Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 05 Μάρ 2023
«StoryKillers», η βιομηχανία της χειραγώγησης
Κλίκ για μεγέθυνση











05.03.2023, 09:47
 
 
Το διεθνές δημοσιογραφικό δίκτυο ForbiddenStories αποκάλυψε ένα δίκτυο σκιωδών εταιρειών που παρουσιάζονται ως πάροχοι υπηρεσιών επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων ή ψηφιακών εργαλείων και κινούνται στα σκοτεινά νερά της παραπληροφόρησης

Η δημόσια σφαίρα όπου λαμβάνει χώρα ο διάλογος για τα πολιτικά επίδικα έχει υποστεί πολλαπλούς ιστορικούς μετασχηματισμούς από την ανάδυσή της στην Ευρώπη, τον 18ο αιώνα. Αυτοί οι μετασχηματισμοί οφείλονται στις συνδυασμένες επιδράσεις της τεχνολογικής καινοτομίας, των μεταλλάξεων του καπιταλισμού και των διαδοχικών κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων. Ο τελευταίος μετασχηματισμός, που προκλήθηκε από τη γενίκευση των ψηφιακών τεχνολογιών στο πλαίσιο της ιδεολογικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, έχει αναδιαρθρώσει βαθιά το σύστημα των μέσων ενημέρωσης, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Αυτή η απορρύθμιση της δημόσιας σφαίρας ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη δημοκρατία.

Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της απορρύθμισης είναι η βιομηχανία χειραγώγησης της κοινής γνώμης που αποκαλύφθηκε από το διεθνές δημοσιογραφικό δίκτυο ForbiddenStories. Η έρευνα που δημοσιεύθηκε με την ονομασία «StoryKillers» αποκαλύπτει ένα δίκτυο σκιωδών εταιρειών που παρουσιάζονται ως πάροχοι υπηρεσιών επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων ή ψηφιακών εργαλείων και κινούνται στα σκοτεινά νερά της παραπληροφόρησης.

Κύρια αποστολή τους είναι να επηρεάσουν την κοινή γνώμη και να αλλάξουν την αντίληψη του κοινού για εταιρείες, κυβερνήσεις ή δημόσια πρόσωπα, προκειμένου να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει τη δημιουργία «θορύβου» στα μέσα ενημέρωσης υπέρ των πελατών τους και κατά των ανταγωνιστών ή των αντιπάλων τους. Τα κίνητρα των πελατών αυτού του κλάδου είναι ποικίλα και ενίοτε αρκετά θλιβερά: η επιθυμία ενός επιχειρηματία να εκδικηθεί έναν αντίπαλο ή η εμμονή του με τη φήμη του· η θέληση ενός αυταρχικού καθεστώτος ή μιας πολυεθνικής με αμφιλεγόμενες πρακτικές να βελτιώσει τη δημόσια εικόνα της· η πρόθεση ενός πολιτικού να παραποιήσει μια εκλογική αναμέτρηση ή εκείνη ενός λομπίστα να επηρεάσει μια νομοθετική διαδικασία. Πέρα από τη δικαιολογημένη αγανάκτηση που προκαλούν, αυτές οι αδίστακτες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εγκληματικές μέθοδοι χειραγώγησης, απαιτούνται επίσης κάποιες κριτικές παρατηρήσεις, ούτως ώστε το πρόβλημα να τεθεί στη σωστή προοπτική.

Πρακτικές που έρχονται από το παρελθόν

Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι αυτού του είδους οι πρακτικές δεν είναι καθόλου καινούργιες. Από τα μέσα του 19ου αιώνα και την εμφάνιση του σύγχρονου Τύπου, τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα προσπάθησαν με επιτυχία να χειραγωγήσουν τα μέσα ενημέρωσης προς όφελός τους. Στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ήταν σύνηθες για χρηματιστές και βιομήχανους να δωροδοκούν δημοσιογράφους ή ακόμη και να αγοράζουν ή να ιδρύουν εφημερίδες, με ρητό στόχο την παραπληροφόρηση και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Στην Ελλάδα, η «δημοσιογραφία των εκβιασμών» είναι παλιό φαινόμενο, όπως έχω δείξει.

Ο Εντουαρντ Μπέρνεϊς, εφευρέτης του όρου «δημόσιες σχέσεις», είχε συμμετάσχει στην πρώτη δημόσια εκστρατεία προπαγάνδας το 1917, η οποία οργανώθηκε με σκοπό να στρέψει την αμερικανική κοινή γνώμη υπέρ της εισόδου της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το μάθημα που πήρε από αυτή την επιτυχημένη εμπειρία ήταν ότι είναι δυνατό να αλλάξει η δημόσια αντίληψη για οποιοδήποτε αντικείμενο ή θέμα, εφόσον υπάρχει μια αποτελεσματική στρατηγική και τα κατάλληλα μέσα. Αργότερα, χρησιμοποίησε τις ικανότητές του στην υπηρεσία της βιομηχανίας τροφίμων και καπνού, αλλά και για να βοηθήσει τη United Fruit Company να ανατρέψει τη νόμιμη κυβέρνηση της Γουατεμάλας. Ο Γιόζεφ Γκέμπελς εμπνεύστηκε άμεσα από τις μεθόδους του Μπέρνεϊς, για να αναπτύξει τη ναζιστική προπαγάνδα.

Η γεωπολιτική διάσταση της βιομηχανίας της χειραγώγησης

Το δεύτερο σημείο που πρέπει να αναφερθεί είναι ότι η βιομηχανία της χειραγώγησης συνδέεται ιστορικά με τη γεωπολιτική συγκυρία. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, οι μέθοδοι προπαγάνδας και παραπληροφόρησης εφαρμόστηκαν μαζικά και συνδυάστηκαν με κατασκοπεία, δολιοφθορά και kompromat, μια τακτική που αναπτύχθηκε κυρίως από την KGB και συνίσταται στη χρήση πραγματικών ή κατασκευασμένων εγγράφων και στοιχείων, για να βλάψει ένα δημόσιο πρόσωπο. Οι υπηρεσίες ασφαλείας και αντιτρομοκρατίας έχουν επίσης αναπτύξει αυτού του είδους τις πρακτικές από τη δεκαετία του 1970. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι εταιρείες που αναφέρονται στην έρευνα των Forbidden Stories χρησιμοποιούν τις ίδιες μεθόδους, προσαρμοσμένες στον σημερινό κόσμο.

Εξ ου και ο κεντρικός ρόλος του ισραηλινού συμπλέγματος ασφαλείας. Πράγματι, αρκετές από τις εταιρείες που εφαρμόζουν μεθόδους χειραγώγησης της κοινής γνώμης, όπως η TeamJorge και η Percepto, έχουν ιδρυθεί από πρώην μέλη των ισραηλινών υπηρεσιών ασφαλείας και στρατιωτικούς. Το ίδιο συμβαίνει και με τις εταιρείες που παρέχουν λογισμικά κατασκοπείας που χρησιμοποιούνται κατά πολιτικών, δημοσιογράφων, ακτιβιστών, επιχειρηματιών και απλών πολιτών, όπως το Pegasus και το Predator. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτό είναι συνέπεια των πολύ εξελιγμένων μέσων προπαγάνδας, επιτήρησης και καταστολής των Παλαιστινίων, ιδίως στον ψηφιακό τομέα, που έχει αναπτύξει η χώρα αυτή. Συχνά, τα πρώην μέλη αυτών των υπηρεσιών ασφαλείας του Ισραήλ, μετά την αποστρατεία τους, μετατρέπονται σε επιχειρηματίες, βασιζόμενοι στις δεξιότητες και τα δίκτυα γνωριμιών που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής τους σταδιοδρομίας.

Συμμετρικά, στην πλευρά των πελατών, υπάρχουν χώρες όπως το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και το Μαρόκο με σημαντικούς οικονομικούς πόρους που θέλουν να βελτιώσουν την εικόνα τους στα μάτια της δυτικής κοινής γνώμης για πολιτικούς σκοπούς. Οι χώρες αυτές εφαρμόζουν ένα ολόκληρο φάσμα μεθόδων, από τη χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης έως την ψηφιακή κατασκοπεία, το λόμπινγκ και τη διαφθορά, όπως έδειξε το τρέχον σκάνδαλο χρηματισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Η απορρύθμιση των ΜΜΕ

Η τρίτη παρατήρηση που μπορεί να γίνει, συνδέεται με την ηθική αποσύνθεση και την οικονομική απορρύθμιση που χαρακτηρίζουν μέρος του σύγχρονου συστήματος των μέσων ενημέρωσης. Πράγματι, οι απόπειρες χειραγώγησης της κοινής γνώμης βασίζονται συστηματικά σε προσανατολισμένο περιεχόμενο, το οποίο «τοποθετείται» στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, πριν αναμεταδοθεί στα κοινωνικά δίκτυα. Για να το επιτύχουν αυτό, οι εν λόγω εταιρείες εκμεταλλεύονται την άλωση του συστήματος των μέσων ενημέρωσης από τα οικονομικά συμφέροντα, καθώς και την επισφάλεια των εργαζομένων στην ενημέρωση και την επικοινωνία.

Ετσι, εκμεταλλεύονται ένα φτηνό εργατικό δυναμικό, που αποτελείται από μια στρατιά ανεξάρτητων δημοσιογράφων και συντακτών, προκειμένου να τοποθετούν χειραγωγημένες πληροφορίες στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης. ‘Η παρεμβαίνουν άμεσα στη συντακτική διαδικασία μέσω μεγαλοδημοσιογράφων, με τους οποίους έχουν φιλικές σχέσεις ή τους οποίους δωροδοκούν, όπως έγινε στην περίπτωση του γαλλικού ειδησεογραφικού καναλιού BFMTV.

Η βιομηχανία χειραγώγησης επωφελείται επίσης από ένα πλήθος ιστολογίων και ειδησεογραφικών ιστότοπων αμφισβητήσιμης ποιότητας, οι οποίοι συντηρούνται από διαφημιστικά έσοδα και χορηγούμενο περιεχόμενο. Το αυξανόμενο μερίδιο της χορηγίας στη χρηματοδότηση των μέσων ενημέρωσης αποδυναμώνει περαιτέρω το τείχος που υποτίθεται ότι διαχωρίζει τη σύνταξη από τη διαφήμιση. Το κοινό συνηθίζει έτσι να καταναλώνει συνεχώς περιεχόμενο που μοιάζει δημοσιογραφικό, αλλά στην πραγματικότητα είναι διαφημιστικό. Ετσι προκύπτει πλήθος δημοσιεύσεων εντελώς ή εν μέρει κατασκευασμένων άρθρων.

Οι startups του ψεύδους

Μόλις το εμφυτευμένο περιεχόμενο δημοσιευθεί σε επαγγελματικά μέσα ενημέρωσης και δημοσιογραφικούς ιστότοπους με την παραπάνω μέθοδο, οι κακόβουλοι φορείς αρχίζουν το έργο της διάδοσης μέσω χιλιάδων ψεύτικων λογαριασμών σε κοινωνικά δίκτυα αλλά και μέσω δόλιων τροποποιήσεων της Wikipedia. Στόχος είναι να κατευθύνουν τη συζήτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να χειραγωγήσουν τα αποτελέσματα της Google. Σε αυτό το στάδιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτοματοποιημένη διαχείριση προφίλ και διάδοση των πληροφοριών στα κοινωνικά μέσα, με περισσότερο ή λιγότερο εξελιγμένες τεχνολογίες.

Οι εταιρείες αυτές ενσαρκώνουν το ιδεώδες των ευέλικτων νεοφυών επιχειρήσεων (startups) του ψηφιακού καπιταλισμού. Οργανώνουν την παραγωγή τους σε μορφή αποκεντρωμένου δικτύου· αναθέτουν το έργο σε ανθρώπινο δυναμικό σε χώρες χαμηλού κόστους· είναι ενσωματωμένες σε διεθνή οικονομικά κυκλώματα, από υπεράκτιες εταιρείες έως σχήματα ξεπλύματος μαύρου χρήματος· και χρησιμοποιούν εξελιγμένα ψηφιακά εργαλεία. Υπάρχει, μάλιστα, ο φόβος ότι, στο εγγύς μέλλον, αυτού του είδους οι πρακτικές θα ενσωματώσουν εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, κάτι που θα τις μαζικοποιήσει περαιτέρω και θα καταστήσει ακόμη πιο δύσκολο τον εντοπισμό τους.

Η σχετική αποτελεσματικότητα της βιομηχανίας χειραγώγησης αποδεικνύεται από την κερδοφορία της. Ωστόσο, η αυτοπροβολή αυτών των εταιρειών δεν πρέπει να συγχέεται με τα πραγματικά αποτελέσματα των μεθόδων τους. Οπως κάθε αδίστακτος πωλητής, οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας χειραγώγησης εκθειάζουν τις αρετές των υπηρεσιών τους, προκειμένου να κερδίσουν μερίδιο αγοράς και να αυξήσουν τα κέρδη τους. Δεν υπάρχει, όμως, καμία αξιόπιστη μέθοδος επαλήθευσης της αποτελεσματικότητάς τους.

Επιπλέον, η κοινή γνώμη δεν αποτελεί ένα παθητικό και ευεπίφορο δοχείο για αυτή την προπαγάνδα, διότι, όπως μας διδάσκει η Κοινωνιολογία, η χρήση και ο αντίκτυπος των μέσων ενημέρωσης ποικίλλουν. Επιπλέον, ακόμη και στις πιο εμβληματικές περιπτώσεις, όπως η εκλογή του Τραμπ και το Brexit, η επιστημονική έρευνα δυσκολεύεται να προσδιορίσει το βάρος των εκστρατειών χειραγώγησης στα εκλογικά αποτελέσματα σε σχέση με άλλους παράγοντες. Από την άλλη πλευρά, το βέβαιο είναι ότι ο μονοπωλιακός έλεγχος του διαδικτύου διευκολύνει εκβιομηχανοποίηση αυτών των πρακτικών, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν σημαντικές πηγές εσόδων για τους ψηφιακούς κολοσσούς.

Κατακλείδα

Συμπερασματικά, ενώ το πρόβλημα της παραπληροφόρησης και της χειραγώγησης της κοινής γνώμης συνδέεται άμεσα με την απορρύθμιση του συστήματος των μέσων ενημέρωσης και τις δυνατότητες που προσφέρουν οι ψηφιακές τεχνολογίες, δεν πρέπει να παραβλέπονται οι πολιτικές του καταβολές. Οταν εξετάζει κανείς προσεκτικά τον κατάλογο των πελατών που αποκαλύπτει το ForbiddenStories, διαπιστώνει ένα μείγμα φοροφυγάδων δισεκατομμυριούχων, ολιγαρχών της πρώην ΕΣΣΔ, μοναρχιών του Κόλπου, μαφιόζων, πολιτικών και διεφθαρμένων αξιωματούχων. Εν ολίγοις, πρόκειται για τις ελίτ του αχαλίνωτου και παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, συνηθισμένες στην απόλυτη ατιμωρησία, λόγω της τεράστιας πολιτικής και οικονομικής δύναμης που διαθέτουν.

Κατά συνέπεια, δεν πρόκειται τόσο για τις βλαβερές συνέπειες του διαδικτύου ή τις επιπτώσεις των τεχνολογικών αλλαγών όσο για την ξεκάθαρη αποτυχία των δημοκρατικών μας θεσμών να υπερασπιστούν το γενικό συμφέρον και την ηθική χρεοκοπία των νεοφιλελεύθερων ελίτ.

* Διδάσκει Πολιτική Οικονομία, Ιστορία και Κοινωνιολογία των ΜΜΕ και του Διαδικτύου στο Université Toulouse 3. Εχει γράψει το «Ολιγοπώλιο του Διαδικτύου. Πώς Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft πήραν τον έλεγχο της ψηφιακής ζωής μας», από τις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις

πηγη: https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου