Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Philosophy World Democracy. Ο Jean-Luc Nancy (1940-2021) ήταν φιλόσοφος και ακαδημαϊκός.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

  Δημοσιεύθηκε την 1 Νοεμβρίου, 2021

Ι.

Αυτή η διατύπωση (που δεν είναι φράση) εμφανίζεται εδώ κλεισμένη σε εισαγωγικά επειδή είναι παράθεμα. Είναι παράθεμα από το τίτλο μιας διάλεξης που ο Heidegger έδωσε το 1964. Δεν είναι κάποιο από τα πιο συχνά αναφερόμενα κείμενα του Heidegger, μεταξύ άλλων επειδή η πρώτη φράση του – «το τέλος της φιλοσοφίας» – αναστατώνει ακόμη και προκαλεί την οργή εκείνων που την ακούν.

Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες πολιτικο-μυστικές σκέψεις σχετικά με τον Heidegger, κάποιος πρόθυμα συμφωνεί για το ενδιαφέρον όσων έγραψε για την τεχνολογία, την τέχνη ακόμη και την ύπαρξη, αλλά πολύ συχνά αρνείται να αναλογιστεί την πιθανότητα καθαυτή να μιλήσει για «το τέλος της φιλοσοφίας». Για την συντριπτική πλειοψηφία αυτό είναι το ίδιο πρόχειρο, αν όχι γκροτέσκο σαν την συζήτηση  σχετικά με το «τέλος της αναπνοής» …ως βάση για το «έργο της άπνοιας»  στο οποίο θα πρέπει να δούμε το μέλλον μας.

Αυτό υποθέτει πως η φιλοσοφία είναι η μόνη ανάσα της νοητικής και πνευματικής μας ζωντάνιας – και αυτό είναι ακριβώς που διακυβεύεται στην αντίθεση που προτείνει ο Heidegger μεταξύ «φιλοσοφίας» και «σκέψης».

Το ερώτημα  εδώ δεν είναι αν «ένας» φιλόσοφος είχε δίκιο να πει αυτό ή εκείνο. Η φιλοσοφία μιλά μέσω όλων των φιλοσόφων και αν μιλά για το «τέλος» της, αυτό έχει μια φιλοσοφική έννοια. Ο Heidegger αναζήτησε αυτή την έννοια ακόμη και από που προήλθε αυτό το σήμα για το τέλος, για την ολοκλήρωση και έτσι για ένα νέο πεπρωμένο. Αυτό ήταν γνωστό στον Hegel: καθώς ο Hegel είναι πάντα το ζήτημα του τέλους της φιλοσοφίας και ενός νέου ξεκινήματος. Αν κάποιος δεν το βλέπει αυτό, δεν βλέπει τίποτα.

ΙΙ.

Ωστόσο ο σκοπός μου στο άρθρο αυτό δεν είναι να σχολιάσω την σκέψη του Heidegger. Θέλω να περιορίσω τον εαυτό μου στο να δείξει πως η έκφραση «το τέλος της φιλοσοφίας», που εκφράστηκε  πριν πάνω από μισό αιώνα – αλλά προετοιμάστηκε, αν και σε πολύ διαφορετικές μορφές, από τον Marx, τον Nietzsche, ή τον Kierkegaard, όπως και από τους Comte, Russell, Carnap – δεν είναι δίχως ουσία.

Αυτό είναι που είναι δύσκολο να γίνει δεκτό επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι τρέχουν να δείξουν πως η φιλοσοφία, ακόμη και στις πιο βίαιες αλλαγές της τους τελευταίους δυο αιώνες, είναι η ίδια η άσκηση της ανθρωπότητας μας, και πάνω από όλα μπορεί να βρεθεί παντού. Λέγεται πως υπάρχει μια φιλοσοφία των Μπαμπάρα και υπάρχει μια φιλοσοφία διαχείρισης ενώ θα έπρεπε να ειπωθεί πως υπάρχει μια σκέψη των Μπαμπάρα και μια ιδεολογία διαχείρισης. Όταν κάποιος που παρουσιάζεται ως φιλόσοφος και καλείται να μιλήσει στο ραδιόφωνο ή στη τηλεόραση, ανακοινώνεται μια συζήτηση πάνω στην κατάσταση του κόσμου και τι θα πρέπει να αλλάξει ή να βελτιωθεί. Με μια λέξη, η φιλοσοφία είναι ένας τρόπος απεικόνισης και αξιολόγησης του κόσμου.

Μιλώντας γενικά, στην πράξη, το περιεχόμενο αυτών των συζητήσεων είναι ήδη γνωστό: η βία και η αδικία καταδικάζονται, ο εγωισμός καταδικάζεται, και το κοινό καλό ή η κοινή ύπαρξη πρέπει να αναδιατυπωθεί. Μερικές φορές η οπτική είναι περισσότερο ρεφορμιστική (και έτσι δηλώνει πως δεν έχει να αλλάξει κάτι στην ουσία των πραγμάτων), μερικές φορές είναι πιο επαναστατική (αλλά η ίδια η ιδέα της επανάστασης παραμένει εκείνη της μεταφοράς της εξουσίας μέσα στο υπάρχον πλαίσιο της τεχνικής υπερδύναμης – όπως ισχύει από τους Lenin και Mao και έπειτα). Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εύσχημες λέξεις αναφέρονται για ένα ιδανικό – μια καλύτερη, πιο ορθολογική ανθρωπότητα, περισσότερο ανοιχτή σε όλους και στο καθένα.

Πρέπει να ειπωθεί: αναφερόμαστε σε αυτό το είδος υπνωτισμένης σιγουριάς σε μια «βελτίωση» (αν όχι σε μια «χειραφέτηση»), επαναλαμβάνοντας έτσι συνειδητά ή μη, αυτό που είπαν οι Kant, Husserl ή Sartre – που μπορούμε να εμπλουτίσουμε με κάποια σύγχρονα καρυκεύματα. Εννοώ, για παράδειγμα, την «υποκειμενοποίηση» από τον Foucault, το «άλλο» από τον Levinas, την ασαφή και άστοχη χρήση της «διαφοράς» του Derrida ή την «δημιουργία» του Deleuze: μας αρέσουν αυτά τα φιλοσοφικά ψίχουλα αλλά είμαστε προσεκτικοί να μην αντιμετωπίσουμε τα διακυβεύματα τους (στα οποία θα επιστρέψω).

Αυτή είναι, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, η μίζερη κατάσταση της φιλοσοφίας σήμερα (περιλαμβανόμενων συχνά του σχολείου και του πανεπιστημίου). Είναι μια αυτοαποκαλούμενη ευγενής εκδοχή της κυριαρχίας της γνώμης – της οποία ίσως πραγματικά δεν υπάρχει ευγενής εκδοχή, που είναι πάντοτε χυδαία και της οποίας η χυδαιότητα διαμεσολαβείται.

ΙΙΙ.

Δεν είναι έκπληξη πως αυτό οδηγεί σε μια απεριόριστη επέκταση του πραγματισμού: πως λειτουργεί; Τι λειτουργεί καλύτερα, ή τουλάχιστον λιγότερο άσχημα; – Ποιος εργάζεται για τι και τι εργάζεται για ποιόν; Μπροστά σε τι υπάρχει αυτή η ροή πληροφορίας, επινόησης, σχολιασμού; Ο πραγματιστικός κανόνας απαντά: «μπροστά σε μια όλο και αυξανόμενη λειτουργικότητα και μια αναγκαία επιθυμητή αύξηση». Αλλά η πραγματική απάντηση που υποβόσκει είναι: «μπροστά στην τεχνική και οικονομική απόδοση που δεν έχει κανένα άλλο στόχο πέρα από τον εαυτό της».

Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα αυτού είναι η γενική συζήτηση (έξω από χώρες ανοιχτά εμμονικές με την θρησκευτικό-φυλετική ταυτότητα) σχετικά με την «πολυπολιτισμικότητα» ως διακριτής από μια «κοσμικότητα» που είναι δύσκολο να αναγνωριστεί. Από την μια πλευρά ή την άλλη, οι άνθρωποι αναζητούν τον καλύτερο τρόπο να διαχειριστούν μια πραγματικότητα βαθιάς μεταλλαγής αυτού που ονομάζεται «κουλτούρα», «ταυτότητα», «σημεία αναφοράς». Ένα ακόμη πιο επώδυνο παράδειγμα είναι αυτό των εργασιακών συνθηκών, που και αλλάζουν και που χειροτερεύουν, ωφελώντας κάποιους περισσότερο και άλλους λιγότερο, και εδώ ξανά διαχειριζόμαστε (ψυχοκοινωνιολογικά) μια κατάσταση που το οριστικό τέλος της οποίας δεν σκέφτεται κανείς.

Αυτό που αποκαλείται πιο συχνά «φιλοσοφία» σήμερα είναι ‘ένα μίγμα των χλιαρών νερών της κοινής λογικής, της επιθυμίας για το σωστό και μια υποτιθέμενη γνώση των μηχανισμών του κόσμου. Ενώ είναι ακριβώς τα οι λέξεις «λογική», «καλό» και «γνώση» είναι σε μια κατάσταση μεγάλης αβεβαιότητας, αν όχι εγκεφαλικού θανάτου.

Ένα μικρό σημάδι δίνει ένα στοιχείο: παντού στον αγγλικό κόσμο, ένα δικτατορικό αποκαλείται «PhD», δηλαδή «διδακτορικό στη φιλοσοφία», είτε αφορά σπάνια μόρια, την αρχαία ιστορία της Καμτσάκα ή γνωσιολογικών μοντέλων. Η «φιλοσοφία» εδώ έχει μια απόλυτα ξεπερασμένη έννοια. Είναι μια θλιβερή καρικατούρα της παλιάς ιδέας μια βασίλισσας-επιστήμης ή ενός γενικού καθεστώτος γνώσης υποτιθέμενα με εφαρμογή σε σαλιγκάρια, στους μηχανισμούς «υποκειμενοποίησης» ή στην ιδέα του «Θεού».

Αυτό είναι γελοίο, αλλά αποκαλύπτει πως ήταν δυνατό να αφήσουμε μια λέξη να εξαπλωθεί σαν μελάνι στο στουπόχαρτο. Τώρα αυτό το μελάνι είναι πολύ ξεπερασμένο και για εμάς πολύ άγνωστο: κανείς δεν πιστεύει σήμερα πως η «Φιλοσοφία» περιλαμβάνει όλες τις επιστήμες. Αν όμως δεν είναι άλλης τάξης, τι είναι; Εδώ οι απαντήσεις είναι ακαταλαβίστικες – «στοχασμός», «κριτικό πνεύμα», «εικασία», «ανάπτυξη»…

Φυσικά, αυτό υπό μια έννοια δεν προκαλεί μεγαλύτερη έκπληξη από αυτό που συνέβη στα γαλλικά με την λέξη «Monsieur» που αρχικά σήμαινε «άρχοντά μου». Όμως η διαφορά είναι εντυπωσιακή επειδή «monsieur» επειδή αντιστοιχεί σε μια πραγματική ιστορική μετατόπιση στα σημεία σεβασμού και ευγένειας. Όσον αφορά την φιλοσοφία, είναι σχεδόν το αντίθετο: η ιδιαίτερη τάξη της φιλοσοφίας πάνω από όλες τις επιστήμες έχει διατηρηθεί (και βασικά ακόμη και πάνω από τη θεολογία, όταν η τελευταία σημαίνει ένα κλάδο στοχασμού και ανάλυσης και δεν χρησιμοποιείται, με ένα χοντροκομμένο τρόπο, ως συνώνυμο της «θρησκευτικής ομολογίας»). Όμως η ιδιαίτερη τάξη είναι απρόσιτη… αιωρείται στα σύννεφα.

Στη πράξη, η φιλοσοφία έχει γίνει η ειδικότητα μη ειδικών, των χειριστών της ιδέας και αξιολόγησης, κάθε ένας εκ των οποίων μιλά σύμφωνα με την δική του ή την δική της άποψη: στην ουσία η φιλοσοφία έχει γίνει το ευγενές όνομα για την γνώμη. Η γνώμη όμως είναι η κρίση της υποκειμενικότητας (ατομικής ή συλλογικής): η πηγή της εντοπίζεται στις διαθέσεις, προτιμήσεις, και στάσεις κάθε ατόμου. «Στον καθένα η αλήθεια του» – αλλά η λέξη «αλήθεια» έτσι ορίζεται ως… γνώμη.

IV.

αν όμως υπάρχει κάτι που δημιούργησε την φιλοσοφία, είναι ακριβώς η αναζήτηση της αλήθειας. Όχι η αλήθεια όπως αντιστοιχεί στα δεδομένα – για παράδειγμα, αυτός ο υπολογιστής ζυγίζει 1950 γραμμάρια, μπορώ να το ελέγξω σε μια ζυγαριά. Για ένα μικρό παιδί, αυτό είναι ήδη σχετικά βαρύ, δεν μιλάμε όμως για τη χρήση του υπολογιστή από ένα παιδί ή ένα ενήλικα. Μιλάμε για ένα σύστημα σύγκρισης και οργάνων μέτρησης.

Όμως η αλήθεια που αρχικά απασχολούσε την φιλοσοφία ήταν το ερώτημα του τι «αλήθεια» μπορεί να σημαίνει αν δεν υπάρχει δυνατή μέτρηση ή σύγκριση. Είναι αλήθεια πως οι μεγάλοι πολιτισμοί που προηγήθηκαν της φιλοσο9φθικής στροφής είχαν απόλυτη γνώση χρήσης πολύπλοκων οργάνων και μορφών υπολογισμού: δείτε τα επιτεύγματα των Μάγιας ή των αρχαίων Αφρικανικών πολιτισμών, όπως και εκείνων των Ινδών, των Κινέζων, των Ιαπώνων, των Εσκιμώων, των Βίκινγκ, κλπ., για να μην αναφέρω όλα τα τεχνικά, αισθητικά και συμβολικά επιτεύγματα όλων των πολιτισμών από την αποκαλούμενη «Παλαιολιθική Εποχή». Παντού και σε όλη την περίοδο τουλάχιστον 300000 χρόνια.

Για όλες αυτές τις κουλτούρες, το πραγματικό (που δεν είναι αναγκαίο να ονομαστεί έτσι, ή με όποιο άλλο όνομα) απέκτησε μια κοσμική και συμβολική τάξη σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη συνθήκη είχε (και ακόμη έχει, όπου επιβιώνουν αυτές οι κουλτούρες) τη θέση της, την έννοια της, το προορισμό της. η ύπαρξη δεν ήταν λιγότερο δύσκολη: ασθένεια, αγώνας και θάνατος δεν αποκλείστηκε ποτέ, αλλά η γενική τάξη μπορούσε να υπολογιστεί για να τους δώσει τη θέση τους. ο πόνος του να είσαι άνθρωπος, ή καια κόμη να είσαι ζωντανός, αναμιγνύονταν με τη χαρά της επιβίωσης, της διαιώνισης: η σκέψη δεν τα ξεχώριζε. Και οι σκέψεις αυτών των αναρίθμητων ανθρώπων είναι πλούσιες, επινοητικές, έξυπνες.

Αυτό που ανοίγει την πιθανότητα της φιλοσοφίας είναι μια ρήξη. Αυτό συμβαίνει σε μια συγκεκριμένη περιοχή του κόσμου. Αυτή η περιοχή, η Ανατολική Μεσόγειος, σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο οδηγήθηκε σε αυτό που αποτελούσε σημαντικό σύνολο αυτοκρατοριών και βασιλικών εξουσιών. Υπήρξε μια κουβέντα εισβολής από ανθρώπους από την Δυτική Μεσόγειο. Πολύ λίγα είναι γνωστά μόνο για αυτή την αναστάτωση. Αυτό που είναι ξεκάθαρο όμως, ωστόσο, είναι η βαθιά μεταμόρφωση ενός κόσμου που μπορούσε να ειπωθεί πως είχε χάσει την ιδρυτική του τάξη.

V.

Η φιλοσοφία ξεκινά με αυτό το ερώτημα: τι γίνεται αν δεν υπάρχει πλέον διαθέσιμη τάξη – ούτε ιερή, ούτε κοινωνική, ούτε κοσμική; Ο άξονας ή ψυχή της φιλοσοφικής απάντησης αποτελείται από την αναγκαιότητα της ίδρυσης της ίδιας της τάξης.

Η αναγκαιότητα αυτή έχει δυο πτυχές: από την μία απαιτεί από εμάς να ανακαλύψουμε αυτό το κόσμο απογυμνωμένο από τα χαρακτηριστικά του· από την άλλη, απαιτεί από εμάς να δικαιολογήσουμε την επιλεγμένη προσέγγιση και τα αποτελέσματα της.

Με απλά λόγια μπορούμε να πούμε: η πρώτη απαίτηση επινοεί τη «φύση», η δεύτερη επινοεί το «λόγο». τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο στοιχειώδες από αυτό το ζευγάρι φύσης/λόγου. Το γνωρίζουμε πολύ καλά και έχει δομήσει αιώνες σκέψης. Σήμερα, ωστόσο, μπερδεύουμε τους εαυτούς μας: είναι το πετρέλαιο, ο ηλεκτρισμός, η δυνατότητα υπολογισμού, η πληροφορία, φυσικές ή λογικές πραγματικότητες;

Τι έχει οδηγήσει την φιλοσοφία, με όλες τις μορφές της, ήταν πάντοτε το να δώσει λόγο στη φύση και να φυσικοποιήσει το λόγο. για να δώσει λόγο: δηλαδή, να φέρει στο φως τις αρχές με τις οποίες διατρέχονται ο κόσμος, η ζωή και, αν είναι εφικτό, η ίδια η σκέψη. Αυτό το τελευταίο σημείο επιστρέφει σε αυτό που αποκάλεσα «φυσικοποίηση του λόγου»: κατανόηση πως η ολότητα αυτού που υπάρχει προέρχεται από και επιτυγχάνει κάποιο σκοπό.  Το τελευταίο έχει πάψει να είναι η υλοποίηση μιας τάξης με τον ίδιο το κόσμο.

Η τάξη που αποδίδουμε ή ανακαλύπτουμε στο κόσμο, την έχουμε αποκαλέσει «επιστήμη» ή «κυριαρχία δυνάμεων», το επίτευγμα ενός «απόλυτου ανθρώπου». Η φιλοσοφία έχει χρησιμοποιήσει ένα πλούτο επινοητικότητας για να την κατανοήσει: «επαρκή λόγο», «ιστορία του Πνεύματος», «επιστροφή στα ίδια τα πράγματα», «Είναι που δεν είναι ύπαρξη». Την ίδια στιγμή, υπήρχε «ολοκληρωτικός υλισμός», επανάσταση κοινωνικών σχέσεων» και τώρα «μετανθρωπισμός» (η βελτίωση του ανθρώπου από την ίδια την τεχνολογία του). Και τέλος, όπως ήδη αναφέρθηκε, πραγματισμός: ας αφήσουμε όλες τις αρχές και ας το αντιμετωπίσουμε (στο οποίο κάποιος μπορεί να πάντοτε να αναρωτηθεί: γιατί να το αντιμετωπίσουμε;;;).

Αυτό είναι ειρωνικό – αλλά όχι μόνο –, σκληρό – αλλά όχι μόνο. Όχι μόνο, καθώς το Πρωτόγονο Δεδομένο έχει χάσει το κύρος γνώσης και έκφρασης του: αυτό που είναι να είναι γνωστό, το ξέρουν οι επιστήμες, και αυτό που μπορεί να διακριθεί είναι μια πυκνή ομίχλη.

VI.

(Παρενθετικά: Δεν στέλνω όλα τα φιλοσοφικά έργα στο καλάθι των αχρήστων. Κάθε άλλο! Η σημασία των μεγάλων έργων του εικοστού αιώνα, η οξύνοια και το βάθος των απαιτήσεων τους δεν είναι διαπραγματεύσιμες. Έχουν όλα συμβάλει στην περαιτέρω εξερεύνηση του ερωτήματος της «αλήθειας». Αλλά πολύ μικρή προσοχή δίνεται σε αυτό το ουσιαστικό γεγονός: όλα τους – όποια και αν είναι η ιδιοσυγκρασία τους – ασχολούνται με τον ίδιο τον φιλόσοφο. Αν τις παρατηρήσουμε προσεκτικά, θα δούμε πως όλες ασχολούνται, μέσω διάφορων αντικειμένων σκέψης, με το ζήτημα της φιλοσοφίας ως τέτοιας. Όλοι αυτοί οι φιλόσοφοι – κάποιος θα μπορούσε να το δείξει αμέσως – υποφέρουν από αυτό που ξέρουν πως απουσιάζει δίχως να γνωρίζουν τι είναι, και ιδιαίτερα αμφισβητώντας πως είναι κάτι αναγνωρίσιμο. Το γεγονός όμως πως είναι λειψή, και πάνω από όλα πως δεν αρκεί να ειπωθεί «είναι λειψή, είναι έτσι» (η διατύπωση του μηδενισμού), είναι αυτό που έχει σημασία.

Δεν αρκεί όμως για την επινόηση μιας νέας φιλοσοφίας. Η καινοτομία, η μεταμόρφωση, η μετάλλαξη ή η επανάσταση ήταν εξαρχής έμφυτη σε αυτό που αποκαλούνταν «φιλοσοφία» (ένας φίλος της γνώσης διάκρισης ή αυθεντίας αλλά όχι επίκτητης ή δεδομένης ικανότητας). Η φιλοσοφία έχει εμπλακεί στο ίδιο της το εγχείρημα με ένα τρόπο που θα μπορούσε να ειπωθεί πως είναι εσκεμμένα άπειρο. Αυτό μπορεί να δειχθεί με ακριβή τρόπο σε κάθε φιλοσοφία.

Αυτό που βαραίνει πάνω μας – και αυτό που οι φιλόσοφοι έχουν αισθανθεί (ας πούμε για ευκολία από τον Hegel και μετά) – είναι να υπερβούμε αυτό το άπειρο δίχως να το καταπνίξουμε με ένα δογματικό χαλινό(είτε είναι μηδενιστικό, είτε κυνικό, είτε μυστηριακό))

VII.

Ήταν αναγκαίο να αναλογιστούμε την τεράστια ασάφεια του φιλοσοφικού εγχειρήματος – που συμπεριλαμβάνει πολιτική, τέχνη, και πίστη – αυτού που έγινε γνωστό ως «η Δύση». Η ασάφεια είναι έμφυτη στον όρο: η Δύση είναι το ηλιοβασίλεμα. Είναι έτσι και επίτευγμα και αγωνία. Η Δύση θα ήταν μια τόσο ισχυρή μηχανή επιτευγμάτων που θα γίνονταν ο φυσιολογικός ιστός ενός πλανητικού, ακόμη και συμπαντικού, οργανισμού. θα γίνονταν εξίσου αγωνία ενός ολόκληρου κόσμου παραδομένου στην ίδια του την καταστροφή. Είναι σαν ολόκληρη η φυσιολογία του πλανητικού οργανισμού εξελίσσεται μόνιμα σε αυτοανοσία που τον εξαντλεί.

Η αποικιοποίηση είναι το έμβλημα αυτής της αυτοανοσίας (δηλαδή, αυτού του αυτοδηλητηριασμού). Προερχόμενη από την εκθετική  ανάπτυξη τόσο της επιθυμίας της οικειοποίησης όλων των δυνατών αγαθών και της θέλησης για γνώση, η αποικιοκρατία διέλυσε τον κόσμο που ισχυρίζονταν πως ένωνε. Ήταν ένα ερώτημα τόσο ανοίγματος του κόσμου στην ίδια του την γνώση όσο και του κλεισίματος  αυτής της γνώσης σε αυτό που θα την ξεπερνούσε (στο δεδομένο που θα την ξεπερνούσε δίχως κάποια προτεραιότητα – αντίθετα ως μια εξωτερικότητα, ως το πλέον προσωπικό εξωτερικό της)

Η βασική διαφορά είναι πως η φιλοσοφία δεν υποδέχεται αλλά αναλαμβάνει και υλοποιεί. Η πραγμάτωση – της λογικής, του είναι, των αρχών και των στόχων – είναι η βασική λέξη της φιλοσοφίας. Για αυτό είναι αναπόσπαστη από την τρομερή τεχνογένεση που έχει γεννήσει ένα νέο Κόσμο. Η δύναμη της απαίτησης για ανακάλυψη και ανάπτυξη έχει γίνει απόλυτα ο τεχνολογικός πολιτισμός.

Όπως είναι καλά γνωστό, η τεχνολογία εμφανίστηκε με τον άνθρωπο, και τα τεράστια επιτεύγματα όλων των πολιτισμών σε όλες τις εποχές της ανθρωπότητας δεν είναι αναγκαίο να αναφερθούν. Αυτό που είναι νέο με την Δύση είναι πως η τεχνολογία αρχίζει να γίνεται ο αυτοσκοπός της. υπήρχε ένα κανονικό κίνητρο – ιερής φύσης – για την κατασκευή  των Πυραμίδων. Ο Πύργος του Άιφελ, από την άλλη, είναι αφιερωμένος αποκλειστικά στην χαλυβουργία της οποίας είναι το προϊόν. Με τον ίδιο τρόπο, όποιοι και αν είναι οι στόχοι που αναφέρονται σήμερα για την βιολογική και την διαστημική έρευνα, η κινητήρια ενέργεια τους εντοπίζεται στην αυτό-εξέλιξη των δυνατοτήτων για ανάλυση, έλεγχο και εφαρμογής των αντίστοιχων προγραμμάτων.

VIII.

Φυσικά κάποιος δεν μπορεί να αρνηθεί τα ασύγκριτα επιτεύγματα της Δυτικής κουλτούρας. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως συνδέονται στενά με την αυτό-πραγμάτωση που ήταν στην καρδιά της φιλοσοφίας (και η πολιτική αλλά και η τέχνη). Πρέπει έτσι να μην αγνοήσουμε το γεγονός που δεν μπορούμε να αποσυνδέσουμε την Δύση από αυτή την ακατανίκητη ανάγκη για αυτό-πραγμάτωση, που είναι ακριβώς αυτό που πνίγει το κόσμο.

Η φιλοσοφία βάδισε αμέσως στο μονοπάτι που ήταν ανοιχτό για αυτή: πως να φτιάξεις ένα κόσμο αν όλες, η κοσμική, η φυσιολογική και η ενεργητική τάξεις υπονομεύονται (και σταδιακά καταστρέφονται). Απάντησε με μια εντυπωσιακή διαδοχή απεικονίσεων του κόσμου (μαθηματικές, μηχανικές, ιστορικές, τονίζοντας τις αντιφάσεις του ή εμβαθύνοντας στην ουσία των πραγμάτων, κλπ.). Αυτές οι απεικονίσεις εξέφρασαν διάφορες στιγμές προόδου στην ιστορία που η φιλοσοφία είχε προσφέρει τον εαυτό της ως την διεργασία πραγμάτωσης της. έτσι, έγινε η εκπλήρωση της γνώσης της ως τεχνοεπιστήμη, η εκπλήρωση του καθήκοντός της ως ανθρωπισμός και η εκπλήρωση της επιθυμίας της ως παγκοσμιοποίηση. Στο σημείο αυτό, δεν είναι πλέον αναγκαίο να δημιουργήσουμε απεικονίσεις του κόσμου: ο κόσμος έχει γίνει η ίδια του η απεικόνιση, είναι τέχνο-ανθρωπο-κοσμική αυτονομία.

Αυτή η αυτονομία πραγματικά υλοποιεί το σκοπό – το στόχο – και την εκπλήρωση της φιλοσοφίας, δηλαδή της Δύσης, δηλαδή της αυτό-πραγμάτωσης (που ταυτόχρονα περνά μέσα από την μιζέρια, κακοτυχία και καταστροφή δισεκατομμυρίων ατόμων, που κάποιος αναρωτιέται αν κάποιος τους αναγνωρίζει ως ανθρώπινα όντα, για να μην μιλήσω για τις οικολογικές καταστροφές που προστίθενται στα βάσανα όλων).

Η πραγμάτωση της φιλοσοφίας – η ίδια γεννημένη από την ανάγκη για αυτονομία σε ένα κόσμο όπου έμοιαζε να μην υπάρχει κάποια άλλη αναφορά σε οτιδήποτε άλλο – είναι η πραγμάτωση του υποβιβασμού του «άλλου» γενικά: του άλλου που δεν μπορεί να ελαχιστοποιηθεί σε όποια ταυτότητα και ακόμη σε οποιαδήποτε ταυτότητα και ακόμη σε οποιαδήποτε σύγκριση. (άλλο δεν συνυπάρχει με το αυτό ενώ το έτερο συνδέεται με το homo).

Τώρα το πραγματικό είναι αναγκαία άλλο. Όπως η πέτρα που κλωτσάω είναι έξω από εμένα, αυτό που αγαπάω είναι έξω από εμένα· το έργο του καλλιτέχνη είναι έξω από εμένα. Αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει τους θεούς όλων των μυθολογιών, είναι πως δεν είναι άνθρωποι. Η φιλοσοφία γνώριζε πάντοτε αυτή την αλλοτροπία του πραγματικού -όταν μιλούσε για το «καλό πέρα από το είναι» (Πλάτωνας) ή για «την άγνωστη ελευθερία» (Kant) ή το «είναι που δεν είναι» (Heidegger).

Αυτή όμως η αλλοτροπία – εκείνη του χταποδιού ή εκείνη του τρελού, εκείνη των πολυμερών ή εκείνη των φυκιών – δεν είναι αντικείμενο γνώσης ή εξουσίας, και είναι αυτό που πάντοτε ξεχνάμε, αν και το αισθανόμαστε συνεχώς.

Στη πράξη, δεν είναι αμνησία: είναι μια αντίφαση εντυπωμένη στην καρδιά της φιλοσοφίας. Καθώς προέρχεται από την αναγκαιότητα του αυτό – «το να γνωρίζω, να είμαι ικανός, να επιθυμώ από μόνος μου» – μπορεί ταυτόχρονα μόνο να αναγνωρίσει και να απωθήσει το άλλο σε σχέση με το οποίο, ωστόσο, το αυτό αναγκαστικά καθορίζει τον εαυτό του. Αυτό είναι που συμβαίνει όταν θέλουμε ένα παιδί να «σκεφτεί το ίδιο»: πως μπορούμε να κατανοήσουμε αυτό το «από μόνο του» δίχως να το διακρίνουμε από το «από άλλους»; Αυτό το ερώτημα, που μοιάζει ασήμαντο, στη πράξη διατρέχει το σύνολο της φιλοσοφίας. Μπορεί να φανεί από το πρόβλημα του αναρχισμού: πως να φτιάξεις έναν αναρχικό δίχως κάποιους κανόνες και υποχρεώσεις.

Η φιλοσοφία είναι ουσιαστικά αναρχική: το σύνθημα του αναρχισμού – «ούτε θεός, ούτε αφέντης» – μπορεί να θεωρηθεί το δόγμα του. Αυτό όμως το «ούτε… ούτε» με τη σειρά του απαιτεί σκέψη για το ίδιο. ποιο είναι το νόημα της ακύρωσης αυτού που με κανένα τρόπο δεν είναι καθορίσιμο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να απορριφθεί ή να επιβεβαιωθεί; Θα μπορούσε να ειπωθεί πως όλη η θεολογική ακολουθία από τη Ριγκβέδα ώς τη Γένεση έχει αφιερώσει ιδιαίτερη προσοχή στην διατήρηση μιας συγκεκριμένης παρουσίας σε αυτό που βρίσκεται κάτω από κάθε μορφή, ύλη ή ύπαρξη – στο ούτε/ούτε. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι πάντοτε ζήτημα δύναμης να μιλήσεις και, μέσω του λόγου, να δημιουργήσεις είναι.

Η φιλοσοφία αντιλαμβάνεται αυτή τη δύναμη όχι ως μια λέξη (ως μια απεύθυνση) αλλά ως τη σύνδεση του αυτού του λόγου, δηλαδή, της αυτάρκειας ουσιαστικά δίχως θεό ή αφέντη. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως η κορύφωση αυτής της αυτάρκειας εντοπίζεται εκεί που ο Hegel, επιβεβαιώνοντας την ανοησία του ρήματος «είμαι» ως ένα επίπεδο (κοπούλα), συμπεραίνει την αυτό-ακύρωση της και έτσι την πιθανότητα μιας πρώτης στιγμής.

Το είναι δεν αποτελεί έτσι ούτε ύπαρξη ούτε τίποτα: σχετίζεται με το ίδιο με την άρνηση του ίδιου. Έτσι είναι το πως η φιλοσοφία του Hegel επιτυγχάνει την αυτοπραγμάτωση. Η φιλοσοφία υποθέτει το ούτε/ούτε αναγνωρίζοντάς το ως αμοιβαία και αυτόματη (αθροιστικά) αυτό-ακύρωση αυτού που τελικά ανοίγει μέσα της και σε αυτό την ίδια την αλλοτροπία ή μη αναλλοίωτη διαστολή του είναι. Αυτό που απομένει σε αυτό το σημείο και πρέπει να παραμείνει άλλο-λογία μπορεί να διατυπωθεί με τα λόγια του Tchouang-Tse: «το καθοριστικό σημείο της συζήτησης βασίζεται σε ένα τρόπο έκφρασης που θα ήταν ταυτόχρονα μη-σιωπή και μη-ομιλία».

IX.

Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί πως προσπαθώ να πασαλείψω κινέζικα στα γερμανικά για να αποκτήσω μια διαμεσολάβηση! Το αντίθετο· οι φράσεις του Hegel και εκείνες του Tchouang-Tse δεν μπορούν να μεταφραστούν η μία στην άλλη. Αυτή η μη-μεταφραστικότητα μεταξύ δυο ούτε/ούτε δεν είναι θέμα γλώσσας. Μπορείς να πας από το ένα στο άλλο επ’ αόριστο.

Αυτό που αντιστέκεται είναι ο αναλλοίωτος χαρακτήρας του άλλο. Το «ούτε/ούτε» πρέπει να αποκλείσει κάθε μορφή διαμεσολάβησης. Ούτε μια Κίνα που θα μπορούσαμε να σκεφτούμε να ανακτηθεί, ούτε μια Δύση που θα μπορούσαμε να σκεφτούμε να εξανατολιστεί, έχει κάποια ουσία καθώς βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο, στερημένοι σε κάθε πλευρά από αλλοτροπία ή, να το θέσουμε με άλλο τρόπο, του αναλλοίωτου, του απροσδιόριστου, του αταύτιστου.

Αυτό που ο Heidegger εννοεί με το «έργο της σκέψης» – τουλάχιστον αυτό που μπορούμε να θεωρήσουμε – είναι αυτό: θα σταθούμε μπροστά στο ασαφές; Ή θα συνεχίσουμε να ικανοποιούμαστε με την φτωχή μας φιλοσοφική μας αυτονομία; Ή, γιατί όχι, να το αντιμετωπίσουμε, καθώς έχουμε προσφέρει την απόδειξη (που κανείς δεν ζήτησε) μιας υπέροχης, μεγαλειώδους και άφθονης ανοησίας;

11 Ιουλίου 2021

Το ίδιο κείμενο είναι διαθέσιμο στο Philosophy World Democracy και στην αρχική γαλλική εκδοχή. Μπορείτε να την δείτε εδώ

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com