Πρώτον την κ. Έβερτ δεν τη ξέρω ούτε είχα τίποτε εναντίον της. Είναι μια «αληθινή Κυρία», με κεφαλαίο Κ, όπως είπε ο εκπρόσωπος της λαϊκής δεξιάς Άδωνις Γεωργιάδης. Έγραψε η Κυρία για τους διαδηλωτές της 17ης Νοεμβρίου «ότι πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τις κατσαρίδες και τα τρωκτικά. Έτσι ήταν, έτσι είναι, έτσι θα είναι.»

Για τον Άδωνι, αυτή τη γραφική μορφή της λούμπεν μπουρζουαζίας, για το παράπτωμα της Κυρίας έφταιγε η  «οργή των ημερών και η χαλαρότητα του Διαδικτύου» που οδήγησαν την «αληθινή Κυρία» σε μια «απρεπή έκφραση καταδίκης μίας προκλητικής πράξεως του ΚΚΕ».

Αλλά και ο ταλαντούχος κ. Κουμουτσάκος, εκπροσωπώντας την πιο ευγενή πλευρά της ελληνικής δεξιάς προσέτρεξε σε έμμεση υπεράσπιση της «αληθινής Κυρίας». Θεώρησε ότι οι «κατσαρίδες και τα τρωκτικά» είναι εξ ίσου κολάσιμα με την «υπερβολική αντίδραση» του κ. Καραθανασόπουλου του ΚΚΕ στην αντιπαράθεση που είχε με τον βουλευτή της Ελληνικής Λύσης.

Η κ. Έβερτ έκανε το σωστό και παραιτήθηκε. Όταν αναγκάστηκε να απολογηθεί, εξήγησε ότι δεν αναφέρονταν στους ανθρώπους του ΚΚΕ αλλά σε «όλους όσους προκαλούν και δεν σέβονται τους νόμους και κατ' επέκταση τους συνανθρώπους τους». Βέβαια οι φοιτητές στο Πολυτεχνείο το 1973 δεν σεβάστηκαν τους νόμους και έτσι έδειξαν τον σεβασμό τους για τους ανθρώπους. Οι διαδηλωτές του 2020 πάλι άσκησαν το κλασικό καθήκον της πολιτικής ανυπακοής.

Όπως υποστήριξαν οι φιλελεύθεροι φιλόσοφοι Τζων Ρωλς και Ρόναλντ Ντουόρκιν, πνευματικοί πατέρες των δικών μας συνταγματολόγων, η ανυπακοή́ ακόμη και ορισμένη βίαια αντίσταση, όχι μόνο επιτρέπεται αλλά́ επιβάλλεται όταν ο νόμος παραβιάζει τις βασικές αρχές των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών. Όταν παραβιάζονται από την εκτελεστική εξουσία, οι πολίτες είναι οι αυθεντικοί ερμηνευτές του Συντάγματος και η δικαστική υποχρεούται να τους υπερασπιστεί. Φαντάζομαι τα έλεγαν αυτά οι συνταγματολόγοι στους φοιτητές τους όταν μιλούσαν για τις συνταγματικές αξίες στην Αμερική της δεκαετίας του 1960. Αλλά δεν ισχύουν στην Ελλάδα του 2020. 

Δεύτερον. Να επαναλάβω ότι η κ. Έβερτ δεν με ενδιαφέρει. Δεν έχω τίποτε προσωπικά εναντίον της και φαντάζομαι ότι μετάνιωσε για τα γραπτά της. Αλλά το όνομα και η οικογενειακή ιστορία την κάνει εκπρόσωπο μιας πλευράς της Ελληνικής ελίτ, αυτή της αστικής ευγένειας. Σπούδασε στο εξωτερικό, φαντάζομαι σε καλά πανεπιστήμια, μιλάει Γαλλικά πιθανά παίζει και πιάνο.

 

Εν τούτοις αυτά που είπε και η υπεράσπιση από τους συντρόφους της δείχνουν την παρακμή μιας τάξης και ιδεολογίας που έχει χρεωκοπήσει ηθικά και διατηρείται μόνο από την αναχρονιστική ταξική της υπεροψία και την βαθιά της εξάρτηση από την εξουσία.

Το όνομα φέρνει στο μυαλό την παλιά κολωνακιώτικη αριστοκρατία. Αυτούς που στήριξαν το μετεμφυλιακό κράτος με τα λεφτά, την πολιτική τους δύναμη και το πολιτισμικό κεφάλαιο που τους έδινε το όνομα και οι γνωριμίες. Ήξεραν για τις φυλακές, τις εξορίες τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων αλλά δεν είχαν ατομική ευθύνη μια και δεν τα έκαναν οι ίδιοι.

Τα είχαν μεταβιβάσει με μια πρώιμη μορφή outsourcing σε «άξεστους» χωροφύλακες και «ματσό» στρατιωτικούς τους οποίους χρησιμοποιούσαν και περιφρονούσαν στον ίδιο βαθμό. Οι «υπάλληλοι» έκαναν τις βρομοδουλειές για να μπορούν οι «αριστοκράτες» να κρατάνε τα χέρια τους καθαρά και να μην χρειάζεται να απολογούνται όταν επισκέπτονταν το Παρίσι και την Νέα Υόρκη, τα «βόρεια προάστεια της Αθήνας» όπως τα έλεγαν.

Είναι μια τάξη που καταρρέει σαν το καταραμένο σπίτι της «οικογενείας Ασερ» του Εντγκαρ Αλαν Πόε. Κυνηγήθηκε από τους νεόπλουτους του χρηματιστηρίου και τους εκσυγχρονιστές που αγοράζουν βιβλία βάσει του χρώματος του εξωφύλλου τους για να ταιριάζουν με το colour scheme του σαλονιού. Εγκατέλειψαν το Κολωνάκι γιατί δυστυχώς γειτονεύει με τα Εξάρχεια. Μετοίκησαν στα βόρεια προάστεια για να έχουν κήπο και οικιακές βοηθούς. Αυτή λοιπόν η τάξη κράτησε την Ελλάδα «όρθια» στα 1950 και τα 1960. Ήταν ταχυδρόμος και εισαγωγέας των αστικών αξιών της Ευρώπης και είχε τη γνώση και την αισθητική ευαισθησία να μην χρησιμοποιεί δημόσια τέτοιες εκφράσεις ακόμη και αν τις θεωρούσε ακριβοδίκαιες.

Σήμερα όμως αρθρογράφοι στην Καθημερινή και τα Νέα, δημόσια πρόσωπα και ιστορικά ονόματα μπορούνε να γράφουν με τρόπο που πριν σαράντα χρόνια θα καταδίκαζαν ως «χυδαίο".

Έχουν ξεχάσει ότι το τελευταίο καταφύγιο της ταξικής παρακμής είναι η αστική ευγένεια. Και είναι η ταξική, πολιτισμική και πολιτική παρακμή που βρίσκεται, πιστεύω, πίσω από το μανικό αντι-αριστερό και αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο.

Τα «τρωκτικά», που ήταν, είναι και θα είναι πάντα στον δρόμο, είναι οι κομμουνιστές και οι αριστεροί. Δεν είναι μόνο που χάνουν σταδιακά οι ευγενείς αστοί και οι πνευματικοί ταγοί την εξουσία τους στους νεόπλουτους και τους Αδώνιδες.

Βγάζουν την γλώσσα αυτοί που ένα ολόκληρο κράτος είχε κτιστεί για να τους κρατάει μακριά από τα Μέγαρα και τα Υπουργεία. Κέρδισαν εκλογές όμως και απειλούν να ξαναγυρίσουν αν αποτύχει, όπως διαφαίνεται, το τελευταίο δεκανίκι της δυναστικής Ελλάδας. Το κτύπημα είναι μεγάλο, υποσκάπτει και την ηθική και την αισθητική.

Τρίτον.     Οι λέξεις έχουν την δική τους ιστορία. Μια ιστορία της άρνησης της ανθρώπινης ιδιότητας και ένα κατάλογο των «άλλων» που κάθε εποχή και ιδεολογία θεώρησε «υπάνθρωπους»  και αναλώσιμους. Οι Ναζί αποκαλούσαν τους Εβραίους «κατσαρίδες, αρουραίους και φίδια». To 1992 o Λέων Μουγκεσέρα, κυβερνητικός πολιτικός στην Ρουάντα, αποκάλεσε την μειονότητα Τούτσι  «κατσαρίδες». Η ύβρις έπιασε και συνόδευσε την γενοκτονία 800.000 ανθρώπων. Το 2016, ο Μουγκεσέρα καταδικάστηκε από δικαστήριο της χώρας του σε ισόβια.

Το 2019, η αστυνομία και οι αρχές του Χονγκ Κονγκ έλεγαν «κατσαρίδες» τους διαμαρτυρόμενους φοιτητές. Στην «πολιτισμένη» Δύση πρόσφατα, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες είναι οι βασικοί υποψήφιοι για την ιδιότητα του τρωκτικού. Πολιτικοί έχουν αποκαλέσει μετανάστες και πρόσφυγες «έντομα», «παράσιτα», που έρχονται από «σκατομέρη» και μας «μολύνουν».

Οι «αλλοδαπές ιερόδουλες φορείς του AIDS συνιστούσαν απειλή για την ελληνική οικογένεια», καθώς η ασθένεια μεταδίδεται από την «παράνομη μετανάστρια» στον «Έλληνα πελάτη, στην ελληνική οικογένεια». Τα κλειστά κέντρα προσφύγων στα νησιά «είναι προς όφελος της χώρας και της δημόσιας υγείας», για τους κυβερνητικούς συναριοφύλακες, γιατί οι «άναρχες ανοιχτές δομές αποτελούν υγειονομική βόμβα για τα νησιά μας».

Οι πρόσφυγες κινούνται και δεν σέβονται τα σύνορα, σαν τον κορωνοϊό, και μας μολύνουν με ιούς και μικρόβια. Το 2015, ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα καταδίκασε την Αγγλίδα δημοσιογράφο Κεϊτι Χοπκινς που αποκάλεσε τους μετανάστες «κατσαρίδες» και θύμισε τον ρόλο της γλώσσας στο Ολοκαύτωμα και την γενοκτονία της Ρουάντα. Μια γενοκτονία προϋποθέτει μια ομάδα που αποβλήθηκε από την ανθρωπότητα, της αρνήθηκε η ανθρώπινη ιδιότητα, έγιναν υπάνθρωποι.

Για τον Άδωνι, οι εκφράσεις ήταν «απρεπείς», για τον κ. Κουμουτσάκο οι «μαλακίες» είναι συγκρίσιμες με τις «κατσαρίδες». Δεν φαντάζομαι να ετοιμάζουν γενοκτονίες, απλά pushbacks των προσφύγων. Αλλά οι πρώην ευγενείς αστοί καταλαβαίνουν, ελπίζω, την επιτελεστικότητα της γλώσσας που κάνοντας τους άλλους «υπάνθρωπους» προετοιμάζει τα επόμενα πογκρόμ, τις ερχόμενες Χρυσές Αυγές.

πηγη:https://tvxs.gr