει στο βιβλίο πως στη πράξη προσπαθούσε να προειδοποιήσει για τον επικείμενο κίνδυνο όταν έγραφε για τις μαζικές ενέργειες που απελευθερώνονται στη Γερμανία. Μπορεί ακόμη και να έλεγε με κωδικοποιημένο τρόπο στη ραδιοφωνική εκπομπή πως ο Hitler χρειάζονταν μεγαλύτερη αυτογνωσία.

Κάποια από τη γλώσσα σχετικά με τους Εβραίους που μας φαίνεται σκληρή μπορεί να δικαιολογούνταν με βάση πως ο Jung προσπαθούσε να θεωρήσει την Γερμανία ως «ασθενή» έτσι ώστε να μπορέσει να κάνει «ανάλυση». Όπως σε κάθε ανάλυση, έτσι έγινε σημαντικό να χρησιμοποιήσει εικόνες και μεταφορές που παράγονταν από τον ασθενή, να μιλήσει στον ασθενή σε μια γλώσσα που καταλαβαίνει ο ασθενής.

Συνεχίζοντας να κάνει παραλληλισμούς με την αναλυτική πρακτική, η σκληρότητα του Jung θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως κάτι που προέρχεται από την αντιμεταφορά του – που σημαίνει σε αυτό το πλαίσιο σίγουρα δικές του ανεπίλυτες νευρωτικές συγκρούσεις που ήρθαν στην ενεργή ζωή σε αντιπαράθεση με ένα συγκεκριμένο ασθενή. Είναι ένα πρόβλημα με το οποίο οι αναλυτές είναι εξοικειωμένοι. Ωστόσο, εξαιτίας της έκτασης αυτής της «νευρωτικής αντιμεταφοράς», ο Jung αποκόπηκε από την πιθανότητα, επίσης οικεία σε αναλυτές που εργάζονται, της θεραπευτικής χρήσης των δικών του αντιδράσεων αντιμεταφοράς (αισθήματα, εικόνες, ιδέες). Για να το κάνει αυτό, θα έπρεπε να κατανοήσει πως η προέλευση των αντιδράσεων του βρίσκονταν, όχι στη δική του ανεξαρτησία του νου, ούτε στις νευρωτικές περιοχές του, αλλά στο ασυνείδητο της Γερμανίας, του ασθενή του – ένα ασυνείδητο που προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τον αναλυτή του. Οι ιδέες του Jung για τους Εβραίους, σύμφωνα με το δικό του τρόπο αντίληψης, μπορεί αν γίνει κατανοητός ως επικοινωνία από το ασυνείδητο της Γερμανίας. Η αναλυτική ικανότητα συνίσταται στην ικανότητα να ξεμπλέκεις κόμπους σαν αυτό, οι οποίοι μπορεί να θεωρηθούν ως αναπόφευκτοι – και ως ανεκτίμητης αξίας στην εξέλιξη της αναλυτικής διαδικασίας.

Ορισμένες από τις ιδέες του Jung μπορούν οι ίδιες να εξηγηθούν και να ξεκαθαριστούν. Για παράδειγμα, όταν γράφει πως οι Εβραίοι δεν έχουν καμιά δικιά τους πολιτισμική μορφή, προφανώς δεν μπορεί να εννοεί καμιά απολύτως κουλτούρα. Υπήρχε σκοπός να υπάρχει ένα ιδιαίτερο σημείο εδώ. Η αναφορά πως το Άριο ασυνείδητο έχει μεγαλύτερες δυνατότητες από το Εβραϊκό ασυνείδητο μπορεί να γίνει αντιληπτό με δυο τρόπους. Ο ανησυχητικός τρόπος είναι να ακούσεις τον Jung σα να λέει πως οι Άριοι μπορούν να πάνε πιο ψηλά και πιο μακριά από τους Εβραίους. Ο πιο εφησυχαστικός τρόπος είναι να ακούσεις τον Jung σα να λέει πως οι Άριοι έχουν πολύ, πάρα πολύ δρόμο να διανύσουν πριν φτάσουν στο επίπεδο που έχουν φτάσει οι Εβραίοι. Καθώς ο εβραϊκός πολιτισμός είναι τόσο πολύ αρχαιότερος, οι Εβραίοι ήδη έχουν εκπληρώσει μεγάλο από το πολιτισμικό τους δυναμικό. Λέει αυτό ο Jung; Εννοεί πως δεν μπορούμε να περιμένουμε πολλά περισσότερα από αυτούς πλέον; Ο εφησυχασμός επιστρέφει στην ανησυχία.

Τέλος υπάρχει το ζήτημα της συγχώρεσης. Ο Jung κατάφερε να πείσει τον Leo Baeck για την ειλικρίνεια του. Ο Baeck με τη σειρά του, έπεισε τον Gershom Scholem να παρευρεθεί στο συνέδριο του ιδρύματος Eranos και να δεχτεί μια συναδελφική σχέση με τον Jung· το συνέδριο αφορούσε τον εβραϊκό μυστικισμό.

Έχοντας καθαρίσει το πεδίο των επιθέσεων και των υπερασπίσεων, τουλάχιστον για μια σύντομη περίοδο, ας ακολουθήσουμε μια κριτική, ψυχολογική στάση στο όλο ζήτημα του αντισημιτισμού του Jung και των Ναζί, και να παρακολουθήσουμε την αλληλεπίδραση των ομάδων που παρουσίασα προηγουμένως: Ναζί, Εβραίων, γιουνγκιανών και φροϋδικών. Και μπορούμε να εστιάσουμε σε αυτά τα δυο βασικά θέματα: πρώτα, το έθνος, και μετά, την ηγεσία.

Ο Jung Και η Ψυχολογία του Έθνους

Πιστεύω πως η βασική δυσκολία με το έργο του Jung στο γενικό πεδίο της εθνικής ψυχολογίας είναι μια αθέμιτη επέκταση της ψυχολογίας του, και έτσι της αυθεντίας του ως πρωτοπόρου ψυχολόγου, σε περίπλοκα πεδία όπου η ψυχολογία από μόνη της είναι ανεπαρκές επεξηγηματικό εργαλείο.

Η ιδέα του συλλογικού ασυνείδητου του Jung είναι ανοιχτή σε κακή χρήση. Υπάρχουν σύνδεσμοι μεταξύ του συλλογικού ασυνείδητου και της αντίληψης ενός «φυλετικού ασυνείδητου». Γιατί, για να υπάρχουν φυλετικές ψυχολογίες του είδους που περιγράφει ο Jung, πρέπει να προϋποθέσουμε ένα φυλετικό ασυνείδητου. Ο λόγος για την ανάγκη αυτή για μια βοηθητική, φυλετική υπόθεση εντοπίζεται στην ίδια τη φύση του συλλογικού ασυνείδητου. Η πραγματικά συλλογική πτυχή της ανθρώπινης ψυχής, που είναι αυτό που ο Jung αναφέρει ως «αρχετυπική», είναι πολύ πιο βαθιά από κάθε πολιτισμική εκδήλωση. Το αρχέτυπο αγγίζει τις ψυχοσωματικές βάσεις της ανθρώπινης εμπειρίας. Η σκέψη του Jung περιλαμβάνει την έννοια ενός «ψυχοειδούς» στρώματος του ασυνείδητου: αυτό το πιο ουσιαστικό επίπεδο των εαυτών μας έχει κοινά χαρακτηριστικά με τον οργανικό κόσμο γενικά. Ο ψυχολογικός και ο φυσιολογικός κόσμος μπορούν να αντιμετωπιστούν ως οι δύο όψεις ενός νομίσματος. Λιγότερο ολιστικά, και ίσως λιγότερο μυστηριακά, η ψυχοειδής φύση των αρχέτυπων τα θέτει στο ίδιο εννοιολογικό επίπεδο με τα ένστικτα. Αυτό όμως προκαλεί πρόβλημα στη θεωρία του Jung επειδή, στο επίπεδο αυτό, η οικουμενική και πρωτεύουσα φύση του συλλογικού ασυνείδητου αφήνει να εννοηθεί ένας πολύ μεγαλύτερος βαθμός πολιτισμικής ομογένειας από αυτόν που πρακτικά παρατηρούμε στο κόσμο.

Για να αντιμετωπίσει το εμφανές γεγονός των πολιτισμικών διαφορών στις μορφές που παίρνουν τα αρχέτυπα, ο Jung τόνισε πως υπάρχει μια «συλλογική ψυχή περιορισμένη στο έθνος, τη φυλή, και οικογένεια πέρα και πάνω από την ‘οικουμενική’ συλλογική ψυχή». Αυτή η έννοια του περιοριστικού συλλογικού επιπέδου της ψυχής απεικονίζεται στο βιβλίο της Jolande Jacobi, The Psychology of C. G. Jung, που κυκλοφόρησε το 1942 με την ρητή συγκατάθεση του του Jung, ως ένα «ψυχικό γενεαλογικό δέντρο». Περιγράφει το διάγραμμα ως εξής: «Κάτω εντελώς βρίσκεται η ασύλληπτη, η κεντρική δύναμη από την οποία κάποια στιγμή διαφοροποιήθηκε η μεμονωμένη ψυχή. Αυτή η κεντρική δύναμη περνά από όλες τις επόμενες διαφοροποιήσεις και απομονώσεις , ζει μέσα σε όλες τους, περνά μέσα στους στην μεμονωμένη ψυχή». Βασιζόμενη σε αυτό που αποκαλεί «ασύλληπτο έδαφος», η Jacobi τοποθετεί διαφορετικά επίπεδα· συνολικά υπάρχουν οχτώ, σαν τα στρώματα μια τούρτας: η κεντρική δύναμη, οι ζωικοί πρόγονοι, οι πρωτόγονοι ανθρώπινοι πρόγονοι, ομάδες ανθρώπων, έθνος, φυλή (tribe), οικογένεια, άτομο. Αν και δεν χρησιμοποιεί τον όρο «φυλή» (race), είναι εμφανές από το παραπάνω απόσπασμα όπως και από τις παρατηρήσεις του Jung που αναφέρθηκαν πως αυτό εννοεί με το «ομάδες ανθρώπων» ( που αναφέρονται επίσης στην αγγλική μετάφραση ως «ανθρώπινες ομάδες» και σε μια μεταγενέστερη, μεταπολεμική μετάφραση ως «εθνικές ομάδες»· στο αυθεντικό γερμανικό κείμενο είναι Volksgruppe).

Η υπόθεση ενός φυλετικού επιπέδου στο μοντέλο της συλλογικής ψυχής του Jung έχει προκαλέσει εξίσου μεγάλο μένος όσο και ο υποτιθέμενος αντισημιτισμός του. Ως αποτέλεσμα, μια σοβαρή κατηγορία ρατσισμού έχει ειπωθεί εναντίον του και της ψυχολογίας του. Σύμφωνα με τους πιο σύγχρονους ορισμούς, ο ρατσισμός περιλαμβάνει το διαχωρισμό του ανθρώπινου είδους στη βάση βιολογικών και ημιβιολογικών χαρακτηριστικών. Ένας ρατσιστής ως εκ τούτου είναι κάποιος που πιστεύει πως οι άνθρωποι μιας συγκεκριμένης φυλής, χρώματος, ή καταγωγής είναι εγγενώς κατώτεροι, έτσι ώστε η ταυτότητα τους, ο πολιτισμός τους, ο αυτοσεβασμός τους, οι απόψεις, και τα συναισθήματα είναι χαμηλότερης αξίας και μπορεί να αντιμετωπίζονται ως λιγότερο σημαντικοί από εκείνους των ομάδων που θεωρούνται ανώτερες.

Πρέπει να αναρωτηθούμε: η ιδέα του Jung για ένα φυλετικό επίπεδο στην ψυχή συμμορφώνεται σύμφωνα με αυτό τον ορισμό;

Σε ένα άρθρο με τίτλο «Jung: ένας ρατσιστής», o Dalal μελέτησε προσεκτικά τα γραπτά του Jung, ιδιαίτερα εκείνα σχετικά με την Αφρική και τους Αφρικανούς. Κατέληξε πως ο Jung πράγματι ήταν ρατσιστές στο ότι πίστευε πως οι μαύροι ήταν κατώτεροι και όχι απλά διαφορετικοί. Ο Dalal αντιλήφθηκε πως ο Jung έλεγε πως οι Αφρικανοί στερούνται ενός ολόκληρου στρώματος συνειδητότητας, πως οι λευκοί είναι από τη φύση τους λιγότερο «πρωτόγονοι» και για αυτό η εξατομίκευση προορίζονταν μόνο για αυτούς, και πως είναι μεθοδολογικά ορθό να χρησιμοποιεί σύγχρονους Αφρικανούς ως παραδείγματα για τις θέσεις του ψυχολόγου πάνω στον προϊστορικό άνθρωπο.

Υπάρχει κάποια απάντηση που μπορεί να δοθεί σε αυτή τη κατηγορία, αναλογιζόμενοι πως στηρίζεται από τόσα πολλά αποδεικτικά στοιχεία; Έχω ήδη διερευνήσει τις υπερασπίσεις του Jung απέναντι στις κατηγορίες για αντισημιτισμό που ισχυρίζονται πως οι αντιλήψεις του ήταν απόλυτα κανονικές για την περίοδο.

Αυτό είναι ένα ερώτημα που έπρεπε να παλέψω μαζί του. Ο υπεύθυνος της επιθεώρησης στην οποία δημοσιεύτηκε το άρθρο του Dalal μου ζήτησε να γράψω ένα σχόλιο, και το έκανα, τονίζοντας πως ο ρατσισμός του Jung ή ο φαινομενικός ρατσισμός και οι μπερδεμένες στάσεις του ως προς τους αποκαλούμενους «πρωτόγονους» αντιμετωπίζονταν πάντα από κάποιους αναλυτικούς ψυχολόγους με αποτροπιασμό, περιλαμβανόμενου εμένα. Ωστόσο, αισθανόμουν πως υπήρχαν κάποιες πτυχές του ζητήματος που ο Dalal δεν είχε αναλύσει.

Μελετώντας τώρα συνολικά το ζήτημα του ρατσισμού του Jung, έχω την επίγνωση πως μια ευκαιρία έχει χαθεί. Όπως συμβαίνει συχνά με τον Jung, είναι ο τρόπος που από κάποιες απόψεις η σκέψη του ήταν μπροστά από την εποχή του που προκαλεί την δυσκολία. Η ψυχολογική διαίσθηση του Jung ήταν ενδιαφέρουσα, αλλά η σκέψη του υποσκάπτονταν από τα μέσα που ήταν διαθέσιμα για την επικοινωνία των σκέψεων του. Φυσικά δεν θέλω να παρουσιάσω στο σημείο αυτό μια σπασμωδική υπεράσπιση του Jung, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε πως, μαζί με τις ατυχείς του προσφυγές στην φυλετική τυπολογία, μπορούμε επίσης να διακρίνουμε τους σπόρους μιας εντυπωσιακά σύγχρονης και εποικοδομητικής στάσης προς τη φυλή και την εθνικότητα. Το 1935 ο Jung μίλησε εναντίον της επιβολής του «πνεύματος» μιας φυλής πάνω σε μια άλλη, αναφερόμενος στην ευρωκεντρική, επικριτική προσέγγιση σε άλλες κουλτούρες. Εδώ όπως και αλλού στα γραπτά του Jung υπάρχει επίσης σεβασμός και ενδιαφέρον για την εξέλιξη διαφορετικών πολιτισμών.

Έχει γίνει ξεκάθαρο σε εμένα πως κάτι πάει πολύ στραβά με την σκέψη του Jung όταν πάει πέρα από τα όρια της ψυχολογίας σε αυτό που έχει ονομαστεί φυλετική τυπολογία. Όταν ο Αφρικανός του Jung παραμένει ένας φανταστικός Αφρικανός, ο Αφρικανός των ονείρων, ή όταν ο Jung μελετά τον αφρικανικό μύθο, κάνει πλούσιες δημιουργικές συνεισφορές. Όταν όμως ο Jung γενικεύει σχετικά με τον αφρικανικό χαρακτήρα, και το κάνει αποκλειστικά από ψυχολογική σκοπιά, αγνοώντας οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και ιστορικούς παράγοντες, τότε καταστρέφει το ίδιο του το έργο, προκαλώντας την σκληρή κριτική που δέχτηκε. Αυτός ο κυριολεκτισμός επίσης στοιχειώνει τα σχόλια του για τους Εβραίους στην δεκαετία του 1930, όταν η πολιτική πραγματικότητα της ίδιας της θέσης του Jung γκρέμισε κάθε πιθανότητα οι «Εβραίοι» του να είναι αποκλειστικά μεταφορικοί Εβραίοι.

Τι ήταν αυτό που οδήγησε τον Jung να μολύνει το ίδιο του το έργο, αφήνοντάς τον εκτεθειμένο στην κατηγορία πως οι θεωρίες του θυμίζουν την ναζιστική ιδεολογία; Όταν ο Jung παύει να υπηρετεί την ψυχή και βρίσκει νέο αφέντη στην πολιτική της ψυχοθεραπείας στην Γερμανία, δύσκολα μπορεί να αποφύγει να συνδεθεί με τους Ναζί και να κατηγορηθεί ως αντισημίτης. Πρέπει να κοιτάξουμε πέρα από το γενικό κίνδυνο της φυλετικής ψυχολογίας για να βρούμε μια εξήγηση για την συμπεριφορά και τις θέσεις του Jung στην δεκαετία του 1930. Είναι υπερβολικά γενικό και βολικό να προωθήσουμε ένα συμπέρασμα που να συνδέει την προβληματική της «φυλής» ως κάτι που προσφέρει μια σύνδεση μεταξύ της αναλυτικής ψυχολογίας και της ναζιστικής ιδεολογίας. Υπάρχουν περισσότερα στην θεωρία του Hitler που μοιάζουν με του Jung από το αδιαμφησβήτητο ρατσιστικό στοιχείο της.. υπάρχει επίσης μια αναλυτική πολιτική και ιστορική θεωρία που είναι δύσκολο να αποσυνδεθεί από τις φυλετικές ιδέες. Το πολιτικό δόγμα επίσης χρησιμοποιεί ένα εθνικιστικό λεξιλόγιο και εστιάζει στην ιδέα του έθνους.

Τα βασικά ερωτήματα που απαιτούν απαντήσεις είναι αυτά: Γιατί ο Jung αναμείχθηκε στην γερμανική πολιτική με το τρόπο που το έκανε; Γιατί αισθάνθηκε υποχρεωμένος να δημοσιεύσει τις σκέψεις του πάνω στην «εβραϊκή ψυχολογία» σε μια τόσο ευαίσθητη στιγμή; Υπάρχει κάτι στη δομή του έργου του που έκανε την ενεργή του εμπλοκή κάτι το αναπόφευκτο; Το να απορρίψουμε απλά τον Jung ως ρατσιστή δεν μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε αυτά τα ερωτήματα. Αν θέλουμε να μάθουμε περισσότερα για τον Jung, τους Ναζί, και τον αντισημιτισμό, τότε, δίχως να υποβαθμίσουμε με οποιονδήποτε τρόπο το ζήτημα του ρατσισμού του Jung, πρέπει να εξερευνήσουμε την ιδέα του έθνους όπως εμφανίστηκε, όχι μόνο στον εθνικοσοσιαλισμό, αλλά και στην αναλυτική ψυχολογία επίσης.

Ας δούμε ξανά τα επίπεδα στο διάγραμμα της Jacobi. Αν προσέξουμε το επίπεδο «έθνος», μια ποιοτική αλλαγή έχει εισέλθει στο διάγραμμα. Η εισαγωγή της ιδέας του έθνους οδηγεί αναπόφευκτα στην εισαγωγή οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών και ιστορικών παραγόντων. Γιατί το εθνικό επίπεδο της ψυχής, αντίθετα από βαθύτερα επίπεδα, όπως οι «ζωώδεις πρόγονοι» περιλαμβάνει ένα οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό κατασκεύασμα σχετικά σύγχρονης προέλευσης: το έθνος. Γίνεται πιο ξεκάθαρο τώρα γιατί τονίζω πως η «φυλή» είναι πολύ γενικό θέμα για να χρησιμεύσει ως κύριο υπόβαθρο για το δράμα που έχει περικυκλώσει τον Jung. Όταν κοιτάξουμε λίγο πιο προσεκτικά στο όχι-απόλυτα-συλλογικό επίπεδο του συλλογικού ασυνείδητου του Jung, βλέπουμε πως δεν είναι η «φυλή», η «φατρία» και όχι η οικογένεια που κινεί το ενδιαφέρον του Jung, αλλά το έθνος. Ο Jung κάνει πολυάριθμες αναφορές στην «ψυχολογία του έθνους» και στην επιρροή του εθνικού υπόβαθρου ενός προσώπου, λέγοντας πως «χώμα κάθε χώρας περικλείει ένα μυστήριο… υπάρχει σχέση μεταξύ του σώματος και της γης».

Όταν ο Jung έγραψε για τους Αμερικάνους και την Αμερική το 1918, εισήγαγε την ιδέα πως η στην οποία ζούσε ένα άτομο επηρέαζε την ψυχή του και την ψυχολογική ανάπτυξη αυτού του ατόμου. «Το μυστήριο της αμερικάνικης γης» ήταν τόσο ισχυρό, σύμφωνα με τον ίδιο, που άλλαξε την φυσιογνωμία ακόμη των πολιτών. Το κρανίο και η λεκάνη των δεύτερης γενιάς Αμερικάνων άρχισαν να «ινδιανοποιούνται». Μπορεί να γίνει φανερό πως ο Jung δεν σκέφτεται σύμφωνα με φυλετικές γραμμές, γιατί οι ευρωπαίοι μετανάστες και οι αυτόχθονες Ινδιάνοι προέρχονται από διαφορετικές φυλές. Όχι – το να ζεις στην Αμερική, το να ζεις σε αμερικάνικο έδαφος, το να είσαι μέρος του αμερικάνικου έθνους, όλα προκαλούν βαθιές ψυχολογικές και φυσιολογικές συνέπειες. Αν και οι συνέπειες μπορούν να περιγραφούν σύμφωνα με χοντρικά φυλετικές γραμμές, δεν προκαλούνται από τη φυλή· είναι «η ξένη γη» που έχει «ενσωματώσει τον κατακτητή».

Ένας σύγχρονος Αμερικάνος γιουνγκιανός αναλυτής έχει να πει επί του θέματος:

«Το φαινόμενο της επιρροής των Αυτόχθονων Αμερικάνων πάνω στην ψυχή φαίνεται ευρέως διαδεδομένο. Υποψιάζομαι πως η μυθολογία και οι παραδόσεις των Αυτόχθονων Αμερικάνων είναι ενσωματωμένες στο ασυνείδητο μας και τώρα βγαίνουν από αυτό. Εμείς, που έχουμε γεννηθεί σ’ αυτή τη γη, ονομαζόμαστε νομικά ως αυτόχθονες Αμερικάνοι. Αυτό μπορεί να ισχύει και ψυχολογικά. Η γη που γεννήθηκε κάποιος, το ίδιο το χώμα, είναι σημαντική για την διαμόρφωση της ψυχής κάποιου. Το χώμα και η αυτόχθονη κουλτούρα αποτελούν την μήτρα από την οποία εξελισσόμαστε».

Υπάρχει μια σημαντική περίπτωση για την οποία έγραψε ο Jung το 1937, μια σημαντική χρονολογία, αναλογιζόμενοι το θέμα αυτού του κειμένου. Μια νεαρή γυναίκα από την Ευρώπη είχε γεννηθεί στην Ιάβα. Ως νήπιο είχε μια τοπική γυναίκα ως ayah (που ο Jung θεωρεί πως σημαίνει τροφός, αν και ο όρος συχνά περιγράφει την νταντά). Η ασθενής επέστρεψε στην Ευρώπη για να πάει σχολείο και πρακτικά ξέχασε την παιδική της ηλικία, περιλαμβανόμενης της απόλυτης ευχέρειας της στα Μαλάι. Στην διάρκεια της ανάλυσης, τα όνειρα της ασθενούς περιλάμβαναν εικονογραφία χαρακτηριστικού ινδονησιακού τύπου. Ο Jung ανέφερε πως η «ταντρική φιλοσοφία» (που είχε αρχίσει να διαβάζει όταν έγραψε το κείμενο) ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στο να κατανοήσει την δυναμική της υπόθεσης. Σε κάποιο σημείο της διάρκειας της υπόθεσης, ο Jung σχολιάζει πως η ασθενής είχε «απορροφήσει την τοπική δαιμονολογία με το γάλα της ayah». Εδώ ξανά, το επιχείρημαδεν βασίζεται στην φυλή αλλά στην ιδέα πως η «γη και ο τοπικός πολιτισμός αποτελούν τη μήτρα από την οποία εξελισσόμαστε», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Loomis. Για τον Jung, γη συν κουλτούρα ισοδυναμεί με έθνος.

Κατά την άποψη μου, η άποψη του Jung για τις σχέσεις μεταξύ ενός έθνους και των ατόμων που είναι μέρος είναι κάπως απλουστευτική. Για παράδειγμα, συχνά λέει πως «τα έθνη αποτελούνται από άτομα» ή πως «Η ψυχολογία του ατόμου αντικατοπτρίζεται στην ψυχολογία του έθνους. Θέσεις όπως αυτή αποτελούν την βάση του επιχειρήματος του Jung πως υπάρχει μια «ψυχολογία του έθνους». Ωστόσο, ήδη από το 1921, ο Αυστριακός συγγραφέας και κριτικός Robert Musil τόνισε πως η ιδέα ότι «Η θέληση του έθνους δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο των ατόμων δεν είναι κάτι το καινούριο…. Ένας λαός είναι το άθροισμα των ατόμων συν η οργάνωση τους… αυτή η οργάνωση έχει ανεξάρτητη ζωή από πολλές απόψεις».

Στο ίδιο άρθρο, με τίτλο «’Έθνος’ ως ιδανικό και πραγματικότητα», ο Musil κάνει μια εντυπωσιακή διάκριση μεταξύ έθνους, που δεν αποτελείται απλά από άτομα, και μιας φυλής που, κατά την άποψη του, «αποτελείται από άτομα». Το επιχείρημα του Musil είναι πως το πέρασμα του γενετικού υλικού μέσα από πολλές γενιές πραγματοποιείται μόνο μέσα και ανάμεσα από άτομα. Δηλαδή, καμιά κοινωνική οργάνωση δεν χρειάζεται να εμπλακεί: «Η φυλή είναι τελικά παρούσα επειδή δεν μπορεί να είναι κάπου αλλού, όπως η βροχή είναι εκεί όταν σταγόνες πέφτουν από τον ουρανό».

Ο Musil επίσης κάνει την παρατήρηση πως αυτό που συμβαίνει συχνά είναι πως ένα είδος σκέψης κατάλληλο για την ανάλυση μιας σταθερής κατηγορίας (όπως η φυλή) χρησιμοποιείται σε ακατάλληλο υποθετικό πλαίσιο για ένα ιδιαίτερα ευμετάβλητο κοινωνικό κατασκεύασμα (όπως το έθνος). Αν και η ίδια η «φυλή» είναι πολιτισμικά δημιουργημένη κατηγορία, είναι ξεκάθαρο που θέλει να καταλήξει ο Musil και μπορούμε να δούμε την σχέση της θέσης του αναφορικά με την σκέψη του Jung σχετικά με την εθνική ψυχολογία. Στο βαθμό που η φυλή σημαίνει, ή έχει καταλήξει να σημαίνει, κάτι βιολογικά καθορισμένο, πρέπει να διακριθεί από έννοιες όπως το «έθνος». Γιατί, στο επίπεδο του έθνους, δεν υπάρχουν αντιστοιχίες με την ύπαρξη γενετικά καθορισμένων χαρακτηριστικών της φυλής (για παράδειγμα, χρώμα του δέρματος). Για ακόμη μια φορά, αναλύοντας τις ιδέες του Musil, μπορούμε να δούμε πως ο Jung δεν ήταν απλά «άνθρωπος της εποχής του» τον οποίο είναι ανόητο να αντικρούσουμε με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης· άλλοι στοχαστές είχαν διαφορετικές απόψεις εκείνη την εποχή.

Επιπλέον ο εθνικισμός, έχει ως κοινωνικές και πολιτικές λειτουργίες του την υπέρβαση των ατομικών διακρίσεων (συχνά περιλαμβάνοντας την υπέρβαση των αποκαλούμενων φυλετικών διαφορών μέσα σε ένα μοναδικό κράτος). Κάθε άλλο από το να είναι φαινόμενο που είναι κάπως δευτερεύων στο άτομο, το έθνος βάζει την υπογραφή του πάνω της ή του μέσα από την ιδεολογία και τις δομές εξουσίας του – ένα σφιχτά υφασμένο δίχτυ από υποθέσεις για την κοινωνία και την θέση του ατόμου μέσα της, σχετικά με την ηθική, σχετικά με τους κανόνες και τα πλαίσια συμπεριφοράς, για την πολιτική και την ίδια την ζωή. Αν και ο εθνικισμός απαιτεί την εξίσωση κράτους και λαού, το ένα δεν «αποτελείται» από το άλλο και να λέμε πως είναι πέφτε θύμα μιας ψευδούς συνείδησης. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ορίζοντας τις διαφορές μεταξύ «έθνους», «κράτους» και «λαού» είναι ακόμη ακανθώδες πρόβλημα. Η διαιρεμένη κατάσταση της Γερμανίας αναφέρονταν ως «δυο κράτη, ένα έθνος».

Η σύγχρονη εκδοχή του «έθνους» προέρχεται από τα τέλη του 18ου και πρώιμου 19ου αιώνα. Η ιδέα σταδιακά εξελίχθηκε πως η εθνικότητα είναι φυσικό κτήμα όλων και ένα πρόσωπο μπορούσε να συμμετέχει στην αστική και πολιτική ζωή μόνο ως μέρος ενός έθνους. Έχει ειπωθεί πως μόνο όταν η μεγάλης κλίμακας αποικιοκρατία προκάλεσε συναντήσεις σε μαζικό επίπεδο με άλλες κουλτούρες, ήταν που γεννήθηκε η ιδέα του έθνους, το «Άλλο» ορίζει το «Ίδιο» ως έθνος. Όπως και η πολιτική πίστη μέχρι τώρα δεν καθορίζονταν από την εθνικότητα, έτσι ο πολιτισμός δεν θεωρούνταν ως εθνικά ορισμένος. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα, ο πολιτισμός όριζε τον εαυτό του θρησκευτικά, και στην ύστερη περίοδο της Αναγέννησης, οι κλασικοί πολιτισμοί της Ελλάδας και της Ρώμης έγιναν τα μέτρα σύγκρισης. Όταν ο πολιτισμός άρχισε να ορίζεται στη βάση της εθνικότητας, έγινε για πρώτη φορά αισθητή η ανάγκη να μορφώνονται οι άνθρωποι στη μητρική τους γλώσσα και όχι στις γλώσσες άλλων πολιτισμών. Ποιητές και δάσκαλοι άρχισαν να τονίζουν τον πολιτισμικό εθνικισμό. Μεταρρύθμισαν την εθνική γλώσσα, την εξύψωσαν σε λογοτεχνική θέση, και δόξασαν το παραδοσιακό παρελθόν της δικής τους κουλτούρας για εθνικιστικούς σκοπούς.

Το γερμανικό έθνος, ως πολιτιστικό και πολιτικό φαινόμενο, δεν υπήρχε πριν την εμφάνιση της Πρωσίας στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο γερμανικός πολιτιστικός εθνικισμός έχει απεικονιστεί ως η επιβολή του ενστίκτου πάνω στο λόγο· η εξουσία της ιστορικής παράδοσης πάνω στον εκσυγχρονισμό και την δημοκρατία· των ιστορικών διαφορών μεταξύ εθνών πάνω από τις κοινές τους επιδιώξεις (η Γερμανία είναι μόνο ένα παράδειγμα), βλέπουμε πως εμπλέκονται πολύ περισσότερα από ότι απλά η έμφαση στην γεωγραφική μονάδα. Επίσης βλέπουμε μια έμφαση σε ένα είδος ηθικής αρχής, ή τουλάχιστον ηθικής έκφρασης, και συνήθως αυτό διατυπώνεται με συγκριτικούς (και αυτό-επαινετικούς) όρους: οι στρατιώτες μας είναι οι γενναιότεροι, η ποιότητα της οικογενειακής μας ζωής είναι η υψηλότερη, , έχουμε το καλύτερο σύνταγμα ή βασιλική οικογένεια, έχουμε ειδική σχέση με ανώτερες δυνάμεις, τα προϊόντα μας είναι της καλύτερης ποιότητας, το πείσμα μας είναι το μεγαλύτερο. Με άλλα λόγια, ο εθνικισμός πάντα περιλαμβάνει μια μορφή ψυχολογικής έκφρασης και αυτό-χαρακτηρισμού. Συνεπάγεται, λοιπόν, πως ο εθνικισμός ζητά τις υπηρεσίες των ψυχολόγων, που πρόθυμα υποκύπτουν στην ιδέα πως αυτό το συγκεκριμένο πολιτισμικό εγχείρημα απαιτεί την βοήθεια τους.

Είναι η άποψη μου πως, στο πρόσωπο του C.G. Jung, ο εθνικισμός βρήκε τον ψυχολόγο του και πως, παρά το θεωρητικό του ενδιαφέρον για την φυλή, είναι ως ψυχολόγου της εθνικότητας που πρέπει να αντιληφθούμε τις πολιτικές δηλώσεις του Jung. ήταν ψυχολόγος που πρόσφερε το κύρος του στον εθνικισμό, και έτσι νομιμοποιώντας ιδέες έμφυτων, ψυχολογικών διαφορών μεταξύ των εθνών. Ο «πανψυχισμός» του Jung, η τάση του να βλέπει όλα τα εξωτερικά συμβάντα με όρους εσωτερικών, συνήθως αρχετυπικών, δυναμικών, η παράβλεψη στα γραπτά του των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και ιστορικών παραγόντων, βρίσκουν την πιο ακραία έκφραση τους στην φράση «η ψυχολογία του έθνους». Με αυτή την γνώση στο νου, οι προσβλητικές γενικεύσεις του Jung μπορούν να ιδωθούν υπό νέο φως. Μετά βίας υπάρχουν αναφορές στα σε «Άριους» στα Άπαντα του Jung. υπάρχουν όμως πολυάριθμες αναφορές στη Γερμανία και, πραγματικά, στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Υπάρχει επίσης συχνή χρήση της λέξης «γερμανικός» και με μια πρώτη μνατιά μπορεί να θεωρηθεί πως ο Jung έκανε μια σημαντική διάκριση μεταξύ της Γερμανίας, του εθνικού κράτους, και της γερμανικής κουλτούρας, μια αναγνωρίσιμη, κοινοτική, και εθνική παράδοση που εδραιώθηκε σε πολύ μεγάλη χρονική περίοδο, στην οποία ο Jung ήταν αφοσιωμένος επειδή αποτελούσε την βασική του πολιτισμική πηγή. Αν ο Jung έκανε σταθερά αυτή τη διάκριση, θα ήμασταν σε θέση να διακρίνουμε ξεκάθαρα τις φυλετικές από τις εθνικιστικές τάσεις στη σκέψη του.

Δυστυχώς, η κατάσταση είναι ιδιαίτερα μπερδεμένη, και αυτό το μπέρδεμα δεν μπορεί να αποδοθεί εξολοκλήρου στον Άγγλο μεταφραστή του Jung. Στο ευρετήριο του δέκατου τόμου των Gesammelte Werks, υπό το «Germanisch» βρίσκουμε «s. auch Deutschlend». Στο «Βόταν», που είναι το κείμενο του Jung που αυτή η διάκριση είναι πιθανώς περισσότερο απαραίτητη, βρίσκουμε μια πρόταση που έχει μεταφραστεί σωστά με τον παρακάτω τρόπο: «Ο Βόταν είναι γερμανικό σημείο αναφοράς υψίστης σημασίας, η πιο αληθινή έκφραση και αξεπέραστη προσωποποίηση μιας θεμελιώδους ποιότητας που είναι χαρακτηριστική των Γερμανών». Παρακάτω, στην παράγραφο 391, βρίσκουμε μια αναφορά «στους Γερμανούς που ήταν ενήλικες το 1914» έτσι μοιάζει πως ο Jung είχε συγκεκριμένη ιστορική και γεωγραφική οντότητα στο νου του όταν γράφει για Γερμανούς και Γερμανία. Σε κάποιο σημείο στα Άπαντα, στον δέκατο τόμο, παράγραφο 19, ο Jung αναφέρει ακόμη και τον ίδιο ως «γερμανικό», αν ακολουθήσουμε την αρχική γερμανική γλώσσα. Όμως μετά το πόλεμο (και ακόμη πρίν από αυτόν), ο Jung συχνά υπενθύμιζε πως ήταν Ελβετός, σε αντιδιαστολή με το να είναι Γερμανός. Συνεπάγεται πως τα σύγχρονα έθνη ήταν υπήρχαν στο μυαλό του, όπως και μεγάλης κλίμακας υπερεθνικές πολιτισμικές ομαδοποιήσεις.

Η αντίληψη και η τοποθέτηση του Jung ως ψυχολόγου των εθνών δεν εξαφανίζει το πρόβλημα του ρατσισμού του. Πιστεύω όμως πως ο εθνικισμός του είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας στην κατανόηση της θεωρητικής αλληλοεπικάλυψης, που συχνά συμβαίνει σε σε αισθητικό όπως και σε στοχαστικό επίπεδο, μεταξύ του Jung και εκείνων των Ναζί που συχνά διαβεβαίωνε πως δεν έχουν την πολιτική του στήριξη και που, μαζί με άλλους πολίτες των Δυτικών δημοκρατιών, μισούσε και φοβόταν δίχως να το κρύβει.

Ο Jung έμπλεξε λιγότερο εξαιτίας της πολιτικής του όσο εξαιτίας της φιλοδοξίας του να γίνει ψυχολόγος των εθνών. Έχουμε ήδη δει πόσο περίπλοκες είναι οι ιστορικές, οικονομικές, πολιτικές, και πολιτισμικές δυνάμεις που συμμετέχουν στην δημιουργία του έθνους και του εθνικισμού του. Το λάθος του Jung ήταν το να επεκτείνει το ρόλο του ως ψυχολόγου στο βαθμό που μοιάζει να θεωρεί το έθνος ως ένα αποκλειστικό ψυχολογικό γεγονός προς παρατήρηση αποκλειστικά υπό ψυχολογική σκοπιά. Η άκριτη ψυχολογικοποίηση του Jung φαίνεται από την θετική του υποδοχή των κάπως εκκεντρικών βιβλίων του Κόμη Hermann Keyserling, δύο εκ των οποίων έκανε την ανασκόπηση στις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Στα δημοφιλή αυτά έργα, ο Keyserling υποστήριξε πως κάθε έθνος έχει ένα ορισμένο ψυχολογικό χαρακτήρα και πως το καθένα προσθέτει κάτι σε ένα είδος παγκόσμιας προσωπικότητας. Σε μια από αυτές τις ανασκοπήσεις ο Keyserling γράφει πως «το ‘έθνος’ (όπως το ‘κράτος’) είναι μια προσωποποιημένη έννοια που αντιστοιχεί στη πραγματικότητα μόνο με μια ξεχωριστή μικροδιαφορά της ανθρώπινης ψυχής…. [Το έθνος] δεν είναι παρά ένας σύμφυτος χαρακτήρας».

Ο Jung είχε επηρεαστεί επίσης από τον C.G. Carus, τον Γερμανό ρομαντικό φιλόσοφο του πρώιμου 19ου αιώνα, που πίστευε πως η σχέση της διαδρομής του ηλίου από κάθε περιοχή επηρέαζε τον χαρακτήρα εκείνων που ζούσαν εκεί. Σύμφωνα με τον Carus, έναν από τους πρώτους διαμορφωτές της ιδέας του ασυνείδητου, νέοι κάτοικοι μιας γεωγραφικής περιοχής αποκτούν τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων, άσχετων με αυτούς, κατοίκων. Με αυτή την υπόθεση, η κατοχή γης, που είναι κεντρική για την έννοια του έθνους, ανυψώνεται σε μυστηριακό επίπεδο. Εδώ θα έλεγα πως ο Jung ακολούθησε τον Carus μάλλον πολύ πιστά, όπως σε παρατηρήσεις του σχετικά με το «μυστήριο» που εντοπίζεται στο χώμα μιας χώρας. Οι Γερμανοί σύμφωνα με τον Carus, αποκτούν και ανακεφαλαιώνουν την εξέλιξη και τα επιτεύγματα των Καυκάσιων, Περσών, Αρμένιων, Σημίτων, Πελασγ.ων, ετρούσκων, Θρακών, Ιλλύριων, Ιβέριων, Ρωμαίων και Κελτών. Ο Carus δεν προωθεί κάποια φυλετική θεωρία, γιατί κυριολεκτικά η βιολογία δεν παίζει ρόλο στις θέσεις του. Για τον Carus, αν και ήταν φιλόσοφος, και για το μαθητή του Jung, το ενδιαφέρον βρίσκεται στην ψυχολογία, όχι στην βιολογία.

Ο Jung όμως προχώρησε τόσο μακριά προς αυτή την κατεύθυνση που οι ιδέες του για την εθνική ψυχολογία εκφυλίζονται σε κάτι λίγο παραπάνω από επιπόλαια τυπολογία. Η μέθοδός του είναι να δημιουργήσει λίστες χαρακτηριστικών που χρησιμεύουν ως αφετηρία προς ένα ορισμό – του Γερμανού ή του Εβραίου – η ίδια ακριβώς μέθοδος που χρησιμοποίησε για να ορίσει τα ψυχολογικά γνωρίσματα των δυο φύλων. Η προσοχή του Jung είναι εστιασμένη στο προκαθορισμό της διαφοράς μέσω μιας ταξινόμησης χαρακτηριστικών. Δεν αναφέρει πολλά για την εμπειρία της βίωσης της διαφοράς. Όπως και με τα φύλα, βλέπουμε τον Jung να προωθεί μια νοοτροπία συμπληρωματικότητας έτσι ώστε οποιεσδήποτε δυο αντίθετες λίστες να μπορούν να συνδυαστούν και να παράξουν μια απόλυτα υπέροχη φαινομενικά «ολότητα». Ο Εβραίος και ο Γερμανός μοιάζουν να αποτελούν τα δυο μισά ενός όλου: ο λογικός, εκλεπτυσμένος, μορφωμένος κάτοικος της πόλης που συμπληρώνει τον παράλογο, ενεργητικό, γήινο χωρικό-πολεμιστή. Αυτή η φαντασία των «αντιθέτων» παρουσιάζεται κάπως πραγματική, σα να αποκαλύπτεται από κάποια εμπειρική, ψυχολογική μέθοδο. Σε κανένα σημείο δεν παραδέχεται ο Jung πως είναι μέρος μιας μυθοποιητικής διαδικασίας, ούτε αναφέρει χρήση με μεταφορικό τρόπο.

Είναι αυτό στα αλήθεια ψυχολογία, ή είναι η χρήση ψυχολογικής ορολογίας και του κύρους του Jung ως κορυφαίου ψυχολόγου για να μετατραπεί αστήρικτη, προκατάληψη και επιθυμία σε οριστική, τυπολογική θέση; Θα επιστρέψω στο ερώτημα αυτό στο δεύτερο μέρος, τώρα όμως θα ήθελα να ζητήσω από τους αναγνώστες μου να κρατήσουν στο νου τους για λίγο την ιδέα του Jung ως ψυχολόγου των εθνών, έτσι ώστε στο δεύτερο μέρος να στρέψω την προσοχή μου σε συγκεκριμένες σχετικές πτυχές των θεωριών του Adolf Hitler. Να θυμάστε συζητάμε για την υπερτροφία της ψυχολογίας, του επεκτατισμού της, της αναζήτησης της για Lebensraum, «ζωτικό χώρο».

ΙΙ

Ο Jung, ο Hitler και η Ψυχολογία του Έθνους

Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως ο Hitler δεν θεωρούσε την Γερμανία ως αποτελούμενη πλήρως από «Άριους». Αντίθετα, ήλπιζε να αυξήσει το άριο ποσοστό του πληθυσμού μέσω γενετικής επιλογής, απέλαση και εξόντωση. Όπως όμως έχω αναφέρει στο 1ο Μέρος, σε όλα τα κείμενα του Hitler είναι ξεκάθαρο πως υπάρχει ένα έντονα εθνικιστικό όσο και ρατσιστικό στοιχείο στη σκέψη του. (Αυτό είναι επίσης αλήθεια γενικότερα για τον αντισημιτισμό του 19ου και 20ου αιώνα – βλέπε υπόθεση Dreyfuss).

Ξαναδιαβάζοντας τον Hitler ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια απόλυτα παρανοϊκή λογική. Ο Hitler θεωρούσε το σύνολο της ιστορίας ως πάλη μεταξύ αντίπαλων εθνών για ζωτικό χώρο και, εν τέλει, για παγκόσμια κυριαρχία. Οι Εβραίοι, σύμφωνα με τον Hitler (που το πήρε από τον Lueger), αποτελούν έθνος και συμμετέχουν σε αυτούς τους αγώνες με πρωταρχικό σκοπό την παγκόσμια κυριαρχία. Ο Hitler το πίστευε αυτό επειδή οι Εβραίοι δεν διέθεταν ζωτικό χώρο, μια αναγνωρίσιμη, γεωγραφική εντοπιότητα. Για αυτό είναι ο κόσμος ή τίποτα για αυτούς. Στην πράξη, για τον Hitler, ο εθνικισμός των Εβραίων είναι «η απεθνικοποίηση, το μπαστάρδεμα των άλλων εθνών». Το εβραϊκό έθνος πετυχαίνει το στόχο του για παγκόσμια κυριαρχία μέσω της απεθνικοποίησης των κρατών που ήδη υπάρχουν και επιβάλλοντας ένα ομοιογενή «εβραϊκό» χαρακτήρα πάνω τους – για παράδειγμα, με τον διεθνή καπιταλισμό και από τον εξίσου διεθνή κομμουνισμό. Έτσι στη σκέψη του Hitler, υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ της υγειούς εθνικότητας και του καταστρεπτικού της εχθρού, των Εβραίων. (Παρεμπιπτόντως, αυτό το ζήτημα της εθνικότητας των Εβραίων είναι ακόμη σημαντικό ζήτημα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της πολιτικής της Μέσης ανατολής, όπως μου υπενθύμισε η προσωπική αλληλογραφία του Dreyfuss).

Έτσι, μια σημαντική πτυχή στη σκέψη του Hitler είναι πως οι Εβραίοι αντιπροσωπεύουν μια απειλή στον αναπόφευκτο και υγιή αγώνα των διαφορετικών εθνών για παγκόσμια κυριαρχία. Υπάρχει μια άβολη ηχώ στη σκέψη του Hitler της άποψης του Jung πως κάθε έθνος έχει διαφορετική και αναγνωρίσιμη δική του ψυχολογία, με κάποιο μυστήριο τρόπο, ένα έμφυτο παράγοντα. Η απλή σύγκριση αυτών των δυο θέσεων θα ήταν απαράδεκτη και σίγουρα δεν είναι πρόθεση μου να κάνω άμεση σύγκριση μεταξύ του Hitler και του Jung, ούτε να πω πως ο Hitler επηρέασε τον Jung. Αν όμως προχωρήσουμε στην εξερεύνηση της θέσης των Εβραίων στην ψυχική οικολογία του Jung, για να προσπαθήσουμε να που τοποθετούνται στην εικόνα του για το κόσμο, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε αν υπάρχει μια ομοιότητα στην υποδομή των δυο υποθέσεων σχετικά με τα έθνη, την ιστορία, και τον πολιτισμό σε αυτές τις δυο απόψεις. Γιατί πρόθεση μου είναι να δω αν υπάρχει κάτι στην σκέψη του Jung για τους Εβραίους που τον οδηγεί αναγκαστικά στον αντισημιτισμό, αναγκάζοντας γυναίκες και άνδρες να εγκαταλείψουν το ενδιαφέρον τους στην αναλυτική ψυχολογία.

Η άποψη μου είναι πως οι έννοιες του έθνους και της εθνικής διαφοράς δημιουργούν μια μια διεπαφή μεταξύ του χιτλερικού φαινομένου και της ψυχολογικής προσέγγισης του Jung προς την κουλτούρα. Γιατί, ως ψυχολόγος των εθνών, η θεωρία του Jung απειλούνταν από την ύπαρξη των Εβραίων, αυτού του παράξενου έθνους δίχως πατρίδα και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα λόγια του Jung το 1918, στερούμενου μια χθόνιας ιδιότητας, μιας καλής σχέσης με την γη. Η συνολική προσέγγιση του Jung στην ψυχολογία του έθνους απειλούνταν από αυτό το έθνος δίχως πολιτισμικές φόρμες – δηλαδή, δίχως εθνικές πολιτισμικές φόρμες – που να είναι του ίδιου, και ως εκ τούτου, κατά τα λόγια του Jung το 1933, να απαιτεί ένα «έθνος ξενιστή». (Μια αναλυτικότερη ανάλυση της διαφοράς μεταξύ «κουλτούρας» και «πολιτισμικής φόρμας» ακολουθεί παρακάτω).

Αυτό που συγκεκριμένα απειλεί τον Jung μπορεί να εντοπιστεί με προσεκτική διερεύνηση αυτού που εννοεί όταν περιγράφει, όπως κάνει συχνά, την «εβραϊκή ψυχολογία». Η χρήση του όρου είναι δραματικά μεταβαλλόμενη.

Αρχικά υπάρχει η εβραϊκή ψυχολογία που ορίζεται ως τα τυπικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά που εντοπίζονται σε ένα πρόσωπο εβραϊκής καταγωγής, και που δεν βρίσκονται σε τυπικά μέλη μιας άλλης εθνικής ή φυλετικής ομάδας. Ο Jung ισχυρίζεται πως κάθε ανθρώπινο ον επηρεάζεται από το υπόβαθρο του ή της, και αυτό οδηγεί σε κάθε είδους προκατάληψη και υποθέσεων: «κάθε παιδί ξέρει πως η διαφορά υπάρχει». Κάποιος μπορεί να διαφωνεί ή να συμφωνεί με τις απόψεις του Jung πάνω στο πως είναι η ψυχολογία των Εβραίων· ήδη έχω πει πως δεν θεωρώ τέτοιες απόψεις ως ψυχολογικές από επαγγελματικής πλευράς. Η παρατήρηση πως υπάρχουν διαφορές στην πολιτισμική παράδοση δεν είναι το ίδιο με την βεβαιότητα πως υπάρχουν διαφορές στην ίδια την διαδικασία της ψυχολογικής λειτουργίας και δεν πιστεύω πως ο Jung κατορθώνει να αποδείξει την δεύτερη βεβαιότητα.

Η δεύτερη χρήση του όρου «εβραϊκή ψυχολογία» από τον Jung έχει μια εντελώς διαφορετική και μια πιο προκλητική προέκταση. Εδώ αναφέρεται στα συστήματα ψυχολογίας που αναπτύχθηκαν από εβραίους όπως οι Freud και Adler, συστήματα που αξιώνουν οικουμενική εφαρμογή και αλήθεια. Μια τέτοια ψυχολογία, είναι «ισοπεδωτική ψυχολογία» στο ότι υπονομεύει την ιδέα των εθνικών διαφορών. Αυτού του είδους ψυχολογία έκανε λάθος με το να εφαρμόσει «αδιακρίτως εβραϊκές ταξινομήσεις… στη γερμανική και σλαβική χριστιανοσύνη». Αισθανόμαστε τον πειρασμό να κάνουμε το «ασυγχώρητο λάθος της αποδοχής των συμπερασμάτων της εβραϊκής ψυχολογίας ως γενικά έγκυρα». Δεν είναι η ψυχανάλυση του Freud που είναι το πρόβλημα εδώ, αλλά η εβραϊκή ψυχανάλυση – ένα μάλλον διαφορετικό πράγμα.

Στο σημείο αυτό πρέπει να εισαγάγουμε την τέταρτη ομάδα στο δράμα που κυκλώνει τον Jung – τους φροϋδικούς – και να τους προσθέσουμε στους Ναζί, τους Εβραίους και τους γιουνγκιανούς. Λέει ο Jung πως οι θεωρίες της ψυχανάλυσης αντικατοπτρίζουν την εβραϊκή ψυχολογία, εννοώντας, τυπικά εβραϊκά χαρακτηριστικά, παράδειγμα των οποίων αποτελεί ο ίδιος ο Freud; Αν ναι, τότε σίγουρα πάει πολύ πιο πέρα από την συνηθισμένη θέση του πως κάθε ψυχολογική θεωρία είναι «υποκειμενική ομολογία». Ακόμη και η γεμάτη προκατάληψη τριβή μεταξύ Jung και Freud, που αναμφίβολα υπήρξε, δεν θα εξηγούσε γιατί, για τον Jung, έγινε ο μοναδικός τρόπος ανάγνωσης από πλευράς του της ψυχανάλυσης στο σύνολο της. Φαίνεται, πως για τον Jung, υπάρχει ένα επιπλέον συστατικό: οι Εβραίοι ως ομάδα, τυποποιημένοι από την φροϋδική ψυχανάλυση αντιπροσωπεύουν ένα ρεύμα ψυχολογικής απεθνικοποίησης, ισοπεδώνοντας κάθε ψυχολογική διαφορά. Η ψυχανάλυση ως εκ τούτου καταλαμβάνει ένα χώρο μέσα στο νου του Jung ανάλογο με το τόπο που καταλαμβάνεται στο νου του Hitler από το καπιταλισμό και τοπ κομμουνισμό. Οι μεγάλοι φόβοι είναι, αντίστοιχα, της «ισοπέδωσης» και της «απεθνικοποίησης». Ο Jung και ο Hitler αντιδρούν στους εβραίους με διαφορετικούς τρόπους, αλλά ο ισοπεδωτικός στόχος της εβραϊκής ψυχολογίας και ο απεθνικοποιητικός στόχος της εβραϊκής πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας αντιπροσωπεύουν μια παρόμοια απειλή για το καθένα τους. Έτσι αναπτύσσεται ένα παρόμοιο επιχείρημα.

Για τον Hitler, η άποψη παίρνει την μορφή της επικέντρωσης πάνω σε ένα «εβραϊκό» πνεύμα, που δρα σαν λοιμώδης βάκιλος, υπονομεύοντας την ίδια την ιδέα του έθνους. Για τον Jung, η άποψη παίρνει την μορφή μιας εστίασης σε μια εβραϊκή ψυχολογία, ικανή να επιβληθεί σε άλλες εθνικές ομάδες και, πάνω από όλα, σε όλες τις άλλες εθνικές ψυχολογίες. Ο Jung φοβόνταν πως οι Εβραίοι – ο Freud (και ο Adler) και οι οπαδοί τους – θα κυριαρχούσαν στην ψυχολογία, αγνοώντας την δικαιωματική θέση στην γερμανική ρομαντική φιλοσοφία. Αυτή θα ήταν ο αναπόφευκτος σφετερισμός ενός λαού δίχως εθνική πατρίδα ή δικό τους έθνος. Ο ψυχολογικός επεκτατισμός του Jung μπορεί να αντιμετωπιστεί ως συμπληρωματικός στον γεωπολιτικό επεκτατισμό του Hitler. Ο πρώτος προκύπτει από την άποψη του Jung πως η ψυχολογία χρειάζονταν να διασωθεί από τον κίνδυνο που αποτελούσε η «εβραϊκή ψυχολογία». Ο δεύτερος προκύπτει από την άποψη του Hitler πως η Ευρώπη χρειάζονταν να διασωθεί από τον κίνδυνο που αποτελούσαν ο «εβραϊκός κομμουνισμός» ή ο «εβραϊκός καπιταλισμός».

Σε κάποιο σημείο ο Jung μοιάζει να κάνει στο μυαλό του μια άμεση σύνδεση μεταξύ της ψυχανάλυσης (την ανησυχία του) με τον κομμουνισμό (την ανησυχία του Hitler). Σε μια επιστολή το 1919 στην Sabina Spielrein, που δεν έχει εκδοθεί ακόμη στα αγγλικά αλλά είναι διαθέσιμη στα γερμανικά, ο Jung κατηγορεί τον Freud και τον Lenin στην ίδια πρόταση ως «διασπορείς του ρασιοναλιστικού σκότους που ίσως σβήσει τις μικρές λυχνίες του λόγου». Ο Jung δεν μπορεί να καταλάβει γιατί η Spielrein είναι τόσο αναστατωμένη με το θάνατο του Karl Liebknecht, του ηγέτη της κομμουνιστικής Spartakusbund στη Γερμανία που, μαζί με την Rosa Luxemburg, δολοφονήθηκαν τον Ιανουάριο του 1919. Αναφορικά με τις «λυχνίες του λόγου», ο Jung θα συνεχίσει λέγοντας πως «οποιοσδήποτε προδίδει αυτό το φως στην εξουσία ή την εξυπνάδα θα γίνει παράσιτο (Schadling)». Ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε τι είχε στο νου του ο Jung όταν γράφει για το Schadling στα 1919.

Είναι σε αυτό το γενικό πεδίο που ίσως καταλάβουμε την αντίδραση εκείνων που διαισθάνθηκαν τις άβολες ομοιότητες στα κείμενα του Jung με κάτι που ήδη έμαθαν να μισούν στον Hitler. Μόνο όταν έχουμε κατανοήσει την βάση, στο συλλογικό μυαλό, για την σύνδεση της σκέψης του Hitler με εκείνη του Jung μπορούμε να αρχίσουμε να εξηγούμε τις τρομερές αποκλίσεις ανάμεσα τους. Τότε μπορούμε να αποκαταστήσουμε την ανθρωπιά στο εντελώς διαφορετικό πολιτισμικό εγχείρημα του Jung.

Σχετικά με το ερώτημα της κατοχής εθνικής γης, ανέφερα προηγουμένως πως η χρήση από τον Jung του όρου «πολιτισμικές φόρμες» αντί του «κουλτούρα» είναι σημαντική. Μπορεί να φανεί πως, για τον Jung, τα στοιχεία που λείπουν από την εβραϊκή ιστορία και εμπειρία που θα την γέννηση εβραϊκών πολιτισμικών φορμών είναι εκείνα του έθνους και της γης. Σε μια επιστολή στον C.E. Benda το 1934 γράφει:

«Μεταξύ κουλτούρας και πολιτισμικών φορμών υπάρχει, όπως γνωρίζουμε, μια ουσιαστική διαφορά. Οι Ελβετοί για παράδειγμα, όπως σωστά παρατηρείς, είναι λαός με πολιτισμό αλλά όχι δικές τους πολιτισμικές φόρμες. Για αυτό, σωστά παρατηρείς, είναι απαραίτητες ορισμένες συνθήκες, όπως το μέγεθος ενός λαού και οι δεσμοί του με το έδαφος κλπ…. Ένας λαός δίχως δεσμούς με τη έδαφος, που δεν έχει ούτε γη ούτε και πατρίδα αποκαλείται κοινώς νομαδικός».

Γράφοντας στον James Kirsch την ίδια χρονιά, ο Jung τονίζει την σημασία της γης και της εθνότητας στην δημιουργία πολιτισμικών φορμών τονίζοντας πως οι εβραϊκές πολιτισμικές φόρμες μπορεί να εμφανιστούν στην Παλαιστίνη. Ο Jung κάνει την ενδιαφέρουσα παρατήρηση στην επιστολή του πως οι εβραίοι συχνά γίνονται οι φορείς και ακόμη και οι εκείνοι που προωθούν την κουλτούρα μέσα στην οποία ζουν, κάτι που ήταν απολύτως αληθές για την προπολεμική Γερμανία. Ωστόσο, πιστεύω πως πολλοί θα συμφωνούσαν πως σε εκείνη την περίοδο δεν γνώριζε πολλά για την εβραϊκή κουλτούρα για να κάνει κάποιους από αυτούς τους ισχυρισμούς. Όμως όσο και αν ισχύει αυτό, η ουσία εδώ ήταν να ξεκαθαριστεί η φύση της απειλής που αποτελούσαν οι Εβραίοι στην ιδέα του Jung για την εθνική ψυχολογική διαφορά.

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως οι διαφορετικοί αλλά παρόμοιοι φόβοι του Jung και του Hitler έχουν μπει τελευταία στην ακαδημαϊκή καθημερινότητα. Στο βιβλίο του Black Athena (1987) ο Martin Bernal υποστηρίζει πως, αντίθετα με την κοινή γνώση, ο κλασικός ελληνικός πολιτισμός έχει τις βαθύτερες ρίζες του στις αφροασιατικές και σημιτικές κουλτούρες. Οι επιρροές αυτές όμως συνήθως αγνοούνται – σύμφωνα με τον Bernal – για ρατσιστικούς λόγους. Επιπλέον, ο Bernal αμφισβητεί τον ισχυρισμό πως οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν αρχικά «Άριοι» που ταξίδεψαν στο νότο από το βορρά. Οι Έλληνες, που αγαπούσαν ο Jung, ο Neumann, ο Hilman κλπ., ήταν, για να το θέσουμε χοντροκομμένα, Αφρικανοί, Αιγύπτιοι, Φοίνικες, και Σημίτες.

Από το άλλο άκρο του ακαδημαϊκού φάσματος, γενετιστές ερευνητές έχουν κατορθώσει να συνδέσουν όλους όσους ζουν σήμερα με έναν πλήρως κοινό ανθρώπινο πρόγονο – «μια γυναίκα που ζούσε στην Αφρική 100000 με 300000 χρόνια πριν». Η θεωρία είναι γνωστή ως η Θεωρία της «Κιβωτού του Νώε». Το αντίγραφο που έχω αυτής της έρευνας καταλήγει «είτε κατάγονται όλοι, είτε όχι από μια πρόσφατη Αφρικανή Εύα… η θεωρία της Κιβωτού του Νώε δείχνει πως όλες οι σημερινές φυλές σχετίζονται στενά – τόσο στενά που μπορεί να υπάρχει μόνο μια ‘ανώτερη’ φυλή: η ανθρώπινη».

Jung και Ηγεσία

Έχω επικρίνει τον Jung για το ότι χρησιμοποιεί την ηγετική του θέση και την αυθεντία του στην ψυχολογία για μη ψυχολογικούς σκοπούς. Χρησιμοποίησα τις λέξεις «ηγετική θέση του Jung» εσκεμμένα για να θέσω το ερώτημα πως στέκονταν ο Jung σε σχέση με τη θεωρία και την πράξη της ηγεσίας. Το όλο αντικείμενο της ηγεσίας, όπως ήδη έχει αναφερθεί, σχηματίζει το δεύτερο ευρύ υπόβαθρο του υλικού μου.

Ότι ο Jung είχε την επιθυμία για ηγεσία και συμπεριφέρονταν ως ο ηγέτης ενός κινήματος προκαλεί ακόμη αντιπαραθέσεις μέσα στην αναλυτική ψυχολογία όταν τίθεται. Πολλοί γιουνγκιανοί αναλυτές, αναγνωρίζοντας τα ιδιαίτερα χαρίσματα του Jung, προσπαθούν να τον θέσουν πέρα από μια επιθυμία για εξουσία, και ως εκ τούτου, πέρα από τον οπορτουνισμό στον οποίο συχνά τον κατηγορούν πως υπέκυψε στις συναλλαγές του με το ναζιστικό καθεστώς που ρύθμιζε την ψυχοθεραπεία στην Γερμανία την δεκαετία του 1930. Αν κοιτάξουμε όμως στην προηγούμενη καριέρα του Jung, ο ρόλος που έπαιξε η ίδια επιθυμία του Jung για εξουσία στην ρήξη του με τον Freud συχνά υποτιμάται (και εδώ αναφέρομαι ψυχολογικά στον Jung τον άνθρωπο). Ο ίδιος ο Jung ήταν εμφατικός πως, αντίθετα από τον Freud, δεν είχε φιλοδοξίες να είναι ηγέτης και δεν ενδιαφέρονταν στο να δημιουργήσει μια σχολή ψυχολογίας, στο να διαδώσει ενεργά τις ιδέες του, ή να πάρει μέρος στην εκπαίδευση αναλυτών . στο Jung and the Post-Jungians (1985) θέλησα να δείξω πως ο Jung έδειξε πολλά από τα χαρακτηριστικά ενός τυπικού ηγέτη: μερικές φορές διατηρώντας την ηγεσία του με το να διαιρεί τους οπαδούς του, επιλέγοντας άτομα για ιδιαίτερη στήριξη (συχνά γράφοντας προλόγους στα βιβλία τους), και τελικά θέτοντας μάλλον αυστηρά ακαδημαϊκά κριτήρια για την επαγγελματική εκπαίδευση των αναλυτών. Το 1935, ο Jung ανέφερε ανοιχτά τους Δρς Kranefeldt, Heyer και Adler ως «μέλη της σχολής μου». Πως μπορούμε να συμφιλιώσουμε αυτή την επιδέξια της επιρροής του με την τον ισχυρισμό του Jung πως είναι ο μόνος γιουνγκιανός και την αντίστοιχη διακήρυξη του «Ευτυχώς είμαι ο Jung και όχι γιουνγκιανός»; Η άρνηση της ύπαρξης γιουνγκιανών από τον Jung συχνά επαναλαμβάνεται από εκείνους που σχετίζονται πιο στενά μαζί του. Πιστεύω πως ήταν η τεχνική του Jung να κολακεύει τους οπαδούς του υποστηρίζοντας πως δεν ήθελε μαθητές· έτσι αυτοί που σχετίζονταν με τον Jung δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι απλοί μαθητές.

Μπορεί να υποστηριχτεί πως ο Jung κατόρθωσε να υποβιβάσει τις ηγετικές του φιλοδοξίες στη σκιά του. Αν είναι έτσι, τότε βλέπουμε μια προστασία κάτι προσωπικού στο ενδιαφέρον του Jung προς τον Führer. Θέλω όμως να προσθέσω κάτι πιο προσωπικό από την «ακραία» υπόθεση ή το φτηνό ψυχολογικό χτύπημα πως ο Hitler ήταν η σκιά του Jung. η εικόνα του δικτάτορα μπορεί να τον εντυπωσίαζε δίχως απλά να είναι μια προβολή ανικανοποίητων αναγκών για αναγνώριση και κυριαρχία στην ψυχολογία του βάθους.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο Jung ήταν η βασική κινητήριος δύναμη στις προσπάθειες να ενωθούν οι ψυχοθεραπευτές πίσω από ένα κοινό πρόγραμμα και συνέταξε μια λίστα προτάσεων σχετικά με τη θεωρία και τη πράξη της ψυχοθεραπείας. Τα «Δεκατέσσερα Σημεία», επίσης γνωστά ως «Κοινές Απόψεις», ήταν η προσπάθεια του Jung να φέρει ενότητα στην ψυχολογία του βάθους. Μπορούμε να δούμε τώρα πως η φαινομενικά έμφυτη τάση της ψυχολογίας του βάθους να διασπάται σε αντιμαχόμενες ομάδες το έκαναν αυτό μια μάταιη ελπίδα, μιλώντας από πρακτική σκοπιά. Μπορούμε όμως εύκολα να αναρωτηθούμε για τις ιδεαλιστικές και ακόμη και αλαζονικές πτυχές της χρήσης της πολιτικής φράσης που έρχεται από την εποχή του σχηματισμού της Κοινότητας των Εθνών για να χαρακτηρίζουμε αυτή τη προσπάθεια. Ήταν μια προσπάθεια να γίνει η γιουνγκιανή ανάλυση η γενική ψυχιατρική; Ξέρουμε πως ο Jung ήθελε να είναι ο βασικός θεωρητικός της ψυχολογίας στην εποχή του. Θεωρούσε πως η προσέγγιση του στην ανάλυση εμπεριείχε εκείνη των Adler και Freud. Έτσι κάθε γιουνγκιανή ανάλυση θα συμπεριλάμβανε τα σχετικά χαρακτηριστικά μιας ανάλυσης από τις άλλες σχολές, αν και το σημαντικό τελικό στάδιο της ανάλυσης γνωστό ως «μεταμόρφωση» θεωρούνταν πως ήταν εφικτό μόνο με την προσέγγιση του Jung. αν τα Δεκατέσσερα Σημεία είχαν πιάσει, ο Jung θα είχε γίνει ο βασικός θεωρητικός της ψυχοθεραπείας συνολικά.

Έχοντας αυτές τις σκέψεις στο νου, μπορούμε να στρέψουμε την προσοχή μας στα σχόλια του Jung σχετικά με την πολιτική ηγεσία, για παράδειγμα στη διάσημη συνέντευξη από τον Δρ. Weizsacker στο Radio Berlin το 1933. Ο Jung είπε στους ακροατές του χρησιμοποιώντας την καίρια λέξη Führer, πως «κάθε μεγάλο κίνημα κορυφώνεται σε ένα ηγέτη». Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Jung πως το προαπαιτούμενο για επιτυχημένη ηγεσία είναι η αυτογνωσία: «Αν [ο ηγέτης] δεν γνωρίζει τον εαυτό του, πως θα οδηγήσει άλλους; Για αυτό ο πραγματικός ηγέτης είναι πάντα εκείνος που έχει το κουράγιο να είναι ο εαυτός του».

Ο Von der Tann έκανε μια προσεκτική γλωσσολογική ανάλυση των θέσεων του Jung στην συνέντευξη του. Ήταν μόλις το 1987 που το πλήρες γερμανικό κείμενο της συνέντευξης έγινε ξανά διαθέσιμο στο κοινό, και ένα σημαντικό αποτέλεσμα της έρευνας του Von der Tann είναι το να τονιστεί πως η αγγλική μετάφραση φιμώνει συνεχώς την εικονογραφία του Jung, κάνοντας τις θέσεις του περισσότερο πολιτικές και λιγότερο εμπρηστικές από ότι ήταν στην πραγματικότητα. Ο Von der Tann δείχνει πως σε πολλές περιπτώσεις ο Jung χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις που θα είχαν ιδιαίτερη σημασία για τους Γερμανούς ακροατές. Οι λέξεις και οι φράσεις αυτές θυμίζουν την ναζιστική ιδεολογία και προπαγάνδα και μπορεί αν θεωρηθεί πως αποτελούν μήνυμα: ο Jung συμφωνεί με αυτό που οι σημερινοί ηγέτες μας προσπαθούν να επιτύχουν.

Παραδόξως, βλέπουμε τον Jung να μιλά για τον Hitler σαν ο Hitler να μπορούσε να γίνει ηγέτης με συνείδηση της θέσης του, σαν ο Hitler να μπορούσε να γίνει ένας αναλυμένος ηγέτης. Από που προήλθε αυτή η ιδέα; Στους γιουνγκιανούς αναλυτές-υπό-εκπαίδευση υπενθυμίζεται συχνά πως ο Jung ήταν αυτός που ήταν ο πρώτος που επέμενε, το 1913, να αναλύεται ο μελλοντικός αναλυτής. Ανάμεσα στους πολλούς λόγους για αυτή την προϋπόθεση είναι η παρατήρηση πως ο ασθενής μπορεί να φτάσει τόσο μακριά όσο έχει φτάσει ο αναλυτής, υπό ψυχολογικής άποψης. Έτσι η νεύρωση του αναλυτή είναι η τροχοπέδη για την εξέλιξη του ασθενή – ή, όπως είπε ο Jung για τον ηγέτη, μεταφέροντας το αναλυτικό δόγμα στην πολιτική αρένα, «αν δεν γνωρίζει τον εαυτό του, πως θα οδηγήσει άλλους;». Στην συνέντευξη μπορούμε να ακούσουμε πως ο Jung συμφιλιώνει την φαινομενική αποδοχή του προς την Führerprinzip (την αρχή της αδιαφιλονίκητης αρχηγίας) με την προώθηση της ελβετικού τύπου δημοκρατίας που έκανε σε όλη του τη ζωή. Πραγματικά δεν μπορώ να σκεφτώ ένα καλύτερο σύντομο ορισμό της εξατομίκευσης από το «να έχεις το κουράγιο να είσαι ο εαυτός σου». Μοιάζει να υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ του αναλυτή και του πολιτικού ηγέτη στο μυαλό του Jung. Ο Jung έχει μεταφέρει την ψυχολογία στο πρώτο τραπέζι, στην παγκόσμια σκηνή.

Έχοντας στο νου την πολιτική του πνευματικού εγχειρήματος, θέλω να βρω αν υπάρχει κάτι κακό με ένα μεγάλο στοχαστή να προσπαθεί να επηρεάσει άλλους ανθρώπους, να προωθήσει το έργο του, και να είναι ηγέτης. Γιατί οι γιουνγκιανοί συνεχίζουν να αρνούνται το γεγονός πως ο Jung συμμετείχε ενεργά στην ιδεολογική αγορά – για παράδειγμα στην Γερμανία της δεκαετίας του 1930, όταν η απαγόρευση του Freud δημιούργησε ένα κενό στην ψυχολογία βάζουν; Προφανώς υπάρχει μια παράξενη επιμονή στην συντήρηση της δημόσιας εκδοχής του Jung για τον εαυτό του: μια απόκοσμη, ακόμη και εξώκοσμη, ποιητική διάνοια, αφελώς αδιάφορη ως προς τις θεσμικές δυναμικές του επαγγέλματός του, όπως και προς την πολιτική γενικότερα, ένας άνθρωπός που σχεδόν εξαναγκάστηκε να γίνει πρόεδρος της ΓΙΕΨ. Αρκεί να διαβάσει κανείς τις επιστολές μεταξύ Freud και Jung, στις οποίες ο Jung αποκαλύπτεται ως ενθουσιώδης «πολιτικός» της ψυχανάλυσης για να καταλάβει ποιός ακριβώς είναι αφελής. Εν τέλει, ο Jung δεν έδειξε κανένα δισταγμό όταν του ζητήθηκε από τον Freud να γίνει πρόεδρος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης.

Ο Jung σίγουρα δεν κυριαρχούνταν από την επιθυμία του για ηγεσία. Έμοιαζε να μπορεί εκτιμήσει πραγματικά τις οπτικές άλλων ανθρώπων και, πάνω από όλα, είχε μεγάλη ικανότητα ανοχής της αβεβαιότητας και του να μη ξέρει. Είναι ειλικρινής όταν λέει πως «η ομοφωνία θα έφερνε μόνο μονομέρεια και τέλμα» και πως χρειαζόμαστε πολλές θεωρίες πριν αποκτήσουμε «έστω μια αδρή εικόνα της περιπλοκότητας της ψυχής». Ο ελιτισμός όμως του Jung είναι πάντα μόλις κάτω από την επιφάνεια – η φύση είναι, εν τέλει, «αριστοκρατική». Η ιδέα της ηγεσίας (όπως και εκείνη του έθνους) σχηματίζει ένα κομμάτι του ψυχολογικού υπόβαθρου στην αλληλεπίδραση Ναζί, Εβραίων, Γιουνγκιανών και Φροϋδιανών που εξετάσαμε. Πραγματικά, σε κάποια μορφή αυτό το θέμα διατρέχει όλες αυτές τις ομάδες. Οι αξιώσεις των Νζί καταλήγουν στην εγκατάσταση του Führer και της τελικής λύσης· υπάρχουν οι πανάρχαιες αξιώσεις των Εβραίων στην ηθική πρωτοκαθεδρία ως ο εκλεκτός λαός· η φροϋδική «επιτροπή», που δημιουργήθηκε από τον Jones για να εξασφαλίσει πως οι αποστάτες δεν θα λαμβάνονταν σοβαρά υπόψιν, δείχνει τις φροϋδικές επιθυμίες για ηγεμονία· και ο Jung προσπάθησε να οργανώσει την παγκόσμια ψυχοθεραπεία υπό την «ουδέτερη» ηγεσία του.

Αναλυτική Ψυχολογία και Ανανέωση

Στο σημείο αυτό να επαναλάβω αυτό, που για εμένα, είναι το βασικό ερώτημα προς απάντηση σχετικά με τον Jung, τον αντισημιτισμό, και τους Ναζί. Υπάρχει κάτι στο συνήθη τρόπο σκέψης του Jung που να οδηγεί στον αντισημιτισμό; Πιστεύω πως υπάρχει – και εντοπίζεται στο τρόπο που ο Jung αναπτύσσει τις ιδέες του για το έθνος και την ηγεσία. Οι ιδέες αυτές είναι ιδεογράμματα με επιζήμια δυναμική και προσπάθησα να δείξω πως ο Jung τις χρησιμοποίησε με ανεπαρκώς κριτικό τρόπο.

Τι γίνεται όμως με το μέλλον της αναλυτικής ψυχολογίας; Συγκεκριμένα, τι γίνεται με το μέλλον της αναλυτικής ψυχολογίας – και της ψυχολογίας του βάθους γενικότερα – ως μέσου ανάπτυξης μιας ανάλυσης ή κριτικής της πολιτισμικής και πολιτικής διεργασίας;

Κάνοντας ανασκόπηση στην τραγική ιστορία της ψυχανάλυσης στη Γερμανία, ο Robert Wallerstein, ο τότε πρόεδρος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης, χρησιμοποίησε τις παρακάτω λέξεις: «πρέπει να υπογραμμίσουμε την έμμεση πρόσκληση (όχι, την απαίτηση) που όλοι εμείς στην ψυχανάλυση να σκεφτούμε από κοινού στο τι σημαίνει αυτό για την κοινή μας ανθρωπιά και που ταιριάζουν αποτελεσματικά οι ψυχαναλυτικές μας ταυτότητες». Παρομοίως, μπορούν οι αναλυτικοί ψυχαναλυτές να χρησιμοποιήσουν ψυχολογικές και κριτικές σκέψεις πάνω στο Jung, τον αντισημιτισμό και τους Ναζί με τέτοιο τρόπο ώστε να προκύψει κάποιο είδος προσωπικής και επαγγελματικής ανανέωσης; Μπορεί να οδηγήσει αυτό σε μια παραγωγική συμμετοχή της ψυχολογίας του βάθους στην δημόσια σφαίρα;

Από το θάνατο του Jung το 1961, η αναλυτική ψυχολογία έχει προσπαθήσει να ανανεώσει τον εαυτό της από τα έξω – μέσα από την επαφή με την ψυχανάλυση, την θρησκεία, την κλασική μυθολογία, ακόμη και την θεωρητική φυσική. Τι γίνεται όμως με την προσπάθεια ανανέωσης από τα μέσα, μέσα από την αναζήτηση εκείνων των ανακαλύψεων που προέρχονται από μια αυτόνομη, ψυχολογική και κριτική στάση απέναντι στα γεγονότα και τις ιδέες του παρελθόντος; Πιστεύω πως μια τέτοια ανανέωση δεν θα πραγματοποιηθεί μέχρις ότου οι γιουνγκιανοί να λήξουν το έργο τους του θρήνου για τον Jung. Αυτό θα οδηγήσει τελικά, στο να απαγκιστρωθούμε από αυτόν. Οι γιουνγκιανοί δεν είναι οι μόνοι που έχουν πρόβλημα στο να αποταυτοποιηθούν από τον σημαντικό άνθρωπο που κυριαρχεί ακόμη στην επιστήμη μας. Όπως ανέφερε ο Wallerstein, σε μια προεδρική απεύθυνση προς την φροϋδική ομάδα: «Για πολλούς ανάμεσα μας, ο Sigmund Freud παραμένει το χαμένο μας αντικείμενο, η απρόσιτη ιδιοφυία μας, ο θάνατος του οποίου ίσως να μην θρηνήθηκε σωστά, τουλάχιστον όχι σε συναισθηματική πληρότητα».

Μόνο όταν ο Jung, ο άνδρας, ο ελλαττωματικός (και για αυτό υπεραναλυμένος) ηγέτης, έχει θρηνηθεί μπορεί να διδαχτεί από τον «Jung», το κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο. Αν μπορούσε να γίνει αυτό, και αν στη συνέχεια προσπαθούσαμε να ιχνογραφήσουμε ένα πρόγραμμα ανανέωσης για την αναλυτική ψυχολογία, πως θα έμοιαζε αυτό το πρόγραμμα;

[…]

ΙΙΙ

Jung, Αντισημιτισμός και Ναζί

Το 1934 ο Matthias Göring και ο Jung συνυπέγραψαν έναν γενέθλιο χαιρετισμό προς τον Δρ. Robert Sommer που δημοσιεύτηκε στο Zentralblatt für Psychotherapie. Ο Sommer ήταν ένας από τους συνιδρυτές της ΓΙΕΨ το 1926 (επισημοποιήθηκε ιδρύθηκε το 1928) και ήταν υπεύθυνος για την πρόσκληση για συμμετοχή προς τον Jung to 1928 και να γίνει αντιπρόεδρος το 1930.

Σύμφωνα με τον Cocks, ο Sommer ήταν το «κινητήριο πνεύμα» πίσω από τις ιδέες να μεταφερθούν οι ιδέες «κοινωνικής και φυλετικής υγιεινής» στο πεδίο της ψυχικής υγείας. Το 1923 ο Sommer είχε ιδρύσει έναν οργανισμό με το όνομα Deutscher Verband für psychische Hygiene (Γερμανική Ένωση για την Ψυχική Υγιεινή). Στο γενέθλιο χαιρετισμό τους, οι Göring και Jung λένε πως αυτή η ομάδα ήταν «μια σχετικά μικρή ένωση πριν το σημείο καμπής, σήμερα είναι εξαιρετικής σημασίας». Το «σημείο καμπής» ήταν, φυσικά, ο ερχομός στην εξουσία των Ναζί.

Ο Göring και ο Jung συνεχίζουν εξυμνώντας το βιβλίο του Sommer, Familienforschung Vererbungs-und Rassenlehre (που μπορεί να αποδοθεί ως Οικογενειακές Μελέτες, Κληρονομολογία και Φυλετικολογία – ευτυχώς σήμερα δεν υπάρχουν όροι για τους δύο τελευταίους κλάδους). Συγκεκριμένα, επαινούν ένα νέο κεφάλαιο («ένα σημαντικό κεφάλαιο για την φυλετικολογία») του βιβλίου, που γράφτηκε το 1927 και προστέθηκε στο κείμενο του 1907 που προϋπήρχε. Με ενδιέφερε να μάθω γιατί, το 1934, οι Göring και Jung θα έφταναν στο σημείο να επαινέσουν ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο που προστέθηκε το 1927 σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1907. Ο Jung γνώριζε σίγουρα το βιβλίο του Sommer· το χρησιμοποίησε ως πηγή και στην αρχική και στην αναθεωρημένη εκδοχή του δοκιμίου του για τον πατέρα. Ωστόσο αυτό ήταν, και στις δυο περιπτώσεις, η πρώτη έκδοση του 1907. Αν στραφούμε στην δεύτερη έκδοση του 1927 και στο κεφάλαιο που ξεχώρισαν με τίτλο «Φυλετικολογία και φυλετική ιστορία», βρίσκουμε τίτλους ενοτήτων όπως «Οικογένεια και φυλή», «Η πρωταρχική Ευρωπαϊκή φυλή», «Οι παλαιότερες πολιτισμικές αξίες της Λευκής Φυλής», «Η Γερμανική ιστορία από την οπτική της μελέτης της οικογένειας και της κληρονομολογίας» και «φυλετικολογικές» δηλώσεις όπως αυτές:

«Υπάρχει εισβολή ξένου αίματος στην γερμανική φυλή (σ. 346)

Οι μορφολογικές διαφορές των ανθρώπινων φυλών βασίζονται εν μέρει σε αλλαγές του σχηματισμού του κρανίου (σ. 352)

Η μακροκεφαλία των αποκαλούμενων Νορδικών φυλών είναι μεγάλης σημασίας (σ. 352)

Ο τύπος της Νορδικής φυλής… αποτελεί αντίθεση… προς το προς τα πίσω κεκλιμένο μέτωπο των πρωτόγονων ανθρώπινων φυλών (σ. 352)

Συχνά ο σχηματισμός της μύτης χρησιμοποιείται ο φυλετικό κριτήριο στην ανθρώπινη ανθρωπολογία. Μια ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ευθεία ή ελαφρά τοξωτή μορφή της μύτης… Επιπλέον, γαμψή προέκταση θεωρείται ως… (σ. 354)

Πρόσφατα η έρευνα του αίματος έγινε ιδιαίτερης σημασίας για την φυλετικολογία (σ. 376)

Η πρακτική ψυχιατρική είναι… ιδιαίτερα συνδεδεμένη με την φυλετικολογία (σ. 376)

Η επιλογή των χαρισματικών πρέπει να γίνει (σ. 429)»

Όπως μπορούμε να δούμε, το όνομα του Jung συνδέεται άμεσα με τον τιμητικό χαιρετισμό μιας τέτοιας οπτικής. Στα προηγούμενα κείμενα μου, ανέλυσα το ζήτημα του αν ο Jung γνώριζε ή όχι τι δημοσιεύονταν στην Zentralblatt. Το 1934 ήταν ο μοναδικός αρχισυντάκτης και, από όσο μπορώ να βεβαιώσω, ποτέ δεν αντέδρασε στο ότι το κείμενο που συνυπέγραφε το πέρασε κρυφά ο Göring (όπως έγινε στην περίπτωση της δήλωσης φιλοναζιστικών αρχών που εμφανίστηκαν στο Zentralblatt το 1934).

Ο Lifton τόνισε, πως μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, η αντίληψη των Ναζί για «ζωή ανάξια ύπαρξης» είχε εδραιωθεί βαθιά σε πολλά κομμάτια της γερμανικής επιστήμης, μαζί με την έννοια του «φόνου ελέους». Αυτό το ιστορικό υπόβαθρο κάνει την κριτική εκτίμηση του γενέθλιου χαιρετισμού του Sommer από τον Göring και τον Jung αναγκαία.

Είναι ξεκάθαρο πως ο Jung και ο Göring ήταν σε άμεση επαφή εκείνη την εποχή. Σύμφωνα με τα πρακτικά των συνεδρίων της ΔΓΙΕ το κάνουν ξεκάθαρο πως ο Jung ήταν παρόν και μάλιστα υπέβαλλε και ένα άρθρο. Για αυτό μάλλον ήταν παρόν για να ακούσει τον Göring στην ομιλία κατά τη λήξη του συνεδρίου το 1934 στο Μπαν Νιούχαϊμ. Ο Göring ξεκίνησε λέγοντας πως ανέμενε όλα τα μέλη να έχουν μελετήσει το Mein Kampf, συνεχίζοντας ως εξής:

«Σήμερα λέω πως το Mein Kampf πρέπει να θεωρηθεί επιστημονικό βιβλίο…. Όποιος διαβάζει το βιβλίο και τις ομιλίες του Führer και μελετά τον τρόπο ζωής του θα αναγνωρίσει πως έχει κάτι που οι περισσότεροι από εμάς στερούνται: ο Jung το αποκαλεί διαίσθηση. Είναι περισσότερο σημαντική από όλη την επιστήμη. Είναι εξαιτίας αυτού που απαιτώ από όλους εσάς μέχρι το επόμενο συνέδριο, που θα γίνει ξανά στο Μπαντ Νιούχαϊμ, θα έχετε μελετήσει αυτό το βιβλίο και τις ομιλίες του Adolf Hitler προσεκτικά».

Το σνέδριο κράτησε από τις 11 Μαΐου ως τις 13 Μαΐου 1934. Γνωρίζουμε σίγουρα πως ο Jung ήταν εκεί κατά τις εναρκτήριες ομιλίες επειδή έκανε την δεύτερη από τις τρεις σύντομες ομιλίες. Αυτή συνοψίζεται στο Zentralblatt. Έτσι πρέπει να ήταν παρόν για να ακούσει την εναρκτήρια ομιλία του Göring που ήταν το ίδιο φιλοχιτλερική και φιλοναζιστική όσο και η ομιλία του στο τέλος που παρέθεσα. Για την ώρα, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως ο Jung, ο πρόεδρος, ήταν πραγματικά παρόν για τις καταληκτικές ομιλίες, αλλά η πιθανότητες είναι υπέρ του ότι ήταν. Παρέθεσα από τα τελικά σχόλια του Göring εξαιτίας της αναφοράς στις ιδέες του Jung που περιέχουν. Θα ήταν χρήσιμο να γνωρίζουμε από οποιονδήποτε την ακριβή ημερομηνία της παρουσίασης του ίδιου του Jung ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία που θα μας έλεγε που ήταν στις 13 Μαΐου 1934. Στην εναρκτήρια ομιλία του, για την οποία ο Jung ήταν παρόν, ο Göring είπε πως «οι ιδέες του Führer έχουν γονιμοποιήσει την γερμανική ψυχοθεραπεία» και πως «πάνω από όλα η ενότητα του μυαλού και της θέλησης ενός έθνους πρέπει να θεωρούνται ως υψηλότερα από την ελευθερία του νου και την θέληση του ατόμου».

Θα προχωρήσω στην εξιστόρηση κάποια ευρήματα σχετικά με την σχέση του Jung με τον Wilhelm Hauer, τον καθηγητή Ινδολογίας και ιδρυτή το 1933 του Γερμανικού Κινήματος Πίστης με τον οποίο ο Jung συν-ηγήθηκε σεμιναρίων πάνω στην Κουνταλίνι Γίογκα το 1932. Ο Jung ενδιαφέρονταν για το έργο του Hauer. Το Γερμανικό Κίνημα Πίστης ήταν μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια θρησκεία που ταίριαζε περισσότερο με την γερμανική ιστορία και παραδόσεις από ότι ήταν ο χριστιανισμός, που για τους οποίους είχε πολύ σημιτική γεύση. Η νέα θρησκεία θα ήταν, σύμφωνα με τον ιδρυτή της, διαφορετική από τον χριστιανισμό με βάση το γεγονός πως ο «ιδρυτής του χριστιανισμού και τα τυπικά του κείμενα έχουν έρθει σε εμάς από διαφορετική πολιτισμική και φυλετική περιοχή». Ο Hauer λέει πως μπορούσε να το ίδιο εύκολα να ονομάσει το κίνημά του ως «Νορδικό-Τευτονικό Κίνημα Πίστης». Ο Hauer λέει:

«Το Γερμανικό Κίνημα Πίστης πρέπει να γίνει αντιληπτό ως στενά συγγενικό με το εθνικό κίνημα που οδήγησε στο σχηματισμό του Τρίτου Ράιχ. Όπως και το τελευταίο, το Γερμανικό Κίνημα Πίστης είναι μια έκρηξη από τα βιολογικά και πνευματικά βάθη του γερμανικού έθνους… Μπορούμε να δούμε το Θεό να προχωρά πάνω από το γερμανικό έδαφος».

Οι μεταφραστές του βιβλίου του Hauer λένε, στην εισαγωγή τους, πως μια «παράξενη νότα» σε μια τυπική τελετή του Γερμανικού Κινήματος Πίστης θα ήταν η έκφραση σε ένα ύμνο της ανυποχώρητης πίστης στον Hitler.

Είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε τι πίστευε πραγματικά ο Jung για το Γερμανικό Κίνημα Πίστης. Σε ένα σχετικό απόσπασμα στο «Βόταν» που δημοσιεύτηκε το 1936, αναφέρεται στους πιστούς του Γερμανικού Κινήματος Πίστης ως «ειλικρινών και καλοπροαίρετων ανθρώπων» αλλά και τους αναλύει ως «κατειλημμένους» από το «θεό των Γερμανών» – τον Βόταν. Αυτό με κανένα τρόπο δεν αποτελεί αποκήρυξη ή απόρριψη προς τον Hauer. Στην πραγματικότητα δείχνει πως η ομάδα του Hauer κατόρθωσε στο να θυμίσει ένα πραγματικό γερμανικό αρχέτυπο σε αντίθεση με συγκεκριμένες άλλες, αντίπαλες, «νέες θρησκείες».

Το τρίτο και τελευταίο κομμάτι του νέου υλικού εντοπίζεται σε μια προηγουμένως αδημοσίευτη επιστολή στα αγγλικά, από τον Jung προς την May Mellon που συντάχθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1945 (μετά το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη). Η Mary Mellon ήταν η έμπνευση και η σχεδιάστρια πίσω από το Ίδρυμα Μπόλινγκεν που χρηματοδότησαν αργότερα αυτή και ο σύζυγός της Paul Mellon. Το Ίδρυμα Μπόλινγκεν ήταν το όχημα με το οποίο διαδόθηκαν στον αγγλόφωνο κόσμο οι ιδέες του Jung: το Ίδρυμα πρόσφερε οικονομική στήριξη για την έκδοση των Απάντων του Jung στα αγγλικά όπως και πολλά άλλα ακαδημαϊκά έργα στα πεδία του συμβολισμού, της μυθολογίας, της φιλοσοφίας, και της πολιτισμικής ψυχολογίας. Υπάρχουν ενδείξεις πως ο Jung θεωρούσε την Mary Mellon που υπήρξε ασθενής του πριν τον πόλεμο, ως έμπιστη φίλη όσο και προστάτιδα. Στην επιστολή, γραμμένη ενώ σχεδίαζε τα Σχόλια Πάνω στα Σύγχρονα Γεγονότα, ο Jung γράφει:

«Μάλλον έχεις ακούσει την παράλογη φήμη πως είμαι Ναζί. Αυτή η φήμη έχει ξεκινήσει από τους φροϋδικούς Εβραίους στην Αμερική. Το μίσος τους για εμένα έφτασε τόσο μακριά ως την Ινδία, όπου βρήκα μια παραποιημένη φωτογραφία μου στο Ψυχολογικό Σεμινάριο του Πανεπιστημίου της Καλκούτα. Ήταν μια φωτογραφία επεξεργασμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να με κάνει να μοιάζω σαν άσχημος Εβραίος με γυαλιά μύτης! Αυτές οι φωτογραφίες προήλθαν από τη Βιέννη! Αυτή η φήμη απλώθηκε σε όλο το κόσμο. Ακόμη και σε εμάς έχουν διαδοθεί με τέτοια ταχύτητα, που είμαι αναγκασμένος να εκδώσω όλα όσα έχω γράψει για την Γερμανία. Είναι ωστόσο δύσκολο να αναφέρω τον αντιχριστιανισμό των Εβραίων μετά τα τρομερά γεγονότα που συνέβησαν στην Γερμανία. Αλλά και οι Εβραίοι τελικά δεν είναι τόσο αθώοι – ο ρόλος που έπαιξαν οι διανοούμενοι Εβραίοι στην προπολεμική Γερμανία θα αποτελούσε ενδιαφέρον αντικείμενο έρευνας».

Αν και είναι πιθανό ο Jung να ήταν ανισόρροπος μετά την καρδιακή του προσβολή το 1944, πιστεύω πως η επιστολή απαιτεί προσεκτική αξιολόγηση.

Ένα ενδιαφέρον σημείο να προσέξουμε είναι το επιχείρημα που περιέχεται στις δυο τελευταίες προτάσεις του αποσπάσματος – πως είναι δύσκολο να συζητήσουμε τον «αντιχριστιανισμό» των Εβραίων και πως οι Εβραίοι στην προπολεμική Γερμανία δε ήταν αθώοι. Αναρωτιέμαι τι ήταν αυτό που ο Jung είδε ως «ρόλο» των διανοούμενων Εβραίων – πιστεύει πως προκάλεσαν το Ολοκαύτωμα;

Στο σύντομο αυτό κείμενο παρουσίασα κάποιο νέο ιστορικό υλικό σχετικά με τον Jung, τον αντισημιτισμό και τους Ναζί. Ο γενέθλιος χαιρετισμός προς τον Sommer, η σχέση του Jung με τον Hauer, η επιστολή προς την κυρία Mellon κάνουν πιο δύσκολο το να θεωρήσουμε πως ο αντισημιτισμός του Jung ήταν του τυπικού, κακιασμένου, μικροαστικού «Ελβετικού» τύπου. Για να χρησιμοποιήσω μια γερμανική έκφραση, ο αντισημιτισμός του Jung ήταν πιο «φαιός» από αυτό. Ως εκ τούτου θα πρέπει να αμφισβητήσουμε κάθε συμπέρασμα πως ο Jung ήταν απλά ένας «συνηθισμένος» αντισημίτης. Από την άποψη αυτή, η γνώμη μου διαφέρει από του Adolf Guggenbühl-Craig.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com