Loading...

Κατηγορίες

Παρασκευή 30 Σεπ 2022
Τι ακριβώς συνέβη στις εκλογές στην Ιταλία;
Κλίκ για μεγέθυνση








ΕΡΕΥΝΑ

Το rosa.gr εστιάζει στο αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών, πως προέκυψε, τι ακολουθεί, γιατί η Αριστερά καταποντίστηκε για ακόμη μία φορά και η νεολαία απείχε από την κάλπη. Μιλήσαμε με τρεις Έλληνες και δύο Ιταλούς για να μας διαφωτίσουν για τα παραπάνω, κρίσιμα ερωτήματα.

Δημήτρης Ραπίδης
30.09.2022

Τι ακριβώς συνέβη στις εκλογές στην Ιταλία;
AP PHOTO GREGORIO BORGIA
SHARE THIS

Το ακροδεξιό κόμμα «Αδελφοί της Ιταλίας» της Τζόρτζια Μελόνι πρόκειται να ηγηθεί της πρώτης ακροδεξιάς κυβέρνησης στην Ιταλίας από την πτώση του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι το 1943, καθώς στις εκλογές της περασμένης Κυριακής 25 Σεπτεμβρίου συγκέντρωσε τις περισσότερες ψήφους.

Μέρος της επιτυχίας της Μελόνι αποδίδεται στην αίσθηση τμήματος του εκλογικού σώματος ότι εκείνη ήταν το «αουτσάιντερ», το «άφθαρτο πολιτικό πρόσωπο», όπως παρουσιάστηκε από μεγάλο μέρος των ΜΜΕ στη χώρα. Το δεξιό εκλογικό ακροατήριο συσπειρώθηκε, με τους Αδελφούς της Ιταλίας να βγαίνουν κερδισμένοι. Το κόμμα της Μελόνι ήταν το μοναδικό από τους συμμάχους του, τα κόμματα δηλαδή του Σαλβίνι και του Μπερλουσκόνι, που δεν συμμετείχε στην κυβέρνηση εθνικής νεότητας του Μάριο Ντράγκι, αναπτύσσοντας ωστόσο μία σχέση εξισορρόπησης με τον απερχόμενο Ιταλό πρωθυπουργό: Από τη μία πλευρά η Μελόνι δεν αμφισβητούσε την κυβέρνηση και τον ίδιο τον Ντράγκι, από την άλλη πλευρά όμως, με δηλώσεις και δημόσιες τοποθετήσεις της, τόνιζε ότι μόνο εκείνη θα μπορούσε να ηγηθεί μιας σταθερής κυβέρνησης που θα επέλεγαν οι Ιταλοί απευθείας μέσω της κάλπης.

«Η νίκη των Αδελφών της Ιταλίας δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία»

«Το κόμμα της Μελόνι έχει σαφείς δεσμούς με τη νεοφασιστική παράδοση, ωστόσο η επιτυχία του οφείλεται και σε ένα φαινόμενο, το οποίο κυριαρχεί όλο και περισσότερο στη δημόσια ζωή της Ιταλίας τα τελευταία πολλά χρόνια: τη μείωση του πολιτικού οράματος και των εναλλακτικών επιλογών μεταξύ αφενός της τεχνοκρατικής επίλυσης της κρίσης, αφετέρου μιας λαϊκιστικής, ακροδεξιάς απάντησης που είναι αντιδραστική και διχαστική», τονίζει στο rosa.gr ο Τζιάκομο Μορέτι, κοινωνιολόγος και ενεργό μέλος του αντιφασιστικού κινήματος στην Μπολόνια. «Η ζοφερότητα αυτής της κατάστασης γίνεται ορατή και στη μαζική απομάκρυνση του λαού από την εκλογική διαδικασία. Η ιταλική δημοκρατία στις μεταπολεμικές δεκαετίες βασίστηκε σε μαζικά κόμματα με εκατομμύρια μέλη, με την εκλογική συμμετοχή να βρίσκεται σταθερά πάνω από το 90% μέχρι και τη δεκαετία του 1980. Σε αυτές τις εκλογές όμως το ποσοστό συμμετοχής έπεσε κάτω από 64%, με τεράστια αποχή στο Νότο και κυρίως εντός της εργατικής τάξης και των νεότερων σε ηλικία Ιταλών», προσθέτει ο Μορέτι.



Η επικεφαλής του ακροδεξιού κόμματος των Αδελφών της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, σε προεκλογική συγκέντρωση στην Ανκόνα της Ιταλίας, στις 23 Αυγούστου / AP Photo / Domenico Stinellis

«Το εκλογικό σώμα βρίσκεται σε μια φάση αναζήτησης εναλλακτικών και σε έναν ιδιότυπο κύκλο απόρριψης των παραδοσιακών κομματικών επιλογών όπως αυτές είχαν αναδιαμορφωθεί μεταξύ 1994-2013», προσθέτει ο Αντώνης Γαλανόπουλος, υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), εκτιμώντας ότι αυτή ακριβώς η εκλογική συμπεριφορά αποτυπώθηκε στα τελικά αποτελέσματα και στο γεγονός ότι το κόμμα της Μελόνι από το σχεδόν 4% του 2018 έφτασε στο 26%. «Η επιβολή της τεχνοκρατικής κυβέρνησης και η αναζήτηση της οικουμενικής αποδοχής, ένα αλαζονικό αίτημα του Ντράγκι που οδήγησε εν τέλει στην πτώση της κυβέρνησής του παρότι είχε πλειοψηφία, φαίνεται να βρήκε ‘απάντηση’ στο μικρό κόμμα της ακροδεξιάς που αρνήθηκε να ακολουθήσει τα υπόλοιπα. Η νίκη των Αδελφών της Ιταλίας δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Η κανονικοποίηση της ακροδεξιάς στο ιταλικό πολιτικό τοπίο βρίσκεται σε εξέλιξη από την περίοδο Μπερλουσκόνι και τα μέσα της δεκαετίας του ‘90. Η Μελόνι είναι το αποτέλεσμα αυτής της μακροχρόνιας τάσης», συμπλήρωσε.

«Ο νεοφιλελευθερισμός κατέστρεψε τη χώρα»

Η οικονομική κατάσταση στη χώρα φαίνεται ότι έπαιξε το δικό της ρόλο στη στήριξη ενός ακροδεξιού συνασπισμού που ευαγγελίζεται «καλύτερες μέρες» για την ιταλική κοινωνία, με τις συνέπειες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών να είναι ορατές στην καθημερινότητα των πολιτών, στην εργασία, τους μισθούς, αλλά και στις περιφερειακές ανισότητες και στο χάσμα Βορρά-Νότου. «Η Ιταλία την τελευταία εικοσαετία κατέγραψε αρνητικό πραγματικό ΑΕΠ, με κύρια χαρακτηριστικά την αποβιομηχανοποίηση, τη χαμηλή παραγωγικότητα, την αύξηση των ανισοτήτων, τη μείωση των δημόσιων επενδύσεων, ιδιωτικοποιήσεις, χαμηλούς μισθούς, υψηλή ανεργία, αποδυνάμωση της δημοκρατίας και απώλεια της κοινωνικής ευημερίας», υπογραμμίζει ο Λευτέρης Στουκογεώργος, οικονομολόγος, μελετητής των εξελίξεων στην ιταλική πολιτική και κοινωνική ζωή τις τελευταίες δεκαετίες. «Ειδικά μετά την κρίση του 2008 και τον γερμανικό μερκαντιλισμό με το dumping μισθών και τιμών, η Ιταλία πέρασε τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της. Ο νεοφιλελευθερισμός κατέστρεψε τη χώρα, με τις διαδοχικές κυβερνήσεις Μπερλουσκόνι, Μόντι και Ρέντσι, πιστές στις επιταγές του γερμανικού νεοφιλελεύθερου δόγματος για την Ευρώπη, να είναι πολιτικά υπεύθυνες για την ιταλική παρακμή».



Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν και ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντσι, δίνουν τα χέρια κατά τη διάρκεια συνάντησης στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης στην Ρωσία, την Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016 (φωτογραφία αρχείου) / AP Photo / Dmitry Lovetsky

Η Ιταλία είναι μέλος των G-7 και η τρίτη οικονομία στη ΕΕ και την Ευρωζώνη, με τις πολιτικές ηγεσίες να έχουν εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα να επηρεάσουν τον ευρωπαϊκό Νότο και να πιέσουν τον γαλλογερμανικό άξονα για δομικές αλλαγές στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Στο πεδίο της οικονομίας, η Μελόνι θα έχει το πλεονέκτημα να διαχειρισθεί ένα γενναιόδωρο πακέτο από το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά θα πρέπει να δημιουργήσει πλεονάσματα σε μια περίοδο που αναμένεται ύφεση στη χώρα, με έκθεση της Deutsche Bank να μιλά για -2% το 2023. «Τα 208 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης ήταν μια ευκαιρία αναδιάρθρωσης της οικονομίας, μείωσης των ανισοτήτων, βελτίωσης του κοινωνικού κράτους και των υποδομών κι ανάπτυξης της πράσινης οικονομίας. Η Μελόνι ωστόσο, όπως και οι σύμμαχοί της, παρουσιάζουν τη χειρότερη νεοφιλελεύθερη ατζέντα, που όμως ικανοποιεί τις Βρυξέλλες τόσο ώστε να παρακάμψουν υποκριτικά την ακροδεξιά ατζέντα της, ανεξάρτητα αν αυτό βλάπτει περαιτέρω τον ιταλικό λαό. Η κόντρα με την Κομισιόν και την ΕΚΤ θα έχει παραπλανητικό χαρακτήρα, καθώς στόχος είναι η σταδιακή διάλυση της ΕΕ και όχι η ρήξη με τις ελίτ της λιτότητας», σημειώνει στο rosa.gr ο Λευτέρης Στουκογεώργος.

«Θεός, πατρίδα και οικογένεια»

Παράλληλα με το πεδίο της οικονομίας, ο κίνδυνος από μια κυβέρνηση με επικεφαλής τους Αδελφούς της Ιταλίας δεν είναι τόσο «το τέλος της δημοκρατίας», τονίζει ο Τζιάκομο Μορέτι, όσο μία επιδεινούμενη διάβρωση του δημόσιου χώρου, αυτή τη φορά από τα χέρια μιας πολιτικής δύναμης που πάντα περιφρονούσε τις κατακτήσεις της μεταπολεμικής δημοκρατίας που δημιούργησαν τα αντιφασιστικά κόμματα στην Ιταλία. «Αυτό πιθανότατα θα πάρει πολλαπλές μορφές, από την υπονόμευση των κοινωνικών δαπανών, την επιχείρηση αλλαγής θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος και την αξιοποίηση του δημόσιου κυβερνητικού λόγου για να χλευαστούν όσοι πολέμησαν στην αντίσταση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο στόχος είναι να γίνει μία αναθεώρηση της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της χώρας και να διαγραφεί από τη συλλογική μνήμη των Ιταλών -κυρίως των νεότερων- ό,τι αντιφασιστικό και προοδευτικό συνέβη μεταπολεμικά».


Στην προεκλογική της ατζέντα η Μελόνι υιοθέτησε μία εθνικιστική και αντιμεταναστευτική αντζέντα, επαναλαμβάνοντας πολλές φορές ότι είναι «υπέρμαχος της οικογένειας» και ενάντια στο «λόμπι των ΛΟΑΤΚΙ» και τις αμβλώσεις. Τα τελευταία χρόνια το κόμμα της οικοδόμησε με συνέπεια σχέσεις συνεργασίες κι ανέπτυξε κοινές δράσεις με άλλα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη όπως, μεταξύ άλλων, το Vox στην Ισπανία, το Fidesz του Βίκτορ Ορμπάν στην Ουγγαρία, το κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη» στην Πολωνία και την «Εθνική Συσπείρωση» της Λεπέν στη Γαλλία. «Εύλογα αναμένει κανείς ότι θα δούμε σημαντικές αρνητικές επιδράσεις από αυτήν την πολιτική εξέλιξη στα λεγόμενα κοινωνικά ζητήματα, το μεταναστευτικό, τα δικαιώματα των γυναικών και της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας», δηλώνει ο Αντώνης Γαλανόπουλος και προσθέτει ότι «το κόμμα της Μελόνι τάσσεται κατά του δικαιώματος στην έκτρωση, κατά του γάμου ομόφυλων ζευγαριών, τοποθετείται απέναντι στη θεωρία του κοινωνικού φύλου, αρνείται την πολυπολιτισμικότητα και χαρακτηρίζεται από ξενοφοβία και Ισλαμοφοβία, με βασικό σύνθημα στις πρόσφατες εκλογές το Dio, patria e famigli, δηλαδή Θεός, πατρίδα και οικογένεια».

Εθνοφυλετισμός και κατασκευή του «εχθρού»

Την ίδια στιγμή, ωστόσο, τόσο στις προεκλογικές της συγκεντρώσεις όσο και με δηλώσεις της στα ΜΜΕ, η νικήτρια των ιταλικών εκλογών μιλούσε για «ελευθερία» και «δικαιοσύνη». Πως συνδυάζονται αυτές οι αξίες και θέσεις με τις διχαστικές και ακροδεξιές αναφορές για τους πρόσφυγες και την κοινότητας των ΛΟΑΤΚΙ+; «Η οικειοποίηση και η διαστροφή θετικά φορτισμένων εννοιών είναι μια μάλλον συνηθισμένη τακτική της ακροδεξιάς», θα πει στο rosa.gr η Μαρία Λουκά, σεναριογράφος και δημοσιογράφος. «Τόσο στην Ιταλία, όσο και διεθνώς, η ακροδεξιά σε όλες τις αποχρώσεις της (συμπεριλαμβανομένης της alt right) προσπαθεί να αρθρώσει ένα παρελκυστικό αφήγημα δανειζόμενη λόγους που στην πραγματικότητα βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τον πυρήνα της. Αυτό το κάνει αφενός για να θολώσει το πρόσωπο της, το φασιστικό της υπόστρωμα και τις καταβολές της, να παρουσιαστεί σαν κάτι άλλο, δηλαδή να ξεγελάσει. Είναι μια διαδικασία που με οξύνοια και τη βαριά γνώση του βιώματος είχε περιγράψει ο Πρίμο Λέβι και ισχύει στο ακέραιο μέχρι σήμερα: ‘Ο φασισμός ήταν ακόμα παρών, αλλά κρυμμένος μέσα στο κουκούλι του. Προετοίμαζε την αλλαγή του για να εμφανιστεί ξανά με καινούργιο πρόσωπο, μη αναγνωρίσιμο, πιο αξιοσέβαστο, προσαρμοσμένος στις καινούργιες συνθήκες ενός κόσμου, ο οποίος έβγαινε από την καταστροφή που ο ίδιος ο φασισμός είχε προκαλέσει’».



Κινητοποίηση στο Μιλάνο υπέρ των ασφαλών αμβλώσεων, με τους συμμετέχοντες να ζητούν ισχυρότερες θεσμικές εγγυήσεις. Το πανό γράφει "όχι άλλες συμβουλές, θέλουμε μεγαλύτερη προστασία". Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022 / AP Photo / Luca Bruno

Μέσα από ένα τέτοιο πολιτικό αφήγημα, η Μελόνι επιχειρεί να θολώσει τα νερά και να παρουσιάσει στο εκλογικό σώμα τους «εχθρούς» του ιταλικού έθνους, όπως υπογραμμίζει η Μαρία Λουκά. «Το κάνει για να εδραιώσει τη δική της ύπαρξη, έχει ανάγκη από την κατασκευή του ‘εχθρού’, όπου ως εχθρικά υποκείμενα νοούνται αυτά που διασαλεύουν τις εγγενείς στην ακροδεξιά αρχές του εθνοφυλετισμού, της πατριαρχίας, της ετεροκανονικότητας, της λευκής αρτιμελούς υπεροχής κλπ, δηλαδή οι πρόσφυγες/ισσες, οι φεμινίστριες, τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, οι Ρομά, οι ανάπηροι/ες. Όταν η Μελόνι μιλάει για ‘ελευθερία’ εννοεί στην πραγματικότητα μια επαναφορά στην πιο σφιχτή και άκαμπτη μορφή της εθνοπατριαρχικής – καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, εννοεί την ‘ελευθερία’ της εξουσίας να επικυρώνει την ισχύ της εποπτεύοντας, αποκλείοντας, εξοντώνοντας ολόκληρες κοινωνικές ομάδες καταπιεσμένων».

Στο Μπενεβέντο και σε άλλα μέρη στα νότια της χώρας εθελοντές του κόμματος των Αδελφών της Ιταλίας κι άλλων ακροδεξιών σχηματισμών παρείχαν καθ΄όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας παραπλανητικές πληροφορίες σε γυναίκες που ήθελαν να προχωρήσουν σε αμβλώσεις σε δημόσια νοσοκομείο. Πέρα από την κομματική τους ταυτότητα, οι εθελοντές ήταν στην πλειοψηφία τους μέλη μίας οργάνωσης με τίτλο «Movimento per la Vita» (Κίνημα για τη Ζωή), το οποίο έχει αναπτύξει δράσεις σε ολόκληρη την επικράτεια με στόχο να αποτρέψει τις γυναίκες να προβούν σε άμβλωση. Ειδικά μετά την ανατροπή της απόφασης Roe v Wade από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ το περασμένο καλοκαίρι, η οργάνωση φαίνεται ότι πλήθυνε τις δράσεις της, χτίζοντας συνεργασίες με αντίστοιχες οργανώσεις και εκτός Ιταλίας. Λίγο πριν τις εκλογές, τόσο το κόμμα της Μελόνι, όσο και εκείνα που συμμετέχουν στον ακροδεξιό συνασπισμό υπέγραψαν το μανιφέστο μίας οργάνωσης με το όνομα ProVita e Famiglia, η οποία καταδικάζει τις αμβλώσεις και ζητάει «νομοθετικούς περιορισμούς» απέναντι στην προστασία των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων και της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας συνολικά. Η Μελόνι έχει δημόσια δηλώσει ότι δεν θα προχωρήσει στην κατάργηση του νόμου του 1978 που προστατεύει σε εθνικό επίπεδο τις αμβλώσεις, ωστόσο σε περιοχές που κυριαρχεί εκλογικά το κόμμα της, κομματικά μέλη και στελέχη έχουν αναπτύξει έντονη δράση, ασκώντας πιέσεις προς το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό νοσοκομειακών μονάδων και κλινικών για να μην προβαίνουν σε αμβλώσεις.


Μιλώντας στο rosa.gr, η Λάουρα Λεονέτι, πολιτική επιστήμονας και ακτιβίστρια στο ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα, εξήγησε γιατί ο «femonationalism», ο «φεμινιστικός εθνικισμός» δηλαδή της Μελόνι λειτουργεί και, επί της ουσίας, «ξεπλένει» την πατριαρχία εις βάρος των φεμινιστικών θέσεων. «Το να είσαι γυναίκα και να διαμαρτύρεσαι για τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων των γυναικών σε άλλες χώρες, όπως κάνει η Μελόνι με αφορμή βιασμούς Ουκρανών γυναικών από Ρώσους στρατιώτες, λειτουργεί καλά όταν απευθύνεσαι σε ένα ακροατήριο που είναι δυνητικά εχθρικό προς τις γυναίκες κι ανυπομονεί να εκφράσει με κάθε τρόπο αυτήν την εχθρότητα. Η Μελόνι απευθύνεται σε έναν συγκεκριμένο κόσμο, σε κοινωνικές ομάδες που δεν αποδέχονται την ισότητα ανδρών-γυναικών και μισούν την προσπάθεια για ορατότητα και ισότητα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας», μας λέει η Λάουρα. «Η Μελόνι παρουσιάζεται ως ‘παραδοσιακή΄, ως ‘γυναίκα, μητέρα, Ιταλίδα, Χριστιανή’ απέναντι σε ένα κομμάτι της κοινωνίας που φοβάται την woke culture. Η ίδια βασίζεται στα στερεότυπα του φύλου και ενσαρκώνει τέλεια το ‘αρσενικό μοντέλο’, καθώς δεν αμφισβητεί το υπάρχον σύστημα. Χρησιμοποιεί το δικό της φύλο για να κάνει πράγματα που είναι εντελώς αντιφεμινιστικά, άκρως πατριαρχικά».

Η Αριστερά που είναι σε όλο αυτό;

«Το ερώτημα για την ιταλική Αριστερά είναι αναπάντητο μπροστά μας από το 1991 και την αυτοδιάλυση του ιστορικού Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI), του κόμματος του Gramsci, του Togliatti και του Berlinguer», θα μας πει ο Αντώνης Γαλανόπουλος. «Δυστυχώς, φαίνεται πως εάν έχει μια σταθερά τελευταία στο ρευστό ιταλικό πολιτικό σκηνικό, αυτή είναι η αδυναμία της Αριστεράς σε όλες τις εκδοχές της».

Σε αυτό συμφωνεί και ο Λευτέρης Στουκογεώργος, τονίζοντας ότι από το 1991 και μετά χάθηκε σταδιακά η «πολιτισμική της ηγεμονία», αποδίδοντας τα χαμηλά εκλογικά ποσοστά σε ένα σύνολο παραγόντων: Το έλλειμα βάθους στρατηγικής, την αργή κατανόηση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και των αλλαγών που επέφερε, την αδυναμία σύνθεσης, το δίλημμα των συμμαχιών, τις αλλεπάλληλες ονομασίες, την έλλειψη αξιοπιστίας του κόσμου της Αριστεράς στις διχασμένες ηγεσίες της και την απώλεια επικοινωνίας με τη νεολαία και τα νέα κινήματα». Ο ίδιος κάνει και μία σύντομη αναδρομή στην πρόσφατη ιστορία του χώρου. «Το PCI διασπάστηκε σε δύο μέρη, στο Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς και στην Κομμουνιστική Επανίδρυση (Rifondazione Comunista). Τα δύο κόμματα είχαν επικοινωνία απέναντι σε μια σκληρή δεξιά και συνεργάστηκαν το 1996 για τη δημιουργία της πρώτης κυβέρνησης Πρόντι. Το Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς, ενσωματώνοντας σοσιαλιστές και χριστιανοδημοκράτες, μετονομάστηκε σε Δημοκράτες της Αριστεράς το 1998, ως κεντροαριστερό σχήμα, και κατόπιν το 2007 σε Δημοκρατικό Κόμμα. Η σταδιακή μετατόπιση του κόμματος στα δεξιά έφερε στην ηγεσία τον τέως χριστιανοδημοκράτη Ματέο Ρέντσι το 2013, κόβοντας δεσμούς με τον κόσμο της εργασίας, με τα πιο αδύναμα στρώματα, αλλά και με το συνεχώς διευρυνόμενο ‘κύμα’ των νεόπτωχων των μικροαστικών στρωμάτων. Συμμορφώθηκε πλήρως στις νεοφιλελεύθερες επιταγές των Βρυξελλών και του Βερολίνου, ειδικά με την κατάργηση του άρθρου 18 των εργασιακών δικαιωμάτων και τη θεσμοθέτηση του Jobs Act, που γιγάντωσε το πρεκαριάτο και την επισφαλή εργασία και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην οικονομική δυσπραγία και την αύξηση των ανισοτήτων. Αυτές οι πολιτικές επιλογές οδήγησαν στην επερχόμενη ήττα και την άνοδο των δήθεν αντισυστημικών, της ακροδεξιάς των Σαλβίνι-Μελόνι και του Κινήματος των Πέντε Αστέρων».

Στις εκλογές της περασμένης Κυριακής τo Δημοκρατικό Κόμμα παρέμεινε στο 19%, όσο ακριβώς είχε λάβει και στις εκλογές του 2018, με τον Ενρίκο Λέτα να ανακοινώσει ότι αποχωρεί από την ηγεσία του κόμματος, κλείνοντας έναν ακόμη κύκλο ιδεολογικών παλινωδιών, προβληματικής πολιτικής ατζέντας και εγκατάλειψης των κοινωνικών στρωμάτων που παραδοσιακά το στήριζαν.



Ο επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος, Ενρίκο Λέτα, και βασικός αντίπαλος της Μελόνι για τη νίκη στις εκλογές. Τελικά ηττήθηκε, διατηρώντας χαμηλά τα ποσοστά του κόμματος / AP Photo / Domenico Stinellis

Όσο για την Κομμουνιστική Επανίδρυση, το άλλο κόμμα που προέκυψε από τη διάλυση του PCI, μεταξύ 2006-2008 είχε τη μοναδική του συμμετοχή σε κυβερνητικό σχήμα, στη δεύτερη κυβέρνηση Πρόντι. «Μετά το 2008 έκοψε τους δεσμούς του με το Δημοκρατικό Κόμμα, εκτιμώντας ότι αυτό κινείται σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Από τότε η Αριστερά προσπάθησε επανειλημμένως να δημιουργήσει έναν αριστερό εναλλακτικό πόλο, που όμως αναλώθηκε σε συνθέσεις εκλογικής λογικής, γι’ αυτό και όλες απέτυχαν. Από τη διάσπαση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης το 2009 προέκυψαν δύο πόλοι: Η Σινίστρα Ιταλιάνα (Sinistra Italiana), που συνεργάσθηκε με το Δημοκρατικό Κόμμα (πήρε 3,5% μαζί με τους Πράσινους και έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση), και η Λαϊκή Ένωση (Unione Popolare) που δεν κατάφερε να ξεπεράσει το όριο του 3%, καταγράφοντας 1,4%», σημειώνει ο Λευτέρης Στουκογεώργος.

«Στην Ιταλία δεν έχουμε ούτε Podemos, ούτε Μελανσόν, ούτε πιο κλασικά αριστερά κόμματα που βρίσκονται σε κρίση όπως το Die Linke. Συνήθως συναντούμε ad hoc προσπάθειες δημιουργίας κομματικών σχηματισμών που θα συμμετέχουν στις εκλογές, έχουν πενιχρά αποτελέσματα και σύντομη διάρκεια ζωής», προσθέτει ο Αντώνης Γαλανόπουλος. «Η σκιά του PCI, και κυρίως ο τρόπος διάλυσης και μετάλλαξής του, βαραίνει ακόμα την ιταλική Αριστερά. Πολλά εξαρτώνται από το εθνικό πολιτικό πλαίσιο, ιστορικούς παράγοντες και την πολιτική κουλτούρα μιας χώρας. Εκτιμώ πως κρίσιμες διαστάσεις για τη συγκρότηση ενός αριστερού σχηματισμού με προοπτικές είναι η οργάνωση και η δομή που αρμόζει στην εποχή, η σταθερότητα στον χρόνο, η υπέρβαση του κατακερματισμού που χαρακτηρίζει τον χώρο, το σαφές ιδεολογικό στίγμα, η τοποθέτηση απέναντι στη Δεξιά, την ολιγαρχία και την ελιτίστικη τεχνοκρατία, οι προσωπικότητες και η ανανέωση. Η εμπειρία μου από το πρόσφατο ταξίδι μου στην Ιταλία λίγες μέρες πριν τις εκλογές είναι πως ο κόσμος, ιδιαίτερα ο νέος κόσμος, προσβλέπει στην Αριστερά αλλά παραμένει επιφυλακτικός από το παρελθόν και αποθαρρυμένος από ένα αίσθημα ανημποριάς που έχει σημαδεύσει προηγούμενα εγχειρήματα».

Γιατί η νεολαία απείχε από τις εκλογές;

Σε ακόμη μία εκλογική αναμέτρηση σε κράτος-μέλος της ΕΕ, σημαντικό τμήμα της νεολαίας απείχε από την ψήφο. Πάνω από πέντε εκατομμύρια Ιταλοί πολίτες απείχαν από την εκλογική αναμέτρηση, ενώ το 2018 είχε προσέλθει στις κάλπες σχεδόν το 73%. Αυτή τη φορά συμμετείχε στη διαδικασία λιγότερο από το 64%, ποσοστό δηλαδή κατά εννέα μονάδες χαμηλότερο, με ένα σημαντικό τμήμα να αποτελούν οι πολίτες έως 25 ετών.

«Η Ιταλία δεν είναι χώρα για νέους ανθρώπους, δεν είναι χώρα για τη γενιά μας», μας λέει η Λάουρα Λεονέτι. «Πολλοί βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας, δεν μπορούν να καλύψουν το νοίκι και δεν βλέπουν ότι στη χώρα υπάρχει προοπτική. Όλα τα προγράμματα των κομμάτων είναι εκτός τόπου και χρόνου, είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας. Η Μελόνι θα τα βρει σκούρα με τη νεολαία γιατί πολύ απλά, όπως και οι προηγούμενοι που κυβέρνησαν, δεν είχε άμεση επικοινωνία με τους νέους, δεν αποτελεί το κεντρικό πολιτικό της ακροατήριο και, κατά συνέπεια, δεν είχε καμία ρεαλιστική ατζέντα που να ενσωματώνει τις ανάγκες, τα προβλήματα και τις προκλήσεις των νέων ανθρώπων».



Από την μεγάλη αντιφασιστική πορεία στην Ρώμη, στις 16 Οκτωβρίου 2021 / AP Photo

Η αποχή «μιλάει», θα προσθέσει η Μαρία Λουκά «Εκφέρει έναν λόγο θυμού και ματαίωσης, τον οποίο όμως οι αρχιτέκτονες της συστημικής πολιτικής επιλέγουν να μην ακούσουν γιατί απηχεί τις δικές τους ευθύνες». Όπως δηλώνει στο rosa.gr «Πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως η νεολαία της Ευρώπης και δη του ευρωπαϊκού Νότου, είναι αυτή που βιώνει στο δέρμα της και στον ψυχισμό της τις τραγικές επιδράσεις μιας παρατεταμένης και πολλαπλώς προσδιοριζόμενης κρίσης, οικονομικής, στεγαστικής, ενεργειακής, εργασιακής, κλιματικής, πολιτικής. Σ’ αυτή τη συνθήκη, λοιπόν, της συντριπτικής απογοήτευσης, της απομάγευσης, της απουσίας ορίζοντα είναι απολύτως κατανοητό πως οι δεσμοί εμπιστοσύνης με τις κυρίαρχες όψεις του πολιτικού συστήματος, έχουν καταλυθεί, κάτι που εκφράζεται και μέσω των αυξημένων ποσοστών αποχής στις εκλογές». Προσθέτει, ωστόσο, ότι «δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι ένα κομμάτι των νέων που επιλέγουν να απέχουν από τις εκλογές, δεν είναι κοινωνικοπολιτικά και πολιτισμικά αδρανές. Συμμετέχει σε κινήματα, κοινότητες, υβριδικές και εναλλακτικές καλλιτεχνικές τυπολογίες και γενικότερα αναζητά τρόπους όχι μόνο διοχέτευσης της οργής αλλά και επανανοηματοδότησης της ζωής».

Σε αυτή τη συμμετοχή σε κινήματα και πρωτοβουλίες πιστεύει και ο Τζιάκομο Μορέτι, ο οποίος αναμένει το επόμενο διάστημα ισχυρό κύμα κινητοποιήσεων στην Ιταλία ενάντια στην Μελόνι, αλλά και συνολικά ενάντια στο πολιτικό σύστημα. «Κανείς πολιτικός σήμερα δεν μπορεί να εμπνεύσει παρά μόνο αν εκμεταλλευθεί τον θυμό, τα αδιέξοδα και τις ανασφάλειες των νέων και της κοινωνίας ευρύτερα. Σε αυτή την αίσθηση ματαιότητας και φόβου που φαίνεται ότι κυριαρχεί στη νεολαία, υπάρχει και η ριζοσπαστικοποίηση με την έννοια της διεκδίκησης. Όσο το πολιτικό σύστημα δεν πείθει την νεολαία ότι αξίζει τη συμμετοχή της, τόσο δυναμώνουν τα κινήματα και οι δράσεις που περνούν κάτω από τη μύτη των απαρχαιωμένων κομματικών μηχανισμών. Αυτό μας δίνει ελπίδα ότι ο σημερινός, σκοτεινός πολιτικός κύκλος της ακροδεξιάς και της alt right θα παρέλθει και η κοινωνία θα βγει πιο δυνατή, πιο ώριμη και πιο σίγουρη για τις επιλογές της. Θέλει, ίσως, χρόνο για να αποτυπωθεί αυτό εκλογικά και σίγουρα χρειάζεται η Αριστερά να αλλάξει πλεύση, στρατηγική και να αναζητήσει σύγχρονους τρόπους να εμπνεύσει και να εμπνευστεί και η ίδια. Να μιλήσει για το σήμερα και το αύριο, όχι για το χθες που χάθηκε, για τη συλλογική μνήμη που δεν μπορεί να την περιφέρει απλά ως κειμήλιο του κάποτε ένδοξου παρελθόντος, αλλά να την αξιοποιεί ως ενεργό, συστατικό μέρος της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής δράσης».

Πηγή: www.rosa.gr
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου