Φέτος στα Λύκεια, πέρα από όλα τα άλλα, ζήσαμε και ένα νέο φαινόμενο: εκτός από τα παιδιά της Γ τάξης, τις τελευταίες μέρες σταμάτησαν να έρχονται στο σχολείο και τα παιδιά της Α και της Β. Δεν ήταν δύσκολο να το συμπεράνει κανείς, αλλά το είπαν και μόνα τους: "Πάμε στο φροντιστήριο, να λύσουμε θέματα της Τράπεζας [Θεμάτων]".

Με δυο λόγια, η παράνοια που τόσα χρόνια επικρατεί στους υποψήφιους των Πανελληνίων επεκτείνεται πλέον σε όλο το Λύκειο. Είναι άραγε υπερήφανοι οι συντελεστές αυτού του "επιτεύγματος"; Και εννοώ φυσικά τους εμπνευστές της καθιέρωσης σκληρών εξετάσεων, όχι μόνο σε όλες τις τάξεις του Λυκείου αλλά και στις υπόλοιπες βαθμίδες εκπαίδευσης.

Εάν έχουμε ως κοινωνία αποδεχτεί τον παραλογισμό των Πανελληνίων και τις συνακόλουθες στρεβλώσεις που επιφέρουν στο εκπαιδευτικό σύστημα, αυτό οφείλεται στο ότι:

  1. Είναι μια από τις ελάχιστες (τείνει να καταλήξει η μοναδική...) αδιάβλητες διαδικασίες σε μια χώρα που βυθίζεται στη διαφθορά και την ευνοιοκρατία.
  2. Πρόκειται για έναν διαγωνισμό και όχι για εξέταση, γεγονός που μοιραία δημιουργεί κίνητρο απόκτησης πλεονεκτήματος άρα εντατικότερης προετοιμασίας κ.ο.κ.
  3. Είναι μια διαδικασία από την οποία έχει περάσει σχεδόν το σύνολο του προσωπικού αυξημένων προσόντων στη χώρα μας, επομένως την έχει κατά κάποιο τρόπο εσωτερικεύσει, όσο και να αναγνωρίζει το στρεβλό χαρακτήρα της.

Όμως οι Πανελλήνιες εξακολουθούν να είναι ένας διαγωνισμός (και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε...) Γιατί τα αποκρουστικά χαρακτηριστικά τους να επεκταθούν σε διαδικασίες προαγωγής, σε όλες τις βαθμίδες και ηλικίες;

Η αναμενόμενη απάντηση των οπαδών της εντατικοποίησης, είναι "Τα παιδιά τρέχουν στα φροντιστήρια γιατί το δημόσιο σχολείο και οι εκπαιδευτικοί του είναι ανεπαρκείς". Αυτή είναι μια δολίως απλουστευτική προσέγγιση, καθώς:

 
  1. Το τι είναι "επαρκές" και τι όχι, συναρτάται με τους στόχους που κάθε φορά θέτουμε. Το αυτοκίνητό σας είναι απολύτως επαρκές για κάποιες διαδρομές αλλά ανεπαρκές για κάποιες άλλες. Αλλάζοντας τους στόχους, μπορούν να καταστήσουμε "ανεπαρκή" οποιονδήποτε άνθρωπο και θεσμό.
  2. Η εφαρμογή της Τράπεζας Θεμάτων δεν εξετάζει γνώση και κατανόηση (όσο ασαφείς και αν είναι αυτοί οι όροι...) αλλά συγκεκριμένες ΤΕΧΝΙΚΕΣ επίλυσης προβλημάτων. Αυτό, πέρα από το ότι κακώς συγχέεται με την κατανόηση και την κριτική σκέψη, αντίκειται ρητά στους στόχους του Αναλυτικού Προγράμματος και τις οδηγίες διδασκαλίας που έχουν λάβει οι εκπαιδευτικοί από το ΙΕΠ για την Φυσική της Α Λυκείου. Επομένως, το να λες κάποιον "ανεπαρκή" σε μια τέτοια περίπτωση σημαίνει ότι α) του λες εμμέσως να παραβλέψει τις οδηγίες που έλαβε και β) απαξιώνεις τον θεσμό που υπηρετεί.

Σε Δημοτικά και Γυμνάσια έχουμε αντίστοιχα τις εξετάσεις «τύπου PISA» (προσέξτε, δεν είναι καν PISA, είναι όπως λέμε «τυρί τύπου Έμενταλ» αλλά είναι από τις Κουκουβάουνες…) ενώ την ίδια στιγμή τα αντίστοιχα συστήματα αξιολόγησης εκπαιδευτικού συστήματος δέχονται διεθνώς σφοδρή κριτική.  Στην πραγματικότητα, όλος αυτός ο καταιγισμός εξετάσεων αποβλέπει στην κατάταξη των σχολείων και των παιδιών σε κατηγορίες, που όπως ξέρουμε από τη διεθνή εμπειρία σημαίνει κακής ποιότητας εκπαίδευση για τον πολύ κόσμο.  Απλά, οι εξετάσεις παράγουν αποτελέσματα που εκφράζονται με αριθμούς, γεγονός που δημιουργεί την ψευδή αίσθηση της «αντικειμενικότητας», όπως εάν π.χ. χωριζόμασταν σε κατηγορίες ανάλογα με το τι νούμερο παπούτσι φοράμε…

Σε κάθε περίπτωση, το να υποχρεώνουμε παιδιά και εκπαιδευτικούς, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, να αφιερώνουν τις δυνάμεις τους στην εκμάθηση τυποποιημένων διαδικασιών (συνταγών, αν θέλετε) και όχι στην κατανόηση/διδασκαλία των γνωστικών αντικειμένων, είναι απολύτως αντιπαραγωγικό, ψυχοφθόρο και οικονομικά εξαντλητικό για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.

πηγη: https://tvxs.gr