Δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Thesis Eleven 10/11. Ο Pierre Bourdieu (1930-2002) ήταν ακαδημαϊκός, φιλόσοφος, ανθρωπολόγος και κοινωνιολόγος.



Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

 

Οι αριστοκράτες της διανόησης θεωρούν πως δεν είναι καλό να λένε στους ανθρώπους την αλήθεια. Ως σοσιαλιστής επαναστάτης, και ορκισμένος εχθρός όλων των αριστοκρατών και όλων των καθοδηγήσεων θεωρώ, αντίθετα, πως είναι αναγκαίο να λέμε στο κόσμο τα πάντα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να τους επιστραφεί η πλήρης ελευθερία τους – Mikhail Bakunin

 Η πράξη της ανάθεσης με την οποία ένα πρόσωπο δίνει εξουσία σε ένα άλλο άτομο, η μεταφορά της εξουσίας με την οποία ένα σώμα (ένας εντολέας) εξουσιοδοτεί ένα εκπρόσωπο (έναν εντολοδόχο) να υπογράφει εκ μέρους του, να πράττει στη θέση του ή να μιλά για αυτόν, δίνει στον εντολοδόχο την εξουσία του νομικού εκπροσώπου, δηλαδή plena potentia agendi, την πλήρη εξουσία να δρα για αυτόν, είναι μια περίπλοκη πράξη που αξίζει να σκεφτούμε. Ο εξουσιοδοτημένος εντολοδόχος, (υπουργός, ενδιάμεσος, εκπρόσωπος, βουλευτής, κλπ.) είναι ένα πρόσωπο που έχει εντολή, μια εξουσιοδότηση νομικού εκπροσώπου, να εκπροσωπήσει (μια λέξη με πολλές σημασίες), δηλαδή, να επιβεβαιώσει και να προστατέψει τα συμφέροντα ενός προσώπου ή μιας ομάδας. Αν όμως είναι αλήθεια πως το να εξουσιοδοτήσουμε κάποιον είναι να του αναθέσουμε ένα καθήκον, μια αποστολή και να μεταφέρουμε εξουσία σε αυτόν, πρέπει να αναρωτηθούμε πως είναι δυνατόν ο εντολοδόχος να έχει εξουσία πάνω σε εκείνους που του δίνουν την εξουσία. Όταν ένα άτομο εξουσιοδοτείται από ένα άλλο πρόσωπο να δρα για λογαριασμό του, τα πράγματα είναι σχετικά ξεκάθαρα. Όταν ένα άτομο είναι ο δέκτης της εξουσίας ενός σημαντικού αριθμού ατόμων, μπορεί στο πρόσωπο αυτό να δοθεί εξουσία που υπερβαίνει την εξουσία των μεμονωμένων μελών της ομάδας  των ανθρώπων. Είναι με κάποιο τρόπο ίσως μια ενσάρκωση του είδους της υπέρβασης του κοινωνικού που συχνά μιλούσαν οι ντιρκεμιανοί.

Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η σχέση ανάθεσης μπορεί εύκολα αν κρύψει την αλήθεια της σχέσης της αντιπροσώπευσης και του παράδοξου όπου μια ομάδα υπάρχει μόνο με το να μεταφέρει την έκφραση της σε ένα μόνο άτομο (για παράδειγμα ο πάπας, ο γενικός γραμματέας) που μπορεί να δρα ως «ηθικό πρόσωπο», δηλαδή ως ένα υποκατάστατο για την ομάδα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζουν την εξίσωση (πχ η Εκκλησία είναι ο Πάπας), μοιάζει πως η ομάδα δημιουργεί το πρόσωπο που μιλά στο όνομα της (δηλαδή, όταν κάποιος σκέφτεται με όλους εξουσιοδότησης) όταν πραγματικά, είναι σχεδόν απόλυτη αλήθεια πως ο εκπρόσωπος που δημιουργεί την ομάδα. Είναι επειδή ο αντιπρόσωπος υπάρχει, επειδή αντιπροσωπεύει (συμβολική δράση), που το αντιπροσωπευόμενο ή συμβολιζόμενο σύνολο υπάρχει και με τη σειρά του κάνει υπαρκτό τον αντιπρόσωπο ως αντιπρόσωπο ενός συνόλου. Βλέπουμε σε αυτή την κυκλική σχέση τις ρίζες της ψευδαίσθησης που κάνει τον αντιπρόσωπο να εμφανίζεται ακόμη και στον εαυτό του ως casa sui καθώς είναι η αιτία αυτού που παράγει την εξουσία του και επίσης επειδή πιστεύει πως η ομάδα δεν θα υπήρχε – ή δεν θα υπήρχε πλήρως – αν δεν ήταν εκεί για να την ενσαρκώνει.

Αυτός ο παράξενος τύπος κύκλου αντιπροσώπευσης έχει μείνει κρυμμένος: μια πληθώρα από ερωτήματα την έχουν μπει στη θέση του, το πιο κοινό εκ των οποίων  είναι το ερώτημα της συνειδητοποίησης. Έχει κρύψει το ερώτημα του πολιτικού φετιχισμού, την διαδικασία με όρους με τους οποίους τα άτομα συνιστούν τους εαυτούς τους (ή απαρτίζονται) ως ομάδα αλλά μέσα από αυτή τη διαδικασία χάνουν τον έλεγχο της ομάδας μέσα στην οποία και μέσω της οποίας συνιστούν τους εαυτούς τους. υπάρχει ένα είδος έμφυτης αντινομίας στη πολιτική η οποία εξαρτάται από το γεγονός πως τα άτομα – τόσο περισσότερο σύμφωνα με βαθμό που είναι ανυπεράσπιστα – είναι ανίκανα να συστήσουν τους εαυτούς τους (ή να συσταθούν) ως ομάδα, δηλαδή, ως δύναμη ικανή να ακουστεί και να μιλήσει και να ακούγεται, εκτός από το να αναθέσουν τους εαυτούς τους στο έλεος του αντιπροσώπου. Είναι αναγκαίο να ρισκάρουμε πολιτική αποξένωση για να ξεφύγουμε από την πολιτική αποξένωση. ( Στη πραγματικότητα, αυτή η αντινομία υπάρχει μόνο για τους κυριαρχούμενους. Για να απλοποιήσουμε, μπορούμε να πούμε πως οι κυρίαρχοι υπάρχουν πάντα, αλλά οι κυριαρχούμενοι υπάρχουν μόνο αν κινηθούν και αποκτήσουν όργανα αντιπροσώπευσης. Εκτός ίσως από τις περιόδους  της αναδόμησης που ακολουθούν τις μεγάλες κρίσεις, το κυρίαρχο ενδιαφερόταν στο laissez-faire, σε στρατηγικές ανεξάρτητων, απομονωμένων παραγόντων  για τους οποίους λογικό είναι να είσαι ορθολογικός και να αναπαράγεις την καθιερωμένη τάξη).

Το έργο της ανάθεσης, έχοντας ξεχαστεί και αγνοηθεί, γίνεται η αρχή της πολιτικής αποξένωσης. Εκπρόσωποι και διαμεσολαβητές (ως εκπρόσωποι της θρησκείας και του κράτους) είναι, σύμφωνα με την θεωρία του Marx σχετικά με το φετιχισμό, «προϊόντα του ανθρώπινου εγκεφάλου μοιάζουν ως αυτόνομες φιγούρες που έχουν τη δική τους ζωή». Τα πολιτικά φετίχ είναι οι άνθρωποι, τα πράγματα, όντα, που μοιάζουν να έχουν μια ύπαρξη ως τέτοια μέσω των κοινωνικών εκπροσώπων που τους την προσφέρουν· οι εκλογείς λατρεύουν την ίδια τους την δημιουργία. Η πολιτική ειδωλολατρία  βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός πως η αξία του πολιτικού προσώπου, το προϊόν του εγκεφάλου του ανθρώπου, εμφανίζεται ως μια μυστήρια αντικειμενική ιδιότητα του προσώπου, μια γοητεία, ένα χάρισμα: το ministerium εμφανίζεται ως mysterium. Εδώ μπορώ ξανά να παραθέσω τον Marx, με κάποια επιφύλαξη ωστόσο, επειδή προφανώς οι αναλύσεις του δεν απευθύνονται οι ίδιες στο πολιτικό φετιχισμό ( και για σωστούς λόγους). Ο Marx είπε, στο ίδιο διάσημο απόσπασμα, «η αξία έτσι δεν έχει την ίδια της την περιγραφή τυπωμένη στην όψη της». Ο ίδιος ορισμός ισχύει για το χάρισμα, το είδος της εξουσίας που μοιάζει να είναι από μόνη της η ίδια της η αρχή. Το χάρισμα, όπως ορίζεται από τον Weber, είναι αυτό το απροσδιόριστο κάτι που είναι η δική του βάση – ταλέντο, χάρη, προσόν, κλπ.

Έτσι, η ανάθεση είναι η πράξη με την οποία το σύνολο γίνεται ένα, με το να δίνει στην ίδια όλα εκείνα που μια ομάδα πρέπει να διαθέτει για να είναι ομάδα, δηλαδή, μια μόνιμη οργάνωση και μόνιμους αξιωματούχους, ένα αξίωμα με κάθε έννοια του όρου αλλά ιδιαίτερα με την έννοια της γραφειοκρατικής οργάνωσης, με σφραγίδα, λογότυπο, υπογραφή, εξουσιοδότηση υπογραφής, επίσημη σφραγίδα κλπ. (βλ. politburo). Η ομάδα υπάρχει όταν συμπληρώνεται με ένα μόνιμο όργανο αντιπροσώπευσης, (με plena potentia agendi και sigillum authenticum) που είναι έτσι ικανή να υποκαταστήσει την ίδια, (μιλώντας για αυτή, ή μιλώντας στη θέση αυτής) για τη σειριακή ομάδα, η οποία αποτελείται από μεμονωμένα και απομονωμένα άτομα, που μπορούν μόνο να δρουν και να μιλούν για τους εαυτούς τους. Η δεύτερη πράξη ανάθεσης, που είναι πολύ περισσότερο καλυμμένη και στην οποία είναι αναγκαίο να επιστρέψουμε, είναι η πράξη με την οποία η κοινωνική πραγματικότητα δομείται έτσι – το Κόμμα, η Εκκλησία, κλπ. – που εσκεμμένα δίνει σε ένα άτομο μια εξουσιοδότηση, είτε είναι ο γραμματέας (το Γραφείο πάει πολύ καλά με ένα γραμματέα), τον υπουργό, το γενικό γραμματέας κλπ. δεν είναι πλέον οι εκλογείς που ορίζουν τον εντολοδόχο ή αντιπρόσωπο τους, αλλά το αξίωμα που δίνει μια εντολή σε έναν εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο. Θα εξερευνήσω αυτό αυτού του είδους μαύρο κουτί: αρχικά από την μετάβαση από τα ατομικοποιημένα άτομα στο γραφείο και στη συνέχεια από το γραφείο στο γραμματέα. Για να αναλύσω αυτούς τους δυο μηχανισμούς θα χρησιμοποιήσουμε την Εκκλησία ως παράδειγμα. Η Εκκλησία, και μέσω αυτής κάθε ένα από τα μέλη της, κατέχει ένα «μονοπώλιο της διαχείρισης των αγαθών της σωτηρίας». Στη περίπτωση αυτή η αντιπροσώπευση είναι η πράξη με την οποία η Εκκλησία (και όχι ο απλά πιστός) αναθέτει στον ιερέα την εξουσία να δράσει στη θέση της.

Από τι απαρτίζεται αυτό το μυστήριο της μεσολάβησης; Ο εκπρόσωπος γίνεται, μέσω ασυνείδητης ανάθεσης, (για τους σκοπούς αυτού του παραδείγματος το αντιμετώπισα αυτό σα να ήταν συνειδητή, χάρη σε μια συνθήκη ανάλογη με το κοινωνικό συμβόλαιο) ικανός να πράξει ως υποκατάστατο της ομάδας, των εκλογέων του. Με άλλα λόγια, ο αντιπρόσωπος είναι με κάποιο τρόπο σε μια σχέση μετωνυμίας με την ομάδα· είναι μέρος της ομάδας που λειτουργεί ως σημείο στη θέση της απολυτότητας της ομάδας. Αυτός ο αντιπρόσωπος είναι σε θέση να δράσει ως παθητικό, αντικειμενικό σημείο, που μόνο σηματοδοτεί, εκδηλώνει την ύπαρξη των εκλογέων του, ως εκπρόσωπος τους, ως ομάδα με συμβολικό τρόπο, (το να πούμε πως η CGT έγινε δεκτή στο Ελιζέ, είναι να πούμε  πως το σημείο έγινε δεκτό στη θέση του πράγματος που σημαίνεται). Επιπλέον όμως, είναι ένα σημείο που μιλά, και ως ο εκπρόσωπος για την ομάδα, μπορεί να πει τι είναι, τι κάνει, τι αντιπροσωπεύει και τι αντιπροσωπεύει το ίδιο αντιπροσωπεύοντας. Όταν λέμε πως «η CGT έγινε δεκτή στο Ελιζέ» εννοούμε πως το σύνολο των μελών της οργάνωσης εκφράστηκε με δυο τρόπους: πρώτα στη φυσική παρουσία της οργάνωσης, και στη συνέχεια με το λόγο του αντιπροσώπου. Και την ίδια στιγμή μπορούμε να δούμε πολύ καθαρά  πως η πιθανότητα της κατάχρησης είναι εντυπωμένη σε αυτή τη πράξη της ανάθεσης. Στο βαθμό που στις περισσότερες πράξεις ανάθεσης, οι εκλογείς δίνουν λευκή επιταγή  στον εντολοδόχο τους, μόνο και μόνο επειδή συχνά αγνοούν τα ερωτήματα στα οποία ο αντιπρόσωπος τους θα πρέπει να απαντήσει, εναποθέτουν τους εαυτούς τους στα χέρια του. Στη μεσαιωνική παράδοση υπήρχε μια αμοιβαία εμπιστοσύνη που ονομάζονταν fides implicita, ένας όρος ο οποίος περιγράφει την πίστη που οι αντιπρόσωποι έχουν στο θεσμό. Πρόκειται για μια θαυμάσια έκφραση που μεταφέρεται πολύ εύκολα στη πολιτική. Όσο περισσότερο αποστερούνται οι άνθρωποι, πάνω από όλα πολιτιστικά, τόσο περισσότερο είναι περιορισμένοι και πρόθυμοι να θέσουν τους εαυτούς τους στα χέρια των αντιπροσώπων ώστε να έχουν πολιτική φωνή. Στη πράξη άτομα σε απομονωμένη κατάσταση, σιωπηλοί, δίχως φωνή, δεν έχουν ούτε την ικανότητα ούτε τη δύναμη να κάνουν τους εαυτούς τους να ακουστούν, να ληφθούν υπόψιν, είναι αντιμέτωποι με την εναλλακτική του να μείνουν σιωπηλοί ή να μην έχουν κανέναν να μιλά για αυτούς.

Στην περιοριστική περίπτωση των κυριαρχούμενων ομάδων, η συμβολική πράξη με την οποία ο εκπρόσωπος συνιστά τον εαυτό του, η σύσταση του «κινήματος», είναι την ίδια στιγμή η σύσταση της ομάδας· το σημείο κάνει το αντικείμενο σημαινόμενο, το σημαίνον ταυτίζεται με το σημαινόμενο αντικείμενο, που δεν θα υπήρχε δίχως αυτό, και που ελαχιστοποιεί τον εαυτό του σε αυτό. Το σημαίνον δεν είναι μόνο αυτό που εκφράζει και αντιπροσωπεύει την ομάδα που σημαίνεται· είναι αυτό που σηματοδοτεί την ύπαρξη του, που έχει την δύναμη να φέρει σε ορατή ύπαρξη την ομάδα που σηματοδοτεί με την κινητοποίηση της. Είναι μόνο αυτό που μπορεί, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, με τη χρήση της εξουσίας που του έχει αποδοθεί μέσω της πράξης της ανάθεσης, να κινητοποιήσει την ομάδα να διαδηλώσει. Όταν λέει «Θα σας δείξω πως είμαι ο αντιπρόσωπος με το να παρουσιάσω τους ανθρώπους που αντιπροσωπεύω σε εσάς» (είναι η αιώνια συζήτηση σχετικά με τον αριθμό των διαδηλωτών), ο εκπρόσωπος δείχνει την εγκυρότητα του με το να επιδεικνύει την ομάδα που τον εξουσιοδοτεί.  Αυτή η δύναμη επιδεικνύει τους διαδηλωτές είναι δυνατή μόνο επειδή, με ένα συγκεκριμένο τρόπο, ο εκπρόσωπος  είναι η ομάδα που επιδεικνύει.

Κάποιος μπορεί να το δείξει εξίσου στη περίπτωση των πολιτικών ακτιβιστών, όπως έκανε ο Luc Boltanski, όπως στο επίπεδο του προλεταριάτου ή των δασκάλων. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, για να αποφευχθεί η ύπαρξη που ο Sartre αποκάλεσε «σειριακότητα» (serielle) και να επιτύχει ύπαρξη ως συλλογικότητα, δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά μέσω του αντιπροσώπου. Είναι αυτή η αντικειμενοποίηση μέσα σε ένα «κίνημα», σε μια «οργάνωση» η οποία, μέσω νομικού μύθου (fictio juris) τυπική της κοινωνικής μαγείας, επιτρέπει ένα απλό σύνολο διαφορετικών προσώπων (collectio pervoiiarum plurium) να υπάρχει ένα μοναδικό ηθικό πρόσωπο, ένας κοινωνικός παράγοντας.

Θα χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα από την πιο συνηθισμένη, καθημερινή πολιτική που βλέπουμε καθημερινά. Αν και αυτό θα με κάνει εύκολα κατανοητό, διατρέχει το κίνδυνο το να γίνω πολύ εύκολα κατανοητός, με ένα είδος μισο-κατανόησης, η οποία είναι το βασικό εμπόδιο προς την πραγματική κατανόηση. Η δυσκολία στην κοινωνιολογία είναι το να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο και ως εκ τούτου ερευνητικό, για πράγματα που κάποιος πίστευε κάποιος πάντοτε. Κατά συνέπεια, μερικές φορές είναι αναγκαίο να αρχίσουμε με τα πιο δύσκολα πράγματα για να κατανοήσουμε τα ευκολότερα. Φτάνω στο παράδειγμα του: στη διάρκεια των γεγονότων του Μάη του 1968, ένας κύριος M. Bayet εμφανίστηκε, που, ως πρόεδρος της Ένωσης Δασκάλων (Agrérés) δεν σταμάτησε ποτέ να μιλά εκ μέρους τους, αν και εκείνη τη στιγμή η ένωση πρακτικά δεν είχε βάση. Αυτή είναι μια τυπική περίπτωση σφετερισμού από ένα πρόσωπο που έκανε το κόσμο (ή τουλάχιστον το τύπο) να πιστέψει πως είχε «πίσω του» μια ομάδα, επειδή μπορούσε να μιλά για αυτό ως ηθικό πρόσωπο, και δεν τον αμφισβήτησε κανείς. (Κάποιος αντιλαμβάνεται το πρόβλημα με αυτό: είναι μάλλον η απουσία της αντίθεσης που δείχνει πως μια ομάδα έχει πρακτικά πολύ λίγα μέλη). Τι μπορεί κάποιος να κάνει εναντίον ενός ανθρώπου σαν και αυτόν; Μπορεί να διαμαρτυρηθεί δημόσια ή να βάλει το κόσμο να υπογράψουν ένα αίτημα. Όταν τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος θέλουν να ξεφορτωθούν τους αξιωματούχους τους πρέπει να δράσουν ως μεμονωμένα άτομα ξανά, που πρέπει να ορίσουν έναν εκπρόσωπο και αξιωματούχους για να ξεφορτωθούν τον υπάρχοντα εκπρόσωπο (αλλά φυσικά, στα περισσότερα κινήματα, ιδιαίτερα στα σοσιαλιστικά κινήματα, ο φραξιονισμός πάντοτε καταδικάζονταν ως θανάσιμο αμάρτημα). Με άλλα λόγια· όπως λέει ο Albert Hirschman, «έξοδος και φωνή», κάποιος μπορεί να φύγει ή να διαμαρτυρηθεί. Είναι επίσης δυνατό να ιδρύσει μια άλλη οργάνωση. Αν κοιτάξουμε πίσω στις εφημερίδες της περιόδου, θα δούμε πως προς την 20η Μαΐου 1968, μια άλλη ένωση δασκάλων εμφανίζεται, με όλους τους αξιωματούχους και τα σύνεργα του αξιώματος. Δεν είναι δυνατό να ξεφύγουμε από αυτό.

Έτσι αυτό το είδος γενεσιουργού πράξης, η συγκρότηση, τόσο με την φιλοσοφική και πολιτική έννοια, που αντιπροσωπεύει η πράξη της ανάθεσης, είναι μια μαγική πράξη που επιτρέπει σε ένα πλήθος ανθρώπων, ένα σύνολο από διπλανών ατόμων να υπάρχουν υπό τη μορφή ενός φανταστικού προσώπου, ένα corporation, ένα μυστικό σώμα ενσαρκωμένο σε κοινωνικό σώμα, που υπερβαίνει τα φυσικά σώματα που το συνθέτουν («corpus corporatum in corpore corporato»).

Ο Αυτό-Ιεροποίηση του Αντιπροσώπου

Έχοντας δείξει πως ο σφετερισμός υπάρχει ως πιθανότητα στην ανάθεση, πως το γεγονός του μιλώντας εκ μέρους, υπέρ κάποιου. Ή στο όνομα κάποιου υπονοεί την ροπή το να μιλά στη θέση αυτού του προσώπου, θα ήθελα να περιγράψω τους τις οικουμενικές στρατηγικές με τις οποίες ο αντιπρόσωπος τείνει προς την αυτό-ιεροποίηση. Για να έχει την εξουσία να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως ομάδα και να πει «Είμαι η ομάδα», «Υπάρχω, και ως εκ τούτου υπάρχει η ομάδα», ο αντιπρόσωπος πρέπει με κάποιο τρόπο να ακυρώσει τον εαυτό του μέσα στην ομάδα, να παραδώσει τον εαυτό του στην ομάδα, έτσι ώστε να είναι σε θέση να ισχυριστεί και να διακηρύξει «Υπάρχω μόνο μέσω της ομάδας». Αυτός ο σφετερισμός από τον αντιπρόσωπο είναι αναγκαστικά διακριτικός και ταπεινός· προϋποθέτει σεμνότητα. Αυτό δίχως αμφιβολία είναι που δίνει στους επαγγελματίες γραφειοκράτες (apparatchick) μια οικεία ομοιότητα. Υπάρχει ένας τύπος δομικής κακοπιστίας από πλευράς του αντιπροσώπου που σημαίνει πως πρέπει, για να οικειοποιηθεί την εξουσία της ομάδας, να ταυτίζεται με αυτή, να ελαχιστοποιείται στην ομάδα που τον εξουσιοδότησε. Θα ήθελα να παραθέσω τον Kant, ο οποίος στο Η θρησκεία Εντός των Ορίων του Λόγου και Μόνο παρατήρησε πως μια Εκκλησία βασισμένη σε άνευ όρων πίστη, και όχι στην ορθολογική πίστη, δεν έχει στα αλήθεια «λειτουργούς» (ministri),… «αλλά ανώτερους αξιωματούχους που χειροτονούν. Ακόμη και όταν (όπως στην προτεσταντική Εκκλησία) αυτοί οι αξιωματούχοι δεν εμφανίζονται με το ιεραρχικό μεγαλείο όπως οι πνευματικοί αξιωματούχοι που φορούν όλη την πανοπλία της ιεραρχίας… ακόμη και όταν, πραγματικά, διαμαρτύρονται λεκτικά εναντίον μιας τέτοιας επιδεκτικότητας, συνεχίζουν να θέλουν να θεωρούνται ως οι μόνοι εξουσιοδοτημένοι ερμηνευτές της Αγίας Γραφής», μεταμορφώνοντας έτσι «την λειτουργία της Εκκλησίας (ministerium) σε μια κυριαρχία των μελών της (imperium) αν και για να καλύψει αυτό το σφετερισμό, χρησιμοποιούν τον σεμνό τίτλο του υπηρέτη». Το μυστήριο της μεσολάβησης λειτουργεί μόνο υπό την προϋπόθεση πως ο ιερέας μασκαρεύει το σφετερισμό του και το imperium που του προσφέρει αυτός, με το να παρουσιάζει τον εαυτό του ως απλό ιερέα. Το πρόσωπο που καταλαμβάνει τη θέση του ιερέα μπορεί να κερδίσει από την κατάχρηση της εξουσίας μόνο όταν η κατάχρηση είναι καλυμμένη… αυτός είναι ο απόλυτος ο ορισμός της συμβολικής εξουσίας. Η συμβολική εξουσία είναι μια εξουσία που υπονοεί την αναγνώριση, δηλαδή την παραγνώριση, της βίας που εξασκείται μέσω της. έτσι η συμβολική βία ενός ιερέα μπορεί μόνο να ασκηθεί με αυτό το είδος συνέργειας που του αποδίδεται, από εκείνους πάνω στους οποίους ασκείται η βία, που ενθαρρύνεται από την άρνηση που παράγει αυτή η παραγνώριση.

«Η Δημιουργία της Κοινοπολιτείας»

«Ένα πλήθος ανθρώπων γίνονται Ένα Πρόσωπο, όταν αντιπροσωπεύονται από έναν άνθρωπο, ή Ένα Πρόσωπο· ώστε όλα να γίνονται με τη συναίνεση κάθε ενός συγκεκριμένου από αυτό το Πλήθος. Γιατί είναι η Ενότητα του Αντιπροσώπου όχι η Ενότητα των Αντιπροσωπευόμενων, που χαρακτηρίζει το Πρόσωπο Ένα»

Σ’ αυτό το απόσπασμα του Λεβιάθαν, όπου ο Hobbes περιγράφει την «Δημιουργία της Κοινοπολιτείας» είναι μια από τις πιο ξεκάθαρες και ακριβείς διατυπώσεις της θεωρίας της ενοποιητικής αντιπροσώπευσης:  ένα πλήθος ατόμων επιτυγχάνουν την κατάσταση του ηθικού προσώπου όταν διαπιστώνει πως η ποικιλομορφία του έχει ενωθεί από τον αντιπρόσωπο του, η εικόνα είναι συστατικό της ενότητας του· με άλλα λόγια, συνθέτει τον εαυτό του ως ενότητα με την αναγνώριση του εαυτού του στον μοναδικό αντιπρόσωπο. Ο Hobbes ανακαλύπτει εκ νέου ή συλλαμβάνει ξανά το δόγμα της «εταιρείας» που αναπτύχθηκε από τους θεολόγους του 13ου αιώνα, σε σχέση με την Εκκλησία, επιμένοντας πως το αποτέλεσμα της ενοποίησης είναι αποτέλεσμα μόνο της ενότητας του αντιπροσώπου, που είναι ταυτόχρονα αντιληπτός ως ο πληρεξούσιος και το σύμβολο της ομάδας,  του unum corpus του οποίου είναι η ορατή ενσάρκωση, ή καλύτερα, η συμβολική του έκφραση.

Ο Nietzsche το αναλύει αυτό πολύ καλά στον Αντίχριστο, που είναι λιγότερο κριτική του χριστιανισμού και περισσότερο προς τον εκπρόσωπο, τον πληρεξούσιο, τον ιερέα της καθολικής λατρείας ως ενσάρκωση του αντιπροσώπου: για αυτό και επιμένει μέσα στο βιβλίο με τον ιερέα και την ιερατική υποκρισία, και οι στρατηγικές μέσω των οποίων οι αντιπρόσωποι απολυτοποιούν τους εαυτούς τους, και ιεροποιούν τους εαυτούς τους. η πρώτη διαδικασία που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένας ιερέας είναι το να κάνει τον εαυτό του να μοιάζει απαραίτητος. Ο Kant έχει ήδη προβάλλει την επίκληση της αναγκαιότητας της ερμηνείας, της έγκυρης ανάγνωσης. Ο Nietzsche πρότεινε την διατύπωση «Δεν μπορεί κανείς να διαβάσει τα Ευαγγέλια πολύ προσεκτικά: υπάρχουν δυσκολίες πίσω από κάθε λέξη». Αυτό που εννοεί ο Nietzsche είναι πως για να αυτό-ιεροποιήσουν τους εαυτούς τους ως αναγκαίους ερμηνευτές, οι ενδιάμεσοι πρέπει να δημιουργήσουν την ανάγκη για το δικό τους προϊόν. Για να το καταφέρουν αυτό πρέπει να δημιουργήσουν την δυσκολία που μόνο αυτοί μπορούν να επιλύσουν. Ο αντιπρόσωπος έτσι φέρνει – ξανά αναφέρω τον Nietzsche – μια «μεταμόρφωση του ίδιου σε ιερό». Για να κάνει την αναγκαιότητα του αισθητή ο αντιπρόσωπος έχει καταφύγει επίσης στην στρατηγική του «απρόσωπου καθήκοντος». «Τίποτα δεν προκαλεί πιο βαθιά καταστροφή από το ‘απρόσωπο’ καθήκον, κάθε θυσία στον Μολώχ της ασάφειας». Ο αντιπρόσωπος, έτσι, αναθέτει ιερά καθήκοντα στον εαυτό του. «Αν κάποιος θεωρεί πως ο φιλόσοφος είναι, πρακτικά σε όλα τα έθνη, απλά η παραπέρα εξέλιξη του ιερατικού τύπου, τότε δεν μπορεί να αισθανθεί έκπληξη πλέον κάποιος ανακαλύπτοντας αυτό το κειμήλιο του ιερέα, την αυτό-παραπλανητική απάτη. Αν κάποιος έχει ιερά καθήκοντα, για παράδειγμα της βελτίωσης, διάσωσης, εξιλέωσης της ανθρωπότητας… τότε αυτός είναι ήδη ιερός από ένα τέτοιο καθήκον».

Όλες αυτές οι ιερατικές στρατηγικές έχουν την βάση τους στη κακόπιστη, με την σαρτρική έννοια του όρου, αυτό-παραπλάνηση, το «ιερό ψέμα» μέσω του οποίου ο ιερέας αποφασίζει την αξία των πραγμάτων πως αυτό που είναι απόλυτα καλό είναι εκείνο που είναι καλό για τον ίδιο. ο ιερέας, λέει ο Nietzsche, είναι εκείνος που αποκαλεί την ίδια του τη θέληση Θεό. (Μπορεί κανείς να το πει επίσης αυτό για το πολιτικό που αποκαλεί τις δικές του επιθυμίες ως λαό, τη γνώμη του ως έθνος, κλπ.). Χρησιμοποιώ ξανά τον Nietzsche: «Ο ‘νόμος’, το ‘θέλημα του Θεού’, το ‘ιερό βιβλίο’, η ‘έμπνευση’ – είναι όλα απλές λέξεις για τη συνθήκη υπό την οποία ο ιερέας φτάνει στην εξουσία, με την οποία διατηρεί την εξουσία του – αυτές οι έννοιες εντοπίζονται στη βάση των ιερατικών οργανώσεων, όλες οι ιερατικές ή ιερο-φιλοσοφικές δομές εξουσίας». Αυτό που εννοεί ο Nietzsche εδώ είναι πως οι αντιπρόσωποι, με το να δίνουν στους εαυτούς τους οικουμενικές αξίες, οικειοποιούνται αυτές τις αξίες για τους ίδιους, «κάνουν επίταξη στην ηθική». Μονοπωλούν τις έννοιες του Θεού, της Αλήθειας, της Σοφίας, του Λαού, του Μηνύματος, της Ελευθερίας κλπ. Τίνος πράγματος είναι συνώνυμα  είναι αυτές οι έννοιες; Των ίδιων των αντιπροσώπων. «Είμαι η Αλήθεια». Γίνονται ιεροί, ιεροποιούν τους εαυτούς τους και, την ίδια στιγμή χαράσσουν ένα όριο μεταξύ των ίδιων και της κοινής, κοσμικής ανθρωπότητας. Γίνονται, όπως λέει ο Nietzsche, το «μέτρο για τα πάντα».

Είναι σε αυτό που αποκαλώ το φαινόμενο του προφήτη, σύμφωνα με το οποίο ο εκπρόσωπος αποτελεί την ομάδα για την οποία μιλά, μιλά, έτσι μιλώντας με όλη την εξουσία αυτών των απόντων αγνώστων, που κάποιος μπορεί να δει καλύτερα τη λειτουργία της ιερατικής ταπεινότητας: ταπεινώνοντας τον εαυτό του απόλυτα στο Θεό ή στο Λαό, ο ιερέας γίνεται ο Θεός ή ο Λαός. Είναι όταν γίνομαι Τίποτα, και επειδή είμαι ικανός να γίνω τίποτα, της ακύρωσης, λήθης, θυσίας, της απόρριψης του εαυτού του, που γίνομαι Όλα. Δεν είμαι τίποτα παρά μόνο ο αντιπρόσωπος του Θεού ή του Λαού, αλλά μιλάω στο όνομα όλων, και μέσω αυτού είμαι όλοι. Το φαινόμενο του προφήτη είναι ένας πραγματικός διχασμός της προσωπικότητας: το μεμονωμένο άτομο, το ίδιο, το εγώ, ακυρώνει τον εαυτό του προς όφελος του υπερβατικού ηθικό πρόσωπο (δωρίζω τον εαυτό μου στη Γαλλία). Η συνθήκη της εισόδου στην ιεροσύνη είναι μια ειλικρινής μετάνοια, μια μεταμόρφωση· το απλό πρόσωπο πρέπει να πεθάνει για να μπορεί το ηθικό πρόσωπο να γεννηθεί. Κάποιος πεθαίνει και γίνεται θεσμός. Αυτό είναι που κάνουν οι τελετές του θεσμού. Παραδόξως, εκείνοι που γίνονται τίποτα για να γίνουν τα πάντα μπορούν να αντιστρέψουν του κανόνες της σχέσης και να αποδοκιμάσουν εκείνους που παραμένουν απλά οι ίδιοι, που μιλούν μόνο για τους εαυτούς τους, πως είναι τίποτα, ούτε στη πράξη ούτε στο δικαίωμα (καθώς είναι ανίκανοι για αυτοθυσία κλπ). είναι σε αυτό το δικαίωμα της μομφής, του να είναι ικανοί να κάνουν κάποιον να αισθανθεί ένοχος, που είναι ένα από τα κέρδη του «ακτιβιστή».

Με λίγα λόγια, το φαινόμενο του προφήτη είναι ένα από τα φαινόμενα που έχουμε την ψευδαίσθση πως αντιλαμβανόμαστε πολύ γρήγορα. Όλοι έχουμε ακούσει για την Πυθία, για τους ιερείς που ερμηνεύουν τον προφητικό λόγο – και δεν είμαστε ικανοί να το αναγνωρίσουμε σε όλες τις καταστάσεις στις οποίες κάποιος μιλά στο όνομα από κάτι που έρχεται σε ύπαρξη μέσα από αυτόν τον ίδιο του λόγου. Μια ολόκληρη σειρά από συμβολικά φαινόμενα στην καθημερινή πολιτική βασίζεται σε αυτό το είδος σφετεριστικής εγγαστριμυθίας, αποτελείται από λόγο και όμως το κάνουν να φαίνεται πως κάποιος άλλος μιλά, μιλώντας για εκείνους που δίνουν σε κάποιον το δικαίωμα να μιλά, που στην ουσία εξουσιοδοτούν κάποιον να μιλά. Συνήθως όταν ένας πολιτικός λέει, «ο λαός, οι μάζες» θυμίζει το φαινόμενο του προφήτη. Αυτή είναι η πράξη η οποία αποτελείται από την παραγωγή του μηνύματος και της αποκρυπτογράφησης του την ίδια στιγμή, κάνοντας τους άλλους να πιστέψουν πως «Είμαι το άλλο», πως ο εκπρόσωπος είναι ένα απλό υποκατάστατο για το λαό, είναι πραγματικά ο λαός με την έννοια πως αυτό που λέει είναι η αλήθεια και η ζωή του λαού.

Αυτός ο σφετερισμός που κατοικεί μέσα στο γεγονός της επιβεβαίωσης του ίδιου ως ικανού να μιλά στο όνομα κάποιου είναι αυτό που εξουσιοδοτεί τη μετακίνηση από το δηλωτικό στο επιτακτικό. Αν εγώ, ο Pierre Bourdieu, ως μοναδικό άτομο και μιλώντας μόνο για εμένα, είπα πως είναι αναγκαίο να κάνω αυτό ή εκείνο, να ανατρέψω την κυβέρνηση, ή να αρνηθώ τους πυραύλους Πέρσινγκ, ποιος θα με ακολουθήσει; Αν όμως είμαι τοποθετημένος σε θεσμικές συνθήκες έτσι ώστε να είμαι σε θέση να εμφανίζομαι σα να μιλώ «στο όνομα των μαζών», ή καλύτερα «στο όνομα των μαζών και της επιστήμης, του επιστημονικού σοσιαλισμού», αυτό αλλάζει τα πάντα. Η μετακίνηση από το ενδεικτικό στο οριστικό υποδηλώνει, όπως θεώρησαν οι ντουρκενχαϊνοί, την μετακίνηση από το ατομικό στο συλλογικό, την αρχή όλου του ελέγχου αναγνωρισμένου ή αναγνωρίσιμου. Το φαινόμενο του προφήτη, η περιοριστική μορφή του παραστατικού, είναι αυτό που επιτρέπει έναν εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο, με το να δίνει στον εαυτό του την εξουσία της ομάδας που τον εξουσιοδοτεί. Αν είμαι ο συλλογικός «αληθινός» άνθρωπος, το ομαδικό αληθινό πρόσωπο, και αν αυτή η ομάδα είναι εκείνη της οποίας είσαι κομμάτι, μέσω της οποία ορίζεσαι, παίρνεις μια ταυτότητα, γίνεσαι πραγματικά καθηγητής, πραγματικά προτεστάντης, πραγματικά καθολικός κλπ., πρέπει απλά να υπακούς. Το φαινόμενο του προφήτη είναι η εκμετάλλευση της υπερβατικότητας της ομάδας σε σχέση με το απομονωμένο άτομο που γίνεται από ένα άτομο που ουσιαστικά είναι, με ένα ιδιαίτερο τρόπο, η ομάδα, αν μόνο επειδή κανείς δεν μπορεί να σηκωθεί και να πει, «Δεν είσαι η ομάδα», να βρει μια άλλη ομάδα και να αναγνωριστεί ως ο εκπρόσωπος της.

Το παράδοξο της μονοπώλησης της συλλογικής αλήθειας είναι η αρχή κάθε φαινομένου συμβολικής επιβολής: είμαι η ομάδα, δηλαδή ο συλλογικός έλεγχος, ο έλεγχος του συλλογικού πάνω σε κάθε ένα από τα μέλη του, είμαι η συλλογική αλήθεια, και από το γεγονός αυτό και μόνο είμαι εκείνος που χειραγωγεί την ομάδα στο όνομα της ομάδας. Η βία που εμπεριέχεται στο φαινόμενο της προφητείας δεν γίνεται πουθενά τόσο ορατή όσο σε καταστάσεις συνάθροισης, καταστάσεις που είναι τυπικά εκκλησιαστικές, όπου ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος ή, σε καταστάσεις κρίσης, επαγγελματίες εκπρόσωποι, που εξουσιοδοτούν τους εαυτούς τους, μιλούν για όλους εκείνους που είναι συγκεντρωμένοι. Σε καταστάσεις  όπως αυτή αποδεικνύεται πρακτικά αδύνατο να παράξουν μια διαφορετική, αντιπολιτευτική φωνή, ενάντια στην εξαναγκαστική  ομοφωνία που παράγουν το μονοπώλιο του λόγου και οι τεχνικές της ομοφωνίας όπως ομοφωνίας όπως η ανάταση του χεριού για ψήφο, ή τα χειραγωγημένα χειροκροτήματα προτάσεων.

Θα είναι αναγκαίο να κάνουμε μια γλωσσολογική ανάλυση αυτού του διπλού παιχνιδιού και των ρητορικών στρατηγικών μέσω των οποίων η δομική κακοπιστία του εκπροσώπου εκδηλώνεται, κυρίως η μόνιμη κίνηση μεταξύ «εμείς» και «εγώ». Στο πεδίο του συμβολικού, πράξεις  δύναμης μεταφράζονται μέσω πράξεων σύμβασης – και, αν κάποιος ξέρει πως, κάποιος μπορεί να κάνει τη γλωσσολογική ανάλυση εργαλείο πολιτικής κριτικής, και τη ρητορική  μια επιστήμη συμβολικής εξουσίας. Όταν ένας apparatchik θέλει να κάνει ένα συμβολικό πραξικόπημα, περνά από το «εγώ» στο «εμείς». Δεν λέει «Πιστεύω πως εσείς οι κοινωνιολόγοι πρέπει να μελετήσετε τους εργάτες», λέει» πιστεύουμε πως θα πρέπει»… ή «κοινωνική απαίτηση υπάρχει…». Έτσι το «εγώ» του αντιπροσώπου καλύπτεται πίσω από ένα συγκεκριμένο συμφέρον της ομάδας, και ο αντιπρόσωπος πρέπει να «οικουμενικοποιήσει το συγκεκριμένο συμφέρον του» όπως είπε ο Marx, για να το παρουσιάσει ως το συμφέρον της ομάδας. Πιο γενικά, η χρήση της αφηρημένης γλώσσας, οι μεγάλες ασαφείς λέξεις της πολιτικής ρητορικής, ο βερμπαλισμός της αφηρημένης αρετής οι οποίες, όπως θεώρησε ο Hegel, παράγει το φανατισμό και την ιακωβίνικη τρομοκρατία (κάποιος αρκεί να διαβάσει την τρομερή φρασεολογία στην αλληλογραφία του Ροβεσπιέρου), όλα συμμετέχουν στη λογική του διπλού je (jeu) που αποτελεί την νομιμοποιητική βάση του σφετερισμού, υποκειμενικά και αντικειμενικά.

Θα ήθελα να χρησιμοποιήσω το παράδειγμα της συζήτησης σχετικά με την λαϊκή τέχνη. (Ανησυχώ λίγο για την μεταδοτικότητα αυτών που είπα και αυτό γίνεται αισθητό στην δυσκολία της επικοινωνίας). Γνωρίζετε την κουβέντα σχετικά με την λαϊκή τέχνη, την προλεταριακή τέχνη, το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, την λαϊκή κουλτούρα κλπ., μια τυπική θεολογική συζήτηση στην οποία η κοινωνιολογία δεν μπορεί να εισέλθει δίχως να πέσει σε παγίδα. Γιατί; Επειδή είναι το χαρακτηριστικό πεδίο το φαινομένου του προφήτη που περιγράφω. Μια από τις θέσεις υπέρ για παράδειγμα για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό είναι στην ουσία τυπικό παράγωγο του συγκεκριμένου «εγώ» των πολιτικών αντιπροσώπων, του «ζαχνοβιανού εγώ» για να το αποκαλέσουμε με το όνομά του, δευτεροκλασάτων μικροαστών διανοούμενων, που επιθυμούν να επιβάλουν κυριαρχία, πάνω από όλα πάνω σε πρωτοκλασάτους διανοούμενους, και που οικουμενοποιούν τους εαυτούς τους με το να παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως το λαό. Και μια πολύ στοιχειώδης ανάλυση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού θα δείξει πως δεν υπάρχει τίποτα λαϊκό σε αυτό που στη πραγματικότητα είναι φορμαλισμός ή ακόμη και ακαδημαϊσμός βασισμένος σε μια πολύ αφηρημένη αλληγορική εικονογραφία, ο Εργάτης κλπ., (ακόμη και αν αυτό μοιάζει να απαντά, πολύ επιφανειακά, στην λαϊκή απαίτηση για ρεαλισμό). Αυτό που εκφράζεται σε αυτή τη φορμαλιστική μικροαστική τέχνη – (κάθε άλλο παρά εκφράζει το λαό, περιέχει μια άρνηση του λαού, με τη μορφή του «λαού», γυμνός κορμός, μυώδης, μπρούτζινος, οπτιμιστικός. Κοιτώντας προς το μέλλον κλπ.) – είναι η κοινωνική φιλοσοφία, το ασυνείδητο ιδανικό των μικροαστών της μηχανής που προδίδουν το πραγματικό τους φόβο για το πραγματικό λαό με το να ταυτίζονται με ένα ιδεαλιστικό λαό, με δάδα στο χέρι, η φλόγα της Ανθρωπότητας…. Κάποιος θα μπορούσε να πει το ίδιο για την λαϊκή κουλτούρα κλπ. Αυτές είναι τυπικές περιπτώσεις αντικατάστασης του υποκειμένου. Ο κλήρος (και ο Nietzsche ήθελε να πει αυτό), ο ιερέας, η Εκκλησία, οι apparatchik όλων των χωρών υποκαθιστούν με το δικό τους όραμα για το κόσμο (παραμορφωμένο από την δική τους libido dominandi) εκείνο της ομάδας της οποίας υποτίθεται πως είναι η έκφραση. Σήμερα κάποιος υπηρετεί το λαό όπως σε άλλες εποχές κάποιος υπηρετούσε το Θεό, για να ικανοποιήσει θέσεις μεταξύ κληρικών.

Ομολογία και οι Συνέπειες της Παραγνώρισης

Είναι όμως τώρα αναγκαίο να αναρωτηθούμε πώς όλες αυτές οι στρατηγικές του διπλού jeu ή je είναι σε θέση να λειτουργήσει παρόλα αυτά: πως δεν εκτίθεται το διπλό «jeu» του αντιπροσώπου; Αυτό που είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε, αυτό που είναι στη καρδιά του «μυστηρίου της μεσολάβησης», είναι η «νόμιμη εξαπάτηση». Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να απομακρυνθεί από την αφέλεια σε όλη την χαρακτηριστική της καθαρότητα. Η νόμιμη εξαπάτηση πετυχαίνει μόνο όταν ο σφετεριστής δεν είναι υπολογιστικός κυνικός που συνειδητά παραπλανά τους ανθρώπους, αλλά κάποιος που παίρνει τον εαυτό του απολύτως καλόπιστα, για κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που είναι.

Ένας από τους μηχανισμούς που κάνει το σφετερισμό και το διπλό «jeu» να λειτουργεί, μιλώντας με απόλυτη αθωότητα, και με κάθε ειλικρίνεια, είναι πως τα συμφέροντα των ψηφοφόρων και τα συμφέροντα του αντιπροσώπου συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό, έτσι ώστε ο αντιπρόσωπος μπορεί να πιστεύει και να κάνει τους άλλους να πιστέψουν πως δεν έχει συμφέροντα πέρα από τα συμφέροντα των ψηφοφόρων. Για να το εξηγήσω αυτό είμαι υποχρεωμένος να κάνω μια παράκαμψη μέσω μιας ανάλυσης που θα είναι λίγο πιο περίπλοκη. Υπάρχει ένα πολιτικός χώρος, ένας θρησκευτικός χώρος, αυτό που ονομάζω πεδίο, ένα αυτόνομο σύμπαν, ένας παιγνιο-χώρος όπου κάποιος παίζει ένα παιχνίδι με συγκεκριμένους κανόνες, κανόνες που είναι διαφορετικοί από εκείνους του παιχνιδιού που παίζονται στο διπλανό χώρο. Οι άνθρωποι που συμμετέχουν στο παιχνίδι έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα, συμφέροντα που δεν ορίζονται από τους ψηφοφόρους τους. Ο πολιτικός χώρος έχει μια Αριστερά και μια Δεξιά, έχει τους κυρίαρχους και τους κυριαρχούμενους του. Ο κοινωνικός χώρος επίσης έχει τους εξουσιαστές και τους εξουσιαζόμενους του, τους πλούσιους και τους φτωχούς. Αυτοί οι δυο χώροι είναι ανάλογοι μεταξύ τους. Υπάρχει μια ομολογία μεταξύ τους, αυτό σημαίνει πως χοντρικά το πρόσωπο που σε αυτό το παιχνίδι καταλαμβάνει μια θέση στα αριστερά (α) είναι προς κάποιον που καταλαμβάνει μια θέση στα δεξιά (β) ότι είναι ένα πρόσωπο που καταλαμβάνει μια θέση στα αριστερά (Α) προς κάποιον που καταλαμβάνει μια θέση στα δεξιά (Β) στο άλλο παιχνίδι. Όταν ο (α) θέλει να επιτεθεί στον (β) για να λύσει τις συγκεκριμένες διαφορές τους, βοηθά τον ίδιο, αλλά κάνοντάς το βοηθά και τον (Α). Αυτή η δομική σύμπτωση των ειδικών συμφερόντων των αντιπροσώπων και τα συμφέροντα των ψηφοφόρων είναι η βάση του θαύματος του ειλικρινούς και επιτυχημένου ιερέα. Οι άνθρωποι που εξυπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντα των ψηφοφόρων τους είναι οι άνθρωποι που εξυπηρετούν καλύτερα τους εαυτούς τους στην ικανοποίηση τους· πως είναι το κέρδος τους, και είναι σημαντικό να είναι έτσι για να λειτουργήσει η σχέση.

Αν είναι αναγκαίο να μιλήσουμε για συμφέροντα, είναι επειδή αυτή η έννοια προκαλεί μια ρήξη, καταστρέφει την ιδεολογία αδιαφορίας, που είναι η επαγγελματική ιδεολογία των κληρικών (διανοούμενων). Οι άνθρωποι που είναι στο θρησκευτικό, πνευματικό και πολιτικό παιχνίδι έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα, που αν και διαφορετικά από εκείνους που παίζουν στο οικονομικό πεδίο, δεν είναι λιγότερο ζωτικά· όλα αυτά τα συμβολικά συμφέροντα – για να μη χάσουν κύρος, για να μη χάσουν τους εκλογείς, για να θριαμβεύσουν πάνω σε μια αντίπαλη τάση, να κερδίσουν την προεδρία, κλπ – είναι τέτοια που η ικανοποίηση τους, υπακούοντας τα συχνά τυχαίνει να οι αντιπρόσωποι να εξυπηρετούν τους εκλογείς τους, παρά τις αποκλίσεις όταν τα συμφέροντα των αντιπροσώπων έρχονται σε σύγκρουση με εκείνα των αντιπροσωπευόμενων. Σύγκλιση υπάρχει πολύ πιο συχνά από ότι κάποιος μπορεί να πιστεύει αν όλα πήγαιναν σύμφωνα με τη τύχη ή τη λογική της πλήρους στατιστικής άθροισης μεμονωμένων συμφερόντων καθώς, εξαιτίας της ομολογίας, οι άνθρωποι που είναι πρόθυμοι να υπακούσουν αυτό που η θέση τους στο παιχνίδι τους επιβάλλει, υπηρετούν, ως εκ τούτου και στην άλλη πλευρά, τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν και οι οποίοι υποτίθεται πως υπηρετούν. Το αποτέλεσμα της μετωνυμίας επιτρέπει την καθολικοποίηση των ιδιαίτερων συμφερόντων του apparatchik, την απόδοση των συμφερόντων των αντιπροσώπων στους αντιπροσωπευόμενους που υποτίθεται πως αντιπροσωπεύει. Το βασικό προσόν αυτού του μοντέλου βρίσκεται πως λαμβάνει υπόψιν το γεγονός πως οι αντιπρόσωποι δεν είναι κυνικοί (ή όλο και λιγότερο συχνά από ότι κάποιος μπορεί να οδηγηθεί να πιστέψει), πως απορροφούνται στο παιχνίδι και πως πιστεύουν απόλυτα σε αυτό που κάνουν.

Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις σαν και αυτή όπου οι αντιπροσωπευόμενοι και οι αντιπρόσωποι, οι πελάτες και ο παραγωγός είναι σχέση δομικής ομολογίας. Πάρτε την περίπτωση του διανοούμενου πεδίου της δημοσιογραφίας: ο δημοσιογράφος της «Nouvel Observateur» βρίσκεται προς τον δημοσιογράφο της «Figaro» όπως ο αναγνώστης της «Nouvel Observateur» προς τον αναγνώστη της «Figaro», έτσι, όταν τον εξυπηρετεί να κλείσει τους λογαριασμούς του με τον δημοσιογράφο της «Figaro», ικανοποιεί τον αναγνώστη της «Nouvel Observateur» δίχως να προσπαθεί να τον ικανοποιήσει ηθελημένα. Είναι ένας απλός μηχανισμός που αντικρούει την τυπική αντιπροσώπευση της ιδεολογικής δράσης, ως ιδιοτελή ή ωφέλιμη δουλοπρέπεια, ως ιδιοτελή υποταγή σε μια λειτουργία. Ο δημοσιογράφος στη «Figaro» δεν είναι ο συγγραφέας που βγάζει ανοησίες για το επισκοπάτο, ή ο υπηρέτης του καπιταλισμού, κλπ., είναι πάνω από όλα ένας δημοσιογράφος, την δεδομένη στιγμή, έχει εμμονή με την «Nouvel Observateur» ή την «Liberation».

Οι Αντιπρόσωποι της Μηχανής

Μέχρι στιγμής έχω επισημάνει τη σχέση μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και των αντιπροσώπων. Τώρα πρέπει να εξετάσω τη σχέση μεταξύ του σώματος των αντιπροσώπων, της μηχανής, η οποία μπορεί να έχει τα δικά της συμφέροντα, τις «δικές της τάσεις», κυρίως την τάση για αναπαραγωγή, και τους συγκεκριμένους αντιπροσώπους. Όταν το σώμα των αντιπροσώπων, το κληρικό σώμα, το Κόμμα κλπ., δηλώνει τις δικές του τάσεις, τα συμφέροντα της μηχανής κυριαρχούν πάνω στα συμφέροντα των συγκεκριμένων αντιπροσώπων που στην ουσία παύουν πλέον να είναι αντιπρόσωποι των ψηφοφόρων τους ώστε να παρουσιάζονται υπεύθυνοι μπροστά στη μηχανή. Για το λόγο αυτό, κάποιος δεν μπορεί να κατανοήσει τις ιδιότητες και τις πρακτικές των αντιπροσώπων δίχως να κατανοήσει τη μηχανή.

Ο βασικός νόμος των γραφειοκρατικών μηχανών είναι ότι η μηχανή δίνει τα πάντα (και κυρίως έλεγχο πάνω στη μηχανή) σε εκείνους που της δίνουν τα πάντα και περιμένουν τα πάντα από αυτή, επειδή δεν έχουν τίποτα και είναι τίποτα έξω από τη μηχανή. Με πιο απλούς όρους, η μηχανή εξαρτιέται περισσότερο από εκείνους που εξαρτώνται πιο πολύ από εκείνη· επειδή είναι εκείνοι πάνω στους οποίους έχει το μεγαλύτερο έλεγχο. Ο Zinoviev που είναι φυλακισμένος στις δικές του αξιακές επιλογές, αλλά που κατανοεί αυτά τα πράγματα πολύ καλά, λέει: «Η αρχή της επιτυχίας του Stalin εντοπίζεται στο ότι πρακτικά είναι κάποιος εντυπωσιακής μετριότητας». Αυτό ελάχιστα απέχει από το να είναι κανόνας. Σε σχέση με τον apparatchik, πάντα μιλά για «μια εντυπωσιακά ασήμαντη δύναμη, και για το λόγο αυτό, ανίκητη. Πρόκειται για πολύ γοητευτικά μοτίβα αν και είναι κάπως ψευδή εξαιτίας του πολεμικού τους σκοπού (που είναι πραγματικά η γοητεία τους) μας αποτρέπει από το να δεχτούμε το δεδομένο ως έχει, (που δεν σημαίνει πως πρέπει να το δεχτούμε ως έχει). Η ηθική κατάπτωση δεν μπορεί να εξηγήσει πως εκείνοι που η χαρισματική διαίσθηση αντιλαμβάνεται ως τους πιο ανόητους, τους πιο συνηθισμένους, ουσιαστικά εκείνους που δεν έχουν δική τους αξία, είναι εκείνοι που πετυχαίνουν μέσα στη μηχανή. Στην ουσία πετυχαίνουν όχι επειδή είναι οι πιο συνηθισμένοι, αλλά επειδή δεν είναι τίποτα έξω από τη μηχανή, τίποτα που να τους επιτρέπει να είναι θαρραλέοι απέναντι της, ή να προσπαθήσουν να είναι ευρηματικοί.

Είναι ένας τύπος δομικής αλληλεγγύης, η οποία δεν είναι τυχαία, μεταξύ της μηχανής και συγκεκριμένων κατηγοριών ανθρώπων, που προσδιορίστηκαν παραπάνω απόλυτα αρνητικά ως μη έχοντες ιδιότητες που θα ήταν ενδιαφέρον να κατέχουν για το αντίστοιχο πεδίο. Με πιο ουδέτερους όρους, η μηχανή επιλέγει ασφαλείς ανθρώπους. Αλλά γιατί ασφαλείς; Απλά επειδή δεν έχουν τίποτα για να αντισταθούν στη μηχανή. Αυτό εξηγεί γιατί και στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα στη δεκαετία του 1950 και στη Κίνα στη διάρκεια της «Πολιτιστικής Επανάστασης», οι νέοι χρησίμευσαν ιδιαίτερα ως συμβολικοί φύλακες, ως σκύλοι-φύλακες. Τώρα αυτό που χαρακτηρίζει τους νέους, δεν είναι μόνο ο ενθουσιασμός, η αφέλεια, τα πιστεύω, όλα αυτά που κάποιος συσχετίζει δίχως ιδιαίτερη σκέψη με τη νεολαία· από την οπτική του μοντέλου μου είναι επίσης εκείνοι που δεν έχουν τίποτα· είναι αρχάριοι, έρχονται στο πεδίο δίχως κεφάλαιο. Και από την οπτική της μηχανής είναι αναλώσιμοι στη μάχη εναντίον της παλιάς φρουράς που, αρχίζοντας να έχουν κεφάλαιο, είτε μέσω του Κόμματος, ή μέσω των ίδιων, χρησιμοποιούν αυτό το κεφάλαιο για να προκαλέσουν το Κόμμα. Εκείνος που δεν έχει τίποτα δεν καθορίζει τις συνθήκες· είναι πολύ λιγότερο πιθανό να είναι εκείνος που θα αντισταθεί στη μηχανή που του δίνει τόσα πολλά, σύμφωνα με το βαθμό της άνευ όρων παράδοσης του, και της ασημαντότητας του. Έτσι στη δεκαετία του 1950, αυτός ή εκείνος εικοσιπεντάχρονος διανοούμενος μπορούσε να έχει, ex officio, με το να οριστούν από το μηχανισμό, κάποια κοινά που μόνο οι πιο αναγνωρισμένοι διανοούμενοι μπορούν να πετύχουν από μόνοι τους ως συγγραφείς.

Αυτό του είδους σιδερένιου νόμου των μηχανών ταιριάζει σε μια άλλη διαδικασία που θα θυμίσω πολύ σύντομα και που αποκαλώ το «φαινόμενο του γραφείου». Αναφέρομαι στην ανάλυση που έκανε ο Marc Ferro για την διαδικασία μπολσεβικοποίησης. Στα τοπικά σοβιέτ, τις επιτροπές εργοστασίων, τις αυθόρμητες οργανώσεις στην αρχή της Ρωσικής Επανάστασης, όλοι ήταν εκεί, όλοι μιλούσαν. Και έπειτα, μόλις ορίστηκαν οι μόνιμοι αξιωματούχοι, οι άνθρωποι άρχισαν να έρχονται λιγότερο. Με την ιδρυματοποίηση ενσαρκωμένη στους αξιωματούχους όλα αντιστράφηκαν, το γραφείο άρχισε να μονοπωλεί την εξουσία, ο αριθμός των συμμετεχόντων στις συναντήσεις άρχισε να ελαττώνεται. Ήταν το γραφείο που συγκαλούσε τις συναντήσεις και οι συμμετέχοντες χρησίμευαν από την μια για να δείξουν την αντιπροσωπευτικότητα των αντιπροσώπων και από την άλλη να επικυρώσουν τις αποφάσεις τους. οι μόνιμοι αξιωματούχοι άρχισαν να αποδοκιμάζουν τα απλά μέλη που δεν έρχονταν συχνά στις συναντήσεις που τα υποβίβαζε σε αυτές τις λειτουργίες.

Αυτή η διαδικασία της συγκέντρωσης της εξουσίας στα χέρια των αντιπροσώπων είναι ένα είδος ιστορικής συνειδητοποίησης  αυτού που περιγράφεται στο θεωρητικό μοντέλο της διαδικασίας της ανάθεσης. Οι άνθρωποι είναι εδώ, μιλάνε. Μετά εγκαθίσταται ο μόνιμος αξιωματούχος, που αρχίζει να αναπτύσσει συγκεκριμένες περιοχές ικανότητας, και τη δική του γλώσσα. (Στο σημείο αυτό κάποιος θα μπορούσε να αναφέρει την ανάπτυξη μιας ερευνητικής γραφειοκρατίας:  υπάρχουν οι ερευνητές, μετά οι επιστημονικοί διευθυντές που υποτίθεται πως βοηθούν τους ερευνητές. Οι ερευνητές δεν αντιλαμβάνονται την γραφειοκρατική γλώσσα των διευθυντών, «ερευνητικές ανακοινώσεις», «προτεραιότητα». Κλπ., και στις τεχνοδημοκρατικές εποχές μας, «κοινωνική απαίτηση». Ως εκ τούτου, οι περισσότεροι ερευνητές δεν κάνουν καν το κόπο να εμφανίζονται πλέον, και η αποχή τους καταγγέλλεται. Όμως ορισμένοι ερευνητές που έχουν το χρόνο μένουν, και τα αποτελέσματα είναι διαθέσιμα να τα δουν όλοι).

Ο μόνιμος αξιωματούχος, όπως υποδηλώνει το όνομα, είναι εκείνος που αφιερώνει όλο του το χρόνο σε αυτό που, για τους άλλους, είναι δευτερεύουσα δραστηριότητα, ή τουλάχιστον, μια δραστηριότητα μερικής απασχόλησης.  Έχει το χρόνο, και ο χρόνος δρα υπέρ του. Στην επανάληψη που καταναλώνει χρόνο και ενέργεια, στη γραφειοκρατική ρευστότητα, μπορεί να πνίξει κάθε προφητική διεκδίκηση της εξουσίας, δηλαδή, οτιδήποτε είναι ασυνεχές. Έτσι είναι που οι αντιπρόσωποι συγκεντρώνουν μια συγκεκριμένη εξουσία, αναπτύσσουν μια συγκεκριμένη ιδεολογία, που βασίζεται σε μια παράδοξη αντιστροφή της σχέσης τους με τους ψηφοφόρους τους – έτσι καταδικάζουν την αποχή, την ανικανότητα και την αδιαφορία προς τα συλλογικά συμφέροντα δίχως να βλέπουν πως είναι το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης της εξουσίας στα χέρια μόνιμων αξιωματούχων. Το όνειρο όλων αυτών των αξιωματούχων είναι μια μηχανή δίχως βάση, δίχως τους πιστούς, δίχως τους ακτιβιστές… αντιπροσωπεύουν την μονιμότητα έναντι της ασυνέχειας· έχουν μια ιδιαίτερη ικανότητα, μια κατάλληλη γλώσσα, μια κουλτούρα που είναι δική τους, η κουλτούρα των apparatchik, βασισμένη στην δική της ιστορία, μια δική τους υπόθεση. (Όπως είπε κάπου ο Gramsci: έχουμε βυζαντινές συζητήσεις, συγκρουόμενες τάσεις, ρεύματα, στα οποία κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα). Κατά συνέπεια, εδώ εμφανίζεται μια συγκεκριμένη κοινωνική τεχνολογία: αυτοί οι άνθρωποι γίνονται οι επαγγελματίες στην χειραγώγηση της μόνης κατάστασης που θα μπορούσε να τους προκαλέσει προβλήματα· δηλαδή, μια σύγκρουση με τους εκλογείς τους. ξέρουν πως να χειραγωγήσουν γενικές συνελεύσεις, να μεταμορφώσουν τις εκλογές σε επιδοκιμασία και ούτω καθεξής. Και επιπλέον έχουν ένα τύπο κοινωνικής λογικής στη πλευρά τους, επειδή τους αρκεί να μην κάνουν τίποτα για να εξελιχθούν τα πράγματα προς όφελος τους, και η εξουσία τους συχνά βρίσκεται στην επιλογή (εντροπικά) στο να μην κάνουν τίποτα, στην μη επιλογή.

Το κεντρικό φαινόμενο είναι αυτό το είδος της αντιστροφής του πίνακα των αξιών, που επιτρέπει, στα όρια της, τον οπορτουνισμό να μετατραπεί σε μαχητική αφοσίωση. Υπάρχουν θέσεις, προνόμια, και οι άνθρωποι τα αρπάζουν· κάθε άλλο από το να αισθάνονται ένοχοι επειδή εξυπηρέτησαν τα ίδια τους τα συμφέροντα αρνούνται πως πήραν τη θέση για τους ίδιους και λένε πως ήταν για το Σκοπό, το Κόμμα· ισχυρίζονται ακόμη πως κάποιος δεν πρέπει να εγκαταλείψει μια θέση η οποία κατακτήθηκε. Φτάνουν ακόμη και να περιγράψουν την αποχή ή την αξιοκατάκριτη διαφωνία σαν ηθικές αμφιβολίες για την εξουσία. Υπάρχει ένα είδος αυτό-ιεροποίησης της μηχανής, μια θεοδικία  του μηχανισμού. Η μηχανή έχει πάντοτε δίκιο (και οι αυτοκριτικές των ατόμων την εφοδιάζουν με μια απόλυτη διέξοδο απέναντι στην αμφισβήτηση της ίδιας της μηχανής ως τέτοιας). Η αντιστροφή της τάξης των αξιών, με την ιακωβίνικη εξύμνηση του πολιτικού και του πολιτικού κλήρου, κάνει την πολιτική αποξένωση για την οποία μίλησα στην αρχή, αόρατη. Αντίθετα, είναι η ιερατική εικόνα της πολιτικής που επιβάλλεται, στο βαθμό που εκείνοι που δεν εισέρχονται στο πολιτικό παιχνίδι αναγκάζονται να αισθάνονται ένοχοι. Με άλλα λόγια, έχουμε εσωτερικεύσει τόσο έντονα την άποψη πως είναι λάθος αν κάποιος δεν συμμετέχει στην πολιτική, αν κάποιος δεν είναι ακτιβιστής, (ένα λάθος που κάποιος πρέπει να διορθώσει εσωτερικά), που η τελευταία πολιτική επανάσταση, η επανάσταση εναντίον των πολιτικών κληρικών (la clericature politique), και ενάντια στο σφετερισμό που είναι δυνητικά έμφυτη στην ίδια την πράξη της ανάθεσης, είναι εκείνη που όπως πάντα αναμένεται να επιτευχθεί.
πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com