Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 16 Νοέ 2021
Ursula K. Le Guin: Το Παιδί και η Σκιά
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 

Βασίζεται σε διάλεξη που δόθηκε στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου στις 11 Νοεμβρίου 1974, στα πλαίσια της Εθνικής Εβδομάδας Παιδικού Βιβλίου. Η Ursula K. Le Guin (1929-2018) ήταν συγγραφέας.



Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Δημοσιεύθηκε την 16 Νοεμβρίου, 2021

 

Μια φορά και ένα καιρό, λέει ο Hans Christian Andersen, ήταν ένας ευγενικός, ντροπαλός, μορφωμένος νέος άνδρας από το βορρά που ήρθε στο νότο για να επισκεφτεί τις ζεστές χώρες, όπου ο ήλιος λάμπει έντονα και όλες οι σκιές είναι πολύ σκοτεινές.

Τώρα στο δρόμο απέναντι από το παράθυρο του νέου άνδρα υπάρχει ένα σπίτι, που κάποιος μπορεί να δει ένα όμορφο κορίτσι στο μπαλκόνι να φροντίζει όμορφα λουλούδια. Ο νέος άνδρας θέλει να πάει και να της μιλήσει, αλλά είναι πολύ ντροπαλός. Μια νύχτα, ενώ το κερί του καίει πίσω του, ρίχνοντας τη σκιά του στο μπαλκόνι απέναντι, «αστειευόμενος» λέει στη σκιά του να πάει, να μπει σε εκείνο το σπίτι. Και το κάνει. μπαίνει στο σπίτι απέναντι στο δρόμο και τον εγκαταλείπει.

Ο νεαρός άνδρας νοιώθει φυσικά έκπληξη, αλλά δεν κάνει κάτι για αυτό. Προφανώς φυτρώνει μια νέα σκιά και γυρίζει σπίτι. Και μεγαλώνει, και είναι και όλο και σοφότερος· αλλά δεν είναι πετυχημένος. Μιλά για ομορφιά και καλοσύνη, αλλά κανείς δεν τον ακούει.

Τότε μια μέρα, όταν πια είναι μεσήλικάς, η σκιά του επιστρέφει – πολύ λεπτή και μάλλον μαυρισμένη, αλλά κομψά ντυμένη. «Πήγες στο σπίτι απέναντι στο δρόμο;» ρωτά πρώτα από όλα ο άνδρας· και η σκιά απαντά, «Ω, ναι, φυσικά». Λέει πως είδε τα πάντα, αλλά απλά καυχιέται. Ο άνδρας ξέρει τι να ρωτήσει. «Ήταν τα δωμάτια σαν τον έναστρο ουρανό όταν κάποιος στέκεται στη κορυφή του βουνού;» ρωτάει, και το μόνο που η σκιά μπορεί να πει είναι, «Ω, ναι, όλα ήταν εκεί». Δεν ξέρει πως να απαντήσει. Δεν έφτασε πιο μακριά παρά από το προθάλαμο, δεν ήταν εξάλλου παρά μια σκιά. «Θα είχα καταστραφεί από τη πλημμύρα του φωτός αν είχα μπει στο δωμάτιο που ζούσε η κόρη», είπε.

Ήταν όμως, καλή στους εκβιασμούς και σε τέτοιες τέχνες· είναι μια δυνατή, αδίστακτη ύπαρξη, και κυριαρχεί πάνω στον άνδρα εντελώς. Ταξιδεύουν, η σκιά σαν αφέντης και ο άνδρας σαν υποτακτικός. Συναντούν μια πριγκίπισσα που υποφέρει «επειδή βλέπει πολύ καθαρά». Βλέπει πως η σκιά δεν έχει σκιά και δεν την εμπιστεύεται, μέχρι που εξηγεί πως ο άνδρας είναι πραγματικά η σκιά του, στην οποία επιτρέπει να κινείται ελεύθερα. Παράξενη συμφωνία, αλλά λογική· η πριγκίπισσα την δέχεται. Όταν εκείνη και η σκιά αρραβωνιάζονται και πρόκειται να παντρευτούν, ο άνδρας επιτέλους επαναστατεί. Προσπαθεί να πει την αλήθεια στην πριγκίπισσα, αλλά η σκιά τον προλαβαίνει, λέγοντας: «Ο κακόμοιρος είναι τρελός, νομίζει πως είναι άνθρωπος και ‘γω η σκιά του!» – «Πόσο θλιβερό», λέει η πριγκίπισσα. Σίγουρα είναι απαραίτητη μια ευθανασία. Και ενώ η σκιά και η πριγκίπισσα παντρεύονται, ο άνδρας εκτελείται.

Αυτή και αν δεν είναι μια απίστευτα σκληρή ιστορία. Μια ιστορία για την τρέλα που τελειώνει με εξευτελισμό και θάνατο.

Είναι μια ιστορία για παιδιά; Ναι είναι. Είναι μια ιστορία για οποιονδήποτε ακούει.

Αν ακούσεις, τι ακούς;

Το σπίτι απέναντι στο δρόμο είναι ο Οίκος της Ομορφιάς, και η κόρη η Μούσα της Ποίησης· η σκιά μας το λέει αυτό ξεκάθαρα. Και πως η πριγκίπισσα που τα βλέπει όλα ξεκάθαρα είναι η ανόθευτη, ψυχρή λογική, είναι αρκετά φανερό. Αλλά ποιοι είναι ο άνδρας και η σκιά του; Αυτό δεν είναι τόσο ξεκάθαρο. Δεν είναι αλληγορικές φιγούρες. Είναι συμβολικές  ή αρχετυπικές φιγούρες, σαν εκείνες σε ένα όνειρο. Η σημασία τους είναι πολλαπλή, ανεξάντλητη. Μπορώ μόνο να κάνω μια νύξη για το ελάχιστο κομμάτι της που μπορώ να δω.

Ο άνδρας είναι όλα όσα είναι πολιτισμένα – μορφωμένος, ευγενικός, ιδεαλιστής, αξιοπρεπής. Η σκιά είναι όλα όσα καταπιέζονται στην διαδικασία του να γίνεις ευγενής, πολιτισμένος ενήλικας. Η σκιά είναι ο ανεσταλμένος εγωισμός του άνδρα, οι ανομολόγητες επιθυμίες του, οι βρισιές που δεν είπε ποτά, οι φόνοι που δεν διέπραξε ποτέ. Η σκιά είναι η σκοτεινή πλευρά της ψυχής του, το απαράδεκτο, το ανομολόγητο.

Αυτό που λέει ο Andersen είναι πως το τέρας του είναι αναπόσπαστο κομμάτι του άνδρα και δεν μπορεί να το αρνηθεί – όχι αν ο άνδρας θέλει να μπει στον Οίκο της Ποίησης.

Το λάθος του άνδρα είναι πως δεν ακολούθησε τη σκιά του. Πάει μπροστά από αυτόν, καθώς εκείνος κάθετε στο παράθυρο του, και την κόβει από αυτόν, λέγοντάς της, «αστειευόμενος», να προχωρήσει δίχως αυτόν. Και το κάνει. μπαίνει στον Οίκο της Ποίησης, την πηγή κάθε δημιουργικότητας – αφήνοντάς τον έξω, στην επιφάνεια της πραγματικότητας. Έτσι, όσο καλός και μορφωμένος και αν είναι, δεν μπορεί να κάνει κανένα καλό, επειδή έχει αποκοπεί από τις ρίζες του. Και η σκιά είναι εξίσου αβοήθητη· δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από το σκοτεινό προθάλαμο προς το φως. Κανένας τους, δίχως τον άλλο, δεν μπορεί να πλησιάσει την αλήθεια.

Όταν η σκιά επιστρέφει στον άνδρα στη μέση ηλικία του, έχει μια δεύτερη ευκαιρία. Αλλά την χάνει και αυτή. Αντιμετωπίζει επιτέλους το σκοτεινό του εαυτό, αλλά αντί να εδραιώσει την ισότητα ή την κυριαρχία του, τον αφήνει να γίνει αφέντης του. Παραδίνεται. Στη πράξη, γίνεται η σκιά της σκιάς, και η μοίρα του έτσι είναι αναπόφευκτη. Η Πριγκίπισσα Λογική είναι σκληρή με το να τον εκτελεί, αλλά είναι όμως δίκαιη.

Μέρος της σκληρότητας του Andersen είναι η σκληρότητα της λογικής – του ψυχολογικού ρεαλισμού, της ριζοσπαστικής ειλικρίνειας, η θέληση να ιδωθούν και να γίνουν δεκτές οι συνέπειες μιας πράξης ή της αδράνειας. Υπάρχει επίσης μια σαδιστική, πεσιμιστική φλέβα στον Andersen που είναι η δική του σκιά· είναι εκεί, είναι κομμάτι του, αλλά όχι το σύνολο του, ούτε και κυριαρχείται από αυτή. Η δύναμη του, η λεπτότητα του, η δημιουργική ευφυΐα του, προέρχονται ακριβώς από την αποδοχή και συνεργασία του της σκοτεινής πλευράς της ψυχής του. Για αυτό ο Andersen ο παραμυθάς είναι ένας από τους μεγάλους ρεαλιστές της λογοτεχνίας.

Τώρα στέκομαι εδώ, σαν την ίδια την πριγκίπισσα, και σας λέω τι σημαίνει η ιστορία της σκιάς για εμένα στα 45. Αλλά τι σήμαινε σε εμένα όταν την διάβασα πρώτη φορά στα 10 ή 11; Τι σημαίνει για τα παιδιά; Την «καταλαβαίνουν»; Είναι «καλή» για αυτά – αυτή η πικρή, περίπλοκη μελέτη μιας ηθικής αποτυχίας;

Δεν ξέρω. Την σιχαινόμουν όταν ήμουν παιδί. Σιχαινόμουν όλες τις ιστορίες του Andersen με δυσάρεστο τέλος. Αυτό δεν με εμπόδισε από το να τις διαβάζω, και να τις διαβάζω. Ή από το να τις θυμάμαι… έτσι ώστε μετά από ένα κενό 30 ετών, όταν σκεφτόμουν αυτή την διάλεξη, μια μικρή φωνή ξαφνικά είπε μέσα στο αριστερό μου αυτί, «Καλύτερα να ξεθάψεις εκείνη την ιστορία του Andersen, ξέρεις, για τη σκιά».

Σε ηλικία 10 ετών σίγουρα δεν θα είχα μιλήσει για λογική και καταπίεση και όλα αυτά. Δεν είχα την κριτική ικανότητα, την αποστασιοποίηση, και σίγουρα ακόμη λιγότερη ικανότητα να διατηρώ τη σκέψη μου από ότι τώρα. Είχα κάπως λιγότερο συνειδητό νου από ότι έχω τώρα. Αλλά είχα το ίδιο, ή περισσότερο, ασυνείδητο νου, και ήμουν μάλλον σε καλύτερη επαφή μαζί του από ότι τώρα. Και ήταν σε αυτό, στα άγνωστα βάθη μέσα μου, που μίλησε η ιστορία· και ήταν τα βάθη που αντέδρασαν σε αυτή και, μη λεκτικά, παράλογα, την κατάλαβαν, και έμαθαν από αυτή.

Οι σπουδαίες φαντασίες, μύθοι, και ιστορίες είναι πραγματικά σαν όνειρα: μιλούν από το ασυνείδητο στο ασυνείδητο, στη γλώσσα του ασυνείδητου – με σύμβολα και αρχέτυπα. Αν και χρησιμοποιούν λέξεις, λειτουργούν με το τρόπου που λειτουργεί η μουσική: βραχυκυκλώνουν την λεκτική εκλογίκευση, και πάνε απευθείας στις σκέψεις που βρίσκονται πολύ βαθιά για να ειπωθούν. Δεν μπορούν να μεταφραστούν απόλυτα στη γλώσσα της λογικής, αλλά μόνο ένας Λογικός Θετικιστής που βρίσκει την 9η Συμφωνία του Beethoven ανούσια, πως για αυτό το λόγο είναι ανούσιες. Είναι βαθιά ουσιαστικές, και χρήσιμες – πρακτικές – με όρους ηθικής· ενόρασης· ανάπτυξης.

Απλουστευμένη στη γλώσσα της ημέρας, η ιστορία του Andersen λέει πως ένας άνδρας που δεν αντιμετωπίζει και δέχεται την σκιά του είναι μια χαμένη ψυχή. Λέει επίσης κάτι συγκεκριμένο για τον ίδιο, για την τέχνη. Λέει πως αν θες να μπεις στον Οίκο της Ποίησης, πρέπει να μπεις με τη σάρκα, το στέρεο, ατελές, άγαρμπο σώμα, που έχει κάλους και ουλές και πόθους και πάθη, το σώμα που ρίχνει σκιά.

Αυτό είναι που μου είπε ένας σημαντικός καλλιτέχνης για τις σκιές. Τώρα με την άδεια σας θα μετακινήσω το κερί μας και θα ρίξω τις σκιές σε άλλη κατεύθυνση, θα ήθελα να συμβουλευτώ ένα σπουδαίο ψυχολόγο πάνω στο ίδιο ζήτημα. Η τέχνη μίλησε, ας ακούσουμε τι έχει να πει η επιστήμη. Καθώς η τέχνη είναι το θέμα, ας είναι ο ψυχολόγος που οι ιδέες του για την τέχνη έχουν την μεγαλύτερη σημασία για τους περισσότερους καλλιτέχνες, ο Carl Gustav Jung.

Η ορολογία του Jung είναι διαβόητη για την δυσκολία της, καθώς άλλαζε νοήματα με το τρόπο που ένα δέντρο που μεγαλώνει αλλάζει φύλα. Θα προσπαθήσω να ορίσω μερικούς από τους όρους με ερασιτεχνικό τρόπο δίχως να τους παρερμηνεύω εντελώς. Πολύ χονδρικά, έτσι, ο Jung έβλεπε το εγώ, αυτό που αποκαλούμε συνήθως ο εαυτός, μόνο ως τμήμα του Εαυτού, το τμήμα για το οποίο έχουμε επίγνωση. Το εγώ «περιστρέφεται γύρω από τον Εαυτό όπως η γη γύρω από τον ήλιο», αναφέρει. Ο Εαυτός είναι υπερβατικός, πολύ μεγαλύτερος από το εγώ· δεν είναι ιδιωτικό κτήμα, αλλά συλλογικό – δηλαδή, τον μοιραζόμαστε με όλα τα άλλα ανθρώπινα όντα, και ίσως και με όλα τα όντα. Μπορεί ίσως να είναι και ο σύνδεσμος μας με αυτό που αποκαλείται Θεός. Αυτό μπορεί να ακούγεται μυστηριακό, και είναι, αλλά είναι και ακριβές και πρακτικό. Αυτό που έλεγε ο Jung είναι πως στο βάθος είμαστε όλοι ίδιοι· έχουμε τις ίδιες γενικότερες τάσεις και σχέδια στη ψυχή μας, όπως όλοι έχουμε το ίδιο τυπικό είδος πνευμόνων και οστών στο σώμα μας. τα ανθρώπινα όντα είναι όλα περίπου ίδια· επίσης σκέφτονται και αισθάνονται το ίδιο. και είναι όλα τμήμα του σύμπαντος.

Το εγώ, η μικρή ιδιωτική ατομική συνείδηση, το ξέρει αυτό, και ξέρει πως δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στην απελπισμένη σιωπή του αυτισμού, πρέπει να ταυτιστεί με κάτι έξω από το ίδιο, πέρα από το ίδιο, μεγαλύτερο από το ίδιο. αν είναι αδύνατο, ή αν δεν του δίνεται κάτι καλύτερο, τότε αυτό που κάνει είναι να ταυτιστεί με τη «συλλογική συνείδηση». Αυτός είναι ο όρος του Jung για ένα είδος ελάχιστου κοινού παρονομαστή όλων των μικρών εγώ που αθροίζονται μαζί, το μαζικό νου, που αποτελείται από τέτοια πράγματα όπως λατρείες, δόγματα, τάσεις, μόδας, κυνήγι θέσης, οπαδισμο, και κάθε ισμό, όλες τις ιδεολογίες, όλες τις κούφιες μορφές επικοινωνίας και «συντροφικότητας» που στερούνται πραγματική επικοινωνία ή πραγματικό νοιάξιμο. Το εγώ, αποδεχόμενο αυτές τις κούφιες μορφές, γίνεται μέλος του «μοναχικού πλήθους». Για να το αποφύγει αυτό, για να αποκτήσει πραγματική κοινότητα, πρέπει να στραφεί προς τα μέσα, μακριά από το πλήθος, στη πηγή: πρέπει να ταυτιστεί με τις δικές του βαθύτερες περιοχές, τις τεράστιες ανεξερεύνητες περιοχές του Εαυτού. Αυτές οι περιοχές της ψυχής ο Jung τις αποκαλεί «συλλογικό ασυνείδητο», και είναι σε αυτές, όπου όλοι συναντιόμαστε, είναι που εντοπίζει την πηγή της πραγματικής κοινότητας· της αισθητής θρησκείας· της τέχνης, της χάεης, της αυθορμητότητας και του έρωτα.

Πως πάει κάποιος εκεί; Πως βρίσκεις την δική σου ιδιωτική είσοδο στο συλλογικό ασυνείδητο;. το πρώτο βήμα λοιπόν είναι συχνά το πιο σημαντικό, και ο Jung λέει πως το πρώτο βήμα είναι κοιτάξουμε πίσω και να ακολουθήσουμε την σκιά μας.

Ο Jung θεωρούσε πως η ψυχή ήταν γεμάτη από μορφές που είναι πολύ πιο ζωηρές από τη βλοσυρή τριάδα του Εκείνου, του Εγώ και του Υπερεγώ του Freud· αξίζει να τις γνωρίσουμε όλες. Αυτή που μας ενδιαφέρει είναι η σκιά..

Η σκιά είναι η άλλη πλευρά της ψυχής μας, ο σκοτεινός αδερφός του συνειδητού νου μας. είναι ο Κάιν, ο Καλιμπάν, το τέρας του Φρανκενστάιν, ο κύριος Χάιντ. Είναι ο Βιργίλιος που συνόδευσε το Δάντη στη κόλαση, ο Εκίντου ο φίλος του Γκιλγκαμές, το Γκόλουμ ο εχθρός του Φρόντο.  Είναι το Ντόπελγκάνγκερ. Είναι ο Γρίζος Αδερφός του Μόγλι· ο λυκάνθρωπος· ο λύκος, η αρκούδα, η τίγρης χιλιάδων παραμυθιών· είναι το ερπετό, ο Εωσφόρος. Η σκιά στέκεται στο κατώφλι ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο νου, και τη συναντάμε στα όνειρα μας, ως αδερφή, αδερφό, φίλο, κτήνος, τέρας, εχθρό, οδηγό. Είναι όλα όσα δεν θέλουμε, δεν μπορούμε, να παραδεχτούμε στον συνειδητό μας εαυτό, όλα τα χαρακτηριστικά και οι τάσεις μέσα μας που έχουν κατασταλεί, αρνηθεί ή δεν έχουν χρησιμοποιηθεί. Περιγράφοντας την ψυχολογία του Jung, η Jolande Jacobi έγραψε πως «η ανάπτυξη της σκιάς είναι παράλληλη με εκείνη του εγώ· χαρακτηριστικά που το εγώ δεν χρειάζεται ή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει παραμερίζονται ή καταπιέζονται, και έτσι παίζουν μικρό ή και κανένα ρόλο στη συνειδητή ζωή του ατόμου. Με τον ίδιο τρόπο, ένα παιδί δεν έχει πραγματική σκιά, αλλά η σκιά του γίνεται πιο έντονη καθώς το εγώ του μεγαλώνει σε σταθερότητα και έκταση. Ο ίδιος ο Jung είπε, «Ο καθένας έχει μια σκιά, και όσο λιγότερο είναι ενσωματωμένη στην συνειδητή ζωή του ατόμου, τόσο πιο μαύρη και έντονη είναι». Όσο λιγότερο την κοιτάς, με άλλα λόγια, τόσο πιο δυνατή γίνεται, μέχρι να γίνει δυνάστης, ένα ανυπόφορο βάρος, μια απειλή μέσα στη ψυχή.

Παραγνωρισμένη από τη συνείδηση, η σκιά προβάλετε προς τα έξω, πάνω στους άλλους. Δεν είναι τίποτα στραβό σε εμένα – είναι αυτοί. Δεν είμαι τέρας, οι άλλοι άνθρωποι είναι τέρατα. Όλοι οι ξένοι είναι κακοί. Όλοι ο κομμουνιστές είναι κακοί. Όλοι οι καπιταλιστές είναι ξένοι. Ήταν η γάτα που με έκανε να την κλωτσήσω μαμά.

Αν το άτομο θέλει να ζήσει σε ένα πραγματικό κόσμο, πρέπει να απομακρύνει τις προβολές του· πρέπει να παραδεχτεί πως το μίσος, το κακό, ζει μέσα του. Αυτό δεν είναι εύκολο. Είναι πολύ δύσκολο να μη μπορείς να κατηγορήσεις κανέναν άλλο. Μπορεί όμως να αξίζει. Ο Jung λέει, «Αν έστω μόνο μάθει να αντιμετωπίζει τη δική του σκιά, έχει κάνει κάτι πραγματικό για το κόσμο. Έχει κατορθώσει να σηκώσει τουλάχιστον ένα απειροελάχιστο κομμάτι των γιγαντιαίων, άλυτων κοινωνικών προβλημάτων της εποχής μας».

Έχει προχωρήσει, επιπλέον, προς την πραγματική κοινότητα, και αυτογνωσία και τη δημιουργικότητα. Γιατί η σκιά στέκεται στο κατώφλι. Μπορούμε να την αφήσουμε να φράξει το δρόμο προς τα δημιουργικά βάθη του ασυνείδητου, ή μπορούμε να την αφήσουμε να μας οδηγήσει σε αυτά. Γιατί η σκιά δεν είναι απλά κακή. Είναι κατώτερη, πρωτόγονη, παράξενη, ζωώδης, παιδική· πανίσχυρη, ζωτική, αυθόρμητη. Δεν είναι αδύναμη και καθωσπρέπει, όπως ο μορφωμένος νεαρός άνδρας από το βορρά· είναι σκοτεινή και επικίνδυνη και απρεπής· αλλά δίχως αυτή, το άτομο είναι τίποτα. Τι είναι ένα σώμα που δεν ρίχνει σκιά; Τίποτα, κάτι άμορφο, δυσδιάστατο, ένας χαρακτήρας γελοιογραφίας. Το πρόσωπο που αρνείται την ίδια του την βαθιά σχέση με το κακό αρνείται την ίδια του την πραγματικότητα. δεν μπορεί να κάνει, ή να φτιάξει· μπορεί μόνο να ξεκάνει, να καταστρέψει.

Ο Jung ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό της ζωής, όταν αυτή η συνειδητή σύγκρουση με μα σκιά που μεγάλωνε για 30 ή 40 χρόνια μπορεί να γίνει επιτακτική – όπως έκανε ο κακόμοιρος άνθρωπος στην ιστορία του Andersen. Όπως λέει ο Jung, το εγώ του παιδιού και η σκιά του είναι και τα δυο τους ακόμη αδιαμόρφωτα· ένα παιδί είναι πιθανό να βρει το εγώ του σε μια πασχαλίτσα, και η σκιά του παραμονεύει τρομακτικά κάτω από το κρεβάτι του. Πιστεύω όμως πως όταν στην προεφηβεία και την εφηβεία προβάλει η συνειδητή έννοια του εαυτού, πολύ συχνά ορμητικά, η σκιά γίνεται σκοτεινιάζει μαζί της. Ο τυπικός έφηβος παύει να προβάλει τόσο χαρούμενα όσο έκανε το μικρό παιδί· συνειδητοποιεί πως δεν μπορείς να ρίχνεις τις ευθύνες για όλα στους κακούς με τα μαύρα στέτσον (ΣτΜ: Stetson, από την εταιρεία που κατασκευάζει ακόμη καπέλα που σχετίζονται με την Άγρια Δύση και τα γουέστερν). Αρχίζει να αναλαμβάνει την ευθύνη για τις πράξεις και τα συναισθήματα του. Και με αυτή συχνά σηκώνει ένα τρομερό βάρος ενοχής. Βλέπει τη σκιά του ως πολύ πιο σκοτεινή, πολύ πιο διαβολική, από ότι είναι. Ο μόνος τρόπος για ένα έφηβο να ξεπεράσει την αυτό-κατηγορία και αυτό-απέχθεια αυτού του σταδίου που τον παραλύουν, είναι να κοιτάξει στα αλήθεια αυτή τη σκιά, να την αντιμετωπίσει, με τις ουλές και τους κυνόδοντες και τα σπυριά και τα νύχια και όλα – να το δεχτεί ως τον ίδιο – ως κομμάτι του εαυτού του. Το ασχημότερο κομμάτι, αλλά όχι το πιο αδύναμο. Γιατί η σκιά είναι ο οδηγός. Ο οδηγός προς τα μέσα και ξανά προς τα έξω· κάτω και πάνω ξανά· όπως είπε και ο Μπίλμπο το Χόμπιτ, εκεί και πίσω ξανά. Ο οδηγός του ταξιδιού προς την αυτογνωσία, στην ενηλικίωση, στο φως.

«Εωσφόρος» σημαίνει εκείνος που φέρνει το φως.

Νομίζω πως ο Jung περιέγραψε, ως επιτακτική ανάγκη και καθήκον του ατόμου, το ταξ΄δι εκείνο που ο μορφωμένος νέος άνδρας του Andersen δεν κατόρθωσε να κάνει.

Νομίζω επίσης πως τα σπουδαιότερα έργα φαντασίας αφορούν αυτό το ταξίδι· και πως η φαντασία είναι το μέσο που είναι πιο ταιριαστό για την περιγραφή αυτού του ταξιδιού, των κινδύνων και των ανταμοιβών του. Τα γεγονότα ενός ταξιδιού στο ασυνείδητο δεν μπορεί να περιγραφεί στη γλώσσα της συνειδητής καθημερινής ζωής: μόνο η συμβολική γλώσσα της βαθύτερης ψυχής τα αποδίδει δίχως να τα υποβαθμίζει.

Επιπλέον το ταξίδι μοιάζει να μην είναι μόνο ψυχικό, αλλά ηθικό. Οι περισσότερες σημαντικές φαντασίες περιέχουν μια δυνατή, έντονη ηθική διαλεκτική, που συχνά εκφράζεται ως πάλη μεταξύ του Σκότους και του Φωτός. Αυτό όμως την κάνει να ακούγεται απλή, και η ηθική του ασυνείδητου – του ονείρου, της φαντασίας, του παραμυθιού – δεν είναι καθόλου απλή. Είναι στα αλήθεια πολύ παράξενη.

Δείτε την ηθική του παραμυθιού, όπου ο ρόλος της σκιάς συχνά παίζεται από ένα ζώο – άλογο, λύκο, αρκούδα, φίδι, κοράκι, ψάρι. Στο άρθρο της, «The Problem of Evil in Fairytales», η Marie Louise von Franz – γιουνγκιανή – τονίζει την πραγματική ιδιαιτερότητα της ηθικής στα παραμύθια. Δεν υπάρχει σωστός τρόπος να δράσεις όταν είσαι ήρωας ή ηρωίδα σε ένα παραμύθι. Δεν υπάρχει κώδικας συμπεριφοράς, δεν υπάρχουν πρότυπα του τι κάνει ένας καλός πρίγκιπας και τι ένα μικρό καλό κορίτσι δεν κάνει. Θέλω να πω, σπρώχνουν συχνά μικρά καλά κορίτσια ηλικιωμένες γυναίκες μέσα στο φούρνο, και να επιβραβεύονται για αυτό; Όχι σε αυτό που αποκαλούμε «πραγματική ζωή», δεν επιβραβεύονται. Στα όνειρα και στα παραμύθια όμως γίνεται. Και το να κρίνουμε την Γκρέτελ με τα πρότυπα της συνειδητής, αρετής της μέρας είναι απόλυτο και γελοίο λάθος.

Στο παραμύθι, αν και δεν υπάρχει «σωστό» και «λάθος», υπάρχει ένας διαφορετικός κανόνας, που ίσως καλύτερα να πούμε «κατάλληλο». Υπό καμιά συνθήκη δεν μπορούμε να πούμε πως είναι ηθικά ενάρετο να σπρώξουμε μια ηλικιωμένη γυναίκα σε ένα φούρνο. Υπό τις συνθήκες, όμως, του παραμυθιού, στη γλώσσα των αρχετύπων, μπορούμε να πούμε πως είναι αυτό που είναι κατάλληλο να γίνει. Επειδή, σε αυτούς τους όρους, η μάγισσα δεν είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα, ούτε και είναι η Γκρέτελ ένα μικρό κορίτσι. Και οι δυο είναι ψυχικοί παράγοντες, στοιχεία της περίπλοκης ψυχής. Η Γκρέτελ είναι η αρχαϊκή παιδική ψυχή, αθώα, ανυπεράσπιστη· η μάγισσα είναι η αρχαϊκή μέγαιρα, η κάτοχος και η καταστροφέας, η μητέρα που σε ταΐζει κουλουράκια και που πρέπει να καταστραφεί πριν σε φάει σαν κουλουράκι, ώστε να μεγαλώσεις και να γίνεις και συ μητέρα. Και ούτω καθεξής. Όλες οι εξηγήσεις είναι αποσπασματικές. Το αρχέτυπο είναι ανεξάντλητο. Και τα παιδιά το καταλαβαίνουν το ίδιο ολοκληρωμένα και σίγουρα όπως και οι ενήλικες – συχνά πληρέστερα, επειδή δεν έχουν μυαλά παραγεμισμένα από τις δίχως σκιά μισο-αλήθειες και τις συμβατικές ηθικές της συλλογικής συνείδησης.

Το κακό, με το τρόπο αυτό στο παραμύθι παρουσιάζεται όχι σαν διαμετρικά αντίθετο από το καλό, αλλά σαν κάτι αδιάσπαστα συνδεδεμένο μαζί του, όπως στο σύμβολο του γιν και του γιανκ. Ούτε είναι μεγαλύτερο από το άλλο, ούτε μπορεί ο ανθρώπινος λόγος και αρετή μπορεί να ξεχωρίσει το ένα από το άλλο και να επιλέξει μεταξύ τους. Ο ήρωας ή η ηρωίδα είναι εκείνος ή εκείνη που βλέπει τι είναι κατάλληλο να γίνει, επειδή εκείνος ή εκείνη βλέπει το όλο που είναι μεγαλύτερο και από το κακό και από το καλό. Ο ηρωισμός τους είναι στη πραγματικότητα η σιγουριά τους. δεν δρουν σύμφωνα με κανόνες· απλά γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν.

Στο λαβύρινθο αυτό που μοιάζει πως κάποιος πρέπει να εμπιστευτεί το τυφλό ένστικτο, υπάρχει, όπως τονίζει η Von Franz, ένας – μόνο ένας – σταθερός κανόνας ή «ηθική»: «Οποιοσδήποτε κερδίζει την ευγνωμοσύνη των ζώων, ή που βοηθούν για οποιονδήποτε λόγο, κερδίζει δίχως εξαιρέσεις. Αυτός είναι ο μόνος απαράβατος κανόνας που κατόρθωσα να βρω».

Το ένστικτό μας, με άλλα λόγια, δεν είναι τυφλό. Το ζώο δεν εκλογικεύει, αλλά βλέπει. Και δρα με σιγουριά· δρα «σωστά», όπως ταιριάζει στη περίσταση. Για αυτό όλα τα ζώα είναι όμορφα. Είναι το ζώο που ξέρει το δρόμο, το δρόμο πίσω στο σπίτι. Είναι το ζώο μέσα μας, το πρωτόγονο, ο σκοτεινός αδερφός, η σκιώδης ψυχή, που είναι ο οδηγός.

Υπάρχει πάντα μια κουήρ νότα ως προς αυτό στα παραμύθια, ένα είδος τελικού μυστικού. Το ζώο που βοηθά, συχνά ένα άλογο ή λύκος, λέει στον ήρωα, «Όταν κάνεις αυτό και εκείνο με τη βοήθεια μου, τότε πρέπει να με σκοτώσεις, να κόψεις το κεφάλι μου». Και ο ήρωας πρέπει να εμπιστευτεί τόσο ολοκληρωτικά που θα είναι πρόθυμος να το κάνει. Το νόημα του είναι προφανώς πως όταν έχεις ακολουθήσει τα ζωώδη ένστικτα αρκετά, πρέπει να θυσιαστούν, έτσι ώστε ο ίδιος ο κανόνας, το άτομο ως σύνολο, μπορεί να προβάλει από το σώμα του ζώου, αναγεννημένο. Αυτή είναι η εξήγηση της Von Franz και μοιάζει αρκετά σωστή· είμαι αρκετά πρόθυμη να έχω οποιαδήποτε εξήγηση για αυτό το παράξενο επεισόδιο σε τόσες πολλές ιστορίες, που πάντοτε μου προκαλούσε έκπληξη. Αμφιβάλω όμως πως αυτό είναι όλο – ή πως κάθε γιουνγκιανός θα προσποιούνταν πως είναι. Ούτε η λογική σκέψη, ούτε η λογική ηθική μπορεί να «εξηγήσει» αυτά τα βαθιά παράδοξα επίπεδα του νου που φαντάζεται. Ακόμη και απλά διαβάζοντας ένα παραμύθι, πρέπει να εγκαταλείψουμε της πεποιθήσεις μας της μέρας και να εμπιστευτούμε την καθοδήγηση μας σε σκοτεινές φιγούρες, σιωπηλά· και όταν επιστρέψουμε, μπορεί να είναι πολύ δύσκολο να περιγράψουμε που ήμασταν.

Σε πολλές ιστορίες φαντασίας του 19ου και του 20ου αιώνα η σύγκρουση μεταξύ καλού και κακού, φωτός και σκοταδιού, περιγράφεται ξεκάθαρα, ως μια μάχη, οι καλοί από την μια και οι κακοί από την άλλη, αστυνόμοι και κλέφτες, χριστιανοί και ειδωλολάτρες, ήρωες και κακούργοι. Σε τέτοιες φαντασίες πιστεύω πως ο συγγραφέας προσπάθησε να αναγκάσει τη λογική να πάει εκεί που δεν μπορεί να πάει η λογική, και έχει εγκαταλείψει το πιστό και τρομακτικό οδηγό που θα έπρεπε να ακολουθήσει, τη σκιά. Αυτές είναι ψεύτικες φαντασίες, είναι εκλογικευμένες φαντασίες. Δεν είναι αυθεντικές. Επιτρέψτε μου, για να δείξω την αυθεντική, που είναι πάντα πιο ενδιαφέρουσα από τη ψεύτικη, να μιλήσω για λίγο για τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών.

Οι κριτικοί ήταν σκληροί με τον Tolkien για την «απλοϊκότητα» του, την διαίρεση των κατοίκων της Μέσης Γης σε καλούς λαούς και σε κακούς λαούς. Και πράγματι το κάνει αυτό, και οι καλοί του άνθρωποι τείνουν να είναι εντελώς καλοί, αν και με αξιαγάπητα ελαττώματα, ενώ τα Ορκ του και οι άλλοι κακούργοι του είναι απόλυτα κακοί. Αυτό όμως είναι μια κριτική της ηθικής της μέρας, με συμβατικά πρότυπα αρετής και ανηθικότητας. Όταν κοιτάς στην ιστορία ως ψυχικό ταξίδι, βλέπεις κάτι πολύ διαφορετικό, και πολύ παράξενο. Βλέπεις μια ομάδα από φωτεινές φιγούρες, και κάθε μια με τη σκοτεινή της σκιά. Εναντίον των Ξωτικών τα Ορκ. Εναντίον του Άραγκορν ο Σκοτεινός Καβαλάρης. Εναντίον του Γκάνταλφ ο Σάρουμαν. Και πάνω από όλα, εναντίον του Φρόντο το Γκόλουμ. Εναντίον του – και μαζί του.

Είναι πραγματικά περίπλοκο, επειδή και οι δυο φιγούρες είναι ήδη διπλές. Ο Σαμ είναι, εν μέρει, η σκιά του Φρόντο, το κατώτερο κομμάτι του. Το Γκόλουμ είναι δυο άνθρωποι και αυτό, με μια πιο άμεση, σχιζοφρενική έννοια· μιλά πάντα στον εαυτό του, ο Ψεύτης που μιλά στο Βρωμιάρη, όπως λέει ο Σαμ. Ο Σαμ καταλαβαίνει πολύ καλά το Γκόλουμ, αν και δεν δε θα το παραδεχτεί και δεν θα δεχτεί το Γκόλουμ, όπως ο Φρόντο αφήνοντας το Γκόλουμ να είναι ο οδηγός τους, να το εμπιστευτεί. Ο Φρόντο και το Γκόλουμ δεν είναι απλά και οι δυο χόμπιτ· είναι το ίδιο πρόσωπο και ο Φρόντο το γνωρίζει. Ο Φρόντο και ο Σαμ είναι η φωτεινή πλευρά, ο Σμίγκολ-Γκόλουμ η σκοτεινή πλευρά. Στο τέλος ο Σαμ και ο Σμίγκολ, οι δευτερεύουσες μορφές, χάνονται, και το μόνο που μένει είναι ο Φρόντο και το Γκόλουμ, στο τέλος μιας μακράς αποστολής. Και είναι ο Φρόντο το καλό που αποτυγχάνει, που την τελευταία στιγμή διεκδικεί το Δαχτυλίδι της Δύναμης για τον εαυτό του· και είναι το Γκόλουμ, το κακό, που ολοκληρώνει την αποστολή, καταστρέφοντας το Δαχτυλίδι και τον εαυτό του μαζί του. Το Δαχτυλίδι, το αρχέτυπο της Ενοποιητικής Λειτουργίας, το δημιουργικό-καταστροφικό, επιστρέφει στο ηφαίστειο, την αιώνια πηγή της δημιουργίας και τη καταστροφή, την αρχέγονη φωτιά. Όταν το δεις έτσι, μπορείς να την αποκαλέσεις μια απλή ιστορία; Πιστεύω ναι, ο Οιδίπους Τύραννος είναι και αυτή μια σχετικά απλή ιστορία. Αλλά όχι απλοϊκή. Είναι το είδος ιστορίας που μπορεί να ειπωθεί μόνο από κάποιον που γύρισε και αντιμετώπισε τη σκιά του και κοίταξε στο σκοτάδι.

Το ότι διατυπώνεται με τη γλώσσα της φαντασίας δεν είναι τυχαίο, ή επειδή ο Tolkien ήταν ονειροπόλος ή επειδή έγραφε για παιδιά. Είναι φαντασία επειδή η φαντασία είναι η φυσική, η κατάλληλη, γλώσσα για την εξιστόρηση του πνευματικού ταξιδιού και του αγώνα του καλού και του κακού στη ψυχή.

Έχει ειπωθεί προηγουμένως – από τον ίδιο τον Tolkien για παράδειγμα – αλλά χρειάζεται επανάληψη. Χρειάζεται πολλή επανάληψη, επειδή υπάρχει ακόμη, στη χώρα αυτή, μια βαθιά πουριτανική δυσπιστία προς τη φαντασία, που εμφανίζεται πολύ συχνά μεταξύ ανθρώπων πραγματικά και σοβαρά ενδιαφερόμενων για την ηθική εκπαίδευση των παιδιών. Για αυτούς η φαντασία είναι ονειροπόλημα. Δεν βλέπουν διαφορά ανάμεσα τους Μπάτμαν και τους Σουπερμαν των εμπορικών εργοστασίων ευχαρίστησης και στα αιώνια αρχέτυπα του συλλογικού ασυνείδητου. Συγχέουν την φαντασία, που με την ψυχολογική έννοια είναι μια καθολική και ουσιαστική ικανότητα του ανθρώπινου νου, με το παιδισμό και την παθολογική παλινδρόμηση. Μοιάζουν να πιστεύουν πως οι σκιές είναι κάτι που απλά μπορούμε να βάλουμε στην άκρη, αρκεί να μπορέσουμε να ανάψουμε πολλές ηλεκτρικές λάμπες. Έτσι βλέπουν το παραλογισμό και τη σκληρότητα και τους παράξενους αμοραλισμούς των παραμυθιών, και λένε: «Αυτό όμως είναι πολύ κακό για τα παιδιά, πρέπει να διδάξουμε τα παιδιά το σωστό από το λάθος, με ρεαλιστικά βιβλία, βιβλία που είναι αληθινά για τη ζωή!»

Συμφωνώ πως τα απιδιά έχουν ανάγκη – και συνήθως θέλουν πάρα πολύ – να διδαχτούν το σωστό από το λάθος. Πιστεύω όμως πως η ρεαλιστική φαντασία για τα παιδιά είναι ένα από τα δυσκολότερα μέσα για να επιτευχθεί. Είναι δύσκολο να μην μπλεχτεί στις επιφανειακότητες της συλλογικής συνείδησης με απλουστευτικό ηθικισμό, στις προβολές διαφόρων τύπων, για να καταλήξεις ξανά με τους καλούς και τους κακούς. Ή καταλήγεις με την υπόθεση με το «ότι υπάρχει λίγο κακό και στους καλύτερούς μας και λίγο καλό στους χειρότερούς μας», μια επικίνδυνη κοινοτοπία του γεγονότος, πως υπάρχει τεράστια δυνατότητα για καλό και για κακό μέσα στο καθένα μας. Ή συγγραφείς ενθαρρύνονται απλά να εκμεταλλευτούν τον αισθησιασμό, να αναστατώσουν το παιδί αναγνώστη δίχως οι ίδιοι να εμπλέκονται πραγματικά στη βία της ιστορίας, κάτι που είναι χυδαίο. Ή έχεις  τα «βιβλία προβλημάτων». Το πρόβλημα των ναρκωτικών, του διαζυγίου, της φυλετικής προκατάληψης, της εγκυμοσύνης εκτός γάμου, και ούτω καθεξής – σαν το κακό να είναι ένα πρόβλημα, κάτι που μπορεί να λυθεί, που έχει απάντηση, σαν ένα πρόβλημα στην αριθμητική της πέμπτης τάξης. Αν θες την απάντηση, απλά κοίτα στο πίσω μέρος του βιβλίου.

Αυτό είναι ονειροπόληση, αυτή η αντιμετώπιση του κακού ως «πρόβλημα», αντί αυτού που είναι: όλος ο πόνος και η αγωνία και η απώλεια και η απόρριψη και η αδικία που θα συναντήσουμε σε όλη μας τη ζωή, και πρέπει να αντιμετωπίσουμε και να αντιμετωπίσουμε ξανά και ξανά και ξανά, και να αποδεχτούμε, και να ζήσουμε μαζί του, ώστε να ζήσουμε πραγματική ανθρώπινη ζωή.

Όμως τι μπορεί να κάνει ο νατουραλιστής συγγραφέας για τα παιδιά; Μπορεί να παρουσιάσει στο παιδί το κακό ως άλυτο πρόβλημα – κάτι που ούτε το παιδί ούτε και κανένας ενήλικας να μπορεί να κάνει κάτι για αυτό; Το να δώσεις στο παιδί μια φωτογραφία από τους θαλάμους αερίων στο Νταχάου, ή από τους λιμούς στην Ινδία, ή τις σκληρότητες ενός ψυχωτικού γονιού, και να πεις, «Λοιπόν, μωρό μου, έτσι είναι τα πράγματα, τι θα κάνεις;» – αυτό σίγουρα είναι κάτι ανήθικο. Αν πεις στο παιδί πως υπάρχει μια «λύση» για αυτά τα τερατώδη γεγονότα, λες ψέματα στο παιδί. Αν επιμείνεις πως δεν υπάρχει το υπερφορτώνεις με ένα φορτίο που δεν είναι ακόμη αρκετά δυνατό να σηκώσει.

Το νεαρό πλάσμα χρειάζεται προστασία και καταφύγιο. Χρειάζεται όμως και την αλήθεια. Και πιστεύω πως μπορείς να μιλήσεις απόλυτα ειλικρινά και πρακτικά σε ένα παιδί τόσο για το καλό και το κακόείναι να μιλήσεις για το ίδιο. τον εαυτό του, τον εσώτερο εαυτό του, το βαθύ, βαθύτερο Εαυτό. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να το αντέξει· και πράγματι, η δουλειά του μεγαλώνοντας είναι να γίνει ο εαυτό του. Δεν μπορεί να το κάνει αυτό αν αισθάνεται πως ο στόχος είναι μάταιος, ούτε αν πιστέψει πως δεν υπάρχει στόχος. Η ανάπτυξη ενός παιδιού θα εμποδιστεί και θα διαστρεβλωθεί αν εξαναγκαστεί σε απόγνωση ή αν ενθαρρυνθεί σε μια ψεύτικη ελπίδα, αν τρομοκρατηθεί ή αν καλομάθει. Αυτό που χρειάζεται για να μεγαλώσει είναι πραγματικότητα, την ολοκλήρωση που ξεπερνά όλες τις αρετές και τα ελαττώματα μας. χρειάζεται γνώση· χρειάζεται αυτογνωσία. Πρέπει να δει τον εαυτό του και τη σκιά που ρίχνει. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να αντιμετωπίσει, την ίδια του τη σκιά· και μπορεί να μάθει να την ελέγχει και να καθοδηγηθεί από αυτή. Έτσι ώστε όταν μεγαλώσει στη δύναμη και την ευθύνη του ως ενήλικας στην κοινωνία, θα έχει μικρότερη προδιάθεση στο να παραδοθεί στην απόγνωση ή στο να αρνηθεί αυτό που βλέπει, όταν πρέπει να αντιμετωπίσει το κακό που γίνεται στο κόσμο, και τις αδικίες και τη θλίψη και το μαρτύριο που πρέπει να κουβαλήσουμε όλοι, και τη τελευταία σκιά στο τέλος όλων.

Η φαντασία είναι η γλώσσα του εσώτερου εαυτού. Δεν θα πω τίποτα περισσότερο για τη φαντασία από το να πω πως προσωπικά την θεωρώ την κατάλληλη γλώσσα με την οποία να λέμε ιστορίες στα παιδιά – και σε άλλους. Αλλά λέω, με κάποια σιγουριά, έχοντας πίσω μου τη στήριξη ενός πολύ σπουδαίου ποιητή που το είπε πολύ πιο τολμηρά. «Το σπουδαιότερο όργανο του ηθικού καλού», είπε ο Shelley, «είναι η φαντασία».
πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου