Απόσπασμα από το βιβλίο Yes Means Yes: Visions of Female Sexual Power and a World Without Rape (Seal Press, 2008).
Η Latoya Peterson είναι ακτιβίστρια, συντάκτρια του blog Racialicious και συνίδρυτρια της Glow Up Games.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Προειδοποίηση Περιεχομένου: Έμφυλη Βία, Βιασμός, Σεξουαλική Επίθεση, Κκοποίηση Ανηλίκων











«Βιασμός» μόλις εφτά γράμματα, δυο μικρές συλλαβές, και όμως είναι μια από τις δυσκολότερες λέξεις να βγουν από τα χείλη σου όταν το χρειάζεσαι περισσότερο.

Μπαίνοντάς στα εφηβικά μας χρόνια στην σεξουαλικά κορεσμένη δεκαετία του 1990, οι φίλες μου και εγώ ξέραμε πολλά για το βιασμό. Ξέραμε να είμαστε πάντα σε επιφυλακή ενώ περπατούσαμε, να κρατάμε τα κλειδιά μας σαν όπλο εναντίον μιας επίθεσης. Ξέραμε να μη περπατάμε μόνες τη νύχτα, και αν ήταν απόλυτα αναγκαίο να το κάνουμε, έπρεπε να αποφεύγουμε περάσματα, σκοτεινές διαδρομές ή δρομάκια. Μάθαμε ακόμη να πολεμάμε τον βιασμό των ραντεβού, ακόμη και αν καμιά από εμάς δεν ήταν αρκετά μεγάλη για να έχουμε φίλο που οδηγούσε, ή για να μας καλέσουν σε πάρτι με αλκοόλ.. απομνημονεύσαμε τα πρέπει, επαναλαμβάνοντας τα σαν ψαλμούς, μετατρέποντας τις λέξεις μας σε  προστατευτικό φυλακτό με το οποίο θα απομακρύναμε πιθανούς βιαστές: Μη περπατάς μόνη σου τη νύχτα. Βάλε μια χαρτοπετσέτα πάνω από το ποτό σου στα πάρτι. Μη μπαίνεις σε αυτοκίνητα με ξένους άνδρες. Αν κάποιος προσπαθήσει να σε απαγάγει, φώναξε δυνατά και προσπάθησε να τους επιτεθείς, επειδή ένας βιαστής προσπαθεί να διαλέξει γυναίκες που είναι εύκολοι στόχοι.

Ναι, ξέραμε πολλά για το βιασμό.

Αυτό για το οποίο δεν ήμασταν προετοιμασμένες ήταν όλα τα άλλα. Ο βιασμός κάτι που μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε, μια πράξη με στενό ορισμό και δυο διακριτά σενάρια. Ο μη-βιασμός ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό.

Ο μη-βιασμός ήταν όλα εκείνα τα άλλα μικρά πράγματα που βιώναμε καθημερινά και παλεύαμε να μάθουμε να τα αντιμετωπίσουμε. Εκείνες τις μέρες, τα αυτιά μου ήταν γεμάτα με μυστικά που δεν ήταν δικά μου, οι εξομολογήσεις μη-βιασμών που βιώσαν κορίτσια που ήξερα τότε και οι γυναίκες που ξέρω τώρα.

Όταν ήμουν δώδεκα, η καλύτερη φίλη μου τότε γνώρισε ένα τύπο του είπε ψέματα για την ηλικία της. Του είπε πως ήταν δεκαέξι, και είχε το σώμα να το υποστηρίξει. Κάποιος «καημένος, χαζός» τύπος που θα κοιμόνταν μαζί της τυχαία θα έβγαζε νόημα – με εξαίρεση το γεγονός πως  εκείνος ο τύπος ήταν είκοσι πέντε. Τελικά κοιμήθηκε μαζί της, παίρνοντας την παρθενιά της, ακόμη και όταν κατάλαβε πόσο ήμασταν. Εν τέλει, είναι κάπως χαρακτηριστικό γνώρισμα αν επιλέγεις τη φίλη σου από το γυμνάσιο.

Μια άλλη φίλη μου με τρόμαξε μια μέρα όταν ένας τύπος (μεγάλος άνδρας στα αλήθεια) μας προσπέρασε και αυτή ξέσπασε σε λυγμούς εκεί που στεκόμασταν. Μου ομολόγησε πως όταν ήταν έντεκα έκανε μωρό, αλλά η μητέρα της την ανάγκασε να δώσει το παιδί για υιοθεσία. Ο πατέρας του παιδιού ήταν ο τύπος που μόλις την είχε προσπεράσει αδιάφορα στο δρόμο. Ήμασταν δεκατρία εκείνη την εποχή, λίγες εβδομάδες πριν μπούμε στο γυμνάσιο (high school)*.

Αργότερα, έμαθα πως ήταν στο σχολείο όπου συνάντησε το μελλοντικό της κακοποιητή/πατέρα του μωρού της. Ήξερε πως ήταν περίπου έντεκα – ποια άλλη ηλικιακή ομάδα γράφεται στο γυμνάσιο (middle school); Τότε εκείνος ήταν περίπου δεκαεννιά. Την τράβηξε μαζί του σε αυτή τη μεγάλη φαντασίωση σχέσης, την βοήθησε να το σκάει από το σχολείο καθώς έκαναν βόλτες και έκαναν σεξ στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του. Όταν έμεινε έγκυος με το παιδί του, την παράτησε. Ωστόσο, ζώντας στην ίδια περιοχή σήμαινε πως θα έπεφτε πάνω του τουλάχιστον μια φορά το μήνα· αυτές οι συναντήσεις συνήθως κατέληγαν σε έκρηξη δακρύων και φωνές από εκείνη και ψυχρή αδιαφορία (με το περιστασιακό «Ήσουν απλά μια πουτάνα») από εκείνον.

Στο γυμνάσιο είχα δυο Ασιάτισσες φίλες που ήμουν αρκετά κοντά μαζί τους. Συχνά κάναμε παρέα μετά το σχολείο στο εμπορικό κέντρο μαζί με κάμποσους άλλους έφηβους. Που και που, παίρναμε το λεωφορείο για το πολύ καλό εμπορικό στην ακριβή γειτονιά ώστε να είμαστε άφραγκες με στιλ. Ήταν εκεί – στη πλούσια γειτονιά – που οι Ασιάτισσες φίλες μου αντιμετώπισαν την χειρότερη παρενόχληση τους. Μπορώ να θυμηθώ πως κάθε φίλη, σε διαφορετικές περιπτώσεις, προσεγγίστηκε από μεγαλύτερους λευκούς άνδρες στα τριάντα και τα σαράντα τους και ρωτούσαν σχετικά με την εθνικότητα, την ηλικία και την διαθεσιμότητα τους για ραντεβού. Οι άντρες αυτοί έχωνα πάντα κάρτες στα χέρια τους, λέγοντας στις φίλες μου να τους καλέσουν αργότερα. Οι φίλες μου χαμογελούσαν, πάντα περιμένοντας μέχρι ο άνδρας να απομακρυνθεί πριν πετάξουν τον αριθμό του.

Τα χρόνια συνέχισαν να περνούν και οι ιστορίες συνέχισαν να έρχονται.

Ο πρώην φίλος μου είχε ένα φίλο που έβγαινε με το ίδιο κορίτσι για περίπου εφτά χρόνια. Ανακάλυψα πως το κορίτσι ήταν δεκαοχτώ την περίοδο του χωρισμού τους. Δεκαοχτώ μείον εφτά πόσο κάνει; Το κορίτσι ήταν έντεκα όταν άρχισαν να βγαίνουν, ενώ ο άνδρας ήταν δεκαεννιά. Όταν η σχέση τελείωσε, ήταν είκοσι εφτά. Εξέφρασα την αηδία μου, και ο πρώην μου μου είπε πως όλοι οι υπόλοιποι στο κύκλο των φίλων τους είχε αισθανθεί του ίδιο, οι γονείς του κοριτσιού ήταν εντάξει με αυτό, επιτρέποντας ακόμη στο τύπο και να περνά τη νύχτα στο σπίτι τους. «Εκτός αυτού», μου είπε ανάλαφρα ο πρώην μου, «είχε το σώμα ενήλικης γυναίκας στα έντεκα».

Ο μη-βιασμός ήρθ και με άλλες μορφές επίσης. Καμιά δεν το απέφυγε – όλες οι φίλκες μου είχαν ένα είδος εμπειρίας με αυτόν στη διάρκεια της εφηβείας τους.

Ο μη-βιασμός ήταν το να πιεστείς να χάσεις τη παρθενιά σου στο αντλιοστάσιο μιας πισίνας για να κρατήσεις χαρούμενο τον μεγαλύτερο φίλο σου.

Ο μη-βιασμός ήταν το να ξυπνάς στη μέση της νύχτας και να βρίσκεις ένα έμπιστο οικογενειακό φίλο στο κρεβάτι μαζί σου – και να έχεις εφιάλτες για κάτι που δεν μπορείς να θυμηθείς στη διάρκεια της μέρας.

Ο μη-βιασμός ήταν να έχεις το φίλο της μητέρας σου να σου ζητά σεξουαλικές χάρες.

Ο μη-βιασμός ήταν να αισθάνεσαι την ίδια ομάδα αγοριών να σε χουφτώνουν στα διαλλείματα μεταξύ των μαθημάτων, κάθε μέρα, ξανά και ξανά.

Ο μη-βιασμός ήταν να είσαι δώδεκα χρονών, έχοντας «φίλο» που ήταν είκοσι τέσσερα, και να ανταλλάσσεις σεξ για βόλτες, χαρτζιλίκι, Reebok, και ένα μέρος να μείνεις όταν η μητέρα σου ήταν μαστουρωμένη.

Οι φίλες μου και εγώ εξομολογούμασταν μεταξύ μας, ανταλλάσσοντας ιστορίες, μοιράζοντας το πόνο μας, κρατώντας τα όλα μυστικά από τους ενήλικες στις ζωές μας. Εν τέλει, σε ποιόν μπορούσαμε να το πούμε; Δεν ήταν βιασμός – δεν ταίριαζε με τους ορισμούς. Ήταν μη-βιασμός. Έπρεπε να ξέρουμε καλύτερα. Εμείς ήμασταν που έπρεπε να αναλάβουμε την ευθύνη. Θα τιμωρούμασταν, και δεν το ήθελε καμιά αυτό. Έτσι αυτές οι πράξεις συνεχίστηκαν, υποβοηθούμενες από ένα πέπλο σιωπής.

Για εμένα, ο μη-βιασμός ήρθε με τη μορφή ενός τύπου από την γειτονιά. Θυμάμαι πως των έλεγαν Puffy επειδή έμοιαζε με τον ράπερ Sean «Puffy» Combs. Ήταν φίλος με ένα τύπο που ήμασταν φίλοι, τον Τ. Ήμουν μόνη στο σπίτι μια ζεστή καλοκαιριάτικη μέρα όταν άκουσα ένα χτύπημα στη πόρτα της βεράντας. Κοίταξα από τις περσίδες και αναγνώρισα τον Puffy, έτσι άνοιξα την πόρτα λίγες ίντσες. Ρώτησε αν είχα δει πουθενά τον Τ, και του είπα όχι. Η κουβέντα συνέχισε, το περιεχόμενο της τόσο ασήμαντο που έχει χαθεί στη μνήμη.

Έτσι δεν έχω ιδέα γιατί αποφάσισε να σταματήσει να με κοιτάξει κατευθείαν στο πρόσωπο πριν πει, «Μπορώ να σου κάνω ότι θέλω».

Η νεανική μου περηφάνια με κατέλαβε, έτσι είπα, «Ω, γαμήσου», και έκανα να κλείσω την πόρτα.

Γρήγορα σαν κόμπρα, το χέρι του πέρασε από τη σίτα, πιάνοντας το καρπό μου όπως άπλωσα για το σύρτη. Ένα σύντομο τράβηγμα έγινε άγριο καθώς συνειδητοποίησα πως δεν έκανε πλάκα.

Με κόλλησε στη πόρτα, σπρώχνοντάς με στο πάτωμα, μόλις μέσα στο σπίτι μου. Κρατώντας το χέρι μου πίσω από την πλάτη μου με το ένα χέρι καθώς πάλευα εναντίον του, ήρεμα, άφησε το ελεύθερο χέρι του να εξερευνήσει το σώμα μου. Πίεσε τα ακόμη ασχημάτιστα στήθη μου, τότε πέρασε το χέρι του στο παντελόνι μου, παίρνοντας το χρόνο του καθώς άγγιζε το πισινό μου. Όταν τελείωσε, με άφησε να σηκωθώ, λέγοντας ξανά, «Μπορώ να κάνω ότι θέλω». Όταν τελείωσε την ψυχρή επίδειξη εξουσία του, έφυγε.

Όταν έφυγε, έκλεισα τη πόρτα της βεράντας, την κλείδωσα, και έβαλα το σύρτη ασφαλείας στο παράθυρο, παρόλο που ήταν ακόμη μέρα. Αισθάνθηκα αηδία και βρώμικη και χρησιμοποιημένη. Θυμάμαι να θέλω να κάνω ντους, αλλά αντίθετα έκατσα στο καναπέ, προσπαθώντας να καταλάβω τι έγινε και τι μπορούσα να κάνω στη συνέχεια.

Το να τον χτυπήσω δεν ήταν επιλογή, καθώς είχε αποδείξει πως ήταν δυνατότερος από εμένα. Σκέφτηκα να το πως σε κάποιο αγόρι φίλο μου, αλλά γρήγορα κατάλαβα πως δεν είχα τίποτα να τους πω. Στη τελική δεν είχα βιαστεί, και στο τέλος θα κατέληγε στο λόγο μου εναντίον του δικού του. Καθώς ήμουν η καινούρια στη γειτονιά, είχα το μειονέκτημα σε αυτό το πεδίο. Να το πω στη μαμά μου επίσης δεν ήταν επιλογή – θα έμπλεκα που άνοιγα τη πόρτα σε αγόρια όταν έλειπε στη δουλειά.

Έτριξα τα δόντια με θυμό. Δεν μπορούσα να του κάνω τίποτα που δεν θα επέστρεφε σε εμένα χειρότερα. Έτσι σηκώθηκα, έκανα το ντους μου, και έμεινα σιωπηλή.

Μια εβδομάδα αργότερα, έπεσα πάνω στον Τ και κάποιους άλλους τύπους καθώς πήγαινα προς το κατάστημα της γειτονιάς με μια φίλη μου. Ο Τ μου είπε πως θα άραζαν σε ένα από τα άδεια διαμερίσματα στη γειτονιά. Ήταν μια διαδεδομένη συνήθεια στη παλιά μου γειτονιά – κάποιοι τύποι έβρισκαν κάποιο τρόπο να αποκτήσουν πρόσβαση σε ένα από τα κενά διαμερίσματα ή σπίτια και μετά χρησιμοποιούσαν το μέρος σαν στέκι για λίγες μέρες.

Η φίλη μου ήταν σύμφωνη, αλλά αισθανόμουν διστακτική. Η μνήμη του μη-βιασμού μου ήταν ακόμη ζωντανή στο νου μου, και ο Τ ήταν ακόμη φίλος με τον Puffy. Υπήρχε επίσης η πιθανότητα να ήταν εκεί στο διαμέρισμα ο Puffy, και αυτή ήταν μια συνάντηση που δεν ήθελα. Αρνήθηκα, και η φίλη μου θύμωσε μαζί μου που προσπέρασα την ευκαιρία να κάνουμε παρέα με τα ωραιότερα αγόρια στη γειτονιά. Καθώς  δεν είχα πει τίποτα στη συγκεκριμένη φίλη για ότι είχε συμβεί, προσπέρασα το θυμό της και είπα μια δικαιολογία για να πάω στο σπίτι.

Λίγες μέρες μετά από αυτή τη συνάντηση, ήμουν στο λεωφορείο για το σχολείο πηγαίνοντας για τα πρωινά μαθήματα. Τα τοπικά νέα ήταν στο ραδιόφωνο, και η ανακοίνωση που ήρθε μέσα από τα ραδιοκύματα ξάφνιασε και σώπασε το συνήθως θορυβώδες λεωφορείο. Η φωνή στο ραδιόφωνο μας ενημέρωνε για ένα βάρβαρο βιασμό που είχε γίνει στη γειτονιά μας. Λόγω της άγριας φύσης του εγκλήματος, και οι έξι από τους έφηβους κατηγορούμενους θα δικάζονταν ως ενήλικες. Τα ονόματα διαβάστηκαν, και ένα συλλογικό λαχάνιασμα κάλυψε το λεοφωρείο – το όνομα του Τ ήταν στη λίστα. Ο Jay, ένας τύπος που ήξερε για το φιλικό φλερτάρισμα  που είχα με τον Τ, έσκυψε και αστειέυτηκε «Ωχ, ωχ – θα σε πιάσει ο Τ!».

Έμεινα σιωπηλή. Το μυαλό μου έτρεχε. Η πιο δυνατή, πιο επίμονη σκέψη αναδύθηκε πάνω από όλες – Ωχ θεέ μου, θα μπορούσε να είμαι εγώ.

Μερικά χρόνια αργότερα, ήμουν στη πρώτη λυκείου και στη κορυφή του κόσμου. Σε μεγάλο βαθμό, οι μνήμες του μη-βιασμού μου είχαν θαφτεί κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Η τρίτη μου χρονιά στο λύκειο είχε καταναλωθεί σε δυο κυρίως ευθύνες: σχολική διακυβέρνηση και αναπαραστάσεις δικών. Ως μέρος των καθηκόντων μας, η ομάδα αναπαραστάσεων δικών έπρεπε να παρακολουθήσει μια πραγματική δίκη.

Τη μέρα που πήγαμε στο τοπικό δικαστήριο, ήταν τρεις δίκες στο πινάκιο: μια τροχαία παράβαση, μια υπόθεση φόνου και μια υπόθεση βιασμού. Προσπερνώντας την τροχαία παράβαση, πήγαμε στην πρώτη αίθουσα, που γίνονταν η δίκη για το φόνο, μόνο για να πληροφορηθούμε πως η δίκη πήρε αναβολή. Επιστρέψαμε και πήγαμε στην αίθουσα που γίνονταν η δίκη για το βιασμό.

Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το νου πως θα περνούσα την πόρτα και θα έβλεπα τη φωτογραφία του μη-βιαστή μου, σε μια Polaroid και κολλημένη σε ένα πίνακα με τις φωτογραφίες των άλλων πέντε βιαστών στη δίκη. Ο δημόσιος κατήγορος έβγαλε μια φωτογραφία του κοριτσιού που είχαν κακοποιήσει τα έξι αγόρια. Στη πρώτη φωτογραφία είχε φωτεινά μάτια και ήταν όμορφη, τα μαύρα μαλλιά της σε αλογοουρά που τόνιζε το ανοιχτό της χρώμα. Ήταν ντυμένη με καθημερινά αθλητικά ρούχα, σα να πήγαινε στο στίβο.

Ο δημόσιος κατήγορος τότε έβγαλε μια δεύτερη φωτογραφία, που τραβήχτηκε μετά την επίθεση. Το πρόσωπο της ήταν μια μάζα από μωβ και κόκκινα σημάδια χτυπημάτων. Ένα από τα μάτια της ήταν κόκκινο σαν ματωμένο – ο δικηγόρος μας ενημέρωσε πως είχε πάθει εκτεταμένη ζημιά στα αγγεία στα μάτια της. Το άλλο της μάτι ήταν πρησμένο και κλειστό. Τα χείλη της ήταν επίσης ματωμένα και πρησμένα. Έβαλε τις δυο φωτογραφίες δίπλα δίπλα. Από την μια ως την άλλη φωτογραφία, το κορίτσι είχε γίνει αγνώριστο.

Είχε συναντήσει τον Τ και ένα άλλο αγόρι (τον μη-βιαστή μου – ακόμη δεν ξέρω το κανονικό του όνομα) σε ένα λεωφορείο. Τα αγόρια την είχαν  πείσει να πάει μαζί τους, και την οδήγησαν σε ένα άδειο διαμέρισμα. Δίχως το κορίτσι να το ξέρει, εκεί ήταν ακόμη τέσσερεις άνδρες εκείνη τη μέρα εκεί. Την ανάγκασαν να κάνει στοματικό σεξ σε κάποιους από τους άνδρες, και μετά την χτύπησαν, την βίασαν και την σοδόμισαν. Την βρήκαν στο διαμέρισμα, αναίσθητη, τριγυρισμένη από προφυλακτικά, σπέρμα και κόπρανα.

Το αίμα μου πάγωσε καθώς προσπαθούσα να επεξεργαστώ όσα άκουγα.

Ο Τ ήταν ικανός για αυτό; Ο κατήγορος μιλούσε ακόμη, και ανέφερε πως φαίνονταν πως υπήρχε ένας αρχηγός, με τους άλλους να ακολουθούν για την πλάκα. Οι συμμαθητές μου κάθονταν με απόλυτη προσήλωση ενώ προσπαθούσα να δω πόσο γρήγορα θα μπορούσαμε να φύγουμε. Από την μια, διαπίστωσα πως ο μη-βιαστής μου και ο Τ ήταν ήδη πίσω από τα κάγκελα, αντί να κυκλοφορούν στους δρόμους κάνοντάς το αυτό σε κάποια άλλη.

Αλλά ένα κομμάτι μου αναρωτιόνταν… αν το είχα πει σε κάποιον, οποιονδήποτε, μπορούσα να το αποτρέψω από το να συμβεί; Κοίταξα τη φωτογραφία του κοριτσιού ξανά. Είναι πολύ σπάνιο να βλέπεις την έκφραση «χτυπημένος μέχρι παραμορφώσεως» απεικονισμένο στη πραγματικότητα. Έπρεπε να είχα πει κάτι, είπα στον εαυτό μου. Έπρεπε να είχα προσπαθήσει.

Ο εσωτερικός μου μονόλογος διακόπηκε με τον συνήγορο υπεράσπισης να παίρνει το λόγο. Έχτισε τη θέση του, εξηγώντας πως ο πελάτης του ήταν γενικά καλό παιδί οι άλλοι ήταν περισσότεροι, και πως ο πελάτης του είχε προτιμήσει να φύγει από το μέρος αντί να συμμετέχει σε όποια κακή πράξη. Μετά γύρισε προς τους ενόρκους και είπε:

«Επίσης θα ακούσετε πως η ——– δεν ήταν και τόσο καλό κορίτσι τελικά. Θα ακούσετε πως έκανε κοπάνα από το σχολείο. Θα ακούσετε πως κάπνισε μαριχουάνα. Θα ακούσετε πως ηθελημένα έκανε κοπάνα για να πάει να καπνίσει μαριχουάνα με δυο αγόρια που είχε μόλις γνωρίσει».

Το σαγόνι μου έπεσε στο πάτωμα. Δεν υπήρχε καν η ύπαρξη συναίνεσης στην υπόθεση – η ζημιά στο πρόσωπο του κοριτσιού το μαρτυρούσε. Γιατί είχε σημασία τι έκανε εκείνη τη μέρα;

Εκείνη τη μέρα στο δικαστήριο κατανόησα πλήρως την έννοια του να βιαστείς δυο φορές – πρώτα στη διάρκεια της πράξης, και μετά αργότερα στη διάρκεια της νομικής διαδικασίας. Εκείνη επίσης ήταν η μέρα που κατάλαβα πως το να έλεγα οτιδήποτε σε οποιοδήποτε για το μη-βιασμό μου θα είχε προκαλέσει ένα παρόμοιο, αν όχι πιο απαξιωτική απάντηση. Δεν είχα στοιχεία της πράξης, δεν είχα ένα περιτύλιγμα χρησιμοποιημένου προφυλακτικού, ούτε κιτ βιασμού, ούτε βίαιη διείσδυση.

Αν ο συνήγορος υπεράσπισης προσπαθούσε να σπείρει τους σπόρους της αμφιβολίας μπροστά σε αδιαμφισβήτητα στοιχεία, τι θα είχε συμβεί αν είχα επιλέξει να μιλήσω;

Έτσι είναι που διασπείρεται η επιδημία του μη-βιασμού – μέσα από το φόβο και τη σιωπή. Γυναίκες κάθε προέλευσης επηρεάζονται από τέτοιου είδους πράξεις, ανεξάρτητα από τη φυλή, την εθνικότητα ή τη κοινωνική τάξη. Έτσι πολλές από εμάς κουβαλούν τις ουλές του παρελθόντος μαζί μας στις καθημερινές μας ζωές. Έτσι πολλές από εμάς έχουμε σπρώξει αυτές τις ιστορίες στο πίσω μέρος του μυαλού μας, προσπαθώντας να έχουμε κάτι που να μοιάζει με κανονική ζωή που να περιλαμβάνει ρομαντικές και σεξουαλικές σχέσεις. Ωστόσο, περιμένοντας πίσω ακριβώς από τη γλώσσα βρίσκεται η μια ιστορία των τρόμων που βίωσαν άλλες γυναίκες μετά την άλλη και κρύβονται βαθιά, πίσω από ένα προστατευτικό τείχος σιωπής.

Όταν άρχισα να συζητώ το μη-βιασμό μου κι όλο το φορτίο που πάει μαζί του, περίμενα να κατηγορηθώ ή να μη με πιστέψουν.

Δεν περίμενα ποτέ πως κάθε γυναίκα που θα το έλεγα θα αντιδρούσε με δική της παρόμοια ιστορία.

Στη ηλικία των δεκατεσσάρων, δεν είχα τις λέξεις να εκφράσω την εμπειρία μου στον πραγματικό κόσμο. Δίχως αυτές τι λέξεις, έγινα σιωπηλή και ανήμπορη, φορτωμένη με τη γνώση του τι δεν έγινε, και ανίκανη να ελευθερώσω τον εαυτό μου με το να μιλήσω για αυτό που έγινε.

Δεν μπορώ να αλλάξω τις εμπειρίες του παρελθόντος. Αλλά μπορώ να διδάξω αυτές τις λέξεις, έτσι ώστε μια μέρα να μπορεί να τις χρησιμοποιήσει ένα νεαρό κορίτσι για να σωθεί:

Ο μη βιασμός έρχεται με πολλές μορφές – συχνά είναι γνωστός με άλλα ονόματα. Αυτό που συνέβη σε εμένα λέγεται σεξουαλική επίθεση. Δεν είναι το ίδιο με βιασμό, είναι όμως τραυματική και επώδυνη. Οι φίλες μου βίωσαν βιασμό ανηλίκου, κακοποίηση και εξαναγκασμό.

Αυτό που συνέβη στην αίθουσα του δικαστηρίου είναι παραπροϊόν της κουλτούρας βιασμού – όταν αυτό που συμβαίνει στις γυναίκες υποβαθμίζεται, όταν κάτι είναι αδιαμφισβήτητο και δεν είναι αρκετό, όταν το παρελθόν σου, η συμπεριφορά ή τα ρούχα σου, οι βαθμοί σου, ή το επίπεδο μέθης χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν αποτρόπαιες πράξεις σεξουαλικής βίας που επιβάλλονται πάνω σου από κάποιον άλλο.

Η εσωτερικευμένη ντροπή είναι αυτό που βίωσα, αυτή τη βαριά αίσθηση πως ήταν δικό μου φταίξιμο που επέτρεψα να γίνει η σεξουαλική επίθεση. Τόσες πολλές από εμάς είναι αναθρεμμένες ώστε να πιστεύουν πως αυτές οι πράξεις είναι δικό μας φταίξιμο, πως αν είχαμε κάνει κάτι διαφορετικά, αν είχαμε κάνει μια καλύτερη επιλογή, αν ήμασταν πιο έξυπνες, τότε δεν θα βρισκόμασταν σε αυτή τη κατάσταση. Πολλά από τα κορίτσια που μεγάλωσα μαζί τους ξέρουν πως η σεξουαλικότητα ήταν κάτι που έπρεπε να φυλάνε, να μη συζητιέται και κάτι που δεν έπρεπε να επιδεικνύεται. Ήμασταν περίεργες, αλλά ξέραμε πως υπήρχε η διάχυτη άποψη του «ότι έπαθες, έπαθες». Αν ήσουν μόνη με ένα αγόρι, τότε πήγαινες γυρεύοντας για ότι σου έκανε. Αν βιαζόσουν σε ένα πάρτι, σε ρώταγαν γιατί επέλεξες εξαρχής να πας εκεί. Αν ένας άνδρας σε ακολουθούσε στο δρόμο, η ερώτηση έρχονταν «Τι φορούσες;». το βάρος είναι πάντα πάνω μας για να μείνουμε ασφαλείς – ακόμη και σε αδύνατες καταστάσεις. Φοβόμουν πως αν μιλούσα, οι άνθρωποι θα με έβλεπαν διαφορετικά, σαν κάτι κατεστραμμένο ή βρώμικο – ή, χειρότερα, δεν θα με πίστευαν καθόλου.

Δίχως αυτές τις λέξεις, αυτές οι εμπειρίες τρέφουν η μια την άλλη, διαιωνίζοντας μια κουλτούρα σιωπής και επιτρέποντας σε αυτές τις επιθέσεις να συνεχίσουν. Όταν νεαρές γυναίκες φοβούνται να μιλήσουν εναντίον της σεξουαλικής βίας από φόβο για την αντίδραση της κοινότητας, ο φόβος τους επιτρέπει σε πολλά αρπακτικά να συνεχίσουν να τρομοκρατούν γυναίκες ξανά και ξανά. Όπως βλέπουμε στην παραπάνω περίπτωση, ακόμη και πηγαίνοντας στις αρχές και προσπαθώντας να κερδίσουμε δικαιοσύνη μπορεί ακόμη να αφήσει ακάλυπτες τις γυναίκες, να τις δικάσει για περασμένες ή τωρινές πράξεις, αντί να ασχοληθεί με τους κακοποιητές τους.

Με τα κατάλληλα εργαλεία, εξοπλίζουμε τα παιδιά μας να μιλήσουν για την αλήθεια τους και να σπάσουν τη σιωπή που είναι συνεργός στη κουλτούρα του βιασμού.

Έφηβα κορίτσια χρειάζονται να γνωρίζουν πως το να βγαίνουν με ένα μεγαλύτερο άνδρα δεν θα τις κάνει πιο κουλ, και πως ένας μεγαλύτερος άνδρας δεν θα τις σώσει από τους γονείς τους. Η ιδέα της «προχωρημένου» που έρχεται από την απόκτηση ενός μεγαλύτερου φίλου πρέπει επίσης να αμφισβητηθεί. Ενώ τα ραντεβού μεταξύ εφήβων είναι γεμάτα με κινδύνους και αγωνία, κανένα κορίτσι δεν πρέπει να χειραγωγείται από κάποιον πολύ μεγαλύτερο από εκείνη ώστε να είναι σεξουαλικά ενεργή πριν να είναι έτοιμη. Τα έφηβα αγόρια πρέπει να είναι επίσης σε θέση να βοηθήσουν, προσπαθώντας να κρατήσουν τις φίλες τους μακριά από αρπακτικά. (Άνδρες φίλοι μου το έκαναν αυτό μερικές φορές για εμένα αν ήταν εκεί, προσφέροντας μου βοήθεια αν κάποιος τύπος άρχιζε να παραφέρεται. Για κάποιο λόγο, η απλή παρουσία ενός άλλου άνδρα είναι μερικές φορές αρκετή για να κάνει αυτού του είδους άνδρες να φύγουν). Οι ενήλικες άνδρες πρέπει να προειδοποιούνται σχετικά με τις συνέπειες των πράξεων τους και να μάθουν πως οι κοινότητες μας δεν θα ανεχθούν πλέον αρπακτικές συμπεριφορές. Και οι γονείς πρέπει να ξέρουν πως τα παιδιά τους στοχοποιούνται από άνδρες (συχνά της ηλικίας τους ή μεγαλύτερους) και πως θα πρέπει να είναι σε επαγρύπνηση.

Οι ενήλικες, ιδιαίτερα οι μεγαλύτερες γυναίκες, πρέπει να πάρουν ενεργή στάση απέναντι στα νεαρά κορίτσια που ξέρουν. Ο φίλος μου είχε δυο μικρότερες αδελφές. Η μια από αυτές μπήκε πρόσφατα στην εφηβεία της. Το σώμα της άρχισε να αναπτύσσεται, και έχει τραβήξει περισσότερη ανδρική προσοχή. Παρατήρησα μικρές αλλαγές σε αυτή – πως κοιτά το πάτωμα περισσότερο από όσο συνήθιζε, ή πως αισθάνεται άβολα να πάει οπουδήποτε δίχως μερικές από τις φίλες της. Ακόμα μοιάζει σαν μια τυπική έφηβη, αλλά είναι συχνά διστακτική και αμήχανη, εκτός και αν είναι ανάμεσα στις όμοιες της. Ωστόσο, την ήξερα πριν αναπτυχθεί τόσο γρήγορα, και μπορώ να δω την αλλαγή που δημιούργησε ένας χρόνος ανάπτυξης (όπως και το να παίρνει το μετρό προς και από το σχολείο). Είμαι σχεδόν βέβαιη πως προσπαθεί να προσανατολιστεί μέσα στο ναρκοπέδιο της ανδρικής προσοχής που τραβά. Και, δυστυχώς, ξέρω πως δεν μπορώ να κάνω πολλά. Είναι ενοχλητικό να πρέπει να μείνεις μέσα στα όρια της κοινωνίας σχετικά με τις αποδεκτές πράξεις  για τις γυναίκες, ξέροντας πολύ καλά πως έξω από τις κοινότοπες πράξεις, στη πραγματικότητα δεν μπορείς να κάνεις πολλά. Μπορώ να δουλέψω για να αυξήσω την αυτοπεποίθηση της, σιγουρεύοντας πως δεν θα φοβάται να πει τη λέξη «όχι», και να είμαι η μη επικριτική ενήλικη που να μπορεί να εμπιστευτεί.

Στην τελική, πέρασα το ίδιο ναρκοπέδιο. Αυτό που της προσφέρω είναι στρατηγικές που δούλεψαν για εμένα, και μερικά επιπλέον πράγματα που θα ήθελα να έχω.

Τέλος, χρειαζόμαστε να έχουμε κριτική ματιά στο πως η κουλτούρα βιασμού διαιωνίζεται σε θεσμικό επίπεδο. Από το πως νοσοκομεία διανέμουν κιτ βιασμού για να παρακολουθούμε αμφίβολες αποφάσεις, πρέπει να πάρουμε την πρωτοβουλία στο να λέμε στο ποινικό νομικό σύστημα πως οι απολογητές βιασμών και οι διευκολυντές τους δεν πρέπει να είναι ανεκτοί.

Πάνω από όλα όμως, πρέπει να δώσουμε στα κορίτσια τα εργαλεία που χρειάζονται για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους απέναντι σε κάθε είδους σεξουαλικό αρπακτικό.

*Στις ΗΠΑ οι έννοιες middle school, junior high school περίπου αντιστοιχούν από έκτη δημοτικού ως πρώτη λυκείου, σε γενικές γραμμές αντιστοιχούν σε ηλικίες από 11 έως 16 ετών με διαφοροποιήσεις από πολιτεία σε πολιτεία.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com