Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Aeon. Ο David Wengrow είναι συγγραφέας και καθηγητής συγκριτικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Δημοσιεύθηκε την 29 Νοεμβρίου, 2021



Ο πολιτισμός επέστρεψε. Δεν είναι όμως πλέον προνόμιο του «αναγεννησιακού ανθρώπου» ή «της Δύσης», ή ακόμη και των εγγράμματων κοινωνιών. Ο πολιτισμός είναι ένας τρόπος για να μιλήσουμε για την ανθρώπινη κοινωνία σε μεγαλύτερη κλίμακα. Από τις σπηλαιογραφίες στο Λασκώ ως την πιο πρόσφατη έκθεση του MoMA, είναι ο συνδετικός ιστός της ανθρώπινης ιστορίας.

Όμως από τουλάχιστον μια πτυχή, η έννοια του πολιτισμού παραμένει ουσιαστικά περιοριστικό. Είναι ακόμη αντικείμενο των γκαλερί, των μουσείων και των μηνείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO· πολύτιμων εικόνων, αντικειμένων και οικοδομημάτων, παρά της ζωντανής ανθρωπότητας. Οι προϊστορικές λίθινες δομές του Γκιοπεκλί Τεπέ – όπου άνοιξε πλέον ένα πάρκο κληρονομιάς, κοντά στα σύνορα Τουρκίας και Συρίας – αναφέρονται ως οτιδήποτε από τον Κήπο της Εδέμ ως το λίκνο του πολιτισμού και τον πρώτο ναό του κόσμου. Θέλουμε ακόμη ένα πολιτισμό που να στέκεται πολύ πιο ψηλά από τις καθημερινές πραγματικότητες των ανθρώπινων τεχνιτών και εμπόρων. Σε περιοχές με προβλήματα, όπως τα σύνορα Συρίας-Τουρκίας, μνημεία σαν αυτά γρήγορα γίνονται βωμοί θυσίας για πραγματικές ζωές.

Το σπουδαιότερο, πάντα υπήρχαν άλλοι τρόποι για να κατανοήσουμε τον «πολιτισμό». Ο Γάλλος ανθρωπολόγος του 20ου αιώνα, Marcel Mauss θεωρούσε πως ο πολιτισμός δεν μπορεί να μειωθεί σε μια λίστα από τεχνικά και αισθητικά επιτεύγματα. Ούτε πρέπει να αντιπροσωπεύει ένα συγκεκριμένο στάδιο της πολιτισμικής εξέλιξης («πολιτισμός» εναντίον «βαρβαρότητας», και ούτω καθεξής). Ο πολιτισμός μπορεί να εντοπιστεί σε υλικά αντικείμενα, αλλά πάνω από όλα αναφέρεται σε μια δυνατότητα στις ανθρώπινες κοινωνίες. Κατά την άποψη του Mauss, ο πολιτισμός είναι αυτό που συμβαίνει όταν διακριτές κοινωνίες μοιράζονται ηθικά και υλικά πέρα από σύνορα, δημιουργούν ισχυρές σχέσεις που ξεπερνούν τις διαφορές. Μπορεί να μοιάζει αφηρημένη συζήτηση, αλλά δεν είναι. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω.

Σχεδόν τέσσερα χρόνια έχουν περάσει πλέον από την στρατιωτική άνοδο του Daesh ή ISIS στη Μέση Ανατολή. Το ISIS κατέστρεφε ή πωλούσε συστηματικά αρχαιότητες, με αποκορύφωμα την επίθεση του το 2015 στην αρχαία εμπορική πόλη της Παλμύρα, στη Συρία, ένα Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Υπό την κατοχή του ISIS, το ρωμαϊκό θέατρο της Παλμύρα είχε γίνει η σκηνή για αποτρόπαιες φρικαλεότητες, ανάμεσα τους τον αποκεφαλισμό του Khaled al-Asaad, κάτοικο της σύγχρονης Παλμύρα, και μέχρι τότε διευθυντή αρχαιοτήτων της. την άνοιξη του 2016, μετά από, με ρωσική στήριξη, (και όπως αποδείχτηκε) προσωρινή απελευθέρωση, η Παλμύρα φιλοξενούσε την Συμφωνική Ορχήστρα Μαρίνσκι. Στην παράσταση, ένα ακροατήριο Ρώσων στρατιωτώνέκατσε για να ακούσει Bach, Prokopiev και Shchedrin. Το γεγονός ήταν σχεδιασμένο να παρουσιάσει μια συγκεκριμένη, και πιστεύω παραπλανημένη, ιδέα περί πολιτισμού. Ήταν, με τα λόγια του προέδρου της Ρωσίας, Vladimir Putin μέσω ζωντανής σύνδεσης από τη Μόσχα, «μέρος της ανθρώπινης κληρονομιάς». Σε όλη την ιστορία, η Παλμύρα είχε ανοίξει τις πύλες της σε κάθε είδος ξένων θεών. «Τα πάντα», έγραφε το 1932 ο Ρώσος ιστορικός της αρχαιότητας Michael Rostovtzeff, «είναι παράξενο στην παράξενη πόλη της Παλμύρα». Όμως τίποτα, ίσως, τόσο αλλόκοτο όσο τα γεγονότα του 2015-16.

Τι ήταν ήταν «πολιτισμένο» στην παρουσίαση Prokopiev στα όμορφα ερείπια μιας αρχαίας πόλης της Συρίας, ενώ ο ζωντανός πληθυσμός μιας άλλης, το Χαλέπι, στο βορρά, ήταν ταυτόχρονα υπό επίθεση; Οι αρχαίοι ναοί της Παλμύρα δεν ήταν σχεδιασμένοι ως έργα τέχνης, να θαυμάζονται ή να παρατηρούνται παθητικά, όχι περισσότερο από ότι τα σπήλαια του Λασκώ ή του Φοντ-ντε-Γκώμ προορίζονταν ως γκαλερί, ή το Γκιοπεκλί Τεπέ ως μια προϊστορική εκδοχή της Καπέλα Σιστίνα. Στην αρχαιότητα, τα λατρευτικά αγάλματα τους απαιτούσαν ζωντανές προσφορές και θυσίες, και τώρα έμοιαζε να τις απαιτούν ξανά. Θυσίες αυτού του είδους μοιάζει να συνδέεται με κάποιο τρόπο με τις σύγχρονες αντιλήψεις μας για την «κληρονομιά», την «τέχνη» και το «πολιτισμό», με τρόπους που σπάνια σκεφτόμαστε ή εκφράζουμε. Σίγουρα αυτό που λένε είναι πως αυτά είναι, ουσιαστικά, οι σύγχρονοι θεοί μας – οι θεοί του παγκόσμιου βορρά.

Όταν οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τον όρο «πρώιμος πολιτισμός», αναφέρονται κυρίως στην Αίγυπτο των Φαραώ, το Περού των Ίνκα, το Μεξικό των Αζτέκων, την Κίνα των Χαν, την Αυτοκρατορική Ρώμη, την Αρχαία Ελλάδα ή άλλες αρχαίες κοινωνίες μιας ιδιαίτερης κλίμακας και μνημειακότητας. Όλες αυτές ήταν έντονα στρωματοποιημένες κοινωνίες, που συγκρατούνταν ενωμένες κυρίως μέσω αυταρχικής κυβέρνησης, βίας και της ακραίας επιβολής πάνω στις γυναίκες. Η θυσία είναι σκιά που παραμονεύει πίσω από αυτή την έννοια του πολιτισμού· η θυσία των ελευθεριών, της ίδιας της ζωής, για χάρη ενός αντικειμένου που είναι άπιαστο – μια ιδέα παγκόσμιας τάξης, την εντολή του ουρανού, ευλογίες εκείνων των αχόρταγων θεών.

Κάτι είναι λάθος εδώ. Η λέξη «πολιτισμός» πηγάζει από μια πολύ διαφορετική πηγή και ιδανικό. Στις αρχαίες εποχές, civilis σήμαινε εκείνα τα γνωρίσματα της πολιτικής σοφίας και της αλληλοβοήθειας που επιτρέπουν στις κοινωνίες να οργανωθούν μέσω εθελοντικής συμμαχίας. Η σύγχρονη Μέση Ανατολή προσφέρει πολλά συναρπαστικά παραδείγματα. Το καλοκαίρι του 2014, μια συμμαχία Κουρδικών μονάδων έσπασε την πολιορκία στο Όρος Σιντζάρ στο Ιράκ για να προσφέρουν ασφαλές πέρασμα, τροφή και καταφύγιο για χιλιάδες Γιαζίντι. Καθώς γράφω ακόμη, ο πληθυσμός της Μοσούλης φέρνει στη ζωή μια νέα πόλη από τα πολεμικά ερείπια της παλιάς, δρόμο με το δρόμο, με ελάχιστη κρατική υποστήριξη.

Η αλληλοβοήθεια, η κοινωνική συνεργασία, ο πολιτικός ακτιβισμός, η φιλοξενία ή απλά η φροντίδα για άλλους: αυτά είναι τα πράγματα που πραγματικά φτιάχνουν πολιτισμούς. Στην περίπτωση αυτή, η πραγματική ιστορία του πολιτισμού μόλις τώρα αρχίζει να γράφεται. Μπορεί να ξεκινά με αυτό που οι αρχαιολόγοι ονομάζουν «πολιτισμικές περιοχές» η «σφαίρες αλληλεπίδρασης», τεράστιες ζώνες πολιτισμικών ανταλλαγών και πρωτοπορίας που αξίζουν μια πιο σημαντική θέση στην εξιστόρηση μας του πολιτισμού. Στην Μέση Ανατολή, έχουν βαθιές ρίζες που γίνονται ορατές προς το τέλος της τελευταίες Εποχής των Παγετώνων περίπου το 10000 ΠΚΕ. Χιλιάδες χρόνια πριν την εμφάνιση των πόλεων (περίπου το 4000 ΠΚΕ), οι κοινωνίες των χωριών ήδη μοιράζονταν βασικές αντιλήψεις κοινωνικής τάξης σε όλη την περιοχή που ήταν γνωστή ως «εύφορη ημισέληνος». Οι φυσικές αποδείξεις που άφησαν πίσω τους οι κοινές μορφές οικογενειακής ζωής, τελετουργιών και φιλοξενίας δείχνει αυτή τη βαθιά ιστορία του πολιτισμού. Είναι με κατά κάποιους τρόπους πολύ πιο συναρπαστική από τα μνημεία. Τα πιο σημαντικά ευρήματα της σύγχρονης αρχαιολογίας μπορεί στην πράξη να είναι αυτά τα ζωντανά και εκτεταμένα δίκτυα, εκεί που άλλοι περίμεναν να βρουν μόνο οπισθοδρομικές και απομονωμένες «φυλές».

Οι μικρές προϊστορικές κοινότητες αυτές σχημάτισαν πολιτισμούς με την πραγματική έννοια εκτεταμένων ηθικών κοινωνιών. Δίχως μόνιμους βασιλιάδες, γραφειοκράτες ή σταθερούς στρατούς, καλλιέργησαν την ανάπτυξη μαθηματικών και ημερολογιακών γνώσεων· της εξελιγμένης μεταλλουργίας, την καλλιέργεια ελιών, αμπελιών και χουρμάδων, την επινόηση του προζυμένιου ψωμιού και της μπύρας από σιτάρι. Ανέπτυξαν σημαντικές τεχνολογίες υφαντουργίας που χρησιμοποιήθηκαν σε υφάσματα και την καλαθοποιία, τον τροχό του αγγειοπλάστη, εργαστήρια πέτρας και κοσμημάτων, το πανί και την ναυσιπλοΐα. Μέσω δεσμών συγγένειας και εμπορίου, διέδωσαν αυτά τα πολύτιμα και ανεκτίμητα γνωρίσματα του πραγματικού πολιτισμού. Με όλο και μεγαλύτερη ακρίβεια, τα αρχαιολογικά ευρήματα μας επιτρέπουν τα ιδρυτικά νήματα αυτού του αναδυόμενου ιστού του πολιτισμού, καθώς περνά τις πεδιάδες του πεδινού Ιράκ, προχωρά μπρος και πίσω μεταξύ των ακτών της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, μέσα από τους πρόποδες της οροσειράς του Ταύρου και του Ζαγκρός, και κάτω στην ελώδη κορυφή του περσικού Κόλπου. Ο πολιτισμός, με αυτή τη νέα έννοια, αποτελεί ένα πολιτισμικό ψηφιδωτό τρομερής περιπλοκότητας και μεγαλείου, αποκεντρωμένο ανοιχτό, φτιαγμένο από ένα εκατομμύριο μικροσκοπικούς κοινωνικούς δεσμούς.

Μια στιγμιαία σκέψη δείχνει πως οι γυναίκες, η δουλειά τους, οι ανησυχίες τους  είναι στο πυρήνα αυτής της ακριβέστερης κατανόησης του πολιτισμού. Ο εντοπισμός της θέσης των γυναικών σε κοινωνίες δίχως γραφή συχνά σημαίνει χρήση στοιχείων που αφέθηκαν, απολύτως κυριολεκτικά, στο ψηφιδωτό του υλικού πολιτισμού, όπως βαμμένα κεραμικά που μιμούνται και μοτίβα υφασμάτων και γυναικεία σώματα στις μορφές τους και τις περίτεχνες διακοσμητικές δομές. Για να πάρουμε μόνο ένα παράδειγμα, είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως το είδος περίπλοκης μαθηματικής γνώσης που παρουσιάζεται στα πρώιμα σφηνοειδή κείμενα, ή στο σχεδιασμό των αστικών ναών, ξεπετάχτηκαν πλήρως μορφοποιημένα από το μυαλό ενός άνδρα γραφέα, όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Πολύ πιο πιθανό, αυτά αντιπροσωπεύουν την γνώση που αθροίστηκε στις προ-εγγράμματες εποχές, μέσα από χειροπιαστές πρακτικές όπως ο εφαρμοσμένος λογισμός και η απόλυτη γεωμετρία της ύφανσης και των χειροτεχνημάτων. Αυτό που ως τώρα περνούσε για «πολιτισμός» μπορεί στην ουσία να μην είναι τίποτα παραπάνω από μια έμφυλη οικειοποίηση – από άνδρες, που σκάλιζαν τις αξιώσεις τους σε πέτρα – κάποιου προηγούμενου συστήματος γνώσης που είχαν τη γυναίκα στο κέντρο της.

Από μια τέτοια αφετηρία, μπορούμε να δούμε την πραγματική ιστορία του ζωντανού πολιτισμού. Φτάνει πίσω πολύ πέρα από τις πρώτες μοναρχίες ή αυτοκρατορίας, και αντιστέκεται ακόμη και στις πιο βίαιες εισβολές του σύγχρονου κράτους. Είναι ένας πολιτισμός που πραγματικά μπορούμε να αναγνωρίσουμε όταν τον δούμε, να τον γευτούμε, να τον αγγίξουμε, ακόμη και σε αυτές τις πιο σκοτεινές ώρες. Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά δικαιολογία για την αναίτια καταστροφή αρχαίων μνημείων. Αλλά ας μην συγχέουμε αυτό με τον ζωντανό σφυγμό του πολιτισμού, που συχνά κατοικεί σε αυτό που με πρώτη ματιά μοιάζει μικρό, οικιακό ή κοινότοπο. Εκεί θα τον βρούμε, να χτυπά υπομονετικά, περιμένοντας για το φως.

πηγη: https://geniusloci2017.wordpress.com