Δοκίμιο που περιλαμβάνεται στον 2ο τόμο του έργου Carl Gustav Jung: Critical Assessments (Critical Assessments of Leading Psychologists) (Routledge, 1992). Ο Martin Stanton είναι ακαδημαϊκός, συγγραφέας και ψυχαναλυτής.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Δημοσιεύθηκε την 12 Δεκεμβρίου, 2021


Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ελάχιστα ήταν γνωστά για τον Otto Gross (1877-1920), πέρα από το ήταν λαμπρό αστέρι στο ψυχαναλυτικό στερέωμα πριν τον 1ο ΠΠ, που πέρασε στην αφάνεια πολύ γρήγορα. Η δημοσίευση της Αλληλογραφίας Freud/Jung το 1974 άλλαξε δραματικά αυτή την εικόνα, κυρίως επειδή έγινε γνωστό πως ο Gross αποτελούσε σημαντική φιγούρα σε μια κρίσιμη περίοδο της εξέλιξης του Jung, ιδιαίτερα το 1909, την ίδια περίοδο που διαδραματίζονταν η υπόθεση της Sabina Spielrin. Το 1979, ο Emmanuel Hurwitz, ιατρικός βοηθός στο ψυχιατρικό νοσοκομείο του Burghölzli στη Ζυρίχη, δημοσίευσε μια σημαντική μελέτη πάνω στον Gross, στην οποία περιλάμβανε μια εκτεταμένη αναφορά στις σημειώσεις της περίπτωσης του Gross από τον Jung που φυλάσσονταν στο αρχείο του νοσοκομείου. Ο Hurwitz τόνισε πως αυτές οι σημειώσεις έδιναν μια πολύ διαφορετική εικόνα για την περίπτωση του Gross σε σχέση με την Αλληλογραφία Freud/Jung. Ο Jung θεωρούσε τον Gross ως παθητικό συμμετέχοντα στην «θεραπεία», ενώ στην αλληλογραφία του με τον Freud, ο Gross παρουσιάζονταν πως συμμετείχε ενεργά σε μια αμοιβαία ανάλυση με τον Jung. Η δημοσίευση κάποιων σημειώσεων και επιστολών της Sabina Spielrin από εκείνη την περίοδο πρόσθεσαν μια ακόμη ανατροπή σε αυτή την περίπλοκη ιστορία, επειδή πίστευε απόλυτα πως η συμπεριφορά του Jung προς εκείνη ήταν αρκετά επηρεασμένη από τις γκροσιανές ιδέες.

Μπροστά σε αυτές τις αντιφάσεις, είναι εμφανώς σημαντικό να εξετάσουμε το ευρύτερο πλαίσιο της περίπτωσης του Otto Gross, κυρίως να εξετάσουμε την επίδραση του Gross στο έργο και τη σκέψη του Jung εκείνη την περίοδο. Δύο είναι οι βασικές δυσκολίες που εμποδίζουν αυτή τη προσπάθεια. Η πρώτη είναι πως δεν υπάρχει αγγλική έκδοση του έργου του Gross, και η σημαντική βιογραφία του Hurwitz παραμένει αμετάφραστη. Η δεύτερη πως οι κριτικοί τείνουν να πείθονται από την παθολογικοποίηση του Gross από τον Jung και δεν ενδιαφέρονται να κοιτάξουν βαθύτερα στις ιδέες του. Για να ξεπεράσει αυτές τις δυσκολίες, το παρόν κείμενο σκοπεύει να δώσει μια σύντομη μελέτη της έρευνας πάνω στη ζωή και το έργο του Gross, με ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση του με τον Jung, και να προσφέρει ένα επιπλέον πλαίσιο στην παθολογικοποίηση του Gross από τον Jung: δηλαδή να αντιπαραβάλει τις απόψεις του Jung σχετικά με τον Gross με εκείνες του Stekel, με τον οποίο έκανε ανάλυση ο Gross το 1914. Ελπίζω πως αυτή η αντιπαραβολή θα ρίξει φώς στους λόγους για την αντιφατική στάση του Jung προς τον Gross, όπως και μια εκτίμηση των αμοιβαίων δυναμικών που αναπτύχθηκαν.

Ας αρχίσουμε με μια βιογραφική περιγραφή του Gross. Ήταν ένας από τους λίγους πρώιμους αναλυτές που επαινούσε συχνά ο Freud για το «λαμπερό μυαλό» του και το «εξαιρετικό έργο του, γεμάτο από τολμηρές συνθέσεις, που ξεχείλιζε από ιδέες». Το 1908 μάλιστα ο Freud έφτασε μέχρι το σημείο να αναφέρει τον Gross μαζί με τον Jung ως την μόνη ελπίδα για δημιουργική εξέλιξη στην ψυχανάλυση. Ο Ernst Jones που συνάντησε τον Gross στο Μόναχο την ίδια χρονιά, και ισχυρίστηκε πως μέσω του απέκτησε την πρώτη του πρακτική εμπειρία ανάλυσης, τον περιέγραψε ως «ότι πιο κοντινό στο ρομαντικό ιδανικό της ιδιοφυίας έχω συναντήσει ποτέ… τέτοια διεισδυτική ερευνητική δύναμη στις εσώτερες σκέψεις των άλλων δεν είδα ποτέ ξανά».

Θαμώνας των καφέ Στεφανί, Βέστενς και Πάσατζ στο Μόναχο, ο Gross έκανε ανάλυση στο τραπέζι του μπιλιάρδου, ανάμεσα στα παιχνίδια, και η παράξενη σχέση του με το μεγάλο αριθμό περιστασιακών ερωτικών συντρόφων του, που μοιράζονταν μαζί τους κοκαΐνη, όπιο, και λιτά χορτοφαγικά γεύματα. Εντυπωσιακά όμορφος άνδρας, τον ζωγράφισαν και αποθανάτισαν πολλοί από τους εξπρεσιονιστές καλλιτέχνες φίλους του από τις καλλιτεχνικές ομάδες Der Blaue Reiter και Die Bruke. Η χαρισματική του αύρα επεκτείνονταν πέρα από τους ψυχαναλυτικούς κύκλους. Το 1907, είχε μια σημαντική σχέση με την Frieda von Richthofen, που αργότερα παντρεύτηκε τον D.H. Lawrence. Περιγράφει την σχέση στα απομνημονεύματα της, και δίνει στον Gross το ενδιαφέρον ψευδώνυμο «Octavio»· κάποιοι από τους βιογράφους και κριτικούς της, όπως ο Martin Green, έχουν προεκτείνει ακόμη την επιρροή του στον ίδιο τον Lawrence, αντιμετωπίζοντας το Γιοι και Εραστές ως μια έκθεση γκροσιανών ιδεών. «Ήταν υπέροχος εραστής», έγραφε η Frieda, «…Δεν άφηνε ποτέ κανέναν να κοιμηθεί. Μιλούσε και μιλούσε… Έπαιρνε ναρκωτικά… Σου μιλούσε ενώ σου έκανε έρωτα… Ήταν τόσο όμορφος;, και τόσο απαίσιος…». Με παρόμοιο τρόπο ο D.H. Lawrence έγραψε:

Το σεξ είναι το είδος του μαγνητισμού που κρατά τους ανθρώπους μαζί, και που είναι μεγαλύτερο από τα άτομα, αλλά δεν κάνεις σεξ με όλους… όχι άμεσα… αλλά έμμεσα… το σεξ ΔΙΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ πάντα σε κάτι άλλο… συνέχεια… και κάτι άλλο διαστρέφεται σε σεξ».

Στην εξπρεσιονιστική λογοτεχνία της εποχής άνθισαν οι γκροσιανοί χαρακτήρες· στο θεατρικό του Wakter Hasenclever, DerSohn (1913), για παράδειγμα· στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Franz Werfel, Barbara oder die Frommigkeit (1929)· και στο Prisoners All του Oscar Maria Graf. O Gross πρόσεφερε την ψυχαναλυτική θεωρία για την υποστήριξη σημαντικών λογοτεχνικών προόδων που ξεκίνησαν το 191από το ντανταϊστικό Καμπαρέ Βολτέρ στη Ζυρίχη, κυρίως η «Schrei» (κραυγή), και η τεχνική της εφαρμογή στην «Screitacktik», που αφύπνιζε την πρωτόγονη λιβιδική εναντίωση στο νυσταλέο κοινό με ήχους που στερούνταν λέξεις, ή φωνές που ήταν πολύ δυνατές για να αρθρώσουν μια φράση. Αυτό το στοιχείο πρωτόγονης εναντίωσης προέρχονταν απευθείας από τις γκροσιανές ιδέες.

Άλλες γκροσιανές απεικονίσεις της εποχής έρχονται από τους αναρχικούς κύκλους στο Μόναχο. Ο Gross είπε πως ήταν αναρχικός στις αρχές του αιώνα, και συμμετείχε σε μια σειρά από αναρχικά κοινοτικά εγχειρήματα, κυρίως το Μόντε Βεριτά στην Ασκόνα της Ελβετίας, που βοήθησε στην ίδρυση του το 1903, με την βοήθεια της γυναίκας του, που είχαν παντρευτεί πρόσφατα, Frieda Schloffer, του Hermann Hesse και του εξπρεσιονιστή ποιητή Erich Müsham. Η κοινότητα έθεσε τις βάσεις για τις αναρχικές στρατηγικές του Gross, κυρίως κάτι που αποκαλούσε «όργιο» (Orgie), μια λέξη που επιλέχθηκε για το σοκ που προκαλούσε εκείνη την εποχή, αλλά που στην πραγματικότητα ορίζονταν από μια περίπλοκη θεωρία  του πως η μητριαρχία (mutterrecht, motheright) μπορεί να ανατρέψει το τις δομές εξουσίας της πατριαρχίας (vaterrecht, fatherright), που εν συντομία, σημαίνει πως τα «ελευθέρα πνεύματα» πρέπει να υποστηρίζουν πως οι γυναίκες μόνες τους πρέπει να επιλέγουν τους συντρόφους τους σε μια κοινωνία που αποδέχονταν την ελευθεριότητα. Οι ντόπιοι ενοχλούνταν έντονα για το γυμνισμό και τις εκκεντρικότητες, και όσοι συμμετείχαν γρήγορα επέστρεψαν στην «μπουρζουά» ασφάλεια του ζευγαριού. Ωστόσο ο Gross  κατάφερε να ενσωματώσει κάποιες από τις ψυχαναλυτικές του θεωρίες σε ένα σημαντικό αναρχικό πρόγραμμα της εποχής του, σε εκείνο που προτάθηκε από την για λίγο πετυχημένη Βαυαρική Συμβουλιακή Δημοκρατία που ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1919. Το συμβούλιο αυτό περιλάμβανε στενούς φίλους του Gross, τον Franz Jung (καμιά σχέση με τον Carl Gustav Jung), τον Gustav Landauer, και τον Erich Müsham. Συνοπτικά, τα βασικά σημεία που πήραν από τον Gross  ήταν τα παρακάτω: ότι η ψυχανάλυση είναι εν δυνάμει επαναστατική τεχνική· πως, ο σκοπός της είναι να απομακρύνει την κοινωνική «εκπαίδευση». Κυρίως την ασυνείδητη υποταγή στις καθορισμένες γραμμές της πατριαρχικής εξουσίας  και την απελευθέρωση της πρωτόγονης – δηλαδή, της εναντίωσης – λιβιδικής ενέργειας· τέλος, την προώθηση του ελεύθερου έρωτα, που για τον Gross σήμαινε την ποικιλία τω σχέσεων μέσα στις οποίες συμμετείχαν τα άτομα. Αυτό στην πράξη σήμαινε, ενεργητική υποστήριξη των κοινοτικών δομών για την ελαχιστοποίηση της νευρωτικής εξάρτησης από την μικροαστική οικογένεια, και να προτείνει αντίθετα μια γενική σεξουαλική ελευθερία. Παραδόξως, όμως ήταν αντίθετος με την ομοφυλοφιλία, που ονόμαζε «ερωτισμό του διπλανού δωματίου» (Nebenzimmererotik), και την αποκήρυσσε ως οπισθοδρομική, συντηρητική και αντεπαναστατική. Και πραγματικά, το όλο ζήτημα του ομοερωτισμού έγινε κεντρικό στην δική του προσωπική ψυχανάλυση, όπως θα δούμε παρακάτω.

Ο Gross ήταν πιο γνωστός στους αναρχικούς κύκλους για τον μαχητικό του φεμινισμό, αν και κάποιοι, ιδιαίτερα ο στενός του φίλος Franz Jung, αμφέβαλε για τα κίνητρα του. Ανέφερε:

«Για εμένα, ο Otto Gross σηματοδότησε την εμπειρία μιας πρώτης και μεγάλης βαθιάς φιλίας· θα θυσιαζόμουν δίχως δισταγμό για αυτόν. Για τον ίδιο τον Gross, δεν ήμουν τίποτα περισσότερο από ένα κομμάτι πάνω στη σκακιέρα των πνευματικών συνδυασμών του, που μπορούσε να κινεί μπρος και πίσω»

Ο Gross επικρίθηκε επαγγελματικά κυρίως για την «αναλυτική αντιμετώπιση» των γυναικών ασθενών του, ιδιαίτερα την Regina Ullman (αναφέρεται στις σημειώσεις του Jung ως «η Εβραία»), την Lotte Chattemer (στην οποία ο Gross έδωσε ναρκωτικά για να αυτοκτονήσει), και τέλος την Sophie Benz. Η Sophie Benz ήταν μια νεαρή τραγουδίστρια καμπαρέ που ο Gross της έκανε ανάλυση στο Καφέ Στεφανί, μετά ξελόγιασε, και συμβούλεψε να εγκαταλείψει τον σύντροφο της, Leonhard Frank, και να γίνει ερωτικά ελευθεριακή, διαφορετικά θα βυθίζονταν στο «λήθαργο της πατριαρχίας». Ο Gross την εισήγαγε στην κοκαΐνη, και απεβίωσε από υπερβολική δόση το 1905. Ο Gross ισχυρίστηκε πως ήταν ατύχημα, ο ιατροδικαστής όμως κατέληξε σε αυτοκτονία, δηλώνοντας πως είχε παραπλανηθεί. Καθόλου παράξενο που ο Leonhard ορκίστηκε δημόσια να εκδικηθεί.

Τέλος θα πρέπει να αναφέρει κανείς ακόμη μια περιστατικό σχετικά με τον Otto Gross: την γνωστή διαμάχη του με τον πατέρα του, Hans, που ήταν σημαντικός καθηγητής νομικής στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς στην Αυστρία, ο Hans Gross προσπάθησε πολλές φορές από το 1909 μέχρι και το θάνατο του το 1915 να τον κλείσει σε ψυχιατρείο και να αποτοξινωθεί από τα ναρκωτικά, που πίστευε πως ήταν υπεύθυνα για τις πολιτικές του απόψεις και την «αντικοινωνική συμπεριφορά» του. Φυσικά, ο Otto Gross, και πρακτικά μεγάλο τμήμα της γερμανικής προοδευτικής αριστεράς, το είδε αυτό ως μια προφανή περίπτωση κατάχρησης της πατριαρχικής εξουσίας. Από το Δεκέμβρη του 1913 και μετά, πολυάριθμα έντυπα, ανάμεσα τους τα Die Aktion, Revolution καιDie Zuknuft, ανέφεραν την υπόθεση. Η πολιτική της έντυπης καμπάνιας, όμως δεν συμβάδιζε με την μικρο-πολιτική της οικογένειας Gross· όπως έχουν σημειώσει ο Hurwitz και άλλοι, η οικογένεια έσωζε συνεχώς τον Gross από άσχημες καταστάσεις με την αστυνομία, και συχνά τον έσωζε από την πείνα και την ανέχεια. Το ίδιο όμως προσπάθειες της οικογένειας να απορριφθούν οι απόψεις του Otto ως αυταπάτες δημιουργημένες από τα ναρκωτικά, δεν μπορούν να αντισταθμιστούν από την εμφανή γενναιοδωρία.

Όλα αυτά δημιουργούν το όλο ζήτημα της παθολογικοποίησης του Otto Gross, ιδιαίτερα στο πεδίο της ψυχανάλυσης μέσα την οποία υπάρχει και ως «περίπτωση» και ως ριζοσπάστης καινοτόμος. Σε κάποιο βαθμό, η σύγχυση μεταξύ του Gross-αναλυτή και του Gross-ασθενή περιπλέκεται επιπλέον στην μαρτυρία του Jung, επειδή ο Gross ήταν αναγνωρισμένη αυθεντία στο πεδίο επιλογής του Jung, την «πρώιμη άνοια» (dementia praecox), αρκετά χρόνια πριν ο Gross γίνει ασθενής του Jung· ασθενής που ο Jung διέγνωσε, από ειρωνεία της τύχης, ως μια ξεκάθαρη περίπτωση dementia praecox. Στην Ψυχολογία της Πρώιμης Άνοιας (1907), ο Jung εξέλιξε ιδιαίτερα και ανέλυσε την έννοια των «ανεξάρτητων αλλά σύγχρονων αλυσίδων της σύνδεσης» του Gross σε ψυχωτικούς ασθενείς, και αντίθετα πρότεινε μια έμφυτη «σύνδεση» σε όλες τις σχέσεις, είτε είναι νευρωτικές είτε ψυχωτικές. Παραδόξως, ο Jung, αργότερα άλλαξε τις απόψεις του υπέρ του Gross, κυρίως καθώς η «συγχρονικότητα» αναπτύχθηκε σε βασική γιουνγκιανή έννοια.

Μια άποψη του της δυναμικής της αντιμεταβίβασης του Jung προς τον Gross μας προσφέρεται από την μαρτυρία του Wilhem Stekel για την ανάλυση που έκανε στον Gross το 1914 στο Μπαντ Ισλ (ένα διάσημο αυστριακό τουριστικό θέρετρο). Υπάρχει στον 8ο τόμο του Stromungen des Trieb und Affecklebens, που στα αγγλικά μεταφράστηκε ως Sadism and Masochism. Και ο Jung και ο Stekel θεωρούσαν βασικό στόχο της ανάλυσης την αντιμετώπιση του εθνισμού στα ναρκωτικά, και πράγματι ο Gross συμφώνησε και με τους δυο πως θα σταματούσε να παίρνει ναρκωτικά και πως δεν θα έμπαινε σε καινούριες σεξουαλικές σχέσεις όσο έκανε ανάλυση. Είναι εκπληκτικό πως παρά το κοινό στόχο, και οι δυο δίνουν πολύ διαφορετικές εικόνες της κατάστασης του Gross. Ο Jung, για παράδειγμα έγραψε:

«Ο Δρ. Gross μα λέει πως θα θέσει τέλος στη μεταβίβαση με το να μετατρέψει τους ανθρώπους σε σεξουαλικά ανήθικους. Λέει πως η μεταβίβαση στον αναλυτή και η επίμονη παγίωση της είναι απλά σύμβολα μονογαμίας και ως τέτοια είναι αποτέλεσμα της καταπίεσης. Η πραγματικά υγιής κατάσταση για τον νευρωτικό είναι η σεξουαλική ανηθικότητα… Πιστεύω πως ο Gross ακολουθεί υπερβολικά στενά την μόδα του σεξουαλικού βραχυκυκλώματος, που δεν είναι ούτε εφυές, ούτε και αξιοπρεπές, αλλά απλά βολικό, και ως εκ τούτου κάθε άλλο παρά εξευγενιστικός παράγοντας».

Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ την χρήση του όρου «ανηθικότητα» από τον Jung, επειδή στις επιστολές του την περίοδο εκείνη προς την Sabina Spielrein, προτιμούσε να αναφέρεται στον «λιμπερτινισμό» του Gross· ο ηθικός τόνος ξεκάθαρα περιορίζονταν στην δημόσια παρουσία του Jung, επειδή, όπως ξέρουμε, πρακτικά ήταν πιο κοντά στις θέσεις του Gross από όσο θα ήθελε να παραδεχτεί – ιδιαίτερα, φυσικά, με την Sabina Spielrein, που ήταν και η ερωμένη του και η πρώτη αναλυόμενη που διέγνωσε ως σχιζοφρενή. Εκείνη την εποχή, η Spielrein, έγραφε στον Freud: «Έρχεται τώρα[ο Jung], ακτινοβολώντας με ευχαρίστηση, και μου μιλά με πάθος για τον Gross, σχετικά με την σημαντική γνώση που μόλις απέκτησε σχετικά με την πολυγαμία, και πως δεν θέλει πλέον να καταπιέζει τα συναισθήματα του για εμένα…» Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι πως ούτε ο Gross, ούτε και η Spielrein, εμφανίζονται στην δημοσιευμένη εκδοχή του Αναμνήσεις, Όνειρα, Στοχασμοί. Υπάρχει μόνο μια αναφορά του αγώνα του Jung απέναντι στα δικά του αυτό-διαγνωσμένα ψυχωτικά επεισόδια, που αναλύθηκαν εννοιολογικά μέσω της σύγκρουσης των προσωπικοτήτων ένα και δύο. Ακριβώς εκείνη την περίοδο, έγραφε στον Freud εκφράζοντας την πεποίθηση του πως ήταν ο Gross που ήταν ψυχωτικός, και πως αυτός, ο Jung, περνούσε ώρες με τον Gross για να κατορθώσει την πρώτη ψυχαναλυτική θεραπεία  μιας περίπτωσης πρώιμης άνοιας: «Φοβάμαι», έγραφε στις 19 Ιουνίου 1908 ο Jung προς τον Freud, «θα έχεις ήδη διαβάσει από τις λέξεις μου την διάγνωση που αρνιόμουν για πολύ να πιστέψω και που τώρα έχω μπροστά μου με τρομακτική καθαρότητα: πρώιμη άνοια», προσθέτοντας,

«παρόλα αυτά είναι φίλος μου, γιατί στο βάθος είναι ένας πολύ καλός και εξαιρετικός άνδρας με ασυνήθιστο μυαλό. Τώρα ζει υπό την ψευδαίσθηση πως τον θεράπευσα και ήδη μου έχει στείλει μια επιστολή γεμάτη ευγνωμοσύνη, σαν ένα πουλί που δραπέτευσε από το κλουβί του».

Το πουλί είχε πράγματι δραπετεύσει από το κλουβί, και ο Gross πίστευε πως είχε θεραπευτεί, όχι από «πρώιμη άνοια» αλλά από τον εθισμό στα ναρκωτικά. Το εξηγούσε αυτό σε μια επιστολή: «Αγαπητέ Jung, σκαρφάλωσα πάνω από τον τοίχο του ασύλου και τώρα είμαι στο Ξενοδοχείο Χ. Αυτό εδώ είναι ικετικό γράμμα. Σε παρακαλώ στείλε μου χρήματα για τα έξοδα του ξενοδοχείου και επίσης και το εισιτήριο για το τραίνο στο Μόναχο. Δικός σου, Gross». Η απάντηση του Freud στον Jung για τον Gross είναι ενδιαφέρουσα· έγραψε στις 21 Ιουνίου 1908 αμφισβητώντας την διάγνωση του Jung, και προτείνοντας «παράνοια από τοξίνες». Ένα χρόνο αργότερα, στις 3 Ιουνίου 1909, ο Freud έγραψε στον Jung, επαινώντας το βιβλίο του Gross, On Psychopathic Inferiorities, λέγοντας πως έδειχνε ένα λαμπρό μυαλό, που εμφάνιζε κάποιες φορές μια «νευρωτική οπισθοδρόμηση», αν και ο Freud ήταν έτοιμος να δεχτεί πως αυτό ήταν προϊόν της δικής του – δηλαδή του Freud – αδυναμίας να το κατανοήσει. Ο Jung απάντησε εν συντομία πως δεν είχε διαβάσει το βιβλίο και έτσι δεν μπορούσε να έχει γνώμη. Ακριβώς εκείνη την εποχή, έκανε την εμφάνιση της στην αλληλογραφία η υπόθεση Spielrein, αν και δεν έσβησε απόλυτα την αναφορά στον Gross. Ο Jung έγραψε:

«Φυσικά, σχεδίαζε συστηματικά την αποπλάνηση μου, που θεωρώ άκαιρη. Τώρα ψάχνει εκδίκηση… Όπως ο Gross, είναι μια περίπτωση εναντίωσης στον πατέρα, που στο όνομα κάθε τι όμορφου προσπαθούσα να θεραπεύσω δωρεάν, με ατελείωτη υπομονή, και ακόμη και κάνοντας κατάχρηση της φιλίας μας για το σκοπό αυτό… [4 Ιουνίου 1909]»

Ας σταθούμε εδώ: είναι απόλυτα εμφανές πως ο Jung έχει επίγνωση και των δικών του προβολών και της ταυτόχρονης τυφλότητας του σε αυτή την «κλινική» κατάσταση: στις 25 Μάϊου 1908, παραδέχτηκε στον Freud πως «Όποτε έφτανα σε αδιέξοδο, με ανέλυε». Αυτή είναι μια απλή αλλά σύντομη παραδοχή, που όμως είναι ιδιαίτερα σημαντική, και συχνά την παραβλέπουν κάποιοι κριτικοί του Jung.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι χρήσιμο να συγκρίνουμε την κλινική άποψη του Jung με εκείνη του Stekel. Είναι απολύτως ξεκάθαρο πως ο Stekel δεν διέγνωσε πως ο Gross υπέφερε από πρώιμη άνοια, αλλά από ιδιαίτερα ακανόνιστα ψυχωτικά επεισόδια· και αυτή η διάγνωση προτιμήθηκε από αμφιβολίες σχετικά με το κεντρικό ρόλο των ναρκωτικών ως παράγοντα που επηρέαζε την συμπεριφορά του Gross. Παραδόξως, αντίθετα από τον Jung, ο Stekel ήταν μεγάλος θαυμαστής του Gross πριν την ανάλυση, και ακόμη και μετά περιέγραφε το Τρία Δοκίμια για την Εσωτερική Σύγκρουση (1920) του Gross ως «απόλυτα υπέροχο»· στη νεκρολογία του για τον Gross το 1920, ο Stekel τον περιέγραφε ως «παρεξηγημένη ιδιοφυΐα».

Παρόλα αυτά, στη σύντομη αυτή ανάλυση, που έληξε με το ξέσπασμα του πολέμου, ο Stekel προσπάθησε να αποδώσει οιδιπόδεια αίτια στις πολιτικές απόψεις του Gross, ιδιαίτερα στο «φεμινισμό» του και στις επιθέσεις του στην πατριαρχική εξουσία, που απέδωσε σε ομοφυλοφιλική «προδιάθεση» (Zundung). Στην πραγματικότητα, ο Stekel ερμήνευσε με παρόμοιο τρόπο την γενική απόρριψη της ομοφυλοφιλίας από τον Gross ως ασυνείδητη καταπίεση. Από αυτή την οπτική, ο Stekel πρόσφερε μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία για την υπεράσπιση του ελεύθερου έρωτα από τον Gross, βασισμένη στο συμπέρασμα που εξήγαγε από έξι όνειρα. Τα όργια του Gross, σύμφωνα με τον Stekel, ακολουθούσαν ένα τελετουργικό μοτίβο: του άρεσε να στέλνει την γυναίκα που επιθυμούσε εκείνη την στιγμή στο διπλανό δωμάτιο όπου ένας στενός του φίλος έκανε έρωτα μαζί της, ο Gross στο διάστημα εκείνο αυνανιζόταν και την περίμενε να επιστρέψει  πριν φτάσε σε οργασμό. Αυτό φυσικά, όπως επισημαίνει ο Stekel, κρατούσε τους ανδρικούς κόσμους ξεχωριστούς, εκτός φυσικά από την πιθανή μετάδοση αφροδίσιων μέσω της  γυναίκας· και στη πραγματικότητα, ο Gross κόλλησε γονόρροια από την Sophie Benz, και υπέφερε από αυτή την εποχή του τραγικού θανάτου του, αποτέλεσμα του συνδυασμού ναρκωτικών και πείνας την Άνοιξη του 1920.

Φυσικά, η εξαγωγή αυτού του τελετουργικού από τον Stekel, και η διάγνωση του για λανθάνουσα ομοφυλοφιλία, αντικατόπτριζαν επίσης τις στεκελιανές ανησυχίες της εποχής εκείνης. Πρώτα από ό όλα, ο Stekel ήταν διάσημος για τα δημοσιογραφικά του ταλέντα, και τον παρωδούσαν μάλιστα για αυτά: η Ψυχαναλυτική Εταιρεία της Βιέννης αστειεύονταν για τον Stekel που επινοούσε έναν ασθενή για να ταιριάξει με μια νέα διαγνωστική κατηγορία που είχε βρει. Οι κριτικοί επίσης τόνισαν πως το γκροσιανό τελετουργικό δεν ήταν ούτε ιδιωτικό, ούτε και μυστικό, και εμφανίζονταν ιδιαίτερα συχνά στο λογοτεχνικό έργο του ίδιου του Gross, όσο και του φίλου του, Hermann Hesse, κυρίως στην ιστορία Κλάιν και Βάγκνερ. Για αυτό παραμένει το ερώτημα αν αυτή η υποτιθέμενη παθολογία αφορούσε περισσότερο την συνειδητή λογοτεχνική δραστηριότητα από ότι την ασυνείδητη φαντασία. Επιπλέον, όπως και με τον Jung, τα κλινικά ενδιαφέροντα του Stekel βρήκαν μια ενδιαφέρουσα ανατροπή στον Gross. Το 1914, άρχισε να αναπτύσσει μια αμφιλεγόμενη θέση πως η ομοφυλοφιλία ήταν ανεστραμμένη ετεροφυλοφιλία, και το μόνο που έπρεπε να κάνουν όλοι οι αναλυτές ήταν να αποκαλύψουν τις ασυνείδητες άμυνες που δομούσαν τις ομοφυλοφιλικές ορμές. Επιπλέον, ο Stekel, πίστευε πως η ανάλυση αυτών των άμυνων μπορούσε να προωθήσει τον ελεύθερο έρωτα, και πως η ελευθεριότητα δεν ήταν αναγκαία οπισθοδρομική ή ανεπιθύμητη ως κοινωνική νόρμα. Και πραγματικά η στεκελιανή ελευθεριότητα με ασθενείς πρωταγωνιστούσε σχεδόν στον ίδιο βαθμό με την γκροσιανού τύπου στην αλληλογραφία των πρώτων αναλυτών, αν και εδώ αυτό απουσιάζουν ιδιαίτερα τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία.

Συμπερασματικά, είναι δυνατό να δούμε διάφορους βαθμούς σύγκλισης στις διαγνώσεις και τις θεραπείες του Gross από τον Jung και τον Stekel. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον πως ο Stekel αμφισβητούσε την διάγνωση της «πρώιμης άνοιας» του Jung, και πως ο Jung επίσημα αγνοούσε την «σεξουαλική ανηθικότητα» του Gross, αν και χρησιμοποιούσε γκροσιανές διατυπώσεις για να αναφερθεί στην δική του ελευθεριότητα εκείνη την εποχή. Επιπλέον, ο Jung δεν θεώρησε την λανθάνουσα ομοφυλοφιλία ως σημαντική ασυνείδητη δομή που προκαθόριζε την κατάσταση του Gross. Είναι φυσικά εύκολο εκ των υστέρων να δείξουμε τους τρόπους με τους οποίους η ιατρική διάγνωση απέκρυψε την αντιμεταβιβαστική δυναμική, ιδιαίτερα σε καταστάσεις που οι ψυχαναλυτές διαφωνούσαν πάνω στις διαγνωστικές κατηγορίες. Είναι πολύ πιο δύσκολο να απεικονίσουμε πως τέτοιες αντιμεταβιβαστικές δυναμικές ουσιαστικά λογόκριναν επιλεκτικά ή απέκρυψαν υλικό που δεν χωρά στις κατηγορίες αυτές· εν συντομία, πως μια παθολογικοποίηση δημιούργησε την ίδια της ξεχωριστή παθολογία. Είναι εμφανές πως και η γιουνγκιανή και η στεκελιανή διάγνωση υποβίβασαν τον πολιτικό ριζοσπαστισμό του Jung σε ένα σύνολο ιατρικών παραμέτρων: για τον Jung. Η επίθεση του Gross στην πατριαρχική εξουσία έδειχνε απλά τυπικά σημεία παράνοιας, ενώ για τον Stekel, ήταν χαρακτηριστικό λανθανουσών ομοφυλοφιλικών ορμών. Και οι δυο διαγνώσεις έτσι παραγνώρισαν την πολιτική της άποψης του ίδιου του Gross για την κατάσταση του, δηλαδή την θεώρηση της ψυχαναλυτικής διαδικασίας με όρους μητριαρχίας και πατριαρχίας. Όπως είδαμε, ο Gross πίστευε πως η ίδια η μεταβίβαση ήταν δομημένη από τις καταπιεστικές δυναμικές της μονογαμίας: η αναλυτική ανταλλαγή θα ακολουθούσε είτε  εξουσιαστική γραμμή μέσω της επιβολής της πατριαρχικής εξουσίας του γιατρού, ή ακολουθούσε «λιμπερτινισμό» βασισμένο στην μητριαρχία, που με τη σειρά του σήμαινε ελευθεριότητα. Παραδόξως και ο Jung και ο Stekel, με διαφορετικό τρόπο, χρησιμοποίησαν γκροσιανούς όρους για το ζήτημα της μονογαμίας, αλλά εξέφρασαν ασυνείδητα με την δική τους αντιμεταβίβαση όλες τις επιλογές που πρόσφερε η ελευθεριότητα. Υπό αυτή την έννοια οι γκροσιανές ιδέες στοιχειώνουν τις θέσεις και των δυο για την κατάσταση του, για να μην αναφέρω τις ίδιες τους τοις κλινικές ανησυχίες εκείνη την περίοδο. Με το τρόπο αυτό, μέσω της ταύτισης με την γκροσιανή παθολογία, και οι δυο δημιούργησαν τις δικές τους παθολογίες γύρω από την ιδιαίτερη λογική του ξεχωριστού τους ασθενή. Η λογική της πολιτικής του Gross μπορεί έτσι να καταπιέστηκε τυπικά στην δεδομένη διάγνωση, αλλά στη συνέχεια αναδύθηκε εκ νέου στην αντιμεταβιβαστική  δυναμική της κλινικής κατάστασης.

*Η λέξη protest μεταφράστηκε ως εναντίωση για να δηλώσει το νόημα της αιώνιας δυσφορίας προς το κατεστημένο, είτε αυτό αφορά την πατριαρχική εξουσία, είτε τις κοινωνικές νόρμες (Protest und Moral im Unbewußten, Otto Gross, Die Erde, 15 Δεκεμβρίου 1919)
πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com