Δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Anarchy 38. Ο Alan Sillitoe (1928-2010) ήταν συγγραφέας.
Δημοσιεύθηκε την 22 Μαΐου, 2022

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

 

Κάποτε γνώρισα έναν Αμερικάνο συγγραφέα στη Μαγιόρκα που, συνοδεία ενός μπουκαλιού τζιν και ενός πιάτου με πικάντικα σαλιγκάρια, καπνίζοντας ένα πούρο των δυο πεσετών, ακουμπώντας με ικανοποίηση στη καρέκλα του αφού τελείωνε τη δουλειά του απόγευμα και θα έλεγε: «Ααα! Αναρωτιέμαι τι να κάνουν σήμερα οι φτωχοί;». δεν προσπάθησα να του πως, καθώς ήμουν φτωχός ο ίδιος. Γενικά, δεν ήθελε να ξέρει στα αλήθεια, γιατί έκανε πλάκα, και γιατί υπήρξε και ο ίδιος φτωχός.

Στην Αγγλία υπάρχουν μισό εκατομμύριο άνθρωποι εκτός εργασίας, και δέκα φορές περισσότεροι που ζουν σε πραγματική φτώχια, κάτι που θα μπορούσα να αποκαλέσω κάτω από τη γραμμή της τηλεόρασης, όπως και κάτω από την ουρά για το συσσίτιο. Το χάσμα μεταξύ των πολύ φτωχών και των κανονικών πλούσιων είναι το μεγαλύτερο που υπήρξε. Οι ενήλικες αυτών πέντε με έξι εκατομμυρίων ανθρώπων αποτελούν τμήμα εκείνου του 23% που δεν κάνει ποτέ το κόπο να ψηφίσει σε γενικές εκλογές.

Το να ψηφίσουν δεν θα αλλάξει ποτέ την δυστυχία τους. Θα πάρει πολύ. Θέλουν να βγουν από αυτή τώρα, αυτό το λεπτό, αυτή τη βδομάδα το αργότερο. Όταν ζεις μέρα με την μέρα, πως να πιστέψεις οποιοδήποτε που λέει πως θα αλλάξει τα πράγματα σε μερικά χρόνια; Τα χρόνια μπροστά είναι μια άδεια έρημος, δίχως ορόσημα οποιουδήποτε είδους, πέρα από την φαντασία. Οι φτωχοί ζουν στο παρόν.

Οι φτωχοί στερούνται ευελιξίας. Δίχως χρήματα γεννιέσαι και πεθαίνεις στο ίδιο σημείο. Το να ταξιδέψεις παρουσιάζει δυσκολίες που σπάνια ξεπερνιούνται. Είσαι δεμένος από το πόδι, και δεν μπορείς να απομακρυνθείς πέρα από μια ορισμένη απόσταση από τις ρίζες της φτώχιας σου. Το πλεονέκτημα του είναι πως μαθαίνεις το γύρω του μέρους που κοιμάσαι, και εκεί ίσως να υπάρχει μια ευκαιρία να ζεις από τη γη.

Ο κόσμος σου γίνεται μικρός, έντονος και πραγματικός. Οι αισθήσεις σου οξύνονται αλλά, παραδόξως, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα μια αύξηση στην ευφυΐα, ή στην ικανότητα για δράση. Η ευφυΐα συχνά περιορίζεται από την μάχη για τάξη και φαγητό. Ένας σχεδόν κρετίνος, που συγκεντρώνει ενέργεια για να επιβιώσει, μπορεί να δείξει μια ικανή εικόνα στον πλούσιο, που φαντάζεται πως πρέπει να είναι πονηρός για να επιβιώνει καν με τόσα λίγα.

Οι πολύ φτωχοί είναι πολύ απασχολημένοι με την επιβίωση για να θέλουν να προχωρήσουν. Το να προχωρήσουν είναι κάτι που στο οποίο πετιούνται, τους δίνεται από την κουλτούρα κάτω από την οποία ζουν. Είναι ανήμποροι να το εκμεταλλευτούν, γιατί το να φτάσουν μέχρι την επόμενη εβδομάδα φορώντας ρούχα, φαγητό ακόμη στο τραπέζι, και αρκετή ζωή στον εγκέφαλο σου για να αντιμετωπίσεις ακόμη μια βδομάδα είναι το περισσότερο που μπορούν να κάνουν.

Οι πλούσιοι, ή κανονικά εύποροι, δεν μπορούν αν φανταστούν τι κατόρθωμα είναι αυτό το γεγονός. Οι πλούσιοι μπορεί να τους κατηγορήσουν για ανικανότητα, για έλλειψη οικονομίας (χαρακτηριστικά που οι πλούσιοι δεν τολμούν να μην έχουν αν θέλουν να μείνουν εκεί που είναι), όμως η μεγαλύτερη αρετή των φτωχών είναι πως έχουν μάθει πως να επιβιώνουν δίχως να ενοχλούν τους πλούσιους.

Πέρα από τα φυσικά ελαττώματα που βρίσκονται σε ανθρώπους κάθε τάξης, είναι εκεί που είναι εξαιτίας της έλλειψης ευκαιριών να αναπτύξουν την ευφυΐα τους ή ικανότητες. Η ζωή τους διατηρείται με την υπομονή, επιμονή, σκεπτικισμό και περηφάνια. Η ποιότητα της επιβίωσης είναι εκείνοι που οι εύποροι έχουν ξεχάσει να πως να χρησιμοποιούν επειδή δεν την χρειάζονται πλέον: το να κρατάς αυτό που ήδη έχεις απαιτεί μια διαφορετική νοητική διεργασία.

Οι ταινίες στη τηλεόραση, ή στο σινεμά, δίνουν παραδείγματα ανθρώπων που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, περνούν την προσωπική πάλη, είναι ψυχαγωγικοί για την ιστορία, αλλά είναι πιστευτοί μόνο ως το παραμύθι που αποτελούν. Δηλαδή, πως δεν είναι σαν εμάς. Και με ένα τρόπο έχουν δίκιο. Οι φτωχοί όχι μόνο ξέρουν τη θέση τους (όσο και εξοργιστικό και αν μοιάζει σε κάποιους) αλλά και θα συνεχίσουν να την ξέρουν μέχρι να βγουν από αυτή με τα δικούς τους όρους.

Οι φτωχοί ζουν σε απομόνωση, απρόσιτοι από την ιδιωτική καλοσύνη, ευγένεια της ψυχής, ή την καλή συμβουλή. Η φτώχια είναι ασθένεια, το ίδιο ανίατη με το καρκίνο, ανίατη επειδή οι πόροι του κράτους δεν έχουν φτιαχτεί για να κάνουν σπουδαίες χειρουργικές επεμβάσεις.

Πως μπορεί να ορίσει κανείς ένα φτωχό άτομο; Όταν είχα μερικά χρήματα στη τσέπη μου περπατούσα στην Οδό Χόλαντ και είδα ένα γκριζογένη άνδρα κουρελή να στέκεται ακουμπισμένος σε ένα τοίχο. Η βροχή έπεφτε. Του πρόσφερα κάποια χρήματα, αλλά με έδιωξε θυμωμένα. Έπρεπε να ξέρω καλύτερα. Ο φτωχός είτε κερδίζει χρήματα, τα ζητά, ή τα παίρνει. Έχουν ένα τρόπο να συντηρούν την αυτοεκτίμηση τους μέσα σε αυτούς του τρόπους να παίρνουν αυτό που έχουν ανάγκη.

Υπάρχουν βαθμίδες στο να είσαι φτωχός. Η πιο κοινή είναι εκείνη του άνδρα που κερδίζει δώδεκα λίρες την εβδομάδα και έχει δυο παιδιά. Αν ζει στο Λονδίνο μπορεί να δίνει τέσσερις λίρες την εβδομάδα για ένα δωμάτιο, και η γυναίκα του δεν μπορεί να δουλέψει επειδή τα παιδιά δεν μπορούν να μείνουν μόνα τους. Αυτό συνήθως δεν θεωρείται φτώχια. Σε ένα τέτοιο δωμάτιο μπορεί να βρεις ένα ραδιόφωνο ή μια τηλεόραση. Ο άνδρας θα καπνίζει τσιγάρα, πάει στο κινηματογράφο που και που, πίνει ίσως μια μπύρα – όλα σε μικρό βαθμό, όταν εξασφαλιστεί το φαγητό, μερικές φορές όταν δεν έχει.

Ο Orwell θύμωνε με τη δίαιτα των φτωχών, στο Δρόμο προς την Αποβάθρα του Γουίγκαν. Θα το έκανε ξανά αν ήταν ζωντανός. Τα απλά υγιεινά πράγματα δεν είναι για αυτούς. Καταψυγμένο αυτό και επεξεργασμένο εκείνο, κονσερβοποιημένες αηδίες, φρατζόλες κομμένου, τυλιγμένου, ψημένου στον ατμό χυλού, μαργαρίνη και μαρμελάδα από γογγύλια, τσάι, σφολιάτες φτιαγμένες με γράσο και ζαχαρίνη, κρέας σα ξεφτισμένο σκοινί – είναι αυτά που κρατούν τους ανθρώπους χλωμούς και απεγνωσμένους, και τόσο δυνατούς όσο χρειάζεται για να δουλέψουν, ή αρκετά δυνατούς για να μη το κάνουν. Τα μητρικά-γλυκά και η μητρική-κρέμα (όπως διαφημίζονται στη τηλεόραση) τους κρατούν  κοντά στον ομφάλιο λώρου του «βαθιά ικανοποιητικού».

Αν μια οικογένεια δεν σπαταλήσει λίγα από τα χρήματά της κάθε βδομάδα σε τσιγάρα και κινηματογράφο μπορεί να διαλυθεί πιο γρήγορα από ότι αν το κάνει. Το ηθικό τους τσακίζει, και καταλήγουν στο φτωχοκομείο ή στο τρελάδικο. Αυτό είναι ο λόγος για την δήθεν ανικανότητα των φτωχών: μια βόλτα στο κινηματογράφο είναι συχνά καλύτερη από ένα ζεστό γεύμα.

Μια φτωχή οικογένεια δεν μπορεί πάντα βρει ένα δωμάτιο για να ζήσει. Μπορούν να τρομοκρατηθούν και να διωχτούν από κάποιον που θέλει μια άδεια ιδιοκτησία σε μια περιοχή που γίνεται της μόδας. Μερικές φορές το μάτι μου πέφτει σε μια διαφήμιση στην εφημερίδα για ένα σπίτι προς πώληση, και η συνοδευτική φράση «κενή ιδιοκτησία αν το επιθυμείτε» με κάνει να σκέφτομαι τους διακόσιους αστυνομικούς και κλητήρες που πετούσαν έξω μια οικογένεια στο Σεντ Στήβενς Γκάρντεν στις τέσσερις και μισή το πρωί μετά από πολιορκία δέκα ημερών. Ένα φτωχό άτομο δεν μπορεί αν είναι ποτέ σίγουρο, από τη μια βδομάδα στην άλλη, που θα ζει. Έχει κινητικότητα εντός τειχών. Το να πάει πέρα από το τείχος, στον αχανή κόσμο, χρειάζεται εισιτήριο εισόδου. Αυτό σημαίνει χρήματα, και το ξέρει. Οι φτωχοί ζουν σε ένα φαύλο κύκλο, δουλεύουν σκληρά, και πληρώνουν τόσα κάθε βδομάδα για να ζήσουν – ένα αιώνιο λαχείο με δόσεις για να κερδίσουν το μεγαλύτερο έπαθλο όλων στο τέλος εξήντα ή εβδομήντα ετών: κηδεία σε ένα όμορφο φέρετρο.

Έτσι υπάρχουν διαφορετικά είδη φτώχιας. Πρώτη είναι η ατελείωτη μορφή, που καταρρέει στο θάνατο, μια φτώχια στην οποία γεννιέσαι, και από την οποία δεν μπορείς ποτέ να ξεφύγεις. Μετά υπάρχει η φτώχια του νέου, ας πούμε, εκείνου που θα γίνει συγγραφέας ή ζωγράφος: φτώχια από επιλογή. Αυτή μπορεί να είναι τρομερή και ταπεινωτική αλλά, ότι και αν λέει, είναι μικρότερο κακό από την ανέχεια. Είναι ένα στάδιο προς κάτι άλλο. Έχει ικανοποιήσεις.

Υπάρχει η φτώχια του ανθρώπου που έχει γνωρίσει καλύτερες μέρες, όπως λένε. Είναι αρκετά άσχημη, αλλά ξέρει πως αυτή δεν είναι η μόνη κατάσταση ζωής. Ξέρει επίσης πως υπάρχει πιθανότητα αλλαγής. Τουλάχιστον είχε καλύτερες μέρες.

Η χειρότερη φτώχια από όλες είναι εκείνη που χτυπά τον άνθρωπό που έμεινε άνεργος για μεγάλο διάστημα, δίχως να φταίει ο ίδιος. Είναι μια καταστροφή του πνεύματος όπως και αποστέρηση υλικών πόρων – ο άνθρωπός που θέλει να δουλέψει και όμως πρέπει να βλέπει τα παιδιά του να μην έχουν ποτέ αρκετά για να φάνε, που ξέρει πως κάτι θα μπορούσε να γίνει σχετικά με τη κατάσταση του αλλά είναι αδύναμος να κάνει οτιδήποτε από μόνος του. Ένας τέτοιος άνθρωπος γεμίζει με πικρία.

Ο φτωχός γνωρίζει μόνο δυο τάξεις στην κοινωνία. Οι κοινωνιολογία τους είναι αρκετά απλή. Είναι αυτοί και εμείς. Εκείνοι είναι εκείνοι που σου λένε τι να κάνεις, που οδηγούν αυτοκίνητο, χρησιμοποιούν διαφορετική προφορά, αγοράζουν σπίτι σε άλλη περιοχή, συναλλάσσονται με επιταγές και όχι με χρήματα, πληρώνουν τους μισθούς σου, μαζεύουν νοίκια και τέλη τηλεόρασης, σταματάνε για σένα σε διασταυρώσεις πεζών, δεν μπορούν να σε κοιτάξουν στα μάτια, διαβάζουν τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση, σου δίνουν το επίδομα ανεργίας ή το εθνικό βοήθημα· ο μαγαζάτορας, ο μπάτσος, ο δάσκαλος, ο γιατρός, ο ιατρικός επισκέπτης, ο τύπος με το λευκό σκυλοκόλαρο. Αυτοί είναι εκείνοι που σου κλέβουν την αθωότητα σου, ζουν σε βάρος σου, αγοράζουν το σπίτι πάνω από το κεφάλι σου. Σε τρώνε ή σε τσακίζουν. Πάνω από όλα, οι φτωχοί που δεν τσακίζονται στο πνεύμα μισούν τους κοινωνικούς αναρριχητές, τους δουλοπρεπείς, τους πρόσχαρους οικονόμους, τους τσιγγούνηδες και τους σεβαστούς – σαν δηλητήριο.

Όταν υπάρχει διάχυτη φτώχια, οι άνθρωποι βοηθούν ο ένας τον άλλο για να επιβιώσουν, αλλά όταν η φτώχια είναι εντοπισμένη, άνιση και διάσπαρτη στην ανισότητα της, χάνουν την πίστη τους στην ενότητα. Αποκτούν μια αίσθηση ενοχής, και αυτό είναι το χειρότερο όλων επειδή είναι αχρείαστη, άδικη και υπονομεύει ακόμη περισσότερο τον αυτοσεβασμό τους.

Δημιουργεί ωστόσο μια καλή ατμόσφαιρα όσον αφορά την δράση από έξω: η κυβέρνηση μπορεί αν την αγνοήσει. Όταν πολλοί άλλοι άνθρωποι μοιάζουν να είναι εντάξει και τα φέρνουν βόλτα, τότε ο φτωχός μπορεί να φανταστεί πως είναι δικό τους σφάλμα που είναι φτωχοί. Αυτή η συσσώρευση ενοχής ξεπερνά κατά πολύ την ενθάρρυνση που υποτίθεται πως αντλούν από το να βλέπουν ανθρώπους λιγότερο φτωχούς, το παράδειγμα των οποίων αναμένεται να ακολουθήσουν επειδή κατάφεραν κάπως να καταφέρουν μια καλύτερη μορφή ζωής.

Αν ένα φτωχό άτομο ένα πάρει μια σοκολάτα από το ράφι το σέρνουν στο δικαστήριο και το κάνουν αν πληρώσει εκατό φορές την αξία του. Αυτή είναι η βάση κάθε δικαιοσύνης που βλέπουν. Δεν υπάρχει, μπορεί να ρωτήσουν, αρκετό φαγητό για να το μοιραστούν όλοι; Αρκετά δωμάτια για να ζήσουμε όλοι μας; Πρέπει να συνεχίσεις να δουλεύεις, φυσικά, να δουλεύεις μέχρι να πεθάνεις (είναι εντάξει, πρέπει να δουλέψεις, αναμένεται), αλλά δεν υπάρχει μια αφθονία που, αν μοιραστεί, θα υπήρχαν αρκετά για μας, για όλους; Τους παίρνει πολύ να καταλάβουν πως, ενώ υπάρχουν πολλά για τους φτωχούς, δε θα υπάρχουν αρκετά για τους πλούσιους. Μόνο όσοι κερδίζουν κάποιο στοίχημα στο ποδόσφαιρο το βλέπουν αυτό.

Οι λαϊκοί τους ήρωες είναι εκείνοι που προσπαθούν, με το νου και τη τόλμη, να πάρουν ένα μερίδιο από τα λάφυρα του πλούσιου. Είναι ανώτεροι από εκείνους που το παίρνουν στα στοιχήματα, που σημαίνει απλά κατά τύχη. Η ινδαλματοποίηση του Ρομπέν των Δασών έσβησε εδώ και αιώνες. Αν δεν γίνονταν, θα έγραφαν ακόμη για αυτό τα σχολικά βιβλία; Δεν τους φαίνεται και πολύ αληθινό πως κάποιος, ως ατομική πράξη, θα έκλεβε από τους πλούσιους και να δώσει στους φτωχούς. Αυτός ήταν ένας τρόπος να εξαγοράστουν αρκετοί φτωχοί, που θα αποτρέψουν εκείνους που δεν τους δόθηκε τίποτα να πάνε κατευθείαν στη πηγή του πλούτου – που μόνο ο Ρομπέν μπορούσε να πάει. Ο Ρομπέν είχε ανεπίσημο μονοπώλιο στο πλούτο με το να μπορεί να φορολογεί με τη βία τους πλούσιους. Υπάρχει ένα ρητό: «Ρομπέν των Δασών; Περισσότερο, Ρομπέν των μπάσταρδων». Κατέληξε να γίνει ένας από τους άνδρες του βασιλιά.

Οι φτωχοί θαυμάζουν και εξιδανικεύουν εκείνους που στήνουν στοιχήματα ή κλέβουν τραίνα και δεν τους πιάνουν. Ένας πατριωτικός Σταυρός της Βικτώρια ή Μετάλλιο του Γεωργίου δεν είναι τίποτα μπροστά στον ενθουσιασμό του να διαβάζεις κάτι τέτοιο. Δεν περιμένουν μερίδιο από τα λάφυρα του κλέφτη: η απλά πράξη του χτυπήματος είναι αρκετή για αυτούς.

Ένας άνθρωπος που παίρνει από εκείνους που έχουν περισσότερα από αυτόν δεν είναι ληστής. Η λέξη «ληστής» έχει εφαρμογή σε όλη τη τραγική της έννοια μόνο όταν ένας φτωχός κλέβει έναν άλλο φτωχό. Αν ο πρώτος παράγοντας της φτώχιας είναι η έλλειψή κινητικότητας ο δεύτερος είναι η αδυναμία. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις για αυτό, πέρα από το να υπομείνει και να επιβιώσει. Αν δεν μπορείς να βοηθήσεις τον εαυτό σου, τότε μη περιμένεις να το κάνει ο Θεός. Αν ο Θεός βοηθά όσους βοηθούν τον εαυτό τους πως μπορεί να είναι με την πλευρά οποιουδήποτε παρά των πλούσιων; Ο Θεός είναι Συντηρητικός, σπιτονοικοκύρης, εκατομμυριούχος, δικαστής. Αν είναι εργάτης τότε είναι το είδος του καθάρματος που ξεκίνησε με πέντε λίρες και έκανε πέντε εκατομμύρια. Τα έκανε στη πλάτη των συντρόφων του, και δεν θα τους έδινε ούτε τη μύξα του.

Για τους απελπισμένους, που σημαίνει για εκείνους που αισθάνονται περισσότερο τη φτώχια τους, και τη δικαιούνται λιγότερο (αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο) υπάρχει πάντα ο φούρνος του γκαζιού. Αυτό όμως είναι το μπαλαντέρ σου, μια μοίρα που σκέφτεσαι για να βγάλεις τον εαυτό σου από τις χειρότερες στιγμές.

Αν χρησιμοποιηθεί είναι μόνο σαν μια τελευταία απέλπιδα άμυνα. Είναι η σπουδαία ατομική πράξη για την οποία είσαι ικανός – δίχως να ζητήσεις την άδεια κανενός παρά μόνο από τον βαθύτερο εαυτό σου. Δεν κάνεις αίτηση για αυτή, τη κάνεις με την δική σου ελεύθερη θέληση, για να ενοχλήσεις κάποιον που ξέρεις, ή το κόσμο γενικότερα, ή γιατί δεν έχει μείνει τίποτα άλλο να κάνεις από αυτό – για χιλιάδες λόγους. Έχει μια αξιοπρέπεια που τίποτα άλλο δεν μπόρεσε να δώσει, και ελάχιστοι είναι ικανοί για αυτή τη τελευταία πράξη αξιοπρέπειας. Είναι η τελευταία ελευθερία, που κανείς δεν μπορεί να σου πάρει, που εξαρτάται από σένα και μόνο.

Για εμένα, έχοντας πει όλα αυτά, οι φτωχοί δεν έχουν μια κοινή ψυχολογία. Θα ήταν μια απαράδεκτη δήλωση από ένα συγγραφέα. Είναι όλοι άτομα για τους οποίους οι πλούσιοι – που αποτελούν το κράτος – είναι υπεύθυνοι. Και επειδή οι πλούσιοι δεν βοηθούν ποτέ αποτελεσματικά τους φτωχούς (απλά δεν θέλουν να τους ξέρουν) τότε η μόνη λύση είναι ένα πολιτικό σύστημα που κάνει μια τέτοια ευθύνη όχι πράξη φιλανθρωπίας αλλά θεμελιώδη αρχή.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com