Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Conatus – Journal of Philosophy 4. Η Erika Silvestri είναι διδακτορική φοιτήτρια με ειδίκευση στην ιστορία της Ναζιστικής Γερμανίας.
Δημοσιεύθηκε την 4 Μαΐου, 2023

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας







Ι. Εισαγωγή

Το 1935 δύο χρόνια μόλις αφότου ο Hitler και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα ανέβηκαν στην εξουσία, το Γραφείο Φυλετικής Πολιτικής χρηματοδότησε την παραγωγή μιας ταινίας μικρού μήκους  που σκηνοθέτησε ο Carl C. Hartmann με τίτλο Das Erbe (Η Κληρονομιά). Με ένα πολύ αποτελεσματικό οπτικό τρόπο, η ταινία δείχνει το μηχανισμό με τον οποίο πραγματοποιείται ο αγώνας για επιβίωση, επιλέγοντας τα πιο δυνατά άτομα διαφορετικών ειδών: «Ακόμη και τα ζώα ακολουθούν μια φυλετική πολιτική», δηλώνει ο νεαρός βοηθός του επιστήμονα, ενώ εξηγεί το νόημα της ταινίας, δείχνοντας το στους συναδέλφους του. Η διήγηση της σύντομης ταινίας ακολουθεί εικόνες προσώπων ατόμων παραμορφωμένων από διάφορες ασθένειες, για να δείξει πως επιτρέποντας  αδύναμα στοιχεία να επιβιώσουν, ο άνθρωπος έχει ενθαρρύνει την αναπαραγωγή της παθολογίας στη κοινωνία. Το έργο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον επειδή αν και δεν είχε σχεδιαστεί για να επιμορφώσει και να προετοιμάσει το λαό για την εξόντωση των «περιττών υπάρξεων» και των «άχρηστων στομάτων», δείχνει πως η φυσική επιλογή περιλαμβάνει, μεταξύ των ζώων,  όχι μόνο την διάκριση και την βία σε βάρος των πιο αδύναμων ατόμων, αλλά και το θάνατο τους. Με το τρόπο αυτό, η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί το σύμβολο της στιγμής της μετάβασης στην οποία η ευγονική θεωρία ενώθηκε με την ολοκληρωτική πολιτική του Εθνικοσοσιαλισμού και προσάρμοσε σε όφελος του τις ιδέες που για δεκαετίες τροφοδοτούσαν το διεθνή διάλογο περί «φυλετικής υγιεινής».

Αυτό που οι Ναζί ονόμασαν Aktion T4 ήταν ένα πρόγραμμα ευθανασίας που επίσημα ξεκίνησε στις 18 Αυγούστου 1939. Η διαδικασίες καταγραφής ατόμων με σωματικές ή πνευματικές αναπηρίες ακολουθήθηκε από αναγκαστικές στειρώσεις και μεταφορά σε κλινικές οργανωμένες να σκοτώσο0υν ανθρώπους που θεωρήθηκαν ανάξιοι ζωής.  Στο Κάουφμπούρεν-Ιρσέ, όπου βρίσκονταν μια από τις κλινικές χρησιμοποιήθηκε για την εφαρμογή του προγράμματος, η τελευταία θανάτωση πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαϊου 1945, τρεις εβδομάδες μετά το τέλος του 2ου ΠΠ.

Εργάστηκα στο ερευνητικό πρόγραμμα «Lebensunwertes Leben: The Memory of Aktion T4 in the Victims’ Families» στο Βερολίνο, μια πόλη που η ιστορική μνήμη είναι κληρονομιά με εύκολα αντιληπτό βάρος. Αν και σχεδόν όλα τα κτίρια έχουν ξαναχτιστεί μετά το βομβαρδισμό και την πτώση του τείχους, υπάρχει μια ξεκάθαρη αίσθηση του να περιβάλλεσαι από τη πρόσφατη ιστορία και πως πίσω από κάθε γωνιά  της πόλης κρύβεται είτε μια μνήμη είτε ένα μνημείο. Αυτές οι διαφορετικές μνήμες δεν φαίνεται να είναι απομονωμένες αλλά σε διάλογο μεταξύ τους, σχεδόν ανταγωνιστικά. Μάχονται, προσπαθούν να κάνουν χώρο στη σκηνή και να ξεχωρίσουν στα μάτια του σημερινού κοινού.

Τι ξέρουν οι Γερμανοί σήμερα για το Πρόγραμμα Τ4; Γιατί το βρίσκουν τόσο δύσκολο να καταλάβουν αυτό το έγκλημα, συγκριτικά με τα άλλα που διαπράχθηκαν από τη Ναζιστική Γερμανία; Γιατί στις δημόσιες γερμανικές βιβλιοθήκες είναι δυνατό να βρεις ολόκληρα δωμάτια αφιερωμένα στο ολοκαύτωμα, αλλά μόνο λίγα ράφια αφιερωμένα στο Πρόγραμμα Τ4;

Το έργο μου δεν έχει την αξίωση να προσφέρει μια οριστική απάντηση ή να προσφέρει δεδομένα που μπορούν να ορίσουν τελικά το ζήτημα, αλλά να δείξει τους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους η μνήμη των πράξεων που οδήγησαν στο «συμπονετικό θάνατο» περίπου 70000 «ζωών ανάξιων να βιωθούν» έχει διατηρηθεί στην ιδιωτική και οικογενειακή διάσταση και πως και με ποια χαρακτηριστικά έχει μεταφερθεί από τη μια γενιά στην επόμενη.

Η ιστορία της οικογένειας του Jörg, την οποία θα συνοψίσω στο δεύτερο μέρος του άρθρου, εκπροσωπεί επαρκώς και όλες τις άλλες ιστορίες που συνέλλεξα. Μπορεί να θεωρηθεί ως ειδικό παράδειγμα των μηχανισμών που δραστηριοποιούνται στη μετάδοση του τραύματος που είναι μέρος της δύσκολης διαδικασίας επεξεργασίας του Εθνικοσοσιαλιστικού παρελθόντος, που αφορά ολόκληρη τη γερμανική κοινωνία από την περίοδο μετά το πόλεμο ως σήμερα. Το αν η θέληση να μπει τέλος στη ζωή κάποιου ή στις ζωές εκείνων που θεωρούνται δίχως ευκαιρία ανάκαμψης έχει ουσία είτε όχι, είναι ένα ζήτημα που έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον από την αρχαιότητα, και η κουβέντα σχετικά με το να νομιμοποιηθούν οι πρακτικές της ευθανασίας συνεχίζεται ακόμη. Εστιάζοντας στη γερμανική κοινωνία για αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα, που ξεκίνησε  πριν από αιώνες, και συγκεκριμένα στη Ναζιστική Γερμανία, δίχως αμφιβολία κάνει αυτό το ζήτημα άξιο ενδιαφέροντος.

ΙΙ. Φιλοσοφικό και Επιστημονικό Πλαίσιο

Στην εναρκτήρια ομιλία του στο Συμπόσιο της Κοινωνιολογικής Εταιρείας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου το Μάιο του 1904, ο Francis Galton χρησιμοποίησε ένα παραμύθι ως μέσο για να ορίσει το εύρος της ευγονικής του θεωρίας:

«Αν φανταζόμασταν πως όλα τα ζώα στο ζωολογικό κήπο είχαν την ικανότητα να σκεφτούν και να μιλήσουν, ζητώντας από ένα σοφό πλάσμα ανάμεσα τους να συγκεντρώσουν τις απόψεις όλων των υπολοίπων για να δημιουργήσουμε ένα σύστημα απόλυτης ηθικής, θα βρισκόμασταν μπροστά από ένα τεράστιο φάσμα πολλών διαφορετικών απόψεων, προερχόμενα από τα διαφορετικά σημεία οπτικής κάθε είδους συγκριτικά με τα άλλα (αρπακτικά, θηράματα, παράσιτα)».

Όλα τα ζώα, κατά την άποψη του Galton ωστόσο, θα συμφωνούσαν στο ότι θα θεωρούσαν πως είναι πιο επιθυμητό να είσαι υγιής από ότι άρρωστος, δυνατός αντί για αδύναμος, καλά αναπτυγμένος αντί για το αντίθετο. Και έτσι συμπεραίνει: «Ο στόχος της ευγονικής είναι να αντιπροσωπεύσει κάθε τάξη ή ομάδα από τα καλύτερα είδη της· να τις αφήσει να δημιουργήσουν το κοινό τους πολιτισμό με το δικό τους τρόπο». Ήταν ο Charles Darwin, ξάδερφος του Galton, που συνδύασε τις έννοιες του «είδους», της «προσαρμογής» και της «εξέλιξης», στη θεωρία του για την εξέλιξη των ειδών και τη φυσική επιλογή.

Ο Darwin είχε παρατηρήσει πως μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους, μπορούσε να δει ομοιότητες για διάφορους παράγοντες, και είχε συμπεράνει πως σε κάθε πληθυσμό μπορούσε να βρει κάποιες διαφορές κληρονομημένες σε διαδοχικές γενιές, αλλά μη προερχόμενες από το άμεσο περιβάλλον. Όπως λέει η θεωρία του, τα είδη εξελίσσονται μακροπρόθεσμα, χάρη στη δράση της φυσικής επιλογής που εμποδίζει τον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των ατόμων, αφήνοντας να επιβιώσουν μόνο τα δείγματα που έχουν κατορθώσει μια καλύτερη προσαρμογή, που για αυτό ζουν και αναπαράγονται καλύτερα.

Τα νέα μέλη του είδους που έχουν εμφανιστεί σε μια γενιά έχουν επιλεγεί από το ίδιο το περιβάλλον. Η εξέλιξη προχωρά τυχαία, σύμφωνα με τον Darwin, καθοδηγείται όμως από τη δράση της φυσικής επιλογής όπως επηρεάζεται από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Στα γραπτά του, δεν υπάρχει πουθενά αναφορά  στην ευγονική, όρος που δεν υπήρχε ακόμη όσο ήταν ζωντανός. Η θεωρία του δεν προέβλεψε ή θεωρητικοποίησε την ανάγκη για οποιαδήποτε παρέμβαση πέρα από την δράση της φυσικής επιλογής και δεν υπήρχε στη θεωρία του οποιαδήποτε ιδέα που θα μπορούσε να ερμηνευτεί με οποιονδήποτε τρόπο φυλετικά. Όπως έγραψε ο ίδιος ο Darwin: «Απέδωσε σε ένα μίγμα άγνοιας και ιδιοτέλειας για τη συνήθη άποψη πως οι διαφορετικές φυλές του ανθρώπου ήταν διαφορετικά είδη. Δεν είναι ο λευκός που έχει εκχυδαΐσει τη φύση του με το να κάνει σκλάβο το Μαύρο συνάνθρωπο του, επιθυμώντας συχνά τον υπολογίζει ως ένα ακόμα ζώο». Ωστόσο ήταν ακριβώς η μελέτη αυτού του έργου που έκανε τον Galton να ιδρύσει τη νέα επιστήμη του «ευ»  – που σημαίνει καλός – και του γένους – που σημαίνει «κληρονομιά»: ευγονική.

Ένα σημείο καμπής στα 1900 ήταν η επανακάλυψη των μελετών του Mendel πάνω στη κληρονομικότητα σύμφωνα με την οποία τα φυσικά χαρακτηριστικά, που υπάρχουν σε μια γενιά, θα είναι αποτέλεσμα της ένωσης των γνωρισμάτων των γονιών τους. Στην περίπτωση αυτή επίσης, ήταν ο Galton που έκανε το επόμενο βήμα, εισάγοντας μια έννοια που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως «προγονική κληρονομιά». Τα χαρακτηριστικά θα γίνονταν κατανοητά ως κληρονομικά, που προκύπτουν όχι μόνο από τη μίξη των χαρακτηριστικών των γονιών, αλλά από εκείνα που μεταβιβάζονται από όλες τις προηγούμενες γενιές.

Θυμόμαστε πως για τον Darwin η δύναμη της επιλογής των χαρακτηριστικών ενός είδους είναι φυσική, για αυτό ορίζεται από μια αργή διαφοροποίηση από την ίδια τη φύση· ένα εξελικτικό νόμο που μέσα από διάφορες παραλλαγές. Προχωρά βήμα-βήμα, τροποποιώντας και αυξάνοντας τη προσαρμογή του είδους σε σχέση με το άμεσο περιβάλλον. Είναι δυνατό, αναρωτήθηκε ο Galton, να παρέμβω στη μεταβίβαση αυτή των κληρονομικών χαρακτηριστικών, ή μπορεί κάποιος να είναι μόνο παθητικός στα χέρια της Φύσης, δίχως τη δύναμη να τροποποιήσουμε αυτό που πήραμε ως δώρο από αυτή; Αν βελτιώσουμε τις συνήθειες μας, θα μπορούσαν έτσι τα παιδιά μας να έχουν καλύτερες συνήθειες που κληρονόμησαν από εμάς; Ο Galton συμπέρανε, «Αυτό που η φύση κάνει τυφλά, αργά και ανελέητα, ο άνθρωπος μπορεί να το κάνει προσχεδιασμένα, γρήγορα και σπλαχνικά».

Σχετικά με το Galton, για να αναλάβει τα ηνία της δράσης της φύσης και να κατορθώσει τη διόρθωση στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, η κοινωνία θα πρέπει να παρέμβει. Όπως έγραψε: «Αν οι ακατάλληλοι γάμοι, από ευγονική σκοπιά, απαγορεύονταν κοινωνικά, ή αντιμετωπίζονταν ακόμη με την παράλογη περιφρόνηση που κάποιοι δείχνουν στους γάμους μεταξύ ξάδερφων, ελάχιστοι θα γίνονταν». Αυτή η δύναμη παρέμβασης δεν είναι μια απλή πιθανότητα, αλλά «είναι καθήκον προς την ανθρωπότητα» και θα πρέπει να ασκείται με τον πιο ευνοϊκό τρόπο για το ανθρώπινο είδος, δημιουργώντας μια κοινωνία  στην οποία τα γνωρίσματα που είναι πιο αναγκαία μπορούν να παράξουν άτομα πιο ικανά να «αρνηθούν εκπροσώπους εγκληματικότητας, και άλλους που θεωρεί ανεπιθύμητους». Από την άποψη αυτή, το άτομο δεν έχει καμιά αξία μοναδικότητας και η ύπαρξη του έχει μοναδικό σκοπό να συνεισφέρει στη πρόοδο του είδους.

Το βιολογικό όραμα του οργανισμού ως σύνολο διαφορετικών οργάνων μεταφράζεται έτσι στη κοινωνική σφαίρα, και προχωρά στο να ορίσει ένα σύστημα-κοινότητα που έχει τη δική του ζωή και αυτό, με τον ερχομό του Ναζισμού, θα πάρει επίσης μια ιερή αξία. Η ιδέα πως το ανθρώπινοι είδος διαιρείτε σε φυλές συνδέεται με την επιστημονική και ιδεολογική εξέλιξη και αποτελούσε συγκεκριμένο πολιτισμικό χαρακτηριστικό για αιώνες, και έγινε η βάση του ισχυρισμού για ανωτερότητα από το δυτικό «λευκό» κόσμο. Η συνάντηση της Ευρώπης με τους μη ευρωπαϊκούς πληθυσμούς προκάλεσε μια σύγκριση βασισμένη κυρίως στη παρατήρηση και περιγραφή των φυσικών χαρακτηριστικών των αυτόχθονων ανθρώπων, και την ακόλουθη πίστη πως αυτά συνδέονταν σε δήθεν αντίστοιχη ψυχολογικό-συμπεριφορικά χαρακτηριστικά.

Καθώς ο κόσμος προσέγγιζε αργά προς τη σύγχρονη εποχή, η έννοια της φυλής άλλαξε και πήρε διαφορετικά νοήματα ανάλογα με την ιστορική φάση. Η φυλή όρισε τα καθησυχαστικά όρια των αποστάσεων που θα διατηρούνταν στη φάση της κατάκτησης των νέων κόσμων. Η φυλή επέτρεψε την εμφάνιση του 9ισχυρισμοπύ της ανωτερότητας σε μια χρονική στιγμή που τα αρχαία συστήματα είχαν καταστραφεί. Η φυλή έθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία της επιστημονικής προόδου, που οδήγησε στη γέννηση της έννοιας του έθνους, και ενσάρκωνε τη διαδικασία στην οποία τα ανθρώπινα όντα κατατάσσονταν και κατηγοριοποιούνταν σύμφωνα με τους βαθμούς κατωτερότητας και ανωτερότητας.

Η έννοια της φυλής βαθμιαία πήρε μια πολιτική-βιολογική χροιά, και μετακινήθηκε από τη πολιτισμική στη φυσική σφαίρα. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν η στιγμή που η ιδέα πως η ανθρωπότητα χωρίζεται σε φυλές επικαλύφθηκε με τη δημιουργία των εθνικών κρατών και τη γένεση των διάφορων εθνικισμών· το βιολογικό συστατικό τοποθετήθηκε δίπλα δίπλα με αυτό που θα αποκαλούσαμε πνευματικό, σύμφωνα με το οποίο κάθε λαός θα ήταν ο φορέας ενός ιδιαίτερου «Geist des Volkes», του πνεύματος που διέσχισε τους αιώνες και κατοικεί σε κάθε άτομο που ανήκει στην εθνική κοινότητα. Αν η πατρίδα είναι, ιδιαίτερα για τους Γερμανούς στοχαστές, η τρόπος με τον οποίο η ιστορία υλοποιεί το θείο σχέδιο, το «Volksgeist» είναι έτσι το εργαλείο που κάνει αυτή την υλοποίηση εφικτή.

Οι θεωρίες που αναπτύχθηκαν από το δαρβινικό στοχασμό, που αναφέρονται ως Κοινωνικός Δαρβινισμός, είναι πολύ μακριά από το έργο του Άγγλου φυσιοδίφη, και παίρνουν διαφορετικές μορφές και νοήματα σε κάθε ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο. Ξεκινώντας από τις αρχές της φυσικής επιλογής και τον αγώνα για επιβίωση, αν και με εντελώς διαφορετικές πολιτικές επιπτώσεις, εφάρμοσαν το αποτέλεσμα στην ανθρώπινη κοινότητα με στοχασμούς απόλυτα απόμακρους από τις ιδέες του Άγγλου φυσιοδίφη. Τα δόγματα αυτά γεννήθηκαν όταν, στον απόηχο της βιομηχανικής ανάπτυξης, οι διαφορές μεταξύ των αστών και του προλεταριάτου έγιναν ακόμη πιο έντονες, η σημασία των φυσικών επιστημών και οι τεχνικές τους εφαρμογές τους αυξήθηκαν και νέες ιδέες πάνω στη δράση του ανθρώπου άρχισαν να διαδίδονται στο κοινωνικό πλαίσιο και την ιστορία.

Στη Γερμανία ήταν ο γιατρός και φυσιοδίφης Ernst  Haeckel που πρώτος διέδωσε τη θεωρία της εξέλιξης και τον αγώνα για επιβίωση, μέσα από τις δικές του μελέτες και θεωρίες. Το έκανε διαστρεβλώνοντας εντελώς τη σκέψη του Darwin και διατύπωσε, με αφετηρία την ανάγνωση του του εξελικτικού νόμου, τον θεμελιώδη βιογενετικό του νόμο, σύμφωνα με τον οποίο η ατομική εξέλιξη των εμβρύων ήταν μια ανακεφαλαίωση της εξελικτικής ανάπτυξης ολόκληρου του είδους: «η οντογένεση συνοψίζει τη φυλογένεση». Η φιλοσοφική του ανάγνωση του συνολικού κόσμου, που ονομάζεται Μονισμός, έφερε όλες τις μορφές της δημιουργίας πίσω σε μια μοναδική ουσία, τόσο υλική όσο και πνευματική ταυτόχρονα, και γρήγορα πήρε τη μορφή θρησκείας όταν δημιούργησε τον Μονιστικό Σύνδεσμο (Monistenbund). Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί πως κατά τη γνώμη του Haeckel, η αυτοκτονία δεν ήταν μια απεχθής πράξη, αλλά αντίθετα εξιλέωση.

Το ζήτημα ήταν ιδιαίτερης σημασίας στη Γερμανία των μέσων του 19ου αιώνα. Τονίζοντας τη διάδοση κληρονομικών νοσημάτων και τον όλο και μεγαλύτερο αριθμό φτωχών ανθρώπων, ο Γερμανός γιατρός σκέφτονταν για τη δυνατότητα να βοηθήσει εκείνους που, άρρωστοι με ανίατη νόσο, θα εξέφραζαν  την επιθυμία να τερματίσουν το μαρτύριο τους και να πεθάνουν. Στη βάση της δημιουργίας της ευγονικής σκέψης και κοινή στα περισσότερα διαφορετικά ρεύματα, ήταν η ιδέα του «εκφυλισμού», που άρχισε να αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία  στην ιστορική στιγμή όπου, μετά την ανάπτυξη της βιομηχανικής κοινωνίας, οι κυβερνώσες τάξεις απέκτησαν επίγνωση των συνθηκών ανέχειας, οικονομικής και υγιεινής, στις οποίες ήταν αναγκασμένες να ζουν οι λαϊκές τάξεις.

Ξανά, η βάση πάνω στην οποία πολλοί θεωρητικοί έχτισαν τη δική τους υπόθεση ήταν το έργο του Darwin, ο οποίος, αν και ξανά δεν είχε άμεση σχέση με τις νεότερες θεωρίες, που διεκπεραίωνε τέλεια το ρόλο της αφετηρίας. Όπως έγραψε ο  J. Howard:

«Το ζήτημα είναι απλά, πότε κερδίζει μια παραλλαγή το χαρακτηρισμό της ως ‘χρήσιμη’ ή ‘επιζήμια’, πότε ένα άτομο κερδίζει το χαρακτηρισμό της ως ‘ικανό’ ή ‘ανίκανο’; Η σωστή απάντηση πρέπει να είναι με την επιλογή. Μιας και το συμπέρασμα του Darwin δεν έκανε αυτό το σημείο απολύτως ξεκάθαρο, ήταν ίσως επειδή είδε πως το όλο επιχείρημα για τη φυσική επιλογή θα έπρεπε να περιλαμβάνει ένα παράδοξο, πως είναι η καταστροφή ατόμων που είναι η συνθήκη για τη προσαρμοστική ή εποικοδομητική αλλαγή. Αν, ωστόσο, ονόμαζε τις παραλλαγές που θα επιλέγονταν ως ‘χρήσιμες’. Τότε το παράδοξο έμοιαζε να εξαφανίζεται. Φυσικά δεν υπάρχει παράδοξο. Ή θα διαφέρουν είτε όχι, εξαιτίας του αγώνα για την ύπαρξη».

Όπως ήταν η ελπίδα του Galton, η θεωρία της ευγονικής διαδόθηκε «στην εθνική συνείδηση, σαν μια νέα θρησκεία», και όταν το Πρώτο Συμπόσιο Ευγονικής πραγματοποιήθηκε το 1912, η επιστημονική κοινότητα είχε ήδη δεχτεί τη νέα θρησκεία του Galton, αναγνωρίζοντας της πλήρη επιστημονική εγκυρότητα.

Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, ο παραλληλισμός μεταξύ επιστήμης και θρησκείας χαρακτήρισε τη διάδοση αυτής της νέας πίστης και διαμόρφωσε το αισθητικό της όραμα. Αν ο άνθρωπος αντικαταστήσει το Θεό και γίνει δημιουργός του εαυτού του, τότε η επιστήμη παίρνει τη μορφή «θρησκευτικού ναού». Με τον ίδιο τρόπο που μια παραδοσιακή θρησκεία, ακόμη και η νέα επιστημονική πίστη που ιδρύθηκε από τον Galton  υποσχέθηκε τέλεια και αιώνια αθανασία, ικανή να ξεπεράσει ακόμη και τη θεολογική υπόσχεση της συνέχισης της ζωής  στο βασίλειο του ουρανού. Η αθανασία που υποσχέθηκε η ευγονική ήταν η δημιουργία τέλειων ατόμων, όπως η αιώνια ζωή, όπως πίστευε η χριστιανική θεολογία, θα εξιλέωνε το πόνο και το μαρτύριο της επίγειας, η ευγονική πίστη υποσχέθηκε να ξεπεράσει τον εκφυλισμό των τωρινών καιρών με την υπόσχεση τον ερχομό ενός υγειούς μέλλοντος. «Η γλώσσα της ευγονικής ήταν, εξαρχής, τοποθετημένη μέσα στο κλίμα της διάδρασης μεταξύ θρησκείας και επιστήμης του ύστερου 19ου αιώνα». Γεννημένη στον αιώνα του επιστημονικού δυναμισμού και σε αντίθεση με το θρησκευτικό δόγμα, το ευγονικό ιδανικό υιοθέτησε το παρουσιαστικό μιας βιολογικής θεολογίας και τόσο η Ευρώπη όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες υποδέχτηκαν αυτή τη νέα θεωρία με ανοιχτή αγκαλιά, εστιάζοντας τη προσοχή τους σε διαφορετικές πτυχές του προβλήματος.

Αυτό που στη Γερμανία ορίστηκε ως «Rassen- und Gesellschafts-Biologie», ήταν η ένωση της νέας επιστήμης του 19ου αιώνα, της ανθρωπολογίας, με τη κοινωνική φιλοσοφία, την ευγονική και μια ιδιαίτερη ανάγνωση των δογμάτων του Darwin, και ως αντικείμενο της είχε τη μελέτη της βελτίωσης της φυλής, υψωμένης στο ρόλο του βασικού πυρήνα κάθε κοινωνικού δόγματος. Ο ιδρυτής αυτής της νέας κοινωνικής επιστήμης ήταν ο γιατρός, βιολόγος και ευγονιστής Alfred  Ploetz. Επινόησε τον όρο «Rassenhygiene» και κατηύθυνε τη προσοχή στα δυο παράλληλα πεδία μελέτης της βελτίωσης της φυλής και της πρόληψης του εκφυλισμού. Η νέα επιστήμη στη πραγματικότητα παρουσιάζονταν ως η ένωση της κοινωνικής επιστήμης και της κληρονομικής βιολογίας, και αντιλαμβάνονταν ολόκληρη τη κοινωνία ως ένα μοναδικό σώμα, που η διατήρηση του είχε προτεραιότητα απέναντι στη ζωή του ατόμου.  Το άτομο δεν είχε κάποια αξία ως τέτοιο, αλλά μόνο σε σχέση με τη κοινότητα. Δίχως την αντίληψη αυτή, θα ήταν δύσκολο να υποθέσουμε τη θέληση να αναθέσουμε στο κράτος την επιλογή των ατόμων που θα κατασταλούν και εκείνων που θα πολλαπλασιαστούν.

Το ζήτημα της εξολόθρευσης του ανεπιθύμητου θα γίνονταν το κεντρικό θέμα της σκέψης των Γερμανών ευγονιστών, και επίσης το καθοδηγητικό νήμα στη κατασκευή της επακόλουθης ολοκληρωτικής ιδεολογίας. Η σύνδεση μεταξύ της συλλογής στατιστικών δεδομένων πάνω στο κρανιακό σχηματισμό και το χρώμα των μαλλιών και των ματιών, από την Γερμανική Ανθρωπολογική Εταιρεία, το 1871 και των «φυλετικών δεδομένων» που έκαναν οι Ναζί δεκαετίες αργότερα, είναι εμφανής. Ακολουθώντας ένα καλά οριοθετημένο μονοπάτι από τις θεωρίες αναρίθμητων ακαδημαϊκών διαφορετικών προελεύσεων, ο Εθνικοσοσιαλισμός έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή κυβέρνηση που έκανε τη φυλετική υγιεινή ζήτημα εθνικής πολιτικής χάρη στη πρώτη δεκαετία σκέψης και ενδιαφέροντος που αφιερώθηκε στη νομιμοποίηση της ευθανασίας.

ΙΙΙ. Η Μνήμη του Προγράμματος Τ4

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Die Belasteten, ο Aly Götz αφηγείται μια περίπτωση που συνέβη το 1983, όταν 192 τεφροδόχοι, που περιείχαν τις στάχτες των θυμάτων του εθνικοσοσιαλιστικού προγράμματος ευθανασίας, βρέθηκαν σε ένα κελάρι μέσα σε ένα νεκροταφείο κοντά στη Κωνστάνζα, οι οποίες δεν είχαν αναζητηθεί ποτέ από τις οικογένειες. Οι τεφροδόχοι τάφηκαν μετά από πάνω από σαράντα χρόνια από το δήμο.

Η ιστορία αυτή μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα για το πως μεγάλος αριθμός ασθενών σκοτώθηκαν μέσα σε μια γενική αδιαφορία, δίχως το ενδιαφέρον κανενός μέλους της οικογένειας τους σχετικά με τη τύχη τους ακόμη και σε μετέπειτα εποχές. Ο Aly Götz μας δείχνει πως ο γραφειοκρατικός μηχανισμός των κλινικών δεν ήταν σε θέση, για ένα ασθενή σε κάθε τέσσερις, να προσδιορίσει ποιοι ήταν οι στενοί συγγενείς και που κατοικούσαν.

Ωστόσο, ακόμη και ανάμεσα στις υπόλοιπες τρείς στις τέσσερις οικογένειες που πληροφορήθηκαν, δεν υπήρξε αναγκαστικά κάποιο ενδιαφέρον. Πολλές ακόμη τεφροδόχοι σίγουρα παρέμειναν στα υπόγεια πολλών γερμανικών νεκροταφείων για δεκαετίες, και ίσως ακόμη και σήμερα, αναπαύονται στο σκοτάδι κάποιων δωματίων. Αν και για τη μεταφορά ανήλικων ήταν πάντοτε υποχρεωτικό να υπάρχει έγγραφη άδεια από την οικογένεια, για τους ενήλικες οι αρχές δεν ήταν υποχρεωμένες να ενημερώσουν τις οικογένειες εκ των προτέρων.

Οι οικογένειες που παρουσίαζαν στους γονείς την πιθανότητα να υποβάλλουν το παιδί τους σε επικίνδυνες θεραπείες συχνά υπερέβαλλαν την πιθανότητα θετικού αποτελέσματος, και για αυτό σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορεί να ειπωθεί πως οι συγγενείς ήταν πράγματι σε θέση τι θα γίνονταν, με τον ίδιο τρόπο που οι οικογένειες ενηλίκων ασθενών, που ενημερώνονταν για τις μεταφορές από τη μια κλινική σε μια άλλη όταν η μεταφορά είχε ήδη γίνει.

Ολόκληρη δομή του αναγκαστικού προγράμματος ευθανασίας είχε χτιστεί έτσι ώστε τίποτα να μη μπορεί να διαρρεύσει προς τα έξω, και κατά συνέπεια με στόχο να γίνει ο χώρος της προσωπικής ευθύνης αστήρικτος, επιτρέποντας (αν αυτό ήταν δυνατό) οι οικογένειες των θυμάτων να μην έρθουν ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο με την αλήθεια. Το «μυστικό» ωστόσο αποκαλύφθηκε με κάποιο τρόπο. Νέα για τις θανατώσεις των ασθενών διαδόθηκαν μεταξύ του πληθυσμού και το καλοκαίρι του 1941 επισήμως η εφαρμογή του προγράμματος διακόπηκε. Συνεχίστηκε ωστόσο, με ένα αποκεντρωμένο τρόπο, μέχρι το τέλος του πολέμου και μετά από αυτό όπως είδαμε. Η ιστορία του Jörg είναι παράδειγμα του πως η μνήμη αυτών των γεγονότων παρέμεινε στην οικογενειακή διάσταση με πολύ πόνο, πολλές δυσκολίες και πολλά ανεπίλυτα συναισθήματα.

Για να μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε τους τραυματικούς μηχανισμούς με τους οποίους οι αναμνήσεις έχουν μεταφερθεί, πρέπει πάντα να έχουμε στο νου πως η αξία που απέδιδε η γερμανική κουλτούρα στην οικογένεια είχε, εκείνη την εποχή, πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά και διαφορές από εκείνα του σήμερα, και όριζε ένα διαφορετικό πλαίσιο ταυτότητας.

Το τραύμα που αναλύθηκε αφορά πράξεις που έγιναν από προηγούμενες γενιές από τον συνεντευξιαζόμενο μου, που δεν είχε γνώση της ιστορίας του θείου του που σκοτώθηκε στο Πρόγραμμα Τ4. Αφού ήρθε αντιμέτωπος αυτό το οικογενειακό μυστικό, προσπάθησε να αναδημιουργήσει για πρώτη φορά τη σειρά των γεγονότων που συνέβησαν στο συγγενή του που δεν γνώριζε.

Ο Jörg γεννήθηκε το 1977, έχει πτυχίο ιστορίας και εργάζεται στο Βερολίνο ως αρχειονόμος. Ο Alois Zähringer, ο θείος του, γεννήθηκε στις 20 Σεπτέμβρη 1921 στο Μπλάιχάιμ της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Στις 9 Αυγούστου 1929, εισήχθηκε στο Καθολικό Ίδρυμα του Αγίου Ιωσήφ στο Χέρτεν, με τη διάγνωση της επιληψίας και της προχωρημένης άνοιας. Παρέμεινε εκεί μέχρι τις 20 Αυγούστου 1940, όταν μεταφέρθηκε στο ψυ6χιατρικό κέντρο στο Εμεντίνγκεν, ένα ενδιάμεσο στάδιο του προγράμματος Τ4. Δεκαοχτώ μέρες μετά την άφιξη του, στις 6 Σεπτεμβρίου 1940, ο Alois μεταφέρθηκε στο Γκράφενεκ, όπου σκοτώθηκε με την άφιξη του.

Ο Jörg δεν είχε καλή σχέση με τους παππούδες του από τη πλευρά του πατέρα του, τους συγγενείς του Alois. Στη διάρκεια της συνέντευξης, τονίζει πως η αδερφή του θύματος, η γιαγιά του, ήταν μια γυναίκα γεμάτη μίσος:

«Η σχέση μου με τους γονείς του πατέρα μου ήταν πάντοτε απόμακρη. Η γιαγιά μου από τη πλευρά του πατέρα μου (η αδερφή του θύματος) ήταν μια γυναίκα γεμάτη μίσος. Αυτή και ο άντρας της (ο παππούς μου) δεν ήταν καλοί, ήταν στριμμένοι άνθρωποι, δεν τους άρεσε να μιλούν για προσωπικά πράγματα, τις ζωές, τα συναισθήματα τους».

Όταν πέθανε η γυναίκα, ο πατέρας του Jörg ονειρεύτηκε πως την άκουγε ακόμα ζωντανή στο φέρετρο, και κάποιον να πηδά πάνω του για να μην την αφήσει να βγει:

«Όταν πέθανε η γιαγιά μου το 1993 ο πατέρας μου αισθάνθηκε ανακούφιση. Ονειρεύτηκε πως η νεκρή μητέρα του θα ήταν στο φέρετρο και θα προσπαθούσε να ξεφύγει επειδή δεν ήταν πραγματικά νεκρή. Στο όνειρο του ο πατέρας μου πήδηξε πάνω στο φέρετρο μέχρι που δεν ακούγονταν παρά ησυχία από μέσα και ήταν σίγουρος πως δεν θα μπορούσε να ξεφύγει».

Ο Jörg ήταν περίεργο παιδί και προσπάθησε, κατά τη παιδική του ηλικία, να ρωτήσει τους παππούδες του για τη ναζιστική περίοδο, θέλοντας να μάθει επίσης, σε αντίθεση με τους συνομήλικους του, αν ο παππούς του είχε διαπράξει εγκλήματα. Το ενδιαφέρον του πατέρα του για την ιστορία και την επικαιρότητα σίγουρα βοήθησαν στο σπάσιμο του ταμπού που υπάρχει σήμερα στη Γερμανία, δημιουργώντας το χώρο για μια διαγενεακή συζήτηση, συχνά αδιανόητη σε άλλες γερμανικές οικογένειες.

Όταν του ζήτησα να μου πει σε ποια περίσταση και από ποιόν είχε μάθει για την ύπαρξη του θείου του, χρησιμοποίησε το ρήμα «ανακαλύπτω». Ήταν μια ανακάλυψη, αν και τυχαία, όταν έπεσε πάνω της όταν ζήτησε βοήθεια από τη γιαγιά του να δημιουργήσει το οικογενειακό του δέντρο.

Από τα λόγια της γυναίκας, έμαθε πως ο Karl Friedrich, ο νεότερος αδερφός της, πέθανε όταν ήταν ακόμη παιδί. Ψάχνοντας για έγγραφα στο ληξιαρχείο, ωστόσο ο Jörg, ανακάλυψε πως ο Karl Friedrich δεν υπήρξε ποτέ: Το πραγματικό όνομα του παιδιού ήταν Alois, και δε φαίνεται να είχε πεθάνει ως παιδί.

«Ανακάλυψα τη μοίρα του θείου μου από σύμπτωση. Όταν ήμουν δώδεκα χρονών ενδιαφέρθηκα για την οικογενειακή ιστορία και έκανα γενεαλογική έρευνα. Στην αρχή ρώτησα τους παππούδες μου για τα αδέρφια τους και τους γονείς και τους παππούδες τους. Ήθελα να φτιάξω το γενεαλογικό μου δέντρο και χρειαζόμουν αυτού του είδους τις πληροφορίες. Η γιαγιά μου μου είπε πως γεννήθηκε στο Μπλάιχαϊμ το 1913, πως είχε αρκετά αδέρφια, τον Oskar, τον Karl Friedrich και την Anna Zäzilia. Ρώτησε για τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου. Δεν τις ήξερε όλες. Ο Karl Friedrich, μου είπε, πως ήταν μικρότερος από εκείνη και πως πέθανε ως μωρό (ή μικρό παιδί). Δεν ήξερε πως είχα γράψει επιστολές στο Ληξιαρχείο στη γενέτειρα της και ζητούσα εκεί τα πιστοποιητικά γέννησης και θανάτου. Μου απάντησαν πως δεν υπήρχε Karl Friedrich Zähringer, η γιαγιά μου πρέπει να μπερδεύτηκε, το όνομά του ήταν Alois, γεννήθηκε το 1921 (έτσι 8 χρόνια νεότερος από τη γιαγιά μου). Επίσης μου είπαν πως δεν πέθανε ως παιδί, αλλά στο πιστοποιητικό γέννησης του υπάρχει μια σημείωση σχετικά με το θάνατο του. Μπορούσαν να διαβάσω μόνο ‘1940’ και ένα μέρος σαν ‘Γκράφενρουκ’, ‘Γκραφενεκ’, αλλά δεν ήξερα που ήταν».

Καχύποπτος, ο Jörg ζήτησε εξηγήσεις από τη γιαγιά του, που έμοιαζε να θυμάται τότε άλλες λεπτομέρειες: ίσως ο μικρός της αδερφός να ήταν άρρωστος, ίσως έζησε σε ένα νοσοκομείο.

«Ρώτησα τη γιαγιά μου και έμοιαζε να είναι ξαφνιασμένη για αυτό που ανακάλυψα. Το μόνο που παραδέχτηκε ήταν, πως ήταν κατά κάποιο τρόπο άρρωστος και είχε μερικές φορές ‘κρίσεις’ και πως έζησε σε ένα νοσοκομείο. Δεν μπόρεσα να πάρω περισσότερες λεπτομέρειες. Μόνο ένα χρόνο αργότερα το Νοέμβριο του 1990 διάβασα σε μια τοπική εφημερίδα ένα άρθρο, πως στο Γράφενεκ θα δημιουργούνταν ένα μνημείο για τα θύματα των Ναζί που είχαν δολοφονηθεί εκεί επειδή ήταν ανάπηρα. Τότε μόνο άρχισα να καταλαβαίνω και συνέχισα με την έρευνα μου. Αν και ο πατέρας μου ήταν καθηγητής ιστορίας και ε0πίσης ενδιαφέρονταν για τη ναζιστική εποχή δεν είχε ακούσει ποτέ πριν για το Γκράφενεκ. Ήξερε, πως ανάπηρα άτομα δολοφονούνταν αλλά δεν γνώριζε κάτι συγκεκριμένο για αυτό».

Με τη παράξενη συμπεριφορά της γιαγιάς του να έχει εξάψει την περιέργεια του και αποφασισμένος να ρίξει λίγο φως, ο Jörg πήρε την απόφαση να κάνει έρευνα. Η αρχική αποτυχία τον αποθάρρυνε για μερικά χρόνια, αλλά δεν έχασε όλο το ενδιαφέρον του, μέχρι που αποφάσισε να γραφτεί στη σχολή ιστορίας στο Βερολίνο.

«Όταν ήμουν 12, έμαθα για την ύπαρξη του Alois και μόνο ένα χρόνο αργότερα, κατάλαβα γιατί πέθανε στο Γκράφενεκ, αφού τυχαία διάβασα ένα άρθρο σε μια εφημερίδα για το μνημείο στο Γκράφενεκ. Επικοινώνησα με το ‘samariterheim’ στο Γκραφενεκ και ζήτησα περισσότερες πληροφορίες. Μου είπαν πως τα έγγραφα καταστράφηκαν από τους Ναζί το 2ο ΠΠ και πως δεν μπορούσαν να δώσουν περισσότερες πληροφορίες. Πρότειναν μια μικρή μονογραφία σχετικά με το Γκράφενεκ και την αγόρασα, και νόμιζα πως αυτό θα ήταν το τέλος της έρευνας μου, επειδή όπως είπαν οι Ναζί είχαν καταστρέψει όλο το υπόλοιπο υλικό. Έχασα το ενδιαφέρον μου. Το 1996, τελείωσα το Γυμνάσιο, συνέχισα την πολιτική μου δουλειά με τη γενεαλογική μου έρευνα και ξαφνικά βρήκα ένα σημαντικό έγγραφο: στο αρχείο ταφών ανακάλυψα μια εγγραφή, που έλεγε πως ο Alois είχε ταφεί στη γενέτειρα του το Μπλάιχαϊμ, με πληροφορίες πως έζησε προηγουμένως στο Ίδυμα του Αγίου Ιωσήφ στο Χέρτεν. Έτσι είχα ένα νέο ίχνος. Επικοινώνησα με το Χέρτεν, και μου είπαν από πότε ως πότε έζησε στο Χέρτεν. Και μου είπαν πως μεταφέρθηκε στις 20 Αυγούστου στο Εμεντίνγκεν, πριν απελαθεί στο Γκράφενεκ. Έτσι, επικοινώνησα με το ψυχιατρείο στο Εμεντίνγκεν και επίσης είχαν ακόμη ένα έγγραφο για αυτόν – και επίσης το Γκράφενεκ, πολλές φορές – επειδή ήθελα να δω αυτά τα μέρη με τα μάτια μου. Έκανα ένα βήμα και επικοινώνησα την μόνη ετεροθαλή αδερφή της γιαγιά μου που ήταν ζωντανή ακόμη την Margarete».

Ήταν η Margarete που του αποκάλυψε επίσης μια σημαντική λεπτομέρεια: ο Alois είχε γεννηθεί μάλλον υγιής και η ασθένεια μπορεί να προκλήθηκε από μια πτώση ενώ τον κρατούσε στην αγκαλιά της η γιαγιά του Jörg.

«Μου είπε πως ο Alois ήταν υγιής όταν γεννήθηκε, πως η γιαγιά μου όταν τον πρόσεχε δεν ήταν αρκετά προσεκτική και έπεσε στο πάτωμα και από εκείνη τη μέρα ήταν ανάπηρος. Δεν ξέρω αν η ιστορία είναι αληθινή, μπορεί επίσης να ήταν ακόμη ένα παραμύθι στην οικογένεια μου, για να κρατηθεί η οικογένεια «καθαρή» δεν ήταν γενετικό νόσημα, ήταν απλά ένα ατύχημα. Μόνο τώρα ανακάλυψα στο Χέρτεν πληροφορίες για τη διάγνωση του και μια περιγραφή της ασθένειας του: Angeborener  Schwachsinn (κληρονομική ηλιθιότητα) mit Epilepsie (επιληψία) und Seelenstörung (ψυχική διαταραχή)».

Η Margarete κράτησε μια φωτογραφία που εμφανίζονταν επίσης ο Alois. Το παιδί όμως είναι ξέχωρα, μακριά από την υπόλοιπη οικογένεια, είναι σχεδόν αδύνατο να τον εντοπίσεις. Το σημαντικότερο, δεν υπάρχουν άλλες φωτογραφίες του στο οικογενειακό αρχείο. Ο Jörg περιγράφει την ανακάλυψη του οικογενειακού αρχείο ως κάτι εντυπωσιακό:

«Στην αρχή ήμουν πιο ενθουσιασμένος που βρήκα ένα οικογενειακό μυστικό ως παιδί 12/13 ετών. Όταν πήγα στο Βερολίνο και σπούδασα ιστορία έστρεψα αμέσως τη προσοχή μου στη ναζιστική περίοδο και το Ολοκαύτωμα. Για εμένα ήταν πολύ ξεκάθαρο από την αρχή πως δεν θα μπορούσα να αντιμετωπίσω τα εγκλήματα των Ναζί με ακαδημαϊκό τρόπο αν αγνοώ τι συνέβη στην ίδια μου την οικογένεια. Όλο και περισσότερο αισθανόμουν την υποχρέωση προς τον Alois να τον θυμάμαι. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω για αυτόν. Οι Ναζί τον δολοφόνησαν, η οικογένεια μου συνεργάστηκε με το τρόπο που ξεχάστηκε. Έπρεπε να συνεχίσω την έρευνα για να τον επαναφέρω στη μνήμη, πίσω στην οικογένεια μου, πίσω στη ζωή. Έχω την επίγνωση πως αυτό είναι δυνατό μόνο με συμβολικό τρόπο, επειδή δολοφονήθηκε και παραμένει νεκρός. Αλλά αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω για αυτόν».

Όλοι από όσους πήρα συνέντευξη εξέφρασαν, αν και με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικές στιγμές, μια αδάμαστη επιθυμία να σπάσουν το ταμπού της σιωπής σχετικά με τον εθνικοσοσιαλισμό, προσπαθώντας όποτε ήταν δυνατό να ρωτήσουν τους παππούδες και μεγαλύτερους συγγενείς τους σχετικά με τις αναμνήσεις τους από τη περίοδο του πολέμου. Η επιμονή αυτή μοιάζει να είναι η εκδήλωση μιας έντονης διαγενεακής έντασης και αυτό είναι ακόμη πιο εμφανές αναλογιζόμενοι πως στη Γερμανία, από τη μεταπολεμική περίοδο ως σήμερα, ο διαγενεακός διάλογος μεταξύ παππούδων και εγγονιών ήταν σχεδόν ανύπαρκτος, στο βαθμό του να γίνεται αισθητό σημείο κοινωνικής διακοπής.

Όταν ρώτησα Γερμανούς γνωστούς μου σχετικά με το γιατί είναι ακόμη τόσο δύσκολο να μιλήσουν για το ναζισμό στον οικογενειακό κύκλο, μου είπαν πως «δεν ίσχυε», «δεν είναι δείγμα καλής εκπαίδευσης», «δεν έχει κανείς το δικαίωμα να βάλει ηλικιωμένους ανθρώπους στη θέση να δικαιολογηθούν, δίχως να γνωρίζουμε τι θα κάναμε στη θέση τους», και «το να μιλάμε για αυτό στην οικογένεια θεωρείται ταμπού». Τότε γιατί ήταν ο Jörg ο πρώτος που έσπασε το οικογενειακό ταμπού, αναγκάζοντας την υπόλοιπη οικογένεια να αντιμετωπίσει το δικό της βαρύ παρελθόν;

Κατά τη γνώμη μου ήταν ακριβώς η σύνδεση αυτών των ιστοριών με το Πρόγραμμα Τ4 που επέτρεψε στις τελευταίες γενιές να σπάσουν τη βαριά σιωπή που υπάρχει στην γερμανική κοινωνία. Ανακάλυψαν πως ήταν εξαιρέσεις – και το ανακάλυψαν καθώς βρέθηκαν μπροστά από ένα οικογενειακό μυστικό – επειδή είχαν ένα άμεσο δεσμό με το κόσμο των θυμάτων, δεν συνδέονταν μόνο με εκείνο των δήμιων, όπως οι υπόλοιποι Γερμανοί.

Αν και με διαφορετικούς τρόπους, όλοι είπαν πως αισθάνονταν κάτι στις οικογένειες τους που ήταν ανείπωτο και άλυτο, σα να υπήρχε ένα είδος φροϋδικής διεργασίας, ικανή να δημιουργήσει περίπλοκες αισθήσεις, προερχόμενη από ένα γεγονός του παρελθόντος που ούτε ήξεραν αλλά ούτε μπορούσαν να εξηγήσουν, και ωστόσο το αισθάνονταν ξεκάθαρα. Το να βρεθεί μπροστά σε αυτό το «μυστικό-μη-μυστικό», για το οποίο η οικογένεια δεν θέλει να μιλήσει, αλλά μοιάζει να έχει διασπείρει στοιχεία για να τονίσει την ύπαρξη του, είναι η νεότερη γενιά, εκείνη των εγγονιών ή των δισέγγονων των θυμάτων. Ενδυναμωμένη από τη χρονική απόσταση από τα τραγικά γεγονότα, είχαν τη δύναμη να θέλουν να καταλάβουν αυτό που αποσιωπούνταν. Κρυμμένοι σε μια βαριά σιωπή, οι πιο στενοί συγγενείς των θυμάτων έχουν αντίθετα προσπαθήσει, με το χρόνο, να ξεχάσουν τη μοίρα των αγαπημένων τους.

Καμιά οικογενειακή μονάδα δεν έμεινε αλώβητη από την επιθυμία των νεότερων να ανακατασκευάσουν την ιστορία των θυμάτων. Οι σχέσεις μεταξύ των μελών του ίδιου πυρήνα έχουν αλλάξει, για το καλύτερο ή το χειρότερο. Εκείνοι που συνδέθηκαν με ένα ορισμένο τρόπο, τώρα αισθάνονται ακόμη πιο ενωμένοι· εκείνοι που είχαν μια δύσκολη σχέση τώρα είναι ακόμη πιο απόμακρη σχέση. Το γεγονός πως αυτές τις αλλαγές έχουν συμβεί είναι πολύπλοκες για να εξηγηθούν. Οι παράγοντες που εμπλέκονται είναι πολλαπλοί και στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους, σε βαθμό που δημιουργείται ένα πυκνό δίκτυο πόνου και σιωπής, παρόμοια και διαφορετικά ταυτόχρονα σε κάθε οικογενειακή μονάδα.

Στο βιβλίο Die Unfähigkeit zu trauern: Grundlagen kollektiven Verhaltens, οι ψυχαναλυτές  Alexander και Margarete Mitscherlich εξηγούν πως χιλιάδες Γερμανοί πολίτες που υπήρξαν ενθουσιώδεις υποστηρικτές του Hitler, ανέπτυξαν ψυχολογικές άμυνες μετά το πόλεμο για να αντιμετωπίσουν την ενοχή, την ντροπή και τις τύψεις. Ανάμεσα σε αυτές τις άμυνες, η πιο σημαντική ήταν η αποσύνδεση της συνείδησης, η οποία επέτρεπε να ξεπεραστεί η κρίση δίχως πραγματική επίγνωση της.

Το «Trauern», το πένθος, είναι απαραίτητο, μας λένε οι Mitscherlich, για μια υγιή ψυχική εξέλιξη. Για την Γερμανία, δεν ήταν δυνατό. Δεν υπήρχε χρόνος, δεν γινόταν, και ο δικαιολογημένος θρήνος δεν ήταν μπορούσε να υπάρξει στα μάτια του κόσμου για ένα λαό που είχε διαπράξει τόσο απεχθή εγκλήματα, που επαναπροσδιόρισαν τα «εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας».

IV. Συμπεράσματα

Μιλώντας στους Γερμανούς σχετικά με το πρόγραμμα ευθανασίας στη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ είναι ακόμη πολύ δύσκολο. Αυτό γίνεται επειδή συνδέεται με μια πολύ προβληματική σχέση που πολλοί άνθρωποι έχουν με την έννοια του «τέλους της ζωής», όπως και μια αίσθηση ενοχής που δημιουργήθηκε από την επίγνωση του εγκλήματος που διαπράχθηκε. Γιατί όμως η συζήτηση ακόμη θεωρείται ακόμη μια από τις πιο δύσκολες για να αντιμετωπιστεί;

Η θανάτωση των ανάπηρων και των ψυχικά ασθενών, (μεταξύ των οποίων πολλοί ήταν καταθλιπτικοί και παρεξηγημένοι) είναι το έγκλημα που πάνω από όλα, κατά τη γνώμη μου, κατόρθωσε να χωθεί στην ιδιωτική σφαίρα των πολιτών της Ναζιστικής Γερμανίας, σπάζοντας την συναισθηματική ισορροπία και οικογενειακές δυναμικές στο όνομα του καθαρισμού της «Αρίας φυλής».

Αν είναι αλήθεια πως ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, τότε είναι ακριβώς συναισθήματα που τον φέρνουν πιο κοντά ή τον απομακρύνουν πιο πολύ από τα άλλα ανθρώπινα όντα που τον ορίζουν.

Όπως είναι εμφανές από την ιστορία της οικογένειας του Jörg, και άλλες ιστορίες που έχω συγκεντρώσει στη διάρκεια της ερευνάς μου, ποτέ δεν ήταν ένας εξωτερικός εχθρός που θα μπορούσε να υποδειχθεί από ασφαλή απόσταση, ένας εχθρός σε σχέση με τον οποίο κάποιος θα μπορούσε να είναι απαθής, αλλά πατεράδες και μητέρες, γιοί και κόρες, θυσιάστηκαν από μια επιθυμία πολύ πιο ισχυρή από κάθε δεσμό αίματος.

Αυτή είναι ίσως η πιο τρομακτική όψη του Προγράμματος Τ4, εκείνη που αντικατοπτρίζει την ικανότητα μας να μισούμε, στο όνομα οποιασδήποτε πίστης, ακόμη και ένα κομμάτι του εαυτού μας.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com