Λίστα αντικειμένων
του Ανδρέα Κοσιάρη
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συνέντευξης με αυτό που στα ελληνικά θα χαρακτηρίζαμε «στημένες ερωτήσεις» (softball questions, αγγλιστί), εκτυλίχθηκε το πρωί της Δευτέρας 15 Μαΐου στην εκπομπή των Δημήτρη Οικονόμου και Άκη Παυλόπουλου στον τηλεοπτικό ΣΚΑΪ.
Στο βιβλίο του Άρη Χατζηστεφάνου,«Προπαγάνδα και Παραπληροφόρηση», εκθέτονται μεταξύ άλλων και οι τεχνικές παραπλάνησης του κοινού κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων. Οι ερωτήσεις των δύο παρουσιαστών του ΣΚΑΪ στην υποψήφια της ΝΔ (και αδελφή του πρωθυπουργού) Ντόρα Μπακογιάννη, μπορούν να ενταχθούν σε σχεδόν σε κάθε μία από αυτές τις τεχνικές.
Οι δημοσιογράφοι, αφού παρουσιάσουν τους τρεις παριστάμενους (Ντ. Μπακογιάννη, Ν. Βούτσης, Μ. Αποστολάκη), ξεκινούν τις ερωτήσεις τους με λίγη βοήθεια από μια ατάκα της Μπακογιάννη κατά τη διάρκεια των παρουσιάσεων πως «φέρνει μήνυμα νίκης».
«Λοιπόν, φέρνετε μήνυμα νίκης, λέτε κυρία Μπακογιάννη;», ξεκινά ο Δημήτρης Οικονόμου. Θα παρατηρήσετε ότι βρισκόμαστε πλέον στο σημείο της συνέντευξης, έχουμε περάσει τις φιλοφρονήσεις, όπως αναδεικνύει και αυτό το «λοιπόν» με το οποίο ξεκινά ο δημοσιογράφος. Όμως η «ερώτηση» ουσιαστικά δεν αποτελεί καν ερώτηση — είναι μια πάσα για τοποθέτηση της πολιτικού, και μάλιστα στους όρους που η ίδια έθεσε.
Όταν η Μπακογιάννη απαντά εν συντομία «Φέρνω μήνυμα νίκης. Κι εγώ σαν τον Ερντογάν από τις πλατείες», ο παρουσιαστής της ξανασερβίρει ακριβώς την ίδια πάσα με άλλα λόγια: «Α, έχετε άλλο μήνυμα από κάτω, από τον κόσμο; Μήνυμα νίκης, ε;». Θα προσέξετε ότι δεν υπάρχει καμία διάθεση αμφισβήτησης ή έστω κάποια ουσία στην ίδια την ερώτηση. Αποτελεί απλώς μια ευκαιρία για επιβεβαίωση των «διαθέσεων» τις οποίες εξέφρασε η ίδια η κυβερνητική υποψήφια. Η ερώτηση είναι μάλιστα τόσο συγκαταβατική που και η ίδια η Μπακογιάννη δεν έχει πολλά να πει ως απάντηση — «Μήνυμα νίκης, ναι, τρομερά αισιόδοξο».
Ο Δημήτρης Οικονόμου όμως δεν πτοείται: «Ακούσαμε τον πρωθυπουργό χθες να κόβει κάθε γέφυρα με τον οποιονδήποτε, κυρία Μπακογιάννη, και μας έκανε εντύπωση. Γιατί δεν ήταν έτσι στην αρχή της προεκλογικής περιόδου. Αισθανόμασταν ότι υπάρχει ενδεχομένως μια επαφή με το ΠΑΣΟΚ, με τον κύριο Ανδρουλάκη, ίσως θα μπορούσε να γίνει κάτι αν τα νούμερα ήταν έτσι τέλος πάντων, μια συμμαχία, μια συνεργασία, ίσως κι απ’την πρώτη κάλπη. Αυτό έχει τελειώσει πια, έχετε στρατηγική αυτοδυναμίας».
Και πάλι, η «ερώτηση» του δημοσιογράφου δεν είναι επί της ουσίας ερώτηση. Είναι ταυτόχρονα μία τοποθέτηση του δημοσιογράφου, που «φυτεύει» πληροφορίες χρήσιμες για την υποψήφια της ΝΔ όπως τα περί της υποτιθέμενης πρότερης διαφορετικής διάθεσης του πρωθυπουργού, αλλά και μία στημένη πάσα για να τοποθετηθεί η Μπακογιάννη για τη «στρατηγική αυτοδυναμίας». Θα προσέξετε πως ο παρουσιαστής δεν μπαίνει καν στον κόπο να τοποθετήσει ένα ερωτηματικό στο τέλος της «ερώτησής» του. Απλά επιβεβαιώνει καταφατικά το επικοινωνιακό μήνυμα της ΝΔ και προσκαλεί την υποψήφια να το κάνει κι αυτή.
Κατά τη διάρκεια της απάντησης της υποψηφίου, οι δημοσιογράφοι επιδίδονται σε καταφατικά νεύματα, μουγκρητά και το, τόσο αγαπημένο της ελληνικής δημοσιογραφίας «μάλιστα». Ο Άκης Παυλόπουλος παρεμβαίνει ελάχιστα για μία αποσαφήνιση την οποία δέχεται κι αυτή άκριτα, όσο η Μπακογιάννη εκθέτει γιατί δεν υπάρχει προοπτική συνεργασίας της ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ.
«Επομένως το βράδυ των εκλογών, τη Δευτέρα εσείς δεν παίρνετε εντολή, λέτε πάμε για τις επόμενες εκλογές, για την αυτοδυναμία», συνεχίζει ο Δ. Οικονόμου σε άλλη μία «μη ερώτηση». Εδώ προσφέρει ξανά μια επιβεβαίωση του μηνύματος της ΝΔ για «αυτοδυναμία», αλλά και την πάσα στην Ντ. Μπακογιάννη να πει το απόλυτα προφανές: «Θα την πάρουμε, θα εξετάσουμε τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας, αλλά κατά πάσα πιθανότητα αυτή η εντολή θα είναι ατελέσφορη».
Έπειτα ο Άκης Παυλόπουλος κλείνει τη συζήτηση με «Μία ερώτηση ακόμη. Όταν πάει η εντολή στον κύριο Ανδρουλάκη, αν ο κύριος Ανδρουλάκης σας καλέσει να συνομιλήσετε, θα συνομιλήσετε; Ή θα πείτε ότι, ξέρεις κάτι, εμείς δεν έχουμε κάτι να πούμε πια, έχεις στρίψει το κόμμα σου προς τον ΣΥΡΙΖΑ, άρα δεν υπάρχει κοινός τόπος, δεν υπάρχει νόημα;». Η Ντ. Μπακογιάννη προχωρά σε μία ανάπτυξη των λόγων για τους οποίους θα νικήσει η Νέα Δημοκρατία, χωρίς κανείς να τη διακόπτει ή να αμφισβητεί όσα λέει.
Οι οξυδερκείς αναγνώστες θα πρόσεξαν πως οι δύο δημοσιογράφοι, έχοντας απέναντί τους μια κυβερνητική βουλεύτρια και συγγενή του πρωθυπουργού, αναλώνονται σε ερωτήσεις γύρω από ένα και μόνο θέμα: τις μετεκλογικές διαθέσεις του κόμματος της ΝΔ. Δεν υπάρχει καμία ερώτηση για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης, για τα σκάνδαλα, για το πρόγραμμα του κόμματος, για κάποιο φλέγον πολιτικό ή κοινωνικό ζήτημα. Υπάρχει μόνο η νίκη της ΝΔ και το τι θα κάνει μετά τις εκλογές.
Η συνέντευξη δεν είναι απλά φιλική, χωρίς καμία απολύτως διάθεση για «κόντρα», χωρίς το παραμικρό ψεγάδι αμφισβήτησης. Είναι κυριολεκτικά συμμαχική — οι δημοσιογράφοι επιβεβαιώνουν ξανά και ξανά το επικοινωνιακό μήνυμα του κυβερνητικού κόμματος, ενώ παράλληλα χαρίζουν στην υποψήφια πάσες ώστε να το «σφυρηλατήσει».
Αξίζει να σημειωθεί πως οι δύο δημοσιογράφοι έχουν εντελώς διαφορετική στάση στις ερωτήσεις τους προς τους άλλους παριστάμενους στο πάνελ, τον Νίκο Βούτση εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ και τη Μιλένα Αποστολάκη εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ. Κι εδώ, δεν αποτελεί η συζήτηση υπόδειγμα δημοσιογραφίας, όμως τουλάχιστον στις διαθέσεις τους οι δύο παρουσιαστές είναι συγκριτικά «αγριεμένοι».
Διακόπτουν τους υποψήφιους, αμφισβητούν τα λεγόμενα τους και επιχειρούν να μετατοπίσουν τη συζήτηση μακριά από αυτό που οι υποψήφιοι θέλουν να πουν. Συμπτωματικά (ή και όχι) τη μετατοπίζουν προς τα εκεί που επιθυμεί η κυβέρνηση της ΝΔ. Για παράδειγμα: «Ζητάει κάτι συγκεκριμένο ο Μητσοτάκης, το ζήτησε από το ντιμπέιτ, να πάτε να κοστολογήσετε τα προγράμματά σας. Αυτό, είναι κάτι έντιμο θα έλεγε κανείς. Γιατί δεν το κάνετε;», λέει στον Ν. Βούτση ο Δ. Οικονόμου, ενώ γνωρίζει πολύ καλά πως οι κοστολογήσεις των προεκλογικών προγραμμάτων των κομμάτων είναι επί της ουσίας πλασματικές. Όμως το μήνυμα «πού θα βρείτε τα λεφτά;» είναι ένα διαχρονικά επιτυχημένο επικοινωνιακό μήνυμα, στο οποίο συμφέρει την κυβέρνηση να στραφεί η συζήτηση. Και οι δύο παρουσιαστές επιμένουν σε αυτή την κατεύθυνση, οικειοποιούμενοι την κυβερνητική θέση.
Κι αφού εκνευρίσουν και τους δύο έτερους υποψήφιους με τη στάση τους, οι δύο δημοσιογράφοι του ΣΚΑΪ στρε΄φονται στο τέλος εκ νέου στη Ντ. Μπακογιάννη προσφέροντα΄ς της χρονικά τη μερίδα του λέοντος της «δευτερολογίας». Και πάλι όμως, αρνούνται πεισματικά να της κάνουν ερωτήσεις: «Να απαντήσετε σε αυτό [που είπε η κυρία Αποστολάκη] και να απαντήσετε και στον κύριο Βρούτση [sic] για τα οικονομικά κυρία… Ότι όλο αυτό για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι μία προπαγάνδα που σας βοηθάει να ξεφύγετε από άλλα», λέει στη Ντ. Μπακογιάννη ο Ά. Παυλόπουλος.
Εδώ ξανά έχουμε όχι μία ερώτηση, αλλά μία πρόσκληση για τοποθέτηση. Μάλιστα, τα ερωτηματικά ψήγματα του λόγου του Παυλόπουλου αφορούν ερωτήματα που έθεσαν οι άλλοι υποψήφιοι, όχι κάποιο ερώτημα του δημοσιογράφου. Ακόμα χειρότερα, ο Παυλόπουλος αναπλαισιώνει το ερώτημα του Ν. Βούτση και πάλι στα μέτρα της ΝΔ, επιτρέποντας στην Ντ. Μπακογιάννη να προσπεράσει με ένα απαξιωτικό «Καλά».
Αυτή η περίπου εικοσάλεπτη σκηνή, δεν είναι μοναδική. Είναι όμως ενδεικτική ενός φαινομένου που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά στα πλατό των ελληνικών καναλιών, με τους δημοσιογράφους να μοιάζουν ανήμποροι για έστω την τυπική αμφισβήτηση όταν βρίσκονται απέναντι σε στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Και όχι μόνο να μην απευθύνουν επί της ουσίας ερωτήσεις, αλλά να οργανώνουν τη δομή του λόγου τους ώστε να υπερθεματίσουν το επικοινωνιακό μήνυμα που η κυβέρνηση επιθυμεί να προωθήσει.
Μικρά, αλλά σημαντικά στοιχεία της ελληνικής ελευθερίας του Τύπου στη θέση 107 της παγκόσμια κατάταξης.
πηγη: https://info-war.gr