Η εντεινόμενη δυσαρέσκεια για την κυβερνητική πολιτική έχει ανησυχήσει το Μέγαρο Μαξίμου. Ένα από τα αφηγήματα με το οποίο προσπαθούν να ξορκίσουν το κακό της απώλειας της, μέχρι πρόσφατα αδιαμφισβήτητης, δημοσκοπικής υπεροχής τους, είναι αυτό που αφορά στις πολλές… ατυχίες που συνέβησαν στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Σύμφωνα με αυτό το καινούργιο επικοινωνιακό αφήγημα, τα πολλά τυχαία γεγονότα τα οποία συνέπεσε να συμβούν όλα κατά το διάστημα που κυβερνά η ΝΔ, ευθύνονται εν πολλοίς για τα κύματα δυσαρέσκειας που εισπράττει τελευταία η κυβέρνηση μέσω των δημοσκοπήσεων.

Το είπε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο προσυνέδριο της ΝΔ στη Θεσσαλονίκη, αλλά το επανέλαβε και ο γνωστός κυβερνητικός σχολιαστής Άδωνις Γεωργιάδης, διανθίζοντάς το με αρκετή δόση κολακείας για τον πρωθυπουργό. Σύμφωνα με δήλωσή του, μέσα στην ατυχία μας που μας συνέβησαν όλα αυτά, είμαστε πολύ τυχεροί να έχουμε πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη…

Η κυβέρνηση, μεθυσμένη από την αλαζονεία της ολοκληρωτικής της πρακτικής, να ελέγχει δηλαδή απόλυτα τα ΜΜΕ θεωρεί, φαίνεται, ότι απευθύνεται σε χαμηλής αντίληψης λαό, που πιστεύει ό,τι επικοινωνιακό αφήγημα του σερβίρουν.

Επειδή όμως ο ελληνικός πολιτισμός είχε πολλές φορές την τύχη να συναντηθεί και με την ανατολίτικη μοιρολατρία, αλλά και με τον δυτικό ορθολογισμό, έχει ενισχυθεί με ισχυρά αντανακλαστικά όσον αφορά στα ζητήματα της τύχης και της διαχείρισής της.

Έτσι, είναι βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση των Ελλήνων η διαφορά μεταξύ σύμπτωσης και συγχρονισμού.

Σύμπτωση είναι ένα τυχαίο γεγονός που οφείλεται σε άγνωστα σε εμάς ή ακόμη και σε γνωστά, αλλά μη ελεγχόμενα από εμάς αίτια. Ενώ συγχρονισμός, αντίθετα, είναι η συγκυρία γεγονότων που προγραμματίστηκαν ώστε να συμβούν συγχρόνως. Σύμπτωση, για παράδειγμα, είναι η τυχαία συνάντηση δύο γνωστών, χωρίς να έχει υπάρξει προηγουμένως συνεννόηση. Συγχρονισμός, αντίθετα, είναι η συνάντηση δύο γνωστών μετά από ραντεβού, μετά δηλαδή από προηγούμενη συνεννόηση μεταξύ τους.

Σύμφωνα με αυτά λοιπόν η πανδημία που κτύπησε την ανθρωπότητα, είτε αποτελεί τυχαίο γεγονός, είτε προκλήθηκε σκοπίμως σε ερευνητικά εργαστήρια, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, είναι για εμάς που υφιστάμεθα τις συνέπειές της, μια πολύ κακή στιγμή της τύχης. Ένα γεγονός που μας συνέβη χωρίς τη δική μας θέληση και κυρίως χωρίς εμείς να μπορέσουμε να το εμποδίσουμε.

Η πανδημία λοιπόν μπορεί να χαρακτηριστεί, πράγματι, σαν τυχαίο γεγονός. Η αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας, όμως, μόνο σε τύχη δεν μπορεί να αποδοθεί. Ο θάνατος δηλαδή ενός νοσούντος βαριά από την πανδημία, ο οποίος δεν βρήκε κρεβάτι σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας για να νοσηλευτεί και να θεραπευτεί και ο οποίος πέθανε τελικά αβοήθητος από την επιστήμη, δεν είναι καθόλου τυχαίο γεγονός.

Είναι το θλιβερό αποτέλεσμα ενός εγκληματικού συγχρονισμού. Αφού εκείνοι που μπορούσαν να ενισχύσουν τα νοσοκομεία με περισσότερες ΜΕΘ δεν το έκαναν. Και μάλιστα αυτό δεν έγινε καθόλου τυχαία. Αφού οι αρμόδιοι παραδέχτηκαν ότι αν ενίσχυαν τις ΜΕΘ, όπως επέμενε η αντιπολίτευση, θα πετούσαν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ…

Ενώ λοιπόν η πανδημία, αυτή καθ’ εαυτή, είναι ένα τυχαίο γεγονός, μια κακή σύμπτωση δηλαδή, η κακή διαχείρισή της από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που κόστισε χιλιάδες ζωές που θα μπορούσαν με καλύτερη διαχείριση να είχαν σωθεί, είναι το αποτέλεσμα του συγχρονισμού μιας εγκληματικής τελικά πολιτικής που άφησε χιλιάδες ανθρώπους απροστάτευτους.

Αλλά και η ενεργειακή κρίση μπορεί να είναι πράγματι ένα διεθνές φαινόμενο, την πρόκληση του οποίου εμείς ούτε μπορούσαμε να ελέγξουμε, ούτε και ήταν στο χέρι μας να σταματήσουμε. Ως εκ τούτου, η ενεργειακή κρίση που «έσκασε» στο κεφάλι αυτής της κυβέρνησης μπορεί να αποδοθεί πράγματι σε κακή της τύχη.

Ο τρόπος όμως που η κυβέρνηση τη διαχειρίζεται, ασφαλώς και δεν είναι το αποτέλεσμα σύμπτωσης, αλλά το προϊόν πολιτικού συγχρονισμού.
Το γεγονός δηλαδή ότι η Ελλάδα, συγκρινόμενη με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες προκύπτει τελικά να είναι από τις ακριβότερες, ακριβότερη ακόμη και από εκείνες με τους μεγαλύτερους μισθούς και τη μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη για τους πολίτες, οπωσδήποτε δεν είναι προϊόν τυχαίας σύμπτωσης, αλλά αποτέλεσμα πολιτικού συγχρονισμού.

Πρώτα γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη προκάλεσε τη μεγάλη εξάρτηση της χώρας από το εισαγόμενο από τη Ρωσία και πανάκριβο φυσικό αέριο με την πρώιμη, βεβιασμένη και άστοχη απολιγνιτοποίηση στην οποία προχώρησε, αποδυναμώνοντας την ενεργειακή αυτοδυναμία μας.

Δεύτερον γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη προκάλεσε τη μεγάλη αύξηση των τιμών της ενέργειας στην Ελλάδα, ρυθμίζοντας το Χρηματιστήριο Ενέργειας με τέτοιο τρόπο, ώστε να εισαχθεί σε αυτό το 100% των ενεργειακών μας αποθεμάτων. Με αποτέλεσμα να μην υπάρχει περίπτωση ποτέ να αυτορυθμιστεί η εσωτερική αγορά της ενέργειας, αφού για το σύνολο των αποθεμάτων οι τιμές καθορίστηκαν δεσμευτικά να ακολουθήσουν την τιμή του ακριβότερου κατά πολύ φυσικού αερίου.

Σε αντίθεση, η Γερμανία που εισήγαγε το 29% των συνολικών ενεργειακών της πηγών στο Χρηματιστήριο, όπως και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που εισήγαγαν μικρότερα ποσοστά από αυτό, κατάφεραν και μείωσαν τις τιμές. Αφού για το μεγαλύτερο ποσοστό των αποθεμάτων τους λειτούργησε ο ελεύθερος ανταγωνισμός.

Αλλά και εκτός αυτών, η αδράνεια του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες να μη διεκδικήσει τίποτε για τη χώρα του, σε αντίθεση με τους προοδευτικούς πρωθυπουργούς της Ισπανίας και της Πορτογαλίας που, διεκδικώντας κέρδισαν πλαφόν και μείωση φόρων και ΦΠΑ, δεν ήταν αποτέλεσμα κακής τύχης, αλλά προϊόν πολιτικής σκοπιμότητας που ευνόησε τους κερδοσκόπους.

Και τέλος η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να φορολογήσει τόσον καιρό τα υπερκέρδη των κερδοσκόπων της ενεργειακής αγοράς, που μόνο σε «τύχη» δεν μπορεί να αποδοθεί, μας στέρησε και συνεχίζει να μας στερεί από ένα σημαντικό δημόσιο έσοδο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους για την αποτελεσματική ανακούφιση των πολιτών από την ακρίβεια.

Δεν είναι λοιπόν «άτυχη» η κυβέρνηση.

Άτυχη είναι η Ελλάδα που στη συγκεκριμένη συγκυρία, έχει αυτή την κυβέρνηση και αυτόν τον πρωθυπουργό.

πηγη: https://tvxs.gr