Η ένταξη της Ρόζας Λούξεμπουργκ στον σοσιαλιστικό χώρο και στο εργατικό κίνημα δεν υπήρξε μόνο μια φιλοσοφική επιλογή, αλλά μια συνεχής θεωρητική αλλά και βιωματική προσπάθεια να επιτευχθεί ο κοινωνικός μετασχηματισμός. Ο βιογράφος της Πάουλ Φρέλιχ γράφει: «Γι’ αυτήν δεν υπήρχε ούτε δόγμα ούτε αυθεντία στις οποίες έπρεπε τυφλά να υποτασσόμαστε.

Η σκέψη ακόμα ότι έπρεπε στις δικές της ιδέες να αποφεύγεται η κριτική θα την εξέπληττε και θα την εξόργιζε. Μια κριτική σκέψη διαρκώς εν εγρηγόρσει ήταν στα μάτια της το ζωτικό στοιχείο του σοσιαλιστικού κινήματος, ο πρώτος όρος μιας κοινής δράσης.

 

Διαβάστε επίσης στο αφιέρωμα του tvxs,gr για την Μικρασιατική Καταστροφή:

Δίχως μια συνεχή και συνειδητή επανεξέταση των παραδεδεγμένων θεωριών, δίχως μια βαθιά μελέτη των γεγονότων και μια γνώση των νέων τάσεων της εξέλιξης, δεν θα ήταν δυνατόν να βρεθούμε στο ύψος της Ιστορίας και στο ύψος των καθηκόντων μας… Ο αγώνας μέχρι το τέλος για τις δικές της πεποιθήσεις ήταν στα μάτια της μια ηθική απαίτηση που επιβαλλόταν απ’ αυτή τη φύση ενός σοσιαλιστή. Και ο όρος μιας τέτοιας υποχρέωσης ήταν η άκαμπτη θέληση να προχωρήσει μέχρι το βάθος των πραγμάτων».(1)

Ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν τη Λούξεμπουργκ ήταν το εθνικό ζήτημα που εκείνα τα χρόνια αναδεικνυόταν ως ένα από τα κεντρικά ζητήματα στην Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή. Το ερώτημα που είχαν κληθεί να αντιμετωπίσουν οι μαρξιστές διανοούμενοι ήταν έως ποιο σημείο θα μπορούσε να συμπορευτεί το εθνικό ζήτημα με το κοινωνικό και ποια θα έπρεπε να είναι η στάση του εργατικού κινήματος. Η Λούξεμπουργκ φαίνεται να έχει ξεκάθαρη άποψη για το θέμα αυτό και να ορίζει τους κανόνες λαμβάνοντας πάντα υπόψη τα συγκεκριμένα περιβάλλοντα, αλλά και το ρόλο που θα είχε το εθνικό κίνημα στο κάθε περιβάλλον:

«Το ζήτημα της εθνικότητας δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση μεταξύ όλων των πολιτικών, κοινωνικών και ηθικών ζητημάτων που εξετάζονται με τον τρόπο αυτόν από τον σύγχρονο σοσιαλισμό. Δεν μπορεί να διευθετηθεί με τη χρήση κάποιου ασαφούς κλισέ, μάλιστα ενός τόσο λεπτού τύπου, όπως “το δικαίωμα όλων των εθνών στην αυτοδιάθεση”. Μια τέτοια φόρμουλα εκφράζει είτε απολύτως τίποτα, έτσι ώστε να είναι μια κενή, μη δεσμευτική φράση, είτε εκφράζει το ανεπιφύλακτο καθήκον των σοσιαλιστών να στηρίξουν όλες τις εθνικές φιλοδοξίες, οπότε είναι απλά ψευδές…

Με βάση τις γενικές υποθέσεις του ιστορικού υλισμού, η θέση των σοσιαλιστών σε σχέση με τα προβλήματα της εθνικότητας εξαρτάται κυρίως από τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περίπτωσης, οι οποίες διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών και επίσης μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου σε κάθε χώρα. Ακόμα και μια επιφανειακή γνώση των γεγονότων καθιστά δυνατή την παρατήρηση ότι το ζήτημα των εθνικών αγώνων κάτω από την οθωμανική πύλη στα Βαλκάνια έχει εντελώς διαφορετική πτυχή, διαφορετική οικονομική και ιστορική βάση, διαφορετικό βαθμό διεθνούς σημασίας και διαφορετικές προοπτικές για το μέλλον, από το ζήτημα του αγώνα των Ιρλανδών ενάντια στην κυριαρχία της Αγγλίας.

Ομοίως, οι επιπλοκές στις σχέσεις μεταξύ των εθνικοτήτων που απαρτίζουν την Αυστρία είναι εντελώς διαφορετικές από τις συνθήκες που επηρεάζουν το πολωνικό ζήτημα. Επιπλέον, το ζήτημα της εθνικότητας σε κάθε χώρα αλλάζει το χαρακτήρα του με το χρόνο, και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν νέες και διαφορετικές αξιολογήσεις γι’ αυτό».(2)

Με βάση αυτή την προσέγγιση η Λούξεμπουργκ αντιτάχθηκε απολύτως στα εθνικά κινήματα στον ευρωπαϊκό χώρο. Θεωρούσε ότι υπονομεύουν τον κοινό αγώνα της εργατικής τάξης για την κοινωνική ανατροπή και δίνουν τη δυνατότητα στην αστική τάξη να εγκλωβίσει τα προλεταριακά στρώματα στις δικές της επιλογές.

Παράλληλα, αντιτίθεται στην πολιτική της εθνικής καταπίεσης, την οποία θεωρεί ως πολιτική της αστικής τάξης: «Για περισσότερα από είκοσι χρόνια η κυβέρνηση έχει αναλάβει την εκτόπιση της πολωνικής γλώσσας, εξαλείφοντας το πολωνικό στοιχείο από τα δημόσια αξιώματα και από τη δημόσια ζωή, δαπανώντας εκατοντάδες εκατομμύρια για “εποικισμό”, δηλαδή εκγερμανισμό των περιφερειών μας… Τι θέλουν να πετύχουν; Είναι ξεκάθαρο ότι η πολωνική γλώσσα και εθνικότητα πρέπει να εξαφανιστούν από την Πρωσία, τρία εκατομμύρια Πολωνοί οφείλουν να ξεχάσουν ότι γεννήθηκαν Πολωνοί και να μετατραπούν σε Γερμανούς».(3)

Η ενότητα της εργατικής τάξης

Όμως, θεωρεί ότι η άρνηση της εθνικής καταπίεσης και της πολιτικής αφομοίωσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ενότητα των εργατικών στρωμάτων: «Μια συμμαχία με τους Γερμανούς εργάτες ενάντια στην εκμετάλλευση των γερμανικών και πολωνικών αρχουσών τάξεων και ενάντια στην καταπίεση της κυβέρνησης – αυτό είναι ό,τι θέλουμε».(4)

Ακριβώς γι’ αυτό θεώρησε ότι ήταν λανθασμένη η πολιτική επί του εθνικού ζητήματος που ακολούθησε η πρώτη μπολσεβικική κυβέρνηση στη Ρωσία μετά την Επανάσταση του Οκτωβρίου του 1917. Όπως θα δούμε παρακάτω, η Λούξεμπουργκ υποστήριξε ότι το σύνθημα «δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Εθνών» υπονόμευε τη συνολική σοσιαλιστική πολιτική, δημιουργούσε περιττές εσωτερικές αντιθέσεις που οδηγούσαν σε ένοπλες συγκρούσεις και επέτρεπε στις επιμέρους αστικές τάξεις να προτάξουν τον εθνικιστικό αταβισμό εγκλωβίζοντας την εργατική τάξη των χωρών.

Η ιδιαιτερότητα της Ανατολής και οι καταπιεσμένες εθνότητες

Όμως, όσον αφορά το Ζήτημα της Ανατολής, δηλαδή το ζήτημα της υπαγωγής των χριστιανικών κοινοτήτων στην οθωμανική διοίκηση, η θέση της Λούξεμπουργκ ήταν εντελώς διαφορετική και καθορίστηκε από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν εκεί. Η θέση της ήταν απολύτως συμβατή με την ευρύτερη αντίληψη που είχε διαμορφωθεί στους κόλπους των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1890 «η θέση της γερμανικής και της διεθνούς Σοσιαλδημοκρατίας στο Ανατολικό Ζήτημα άλλαξε. Η Σοσιαλδημοκρατία άρχισε να υποστηρίζει ανοιχτά τις προσδοκίες των καταπιεσμένων εθνικοτήτων στην Τουρκία σε μια ξεχωριστή πολιτιστική ύπαρξη και εγκατέλειψε κάθε ανησυχία για την τεχνητή διατήρηση της Τουρκίας στο σύνολό της (…) οι Σοσιαλδημοκράτες έμειναν πεπεισμένοι ότι η πολιτική αποσύνθεση της Τουρκίας θα προέκυπτε από την οικονομική και πολιτική εξέλιξή της στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και ότι η προσωρινή διατήρηση της Τουρκίας θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της αντιδραστικής διπλωματίας της ρωσικής απολυταρχίας».(5)

Όπως αναφέρει στην Μπροσούρα του Γιούνιους, η κρητική εξέγερση του 1896 είχε προκαλέσει μεγάλη συζήτηση στον γερμανικό κομματικό Τύπο για το Ανατολικό Ζήτημα. Το αποτέλεσμα αυτής της συζήτησης ήταν η αναθεώρηση των παλαιότερων απόψεων περί «ακεραιότητας της Τουρκίας» ως ανάχωμα στη Ρωσία. Έτσι η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησε τη θέση της οριστικής άρνησης της «…”ακεραιότητας της Τουρκίας” θεωρούμενης σαν κληρονομιά της ευρωπαϊκής αντίδρασης».(6)

Το κείμενο της Λούξεμπουργκ με τίτλο «Η Σοσιαλδημοκρατία και οι εθνικοί αγώνες στην Τουρκία» δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες στη γερμανική σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα που εκδιδόταν στη Δρέσδη «Sachsische Arbeiter-Zeitung» («Εφημερίδα των Εργατών της Σαξονίας») στις 8, 9 και 10 Οκτωβρίου του 1896.(7)

Γράφτηκε στον απόηχο των μεγάλων σφαγών κατά των Αρμενίων με τις οποίες η σουλτανική κυβέρνηση του Αμπντούλ Χαμίτ κατέστειλε την αρμενική επαναστατική σοσιαλιστική κίνηση. Η κυβέρνηση του Αμπντούλ Χαμίτ είχε σταματήσει τη μεταρρυθμιστική κίνηση του Τανζιμάτ, λόγω των μεγάλων αντιδράσεων των περιφερειακών πασάδων και αγάδων.

Την ίδια περίοδο, η ηγεσία των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε επιλέξει τη συμμαχία με τις προοδευτικές τάσεις του φιλελεύθερου μεταρρυθμιστικού οθωμανικού κινήματος με στόχο το μετασχηματισμό της Αυτοκρατορίας σε σύγχρονο κράτος δικαίου. Οι περιφερειακές επαναστάσεις σε Μακεδονία και Κρήτη οφείλονταν περισσότερο σε τοπικές συνθήκες εκμετάλλευσης και καταστολής που επικρατούσαν στην οθωμανική περιφέρεια.

Για την κατανόηση του προβλήματος που υπήρχε στην περιφέρεια -με την άρνηση των τοπικών οθωμανικών ηγεσιών να συμμορφωθούν προς το πνεύμα των μεταρρυθμίσεων- είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα η περιγραφή του περιηγητή Robert Pasley στο βιβλίο του Travels in Crete (1837), για την κατάσταση στην οθωμανική Κρήτη:

«Ο Τούρκος, που είναι συνηθισμένος να φέρεται δεσποτικά στους Ελληνες, είναι αλαζών, ατίθασος και ρέπει προς την ανταρσία… Το σώμα των γενιτσάρων αποτελείται από ντόπιους όλων των τάξεων. Είναι άμισθοι και συνήθως κακοί και σκληροί. Αυτοί που έχουν κάνει τα περισσότερα εγκλήματα είναι περιζήτητοι στα συντάγματα και χαίρουν της προστασίας των αρχηγών και των αγάδων, οι οποίοι τους χρησιμοποιούν όταν είναι ανάγκη… Συνεπώς η εξουσία του πασά (σ.τ.σ. του εκπροσώπου του σουλτάνου) είναι μηδαμινή σ’ αυτόν τον τόπο, ενώ οι αγάδες και οι αρχηγοί των σωμάτων προπηλακίζουν όποιον θέλουν χωρίς κανείς να τολμά να παραπονεθεί: οι κακοποιοί τού κάθε σώματος παραδίδονται σε ακρότητες και μπαίνουν στα σπίτια των ραγιάδων και τους μεταχειρίζονται όπως θέλουν. Λεπτομέρειες αυτών που αναφέρονται στην τελευταία πρόταση είδα κατά την παραμονή μου στην Κρήτη και θα μπορούσαν να γεμίσουν έναν τόμο. Ωστόσο, πολλές από αυτές είναι τόσο αισχρές και τρομερές που δεν θα τολμούσα να περιγράψω. Πρόκειται για φοβερούς συνδυασμούς πόθου και σκληρότητας που κανένας δεν θα φανταζόταν ότι υπάρχουν στην ανθρώπινη φύση, ακόμα και στην πιο άγρια και υποβαθμισμένη της κατάσταση».(8)

Στο κείμενό της η Λούξεμπουργκ ασκεί έντονη κριτική σε μια τάση της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας να αναγάγει τα μεγάλα κοινωνικά φαινόμενα σε δράση πρακτόρων, υποστηρίζοντας ότι τα επαναστατικά κινήματα στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν υποκινούμενα από τους Ρώσους.

Όπως επίσης και την καλλιέργεια της ρομαντικής άποψης ότι η Τουρκία ήταν ένας παράδεισος, όπου οι «διαφορετικές εθνικότητες συνυπάρχουν ειρηνικά εδώ και χρόνια» και όπου η παρέμβαση της ευρωπαϊκής διπλωματίας ήταν υπεύθυνη της δυσαρέσκειας των λαών κατά του σουλτάνου. Εντοπίζει το γεγονός ότι οι χριστιανικές κοινότητες ήταν οι πλέον καταπιεσμένες: «Στον χριστιανό αρνούνται το δίκαιό του, ο όρκος του είναι άνευ αξίας εναντίον μουσουλμάνων, δεν μπορεί να φέρει όπλα και κατά κανόνα δεν μπορεί να κατέχει δημόσιο αξίωμα».(9)

Σημειώσεις:

  1. Πάουλ Φρέλιχ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, β’ έκδοση, μτφρ. Α. Στίνας, εκδ. Ύψιλον, 1881, σελ. 17.
  2. Rosa Luxemburg, «The National Question: The Right of Nations to Self-Determination», https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1909/national-question/ch01.htm (πρόσβ. 15-9-2017
  3. Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Σε υπεράσπιση της εθνικότητας», περ. «Μαρξιστική Σκέψη», τόμ. 19, Ιανουάριος-Μάρτιος 2016, σελ. 31.
  4. Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Σε υπεράσπιση της εθνικότητας», ό.π., σελ. 45. 
  5. Rosa Luxemburg, «The National Question: The Right of Nations to Self-Determination», ό.π. 
  6. Die Krise der Sozialdemokratie (Junius-Broschüre). Στην ελληνική έκδοση, Μπροσούρα του Γιούνιους, εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 84.
  7. Rosa Luxemburg, «Die nationalen Kämpfe in der Türkei und die Sozialdemokratie», εφημ. «Sachsische Arbeiter-Zeitung», το 1ο μέρος στο φύλλο 234, 8-10-1896, το 2ο μέρος στο φ. 235, 9-10-1896, το 3ο μέρος στο φ. 236, 10-10-1896. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μαρξιστική Σκέψη», τεύχ. 21, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2016, σελ. 20-30. Είχε πρωτοδημοσιευτεί στο περ. «Λαοί», τεύχ. 1, Μάιος 1987, σελ. 39-50.
  8. Robert Pasley, Tαξίδια στην Κρήτη, τόμ. Β’, μτφρ. Δ. Γόντικα, εκδ. ΤΕΔΚ Κρήτης, Ηράκλειο, 1994, σελ. 131.
  9. Rosa Luxemburg, «Die nationalen Kämpfe in der Türkei und die Sozialdemokratie», ό.π.

* Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας, συγγραφέας. Πηγή του κειμένου το βιβλίο του «Μικρασιατική Καταστροφή. Από τη Λούξεμπουργκ και τον Γληνό στην ήττα και στο τραύμα», εκδ. Historical Quest, Αθήνα, 2019.

πηγη: https://tvxs.gr